~50

Αλόχες.

Σας ξέχασα; Δεν σας ξέχασα.

Σκέφτομαι να κάνω ένα καραντινάτο λάιβ αυτές τις μέρες, αλλά επειδή μόνη μου ψιλοντρέπομαι, αν θέλει καμία να συνεργαστούμε, ευχαρίστως!!

*κεφάλαιο 50; ΟΥΑΟΥ*

~~~

Τσιμπάω το κοτόπουλό μου με το πιρούνι χωρίς να το αποχωριστώ με το βλέμμα μου. Ξέρω ότι αν είχε στόμα θα με έβριζε και θα μου έχωνε το πιρούνι μέσα στο μάτι.

Κοιτάζω τριγύρω μου φευγαλέα. Η εικόνα που αντικρίζω είναι κωμικοτραγική: Σε ένα τραπέζι για τέσσερις βολευόμαστε πέντε άτομα, με ευκολία. Στην μια πλευρά ο Μάικλ και η μητέρα μου και στην απέναντι εγώ, ο Άλεξ και αυτή... αυτή η Κρίστι. Κυριολεκτικά, λες και το έκαναν επίτηδες. Προφανώς και θα με έβαζαν να κάτσω μαζί τους.

Γυρνάω για μια στιγμή προς το μέρος του Άλεξ και παρατηρώ πόσο άβολα νιώθει. 

Ναι, Άλεξ; Νιώθεις άβολα; Εμείς τι να πούμε δηλαδή;

Προσπαθεί να φάει αρκετά γρήγορα χωρίς να πνιγεί και χωρίς φυσικά να κοιτάξει προς το μέρος μου.

<<Κυρία Έμμα, υπέροχο το φαγητό. Συγχαρητήρια, είναι πεντανόστημο>> λέει η σιγανοπαπαδιά από την άλλη πλευρά και μορφάζω καταπίνοντας έναν αρακά.

Τα σάλια σου, κούκλα μου. Μέχρι εδώ έφτασαν!

<<Αχ σε ευχαριστώ Κρίστι μου>> της λέει η μητέρα μου και σηκώνει το κρασί της. <<Στην υγειά μας>> κοιτάζει αυτούς τους δύο. <<Καλώς ήρθατε παιδιά μου>> σηκώνουν όλοι τα ποτήρια τους και τσουγκρίζουν. Με λίγη περισσότερη δύναμη εγώ, φυσικά.

Λίγο κρασί πέφτει στην μπλούζα του Άλεξ, πολύ κατά λάθος βεβαίως βεβαίως, και αμέσως η κότα του τσιρίζει λες και την πάνε για σφαγή.

<<Σόρυ, κατά λάθος>> ψελλίζω και εισπράττω ένα αγριεμένο βλέμμα από την μητέρα μου.

<<Γούρι, γούρι>> σηκώνεται όρθιος ο Μάικλ και δίνει χαρτοπετσέτες στον Άλεξ. 

<<Έλα, έλα σήκω να πλύνουμε την μπλούζα. Το κόκκινο κρασί δεν βγαίνει εύκολα>> ακούω την εκνευριστική φωνή αυτής της Κρέισι, Κράσι, Κραμπλ; Τέλος πάντων...

Όλοι κυριολεκτικά έχουν σηκωθεί από το τραπέζι και εγώ είμαι η μόνη που κάθομαι και συνεχίζω να απολαμβάνω το φαγητό μου.

Υποτίθεται.

Ο Άλεξ με την ηλίθια πηγαίνουν στο μπάνιο, η μητέρα μου στην κουζίνα για να φέρει κι άλλες χαρτοπετσέτες και ο Μάικλ... ο Μάικλ ξανακάθεται στην θέση του και με κοιτάζει ευδιάθετα. 

<<Λοιπόν;>> ακούω την φωνή του και γυρνάω. <<Πόσο θα κάτσεις;>>

Ανασηκώνω τους ώμους μου. <<Μάλλον αύριο πρωί πρωί θα φύγω. Δεν έχω καμία δουλειά εδώ>> λέω το τελευταίο ψιθυριστά και εκείνος πίνει μια γουλιά από το κρασί του.

<<Γιατί δεν κάθεσαι αυτή την εβδομάδα εδώ;>> 

<<Έχω κάτι μαθήματα που πρέπει να παρακολουθήσω επειγόντως>> λέω την πρώτη δικαιολογία που μου έρχεται στο μυαλό.

<<Δεν πειράζει αν κάνεις ένα διάλειμμα, σωστά;>> ρωτάει ξανά χαμογελαστός αλλά λίγο η φάτσα του με φρικάρει.

<<Θα δούμε>> λέω κοφτά. Τι κόλλημα έχει φάει καλέ αυτός;

Έτσι κι αλλιώς, άλλη όρεξη δεν είχα να κάτσω εδώ και να βλέπω συνέχεια τον Άλεξ με την μπανανόφλουδά του να φιλιούνται σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Εμετός. Μόνο αυτό.

Γέρνει τον κορμό του προς το μέρος μου <<Η μητέρα σου χάρηκε που ήρθες σήμερα>> λέει <<Δεν περίμενε όντως να έρθεις>>

Ανασηκώνω τους ώμους μου. <<Εσείς ζητήσατε να έρθω αμέσως. Και επίσης δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο>> σταυρώνω τα χέρια μου και βλέπω την μαμά να έρχεται με έναν τεράστιο πάκο από χαρτοπετσέτες στα χέρια.

<<Τι συζητάτε;>> κάθεται δίπλα στον Μάικλ και πίνει λίγο νερό.

<<Η Άνα ρωτάει γιατί ήταν επιτακτική ανάγκη να έρθει σήμερα εδώ>> λέει ο Μάικλ και κάνει μεγάλη προσπάθεια να μην γελάσει.

Τι μου κρύβουν Χριστέ μου; Φρικάρω με την όλη φάση. 

<<Ωω θα μάθεις σύντομα καλή μου>> μου κλείνει το μάτι η μαμά και αλλάζει σχεδόν αμέσως θέμα.

Κάθομαι λιγάκι ακόμη και καλά παρακολουθώντας την συζήτησή τους για το ρεφενέ πάρτυ της Μπρίτζετ Τζόουνς το άλλο Σάββατο, μόνο που το μοναδικό πράγμα που σκέφτομαι είναι ο Άλεξ και η τσουλίτσα του.

Τι στο διάολο κάνουν τόση ώρα εκεί πάνω;

Λίγο κρασί έριξα κατά λάθος πάνω του, το πουκάμισό του μπορεί να το αλλάξει και μόνος του. Εκείνη η σάπια τι πήγε να κάνει μαζί του;

Κάτσε, αυτό που μυρίζει είναι... καπνός;

ΑΝΑΙ. ΒΓΑΖΩ ΚΑΠΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΦΤΙΑ.

Χτυπάω ρυθμικά το πόδι μου στο πάτωμα. Από τα νεύρα. Αργούν. Και αυτό με εκνευρίζει.

Και ΟΧΙ, σε προλαβαίνω. ΔΕΝ ΖΗΛΕΥΩ.

Τι να ζηλέψω εξάλλου από αυτή... από αυτή... την... την ΚΟΤΑ;

Το ότι είναι ξανθιά, πανέμορφη, μοντέλο, με ποδάρες και ματάρες και πολύ πολύ πιο ωραία από εμένα;

ΣΙΓΑ ΤΑ ΑΥΓΑ.

Εγώ είμαι... είμαι... εμ είμαι πιο... γλυκούλα;

ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ.

Τίποτα δεν είμαι. Τίποτα δεν είμαι μπροστά της.

Αγκχ.

<<Πάω λίγο στο δωμάτιό μου>> μουρμουρίζω αλλά δεν με ακούν επειδή είναι και οι δύο αφοσιωμένοι στην συζήτησή τους.

Πωπω. Είναι τόσο άβολο. Πραγματικά άπειρα άβολο ακόμη και να συζητάω μαζί τους. Μετά από όλα αυτά που έγιναν κανονικά δεν θα έπρεπε ούτε να τους κοιτάω στα μάτια.

Ανεβαίνω τις σκάλες αργά και σταθερά.

Όχι, δεν θα πας στο μπάνιο. Δεν θα πας στο μπάνιο. ΔΕΝ. ΘΑ. ΠΑΣ. ΣΤΟ. ΜΠΑΝΙΟ.

Χμ. ΟΥΠΣ ΚΑΤΟΥΡΙΕΜΑΙ.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ.

Φτάνω έξω από την πόρτα και σκύβω λιγάκι για να ακούσω αν είναι όντως μέσα.

Περιέργως, ακούω κάτι μουρμουρητά.

Πάλι καλά που μιλάνε και δεν πηδιούνται βασικά.

Σκύβω λιγάακι παραπάνω μπας και καταφέρω να καταλάβω κάτι.

Τζίφος!

Ακούω την φωνή του Άλεξ και της κάργιας... εμ εννοώ της Κρίσταλ-Κέισι-Κραμπλ, αλλά δεν καταλαβαίνω τι στο καλό λένε.

Ωχ. Ακούω ένα πνιχτό γελάκι. Ω σκατά.

ΓΙΑΤΙ ΓΈΛΑΣΕ Η ΚΑΡΑΚΑΞΑ;

Τι αστείο της είπε και γέλασε; Γιατί να της πει κάτι αστείο;

ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΖΗΛΕΥΩ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ;

Σχεδόν κολλάω ολόκληρη πάνω στην πόρτα. Γαμώτο, ήταν ανάγκη να υπάρχει τόσο καλή ηχομόνωση εδώ μέσα; Δεν μπορώ να κρυφακούσω σαν φυσιολογικός άνθρωπ-

Κάτσε.

Μόλις άνοιξε η πόρτα;

Και εγώ έπεσα με τα μούτρα κάτω στο πάτωμα;

Ακριβώς μπροστά τους;

Άουτς. Το σαγόνι μου...

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΜΟΛΙΣ ΤΩΡΑ ΑΑΑΑΑΑ;;;;

Με κατάλαβαν που τους κρυφάκουγα;

Σηκώνω διστακτικά το βλέμμα μου προς τα πάνω.

Ο Άλεξ με κοιτάζει μπερδεμένος ενώ η πουτανίτσα δίπλα του έχει μείνει άφωνη και κοιτάζει τον Άλεξ που εξακολουθεί να με κοιτάζει μπερδεμένος, εκνευρισμένος και πολύ πολύ θυμωμένος.

Την έβαψα.

<<Χευ>> λέω χαμογελαστή αλλά το σαγόνι μου πονάει απίστευτα και κάνω μια γκριμάτσα.

<<Τι κάνεις εδώ κάτω;>> η φωνή του σκληρή παρόλα αυτά μου προσφέρει το χέρι του για να το πιάσω και να σηκωθώ.

<<Έπεσα;>>

<<Εδώ;>>

<<Εμ ναι. Που; Αλλού; Εδω με βρήκατε χεχ>> σκουπίζω τα πόδια μου.

<<Μας κρυφάκουγες;>> ρωτάει και νομίζω ότι είναι έτοιμος να με πλακώσει στο ξύλο.

Ει. Αυτό το βλέμμα του είναι σέξυ ΜΟΝΟ όταν κάνουμε σεξ.

Τις υπόλοιπες φορές απλά χέζομαι πάνω μου και θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.

<<ΟΧΙΒΕΒΑΙΑΠΩΣΤΟΛΜΑΣ;>> σχεδόν τσιρίζω.

Ναι, Άνα. Σε πίστεψε. Μπράβο.

<<Εμ, εγώ πάω να βοηθήσω με τα πιάτα>> λέει η ξινομούρα και κάνω στην άκρη για να περάσει. Πάλι καλά την έκοψε και έφυγε από εδώ. Όρεξη είχα να βλέπω τα μούτρα της.

<<Να φεύγω κι εγώ χεχ>> κάνω να φύγω αλλά το δυνατό του χέρι με αρπάζει από τον αγκώνα και με χώνει μέσα στο μπάνιο κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Με κολλάει στον τοίχο με δύναμη και αφήνω ένα μικρό αγκομαχητό. Πόνεσε αυτό καλέ! <<Τ-τι έγινε βρε;>> λεω με δυσκολία.

Χριστέ μου είναι τόσο κοντά μου.

Η επιθυμία να τον φιλήσω μεγαλώνει μέσα μου. 

Δεν σκέφτομαι καθαρά. Για ακόμη μια φορά δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά όσο είναι δίπλα μου. Στην προκειμένη, όσο με έχει στριμώξει πάνω στον τοίχο και έχει κολλήσει στο σώμα μου με τέτοιον τρόπο που να νιώθω το...

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ.

<<Τι θες να πετύχεις με αυτό Φαμπιάνα;>> η φωνή του ψίθυρος στα αφτιά μου και αυτόματα ξεροκαταπίνω. Καταλαβαίνει τι επίδραση έχει πάνω μου. Και το κάνει επίτηδες. Το κωλόπαιδο.

<<Δ-δεν σ-σε καταλαβ-βαίνω>>

<<Τι θες από εμένα, γαμώ;>> ρωτάει ξανά αισθησιακά και τα χείλη του απέχουν ελάχιστα εκατοστά από τα δικά μου. Νιώθω ότι θέλει να με σκοτώσει και είμαι κυριολεκτικά έτοιμη να τον αφήσω να με κάνει ό,τι θέλει.

<<Τ-τίποτα;!>> ψιθυρίζω.

<<Λάθος απάντηση!>> γρυλίζει επιθετικά και σφίγγω τα μπούτια μου.

Πάω να μιλήσω, αλλά το στόμα του πέφτει για άλλη μια φορά στο δικό μου. Μου δαγκώνει επιθετικά το κάτω χείλος και έπειτα το γλύφει.

Και για άλλη μια φορά συνειδητοποιώ πόσο ηλίθια είμαι που τον αφήνω να το κάνει.

Κι όμως, δεν κάνω καμία κίνηση να απομακρυνθώ. Γιατί τον αγαπώ. Και αυτό το φιλί το θέλω περισσότερο από οτιδήποτε.



~~~

*μεγάλο κεφ επειδή σας αγαπώ*

Στολίσατε δεντράκι; Μπήκατε γενικά σε κρίστμας μουντ;

Επίσης, θέλω συνταγή για μπισκότα γιατί έκανα μια από το τικτοκ ΚΑΙ ΜΗΝ ΠΩ ΣΑΝ ΤΙ ΒΓΗΚΕ *ριπ γιγάντιε μπισκότε, θα σε θυμάμαι για πάντα*

Φιλάκια

Ριρι❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top