~43

Αυτό το κεφάλαιο έχει τεράστια συναισθηματική αξία για μένα. Διαβάστε το funfact κάτω και θα καταλάβετε ;)

I want you to stay, even though you don't want me

~~~

2 χρόνια πριν... (part 1)


"Προσπάθησε σε παρακαλώ να χαμογελάσεις. Κάντο για τους γονείς σου"

Τα λόγια της θείας μου επαναλαμβάνονται συνέχεια στο μυαλό μου, κάθε φορά που κάποιος από τους ηλίθιους καλεσμένους έρχεται για να με χαιρετήσει και να με φιλήσει σταυρωτά στο μάγουλο για να μου ευχηθεί για τους γονείς μου.

Βαθιά ανάσα.

Θα περάσει. Θα περάσει, γαμώτο. Και μετά θα πας στο δωμάτιό σου και θα κλάψεις με τις ώρες. Απλά μείνε τώρα ψύχραιμη. Σε παρακαλώ.

Η μητέρα μου στην άλλη άκρη της εκκλησίας με κοιτάζει χαμογελαστή. Το χαμόγελό της προφανώς δεν φτάνει μέχρι τα μάτια της. Ακριβώς όπως και το δικό μου.

Ο Μάικλ δίπλα της την κρατάει στην αγκαλιά του όσο μιλάει με κάτι φίλους του.

Ο Άλεξ είναι εξαφανισμένος.

Και εγώ θέλω να κλάψω. Πολύ. Τόσο πολύ που να μην έχω άλλη γαμημένα δάκρυα για αυτόν. Για εμάς.

Ο κόσμος αρχίζει να υποχωρεί και μαζεύω το κουφάρι μου και πηγαίνω προς το μέρος τους. Ο Μάικλ με εντοπίζει πρώτος και έρχεται κατά πάνω μου.

<<Δεν μπορώ να πιστέψω ότι από σήμερα θα είσαι όντως... κόρη μου>> μου λέει σχεδόν συγκινημένος και με τραβάει στην αγκαλιά του. <<Θέλω να πω... αν δεν σε φέρνει σε δύσκολη θέση εννοείται>> μου λέει και κουνάω το κεφάλι μου.

Του πιάνω το χέρι. <<Νομίζω ότι θα είσαι καλός μπαμπάς>> του λέω ψιθυριστά και ένα δάκρυ κυλάει από το μάγουλό μου.

Γελάει και με σφίγγει ξανά στην αγκαλιά του. 

Κρατήσου. Πρέπει να παραμείνεις ψύχραιμη.

Ακούω τα τακούνια της μαμάς μου από πίσω μας. <<Δεν νομίζω να διακόπτω κάτι;>> ρωτάει και γυρνάμε ταυτόχρονα να την κοιτάξουμε. Είναι πανέμορφη, της το είπα αρκετές φορές.

<<Όχι βέβαια>> της λέει ο άντρας της και μας αγκαλιάζει και τις δύο. <<Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχουμε γίνει όντως μια οικογένεια. Είναι... είναι->>

<<Απίστευτο>> τον συμπληρώνω και γελάει.

<<Είναι απίστευτο!>>

Νιώθω τα μάτια της μαμάς μου πάνω μου, αλλά αρνούμαι να την κοιτάξω.

Προφανώς και ξέρει τι έγινε πριν. Προφανώς και η θεία μου άνοιξε την στοματάρα της και της είπε χαρτί και καλαμάρι όλα όσα συζητήσαμε στην αυλή προηγουμένως.

<<Ο Άλεξ που είναι;>> ρωτάει ξαφνικά ο Μάικλ και τότε εν τέλει κοιταζόμαστε με την μαμά.

<<Δεν ξέρω>> απαντάει εκείνη και έπειτα στρέφεται προς το μέρος μου. <<Άνα, πας να δεις αν είναι έξω;>> ρωτάει και γέρνει το κεφάλι της στο πλάι.

Γνέφω χωρίς να την κοιτάξω και βγαίνω εξω από την τεράστια εκκλησία. Ο κόσμος έχει φύγει όλος, προφανώς πήγαν όλοι στο σπίτι, και υπάρχει νεκρική σιγή. Το μόνο που ακούω είναι τα τακούνια μου καθώς περπατάω πάνω στο πλακόστρωτο κοιτώντας δεξιά και αριστερά.

Ας μην είναι εδώ. Σε παρακαλώ, ας μην είναι εδώ.

Σχεδόν κάνω ολόκληρο τον κύκλο στο παρκάκι και τη στιγμή που πάω να βγάλω το κινητό μου από το τσαντάκι, ακούω από πίσω μου κάτι κλαδιά να σπάνε.

Δεν γυρνάω καν να τον δω. Δεν έχω την δύναμη να τον αντικρίσω και να αντισταθώ χωρίς να πέσω πάνω του και να τον αγκαλιάσω σφιχτά.

Είμαστε αδέλφια. Τέλος.

<<Σε ψάχνουν>> λέω δυνατά κοιτώντας το κινητό μου σχεδόν αφοσιωμένη. Πανω στην μαύρη οθόνη αντικατοπτρίζεται το πρόσωπό μου και κοιτάζω τα πρισμένα μου μάτια. <<Η μαμά και ο Μάικλ>> συμπληρώνω με καθαρή φωνή.

Μη γυρίσεις. Μη γυρίσεις.

<<Ναι το ξέρω>> τον ακούω πιο κοντά μου και νιώθω ένα ρίγος στην πλάτη μου. Θέλω να φύγω από εκεί, να τον διώξω από δίπλα μου.

Το χέρι του ακουμπάει διστακτικά το σβέρκο μου και τραβιέμαι απότομα από κοντά του. 

<<Εμ πρέπει να φύγω. Θα... θα ψάχνουν και εμένα>> λέω μασώντας τα λόγια μου και ξεκινάω να περπατάω μακριά του. Δεν απομακρύνομαι πολύ και το χέρι του, το υπέροχα δυνατό χέρι του, γατζώνεται στον αγκώνα μου, αναγκάζοντάς με να σταματήσω.

<<Ούτε καν θέλεις να με κοιτάς πλέον;>> ρωτάει χαμηλόφωνα και παίρνω βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω.

Ναι, γαμώτο. Δεν θέλω να σε κοιτάζω πλέον. Ούτε να σε κοιτάζω, ούτε να σε μυρίζω, ούτε να ξέρω ότι υπάρχεις. Δεν σε θέλω δίπλα μου. Θέλω να ξεχάσω τα πάντα.

<<Μπορείς να μου αφήσεις το χέρι;>> στο τέλος ραγίζει η φωνή μου, παρόλαυτα νιώθω το τα δάχτυλά του να χαλαρώνουν γύρω από τον αγκώνα μου χωρίς να με αφήνει τελείως.

Με το άλλο του χέρι χαιδεύει το πρόσωπό μου. Αγγίζει το πηγούνι μου και αργά με γυρνάει προς το μέρος του.

Τα μάτια μου αντικρίζουν επιτέλους τα δικά του και για λίγο ξεχνάω να πάρω ανάσα όταν καταλαβαίνω ότι τα δικά του είναι πιο πρισμένα από τα δικά μου.

Έκλαιγε...;

<<Εσυ...;>> προσπαθώ να πω αλλά δεν με αφήνει. Κολλάει το στόμα του στο δικό μου. Απαλά, ήρεμα, τρυφερά. Τα πόδια μου αμέσως λυγίζουν και κοντεύω να πέσω στο έδαφος, το ένα του χέρι κατεβαίνει στη μέση μου ενώ το άλλο εξακολουθεί να κρατάει το πηγούνι μου.

Τα χέρια μου νεκρά πέφτουν στο πλάι, δεν κάνω καμία κίνηση να τον αγγίξω. 

<<Άγγιξέ με Φαμπιάνα>> παρακαλάει μέσα στο φιλί του. Καταλαβαίνω πόσο απεγνωσμένη ακούγεται αυτή η παράκληση από τα χείλη του. Από αυτά τα ηλίθια χείλη που έχουν κάνει τόσα πολλά πράγματα πάνω μου.

Και δεν μπορώ παρά για μια ακόμη φορά να υποκύψω στο αίτημα του και να τυλίξω τα χέρια μου γύρω του.

~~~

~to be continued στο επόμενο γιατί τώρα δεν προλαβαίνω να γράψω περισσότεραααααααα


*funfact: η σκηνή του φιλιού είναι μια προσπάθεια αντιγραφής του τελευταίου φιλιού που έδωσα στο πρώην αγόρι μου πριν χωρίσουμε, βασικά την μέρα που χωρίσαμε. Ήταν αρκετά δύσκολο να γράψω κάτι τέτοιο μιας και όλες οι αναμνήσεις ήρθαν στο μυαλό μου όσο έγραφα ακόμη και τα ίδια λόγια που είπαμε εκείνο το βράδυ. Είναι η πρώτη φορά που γράφω κάτι τόσο επηρεασμένο από την προσωπική μου ζωή και νιώθω κάπως περίεργα. Αλλά ταίριαζε απόλυτα εδώ. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top