~41
*Έκλαιγα όταν το έγραφα. Και ναι είμαι ευαίσθητη και κλαίω με τα πάντα. Τι να κάνωωω;*
Εφοδιαστειτε με χαρτομάντιλα!
~~~
Σηκώνεται όρθια. <<Κάτσε και σκέψου το. Αν όντως αυτό που νιώθεις για τον Άλεξ δεν είναι ούτε αγάπη, ούτε έρωτας, παρα μόνο μια καψούρα που με τον καιρό θα περάσει, τότε τελείωσε το. Οριστικά αυτή τη φορά. Αν όμως συνειδητοποιήσεις ότι όντως τον αγαπάς...>>
<<Τότε;>>
Χαμογελάει. <<Τότε αξίζει όλα να διαλυθούν>> μου κλείνει το μάτι. <<Η απόφαση είναι δική σου>> ταιριάζει το φόρεμά της και τελικά φεύγει αφήνοντάς με μόνη στο γρασίδι.
~~~
Κάθομαι αρκετή ώρα στο γρασίδι και παρόλο που το κινητό μου έχει χτυπήσει αρκετές φορές δεν κάνω καμία κίνηση να δω ποιος είναι, πόσο μάλλον να το σηκώσω.
Μαζεύω τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου και κοιτάζω τον κήπο μπροστά μου όσο κάποιες ηλίθιες αναμνήσεις του πατέρα μου να σκάβει λάκκους για να φυτέψει φυτά μου περνάνε από το μυαλό.
<<Έλα εδώ Φάμπι. Έλα, μην φοβάσαι>> το χέρι του απλωμένο προς την πλευρά μου όσο εγώ χαζογελάω και κρύβομαι πίσω από το φουστάνι της μαμάς μου. <<Έλα αγάπη μου>>
<<Φοβάμαι>> κοιτάζω έντρομη το φτυάρι και γελάει. Το πετάει κάτω και μακριά ώστε να μην το βλέπω και έρχεται προς το μέρος μου. Σκουπίζει τα χέρια του πάνω στην φόρμα του και με σηκώνει στον αέρα βάζοντάς με στην αγκαλιά του.
<<Είσαι δυνατό κορίτσι, το ξέρεις αυτό;>> με πειράζει και το ένα του χέρι γαργαλάει τα πλευρά μου. Τραντάζομαι από το δυνατό γέλιο κουνώντας χέρια και πόδια ανεξέλεγκτα.
<<Μπομπ, σε παρακαλώ!>> ακούγεται η μαμά όσο στρώνει το τραπέζι της αυλής για φαγητό. Εκείνος γνέφει αλλά δεν σταματάει να με πειράζει. Μπαίνει πάλι μέσα στον κήπο και με αφήνει να κάτσω πάνω σε ένα τελάρο για να μην λερώσω το φόρεμά μου.
<<Μπαμπά να σε ρωτήσω κάτι;>>
<<Φυσικά, πριγκίπισσά μου. Ξέρεις ότι μπορείς να με ρωτάς τα πάντα>> μου λέει όσο βάζει ένα πανέμορφο ροζ φυτό στην τρύπα και με τα χέρια του ρίχνει χώμα.
<<Θα φύγεις από το σπίτι;>> ρωτάω χαμηλόφωνα και αμέσως γυρίζει να με κοιτάξει. Αφήνει το φυτό μισοτελειωμένο και κάθεται δίπλα μου πάνω στο χώμα.
<<Γιατί το λες αυτό, καρδιά μου;>>
<<Η μαμά μου είπε ότι θα φύγεις γιατί έχεις δουλειές>> εξηγώ όσο εκείνος προσπαθεί να βγάλει από τα χέρια του την ξεραμένη άμμο.
<<Θα φύγω για λίγο. Θα ξαναγυρίσω όμως. Αυτό δεν στο είπε η μαμά;>> ρωτάει και παίρνει το μικρό μου χέρι ανάμεσα στα δικά του. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και ξεφυσάει. <<Στο λέω εγώ μικρή μου. Θα ξαναγυρίσω, στο υπόσχομαι>>
<<Θα με αφήσεις μόνη με τη μαμά;>> γελάει λίγο και κουνάει το κεφάλι του.
<<Η μαμά σε αγαπάει. Πολύ. Πάρα μα πάρα πολύ. Περισσότερο και από εμένα>> όταν κουνάω το κεφάλι μου ξανά με σταματάει. <<Όχι, όχι. Το ξέρεις ότι σε αγαπάει. Θα έκανε τα πάντα για να είσαι εσύ ευτυχισμένη. Ποτέ μη σκεφτεί το μικρό σου μυαλουδάκι ότι δεν σε αγαπάει>>
<<Συνέχεια φωνάζει και όταν κάνω σκανταλιές μου βάζει τιμωρίες. Εσύ δεν μου βάζεις τιμωρίες>> παραπονιέμαι και μου τσιμπάει το μάγουλο.
<<Ίσως θα έπρεπε και εγώ να σε βάζω τιμωρίες σκανταλιάρικο γατί!!>> αρχίζει να με γαργαλάει και κοντεύω να πέσω κάτω την στιγμή που ακούμε τη μαμά.
<<Μπομπ, Φαμπιάνα σταματήστε το αυτό!>> φωνάζει για να την ακούσουμε. <<Είναι επικίνδυνο!>> λέει ξανά και εμείς γελάμε ψιθυριστά.
<<Και επίσης, θα σου δώσω μια συμβουλή μικρή>> με τραβάει περισσότερο προς το μέρος του για να μου πει το μυστικό του. Όταν η μαμά νευριάζει το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να μην της απαντήσεις γιατί θα την εξαγριώσεις>> γουρλώνω τα μάτια μου όσο σκέφτομαι ότι αν της απαντήσω πολύ πιθανό είναι να μου βάλει κι άλλη τιμωρία. <<Δεν το λέω για τώρα. Κάποια στιγμή που θα μεγαλώσεις και θα γίνεις ολόκληρη γυναίκα, τότε μπορεί και να θελήσεις να της αντιμιλήσεις>>
<<Θα μου το θυμίζεις εσυ;>>
Χαιδεύει το πρόσωπό μου. <<Φυσικά, μωρό μου>>
Δεν καταλαβαίνω πότε βγαίνουν τα δάκρυα από τα μάτια μου και πότε το μακιγιάζ μου καταστρέφεται. Το βλέμμα μου βρίσκεται πάνω σε εκείνο το ροζ φυτό που ακόμη και μετά από τόσα χρόνια στέκεται εκεί, ανέγγιχτο, με το ίδιο υπέροχο χρώμα του να μου θυμίζει όλες τις μαλακίες που τόσα χρόνια είχα καταφέρει να τις διώξω από το κεφάλι μου.
Νιώθω ότι ο καιρός έχει αλλάξει και τα σύννεφα έχουν μαζευτεί πάνω στο κεφάλι μου.
Σχεδόν αμέσως νιώθω τις χοντρές ψιχάλες να πέφτουν με δύναμη πάνω στο φόρεμά μου βρέχοντάς το αναπάντεχα γρήγορα. Δεν κουνιέμαι. Δεν θέλω να σηκωθώ. Δεν θέλω να αντιμετωπίσω κανέναν αυτή τη στιγμή.
Μέσα σε 2 λεπτά οι χοντρές, απαλές ψιχάλες γίνονται ορμητική βροχή, καταρρακτώδης βροχή που με μεταμορφώνει σε παπί κολλώντας τα μαλλιά μου στο πρόσωπό μου και το φόρεμα πάνω στο σώμα μου.
<<ΆΝΑ>> ακούω τη φωνή του μέσα στην οχλοβοή αλλα δεν κουνιέμαι. Ίσως γιατί ακόμη και αν κουνηθώ τίποτα δεν θα αλλάξει. Δεν θα τελειώσει η αγάπη μου για αυτόν. Δεν θα γυρίσει αυτός που νόμιζα ότι με αγαπούσε περισσότερο από τον καθένα. Δεν θα αλλάξει τίποτα για ακόμη μια φορά.
Ακούω τα βήματά του να πλησιάζουν πατώντας μέσα στα νερά και το χέρι του αρπάζει τον ώμο μου σε μια προσπάθεια να με σηκώσει όρθια. <<Έλα, τι κάνεις εδώ; Πάμε μέσα>> μου λέει γλυκά ίσως και τρυφερά. Ίσως όντως να νοιάζεται για μένα.
<<Δεν θέλω>> του φωνάζω και σηκώνω το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω. Η βροχή όμως μου περιορίζει το οπτικό πεδίο και το μόνο που καταφέρνω να δώ είναι απλώς ένα μάυρο πουκάμισο.
Περνάει τα χέρια του γύρω από τα πόδια μου σε μια προσπάθεια να με σηκώσει με αυτόν τον τρόπο αλλά χτυπιέμαι και τον σπρώχνω για να με αφήσει κάτω. Πλέον στέκομαι όρθια μπροστά του. <<Τι έχεις πάθει γαμώ;>> ρωτάει δυνατά. Είμαι τόσο κοντά του που πλέον μπορώ να κοιτάξω το πανέμορφό του πρόσωπό και να καταλάβω για άλλη μια φορά πόσο λάθος ήταν όλο αυτό.
<<Φύγε>> τον παρακαλάω. <<Φύγε και άσε με>>
<<Τι λες; Πάμε μέσα>> με τραβάει από το χέρι αλλά βάζω αντίσταση.
<<Άλεξ, άσε με>>
<<Όχι δεν σε αφήνω. Η μαμά σου σε έψαχνε...>>
<<Δεν εννοώ αυτό>>
<<Τότε τι;>>
Κοιτάζω κάτω, στις βρεγμένες γόβες μου και στα λασπωμένα γόνατα μου. <<Δεν τραβάει άλλο>>
<<Ποιο δεν τραβάει; Τι λες; Πάμε με->>
<<Εμείς οι δυο, γαμώτο!>> φωνάζω και μένει ακίνητος. <<Τέλος. Τελειώσαμε>>
Το χέρι του ξεσφίγγει το δικό μου και πέφτει άτσαλα πάνω στο μπούτι του. <<Τ-τι;>>
<<Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό στους γονείς μας. Δεν θέλω να γίνω ξανά ο λόγος που θα χωρίσει η μητέρα μου. Δεν το θέλω αυτό γαμώτο!>> ουρλιάζω κυριολεκτικά και αρχίζω πάλι να κλαίω.
<<Όχι, λες βλακείες τώρα>>
<<Δεν λέω βλακείες. Θέλω να το τελειώσουμε. Τώρα. Δεν σε θέλω άλλο>>
<<Κόψε τις μαλακίες, Άνα>>
<<Δεν. Σε. Θέλω>> τονίζω μπροστά στο πρόσωπό του. Δεν ξέρω γιατί. Για να το καταλάβω εγώ; Για να πείσω τον εαυτό μου ότι όντως δεν τον θέλω...
<<Λες ψέμματα>>
<<Όχι, Άλεξ. Δεν λέω ψέμματα>> σκουπίζω τα μάτια μου. <<Τελειώσαμε>> τον κοιτάζω για μια τελευταία φορά και γυρνάω για να φύγω από εκεί, όμως το χέρι του αρπάζει για άλλη μια φορά το δικό μου τραβώντας με πάνω του.
Τα χείλη του ακουμπάνε τα δικά μου. Τα χέρια του κρατούν τον λαιμό μου κτητικά χωρίς να μου αφήνει περιθώριο να κάνω οποιαδήποτε κίνηση για να απομακρυνθώ. Δαγκώνει το κάτω χείλος μου κάνοντάς με να αναστενάξω.
Είναι το πιο έντονο φιλί που έχουμε ανταλλάξει.
<<Δεν τελειώσαμε>> ψιθυρίζει όσο η βροχή συνεχίζει να πέφτει ορμητικά πάνω μας. <<Δεν θα σε αφήσω για κανέναν πούστη λόγο>> υπόσχεται κρατώντας το πρόσωπό μου υπερβολικά κοντά στο δικό του.
Τα μάτια μου ανοίγουν ελάχιστα και τα δάκρυα πλέον τα έχει ξεπλύνει η βροχή όπως και το μακιγιάζ. <<Θα με αφήσεις, Άλεξ. Όπως και εκείνος. Ποτέ δεν με αγάπησε, ούτε εσυ->>
<<Σε αγαπώ. Περισσότερο από τον καθένα. Στο ορκίζομαι>> τα χείλη του αιχμαλωτίζουν για άλλη μια φορά τα δικά μου σε ένα ακόμη πιο παθιασμένο φιλί.
Τον αγαπώ. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ξέρω όμως ότι θα φύγει, όπως και εκείνος...
~~~
Έκλαψα. Αλήθεια.
Ελπίζω να σας άρεσε!
Τα λέμε στο επόμενο❤️
Δεύτερο wattpad account: Riaa_ztk
Προσωπικό instagram: @riri_zoits
Instagram ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ για το Wattpad: @itsria_wp
Btw εκεί ⬆️ είναι και τα στορυ και γενικά θα βρεις πολλά πράγματα για τις ιστορίες μου. Αν θες τσεκαρε τα και τα δύο και ακολούθησε με❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top