~53
Ανέβασα γιατί σας το υποσχέθηκα.
Επίσης πφ, πρέπει να αρχίσω να σχεδιάζω το τέλος; ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΑΑΑΑ.
Και επίσης πρέπει να αποφασίσω όνομα, εξώφυλλο και γενικά υπόθεση για το δεύτερο μπουκ;
Το σκέφτομαι και κουράζομαι.
~~~
Υποτίθεται ότι θα έπρεπε να κοιμάμαι. Από τις 12. Αλλά όχι. Όοοοχι. Εδώ, κοιτάζω το ταβάνι σαν την χαζή και τα μάτια μου δεν λένε να κλείσουν.
Πιάνω το κινητό μου από το κομοδίνο. 2:06. Α εξαιρετικά. Δεν βλέπω να κοιμάμαι σήμερα.
Γυρίζω πλευρό και ξεφυσάω. Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω τι με έχει πειράξει περισσότερο. Το γεγονός ότι ήρθα εδώ μετά από τόσο καιρό και όλες οι αναμνήσεις τρυπώνουν στο μυαλό μου ή το ότι ο Άλεξ είναι μια έτσι μια γιουβέτσι; Ή βασικά ότι έχει γκόμενα; Ή ότι σκοπεύει να την παντρευεί ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο;
Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να σπάσω ακόμη ένα φωτιστικό.
Ανακάθομαι στο κρεβάτι και τρίβω τα μάτια μου. Αύριο πρωί πρωί θα τους ανακοινώσω ότι φεύγω. Και δεν με νοιάζει. Ό,τι και αν πουν. Δεν πρόκειται να κάτσω και να υποστώ αυτό το μαρτύριο.
Σηκώνομαι όρθια και φοράω τις παντόφλες με τον μονόκερο. Βγαίνω από το δωμάτιο κυριολεκτικά νυχοπατώντας και κατεβαίνω αργά αργά τις σκάλες. Το καλό είναι ότι ησυχία σε αυτό το σπίτι μπορείς να βρεις μόνο τέτοια ώρα. Όπου όλοι κοιμούνται.
Και μόνο στην ιδέα ότι αυτή την στιγμή ο Άλεξ κοιμάται με αυτή την... την τέλος πάντων, θέλω να ουρλιάξω. Είναι ακόμη χειρότερο να τον σκέφτομαι να τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση της και να κοιμάται δίπλα της ενώ αυτό θα έπρεπε να το κάνει χμ... ας πούμε... ΜΕ ΕΜΕΝΑ;
Πάω στην κουζίνα και βάζω σε ένα ποτήρι νερό καταφέρνοντας να χύσω το μισό πάνω μου. Τι άλλο μπορεί να πάει στραβά απόψε;
Έξω βρέχει καταρακτωδώς και ανεβαίνω στον πάγκο για να κάτσω πιο κοντά στο παράθυρο. Από μικρή μου άρεσε να χαζεύω την βροχή. Πάντα με ηρεμούσε ο ήχος της βροχής στην στέγη. Αρκετές φορές έπιανα τον εαυτό μου να μετράει τις σταγόνες μια μια όταν ψιχάλιζε και έτσι με έπαιρνε ο ύπνος.
(ναι καταλάβαμε Άνα μου είσαι ευαίσθητη. Τζιζους)
<<Τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια;>> μια ψιθυριστή φωνή από πίσω μου και εγώ χαμογελάω ασυναίσθητα.
Μάλλον ποτέ δεν θα καταφέρω να ξεφύγω από τα τέρατα του παρελθόντος σωστά;
Όπου τέρατα εννοώ ξεκάθαρα τον Άλεξ!
<<Δεν είχα ύπνο>> λέω με την σειρά μου και παρατηρώ ότι σιγά σιγά η βροχή σταματάει. Τα δέντρα δεν κουνιούνται με τόση δύναμη όση πριν και η σχεδόν απόλυτη ησυχία απλώνεται στον χώρο.
Πως μπορώ όμως να είμαι ήρεμη όταν μπορώ να ακούσω την ανάσα του; Όταν μυρίζω το άρωμά του, ακόμη και αν βρίσκεται 10 μέτρα μακριά μου;
<<Ούτε εγώ>> ψιθυρίζει και ακούω τα ξύλινο δάπεδο να τρίζει όσο εκείνος βηματίζει. Μάλλον για να έρθει προς το μέρος μου; <<Νόμιζα... νόμιζα ότι θα με περίμενες στο δωμάτιό σου>>
Αποφεύγω να τον κοιτάξω. <<Γιατί να σε περιμένω στο δωμάτιό μου;>> ρωτάω αλλά αμέσως θυμάμαι τον ίδιο να μου λέει ότι το βράδυ θέλει να έρθει για να μιλήσουμε.
Τώρα πλέον στέκεται αρκετά κοντά μου, σχεδόν το ύφασμα του φούτερ του αγγίζει τον γυμνό αστράγαλό μου. Ακόμη και αυτό το πράγμα με τρελαίνει.
Δεν απαντάει και γυρνάω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Είναι όμορφος. Πάντα είναι όμορφος. Αυτό μπορεί να το παραδεχτεί ο οποιοσδήποτε.
Παρακολουθεί την βροχή που πλέον μετατράπηκε σε σιγανή ψιχάλα και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
Πως μπορείς να μην ερωτευτείς έναν τέτοιο άνθρωπο;
<<Με την Κρίστι δεν είμαστε μαζί>>
Μια αστραπή έξω φωτίζει όλο τον δρόμο και με κάνει να μαζευτώ περισσότερο.
<<Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι με νοιάζει;>> του ψιθυρίζω και στηρίζω το κεφάλι μου στο ντουλάπι ακριβώς πίσω.
<<Όλο αυτό είναι ένα παραμύθι>> συνεχίζει χωρίς καν να με κοιτάει. <<Ένα γαμημένο παραμύθι για να πείσω τον πατέρα μου ότι δεν αισθάνομαι τίποτα για σένα>>
Τι λέει;
<<Άλεξ δεν με νοιάζει->>
<<Εκείνος ήταν που το έπαιζε καλός και ευγενικός σωστά;>> τα μάτια του είναι κατακόκκινα και συνοφριώνομαι. Τι συμβαίνει που δεν ξέρω; <<Εκείνος είναι που μου ξεκαθάρισε ότι αν δεν σταματήσει αυτή η μαλακία μεταξύ μας θα με διώξει και θα με στείλει για σπουδές στην άλλη άκρη της χώρας>>
<<Δ-δεν καταλαβαίνω>>
Με κοιτάζει. <<Όλοι το ήξεραν Άνα. Και η μάνα σου και ο Μάικλ. Τα είχαν καταλάβει όλα για εμάς τους δύο>> γνέφω το κεφάλι μου. Η μαμά μου είχε μιλήσει πριν τον γάμο. Δεν είχε αναφέρει κάτι για τον Μάικλ. <<Μετά τον γάμο με έπιασε ο δικός μου και μου ξεκαθάρισε ότι αν δεν σταματήσουμε να βλεπόμαστε θα με διώξει, Άνα. Μου είπε ότι τον ντροπιάζω, ότι ατιμάζω το σπίτι του. Ότι δεν θα επιτρέψει να ξαναγίνω η αιτία που θα διαλυθεί ο γάμος του. Λόγω μιας ανοησίας.>> η φωνή του σπάζει και καλύπτω στο στόμα μου με το χέρι του. Θέλω τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω και να μην τον αφήσω να φύγει. <<Ήμουν μια ανοησία για αυτόν Άνα>>
Πως γίνεται ο Μάικλ να του είπε κάτι τέτοιο; Πως γίνεται να...; Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
<<Τι εννοείς Άλεξ;>>
Προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. <<Άνα η μητέρα μου... πέθανε όταν γεννήθηκα εγώ>> δεν προλαβαίνει να πει κάτι άλλο και τον κλείνω στην αγκαλιά μου. <<Ο μπαμπάς μου τόσα χρόνια λέει συνέχεια ότι εγώ είμαι αυτός που... που την...>> δυσκολεύεται να το πει και αντί για λέξεις βγαίνουν λυγμοί από το στόμα του.
Δεν μπορώ να βρω λέξεις κατάλληλες για να τον ηρεμίσω. Και ίσως δεν χρειάζεται όντως να πω κάτι για να τον ηρεμίσω.
Πλέον όλα βγάζουν νοήμα.
~~~
σύντομα επόμενο που σας υπόσχομαι θα είναι κινκι. Θα ξεκινήσω βασικά να το γράφω τώρα γιατί παρά τον πονοκέφαλο μου ήρθε έμπνευση.
ριρι♥
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top