Ντέρντέβιλ - Μυστική συμφωνία
Η πόλη ήταν σε κίνηση. Φωνές από παντού με έκαναν να γυρνώ δεξιά κι αριστερά το κεφάλι για να πιάσω κανένα - σήμα κινδύνου - κάποιον που να ζητούσε βοήθεια. Περιπολικά, μηχανές, άνθρωποι που περπατούσαν τον δρόμο μιλώντας στα κινητά τους τηλέφωνα, ήταν το σκηνικό που έλουζε το Μπίντερτοκ, το βράδυ. Η ταράτσα της Ε.Δ.Ε (Εταιρία Διαφήμισης Έμπορτ) ήταν το καθημερινό μου στέκι για να παρατηρώ καλύτερα τους ήχους από ψηλά. Ήταν με διαφορά το ψηλότερο κτήριο στην πόλη μαζί με την εκκλησία του Αγίου Θωμά.
«Βοήθεια!»
Μια γυναικεία φωνή σχεδόν ουρλιάζοντας ζητούσε απεγνωσμένα για βοήθεια ενώ έτρεχε με όλη της την δύναμη ενάντια σε δυο καλά οπλισμένους άνδρες. Η φωνή ακουγόταν από την οδό Μίζετον, μια φιλήσυχη και φιλόξενη περιοχή. Έκανα ένα μεγάλο άλμα και πήδηξα στο απέναντι κτήριο παίρνοντας αρκετή φόρα. Η προσγείωσή μου απέναντι ήταν καλή και σταθερή αφήνοντας την γροθιά μου στο έδαφος. Αμέσως χωρίς να χάσω χρόνο έτρεξα περιμετρικά της ταράτσας στο λεπτό τσιμεντένιο υψωμένο μονοπάτι ενώ από κάτω, το ανθρωποκυνηγητό συνεχιζόταν ακόμα. Η ανάσα της κοπέλας καθώς και η χτύποι της καρδιάς της παλλόταν με γρήγορους ρυθμούς από φόβο, καθώς έτρεχε. Μπορούσα να αισθανθώ τα μεγάλα και γυαλιστερά τους όπλα και την οργή στα πρόσωπα τους καθώς την πλησίαζαν. Πήδηξα απέναντι και γαντζώθηκα σε ένα σιδερένιο χοντρό κάγκελο το οποίο με οδηγούσε γρήγορα κάτω στο έδαφος. Πριν προλάβουν τα πόδια μου να ακουμπήσουν στο υγρό οδόστρωμα, έδωσα μια γερή ώθηση και δύναμη στα χέρια και βρέθηκα εμπρός τους. Η μάχη είχε ξεκινήσει. Εκείνοι άρχισαν να πυροβολούν κι εγώ με επανωτά αναπηδήματα, απέκρουα τα πηρά τους ώσπου τους πέταξα τα όπλα στο έδαφος με μερικές γρήγορες κλοτσιές. Ένας εναντίον τεσσάρων, δεν ήταν και η πρώτη μου φορά. Κλοτσιές, γροθιές και μπουνιές έδινα σε κάθε κατεύθυνση και στον καθένα ξεχωριστά. Οι δυο από τους τέσσερις είχαν βγει εκτός «αγώνα» και ήταν ζήτημα δευτερολέπτων να βγουν και οι άλλοι δυο. Με ένα γερό χτύπημα ο ένας έπεσε αιμόφυρτος στο έδαφος και ο άλλος με είχε αρπάξει από το λαιμό σφίγγοντάς με, δυνατά. Έκανα πίσω και τον κόλλησα στον τοίχο χτυπώντας τον στα πόδια ενώ αμέσως αναλήφθηκα πως ο πεσμένος άνδρας είχε αρπάξει ένα όπλο και με σημάδευε. Με μια γρήγορη κίνηση φέρνω τον άλλον από πίσω μου μπροστά και τρώει δεκαπέντε επανωτές σφαίρες. Όταν σταμάτησε, έριξα το πτώμα επάνω του και τον κλώτσησα στο πρόσωπο, αφήνοντάς τον, αναίσθητο.
«Μη μου κάνεις κακό, σε παρακαλώ» είπε η κοπέλα από το βάθος του σοκακιού.
«Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα από μένα. Δεν είμαι εγώ, ο κακός» είπα και χάθηκα στα επόμενα στενά.
Την άλλη μέρα το πρωί σχεδόν όλες οι εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης, έλεγαν για το συμβάν. Έπιασα την εφημερίδα στα χέρια μου και με τα δάχτυλα προσπάθησα να διαβάσω, τι έλεγε. Ο τίτλος της ήταν, ο άγνωστος ήρωας. Με έντονα μαύρα γράμματα. Προφανώς η κοπέλα είχε ήδη μιλήσει σε ειδικούς για να βγει τέτοιο δημοσίευμα. Δεν μου άρεζε η δημοσιότητα. Ό,τι έκανα το έκανα για τη γαλήνη της πόλης μου και για τη σωστή τάξη. Οι έπαινοι δεν ήταν για μένα και ποτέ δεν θα τους δεχόμουν. Αφού έφαγα ένα καλό πρωινό και ντύθηκα, πηρά τον δρόμο Άλπεραλ κοντά στα δικαστήρια για να πάω στη δουλειά. Στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα. Το σώμα αυτό ήταν αντάξιο με το F.B.I και ήμουν πολύ περήφανος που ήμουν ένα κομμάτι του. Σήμερα η δουλειά που με περίμενε ήταν πολλή. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα έκανε μια δημόσια εμφάνιση στην εκδήλωση των Άστρων για τα πενήντα χρόνια λειτουργίας του. Μιας εταιρία παραγωγής μετάλλου και χρυσού που σε όλα αυτά τα χρόνια δεσπόζει, όχι μόνο στην πόλη αλλά και σε ολόκληρη την Νέα Υόρκη. Σήμερα η φρουρά θα άγγιζε τα τρεις χιλιάδες άτομα. Τρεις χιλιάδες καλά οπλισμένους και έμπειρους αστυνομικούς και μπράβους να καλύπτουν περιμετρικά και εσωτερικά ολόκληρη την περιοχή. Η ώρα περνούσε κι εγω ετοίμαζα όλο το πρόγραμμα της σημερινής ζώνης που μου ανέθεσε ο ίδιος ο αρχηγός, Μο Τζέφρι.
«Ματ, αιμορραγεί το αυτή σου δεν το κατάλαβες;» είπε ένας συνάδελφός μου που βρισκόταν στο πίσω γραφείο από μένα.
Αμέσως έπιασα το σημείο και διαπίστωσα πως είχε δίκιο, ο Τζέρι. Ακριβώς πίσω από το αυτί μου μια μικρή κηλίδα από αίμα έτρεχε, κάτι που είχε προκαλέσει ένας από τους τέσσερις άνδρες. Έβγαλα από την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου ένα μαντιλάκι και το καθάρισα ενώ ταυτόχρονα δικαιολογήθηκα λέγοντας ένα φτηνό ψέμα, πως είχα πέσει από το κρεβάτι το βράδυ.
Το απόγευμα ήταν όλα έτοιμα. Ο πρόεδρος όπου να 'ναι θα έφτανε στη θέση της εξέδρας και η καλά οπλισμένη φρουρά ήταν στη θέση της όπως ήμουν κι εγώ αλλά όχι εκεί. Ανεβασμένος στο διπλανό κτήριο, έπαιρνα ήχους από όλη την περιοχή, ένιωθα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ποτέ δεν έπεφτα έξω στην αίσθησή μου. Ποτέ. Η ομιλία του πρόεδρου δεν κράτησε πολύ κι έτσι, η προγραμματισμένη δεξίωση είχε ξεκινήσει. Όλος ο κόσμος της καλής κοινωνίας ήταν εδώ. Μπορούσα να ακούσω το κάθε κακόγουστο σχόλιο που έκανε ο καθένας σαν να βρισκόμουν εκεί κοντά.
«Μην αργήσεις ούτε λεπτό, μ' άκουσες; Η συμφωνία είναι συμφωνία. Ο πρόεδρος είναι ακόμα εδώ» είπε ένας άνδρας λίγα μέτρα μακρύτερα από τον κόσμο.
Το κακό προαίσθημα είχε πάρει κιόλας σάρκα και οστά. Ο άνδρας που ήταν καλεσμένος εκεί μόλις έκανε ένα πολύ ύποπτο τηλεφώνημα που με έβαλε σε σκοτεινές σκέψεις. Κάπου σαράντα με σαράντα πέντε χιλιόμετρα νότια της περιοχής, ένα αμάξι με έξι οπλισμένους άνδρες κατέφθανε με ταχύτητα. Εγώ κατέβηκα κάτω και στάθηκα μπροστά από τον σκοτεινό δρόμο Βίντερ όπου θα περνούσε το αυτοκίνητο. Ήμουν εκεί, ακριβώς στο κέντρο και τους περίμενα. Η απόσταση είχε γίνει αρκετά μικρή και το άκουγα πολύ κοντά. Τα επανωτά κορναρίσματα με κρατούσαν αδιάφορο ενώ κι εκείνοι δεν έδειχναν να κόβουν ταχύτητα. Όταν με πλησίασαν έκανα ένα άλμα γυριστό αφήνοντας με δύναμη μια βαριά πέτρα σπάζοντας το μπροστινό τους τζάμι, με αποτέλεσμα να πέσουν με φόρα μέσα σε ένα γωνιακό μαγαζί. Όταν πήγα εκεί διαπίστωσα πως είχαν σκοτωθεί αμέσως και οι πέντε που επέβαιναν στο αμάξι. Πέντε; Που ήταν ο έκτος άνδρας;
«Ποιος είσαι ;»
Μια τραχιά ανδρική φωνή ακούστηκε ακριβώς από πίσω μου και με σημάδευε με όπλο, το οποίο είχε σαράντα έξι σφαίρες πάνω του. Όλες οι αισθήσεις μου ήταν σε λειτουργία και αμέσως πέταξα το γκλοπ που κρατούσα με το ελισσόμενο σχοινί πετώντας έτσι, μακριά το βαρύ όπλο του. Με μια δυνατή κραυγή ήρθε προς το μέρος μου προσπαθώντας να με χτύπησε η ακόμα και να με σκοτώσει. Οι αποκρούσεις μου ήταν άψογες και με δυο κινήσεις τον είχα ξαπλώσει στο έδαφος έτοιμος, να του σπάσω το δεξί του χέρι.
«Πες μου τώρα, εσύ. Για ποιον δουλεύεις;» τον ρώτησα με μια ήρεμη φωνή σχεδόν κοντά στο πρόσωπό του.
«Πρέπει να είσαι πολύ γελοίος για να πιστεύεις πως θα σου πω, έτσι;»
Η φωνή του ίσα που έβγαινε από το σβήσιμο που του έκανα αλλά ακόμα δεν έλεγε να λυγήσει. Ένα ακόμα πιο δυνατό τέντωμα στο χέρι, τον έκανε να βγάλει μια σπαρακτική κραυγή φωνάζοντας με, να σταματήσω. Ώσπου δεν άντεξε και μίλησε.
«Είναι ο Μόρντανι Τζεράντιους. Γι' αυτόν δουλεύω».
Έναν από τους μεγαλύτερους έμπορους ναρκωτικών και όχι μόνο, με πολύ μεγάλο βεβαρημένο ποινικό μητρώο που τώρα, βρισκόταν στην δεξίωση μαζί με τους μπράβους του.
«Τι σχεδιάζει, μίλα!» φώναξα αρπάζοντάς τον από το γιακά.
«Θα σκοτώσει τον Πρόεδρο».
Άνοιξα το καπό του αυτοκίνητου αφού πρώτα διαπίστωσα πως μέσα του υπήρχε ένα αρκετά χοντρό σχοινί και έδεσα τον τύπο σε μια κολόνα σφιχτά λέγοντας του, πως σύντομα η αστυνομία θα ερχόταν γι' αυτόν. Τον άφησα να φωνάζει και βγήκα από την σπασμένη βιτρίνα ενώ έτρεξα γρήγορα. Η απόσταση ήταν πολύ κοντινή κι έτσι δεν χρειάστηκε να διανύσω πολύ δρόμο. Όταν έφτασα, όλα ήταν όπως ακριβώς τα είχα αφήσει. Ήρεμα και όλα υπό έλεγχο. Ανέβηκα ξανά στο παρατηρητήριό μου, απέναντι από το ψηλό κτήριο σκυμμένος επάνω στο λεπτό τοιχάκι και άκουγα ξανά, ΤΑ ΠΑΝΤΑ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top