~49

Παιδιά έχει πέσει νεκρική σιγή στο wattpad. Γιατίιιιι;;;;

Ελπίζω τουλάχιστον να απολαμβάνετε τα κεφάλαια που ανεβάζω. Προσπαθώ να τα κάνω μεγαλύτερα σε έκταση♥

~~~

Χτυπάω με νεύρα πίσω μου την πόρτα του αυτοκινήτου καθώς κατεβαίνω. Δεν του δίνω την παραμικρή σημασία και ανοίγω μόνη μου το πορτ μπαγάζ για να βγάλω την βαλίτσα μου.

<<Θες να την βγάλω;>> η φωνή του δίπλα στο αφτί μου, αισθησιακή λες και υπονοεί κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είπε. Κοκκινίζω αυτόματα και κολλάω λίγο χωρίς να τον κοιτάξω. <<Δεν εννοούσα...>> προσπαθεί να πει παιχνιδιάρικα αλλά τον διακόπτω.

<<Δεν χρειάζομαι βοήθεια>> κατεβάζω την βαλίτσα λίγο ατσούμπαλα που καταλήγει να χτυπάει το πόδι μου και βγάζω μια μικρή κραυγή. Τον βλέπω που με κοιτάζει με νικητήριο βλέμμα και από μέσα μου βρίζω ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει.

Του γυρνάω την πλάτη και αγνοώ το γεγονός ότι του ξεφεύγει ένα γελάκι επειδή ψιλοκουτσαίνω μέχρι να φτάσω στην εξώπορτα. Μουρμουρίζει κάτι του στυλ "πόσο ξεροκέφαλη" αλλά δεν προλαβαίνω να απαντήσω γιατί ανοίγει η πόρτα και η μαμά μου πέφτει σχεδόν αμέσως πάνω μου αγκαλιάζοντάς με σφιχτά.

<<Το παιδάκι μου!!!>> φωνάζει και με φιλάει σε όλο το πρόσωπο αφήνοντας τα σάλια της πάνω μου. <<Επιτέλους Άνα μου, επιτέλους>> με τραβάει μέσα αφήνοντας την βαλίτσα έξω.

<<Μαμά μην κάνεις λες και έχεις να με δεις αιώνες. Πριν ένα μήνα εδώ ήμουν>>

<<Μοιάζει λες και περνάνε χρόνια, αγάπη μου>> απαντάει αμέσως και σκουπίζει τα μάτια της. <<Η βαλίτσα σου;>>

Έρχεται σχεδόν αμέσως ο Άλεξ με τη βαλίτσα στο χέρι του. <<Εδώ είμαι, μην με ψάχνετε>> απαντάει σαρκαστικά και η μαμά μου παίρνει την βαλίτσα μου από το χέρι του.

<<Γιατί αργήσατε;>> ρωτάει και κοιτάζει κάτι στα στραβά ροδάκια της βαλίτσας. Αμέσως το βλέμμα μου πηγαίνει προς το μέρος του. Εκείνος δεν με κοιτάει. Παρατηρεί κάτι έξω από το παράθυρο, υποτίθεται χωρίς να τον νοιάζει. 

Παίρνω το βλέμμα μου από πάνω του. <<Είχε κίνηση>> απαντάω απλά και περνάω τα μαλλιά πίσω από το αφτί μου. <<Πολύ κίνηση>> επαναλαμβάνω και κερδίζω την προσοχή του επιτέλους.

Θα μπορούσε αυτό του το βλέμμα να με σκοτώσει αλλά δεν με νοιάζει, δεν θα είναι και η πρώτη φορά άλλωστε.

<<Τακτοποιήσου, παιδί μου>> με φιλάει στα μαλλιά και πηγαίνει προς την κουζίνα. <<Άλεξ ανέβασέ της την βαλίτσα και μετά έλα εδώ να με βοηθήσεις>> φωνάζει κάθως βάζει τα γάντια κουζίνας.

Κάνουμε ταυτόχρονα την ίδια κίνηση να πάρουμε την βαλίτσα και αμέσως τραβάω μακριά το χέρι μου όταν τον αγγίζω. Δεν λέει τίποτα, απλά παίρνει την βαλίτσα και ανεβαίνει ανάλαφρος τα σκαλιά σαν να μην κουβαλάει τα 500 κιλά της βαλίτσας μου. Τον ακουλουθώ αργά όσο με το βλέμμα μου σαρώνω όλο το σπίτι. Ο Μάικλ που είναι;

<<Ο πατέρας σου που είναι;>> τον ρωτάω μόλις αφήνει την βαλίτσα δίπλα από το κρεβάτι μου. Μπαίνω στο δωμάτιο και για λίγο όλες οι μαζεμένες αναμνήσεις με πνίγουν, όλα όσα πέρασα εδώ μέσα, όλα όσα έκανα εδώ μέσα... Πέρασαν δύο χρόνια και ακόμη κάθε φορά που μπαίνω εδώ, αυτό το συναίσθημα παραμένει το ίδιο. 

Πόσος καιρός άραγε πρέπει να περάσει για να τα ξεχάσω όλα αυτά;

<<Ναι, είναι... είναι έξω>> λέει και κλείνει την πόρτα πίσω του χωρίς να με κοιτάζει. Βάζει τα χέρια του στις τσέπες της μαύρης φόρμας του.

Γνέφω θετικά και μένω ακίνητη κοιτώντας επίμονα το φωτιστικό που υπάρχει πάνω στο κομοδίνο μου. Δεν υπάρχει κάτι να πούμε, τουλάχιστον τώρα, παρόλα αυτά δεν κάνει καμία κίνηση να φύγει.

Και από το δωμάτιο και από τη ζωή μου.

Του ματς; Αυτή είναι η γαμημένη αλήθεια όμως.

<<Ευχαριστώ που την κουβάλησες>> του δείχνω την βαλίτσα και πάω προς το μέρος της για να την ανοίξω και να αλλάξω ρούχα.

<<Δεν κάνει τίποτα>> απαντάει ψιθυριστά όσο βγάζω μια φόρμα και μια λεπτή μπλούζα. Παρόλο που το ντύσιμό μου άλλαξε υπερβολικά πολύ από τότε που πάτησα στο πανεπιστήμιο, εξακολουθώ να κρατάω κάποια από τα παλιά μου ρούχα για να μου θυμίζουν ποια πραγματικά είμαι.

Βγάζω το άσπρο ραντάκι και το αφήνω πάνω στο κρεβάτι. Μια μαύρη φόρμα και ένα ζευγάρι κάλτσες.

Νιώθω ακόμη το βλέμμα του πάνω μου. Νιώθω ότι θέλει κάτι από μένα, θέλει να μείνει εδώ και να με φιλήσει όπως πριν στο αυτοκίνητο.

Γυρνάω και τον κοιτάζω στα μάτια. Ξέρω ότι το θέλει. Με τα χέρια μου πιάνω την μπλούζα μου και με μία κίνηση την βγάζω και την πετάω στο πάτωμα. Τα μάτια του με κοιτάζουν επίμονα και παρατηρώ ότι ξεροκαταπίνει κατεβάζοντας το βλέμμα του από το πρόσωπό μου στον λαιμό και ύστερα στο στήθος μου.

Γλύφω τα χείλη μου και ταυτόχρονα νιώθω αυτή την ηλίθια ενόχληση εκεί κάτω και ενώνω τα μπούτια μου. Εκείνος μένει ακίνητος κοιτάζοντας με λαχτάρα το κορμί μου.

Μπορεί να μην μιλάει κανένας αλλά αισθάνομαι άνετα. Πάντα αισθάνομαι άνετα μαζί του. Γιατί είναι αυτός. Και κανένας άλλος δεν είναι σαν αυτόν.

Κατεβάζω την αριστερή τιράντα του σουτιέν μου παρατηρώντας τον προσεκτικά. Κατεβάζω και την δεξιά και δαγκώνω τα χείλη μου.

Τον θέλω. Δεν με νοιάζει αν δεν είναι δικός μου τώρα. Αν δεν ήταν δικός μου ποτέ. Δεν με νοιάζει τίποτα άλλο. Μόνο εγώ και αυτός.

Τον πλησιάζω.

<<Γιατί το κάνεις αυτό;>> η φωνή του βραχνή, η ανάσα του άστατη, τα χείλη του κατακόκκινα από το να δαγκώνεται συνέχεια και εγώ ξαναμμένη όσο τίποτα άλλο κοιτώντας τον να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση.

<<Γιατί μπορώ>> σηκώνω το πηγούνι του με το δάχτυλό μου. <<Το θέλουμε και οι δύο έτσι;>>

Ξεροκαταπίνει. <<Σου είπα ότι δεν ήρθα μόνος μου>>

Χαμογελάω προσπαθώντας να κρύψω την τεράστια επιθυμία μου να κλάψω και να σπάσω τα πάντα εδώ μέσα. <<Δεν σε πιστεύω>> απαντάω με αυτοπεποίθηση.

<<Σου λέω την αλήθεια>> κομπιάζει στο τέλος καθώς τα χέρια μου πιάνουν το λάστιχο της φόρμας του.

<<Μου λες ψέματα Άλεξ. Το κάνεις γιατί θέλεις να μου δείξεις ότι με ξεπέρασες>> βάζω το ένα μου χέρι μέσα από την φόρμα κάνοντας τον να πεταχτεί μέχρι πάνω. <<Αλλά ξέρουμε και οι δύο ότι...>> αφήνω ένα μικρό φιλί στον λαιμό του <<...αν με είχες ξεπεράσει...>> φιλάω το υπέροχο σαγόνι του. <<...δεν θα στεκόσουν εδώ αυτή τη στιγμή...>> τα χείλη μου απειροελάχιστα χιλιοστά μακριά από τα δικά του και ο πειρασμός να καλύψω αυτή την απόσταση είναι μεγάλος.

<<Ά-Άνα...>> το όνομά μου από τα χείλη του είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να ακούσω αυτή τη στιγμή.

<<Τι συμβαίνει Άλεξ; Πες μου..>> γλύφει τα χείλη του και βγάζει τα χέρια του από την τσέπη. Νομίζω ότι θα με αγκαλιάσει, όμως εκείνος με πιάνει από την μέση και με σπρώχνει απαλά προς τα πίσω.

<<Δεν ήρθα μόνος μου>> απαντάει σιγανά και γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι.

<<Και τότε που είναι η γκόμενά σου, Άλεξ;>> σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου. <<Γιατί δεν την είδα από τη στιγμή που ήρθα εδώ>> κατευθύνομαι στο κρεβάτι και εντελώς ξενερωμένη φοράω το άσπρο ραντάκι. <<Μη μου λες ψέματα μωρ->>

<<Μωρό μου;>> ανοίγει η πόρτα και μια ψηλή ξανθιά κοπέλα μπαίνει μέσα και μας κοιτάει και τους δύο εύθυμα. <<Μωρό μου εδώ ήσουν και σε έψαχνα σε όλο το σπίτι;>> νιαουρίζει και πιάνει τον Άλεξ με το σβέρκο αφήνοντάς του ένα φιλί στο στόμα. <<Η αδελφή σου;>> τον ρωτάει και έρχεται προς το μέρος μου. <<Κρίστι, χάρηκα πάρα πολύ>> απλώνει το χέρι της αλλά εγώ δεν κάνω καμία κίνηση.

Κοιτάζω φευγαλαία τον Άλεξ και τελικά σηκώνω το χέρι μου. <<Χ-χάρηκα...>> απαντάω με κομμένη την ανάσα.

<<Έχω ακούσει πάρα πολλά για σένα από τον Άλεξ>> λέει χαμογελαστή και πηγαίνει ξανά προς το μέρος του. <<Λοιπόν, ελάτε κάτω, η κυρία Έμμα έφτιαξε φανταστικό δείπνο>> πιάνει το χέρι του Άλεξ. <<Άνα, σε περιμένουμε, βιάσου!>> λέει γλυκά και τον τραβάει για να βγουν από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.

Δεν ξέρω πόση ώρα κάθομαι ακίνητη κοιτώντας την άσπρη πόρτα και πνίγοντας όλα τα δάκρυα. Σηκώνομαι όρθια και πετάω εκνευρισμένο το φωτιστικό στο πάτωμα κάνοντάς το να σπάσει σε χίλια κομμάτια.

Απλά συνέχισε να αναπνέεις κορίτσι μου. Όλα θα πάνε καλά.

~~~

η συνέχεια σύντομα♥

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top