Κεφάλαιο 3ο
Το βράδυ είχε φτάσει, η Κάιλη κοιτούσε ξανά και ξανά τον εαυτό της στον καθρέφτη, ένιωθε τόσο όμορφη και ευτυχισμένη, ο Γκάμπριελ έρχεται από πίσω την αγκαλιάζει και την φιλάει στον λαιμό
Γ: πάμε; Υπάρχει ακόμα πολύς κόσμος που θέλει να σε δει,πέρα από τον καθρέφτη
Κ: εντάξει πάμε η μουσική ακούγεται μέχρι εδώ έχει πολύ κόσμο έτσι;
Γνέφει καταφατικά και την πιάνει από το χέρι οδηγώντας την έξω, πράγματι είχε πολύ Κόσμο. Όλο το χωριό ήταν στολισμένο με φαναράκια και λουλούδια, παιδιά έτρεχαν μέσα στους δρόμους και πολλά ζευγάρια περπατούσαν αγκαλιασμενα και ευδιαθετα.
Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει στο λιμάνι όπου βλέπουν πλήθος κόσμου να χορεύουν στην μέση και γύρω γύρω να υπάρχουν τραπέζια με φαγητό και κρασί. Ο Γκάμπριελ εντοπίζει το αφεντικό του και τους άλλους εργάτες και πηγαίνει προς το μερος τους. Αφού τους χαιρετάει και τους συστήνει την γυναίκα του κάθονται κι αυτοί στο τραπέζι για να απολαύσουν την γιορτή
Γ: σου αρέσει;
Της φωνάζει στην προσπάθεια να τον ακούσει
Κ: είναι υπέροχα
Γ: πάμε να χορέψουμε;
Της λέει δίνοντας το χέρι του, εκείνη το πιάνει και σηκώνονται για τον χορό. Όλοι διασκέδαζαν με την ψυχή τους, ο Γκάμπριελ σε κάποια στιγμή τράβηξε την Κάιλη από το τσούρμο και της πρότεινε να πάνε μια βόλτα να δουν τα πλοία
Καθώς περπατούσαν χέρι χέρι στο νέο λιμάνι ο Γκάμπριελ σταμάτησε μπροστά από ένα μεγάλο μαύρο πλοίο
Γ: δεν είναι πανέμορφο;
Την ρωτάει κοιτάζοντας το, εκείνη το κοιτάζει αλλά σηκώνει αδιάφορη τους ώμους της
Κ: ωραίο είναι
Γ: μια μέρα θέλω να πάρω ένα τέτοιο
Πράγματι το ήθελε, ακόμη και αν ήταν εξόριστος θυμόταν τα ταξίδια που έκανε με ένα ακριβώς παρόμοιο πλοίο, κάποτε γυρνούσε όλο τον κόσμο χωρίς να νοιάζεται για το αύριο , τώρα έμενε σε ένα μικρό χωριό αγωνιζόμενος καθημερινά για το μέλλον του. Αν τον έβλεπε ο πατέρας του και ο αδελφός του έτσι πως είναι θα γελούσαν! Ο τεμπέλης και γυναίκας γιος και αδελφός να δουλεύει νύχτα μέρα για μα προσφέρει μια καλύτερη ζωή σε μια μόνο γυναίκα που αγαπούσε.
Ο Γκάμπριελ γέλασε στη σκέψη αυτή και άφησε ένα χαχανισμα να του ξεφύγει, η Κάιλη τον κοίταξε με απορία
Κ: τι έπαθες;
Γ: τίποτα! Απλά σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι που σε έχω
Κ: κι εγώ είμαι
Του δίνει ένα φιλί στο στόμα, ο Γκάμπριελ αφήνει για λίγο το χέρι της και βγάζει το κολιέ που είχε κρεμασμένο στον λαιμό του
Γ:πάρτο
Της το φοράει στο λαιμό πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει
Κ: γιατί μου το δίνεις, είπες πως ήταν από την οικογένεια σου
Γ: εσύ είσαι η οικογένεια μου! Θέλω να το κρατήσεις εσύ κάποια στιγμή θα το δώσεις στο παιδί μας
Η Κάιλη κοιτούσε ξανά και ξανά το χρυσό κολιέ, το κρεμαστο είχε πάνω του πολύ περίτεχνα σχέδια, ήταν πολύ ακριβό και πάντα αναρωτιόταν πως μπόρεσαν και το αγόρασαν οι γονείς του μιας που της είχε πει πως ήταν φτωχοί. Δεν την ένοιαζε πλέον. Ήταν τόσο χαρούμενη, τον αγκάλιασε σφιχτά δίνοντας του ένα παθιασμένο φιλί
Γ: πάμε πίσω στην γιορτή; Κρίμα να το χάσουμε
Του χαμογελάει και φεύγουν. Όταν φτάνουν κάθονται στο τραπέζι μαζί με τους άλλους εργάτες με τους οποίους δούλευε ο Γκάμπριελ όμως κάτι δεν πήγαινε καλά, το ευχάριστο αυτό κλίμα ήρθε να καταστρέψει μια απρόσμενη είδηση.
Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε και πήγε να χαιρετήσει κάτι φίλους. Σε αυτήν την παρέα όμως ήταν και δύο ξένοι ναυτικοί. Ο Χάρυ φίλος του Γκάμπριελ όταν τον είδε να πλησιάζει του έκανε νόημα να έρθει πιο γρήγορα για να ακούσει. Όταν φτάνει ο Χάρυ του λέει να ακούσει με προσοχή τα νέα που έφερναν οι ναυτικοί
<<Τεράστια καταστροφή! Ποιος ξέρει τι θα απογινει το βασίλειο>>
Λέει φανερά προβληματισμένος
Γ: συγγνώμη αλλά τι έγινε;
<<Ο βασιλιάς Έρικ και ο Πρίγκηπας Άρθουρ! Σκοτώθηκαν στο κυνήγι για να ακριβολογούμε δολοφονήθηκαν>>
Ο Γκάμπριελ άσπρισε σαν πανί
Γ: Δολοφονήθηκαν; αδύνατον!
<<Κι όμως, το βασίλειο έμεινε χωρίς καπετάνιο, λένε πως ψάχνουν για τον εξόριστο γιο είναι ο μόνος διάδοχος, γι'αυτό θα φύγουμε σε λίγες ώρες υπάρχει μεγάλη αναταραχή και πολλοί μιλάνε για πόλεμο>>
Ο Γκάμπριελ έφυγε σχεδόν τρέχοντας από εκεί, τι να εκανε; Δεν μπορούσε να αφήσει το βασίλειο του στην τύχη του, καλώς ή κακώς ο πατέρας και ο αδελφός του ήταν νεκροί και αυτός ήταν πλέον ο μόνος διάδοχος. Αλλά είχε χτίσει μια νέα ζωή εδώ μαζί με την Κάιλη και δεν ήθελε να την αφήσει, ή μήπως ήθελε; Ο παλιός του εαυτός άρχισε να ξυπνάει, εκείνο το ρεμάλι που ήταν! Ποιος νοιαζόταν για την Κάιλη, θα είχε ξανά χρήματα και όσες γυναίκες ήθελε.
Πήγε τρέχοντας στο τραπέζι και πρόσταξε την Κάιλη να σηκωθεί για να φύγουνε. Στον δρόμο για το σπίτι ο Γκάμπριελ έτρεχε ενώ η Κάιλη προσπαθούσε μάταια να τον φτάσει. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με εκείνος αλλά δεν ήξερε τι.
Δεν μπορούσε να τρέξει άλλο, ένας μεγάλος πόνος κατέκλυσε το στήθος της, άρχισε να βήχει δυνατά. Έπεσε στο πάτωμα και συνέχισε να βήχει, πονούσε πολύ! Ο Βήχας της δεν την αφήνει να φωνάξει τον Γκαμπριέλ ο οποίος είχε χαθεί από το οπτικό της πεδίο. Η όραση της άρχισε μα θολώνει μέχρι που ήρθε το απόλυτο σκοτάδι
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top