~51
Πωπω αυτή η καραντίνα με έχει εξοντώσει.
Επίσης στο τέλος του κεφαλαίου θα σας κάνω μια ερώτηση και θέλω να μου απαντήσετε γιατί είναι σημαντικό!
~~~
Πάω να μιλήσω, αλλά το στόμα του πέφτει για άλλη μια φορά στο δικό μου. Μου δαγκώνει επιθετικά το κάτω χείλος και έπειτα το γλύφει.
Και για άλλη μια φορά συνειδητοποιώ πόσο ηλίθια είμαι που τον αφήνω να το κάνει.
Κι όμως, δεν κάνω καμία κίνηση να απομακρυνθώ. Γιατί τον αγαπώ. Και αυτό το φιλί το θέλω περισσότερο από οτιδήποτε.
~~~
Δεν μπορώ να καταλάβω πόση ώρα φιλιόμαστε. Έχω χάσει παντελώς την αίσθηση του χρόνου. Πάντα το παθαίνω όταν βρίσκομαι μαζί του.
Τα χέρια του βρίσκονται σταθερά στη μέση μου, με χαιδεύει απαλά σε αντίθεση με το στόμα του που τρώει το δικό μου.
Είμαι σίγουρη ότι θέλει να κάνει πολλά πράγματα αυτή τη στιγμή. Κι όμως, μένει ακίνητος.
Απομακρύνεται για λίγο από το στόμα μου. <<Είναι λάθος;>> ρωτάει αναστατωμένος. Τα χείλη του είναι κατακόκκινα και πρησμένα.
Γνέφω. Αρκετές φορές. Δεν τραβάω τα χέρια μου όμως μακριά από το σβέρκο του.
<<Είναι λάθος>> απαντάω σιγανά.
Με ξαναφιλάει. Με το ίδιο πάθος.
Νιώθω τα γόνατά μου να λυγίζουν. Δεν ξέρω αν θα αντέξω μετά από αυτό να τον ξαναδώ με αυτή την κολιτσίδα που κουβάλησε.
Πάλι αυτός είναι που απομακρύνεται πρώτος. <<Γ-γιατί σταμάτησες;>> ξέρω ότι ακούγομαι εντελώς απελπισμένη και παντελώς ηλίθια, αλλά το χρειάζομαι. Το φιλί του είναι το ναρκωτικό μου.
Δεν με απομακρύνει από το σώμα του. Εξακολουθεί να είναι κολλημένος πάνω μου.
<<Πρέπει να κατέβουμε κάτω>> με κοιτάει μέσα στα μάτια.
Βγάζω εκνευρισμένη τα χέρια του από πάνω μου. <<Ωραία πάμε κάτω>>
<<Ει, ει>> με σταματάει απότομα πριν βγω έξω. <<Τι έπαθες;>>
Α οκευ, το παιδί βλαμμένο το άφησα, βλαμμένο το βρήκα.
<<Τι θες να πάθω; Άσε με να κατέβω κάτω>>
Ξεφυσάει. Ανοίγω την πόρτα, αλλά σχεδόν αμέσως την σπρώχνει με το χέρι του με τόση δύναμη που κλείνει και απορώ πως δεν του μένει στα χέρια. <<Τι κάνεις;>> ρωτάω τρομαγμένη. Το χέρι του στηρίζεται στην πόρτα μπροστά στα μάτια μου και αγκχ... γιατί πρέπει να είναι τόσο γαμημένα σέξυ όλη την ώρα;
<<Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι>> λέει ξαφνικά και τον κοιτάζω περίεργα.
<<Ορίστε; Ούτε καν>> πάω να βγάλω το χέρι του αλλά δεν κουνιέται ούτε νανοελάχιστα.
<<Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι>> επαναλαμβάνει ακόμη πιο σοβαρός και ξεφυσάω εκνευρισμένη.
<<Όχι σου λέω. Τι σε έπιασε τώρα, μπορείς να μου πεις;>>
Κοιτάει κάτω. <<Το βράδυ θα με περιμένεις στο δωμάτιό σου;>>
<<Όχι>>
<<Σε παρακαλώ;>>
<<Όχι, Άλεξ. Δεν έχεις καμία δουλειά στο δωμάτιό μου>> σταυρώνω τα χέρια μου. Παρατηρώ πόσο στεναχωρημένος φαίνεται.
Έχω σκυλομπερδευτεί με την συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου.
Πως γίνεται να αλλάζει διάθεση τόσο γρήγορα; Πόσο διπολικός είναι αυτός ο άνθρωπος ένιγουει;
Και εσύ μωρή ηλίθια όμως δεν πας πίσω...
Μια σε φιλάει και εσύ τραβιέσαι.
Μια τον φιλάς και αυτός τραβιέται.
Μια ξανά σε φιλάει αλλά τραβιέται πάλι αυτός.
ΑΑΑΑ ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ.
Η συγγραφέας μάλλον έχει σκυλομπερδέψει τα μπούτια της. Ονόματα δεν λέμε οικογένειες δεν θίγουμε.
<<Εντάξει!>> πετάω και σηκώνει απότομα το κεφάλι του. <<Εντάξει, θα σε περιμένω στο δωμάτιό μου>>
Φαίνεται αισθητά πιο χαλαρός. <<Σε ευχαριστώ, αλήθεια>>
<<Δεν θα ενοχληθεί η κοπέλα σου;>> πειράζω τις παρανυχίδες μου και προσπαθώ να μην τον κοιτάζω.
Μου πιάνει το πρόσωπό με τα ζεστά χέρια του και με κοιτάει έντονα στα μάτια. Χριστέ μου, πόσο μου έλειψαν αυτές του οι ματάρες;
Περιμένω να πει κάτι. Οτιδήποτε. Έστω ένα γνέψιμο.
Τίποτα.
Με κοιτάζει σοβαρός και ακίνητος και τόσο μα τόσο υπέροχος.
<<Στις 2 θα είμαι στο δωμάτιό σου>> ψιθυρίζει. Αφήνει ένα μικρό φιλί στο μέτωπό μου και βγαίνει έξω τρέχοντας χωρίς να κλείσει την πόρτα.
Στέκομαι ακίνητη κοιτώντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη πάνω από τον νεροχύτη.
Τα έκανα σκατά πάλι ε;
Του είπα κάτι που τον ενόχλησε; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;
Ακούω την μητέρα μου από κάτω να με φωνάζει και προσπαθώ να κρατήσω τα δάκρυα μου. Βαρέθηκα να κλαίω για αυτόν. Ας κάνει ό,τι θέλει. Ας μείνει με αυτή την πατσαβούρα. Ας παντρευτούν κιόλας. Χέστηκα.
Ποτέ δεν του ήμουν τίποτα. Ποτέ δεν είχαμε τίποτα εμείς οι δύο.
Πλένω το πρόσωπό μου εκνευρισμένη.
Στον διάολο.
<<Άνα παιδί μου, τόση ώρα σε φωνάζω>> μπαίνει η μαμά μου μέσα απότομα και με κοιτάζει περίεργα. <<Τι κάνεις τόση ώρα εδώ;>>
Η σκέψη να της πω ότι τόση φιλιόμουν με τον Άλεξ, περνάει από το μυαλό μου και χαμογελάω.
<<Μιλούσα με μια φίλη μου στο κινητό>> λέω απλά ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
<<Α, εμ έλα κάτω>> με τραβάει από το χέρι αλλά δεν προβάλω καμία αντίσταση.
<<Γιατί ρε μαμά; Τι συμβαίνει;>> γκρινιάζω όσο κατεβαίνω μαζί της τις σκάλες.
<<Έλα, έλαααα>> με σέρνει κυριολεκτικά μέχρι το σαλόνι. Ο Μάικλ συζητά με τον Άλεξ σοβαρά και η γλάστρα- εμ εννοώ η Κόραλ-Κέισι-Κίττυ ή δεν ξέρω και εγώ τι στο διάολο, κάθεται δίπλα του ΌΝΤΩΣ σαν γλάστρα και γελάει με αυτά που ακούει.
(η φάση που έχω ξεχάσει το όνομα της κοπέλας γιατί δεν έχω σταματήσει να την κοροιδεύω με λάθος ονόματα. Μπράβο Ρία. Είσαι έξυπνη!)
<<Είμαστε όλοι εδώ;>> ρωτάει ο Μάικλ και μας κοιτάζει χαμογελαστός. Παίρνει ένα ποτήρι από το μικρό τραπέζι και το γεμίζει με κρασί.
Γουάτ δε φακ.
Τι γίνεται εδώ;
<<Ναι, ναι έφερα την Άνα. Μιλούσε πάνω με μια φίλη της>> λέει η μητέρα μου και γεμίζει και τα υπόλοιπα ποτήρια με κρασί.
Κοιτάζω τον Άλεξ μπερδεμένη.
Τι γίνεται; τον ρωτάω με το βλέμμα μου.
Με κοιτάζει απογοητευμένος και μετά στρέφεται στον πατέρα του.
Γιατί όλο αυτό δεν μου αρέσει καθόλου; Καθόλου μα καθόλου όμως;
<<Λοιπόν, Κρίστι, Άλεξ;>> τους κοιτάζει ο Μάικλ χαμογελαστός και στέκεται δίπλα στη μητέρα μου. <<Λοιπόν;>>
Παίρνω το ποτήρι με το κρασί, αν και σιχαίνομαι το κρασί, και με τρεμάμενα χέρια κάνω κίνηση να πιω έστω και μια γουλιά.
Η γκόμενα κοιτάζει τον Άλεξ, ενώ εκείνος έχει καρφωμένο το βλέμμα του πάνω στο δικό μου.
Τι στο καλό γίνεται;
<<Λοιπόν>>μιλάει η καρακάξα και την ακούω στο βάθος. <<Θέλουμε να σας ανακοινώσουμε κάτι>>
Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο.
Τι εννοεί;
Τι μπορεί να θέλουν αυτοί οι δύο να ανακοινώσουν;
<<Σας ακούμε, παιδιά μου>> η μητέρα μου με κοιτάζει χαμογελαστή και με ρωτάει με το βλέμμα της αν είμαι καλά.
Κυριολεκτικά κρέμομαι από τα χείλη του Άλεξ.
Ξεροκαταπίνω σε έναν στεγνό λαιμό και νιώθω το δωμάτιο να γυρίζει.
Μα πως; Δεν ήπια σχεδόν καθόλου κρασί.
<<Λοιπόν, εμείς...>> ξεκινάει να πει ο Άλεξ.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην φιγούρα του.
Γιατί όλα γυρίζουν;
(όλα γύρω σου γυρίζουν σκέψεις, λέξεις, σχέσεις ΌΛΑΑΑΑΑ)
<<Δ-δεν αισθάνομαι κ-καλά>>
η φωνή μου είναι αυτή;
Το επόμενο δευτερόλεπτο το ποτήρι με το κρασί φεύγει από το χέρι μου και χτυπάει στο πάτωμα και εγώ λιποθυμώ ακριβώς δίπλα του.
~~~
Χμ. Μάλλον πρέπει να κάνω το όνομα μου Ρια Ντολορεθ Ακουαμαρινα Φερναντοθ Ντε λα Κρουα και να μετακομίσω στην Παπούα Νέα Γουινέα.
Χμ. Νομίζω ότι θέλετε να με σκοτώσετε.
Χμ.
Επίσης: θα σας άρεσε η σκέψη για ένα σίκουελ; Πείτε μου πλιζ για να ξέρω τι να κάνω. Θενκς➡️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top