|3|
"ΚΛΕΙΩ ΚΑΤΕΒΑ ΚΑΤΩ ΓΡΗΓΟΡΑ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ"άκουσα τον πατέρα μου να φωνάζει ανήσυχος.
Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου όσο καλύτερα μπορούσα,αφού μόλις είχα καταφέρει να ξυπνήσω,πέταξα το σεντόνι και κατέβηκα τις σκάλες γρήγορα.
"ΜΑΜΑ"φώναξα και έτρεξα προς το μέρος τους.
"Τι στο καλό έγινε;"ρώτησα τον πατέρα μου όσο ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα,έτοιμη να βγεί έξω από τον θώρακα μου.
"Μόλις πήγα να μπω σπίτι από το σουπερμάρκετ κάποιος με πυροβόλησε στο πόδι.Έπεσα κάτω από τον πόνο και με άκουσε ο πατέρας σου,φέρνοντας με μέσα"είπε η μαμά μου σφίγγοντας τα δόντια της και κλείνοντας τα μάτια της.
"Τι στο διάολο πια με όλους τους σε αυτή την κωλοπόλη;"είπα εκνευρισμένη καθώς έκανα κύκλους γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού.
"Να καλέσω ασθενοφόρο ή θα την πας εσύ;"ρώτησα και κοίταξα τον πατέρα μου.
"Ξέρεις πως δεν οδηγώ Κλειώ,κάλεσα ασθενοφόρο είπαν οτι έρχονται.Ετοιμάσου εσύ για το σχολείο"μου είπε ο μπαμπάς και προσπάθησε να με καθησυχάσει βάζοντας το χέρι του στον ώμο μου.
"Σίγουρα δεν θέλετε βοήθεια;"ρώτησα για να σιγουρευτώ και ο μπαμπάς μου έκανε νεύμα με το κεφάλι του.
Ξεφύσηξα σαστισμένη και ανέβηκα τις σκάλες για να ντυθώ.
Γιατί όλα τα άσχημα να συμβαίνουν σε εμένα πια;
Βαρέθηκα!
Μα καλά,ποιος ψυχάκιας κυκλοφορεί με όπλο τέτοια ώρα και πυροβολεί όπου του καπνίσει να πούμε;
Κοπανούσα τα συρτάρια μου όσο έβγαζα τα ρούχα και σκεφτόμουν.
Μουρμούρουσα μόνη μου.
Άρπαξα το κινητό μου να δω τι ώρα είχε πάει και είδα οτι έγραφε 7.55
Ά τέλεια,δεν προλαβαίνω την πρώτη ώρα.
Παράτησα το κινητό μου στο κρεβάτι και με πιο χαλαρούς ρυθμούς πλέον πήγα να πλύνω το πρόσωπό μου.
Χρειάζομαι λίγο κρύο νερό να πέσει πάνω μου μπας και ηρεμήσω λίγο.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και έκανα μια γκριμάτσα ξινίλας.
Τα μαλλιά μου ήταν σε έναν απαίσιο κότσο απο εχθές το βράδυ,γεμάτα κόμπους.
Κάτω από τα μάτια μου βασίλευαν μαύροι κύκλοι.
Ε βέβαια,όταν κοιμάμαι στις 2 τα ξημερώματα τι περιμένω και γω;
Να ξυπνήσω και το δέρμα μου να είναι σαν μωρού;
Χα,καλό.
Έχει να υπάρξει έτσι από όταν ήμουν δημοτικό.
Ξέρετε, όταν όλα ήταν οκευ με τις μούρες όλων μας γιατι δεν είχαμε μπει στην εφηβεία.
Με νιώθετε;
Κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου και βγήκα από το μπάνιο.
Κατέβηκα κάτω και οι γονείς μου ήταν ακόμη εδώ.
"Τι στο καλό κάνει ένα ασθενοφόρο τόση ώρα;"ρώτησα πηγαίνοντας στην κουζίνα για να φάω.
"Η ερώτηση είναι,τι κάνεις εσύ εδώ τέτοια ώρα.Πάλι θα χάσεις πρώτη ώρα;"με ρώτησε η μαμά μου και κοπάνησα το μπολ με τα δημητριακά στο τραπέζι.
"ΝΑΙ ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΑΝ ΤΗΝ ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΤΙΜΗΣΑ ΝΑ ΠΑΩ ΣΧΟΛΕΙΟ"είπα με ένα ειρωνικό χαμόγελο κοιτάζοντάς την,ενώ ο μπαμπάς μου μας κοίταζε αμίλητος.
"Συ έτσι θα κάτσεις;"τον ρώτησα δείχνοντάς τον με το κουταλάκι του γλυκού και μετά κάθησα σε μια καρέκλα χωρίς να σταματήσω να τον κοιτάω.
"Ξέρεις οτι δεν τολμάω να μαλώσω με καμιά από τις δυό σας,ο σατανάς ο ίδιος είστε!"είπε και πνίγηκα με τα δημητριακά μου από το γέλιο.
"Με 'κανες να μου βγεί το γάλα από τη μύτη!"είπα και καλά θυμωμένα και η μαμά μου κόλλησε το χέρι της στο κούτελό της.
"Μπορεί απλώς κάποιος να με πάει στο νοσοκομείο;"ρώτησε απελπισμένα η μαμά μου,και ταυτόχρονα ακούστηκαν σειρήνες από έξω.
"Δόξασι"είπα και σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό.
Άνοιξα την εξώπορτα και έφεραν το φορείο να την βάλουν πάνω ώστε να μην περπατήσει.
Μπήκε ο μπαμπάς μου μαζί της στο ασθενοφόρο,έκλεισα την πόρτα πίσω μου και στερεώθηκα πάνω της.
Άρχισα να γλιστράω μέχρι που έπεσα στο πάτωμα,και έμεινα εκεί για λίγα λεπτά,με τα χέρια μου να αγκαλιάζουν τα γόνατα μου.
Κοίταξα την ώρα στο μεγάλο ρολόι της κουζίνας,και πήρα την απόφαση να πάω σχολείο.
[...]
Έφτασα επιτέλους στον δρόμο απέναντι από το σχολείο.
Πέρνούσα την διάβαση όταν ξαφνικά πέρασε ενα μηχανάκι με ταχύτητες του flash από δίπλα μου.
Μαλάκας
Σκέφτηκα και αναρωτήθηκα τι άλλο θα μπορούσε να πάει στραβά σήμερα.
Πέρασα το άδειο προαύλιο,ανέβηκα μερικά σκαλιά που οδηγούν στον 1ο όροφο,και κάθησα προς το τέλος τους.
Άνοιξα το κινητό μου και πρόσεξα οτι σε 5 λεπτά θα χτυπούσε για αλλαγή.
Ντάξει,μια απουσία ακόμη δεν έβλαψε.
Την ίδια στιγμή,άκουσα βήματα στις σκάλες.
Έκρυψα το κινητό μου και περίμενα να δω ποιος θα εμφανιστεί.
Ήταν ο Αντώνης.
Καλά αυτό το παιδί με ακολουθεί;
"Καλά μέχρι και εδώ με ακολουθείς;"τον ρώτησα ενώ στερεωνόμουν στο πλάι της σκάλας.
"Έχω και σημαντικότερα πράγματα να κάνω από το να σε ακολουθώ"μου είπε αρκετά θυμωμένος και με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια.
Ήταν τόσο σκοτεινά,όχι όπως ήταν συνήθως.
Ο Αντώνης έχει ανοιχτά γκρί μάτια,δεν είχα δει ποτέ τα μάτια του να γίνονται τόσο σκούρα.
Κάτι του έχει συμβεί.
Να ρωτήσω;Αν και,τι με νοιάζει εμένα τι έχει ο Αντώνης;
"Μην μου μιλάς έτσι εμένα"του απάντησα και τον είδα να σφίγγει τις γροθιές του.
Τα μάτια του σκούριναν ακόμη πιο πολύ,και έδειχνε...άγριος.
Όχι σαν τον γνωστό Αντώνη.
Καλά,σάμπως τον ξέρω κιόλας,αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
"Δεν μας παρατάς λέω εγώ,δεν έχω την όρεξη σου και σήμερα"είπε και πήγε να φύγει.
"Και σήμερα;"ρώτησα με σηκωμένο το ένα φρύδι και γύρισε απότομα να με κοιτάξει με ένα δολοφονικό χαμόγελο που φώναζε ειρωνεία.
"Ναι Κλειώ,και σήμερα.Είσαι όλη την ώρα επιθετική μαζί μου"μου απάντησε χωρίς να βγάλει αυτό το ειρωνικό χαμόγελο από το πρόσωπο του.
Λακκάκια είναι αυτά;
Κλειώ οχι,σοβαρέψου.
"Τι λες;Έτσι είμαι εγώ δεν έχω κάτι προσωπικό μαζί σου"του απάντησα και σηκώθηκα πάνω.
Με κοίταξε στιγμιαία από πάνω μέχρι κάτω,ώσπου σταθεροποίησε το βλέμμα του στα μάτια μου.
Πλησίασε αρκετά κοντά μου και με κοιτούσε ακόμη,με αυτό το βλέμμα να με καίει.
"Ε τότε να σου δώσω μια συμβουλή;"είπε και έκανε άλλο ένα βήμα πιο κοντά μου.
Τον κοίταξα παράξενα,ελάχιστα φοβισμένη.
Αλλά προφανώς δεν τον άφησα να το καταλάβει.
"Υποθέτω"απάντησα και γέλασε.
"Τράβα φτιάξε τη συμπεριφορά σου λοιπόν,ή απομακρύνσου εντελώς από κάθε άνθρωπο,θα σου 'ναι εύκολο πλέον πιστεύω"μου είπε κοιτώντας με μια τελευταία φορά υποτιμητικά,και έγινε καπνός.
Έμεινα να κοιτάω το κενό με οργή.
Για ποιον λόγο να μου μιλήσει έτσι;
Γιατί να μου πεί τέτοιο πράγμα ενώ ξέρει τι έχω περάσει;
Γιατί να χρησιμοποιήσει αυτό εναντίον μου;
Αντωνάκη, μόλις ξεκίνησες πόλεμο.
[...]
Όλη την υπόλοιπη μέρα κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον σαν σκυλιά που ήταν έτοιμα να ορμήξουν.
"Ει κορίτσι,τι έπαθες;"με ρώτησε η Αρετή που κράταγε ένα κουλούρι από την καντίνα.
Της το άρπαξα από το χέρι χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του,και έβαλα μια μπουκιά στο στόμα μου.
"Εμ Κλειώ"είπε η Αρετή μπερδεμένη.
"Συγνώμη"απάντησα απότομα και της έδωσα πίσω το κουλούρι της.
"Τώρα πες μου γιατί φαίνεσαι σαν να θες να σφάξεις άνθρωπο"μου είπε κοιτώντας πρώτα εμένα και μετά την κατεύθυνση προς την οποία κοιτούσα.
"...και,γιατί νομίζω πως συγκεκριμένα θες να σφάξεις κάποιον ονόματει Αντώνη;"συνέχισε και σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της.
"Γιατί είναι μια σάπια κατσαρίδα"της απάντησα και στένεψα τα μάτια μου κοιτώντας τον ακόμη.
Η Αρετή έβαλε τα γέλια.
"Χαχαχ δεν μπορώ ο-όταν προσπαθείς να γίνεις διαβολική και τα παίρνεις στο κρανίο είσαι τόσο αστεί-αχαχχαχαχα"προσπάθησε να μου πει μέσα από το γέλιο της κάτι που με έκανε να την αγριοκοιτάξω.
"Εγώ όμως μιλάω σοβαρά.Όπως επίσης είμαι εντελώς εκνευρισμένη με την ζωάρα μου γενικότερα οπότε οποιαδήποτε επαφή με κατσαρίδες σαν αυτόν θα με κάνει να δώσω χαστούκι.Και μάντεψε σε ποιον θα πάει το χαστούκι;"της απάντησα με ένα χαμόγελο πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες μου συνέχεια.
Εκείνη με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.
Λογικό μου φαίνεται.
Ουαου τελικά πετάω όντως μπούρδες όταν θυμώνω.
"Καλά κοίτα,ίσως να μην έδινα χαστούκι,αλλά με πιάνεις ρε παιδί μου τώρα"της είπα γελώντας αμήχανα και εκείνη εξακολουθούσε να με κοιτάει με αυτό το βλέμμα ψαριού,κάνοντας 3 βήματα πιο μακριά από εμένα.
"ΦΥΕ ΡΕ.ΛΕΕΕΡΑΑΑ ΞΟΥ ΞΟΥ"φώναξα και αυτό έκανε αρκετούς κουτσομπόλιδες να γυρίσουν να με κοιτάξουν.
Χαμογέλασα ξανά αμήχανα και επέλεξα να σκάσω.
"Ξέρεις κάτι,πάμε στην ταξή δεν μπορώ αλλό μαζί μου πια"είπα κοπανώντας τα χέρια μου μεταξύ τους και περίμενα την Αρετή να με ακολουθήσει.
"Πάλι καλά που το κατάλαβες"άκουσα μια γνωστή φωνή να λέει από πίσω μου και να γελάει.
Γύρισα και είδα ποιον άλλον;
Τον Αντώνη να απομακρύνεται με το παρεάκι του.
Που,στοίχημα,δεν συμπαθεί κανέναν από αυτούς.
Φαίνεται και το ξέρει και ο ίδιος.
[...]
"Κύριε,έχετε γράψει λάθος εκφώνηση.Είναι η άσκηση 3 όχι η 4"πετάχτηκε ο Αντώνης και έβγαλα έξω την γλώσσα μου ως ένδειξη αηδίας.
"ΚυΡιΕ εΧεΤε ΓρΑψΕι ΛαΘοΣ εΚφΩνΗσΗ μπλαα μπλααα"είπα κοροϊδευτικά κάνοντας τον να γυρίσει πίσω και να με κοιτάξει με αυτά τα σκούρα μάτια του.
Ακόμη είναι θυμωμένος.
Και κάτι μου λέει πως δεν ευθύνομαι μονάχα εγώ για αυτό.
"Έχεις κάποιο θέμα ρε κοπέλα μου;"μου είπε ψιθυριστά αλλά σαν να φωνάζει,ώστε να μην ακουστεί.
"Εσύ έχεις θέμα,που 'χεις νεύρα από το πρωί"του απάντησα και βυθίστηκα ξανά στην καρέκλα μου.
"Κάτσε καλά,θα καταστρέψεις τη μέση σου"μου είπε πιο ήρεμα αυτή τη φορά κοιτάζοντας κατευθείαν μέσα στα μάτια μου,σαν να μπορούσε να δει μέσα από αυτά.
Μου θύμησε τον Άγγελο.
Πάντα μου έλεγε να προσέχω πως κάθομαι,και πάντα με κοιτούσε με αυτόν τον τρόπο όσο το έλεγε.
Με στοργή,ακριβώς αυτό που φανερώνει το βλέμμα του Αντώνη αυτή τη στιγμή.
Τι συμβαίνει με εκείνον;
Έχασα για λίγο τα λόγια μου,μιας και ήρθαν οι αναμνήσεις του Άγγελου ξανά στο μυαλό μου και εκείνος το κατάλαβε.
Κοίταξε γρήγορα τον καθηγητή να δει αν κοιτάει προς το μέρος μας,αλλά ήταν γυρισμένος στον πίνακα.
Έτσι βρέθηκε πίσω μαζί μου στο τελευταίο θρανίο.
Α μας κάνει και παρκούρ.
"Στο έλεγε εκείνος έτσι δεν είναι;"είπε και με κοίταζε με αυτά τα μάτια που έβλεπαν την ψυχή μου.
Κόμπλαρα ξανά.
"Ν-ναι"απάντησα και ένα δάκρυ πήγε να μου ξεφύγει.
Εκείνος το είδε και σήκωσε το χέρι του.
"Τι κάνεις;"τον ρώτησα ψιθυριστά μπερδεμένη.
"Ναι Αντώνη;"είπε ο καθηγητής.
"Μπορώ να συνοδέψω την Κλειώ στη νοσοκόμα γιατί ζαλίζεται;"ζήτησε την άδεια του καθηγητή και εκείνος του έκανε σήμα να πάμε.
Βγήκαμε έξω και έμεινα να τον κοιτάω περίεργα.
"Γ-γιατί;"τον ρώτησα μπερδεμένη και αναστατωμένη από τις αναμνήσεις.
Δεν απάντησε προς στιγμήν,μόνο με κοιτούσε.
Τα δάκρυα μου ξαναέκαναν την εμφάνιση τους και μόλις το κατάλαβε,με πήρε αγκαλιά.
"Γιατί ήξερα πως θα έκλαιγες"ψιθύρισε χαιδεύοντας μου την πλάτη.
Μπερδεύτηκα και απάντησα με ένα πολύ σιγανό "και;" που ίσα ίσα ακούστηκε.
"Και ήθελα να σου συμπαρασταθώ ελεύθερα, και προφανώς οχι εκεί μέσα"μου είπε σιγανά και με απομάκρυνε ελάχιστα από την αγκαλιά του.
Έμεινα να τον κοιτάω με το στόμα ανοιχτό.
Γιατί μου συμπεριφέρεται έτσι μετά από τον τρόπο με τον οποίο του μίλησα;
"Συγνώμη"ψέλλισα κοιτώντας το πάτωμα
"Γιατί ζητάς συγνώμη;"με ρώτησε και έκανε μια παράξενη έκφραση.
"Γιατί σου μίλησ-"πήγα να πω αλλά με έκοψε.
"Γιατί μου μίλησες άσχημα;Οχι,εγώ θα έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη.Φέρθηκα σαν μαλάκας απλώς..."πήγε να συνεχίσει αλλά έκανε μια παύση.
Τον κοιτούσα επίμονα με αγωνία.
Φαινόταν λυπημένος.
Τα μάτια του ξαναπήραν το χρώμα της ανακατεμμένης θάλασσας.
"Ξέρεις κάτι,άστο"είπε και κατευθυνόταν προς το τέλος του διαδρόμου
"Αντώνη!"του είπα δυνατά και εκείνος γύρισε αργά να με κοιτάξει.
Αντίκρισα ένα ζευγάρι βουρκωμένα μάτια να νε κοιτάνε με λύπη.
---------
Γεια σας γεια σαααςςςς.
Σε πολυ ωραιο σημειο το εκοψα μουαχαχαχαχχα.
Τι λετε να γινει;
Γουι γουιλ σι💁♀️
Αντιοοςςς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top