|2|
Πήρα,λοιπόν, επιτέλους τον δρόμο για το σπίτι μου.
Ο καιρός ήταν μουντός,δεν μ'αρέσει.
Πάντα λάτρευα τον ήλιο,όχι την υπερβολική ζέστη,αλλά οχι και το ψοφόκρυο.
Έφτασα έξω από το σπίτι μου,άνοιξα την πόρτα και είδα την μαμά μου να περιφέρεται πάνω κάτω στο σαλόνι.
"Μαμά,τι γίνετ-"πήγα να πω αλλά με έκοψε.
"Κλειώ,ζει"μου είπε υπερβολικά γρήγορα και στο μυαλό μου αμέσως ήρθε ο Άγγελος.
"Π-ποιος ζει μαμά;"είπα και παράτησα την τσάντα μου στο πάτωμα ακουμπώντας στο πλάι του καναπέ.
"Αυτός που τον πυροβόλησε"μου απάντησε αφού σταμάτησε να έρχεται πέρα δώθε, και με κοίταξε στα μάτια.
"Μα,αυτός...είχε καεί,έτσι δεν είναι;"την ρώτησα γεμάτη απορία και σούφρωσα τα φρύδια μου.
Όταν είχαμε κάνει καταγγελία στην αστυνομία,μας είχαν πει πως αυτός που σκότωσε τον Άγγελο είχε καεί στο ίδιο του το αυτοκίνητο λίγους μήνες μετά.
Αλλά μάλλον έκαναν λάθος.
"Με πήραν τηλέφωνο σήμερα και μου είπαν πως είχε γίνει λάθος ταυτοποίηση"μου είπε και πήρε ενα ειρωνικό βλέμμα.
"Πολύ ωραία κάνουν τη δουλειά τους..."είπα και κοίταξα το πάτωμα
"Τι να σου πω.Μου είπαν πως δεν ξέρουν ακόμη ποιος είναι,και οτι επειδή υπάρχουν ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία και τρόποι να τον βρουν,υπάρχει περίπτωση να μην μάθουμε ποτέ"μου είπε και κάθησε στον καναπέ απέναντί μου.
"Τι πάει να πει να μην μάθουμε ποτέ;Θέλω να μάθω ποιος τον σκότωσε το καταλαβαίνεις;"είπα υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου.
"Αγάπη μου μην φωνάζεις,θα τον βρούμε"ακούστηκε η φωνή του μπαμπά μου από πίσω μου.
"Ναι,το είδαμε τόσα χρόνια"είπα κοιτάζοντάς τους και τους δυο ανέκφραστα και πήγα στο δωμάτιό μου.
Κοπάνησα την πόρτα μου με δύναμη και έπεσα στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτώντας το ταβάνι.
Ένιωθα θυμό,στενοχώρια αλλά και απελπισία.
Θυμό γιατί τόσα χρόνια πίστευα πως άλλος άνθρωπος τον είχε σκοτώσει,και πως ήταν και νεκρός!
Στενοχώρια για ευνόητους λόγους.
Και απελπισία γιατί ξέρω πως δεν πρόκειται να τον βρούν.
Τα στοιχεία είναι απειροελάχιστα και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε,σιγά μην κάτσουν να ασχοληθούν.
Θα μπορούσα βέβαια να κάνω κάτι τρελό,ίσως και ανέφικτο...
Οχι,σε καμία περίπτωση δεν είμαι ικανή να το κάνω.
Κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε ξεφυσώντας και κουκουλώθηκα με την κουβέρτα μου.
Δεν είχε κρύο,αλλά μου κρατάει συντροφιά.
Κοιτούσα το απέραντο και ενα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου.
Δεν με αφήνω να κλαίω άλλο για αυτό το θέμα.
Ναι βλακείες,καλά τα λέω στον εγκέφαλό μου,αλλά αλλιώς τα κάνω κανονικά.
Άκουσα χτύπους στην πόρτα μου και είπα ένα σιγανό "μπες"
Άνοιξε η πόρτα και είδα τον μπαμπά μου.
Πλησίασε και κάθησε στην καρέκλα του γραφείου μου,απέναντι από το κρεβάτι μου.
"Ξέρω πως σε πήρε από κάτω όλο αυτό,αλλά είναι καιρός να προχωρήσεις Κλειώ μου"μου είπε και με κοίταξε με ένα στενοχωρημένο βλέμμα.
Οι γονείς μου δεν είναι τυφλοί.
Έχουν δεί πως όλο αυτό με κατέστρεψε,και σαν γονείς δεν μπορούν να με βλέπουν έτσι.
Αλλά δεν είναι όλα τόσο απλά όσο φαίνονται.
Το τί περνάς το γνωρίζεις μόνο εσυ,κανένας άλλος.
Κανένας άλλος δεν θα σε καταλάβει καλύτερα από τον ίδιο σου τον εαυτό.
"Μπαμπά...ξέρεις πως δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο.Ακόμη με πονάει η όλη κατάσταση και τώρα ειδικά έγινε χειρότερη"του απάντησα και στερέωσα την πλάτη μου στο πίσω μέρος του κρεβατιού.
Ήρθε κοντά μου και κάθησε δίπλα μου στο κρεβάτι.
"Το ξέρω,και το καταλαβαίνω.Αλλά δεν μπορείς να ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου έτσι...χωμένη στο δωμάτιο σου.Είσαι τρίτη λυκείου πρέπει να ζήσεις τη ζωή σου,να διαβάσεις να περάσεις σε μια σχολή που να σου αρέσει και να ευχαριστηθείς τα χρόνια σου"μου είπε όσο μου χάιδευε την πλάτη.
"Πιστεύεις οτι δεν τα θέλω όλα αυτά;Προφανώς και θέλω να περνάω καλά.Προφανώς και θέλω να περάσω.Θελω να ζήσω τη ζωή μου,αλλά η ζωή δεν θέλει να την ζήσω όπως εγώ θέλω"απάντησα και τον κοίταξα με στενοχώρια.
"Άκου με,όλα θα πάνε καλα εντάξει;Τι λες να σε γράψω σε ένα φροντιστήριο να βελτιώσεις την επίδοσή σου αρχικά;Ή πιστεύεις οτι είναι πολύ νωρίς ακόμη;"με ρώτησε κοιτώντας με σαν να με παρακαλούσε να του πω ναι.
"Τα πάντα πρέπει να βελτιώσω,καλή τύχη με αυτό"του απάντησα και γέλασα ειρωνικά κάνοντάς τον να με κοιτάξει απογοητευμένος.
"Κλειώ δεν αστειεύομαι"μου είπε με σοβαρό ύφος.
Απλά να σε βοηθήσει θέλει Κλειώ,πες του ναι.
Ναι μυαλό,ευχαριστώ για την πληροφορία.
Το σκέφτηκα λίγο και αφού ξεφύσηξα,δέχτηκα.
"Τέλεια,πάω να κοιτάξω και θα σε ενημερώσω μετά.Ό,τι θέλεις θα 'μαστε στην κουζίνα"είπε και μου χαμογέλασε φεύγοντας από το δωμάτιό μου.
"ΠΟΡΤΑΑΑΑΑΑ"φώναξα και ρόλαρα τα μάτια μου.
Γιατί οι γονείς ποτέ δεν κλείνουν τις πόρτες πίσω τους;
Αναρωτήθηκα στον εαυτό μου αφού κατέληξα πάλι εγώ να κλείνω την πόρτα.
Άνοιξα το κινητό μου και μπήκα στο ίνσταγκραμ.
Μαρέσει να κοιτάζω διάφορα βιντεάκια στην αναζήτηση,κυρίως για τον χορό.
Μου έχει λείψει τόσο πολύ.
Κανένας από το σχολείο μου δεν ξέρει πως έχω ίνσταγκραμ.
Διέγραψα το παλιό μου και έκανα ένα καινούριο,να μην με ξέρει κανένας να έχω την ησυχία μου.
Βλέπετε,ο Άγγελος ήταν αρκετά κοινωνικός.
Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από εμένα,ήταν μέλος στην ομάδα μπάσκετ του σχολείου,αλλά πέρα από αυτά ήταν και πανέξυπνος.
Όλα αυτά με έκαναν και 'μένα κατά κάποιο τρόπο "γνωστή" στο σχολείο.
Δεν ήμουν κάποιο ντροπαλό παιδί,ούτε λιγομίλητο ή απρόσιτο,απλώς λιγότερο δημοφιλής από ότι ο Άγγελος.
Με ήξεραν όσοι με ενδιέφεραν να με ξέρουν.
Με τον Άγγελο απέκτησα περισσότερους "φίλους".Έτσι νόμιζα δηλαδή.
Οι φίλοι στο ίνσταγκραμ δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς σου φίλους.
Μόλις συνέβη αυτό με τον Άγγελο,κανένας φίλος του δεν μου ξαναμίλησε ποτέ.
Με θεωρούσαν υπεύθυνη για τον θανατό του.
Ναι,γιατί προφανώς ήθελα να πεθάνει.
Για να μην τα πολυλογώ,δεν ήθελα κανένας πλέον να υπάρχει στο ινσταγκραμ μου,να μην βλέπω κανέναν και το πόσο τέλεια περνάει,τουλάχιστον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
[...]
"Κλειώ τρώμε"φώναξε η μαμά μου από την κουζίνα και σηκώθηκα γρήγορα για να πάω να φάω.
Πεινάωωωωωωωω.
Αφού διακτινίστηκα στην κουζίνα και πήγα να γλιστρίσω στο πλακάκι,κάθησα στην καρέκλα και περίμενα το φαγητό μου.
Οι γονείς μου με κοίταζαν γελώντας και εγώ απλά ανασήκωσα τους ώμους μου χαμογελώντας ελαφρά.
"Λοιπόν Κλειώ,σου βρήκα φροντιστήριο"είπε ο μπαμπάς μου και τον κοίταξα με μια μπουκιά μακαρόνια στο στόμα μου.
"Πόσο μακριά είναι από εδώ;"τον ρώτησα μπουκωμένη και κοίταξε το κινητό του για να μου απαντήσει.
"Θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις το λεωφορείο για να πας,ειναι γύρω στις 4 στάσεις από την πλατεία"μου είπε κοιτάζοντας την οθόνη του και τον κοίταξα με ενα ύφος αγελάδας.
"Έλα ρε μπαμπά τώρα"του είπα κοπανώντας το πιρούνι στο πιάτο και έκανα λίγες σάλτσες να πεταχτούν στη μπλούζα μου.
"Αμαν με τις κωλοσάλτσες πια"είπα απελπισμένη και βυθίστηκα στην καρέκλα
"ΠΡΟΣΕΧΕ ΠΩΣ ΜΙΛΑΣ ΕΔΩ ΜΕΣΑ"είπαν και οι δυο συγχρονισμένα και τους κοιτούσα σαν να ήταν εξωγήινοι.
"Με συγχωρείτε αξιώτιμοι κύριοι"είπα καθώς έπιανα μια μπουκιά μακαρόνια με το πιρούνι.
"Σε παρακαλώ,εγώ είμαι κυρία"πετάχτηκε η μαμά μου και της ρίξαμε με τον μπαμπά ένα δολοφονικό βλέμμα.
"Καλά εντάξει δεν μιλάω"είπε και συνέχισε να τρώει.
"Τέλος πάντων,ποιό είναι το πρόγραμμα;"ρώτησα τον μπαμπά μου αδιάφορα και έβαλα άλλη μια μπουκιά στο στόμα μου.
"Θα στο εκτυπώσω σε λιγάκι.Ξεκινάς από αύριο πάντως"μου είπε και ρόλαρα τα μάτια μου.
"Ήθελες να πείς κάτι δεσποινής μου;"με ρώτησε ειρωνικά και έβγαλα ένα μουγκριτό.
"Ααα νόμιζα"είπε γελώντας και εγώ τον μιμήθηκα κοροϊδευτικά.
[...]
Είχε πάει αρκετά αργά,αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος.
Έτσι αποφάσισα να βγάλω το τετράδιό μου και να ξεκινήσω να ζωγραφίζω κάτι.
Το μόνο που δεν άφησα πίσω μου ήταν η ζωγραφική.
Έπρεπε κάπως να ξεσπάω καθημερινά.
Σχεδίασα ενα παιδί να παίζει κιθάρα.
Συγκεκριμένα,τον Άγγελο να παίζει κιθάρα.
Τον αναφέρω υπερβολικά πολλές φορές την ημέρα,πράγμα που καταντάει κουραστικό ακόμη και για εμένα,αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω.
Όλα μου θυμίζουν εκείνον.
Κάποια στιγμή είδα το ρολόι μου που έδειχνε πως είχε πάει 2 η ώρα.
Καλά έτσι και ξυπνήσω αύριο...γράψτε μου.
Έβαλα το τετράδιο στην τσάντα μου,έκλεισα το φως και έπεσα επιτέλους για ύπνο.
----------
Ελπίζω να σας άρεσε και αυτό το κεφάλαιο.
Μιλαω μονη μου γιατι δεν εχω ανθρωπους να το διαβαζουν αυτο οποτε γειιιιι.
Δεν πειραζει ομως αυτα εχει η ζωη😂
Αντιοςςςς
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top