|10|
Έβαλα ενα τζίν μπουφάν πάνω από την κοντομάνικη πιτζάμα μου,μην ψοφήσω και στο κρύο κιόλας,και άνοιξα όσο αθόρυβα μπορούσα την πόρτα μου.
Ανάθεμα το λάδι που δεν βάζουμε στις πόρτες!
Αφού τελείωσε το τρίξημο της πόρτας,κοίταξα δεξιά και αριστερά να δω αν κουνήθηκε κάποιος από τους δύο στο δωμάτιό τους.
Ναι κοιμούνται με ανοιχτή πόρτα σε αντίθεση με εμένα,αλλά μας βολεύει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Έκλεισα με μια απότομη κίνηση την πόρτα μου,για να αποφύγω τους ανεπιθύμητους ήχους της υπέροχης μη λαδομένης πόρτας μου,και κατέβηκα ήσυχα τις σκάλες.
Εδώ έχω να πω οτι εμείς όποτε κοιμούνται οι γονείς μας,γινόμαστε σαν τις γάτες και δεν κάνουμε καθόλου θόρυβο.
Όταν κοιμόμαστε εμείς όμως,τότε θα τους έρθει η φαεινή ιδέα να κάνουν ό,τι δουλειά δεν έχουν κάνει στο σπίτι από το 1821.
Τέλος πάντων τώρα φτάσαμε στο δύσκολο κομμάτι.Να ξεκλειδώσω την πόρτα χωρίς να μου προσγειωθεί κανα τηγάνι στο κεφάλι από τη μάνα μου.
Έβγαλα την πρώτη κλειδονιά και άκουσα τον μπαμπά μου να ροχαλίζει.
Ωραία,άρα δεν πρόκειται να με ακούσει εκείνος.
Έβγαλα και την δεύτερη,άλλη μία έμεινε.
Κατάφερα και ξεκλείδωσα χωρίς να πεθάνω,οπότε νομίζω χρειάζομαι Οσκαρ.
Βγήκα έξω κλείνωντας σιγανά την πόρτα και κλειδώνοντάς την ξανά.
Mission completed!
Έβαλα τα κλειδιά στην τσέπη μου και πήγα από την μεριά του παραθύρου μου,όπου ήταν ο Αντώνης.
"Α και νόμιζα πως θα κατέβαινες από το παράθυρο"είπε ο Αντώνης με σοβαρό ύφος και τον κοίταξα με ένα βλέμμα μπιτς γουατ;
"Κοίταξε να δεις,από όσο με ξέρω δεν θα χρησιμοποιούσα το παράθυρο ως μέσο μετακίνησης,αλλά πολύ καλή ιδέα"του είπα ειρωνικά και εκείνος ξίνισε.
"Δεν είσαι αστεία"είπε έχοντας αυτή την ξινισμένη φάτσα και ανασήκωσα τους ώμους μου.
"Προχώρα τώρα άντε"μου είπε και χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο,προχωρώντας ευθεία στον άδειο δρόμο.
"Ευγενέστατος"είπα μέσα από τα δόντια μου ξεφυσώντας νευριασμένη και τον άκουσα να γελάει.
"Έλα κούκλα μου πεντακόσιες ώρες"μου είπε γυρνώντας να με κοιτάξει και του έκανα νόημα να σκάσει.
"Ορίστε σε έφτασα"είπα βάζωντας το χέρι μου στη μέση μου.
"Και έχω μια απορία"συνέχισα και με κοίταξε.
"Όχι απορίες προς το παρόν"είπε και ένα πλάγιο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
"Έλεος"απάντησα και ακολουθούσα τα βήματά του.
Μα καλά,που με πάει;
Δεν είχα πάει ποτέ από εκείνη την πλευρά του δρόμου κατά περίεργο τρόπο.
Ήταν διαφορετική από όλη την υπόλοιπη πόλη.
Υπήρχαν παντού φωτεινές επιγραφές με ονόματα διαφόρων κλαμπ,μπαρ και τέτοιου είδους μαγαζιά.
Ο δρόμος ήταν στενός και η μία πλευρά του δρόμου σχεδόν ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με την απέναντι.
Υπήρχε παντού βαβούρα.
Σε ορισμένα στενά βρίσκονταν διάφοροι τύποι ντυμένοι στα μαύρα,που κάπνιζαν και συζητούσαν έντονα.
Δεν θέλω να ξέρω περισσότερα για το τι δουλειές κάνουν στα στενά στις 2.30 το πρωί.
Ο Αντώνης με κοίταξε στιγμιαία και κατάλαβε πως είχα φοβηθεί ελάχιστα.
"Χέρι"μου είπε ψιθυριστά με απαλό τόνο και έκτεινε το χέρι του δίπλα μου.
Τον κοίταξα στα μάτια και μετά κοίταξα το χέρι του.
Του έδωσα το δικό μου και έμπλεξε τα δάχτυλά μας μεταξύ τους,σφίγγοντας το κράτημα και χαρίζοντας μου ένα χαμόγελο.
Περάσαμε σχετικά γρήγορα από αυτό το κομμάτι,αλλά πλέον δεν φοβόμουν.
Στρίψαμε σε ένα στενό και μπροστά μας υπήρχε μια παιδική χαρά.
"Παιδική χαρά;"είπα γελώντας ελαφρά και εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά χαμογελώντας.
"Δεν είναι οποιαδήποτε παιδική χαρά"μου είπε και ξεκίνησε να περπατάει σέρνωντας και εμένα μαζί μιας και ακόμη κράταγε το χέρι μου σφιχτά.
Προχωρήσαμε λίγο και μπροστά μας ξεπρόβαλε μια υπερβολικά ψηλή τσουλίθρα,με στριφογυριστές σκάλες,που στην κορυφή είχε απο αυτά τα σπιτάκια που έχουν συνήθως οι τσουλίθρες,με μια ξύλινη επίπεδη οροφή.
"Θα με συνοδέψετε δεσποινής νευράκια;"μου είπε κοιτώντας με στα μάτια σαν κουτάβι.
Πώς γίνεται να αντισταθώ σε αυτό το ανθρώπινο κουτάβι;
"Μάλιστα"του είπα γελώντας και εκείνος μου άφησε το χέρι και έτρεξε προς τις σκάλες.
Μου έβγαλε την γλώσσα σαν μωρό παιδί και ξεκίνησε να ανεβαίνει γρήγορα τις σκάλες.
"Θα με κοιτάζεις για πολλή ώρα ή θα έρθεις και εσύ;"μου είπε έχοντας φτάσει πλέον στο τελευταίο σκαλί.
Η αλήθεια είναι οτι τον κοιτούσα σαν τον χάνο με ένα χαμόγελο στη μούρη μου για αρκετά δευτερόλεπτα,αλλά δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς.
Είναι τόσο παιδί.
"Κάνε χώρο αγκαλίτσα"του είπα χαμογελώντας και εκείνος πήγε πιο μέσα στην μικρή ξύλινη οροφή και μου χαμογέλασε.
Ανέβηκα γρήγορα τις σκάλες ώσπου έφτασα στην οροφή και κάθησα δίπλα του.
"Κοίταξες καθόλου ευθεία ή μπα;"με ρώτησε και τον κοίταξα με σηκωμένο φρύδι.
Εκείνος μου έκανε νόημα με τα μάτια του να κοιτάξω επιτέλους,έτσι και έκανα.
Ολόκληρη η πόλη ήταν απλωμένη μπροστά μας,με όλα τα φώτα των δρόμων να είναι αναμένα και να δίνουν ζωή στο σκοτάδι που επικρατούσε.
Το φεγγάρι βρισκόταν ακριβώς απέναντι και στόλιζε το τοπίο.
"Είναι τόσο υπέροχ-αααααανρξεψαψα"είπα φανερά ενθουσιασμένη και τον αγκάλιασα ασυναίσθητα χαμογελώντας σαν μικρό παιδί που του δώσανε παγωτό.
Εκείνος με κράτησε σφιχτά και άρχισε να γελάει νευρικά με την αντίδρασή μου.
"Είσαι σκέτη γλύκα"μου είπε όσο γελούσε ακόμη και τον αγριοκοίταξα.
"Δεν είμαι γλυκιά"του είπα σοβαρή και με κάρφωσε με τα μάτια του κοιτώντας με με σηκωμένο φρύδι.
"Φάνηκε"απάντησε και μου ανακάτεψε τα μαλλιά αφήνωντας με από την αγκαλιά του.
"Πώς το βρήκες αυτό το μέρος;"τον ρώτησα και απομάκρυνε το βλέμμα του από πάνω μου,ενω το χαμόγελό του εξαφανίστηκε.
"Ο αδερφός μου με έφερνε συχνά εδώ όσο ήμουν δημοτικό"είπε και τα χέρια του έγιναν γροθιές,ενω τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν για ακόμα μια φορά.
"Όσο νοιαζόταν δηλαδή"συνέχισε και γέλασε ειρωνικά στο τέλος.
"Μα,ο αδερφός σου δεν είναι εκείνος με τον οποίο μίλησες σήμερα;Που είναι χάκερ"είπα με σιγουριά σχεδόν και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
Ξεφύσηξε και έγειρε ελάχιστα το κεφάλι του προς τα πίσω.Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να μιλάει.
"Έχω δύο αδέρφια,ο ένας είναι ο Γρηγόρης.Είναι 22,αυτός είναι ο χάκερ.Ο άλλος είναι ο Μάριος,24 και ο ορισμός της λέξης μαλάκας"είπε και τον κοίταξα περίεργα.
"Δεν ήξερα οτι είχες και άλλο αδερφό.."είπα και ανασήκωσε τους ώμους του.
"Δεν τον αναφέρω ποτέ,ούτε τα παιδιά το ξέρουν οτι υπάρχει"μου είπε και με κοίταξε.
"Άρα,είμαι η πρώτη στην οποία το λες;"τον ρώτησα και δάγκωσα το χείλος μου όπως κάνω πάντα όταν αγχώνομαι.
Εκείνος εστίασε για λίγο εκεί,αλλά μετά επέστρεψε στα μάτια μου.
"Ναι είσαι"μου απάντησε και του χαμογέλασα αχνά.
"Δεν σ'αρέσει να μιλάς για εσένα τελικά..."του είπα και γέλασα λίγο.
"Στο 'χω ξαναπεί,περιττές πληροφορίες"είπε και ξανακοίταξε την πόλη μπροστά του.
Επικρατούσε σιωπή για λίγο.
"Γιατί δεν νοιάζεται πλέον;"τον ρώτησα σπάζοντας την ησυχία.
"Μπαίνεις στο παρελθόν μου,είσαι σίγουρη οτι θες να μάθεις;"με ρώτησε και πήγα να απαντήσω αλλά με διέκοψε.
"Είσαι σίγουρη οτι σε ενδιαφέρει τόσο να μάθεις;"συνέχισε οσο με κάρφωνε με το σκούρο βλέμμα του.
"Ναι είμαι σίγουρη"του απάντησα δυναμικά και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
"Καλώς λοιπόν"είπε και βολεύτηκε λίγο καλύτερα στην ξύλινη παγωμένη οροφή.
"Τον Μάριο έχω να τον δω από τότε που ήμουν 13,ήταν 20 χρονών.Δεν είχε ακόμη δικό του διαμέρισμα,έμενε μαζί μας.Εκείνος ήταν μπλεγμένος με κάτι άλλους μαλάκες φίλους του που τον έκαναν ό,τι ήθελαν.Είχε γίνει βαποράκι για τις βρωμοδουλειές τους.Εκείνον όμως φάνηκε να μην τον πειράζει και ιδιαίτερα έως καθόλου.Είχε γυρίσει μια μέρα πολύ αργά στο σπίτι σε άσχημη κατάσταση,και εκεί ήταν που έγινε η όλη ιστορία.
4 χρόνια πριν.
Αντώνης
Ο μπαμπάς πηγαινοέρχεται εδώ και 3 ώρες στο σαλόνι και περιμένει τον Μάριο.
Του το 'χω πει τόσες φορές οτι δεν του κάνει καλό να μπλέκει με αυτά τα παιδιά,αλλά πάντα τα ίδια και τα ίδια μου λέει.
Δεν είναι δουλειά σου αυτά εσένα.Είσαι μικρός ακόμη δεν μπορείς να καταλάβεις.
Τι δεν μπορώ να καταλάβω;Οτι επειδή ήθελε να έχει φήμη στη σχολή,κορίτσια να τον παρακαλάνε και να φαίνεται αλήτης,μπλέχτηκε με αυτούς τους μαλάκες;
Αφού το ξέρω.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και κοίταξα απο την κουπαστή της σκάλας τον πατέρα μου,ο οποίος έπιανε ανήσυχος το κεφάλι του.
"Μπαμπά"είπα και γύρισε πάνω να με κοιτάξει.
"Δεν σου είπα να κοιμηθείς ρε Αντώνη;"μου είπε ψιθυριστά για να μην ξυπνήσουν οι άλλοι δύο,αλλά με αυστηρό τόνο.
"Μα ο Μάριος δεν-"πήγα να πω αλλά με διέκοψε.
"Θα τον αναλάβω εγώ τον Μάριο.Σε παρακαλώ πέσε για ύπνο,θέλω να του μιλήσω σοβαρά μόλις έρθει"μου είπε εξαντλημένος ο μπαμπάς μου και ξεφύσηξα ηττημένος.
Δεν μπορούσα ποτέ να παω κόντρα στον μπαμπά μου,του είχα αδυναμία.
Πήγα στο δωμάτιο μου,μα δεν κοιμήθηκα.
Ξαφνικά άκουσα κλειδιά στην πόρτα και πετάχτηκα πάνω.
Ήρθε.
Είμαι κουτσομπόλης,από πάντα το είχα αυτό.
Έτσι άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου σιγά σιγά και έβγαλα το κεφάλι μου έξω για να βλέπω τι γίνεται.
"Τέτοια ώρα πατάς εσύ το πόδι σου σπίτι;"είπε αυστηρά ο μπαμπάς μου στον Μάριο.
"Τι πρόβλημα έχεις εσύ;"είπε ειρωνικά εκείνος με ήρεμο τόνο στη φωνή του.
"Τι πρόβλημα έχω;Το πρόβλημα είναι οτι έχεις ξεφύγει εντελώς!Σεργιανάς έξω μέχρι τέτοιες ώρες,πίνεις και δεν ξέρω και γω τι άλλο κάνεις εκεί εξω.Ξέρεις πόσο ανησυχούμε κάθε φορά;"τον μάλωσε ο μπαμπάς όμως εκείνος άρχισε να γελάει.
"Είπα κάτι αστείο;"συνέχισε ο μπαμπάς μου εξαγριωμένος,αφού πλέον φώναζε.
Εκείνη την ώρα άκουσα την πόρτα του δωματίου των γονιών μου να ανοίγει και να ξεπροβάλει η μαμά μου.
"Αντώνη!μέσα τώρα!"μου φώναξε και έριξε μια φευγαλαία ματιά στους δυο κάτω.
"Δεν θα εξελιχθεί σε καλό όλο αυτό"μουρμούρισα και η μαμά μου κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
"Ύπνο"μου είπε όπως έκανε πάντα όταν ήμουν μικρός και την άκουσα ξεφυσώντας.
"Οι κανονικοί γονείς ανησυχούν,όχι εσείς"
Ήταν το τελευταίο πράγμα που κατάφερα να ακούσω πρωτού μου κλείσει η μητέρα μου την πόρτα.
Τι εννοεί;
Ανάθεμα την ηχομόνωση!
Μάριος
"Τι λες Μάριε;"μου φώναξε ο πατέρας μου εξαγριωμένος.
Εγώ γέλασα ειρωνικά.
"Τι λέω;Νομίζεις δεν ξέρω ποιοι είστε;Ποιος είμαι εγω για την ακρίβεια!Δεν ανήκω εδώ μέσα Δημήτρη!"είπα με ένα ειρωνικό γελάκι στο τέλος αποκαλώντας τον πατέρα μου με το μικρό του όνομα.
"Δεν μπορώ να καταλάβω τι λες Μάριε"μου είπε ο μπαμπάς μου και παρατήρησα οτι έσφιξε τις γροθιές του και κοιτούσε γύρω γύρω.
Ξέρει τι λεω.
"Τα χαρτιά Μήτσο,τα χαρτιά"του είπα γελώντας και έβγαλα από την τσέπη μου τα χαρτιά υιοθεσίας.
"Δεν ανήκω εδώ μέσα!Δεν είστε οι γονείς μου οπότε δεν έχετε καμία εξουσία πάνω μου"είπα οργισμένος.
"Πότε σκόπευες να μου το πεις ε;Όταν θα ήμουν 60 χρονών;Πότε είχατε σκοπό να μου το πείτε ρε γαμώτο;"του φώναξα έξαλος ενω κουνούσα τα χαρτιά στον αέρα.
Εκείνος είχε μείνει κόκκαλο και προσπαθούσε να σκεφτεί τι να πει.
"Άσε με να μαντέψω,ποτέ έτσι;Δεν θα μου το λέγατε ποτέ"είπα γελώντας, πλησιάζοντάς τον.
"Δεν είναι έτσι Μάριε,θα σου το λέγαμε"είπε εκείνος και με κοιτούσε στα μάτια.
"Μαλακίες!Θα το είχατε κάνει ήδη αν θέλατε.Δεν είμαι παιδάκι δημοτικού για να μου έρθει βαρύ,εδώ δεν είμαι καν μαθητής λυκείου!Είμαι 20 χρονών και ακόμη δεν ξέρω ποιος είμαι!"του είπα φωνάζωντας μέσα στο πρόσωπό του.
"Εμένα ξέχασε με από εδώ μέσα.Ξέγραψε με από τη ζωή σου γιατί δεν πρόκειται να με ξαναδείς με τα μάτια σου"του είπα φτύνωντας τις λέξεις σαν δηλητήριο.
Παρόν
"...αφού με έβαλε η μητέρα μου για ύπνο και δεν κατάφερα να ακούσω περισσότερα,ήρθε μέσα μετά από αρκετή ώρα ο Μάριος.Μου ανακοίνωσε πως φεύγει από το σπίτι.Δεν μου άφησε ούτε το τηλέφωνο του.Δεν μου άφησε τίποτα που θα μπορούσα να έχω για να τον βρώ,να μιλήσω μαζί του.Μου είπε μάλιστα οτι ο μπαμπάς είναι ένα κτήνος μαζί και η μαμά και θα το καταλάβω και εγώ στο μέλλον.Από τότε τον μισώ,δεν ήθελα να τον ξανακούσω ποτέ ξανά,ούτε να τον δω."είπε και έσφιξε τα μάτια του κάνωντας μια παύση.
"Με εκείνον μιλούσα τις προάλλες στο σχολείο,τότε που είχες στήσει αυτί και άκουγες.Με τρελαίνει στα τηλέφωνα μερικές φορές,υπενθυμίζοντάς μου πως οι γονείς μου είναι τέρατα.Και το πιο άκαρδο από ολα;"συνέχισε σκουπίζωντας γρήγορα τα μάτια του
"Χαίρεται που πέθανε.Χαίρεται ο μαλάκας και γλεντάει τέτοια μέρα κάθε χρονιά.Την ημέρα που εγώ κάθε χρονιά κλαίω,όπως και φέτος,εκείνος γελάει"είπε και με κοίταξε στα μάτια με ένα πικρό γέλιο να συνοδεύει τα κατακόκκινα μάτια του.
Πόσο πονάω να τον βλέπω έτσι.
Κάτι μέσα μου σπάει,όπως τότε στο σχολείο.
Τον πλησίασα και τον ακούμπησα στοργικά στον ώμο.
Δεν ήθελα να κάνω βιαστικές κινήσεις,όπως να τον αγκαλιάσω.
Ήθελα να τελειώσει πρώτα όσα είχε να πει,και μετά να τον αφήσω να ξεσπάσει στην αγκαλιά μου όσο ήθελε.
Με κάνει να νοιάζομαι για άνθρωπο.
"Ποιός πέθανε Αντώνη;"τον ρώτησα και κοίταξε την φωτισμένη πόλη απέναντί του με ένα κενό βλέμμα διώχνοντας το χέρι μου με τον ώμο του.
Σκούπισε τα δάκρια του ρουφώντας τη μύτη του και γύρισε να με κοιτάξει.
--------
*βγαινει εξω διστακτικα*
ΓΕΙΑ ΣΑΑΑΑΣΣΣΣ
Ναι εμ,αποφασισα να το κοψω εδω για να εχει και ενα ενδιαφερον ρε αδερφε😎
Μη με φατε ομως:(
Πως σας φανηκε το ενα μερος του παρελθοντος του Αντωνη;
Κριμα που ουτε εκεινος δεν ξερει καν ολη την αληθεια...
Θα την μαθει αραγε;πως;
Σι γιαααα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top