Κεφάλαιο 6ο

«Σε μία ώρα θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου, ντύσου απλά.», έλεγε το μήνυμα που μόλις έλαβα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν περίμενα να μου στείλει πόσο μάλλον να μου ανακοινώσει ότι θα βγούμε.

Ντύσου απλά, πόσο απλά; Τζιν και μπλούζα; Φόρμα και φούτερ; Γιατί δεν τα διευκρινίζει αυτός ο άνθρωπος;

Με τα πολλά ετοιμάστηκα και μόλις άκουσα την μηχανή του αυτοκινήτου απέξω κοίταξα από το παράθυρο, ένα μπλε electric Audi πιθανότατα Α5 είχε σταματήσει έξω από το σπίτι μου. Άλλο ένα μήνυμα ήρθε, «Θα βγεις ή θα περιμένω για πολύ;», δεν έχασα χρόνο κατέβηκα αμέσως κάτω. Η μητέρα μου βρισκόταν στην κουζίνα, την ενημέρωσα ότι φεύγω, μου έκανε ένα μικρό κήρυγμα για την ώρα και για ότι δεν κάθισα να φάμε μαζί για βράδυ, αλλά εν τέλει με άφησε να φύγω.

Μπήκα μέσα στο αμάξι και τον χαιρέτησα. Μου έριξε μία καλή ματιά πριν ξεκινήσει για τον προορισμό που είχε βάλει. «Που πάμε;», ρώτησα επιτέλους την ερώτηση που με έκαιγε.

«Θα δεις, μην είσαι ανυπόμονη αγριόγατα», μου απάντησε εκείνος.

«Αγριόγατα;», γέλασε αλλά δεν είπε τίποτα παραπάνω.

Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε σε μία απόμερη παραλία, είχε βράχια και δεδομένου της εποχής και του αέρα είχε κύματα. Έσβησε τα φώτα και μου έκανε νόημα να κατέβω. Είχε μια ηρεμία η περιοχή σχεδόν τρομακτική αλλά ταυτόχρονα γαλήνια. Θα έπρεπε να φοβάμαι, ένα αγόρι με έφερε σε ένα απόμερο σημείο, αλλά μαζί του δεν νιώθω έτσι, μαζί του νιώθω ασφαλής, ελεύθερη.

«Άξιζε η αναμονή δεν άξιζε;». με ρώτησε παιχνιδιάρικα και χαμογέλασα.

«Ναι», του απάντησα απλά. Το κεφάλι μου έκανε πεντακόσιες σβούρες το δευτερόλεπτο, οι σκέψεις μου όλες για το ίδιο πράγμα. Γιατί αποφάσισε να βγούμε και γιατί εδώ, γιατί δείχνει ενδιαφέρον, φταίει εκείνο το φιλί;

«Γη καλεί Μαρία, είσαι εδώ; Σου μιλάω», η φωνή του με έφερε στην πραγματικότητα.

«Ναι, συγγνώμη αφαιρέθηκα, έλεγες κάτι;»

«Έλεγα πως σε έφερα ως εδώ γιατί ήθελα να μιλήσουμε, μακριά από όλους και από όλα», έγνεψα να συνεχίσει. «Πρώτα από όλα πρέπει να σου πω κάτι», πήρε μια βαθιά ανάσα, «Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να σου αποκαλύψω όμως για να καταλάβεις όλα τα υπόλοιπα πρέπει να ξέρεις», δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε, «Ο πατέρας σου και εγώ συνεργαζόμαστε σε κάποια πράγματα»

«Ασχολείσαι με το εμπόριο; Δεν το ήξερα, έχουν μετοχές στην εταιρία οι γονείς σου;», τον διέκοψα και γέλασε.

«Πες το και έτσι», απάντησε και νομίζω φάνηκε στο πρόσωπο μου το μπέρδεμα μου.

«Δεν πειράζει, μην σκαλίζεις το κεφαλάκι σου ακόμα με αυτά. Όταν έρθει η ώρα θα καταλάβεις, απλά κράτα το στο μυαλό σου».

Σιώπη έπεσε για λίγο ανάμεσα μας.

«Πως γνωρίζεις τον Γιώργο;», η ερώτηση του παγερή σαν τον αέρα που χτυπούσε τα πρόσωπα μας.

«Ποιον Γιώργο;», ξεροκατάπια ξέροντας πολύ καλά ποιον εννοεί.

«Δεν θα παίξουμε την κολοκυθιά, ξέρεις ποιον λέω», φαινόταν θυμωμένος και δεν ήξερα πως να του απαντήσω.

«Η οικογένεια του ήταν φίλοι με την δική μου και ερχόταν ως παιδί σπίτι μας πολύ συχνά», απάντησα δειλά, δεν ήμουν έτοιμη να του πω, πως να ήμουν άραγε.

«Σε έχει πειράξει ποτέ;», ρώτησε και ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται, τι γνωρίζει; «Δεν χρειάζεται να μου πεις ολόκληρη την ιστορία, ένα ναι ή ένα όχι θέλω να μου απαντήσεις», τον κοίταξα με τα μάτια μου έτοιμα να κλάψουν.

«Εγώ.. Δεν..», ένιωθα να σκοτεινιάζουν όλα.

«Μαρία!», φώναξε,

«Μαρία!», μία άλλη φωνή έμπλεξε με την δική του.

Άνοιξα τα μάτια μου και η Σόνια με ταρακουνούσε να σηκωθώ από το θρανίο, είχα κοιμηθεί στο μάθημα πάλι.

«Σχολάσαμε, έχεις σκοπό να πάμε σπίτια μας ή θα βγάλεις το σαββατοκύριακο εδώ:» με ρώτησε και έτριψα τα μάτια μου.

«Καλύτερα από το να κάθομαι σπίτι μου», της είπα και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου.

Ένιωθα επηρεασμένη ακόμα από το όνειρο που είδα, γιατί να το δω αυτό; Τι πάει λάθος με το κεφάλι μου;

Στην διαδρομή για το σπίτι το ίδιο μπλε αυτοκίνητο που ανήκει στον Νίκο σταμάτησα δίπλα μου στον δρόμο.

«Μπες», πρόσταξε και έκανα όπως μου είπε. «Η Σόνια με έστειλε, ανησυχούσε και επέμενε να μην πας με τα πόδια σπίτι. Πες μου όμως θες να πας σπίτι; Ή θες να πάμε κάπου αλλού; Είμαι στην διάθεση σου», αρχίζω να πανικοβάλλομαι νιώθω ότι το όνειρο βγαίνει αληθινό.

«Σπίτι μου σε παρακαλώ», είπα σιγανά και με κοίταξε περίεργα.

«Είσαι καλά;», με ρώτησε και σταμάτησε το αμάξι στην άκρη του δρόμου.

«Από πότε δείχνεις τόσο ενδιαφέρον εσύ σε εμένα; Εδώ καλά καλά δεν μιλιόμασταν μέχρι το καλοκαίρι; Τι άλλαξε;», έριξα την βόμβα που έπρεπε να ρωτήσω.

«Έχεις μια πρίχτρα κολλητή που είναι στην παρέα μου και δεν με αφήνει σε ησυχία, ειδικά όταν θέλει την βοήθεια μου για κάτι. Πες πως της ανταποδίδω χάρες»

«Αυτό δεν εξηγεί.. ξέχνα το», πήγα να βγω από το όχημα αλλά με σταμάτησε.

«Δεν εξηγεί τι;», με κοιτούσε μέσα στα μάτια και περίμενε μία απάντηση.

«Ρωτάς αν είμαι καλά, ακόμα και αν η Σόνια σου είχε ζητήσει να με πας σπίτι θα ήταν μια μουντή διαδρομή, αλλά εσύ προσπάθησες να ανοίξεις συζήτηση. Ξανά λέω έχει αλλάξει η συμπεριφορά σου απέναντι μου και προσπαθώ να καταλάβω το γιατί!», σάστισε για λίγο και κοίταξε κάτω, δεν πήρα το βλέμμα μου από πάνω του, δάγκωσε ελαφρά το χείλος του. Γαμώτο, επίτηδες το κάνει; Δεν έχω ξεχάσει αυτό το φιλί και ούτε πρόκειται.

«Γιατί σε είχα υποτιμήσει και έχει αρχίσει να μου αρέσει η παρέα σου, σε είχα κρίνει λάθος και τώρα βλέπω τι άτομο είσαι. Από αυτά που θέλω δίπλα μου. Δεν είχα σκοπό να σου πω κάτι σύντομα, αλλά το συζητάγαμε με τα παιδιά να σμίξουμε τις παρέες και να γίνουμε μία. Χρειαζόμαστε περισσότερες κοπέλες στο γκρουπ, κάποιον να μας κρατάει σε τάξη, αν περιμένουμε από την Σόνια σωθήκαμε.», δεν ήξερα αν η απάντηση του με απογοήτευσε, αν περίμενα κάτι άλλο, ή αν ο κόμπος στο στομάχι είναι από άλλο λόγο.

«Εντάξει», είπα απλά και ξεφύσησε, «άρα σε πάω σπίτι;», με ξανά ρώτησε για επιβεβαίωση.

«Ναι», του απάντησα.

Η υπόλοιπη διαδρομή πέρασε χωρίς κουβέντες, του είπα ευχαριστώ και βγήκα από το αμάξι αμέσως μόλις φτάσαμε. Έπεσα με φόρα στο κρεβάτι και ούρλιαξα στο μαξιλάρι, γιατί είναι όλα τόσο δύσκολα;

Ένα μήνυμα τάραξε την ησυχία μου, ήταν από τον Νίκο.

«Πάρε μπουφάν και κατέβα σε περιμένω απέξω», γιατί νιώθω ένα ντεζαβού; Παρόλα αυτά, αλλάζω από τις πιτζάμες μου σε μία φόρμα και ένα φούτερ, φοράω τα παπούτσια μου, παίρνω και ένα μπουφάν, το κινητό μου και φεύγω. Με περίμενε απέξω από το αμάξι του, απλά ντυμένος.

«Άργησες», είπε σαρκαστικά και μου άνοιξε την πόρτα να μπω στο αμάξι, gentleman.

Μπήκε μέσα και ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε σε μία παραλία με βράχια. Τα ορμητικά κύματα χτύπαγαν πάνω τους με φόρα, δημιουργώντας αυτόν τον ήχο που πάντα λάτρευα.

Κάτι μου έλεγε να μην βγω από το αμάξι, το αγνόησα και τον ακολούθησα.

Καθίσαμε σε ένα βραχάκι και μου έδωσε ένα μπουκάλι μπύρα, «Πίνεις μπύρα έτσι δεν είναι;», με ρώτησε και έγνεψα.

«Γιατί ήρθαμε εδώ;», τον ρώτησα και κοίταξε το μπουκάλι στα χέρια του.

«Να ηρεμήσεις και να με συνηθίσεις υποθέτω», ήπιε την πρώτη γουλιά, «Ή ίσως να είχα εγώ ανάγκη να ηρεμήσω, δεν ξέρω, απλά ήθελα και το έκανα»

Η ώρα πέρασε γρήγορα, δεν είπαμε πολλά ουσιώδη πράγματα, μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων. Για την φύση, για το σχολείο για το μέλλον. Πήγαινε αργά και αποφάσισα να του πω να με γυρίσει όσο και αν δεν ήθελα.

Φτάνοντας στο αμάξι ένα χέρι τυλίχτηκε γύρω μου και ένιωσα ένα κρύο μέταλλο στον κρόταφο μου, έβλεπα μία φιγούρα πίσω από τον Νίκο που ακόμα δεν με είχε δει. Με μία κίνηση του πήρε το όπλο και τον έριξε στο σκληρό έδαφος.

«Πέτα το όπλο φώναξε αυτός που με κρατούσε και τότε με πρόσεξε, είχα βάλει σιωπηλά τα κλάματα.

«Άφησε την», είπε απλά, αλλά ο άλλος έσφιξε το πιστόλι στο χέρι του και πάνω μου.

«Πέτα το όπλο!», του ξανά φώναξε.

«Α.ΦΗ.ΣΕ.ΤΗΝ» του συλλάβισε, «Εκτός αν θες το φιλαράκι σου να γίνει το επόμενο σουρωτήρι», έστρεψε το όπλο στο πεσμένο άτομο.

«Αν τον σκοτώσεις θα της τινάξω τα μυαλά στον αέρα!»

«Αν την πειράξεις θα σβήσω το όνομα σου από τον χάρτη, θα βρω την οικογένεια σου και θα τους αφανίσω όλους, έναν έναν, έχεις γυναίκα θα στην τεμαχίσω, έχεις αδέρφια; Θα τους μαγειρέψω και θα τους ταΐσω στα σκυλιά, έχεις παιδιά; Μην με δοκιμάζεις, άφησε την να φύγει!», έβλεπα τις φλέβες στο μέτωπο και τον λαιμό του να τινάζονται.

Ο άντρας πίσω μου άρχισε να τρέμει και το χέρι του να ιδρώνει, σκέψου Μαρία, τι κάνεις σε τέτοιες περιπτώσεις; Ο πρίγκιπας με το άσπρο άλογο είναι στρυμωγμένος ποιον θα πρώτο σώσει;

«Θα μετρήσω ως το 3 αν δεν την αφήσεις θα τον σκοτώσω και μετά θα έρθει η σειρά σου», έκανε πίσω βήματα, «1», το χέρι με το όπλο έτρεμε, «2», ένιωθα την ανάσα του πάνω μου, είχε φοβηθεί, «3», ένας πυροβολισμός ακούστηκε και δεύτερος και τρίτος, ένιωσα το κράτημα να ελαφρύνει και άνοιξα τα μάτια.

Με μία απότομη κίνηση τον χτύπησα στην μύτη και έχασε την ισορροπία του. Και άλλος πυροβολισμός, δίπλα από το αυτί μου, το οποίο άρχισε να βουίζει, έπεσα στο πάτωμα προσπαθώντας να προσανατολιστώ, τι γίνεται; Γυρίζουν όλα, πυροβολισμοί συνεχίζουν να ακούγονται. Μετά ησυχία.

Δύο χέρια με σηκώνουν και ξεκινάω να χτυπάω το άτομο μπροστά μου. «Εγώ είμαι Μαρία! Είσαι εντάξει;», ρώτησε ανήσυχος και σταμάτησα. Άρχισα να κλαίω και με κράτησε αγκαλιά. Με έβαλε στο αμάξι όσο τακτοποιούσε τα σώματα τα πέταξε στην θάλασσα, έκανε και ένα τηλεφώνημα. Έτρεμα, δεν γίνεται να έγινε όλο αυτό τώρα.

Μπήκε στο αμάξι και με κοίταξε μέσα στα μάτια. Δεν μπορούσα παρά να παρατηρήσω τον φόβο, φοβήθηκε; Ναι αλλά τι; «Πρέπει να ξεχάσεις ότι έγινε εδώ και να μην το αναφέρεις σε κανέναν, ούτε στην Σόνια, πόσο μάλλον στην Ιωάννα. Μπορείς να μου κάνεις αυτή την χάρη;», έγνεψα, στην τελική με έσωσε, αν τον έδινα έτσι πως θα ανταπέδιδα την χάρη; Το μυαλό μου έτρεχε με πεντακόσιες στροφές το δευτερόλεπτο.

«Είσαι εντάξει;», τον ρώτησα τελικά και του έφυγε ένα γελάκι.

«Σωματικά ή ψυχικά;», ρώτησε και παρατήρησα το αίμα στην μπλούζα του. Την σήκωσα αντανακλαστικά.

«Σε πυροβόλησαν! Αιμορραγείς!», άρχισα να πανικοβάλλομαι, «πρέπει να πας νοσοκομείο! Τώρα!»

«Ηρέμησε αγριόγατα θα είμαι εντάξει, αν πάω νοσοκομείο έτσι θα καλέσουν την αστυνομία και όταν βρουν τα σώματα θα κατηγορηθώ απευθείας, δεν το θέλουμε αυτό. Θα είμαι εντάξει μην ανησυχείς, θα το κανονίσω», με διαβεβαίωσε αλλά δεν ηρέμησα καθόλου.

Με άφησε σπίτι λέγοντας μου ότι έχει μιλήσει με δικό του γιατρό για να το φτιάξει και πως δεν είναι κάτι σοβαρό. Να ξεκουραστώ και θα μου στείλει αργότερα να δει πως είμαι. Τον είδα να απομακρύνεται και έπειτα μπήκα σπίτι. Η μητέρα μου κοιμόταν ευτυχώς. Έβγαλα τα ρούχα σε μία σακούλα και σκόπευα να τα πλύνω αργότερα, το αίμα μπορεί να μην έφευγε, αν έφτανε σε αυτό το σημείο θα τα έκαιγα. Μπήκα στην μπανιέρα με το ζεστό νερό που γέμισα και ξάπλωσα εκεί. Προσπάθησα να χαλαρώσω, δεν ήταν το χειρότερο που μου έχει συμβεί, μάλλον, αλλά θα με βαραίνει στην συνείδηση μου για πολύ καιρό. 




1821 λεξεις

Τυχαίο? Ξεκάθαρα χαχαχα

Είχα μια μεταμεσονυχτια έμπνευση που δεν ταίριαζε πουθενά αλλού πέρα από εδώ οπότε χεχ. Καλησπερα καλημέρα.

Μετά από 3 μήνες νέο κεφάλαιο υποθέτω? 🥲

Μην με σκοτώσετε και πετάξετε το πτώμα μου στην θάλασσα.

Η Μαρία δεν θυμόταν το όνειρο αργότερα για αυτο ένιωθε ντεζαβου. Την πήγε στην παραλία που είδε. Αλλά δεν θυμόταν ότι την είδε..

Αυτά. Φεύγωωωω ειναι 4 το ξημέρωμα και εχω babysitting αύριο το πρωί..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top