|16|

Η ώρα είχε πάει 2.

Καθόμουν στο κρεβάτι μου,με ορθάνοιχτα μάτια και  ένα μυαλό γεμάτο σκέψεις.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ μετά από όλα αυτά,δεν γινότανε.

Στριφογύριζα από τη μια,στριφογύριζα από την άλλη,μα ο ύπνος φαινόταν να με μισεί.

Μερικά δάκρυα κυλούσαν αραιά και που,αλλά τα σκούπιζα γρήγορα.

Χέδερ.

Ποια είναι αυτή η Χέδερ που έκανε τον Άγγελο να ξεχάσει κατευθείαν εμένα;

Και γιατί γνωρίζει πράγματα για αυτά που έκαναν ενώ εγω όχι;

Πρέπει να βρω την Χέδερ,πρέπει να μάθω την αλήθεια.

Δεν αντέχω άλλο να ζω στην άγνοια,έχω σιχαθεί να μην γνωρίζω τίποτα.

"Τι σκέφτεσαι;"

Άκουσα τη φωνή της μητέρας μου από τον διάδρομο.

"Μήπως ήταν ενα τεράστιο λάθος αυτό που είχαμε κάνει τότε;"

"Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;"

"Δεν έχεις απορία για το πού βρίσκεται;Τι κάνει,πώς έχει γίνει,ποιος έχει γίνει;"

"Λεω να πάμε για ύπνο"

"Κάθε φορά τα ίδια λες ρε Κατερίνα"

Η συζήτηση αυτή των γονιών μου στο διάδρομο με έκανε να βγάλω τα ακουστικά μου και να στήσω αυτί στην πόρτα όση ώρα συζητούσαν.

Ποιο ήταν τεράστιο λάθος;

Για ποιον μιλάνε;

Ξεφύσηξα δυνατά και άφησα το σώμα μου να γλιστρήσει στην πόρτα,καταλήγοντας στο κρύο ξύλινο πάτωμα.

Έμεινα εκεί για κανένα 20λεπτο,με τα χέρια μου μπλεγμένα στα μαλλιά μου και το μυαλό μου πιο μπλεγμένο και από τα ακουστικά που είχα παρατήσει στο κρεβάτι.

Ο Αντώνης τι να κάνει άραγε;

Βασικά,κάτι πρέπει να κάνω εγώ με τον Αντώνη.

Πρέπει να ξεκαθαρίσω τι θέλω,τι θέλω πραγματικά.

Μετά από αυτά που διάβασα,νιώθω τόσο χαζή που ήμουν κολλημένη σε ένα άτομο,που εν τέλη δεν νοιαζόταν καν για εμένα,ακόμη και μετά τον θάνατό του.

Νιώθω θυμό,ξανά.

Θέλω να μάθω τα πάντα,μα χρειάζομαι τον Αντώνη και...

Νομίζω πως τον χρειάζομαι πολύ παραπάνω από όσο ξέρω.

Σηκώθηκα από το παγωμένο πάτωμα και κατευθύνθηκα προς το γραφείο μου,όπου βρισκόταν το κινητό μου.

Είδα την ώρα,02:36

Πήρα μια βαθιά ανάσα και πήγα στις επαφές,διαλέγοντας αυτή του Αντώνη και πατώντας το πράσινο κουμπί.

Έβαλα το κινητό στο αυτί μου και περίμενα απάντηση.

Χτύπησε 4 φορές αλλά τίποτα.

Εκεί που ήμουν έτοιμη να το κλείσω,ξαφνικά άκουσα θόρυβο.

"Αντώνη;"είπα σιγανά

"Ελα Κλειώ,είσαι εντάξει;"μου απάντησε με νυσταγμένη φωνή και χαμογέλασα στον εαυτό μου αχνά.

Παίζει να του έκανα την καρδιά χίλια κομματάκια με την έλλειψη απάντησης μου πριν λίγες ώρες,αλλά εξακολουθεί να με ρωτάει πως είμαι.

"Όχι δεν είμαι,δεν γίνεται να είμαι"του απάντησα σιγανά και εκείνος ξεφύσηξε.

Κάτι πήγε να πει αλλά τον διέκοψα.

"Μπορώ να σε δω;"τον ρώτησα και επικράτησε μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα.

"Σε 10 έρχομαι"μου απάντησε και τερμάτισε την κλήση.

Άφησα το κινητό στο κομωδίνο και έπεσα στο κρεβάτι μου λίγο πιο ανακουφισμένη από πριν.

[...]

Άκουσα κάτι να προσγειώνεται στο παράθυρό μου και σηκώθηκα αμέσως να ανοίξω.

Είναι κάποιος σεριαλ κιλλερ στις 3 τα ξημερώματα;Δεν πειράζει ας ανοίξουμε το παράθυρο να δούμε και μόνοι μας.

Άνοιξα το παράθυρο και είδα τον Αντώνη να κοιτάει το τσιμέντο.

Μόλις άκουσε τον ήχο που έκανα σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε με τα βίας.

"Να κάνουμε την ραπουνζέλ πάλι;"με ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά γελώντας.

Πήρα το σεντόνι μου και επανέλαβα την διαδικασία που είχαμε κάνει πιο πρίν.

Βέβαια εδώ να σημειωθεί το γεγονός οτι έπρεπε να ανεβάσω έναν μαντράχαλο 3ης λυκείου με ύψος 2 μέτρων,με ένα σεντόνι.

Έκανα τις προσευχές μου,τις έκανε και ο ίδιος φαντάζομαι και με χίλια ζόρια κατάφερα να τον ανεβάσω.

Γέλασε λίγο με την φάτσα μου όταν πλέον τα είχα καταφέρει και κάθησε στο κρεβάτι μου έχοντας μπλεγμένα τα χέρια του.

Καθόμασταν και οι δύο αντικριστά στο σκοτάδι χωρίς κανένας μας να μιλάει.

Είχα σβηστά τα φώτα και ο μόνος φωτισμός που υπήρχε ήταν ο φυσικός,μιας και είχα ανοιχτά τα πατζούρια.

"Γιατί ήθελες να με δείς;"με ρώτησε ξαφνικά ο Αντώνης σπάζοντας την σιωπή.

Σάστισα για λίγο.

"Απλά ένιωθα πολύ περίεργα αφού διαβάσαμε τα γράμματα,αλλά και άσχημα που δεν σου απάντησα κάτι στην ουσία σε αυτό που μου είπες λίγο πριν σε διώξω.Οπότε σε πήρα τηλέφωνο γιατί έχω ανάγκη να σου μιλήσω"του απάντησα και εκείνος με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.

"Εδώ είμαι τώρα,μίλα μου λοιπόν"μου απάντησε χωρίς να αλλάξει η σοβαρή έκφραση του προσώπου του.

Κοίταξα για λίγο το πάτωμα σκεπτόμενη τι ήθελα να του πω.

"Κοίτα Αντώνη...",ξεκίνησα να πω αλλά έκανα παύση κατευθείαν και ξεφύσηξα δυνατά.

"Απλώς πέτα λέξεις και θα βγάλω 'γω μια άκρη αν δεν ξέρεις πώς να εκφραστείς αυτή τη στιγμή"μου είπε και χαμογέλασα αχνά.

"...ξέρω πως όλα αυτά τα χρόνια δεν σου είχα δώσει καμία σημασία,δεν έδινα σημασία σε κανέναν.Καταλαβαίνω πως αυτό σε πονούσε,ειδικά μιας και μου είπες πως ήσουν ερωτευμένος μαζί μου από την 1η γυμνασίου,είναι πολύς καιρός.Φέτος όμως ένιωσα κάτι να αλλάζει."έκανα μια παύση όσο ο Αντώνης με κοίταζε προσηλωμένα.

"Συνέχισε"είπε εκείνος και βολεύτηκα καλύτερα στην καρέκλα του γραφείου μου.

"Άρχισα να νιώθω οτι μας ενώνουν πολλά περισσότερα από όσα νόμιζα και αισθάνομαι πως μπορείς να με καταλάβεις καλύτερα από τον καθένα,το ίδιο και 'γω εσένα."είπα και τον κοίταξα στα μάτια και εκείνος μου χάρισε ένα χαμόγελο.

"Όσο μπερδεμένη και αν αισθάνομαι τώρα,ξέρω πολύ καλά πως άμα απουσιάζεις από τη ζωή μου δεν θα το αντέξω.Δεν είναι λογικό το να σε σκέφτομαι συνέχεια από την αρχή της χρονιάς και να μιλάω μόνο για εσένα αμα δεν νιώθω απολύτως τίποτα"συνέχισα και εκείνος με κοίταξε με σηκωμένο φρύδι.

"Τι κάνεις από την αρχή της χρονιάς;"είπε χαμογελώντας και στερέωσε τους αγκώνες του στα γόνατά του.

"Αυτό που άκουσες"του είπα στριφογυρίζοντας τα μάτια μου και εκείνος μου πείραξε τη μύτη γελώντας.

"Άρα με πιο απλά λόγια θέλεις να μου πείς ότι..."είπε κοιτώντας με επίμονα στα μάτια.

"Οτι σε θέλω"είπα κατευθείαν λίγο φωναχτά και γούρλωσα τα μάτια μου μόλις κατάλαβα πόσο φυσικά και άμεσα το είπα.

Εκείνος άρχισε να χαμογελάει και να γελάει.

"Γιατί γελάς εσύ τώρα;"τον ρώτησα μεταξύ σοβαρού και αστείου.

"Είσαι λίγο κόκκινη"μου απάντησε και γύρισα στα δεξιά μου για να με δω στον καθρέφτη και..

Εμ

Είμαι σαν μια ντομάτα.

Εκείνος με έσυρε με την καρέκλα με τα ροδάκια πιο κοντά στο κρεβάτι μου όπου καθόταν εκείνος και με κοιτούσε σαν πεντάχρονο που ήθελε να του αγοράσουν παγωτό.

"Τι με κοιτάς έτσι;"τον ρώτησα γελώντας και ανασήκωσε τους ώμους του.

Κοιτούσα το κενό για κανένα πεντάλεπτο ώσπου είδα τον Αντώνη να σηκώνεται.

"Που πας πάλι;"τον ρώτησα αλλά δεν πρόλαβα να πάρω λεκτική απάντηση γιατί με είχε ήδη σηκώσει από την καρέκλα και πέσαμε και οι δύο στο κρεβάτι μου όσο με κρατούσε αγκαλιά σαν να είμαι αρκουδάκι.

"Εδώ θα κάτσουμε τώρα"μου είπε γελώντας και τον κοίταξα με ένα υφάκι ντίβας.

"Είσαι χαζό"του είπα και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

"Μας τα 'παν και άλλοι αυτά"απάντησε κοιτώντας με στα μάτια.

[...]

Άκουσα το ξυπνητήρι μου να χτυπάει και μούγκρισα προσπαθώντας να γυρίσω από την άλλη μεριά,όμως κατάλαβα οτι ήμουν εγκλωβισμένη σε δύο χέρια.

Μετά σκέφτηκα,

Αφού είναι σάββατο,ποιος λογικός άνθρωπος βάζει ξυπνητήρι το σάββατο;

"ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΒΑΛΕΣ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ"φώναξα μέσα στο αυτί του και εκείνος πετάχτηκε πάνω και κατρακύλησε στο πάτωμα.

"Σταμάτα να φωνάζεις ρε κοπέλα μου πρωινιάτικα!"μου παραπονέθηκε εκείνος και σηκώθηκε πιάνοντας την μέση του για να κλείσει το ξυπνητήρι.

"Ορίστε το 'κλεισα.Ευχαριστημένη;"μου είπε σταυρώνοντας τα χέρια του και κοιτώντας με εκνευρισμένος.

"Όχι γιατί με ξύπνησες σαββατιάτικα από τις 7"του είπα και έβαλα το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι μου.

"Κάνεις σαν πεντάχρονο"μου είπε

"Αδιαφορώ"του απάντησα μουγκρίζοντας και εκείνος ξανάπεσε στο κρεβάτι.

[...]

"Κλειώ"άκουσα την μαμά μου να φωνάζει από κάτω και στριφογύρισα τα μάτια μου.

"Επιστρέφω"είπα στον Αντώνη όσο έτριβα τα μάτια μου και εκείνος μου έκανε ενα θετικό νεύμα με το κεφάλι του όσο χασμουριόταν.

Ωραία περνάμε.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και κατευθύνθηκα προς τις σκάλες.

"Ήρθα"απάντησα στην μαμά μου όταν είχα φτάσει πλέον στην κουζίνα.

"Μπορείς σε παρακαλώ να πας στο σουπερμάρκετ;"μου είπε όσο έπινε τον καφέ της.

"Μα ρε μαμά είναι πολύ πρωί ακόμα,μόλις ξύπνησα"της απάντησα παραπονεμένα και με κοίταξε με αυτό το βλέμα που παίρνουν όλες οι μαμάδες όταν θέλουν χάρη.

"Η ώρα είναι 11.30 νομίζω πως είναι μια χαρά ώρα για να πας"μου απάντησε και την αγριοκοίταξα.

Μετά σκέφτηκα εκείνη τη συζήτηση που είχε με τον μπαμπά μου χθες στον διάδρομο.

Χμ

"Θα πάω,αρκεί να μου απαντήσεις σε μια ερώτηση που έχω μόλις γυρίσω"της είπα και με κοίταξε παράξενα.

"Εντάξει,έχω τη λίστα πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού"μου είπε και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι.

Πήρα τη λίστα και ανέβηκα πάνω να ντυθώ.

"Τι έγινε;"με ρώτησε ο Αντώνης ο οποίος φαινόταν λίγο πιο ξύπνιος από πριν.

"Θα πάμε σουπερμάρκετ"του είπα χαμογελαστά και γούρλωσε τα μάτια του.

"Εε,όταν λες πάμε;Μήπως εννοείς πας;"με ρώτησε και σήκωσα το φρύδι μου.

"Εγώ σουπερμάρκετ χωρίς παρέα δεν πάω"του απάντησα όσο έβγαζα τα ρούχα μου από τα συρτάρια.

"Άντε καλά σε περιμένω"μου είπε και βυθίστηκε στην καρέκλα του γραφείου μου λιγάκι απογοητευμένος.

Εχ,θα του περάσει.

[...]

"Πάρε και οικογενειακό παγωτό"μου είπε ο Αντώνης όσο περνούσαμε δίπλα από τα ψυγεία με τα παγωτά.

"Ένα;"ρώτησα όσο κοιτούσα από πάνω για να εντοπίσω μια καλή γεύση.

"Τι ένα ρε,ένα τρώω μόνος μου"μου απάντησε και έβαλα τα γέλια.

"Χαίρομαι που συμφωνούμε"του είπα και πήρα δύο συσκευασίες με οικογενειακό παγωτό.

Έχουμε και έναν καημό να πνίξουμε.

"Πήγαινε εσύ στο ταμείο με αυτά,μιας και έχει πολύ κόσμο,και έρχομαι και 'γω με κάτι άλλο που θέλω"μου είπε ο Αντώνης και πήρα το καλάθι μου κατευθυνόμενη προς το ταμείο.

"Συγγνώμη,δικό σου είναι αυτό;"άκουσα μια φωνή από πίσω μου όσο προχωρούσα και γύρισα να δω ποιος ήταν.

Ήταν μία κοπέλα που φαίνεται να είναι γύρω στην ηλικία μου.

Κρατούσε στο χέρι της τη σημείωση που μου είχε δώσει η μαμά για τα ψώνια.

"Ναι σε ευχαριστώ"της είπα χαμογελαστή και μου έδωσε το χαρτί.

"Χέδερ,χάρηκα"μου είπε δίνοντάς μου το χέρι της και κοκκάλωσα.

---------------
Γεια σαςςς,γεια σαααςςς.

Ξέρω,κεφάλαιο εδω είχε να ανέβει κάτι αιώνες,αλλά η αλήθεια είναι οτι δεν χρησιμοποιούσα το wattpad σχεδόν καθόλου τους τελευταίους μήνες λόγω διακοπών και βαρεμάρας:)

Αλλάααα επιστρέψαμε με ένα καινούριο κεφάλαιο.

Είδατε τι γνωριμίες μπορεί να κάνει κανείς σε σουπερμάρκετ;

Επίσης,θέλω να δώσω συγχαρητήρια σε όσους έδωσαν φέτος πανελλήνιες εξετάσεις,είτε πέρασαν είτε όχι.Να θυμάστε,η ζωη σας και η αξία σας δεν κρίνεται από έναν βαθμό σε ένα χαρτί.

Καλή συνέχεια σε όλους και εύχομαι να περνάτε τέλεια αυτό το λίγο που έμεινε από το καλοκαίρι.

Σι γιουυυυ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top