~55 (τελευταίο)

Τελευταίο κεφάλαιο. Και πιο μπερδεμένο από τις ασκήσεις των μαθηματικών που έλυνα στην τρίτη λυκείου και το αποτέλεσμα που έβγαζα μετά από 3532 ώρες αντί για -2, ήταν μήλο.

Το γεγονός ότι είναι τόσο μπερδεμένο, οφείλεται σε μια καλή μου φίλη που μου έδωσε αυτή την εξαίσια ιδέα. Μαρίνα σου στέλνω την αγάπη μου♥



Κάθε αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος.

George Eliot



Καλή απόλαυση!

ΥΓ: μην κλάψετε όσο έκλαιγα εγώ όταν το έγραφα. Πλιζ.





~~~

23:18

<<Μπορείς να με περιμένεις;>> τον ακούω να έρχεται από πίσω μου αλλά εξακολουθώ να τρέχω κρατώντας σφιχτά την βαλίτσα μου. Το λεωφορείο φεύγει ακριβώς στις 24:00 αλλά προτιμώ να περιμένω οπουδήποτε αλλού, ακόμη και σε μια παγωμένη στάση μαζί με 10 σκυλιά, παρά μαζί του.

Δεν θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου. Ποτέ.

<<Φύγε Άλεξ. Φύγε επιτέλους!>> φωνάζω και περνάω βιαστικά τον δρόμο ελπίζοντας να μην πεταχτεί κανένα άκυρο αυτοκίνητο και με πατήσει.

Τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου χωρίς να το καταλαβαίνω και προσπαθώ να σκουπιστώ αλλά ξέρω ότι μοιάζω φρικτή με όλο το μακιγιάζ πασαλειμμένο στην μούρη μου.

Εγώ φταίω. Εγώ που γύρισα και του είπα ότι τον αγαπάω. Εγώ που μετά από τόσο καιρό πίστεψα ότι όντως είναι ερωτευμένος μαζί μου. Πίστεψα ότι όντως θέλει να φύγει μαζί μου και να ξεχάσει όλες αυτές τις μαλακίες.

Τελικά κανέναν δεν μπορείς να εμπιστευτείς. Τόσο καιρό, τόσα ψέματα...

<<Γαμώ, Άνα στάσου!>> φωνάζει τόσο δυνατά που νιώθω ότι όλοι μας κοιτάζουν. Αλλά είναι το τελευταίο πράγμα που με νοιάζει αυτή την στιγμή. Αν μπορούσα θα γυρνούσα και θα έλεγα σε όλους πόσο μαλάκας είναι. Πόσο ψεύτης, πόσο ελεεινός.

Γυρνάω απότομα. Νιώθω ότι παίζω σε ταινία. Νιώθω ότι η καρδιά μου έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια, προσπαθώ να μαζέψω ένα ένα κομμάτι αλλά αυτός είναι που τα ποδοπατάει μαζί με τα χέρια μου. Δεν ξέρω αν έχω πονέσει περισσότερο στην ζωή μου. Βαθιά μέσα μου ελπίζω όλα αυτά να είναι ένα ψέμα, ένα κακοστημένο και ηλίθιο ψέμα. Ακόμη ελπίζω ότι θα γυρίσει και θα μου πει ότι μου κάνει κάποια φάρσα, ότι τίποτα από όσα μου είπε δεν ισχύει.

Αλλά ξέρω ότι μετά από αυτό δεν υπάρχει γυρισμός. Η καρδιά μου έχει διαλυθεί τόσο άσχημα που δεν αξίζει καν να σκύψω και να μαζέψω τα κομμάτια πλέον. Του τα χαρίζω. Να τα κάνει ό,τι θέλει.

Του την έδωσα ολόκληρη και του την επιστρέφω σπασμένη. Δεν υπάρχει λόγος να την κρατάω εγώ.

<<Θέλω να εξαφανιστείς>> λέω σιγανά μόλις φτάνει κατάκοπος μπροστά μου. Μοιάζει ταλαιπωρημένος και τα μάτια του είναι πρησμένα. Μήπως περιμένει να τον λυπηθώ; Να τον αγκαλιάσω και να του πω ότι όλα θα φτιάξουν; Ή ότι δεν με νοιάζει; <<Δεν θέλω να σε ξαναδώ στην ζωή μου>>

<<Άνα, μια εξήγηση. Τίποτα άλλο. Άσε με να σου εξηγήσω. Να σου πω τα πάντα. Σε εκλιπαρώ>> λέει τόσο γρήγορα που δεν καταλαβαίνω σχεδόν τίποτα. Τα δάκρυά μου έχουν στερέψει. Δεν αντέχω άλλο.

Γυρνάω την πλάτη και προσπαθώ να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορώ σέρνοντας μαζί μου την τεράστια βαλίτσα μου. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα. Δεν θέλω να με νοιάζει τίποτα.

Εξάλλου ό,τι ήταν να μάθω, μου το είπαν. Με τον χειρότερο πιθανό τρόπο.

20:45

<<Δεν περίμενα όντως να έρθεις. Ξέρεις... άργησες>>λέω και ανακάθομαι στην άκρη της προβλήτας. Τα πόδια μου έχουν πιαστεί τόση ώρα κρεμασμένα πάνω από το νερό, και μαζεύομαι όσο περισσότερο μπορώ. Νιώθω τόσο περίεργα. Κάθεται δίπλα μου, σε μια όχι και τόσο κοντινή απόσταση, όμως η κολόνια, αυτή η ηλίθια κολόνια με χτυπάει απευθείας στη μύτη. 

<<Χαίρομαι που συμφώνησες να βρεθούμε>> λέει κοιτώντας μπροστά αλλά δεν καταλαβαίνω. Υπήρχε περίπτωση να έλεγα όχι; Βασικά... ναι, υπήρχε. Και ναι, όντως σκόπευα να πω όχι. Σιχαίνομαι να κοροιδεύω ανθρώπους, απλά θέλω να μάθω τι έχει συμβεί. <<Σήμερα έμαθα φεύγεις;>> ρωτάει και καλά από ενδιαφέρον αλλά βλέπω ότι θέλει να το καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο.

<<Τι έγινε;>> ρωτάω αμέσως. Δεν με ενδιαφέρει να ανοίξω συζήτηση αυτή την στιγμή.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα. <<Ξέρω ότι έχουν γίνει πολλά πράγματα στην ζωή σου, Άνα. Και βέβαια για κάποια ευθύνομαι εγώ, σωστά;>> σκύβει και κοιτάζει κάτω. Γιατί μου τα λέει τώρα αυτά; Τι ακριβώς θέλει να πετύχει; <<Αλλά είναι καλύτερο να τα μάθεις από εμένα παρά από κάποιον άσχετο. Ή βασικά...>> ρίχνει ένα γελάκι <<δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να τα μάθεις, αλλά τόσο καιρό αυτό το βάρος δεν λέει να φύγει από πάνω μου. Νιώθω ότι πρέπει να σου μιλήσω, να σου εξηγήσω>>

<<Σταμάτα τις υπεκφυγές και πες μου στα ίσα τι έγινε>> σηκώνομαι όρθια και κοιτάζω αφ υψηλού. <<Βιάζομαι και δεν έχω καμία όρεξη να συζητήσω>>

<<Εντάξει>> σηκώνεται σχεδόν αμέσως σκουπίζοντας λίγο χώμα από το παντελόνι. <<Έχεις δίκιο. Θα σου μιλήσω>>



08:52

Για πρώτη φορά μετά από καιρό, προλαβαίνω να κλείσω το ξυπνητήρι χωρίς καν να προλάβει να χτυπήσει. Ίσως γιατί είναι επίσης η πρώτη φορά μετά από καιρό που δεν έκλεισα μάτι από τον ενθουσιασμό μου. 

Πως άραγε να καταφέρω να κοιμηθώ μετά από όλο αυτό που έγινε πριν λίγες ώρες. Ακόμη νιώθω στο κορμί μου τα χέρια του να με αγκαλιάζουν, να με χαιδεύουν, ακόμη τα χείλη μου είναι πρησμένα από τα τόσο υπέροχα φιλιά που ανταλλάξαμε.

Και ακόμη νιώθω τις πεταλούδες στο στομάχι μου όσο θυμάμαι το βλέμμα του την στιγμή που μπήκε μέσα μου. Πόσο υπέροχα με κόλλησε στο ψυγείο και πόσο... αγκχ. Γιατί πρέπει να τα σκέφτομαι τόσο πρωί;

Κυριολεκτικά πετάγομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω στο μπάνιο με υπερβολική όρεξη. Ναι, οι μαύροι κύκλοι υπάρχουν και προφανώς είμαι κουρασμένη και άυπνη, αλλά δεν με νοιάζει. Για αυτό υπάρχει το κονσίλερ και άλλα τόσα καλλυντικά. Δεν μετανιώνω σε καμία περίπτωση που έμεινα ξύπνια.

Σιγοτραγουδάω όσο βάφομαι και πιάνω τα μαλλιά μου μια ψιλή κοτσίδα. Σήμερα φεύγω. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω εδώ για άλλη μία μέρα. Φεύγω, όμως ξέρω ότι εγώ και ο Άλεξ... τέλος πάντων... αγκχ. Δεν ξέρω βασικά. Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει μεταξύ μας, δεν ξέρω τι θα κάνει με την Κρίστι ή όπως σκατά λέγεται. 

Δεν θέλω να το σκέφτομαι καν αυτή την στιγμή. Θέλω απλά να ηρεμήσω, να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω το συντομότερο δυνατό.

Βασικά λεωφορείο σήμερα έχει στις 12 το βράδυ και έχω ακόμη υπεραρκετές ώρες μπροστά μου οπότε χμ... μάλλον δεν μπορώ να φύγω το συντομότερο δυνατό.

Τρώω πρωινό ήσυχα ήσυχα, ολομόναχη στην κουζίνα χωρίς κανέναν να με ενοχλεί. Πλένω γρήγορα το μπολ από τα δημητριακά και αμέσως τρέχω για να φτιάξω την βαλίτσα μου. Περνάω από το δωμάτιο του Άλεξ και για λίγο σκέφτομαι να μπω μέσα και να τον ξυπνήσω αλλά αμέσως θυμάμαι ότι δεν είναι μόνος του. Προφανώς και είναι μαζί του αυτή.

Δεν με νοιάζει. Με εμένα έκανε σεξ. Σε εμένα είπε ότι με λατρεύει. Αν όλα είναι όντως ένα ψέμα μόνο και μόνο για να πείσει τον Μάικλ ότι προχώρησε στην ζωή του, η συγκεκριμένη δεν είναι τίποτα μπροστά μου. 

Αμέσως ανοίγει η πόρτα του δωματίου του και βγαίνει ένας αγουροξυπνημένος Άλεξ τρίβοντας τα μάτια του με τον πιο ελκυστικό τρόπο που υπάρχει.

Όχι ότι είναι ελκυστικό να τρίβει κανείς τα μάτια του, αλλά ω πιστέψτε με, στο μυαλό μου, ακόμη και αν ρεύεται, θέλω να τον αρπάξω και να τον...

<<Κ-καλημέρα>> γουργουρίζω και χαμογελάω. Στηρίζομαι στην πόρτα μου και τα χέρια μου με φαγουρίζουν. Θέλω να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω τόσο πολύ.

Μόλις με βλέπει χαμογελάει και κλείνει την πόρτα πίσω του. Προλαβαίνω να δω ότι το κρεβάτι του είναι άδειο και ένα ακόμη πιο ηλίθιο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό μου.

Γιατί δεν είναι μαζί του αυτή; Έφυγε; 

ΈΦΥΓΕ Η ΚΟΝΤΗ;

Περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και παίρνω μια κοφτή ανάσα όταν βλέπω την μπλούζα του να σηκώνεται λιγάκι και να φαίνεται το υπέροχο σώμα του. Δαγκώνω τα χείλη μου και... ομγ τι εξάψεις είναι αυτές πρωινιάτικα;

<<Γαμώτο... Γαμώτο γιατί είσαι τόσο στενή;>>

Οκευ. Μάλλον κατάλαβα τι φταίει...

<<Καλημέρα>> μου λέει και σταυρώνει τα χέρια του. Ξέρω ότι συμπεριφέρεται έτσι επειδή νομίζει ότι υπάρχει κόσμος στο σπίτι και ναι, προφανώς και δεν πρέπει να μας δει κανένας ούτε να αγκαλιαζόμαστε ούτε να φασωνόμαστε μετά από ό,τι έχει γίνει.

Κοκκινίζω. Το μόνο πράγμα που σκέφτομαι είναι αυτά που έγιναν πριν λίγες ώρες και πόσο, πόσο ευτυχισμένη νιώθω. Και βασικά πόσο μα πόσο θέλω κι άλλο. Σεξ. Μαζί του. Αυτό μόνο.

Μάλλον η έλλειψη τον τελευταίο χρόνο δεν μου έκανε και τόσο καλό...

<<Τι κάνεις;>> ρωτάω σιγανά και... γουατ δε φακ; Γιατί συμπεριφέρομαι έτσι; 

Ανασηκώνει τους ώμους του. <<Βασικά θέλω να κατουρήσω>> απαντάει και γνέφω. 

<<Θα τα πούμε... μετά;>> λέω αλλά ακούγεται σαν να τον ρωτάω. Και σαν να πεθαίνω να μου απαντήσει ότι θέλει να τα πούμε και τώρα και μετά και συνέχεια.

<<Ναι, αμέ>> χαμογελάει στραβά για άλλη μια φορά και περνάει ξυστά από δίπλα μου για να μπει στο μπάνιο.

Παίρνω βαθιές ανάσες και πείθω τον εαυτό μου να γυρίσει πίσω στο δωμάτιο και να φτιάξει την γαμημένη βαλίτσα. Δεν υπάρχει λόγος να το κάνουμε αυτό τώρα. Πόσο μάλλον μετά από ό,τι έγινε πριν κάτι ώρες.

Αν όντως με αγαπάει, θα έρθει μαζί μου, σωστά;

Αλλά τι λέω και εγώ. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει μαζί μου. Πόσο μάλλον όσο έχει αυτή την σιχαμένη εδώ ακόμη.

Κλείνω την πόρτα πίσω μου και στηρίζομαι πάνω της.

Πάντως δεν κλείδωσε. Έχω ακόμη μια ευκαιρία.

Αγκχ. Σοβαρέψου Άνα.




15:38

<<Δηλαδή δεν σκοπεύεις να μείνεις άλλο εκεί;>> ρωτάει η Νάιλα και προσπαθώ να σταθεροποιήσω το κινητό μεταξύ ώμου και αφτιού για να μην το ρίξω κάτω.

<<Ναι, βασικά. Δεν υπάρχει λόγος να κάτσω κι άλλο>> δηλώνω και συνεχίζω να πλένω τα πιάτα. Ναι, είμαι νοικοκυρά, τι θέλετε τώρα;

<<Μα, εχθές πήγες ρε φίλη. Δεν θα σου πουν τίποτα;>>

Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. <<Είχα δηλώσει ότι δεν σκοπεύω να κάτσω πολύ έτσι κι αλλιώς>>

<<Τελικά, μάθαμε για ποιον λόγο ήθελαν να πας ντε και καλά εκεί;>> ρωτάει και παραλίγο να μου πέσει το πιάτο από το χέρι.

Κάτσε. Ισχύει αυτό. 

<<Εεε... όχι...>>

<<Τι εννοείς όχι;>>

Αφήνω το πιάτο με δύναμη μέσα στον νεροχύτη και σκουπίζομαι με μια πετσέτα. <<Εμ... δεν... δεν είπαν χθες τελικά τίποτα>> πιάνω το κινητό με το χέρι μου και στηρίζομαι στον πάγκο.

Γιατί δεν αναρωτήθηκα καθόλου; Τι στο καλό; Πόσο ηλίθια είμαι;

<<Και θα φύγεις δηλαδή χωρίς να μάθεις τι έγινε; Τι φάση ρε παιδιά; Έχουμε γίνει οικογενειακές ιστορίες και δεν το έχω καταλάβει;>> μιλάει η Νάιλα κυριολεκτικά μόνη της.

<<Σε αφήνω>> δηλώνω και διπλώνω την πετσέτα.

<<Κάτσε. Τι; Γιατί; Ει, τι έπαθες ξαφνικά;>>

<<Μιλάμε αργότερα>> της το κλείνω στα μούτρα και αφήνω το κινητό πάνω στον πάγκο.

Πρέπει να τον ρωτήσω. Τώρα. Πρέπει να μάθω τι στο καλό ήθελαν να πουν οι δυο τους εχθές.

Γυρνάω απότομα και από την τρομάρα μου χτυπάω το χέρι μου στο ψυγείο.

<<Κρίστι!>> φωνάζω και εκείνη στέκεται σαν άγαλμα δίπλα στο τραπέζι. <<Με τρόμαξες Χριστέ μου!>> πιάνω το χέρι μου και κάνω μασάζ. Αν κάνει μελανιά θα την βρίσω.

<<Ωχ συγνώμη>> έρχεται δίπλα μου και βγάζει λίγο πάγο από την κατάψυξη. <<Δεν ήθελα να σε τρομάξω, αλήθεια>> αφήνει τον πάγο πάνω στο χέρι μου και με κοιτάζει χαμογελαστή.

<<Έγινε κάτι;>> ρωτάω και παίρνω την σακούλα με τον πάγο γιατί όντως δεν ήταν ανάγκη να βάλει πάγο πάνω στο χέρι. 

<<Βασικά, ναι>> σοβαρεύει και τυλίγει τα χέρια της γύρω από το κορμί της.

<<Τι συμβαίνει;>>

<<Θέλω να μιλήσουμε>>

Κάτσε, τι; Να μιλήσουμε; Εμείς οι δυο; Από που και ως που;

Ωχ. ΩΧΩΧΩΧΩΩΧΩΧ.

Έχει γούστο να μας άκουσε το πρωί. Όταν πηδιόμασταν με τον Άλεξ!

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ. 

<<Γ-για ποιό πράγμα;>> κοντεύω να πνιγώ με το σάλιο μου και το γεγονός ότι παραμένει σοβαρή με τρομάζει περισσότερο και από τον Πένυγουαιζ.

Κοιτάζει πίσω της σε περίπτωση που μας ακούει κανείς.

<<Στις 20:30, στην προβλήτα. Θα σε συναντήσω εκεί>> μουρμουρίζει και γυρνάει για να φύγει πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε.

Ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου. Τι στο καλό;



23:38

Προσπαθώ να σταματήσω το κλάμα, αλλά όσο περνάει η ώρα νιώθω όλο και χειρότερα.

Αρκετά άτομα περνάνε από μπροστά μου και με κοιτάζουν λιγάκι περίεργα έτσι όπως κάθομαι μόνη μου έξω στο κρύο και κλαίω με μαύρο δάκρυ.

Δεν είχα καμία όρεξη να κάθομαι μέσα μαζί με όλους τους υπόλοιπους και αγκχ... σιχαίνομαι να με κοιτάζουν όταν κλαίω.

Ήδη δύο άτομα με ρώτησαν αν είμαι καλά και η καθόλου πειστική απάντησή μου ήταν ένα απλό γνέψιμο και ένα ξερό "καλά" από τον πονεμένο μου λαιμό.

Δεν ξέρω αν με ακολουθήσε άλλο. Δεν θέλω να ξέρω αν όντως ακόμη σκέφτεται να έρθει να με βρει.

Θέλω να εξαφανιστεί. Από εδώ και από την ζωή μου και από παντού.

Το τηλέφωνό μου πριν χτύπησε και παρόλο που για μια στιγμή νόμισα ότι ήταν εκείνος και ήθελα να το πετάξω σε έναν κάδο, ήταν η Νάιλα. Την διαβεβαίωσα ότι είμαι καλά και ότι θα της εξηγήσω τα πάντα όταν φτάσω πίσω στην πόλη. Μου υποσχέθηκε ότι θα έρθει να με πάρει με το αυτοκίνητο από τον σταθμό των λεωφορείων μέσα στο βράδυ και θα με κοιμήσει σπίτι της για να μην τρέχω βραδιάτικα μόνη μου με μια κατακρεουργημένη καρδιά και δύο καταπρησμένα μάτια να ψάχνω να βρω ταξί.

Ίσως να είναι και το μοναδικό άτομο που όντως νοιάζεται για μένα στην τελική.

Στην μαμά άφησα ένα πρόχειρο σημείωμα ότι έπρεπε να φύγω γιατί προέκυψε επείγον μάθημα αύριο και στον Μάικλ... τίποτα. Ούτε που τον κοίταξα. 

Τα ήξερε όλα και αυτός. Και δεν είπε τίποτα. Προφανώς. Γιατί έγινε αυτό που ήθελε.

Σκουπίζω άλλη μια φορά τα μάτια μου και παρατηρώ ότι το μανίκι του φούτερ μου είναι εντελώς βρεγμένο από τα δάκρυά μου. Πρώτη φορά κλαίω τόσο πολύ.

Ξέρω ότι είμαι χάλια και δείχνω χάλια, για αυτό και έχω κατεβασμένο το κεφάλι μου. Καλύτερα ας μην τρομάξω κανέναν άνθρωπο με αυτό το πρησμένο και μουτζουρωμένο πρόσωπο.

Σηκώνομαι όρθια αφήνοντας τα πράγματα πίσω μου και στέκομαι στην άκρη του πεζοδρομίου. Προσπαθώ να ηρεμήσω όσο παρατηρώ τα αυτοκίνητα να κινούνται με τεράστια ταχύτητα μπροστά μου και κλείνω τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να ξεχάσω τα πάντα. Να ξεχάσω αυτή την ηλίθια μέρα.

<<Σε αγαπώ>> ακούω μια φωνή και για λίγο αμφιταλαντεύομαι αν αυτό που άκουσα ήταν αποκύημα της φαντασίας μου ή η ηλίθια πραγματικότητα.

Τι είναι η αγάπη άραγε; Πως γίνεται να αγαπάς κάποιον και ταυτόχρονα να τον διαλύεις;

Ίσως δεν τον αγαπάς όσο νομίζεις. Ίσως το ρήμα "αγαπώ" να μην πρέπει να χρησιμοποιείται από όλους. Σημαίνει πολλά πράγματα. Και κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε τα μισά.

<<Σε αγαπώ. Στο ορκίζομαι σε ό,τι έχω>> ακούω ξανά την ίδια φωνή, πιο καθαρά, σαν ένα μαχαίρι να μπίγεται όλο και πιο βαθιά στην ήδη διαλυμένη καρδιά μου.

Ναι, έχω γίνει συναισθηματική και υπερβολική και όλα τα σκατά. Δεν είμαι η Άνα που ήμουν κάποτε. Και ώρες ώρες θέλω να γυρίσω ξανά σε εκείνο το ηλίθιο κοριτσάκι με τον τσαμπουκά και τα νεύρα και το υφάκι. Μια από αυτές τις ώρες είναι τώρα. 

Ανοίγω τα μάτια μου. Μάλλον δεν ονειρεύομαι, σωστά; Τα αυτοκίνητα εξακολουθούν να τρέχουν μπροστά μου, τα μάτια μου είναι σίγουρα πρησμένα από το κλάμα και ο Άλεξ είναι για άλλη μια φορά πίσω μου.

Δεν γυρνάω να τον κοιτάξω. Όσες φορές και να του πω ότι δεν θέλω να τον ξαναδώ, ούτε εγώ δεν πιστεύω τον εαυτό μου. Ήρθε η ώρα να το κάνω όμως. Να σταματήσω να είμαι τόσο γαμημένα αφελής.

<<Συγνώμη, μωρό μου. Αλήθεια συγνώμη, για όλα>> ακούω ξανά την φωνή του και προσπαθώ να μην λυγίσω. Όχι επειδή ακούω να βγαίνω από το στόμα του αυτά τα άχρηστα λόγια για άλλη μια φορά, αλλά επειδή η φωνή του ακούγεται το ίδιο πονεμένη με όσο πίστευα ότι θα ήταν. 

Αλλά πως γίνεται να πονάει κάποιος που σε πληγώνει δίχως έλεος; Πως μπορώ να πιστέψω κάποιον μετά από όλα αυτά;

<<Φύγε Άλεξ>> μουρμουρίζω και τα αυτοκίνητα σταματάνε σιγά σιγά το ένα πίσω από το άλλο. Φανάρι. Ηλίθιο κόκκινο φανάρι. Με αναγκάζει να δω μέσα από το παράθυρο ενός αυτοκίνητου την αντανάκλασή μου. Και την δική του. Και το πόσο απελπιστικά κοντά μου βρίσκεται. <<Σε εκλιπαρώ>>

<<Δεν ξέρω γιατί το έκανε. Δεν ξέρω για ποιον πούστη λόγο γύρισε και σου το είπε, Άνα. Αλήθεια>> συνεχίζει να μιλάει μόνος του και δεν παύω να παρακολουθώ κάθε κίνησή του από το παράθυρο. Δεν έχω την δύναμη ούτε να μαλώσω, ούτε να κλάψω ξανά, ούτε τίποτα. <<Είχαμε συμφωνήσει πως θα το κάναμε στα ψέματα. Αλήθεια. Σου το ορκίζομαι. Δεν θυμάμαι καν πως... πότε... Δεν ήξερα ότι όντως ήταν αλήθεια...>>

Κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου το λεωφορείο να έρχεται προς την στάση.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Και γυρνάω προς το μέρος του.

Προσπαθώ να μην τον κοιτάξω στα μάτια. Να μην αφεθώ για άλλη μια φορά και να μην προσπαθήσω να ελέγξω τον εαυτό μου από την βλακεία που σκέφτεται να κάνει.

<<Σε αγαπώ>> λέει ξανά πιο σιγά αυτή την φορά και το βλέμμα του ψάχνει το δικό μου. <<Σε αγαπώ πιο πολύ από τον καθένα. Είσαι το μοναδικό άτομο που κατάφερα να αγαπήσω, μέσα σε όλες τις γαμημένες μαλακίες που έχουν γίνει στην ζωή μου. Άνα, πρέπει να με πιστέψεις. Σε αγαπώ. Πάρα πολύ>> λέει και βλέπω ότι κάνει μια κίνηση να με αγγίξει.

Προσπαθώ να μην αντιδράσω. Εστιάζω περισσότερο το βλέμμα μου πάνω στις βαλίτσες μου.

<<Θέλω να φύγεις, Άλεξ>> λέω με βραχνή φωνή. Καθαρίζω τον λαιμό μου και σηκώνω απότομα το κεφάλι μου. <<Ό,τι άλλο και να γίνει, δεν πρόκειται να ξανακλάψω τόσο πολύ. Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που αφήνω τον εαυτό μου να πληγωθεί.>> τα μάτια του είναι σκούρα και τα μάγουλά του κατακόκκινα. <<Δεν θα σε αφήσω να με ξαναπληγώσεις Άλεξ. Ούτε εσύ, ούτε κανένας πια>>

<<Άνα μου... Μωρό μου>>

<<Πίστευα ότι αυτά που έλεγες τα εννοούσες...>>

<<Μωρό μου, τα πάντα εννοώ. Στο ορκίζομαι σε ό,τι->>

<<Ήλπιζα ότι όλα ήταν ένα ψέμα. Ό,τι κάποιος μου έστηνε φάρσα>> πρέπει να συγκρατηθώ. Δεν θα κλάψω, άλλο. Όχι μπροστά του τουλάχιστον. <<Πως πιστεύεις ότι ένιωσα όταν έμαθα ότι είναι έγκυος Άλεξ;>>

Κατεβάζει το κεφάλι του. Και αυτό μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω.

<<Πως πιστεύεις ότι αντέδρασα όταν μου έδειξε το γαμημένο υπερηχογράφημα; Όταν μου επιβεβαίωσε ότι το παιδί είναι δικό σου; Ή όταν μου είπε ότι το θέλατε και οι δύο; Ε Άλεξ; Πως νομίζεις ότι ένιωσα;>> αισθάνομαι σκατά, έχω πιάσει πάτο. <<Νομίζεις ότι ήταν εύκολο να την ακούω να λέει πως με κορόιδεψες για άλλη μια φορά; Από το γαμημένο πρωί εγώ σκεφτόμουν πόσο υπέροχα ένιωθα όταν κάναμε έρωτα το βράδυ οι δυο μας>> λέω ψιθυριστά και παίρνω μια βαθιά ανάσα. <<Μου είχες πει ότι όλα τα κάνατε για να δείξεις στον πατέρα σου ότι έχεις προχωρήσει στην ζωή σου, σωστά;>> βγάζω ένα χαρτί από την τσέπη μου και το πετάω πάνω του. <<Αυτό; Και αυτό στα ψέματα ήταν; Ή μήπως μέρος του σχεδίου σου Άλεξ;>>

Δεν απαντάει. Δεν υπάρχει απάντηση όμως.

Το υπερηχογράφημα είναι πεταμένο στο έδαφος, τσαλακωμένο και χιλιοβρεγμένο από τα δάκρυά μου. Δεν ξέρω γιατί το πήρα. Δεν υπάρχει κάποια λογική εξήγηση.

<<Θα έκανα τα πάντα για σένα>> αμέσως σηκώνει το κεφάλι του και με κοιτάζει. Κλαίει. Πρώτη φορά τον βλέπω να κλαίει. <<Θα έδινα τα πάντα για σένα, θα άφηνα τα πάντα για σένα. Και το ξέρεις. Ξέρεις... ξέρεις ότι θα έκανα τα πάντα για να είμαι μαζί σου>> δείχνω το χαρτί. <<Θα ανεχόμουν όλα τα ψέματα που θα έλεγες γιατί ήξερα ότι με αγαπάς και ότι όλα τα κάνεις για μένα>>

<<Σε αγαπώ>>

<<Αλλά αυτό... αυτό δεν το δέχομαι. Δεν δέχομαι να ποδοπατηθώ για άλλη μια φορά από την άμαξα των ψεμάτων σου. Γιατί πλέον όλα αλλάζουν>>

<<Δεν το ήθελα>> προσπαθεί να πει <<δεν ξέρω πως έγινε, Άνα. Αλήθεια. Σου το ορκίζομαι ότι δεν θυμάμαι πως στο διάολο έγινε αυτό. Ποτέ. ΠΟΤΕ δεν θα στο έκανα>> προσπαθεί να δικαιολογηθεί και αναρωτιέμαι γιατί καν κάνει την προσπάθεια.

<<Τι σκοπεύατε να μας πείτε χθες;>> ρωτάω και σκουπίζει τα μάγουλά του.

<<Τ-τι;>>

<<Τι σκοπεύατε να μας πείτε εχθές, Άλεξ. Εχθές μου λιποθύμισα>>

Το ξέρω. Αλλά περιμένω να το ακούσω και από τον ίδιο του.

<<Άνα...>>

Χαμογελάω. <<Προφανώς και πρέπει να την αποκαταστήσεις>> τον λέω όσο πιο ειρωνικά μπορώ με όση ψυχική δύναμη μου έχει απομείνει. <<Είναι έγκυος, πιστεύεις ότι δεν θα σου ζητούσε να την παντρευείς;>>

<<Μαλακίες. Δεν σκοπεύω να την παντρευτώ Άνα. Εγώ εσένα θέλω. Σε παρακαλώ πίστεψέ με. Σε αγαπώ. Δεν ξέρω πόσες φορές να το πω για να με πιστέψεις>>

<<Καμία>> τον διακόπτω και περνάω από δίπλα του. Παίρνω την βαλίτσα μου και την τσάντα μου. Ο οδηγός συζητάει με κάποιους άλλους αλλά μάλλον πρέπει σιγά σιγά να ετοιμάζομαι. <<Όταν συνειδητοποιείς ότι έχεις χάσει τα πάντα, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι για τίποτα>> σκουπίζω κάτι δάκρυα μου ξεχύθηκαν μόνα τους. Με κοιτάζει. Θέλω να ουρλιάξω. <<Μου το έλεγε ο πατέρας μου συχνά. Πριν με εγκαταλείψει>> αναστενάζω. <<Τα έχασα όλα Άλεξ. Μετά από αυτό, τα έχασα όλα>>

<<Δεν έχασες τίποτα, μωρό μου. Είμαι εδώ. Δεν θα πάω πουθενά. Είμαι μαζί σου. Θα είμαστε μαζί σε αυτό. Δεν... εγώ δεν...>> κολλάει για λίγο όταν βλέπει ότι τα λόγια του πλέον δεν με συγκινούν.

Ή βασικά με συγκινούν αλλά δεν το δείχνω.

<<Τέλος Άλεξ. Αυτό είναι το τέλος>> έρχεται ο οδηγός και παίρνει την βαλίτσα μου. Βγάζω το εισητήριο από την τσέπη μου και του το δίνω χωρίς να τον κοιτάζω.

<<Όχι. Σε εκλιπαρώ Άνα μην φύγεις>> 

Σπαράζει η καρδιά μου να τον βλέπω να κλαίει. Αλλά μετά από όλα αυτά ίσως και να του αξίζει.

<<Αντίο>> ψιθυρίζω και αφού πάρω μια βαθιά ανάσα μπαίνω στο λεωφορείο. Προσπαθώ να εμποδίσω τον εαυτό μου να γυρίσει και να κοιτάξει από το παράθυρο.

Αλλά, το κάνω. Ίσως γιατί ποτέ δεν κατάφερα να  χαλιναγωγήσω τα συναισθήματά μου. Και το γεγονός ότι τον βλέπω να πέφτει στα γόνατα και να κοιτάζει το λεωφορείο, με κάνει για κάποιον περίεργο λόγο να αισθάνομαι δικαιωμένη.

Τραβάω βιαστικά την κουρτίνα και γέρνω το κεφάλι μου πάνω στο παράθυρο.

Το πρόσωπό μου μουσκεύεται για άλλη μια φορά από τα δάκρυα.

Όλα τελείωσαν.




"Αυτό δεν είναι το τέλος. Δεν είναι καν η αρχή του τέλους. Αλλά το τέλος της αρχής"









~~~

Χωρίς εσάς δεν θα υπήρχε αυτή η ιστορία. Σας είμαι ευγνώμων για όλα.

Ίσως και να κλαίω αυτή την στιγμή, αλλά ειλικρινά δεν έχω υπάρξει περισσότερο χαρούμενη! 

Τα λέμε στο Babygirl σύντομα!

Σας αγαπώ♥

Η Ρίρι σας♥

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top