~52

*ξεροβήχει*

Πρώτον: Ανέβασα στο προφίλ μου μια χριστουγεννιάτικη ιστορία που λέγεται The Best Christmas, τράβα τσέκαρέ την για να μπεις στο μουντ.

Και δεύτερονΜε μεγάλη μου χαρά σας ανακοινώνω ότι πήρα εν τέλη την απόφαση να κάνω ΣΙΚΟΥΕΛ ΤΟΥ ΝΤΑΝΤΙ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ.

Θέλω να μου προτείνετε όνομα για το σίκουελ εδώ δίπλα. ΕΧΩ ΣΠΑΣΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ.

Δεν ξέρω τι θα γράψω εκεί, δεν ξέρω καν αν θα είναι ωραίο και επιτυχημένο όσο το πρώτο, το μόνο που ξέρω είναι ότι και εσείς αλλά και εγώ θα στεναχωρηθούμε όταν τελειώσει αυτό το βιβλίο και παρόλο που δεν είναι τόσο σοβαρό όσα τα υπόλοιπα, είναι αρκετά σημαντικό για μένα γιατί διαβάζοντάς το θυμάμαι πρόσωπα και καταστάσεις που πλέον δεν υπάρχουν στην ζωή μου.

Πολύ μελό ε;

*ανεβάζει τα γυαλιά μυωπίας της*

Α ξέχασα να σας πω μια ασήμαντη λεπτομέρεια χεχ.

θατοτελεισωστα60κεφαλαιαμπορεικαιλιγοτερομημεσκοτωσετεεεεεεεεεεεεε





~~~

<<Ωχχ>> μουρμουρίζω και ανοίγω με κόπο τα μάτια μου. <<Τι έγινε;>>

Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι η μαμά μου να προσπαθεί κυριολεκτικά να ανέβει πάνω μου ενώ ο Μάικλ από πίσω να την τραβάει.

<<Άνα μου είσαι καλά;>> την ακούω να ρωτάει αλλά δεν απαντάω. Επικεντρώνομαι στο γεγονός ότι με το ζόρι ανοίγω τα μάτια μου και νιώθω τόσο ζαλισμένη. <<Άνα μου λιποθύμησες στα καλά του καθουμένου>> συνεχίζει και αμέσως γουρλώνω τα μισόκλειστα μάτια μου.

Ει, τα άνοιξα!

<<Λιπο- τι;>> προσπαθώ να σηκωθώ αλλά κάθε κίνηση που κάνω με ζαλίζει ακόμη παραπάνω. <<Εγώ; Λιποθύμησα εγώ;>>

<<Ναι, παιδί μου>> λέει ο Μάικλ και μου χαιδεύει το χέρι. <<Μάλλον από την κούραση. Δεν είχες φάει και το βράδυ...>>

Κοιτάζω τριγύρω μου. Στο δωμάτιό μου με έβαλαν. Πωπω το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει.

<<Θες να σε αφήσουμε μόνη σου;>>

<<Θέλεις μήπως να κοιμηθείς;>>

<<Να σου φέρω λίγο νεράκι;>>

<<Πεινάς μήπως;>>

Και οι δύο πάνω από το κεφάλι μου ρωτάνε χωρίς σταματημό και κλείνω τα μάτια μου.

<<Απλά φύγετε>> μουρμουρίζω. <<Θέλω λίγη ησυχία>> τους παρακαλάω και μου αφήνουν από δύο φιλιά στα μάγουλα.

Κλείνουν απαλά πίσω τους την πόρτα και αμέσως ανασηκώνομαι στο κρεβάτι.

Και με πιάνουν τα κλάματα!

Προφανώς και ξέρω ότι λιποθύμησα. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να ακούσω τον Άλεξ να λέει ότι θα παντρευτεί ή δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνει αυτό το σαχλοκούδουνο.

Θέλω να φύγω από εδώ.

Θέλω να γυρίσω στην σχολή μου, στους φίλους μου, στην καθημερινότητά μου, να τον ξεχάσω γαμώτο. Δεν γίνεται;

Γυρίζω μπρούμητα και κλαίω στο μαξιλάρι μου.

Δεν ακουώ πότε ανοίγει η πόρτα. Ένα χέρι με ακουμπάει απαλά στην μέση και το κλάμα μου δυναμώνει. Γιατί ξέρω ποιος είναι. Και ξέρει και ο ίδιος του ότι αυτός φταίει για όλα.

<<Συγνώμη>> μου ψιθυρίζει αλλά δεν γυρίζω καν να τον κοιτάξω. Θέλω να φύγει. Να πάρει την τσουλίτσα του και να φύγει. <<Άνα... σε παρακαλώ, μην κλαις>> μουρμουρίζει και ένα μικρό, νανοελάχιστο κομμάτι του εαυτού μου τον λυπάται.

Δεν ξέρω πότε σκατά έγινα τόσο ευαίσθητη. Αυτός φταίει. Του αξίζει ό,τι παθαίνει.

<<Μωρό μου μην κλαις>> του χέρι του προσπαθεί να με γυρίσει, απότομα όμως γυρνάω μόνη μου προς το μέρος του και τον κοιτάζω.

<<Μην τολμήσεις και με ξαναπείς έτσι>> είμαι χάλια και ξέρω ότι δείχνω εξίσου σκατά. Αλλά δεν με νοιάζει. Πλέον, δεν με νοιάζει.

<<Απλά άφησέ με να σου εξηγήσω>> παρακαλάει αλλά δεν θέλω να τον ακούσω.

<<Φύγε σε παρακαλώ>> σκουπίζω τα μάτια μου εκνευρισμένη <<Φύγε και άσε με μόνη μου!>>

<<Όχι>> αρνείται και μου πιάνει σφιχτά το χέρι. <<Θα κάτσω εδώ μέχρι να με ακούσεις>> επιμένει και προσπαθώ να διώξω το χέρι του από πάνω μου.

<<Άσε με γαμώτο σου, δεν θέλω να ακούσω τις ηλίθιες δικαιολογίες σου!>> προσπαθώ τόσο πολύ να μην φωνάξω και ακουστώ μέχρι κάτω. <<Φύγε από εδώ. Πάνε στην γκόμενά σου, φύγε. Δεν ανήκεις εδώ. Δεν σε θέλω εδώ, γαμώτο. Δεν σε θέλω στην ζωή μου>> του λέω μέσα στα μούτρα του αλλά δεν αισθάνομαι τύψεις.

Όσο εγώ προσπαθούσα να τον ξεχάσω, εκείνος πηδούσε αυτή την ηλίθια.

Όσα βράδια εγώ έκλαιγα και τον σκεφτόμουν, εκείνος ήταν μαζί της και περνούσε τέλεια.

Όσες φορές ψιθύριζα ότι τον αγαπώ πριν με πάρει ο ύπνος, εκείνος με είχε γραμμένη και κοιμόταν με την άλλη.

Γιατί να δείξω έλεος; Γιατί καν να προσπαθήσω να ακούσω αυτά που έχει να μου πει; Για να με πληγώσει κι άλλο; Για να με ταπεινώσει; Για να μου δείξει ότι ποτέ του δεν με πήρε στα σοβαρά;

Με κοιτάζει στεναχωρημένος. Τον πείραξαν τα λόγια μου. Τον πείραξε η αλήθεια, μάλλον.

Στηρίζω το κεφάλι στα χέρια μου και μαζεύομαι στην άκρη του κρεβατιού. Θέλω να φύγει, αλλά δεν κουνιέται. Κάθεται και με κοιτάζει όσο κλαίω. Μάλλον το ευχαριστιέται να με βλέπει σε αυτή την κατάσταση.

<<Φύγε σου είπα>> λέω χαμηλόφωνα και δεν τον κοιτάζω καν. <<Φύγε και μην ξανάρθεις>>

<<Είσαι ξεροκέφαλη>> λέει τελικά και πετάγομαι μέχρι πάνω.

<<Εγώ; ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΞΕΡΟΚΕΦΑΛΗ;>> του φωνάζω μπροστά στα μούτρα του. Πως έχει το θράσος να με αποκαλεί έτσι, ύστερα από ό,τι έκανε; <<Εγώ είμαι η ξεροκέφαλη; Νομίζεις ότι με ενδιαφέρει να ακούσω για εσένα και το τσουλάκι που κουβάλησες εδώ μέσα;>>

<<Μην την λες έτσι...>>

<<Όπως γουστάρω θα την λέω. Έτσι δεν με είχες πει και εσύ στην αρχή; Όταν κουβαλήθηκες εδώ μέσα; Τσουλάκι δεν με είχες πει;>> τον ρωτάω όμως κλασικά δεν απαντάει. Ρουφάω την μύτη μου. <<Κάνε ό,τι θέλεις, Άλεξ. Αλήθεια. Παντρέψου την, κάντε παιδιά, μείνετε μαζί, κάντε ό,τι στο διάολο θέλετε. Δεν με αφορά, το καταλαβαίνεις; ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ>> 

<<ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΣΚΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ;>> τώρα είναι εκείνος που φωνάζει δυνατά αλλά δεν με φοβίζει.

<<ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ. ΦΥΓΕ. ΤΩΡΑ!>> σηκώνομαι όρθια και πηγαίνω προς την πόρτα. Με τραβάει από το χέρι πριν προλάβω να την ανοίξω και με ρίχνει στον τοίχο δίπλα της. Στέκεται εκείνος μπροστά μου, κρατώντας και τα δύο μου χέρια σφιχτά στις παλάμες του και κοιτώντας με με αυτό το βλέμμα που κάποτε με έκανε να τρέχω από πίσω του.

Με αυτό το βλέμμα που με έκανε να τον ερωτευτώ.

<<Άσε με....>> ψιθυρίζω. <<Άσε με, θα φωνάζω την γκόμενά σου>> τον απειλώ και με κοιτάζει σοβαρός.

Σκύβει προς το μέρος μου και λίγο πριν τα χείλη του συναντήσουν τα δικά μου, γυρνάω το κεφάλι μου απο την άλλη πλευρά.

Τα χέρια του αφήνουν τα δικά μου και πιάνουν το πρόσωπό μου για να γυρίσω προς το μέρος του. 

<<Άφησέ με να σου εξηγήσω τα πάντα>> μου λέει αλλά αποφεύγω να τον κοιτάξω. Όσο θυμωμένη και πληγωμένη αν είμαι, άλλο τόσο ξέρω ότι τον θέλω περισσότερο και από την ζωή μου.

<<Δεν θέλω>>

<<Σε παρακαλώ>>

Τον σπρώχνω με όση δύναμη μου έχει απομείνει αλλά εκείνος δεν κουνιέται. <<Σε μισώ γαμώτο! Φύγε, άσε με!!>> του φωνάζω σαν υστερική αλλά εκείνος εξακολουθεί να με κοιτάζει με τον πιο υπέροχο τρόπο.

<<Σε αγαπάω Άνα>> λέει και τα χέρια μου πέφτουν με δύναμη κάτω. <<Σε αγαπάω. Εσένα μόνο και καμία άλλη>> αφήνει ένα φιλί στο κούτελό μου και βγαίνει γρήγορα έξω από το δωμάτιό μου.



~~~

Σας φιλώ

Ριρι

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top