σώμα
Όταν ο Απόλλωνας τραβάει το μαχαίρι, το αίμα πηδάει από την πληγή που φτύνει στους τοίχους του κελιού και πιτσιλάει όλο το χώμα. Μερικό στάζει προς τα κάτω, στον λαιμό, στον χιτώνα, στα χέρια του άντρα - του Κύκλωπα. Το μάτι του έχει γουρλώσει καθώς ένας ήχος, σαν λυγμός βγαίνει από τον λαιμό του. Οι παλάμες του αγγίζουν την πληγή σαν να μην πιστεύουν στην ύπαρξή της. Με το άλλο χέρι, ο Απόλλωνας εξακολουθεί να τον κρατάει από τα μαλλιά, στηρίζοντας το κεφάλι του. Πέρα από τα δάχτυλά του μπορεί να δει τα σώματα των συντρόφων του Κύκλωπα, απλωμένα στο πάτωμα με τα χρυσά βέλη να εξέχουν από το δέρμα τους. Το καινούριο αίμα έρχεται για να προστεθεί στην υπάρχουσα λακκούβα κάτω από τα πόδια τους. Οι γυμνές πατούσες του Θεού, δίπλα τους τα γόνατα του Κύκλωπα.
Τον κρατάει ακίνητο καθώς το μάτι του Κύκλωπα στριφογυρίζει αλαφιασμένο και ύστερα σταματάει, πνιγμένο πλέον στη θολούρα του θανάτου. Ύστερα ο Απόλλωνας τραβάει το χέρι του, αφήνοντας το σώμα να πέσει άνευρο στο πλάι. Βάζει το μαχαίρι πίσω στη θήκη, κάνει ένα βήμα πίσω. Το φως πέφτει ζεστό μέσα στο κελί, στα βαμμένα από το αίμα τοιχώματά του και μονάχα μοιάζει να σβήνει λίγο όταν ο Απόλλωνας σκύβει και βγαίνει από την οπή της σπηλιάς. Τα χέρια του είναι καθαρά. Το κελί μένει απίστευτα ήσυχο.
-
Δεν επιστρέφει αμέσως στον Όλυμπο.
Στην Κόρινθο γίνεται μια τελετή προς τιμή του. Ο Απόλλωνας κάθεται στον βράχο, δίπλα στο σημείο που σκάει το κύμα και παρακολουθεί το αίμα της κατσίκας καθώς στάζει στον βωμό. Βουτάει το μαχαίρι μέσα στον αφρό, κάνοντας το νερό να αλλάξει χρώμα. Τα βέλη δεν τα μάζεψε από τα σώματα, τα πτώματα, τα άφησε εκεί, ένα μήνυμα: Ήμουν εδώ. Δεν θέλει να υπάρχει παρανόηση. Η πρόθεση του ήταν ξεκάθαρη. Θέλει τη μήνιν του Δία, την απαιτεί, πήρες κάτι δικό μου και να, κι εγώ, πήρα κάτι δικό σου. Ο ιερέας σηκώνει το ματωμένο από τη θυσία μαχαίρι στον αέρα, συνεχίζοντας την τελετή και οι ηλιαχτίδες ακτινοβολούν πάνω του. Φως πετιέται παντού. Ο Απόλλωνας κουνάει το κεφάλι, ικανοποιημένος, και δίνει την ευλογία του.
Μονάχα όταν βραδιάζει επιστρέφει. Φαρέτρα στον ώμο, μαχαίρι στη θήκη. Πετυχαίνει τον Ερμή πρώτο, να στέκει στον διάδρομο αλλά δεν μιλάνε. Στο πρόσωπό του έχει μουτζουρωθεί μια θλίψη. Δεν τον κοιτάει ακριβώς επικριτικά, αλλά θα το έκανε – αν δεν ήταν γεννημένοι από το ίδιο αίμα. Και εκείνος το ίδιο θα είχε κάνει. Το ξέρουν αμφότεροι.
Μέσα στην αίθουσα του θρόνου, επικρατεί ησυχία. Στα σκαλιά κάθεται η Ήρα, με το παγόνι της στα γόνατα και τα σκληρά, σκουρόχρωμα μάτια της. Δεν έχει υποστήριξη να δώσει, όπως δεν είχε πάντα. Πίσω της, στη μεγάλη, χρυσή καρέκλα του θρόνου ο Δίας φαίνεται τεράστιος. Έχει τα χείλη του σφιγμένα. Δίπλα στην κλειστή γροθιά του κρέμεται η φαρέτρα με τους κεραυνούς. Θα πρέπει να είναι προσεκτικός μαζί τους τώρα, σκέφτεται ο Απόλλωνας χαιρέκακα. Τεντώνει τους ώμους.
Περιμένει οργή. Όχι, δεν την περιμένει απλώς, την επιθυμεί. Η αίθουσα όμως μένει σιωπηλή για απίστευτα πολλή ώρα. Ο Δίας τον κοιτάει, ο Απόλλωνας κοιτάει πίσω. Κρατάνε τα βλέμματα τους. Ύστερα ο πατέρας του μιλάει.
«Θα κατέβεις στη Γη», λέει και αγγίζει τη φαρέτρα με τους κεραυνούς, τρίβει έναν ανάμεσα στα δάχτυλα του, τον επεξεργάζεται. «Για έναν χρόνο».
Ο Απόλλωνας μετακινείται στη θέση του. Όταν έμαθε τα νέα για το θάνατο του Ασκληπιού, για το φόνο του, μονάχα αυτή η επιθυμία γεννήθηκε μέσα του. Ήθελε να δει τον Δία να υποφέρει, να του δώσει τον θυμό, να του τον γυρίσει πίσω, να πει: Δεν μπορείς να παίζεις μαζί μου. Αλλά τώρα ο πατέρας του κάθεται στο θρόνο και οι κεραυνοί του λάμπουν μέσα στη θήκη τους, και έτσι όπως κάθεται πιέζει δυο δάχτυλα – αντίχειρα και δείκτη – στη γέφυρα της μύτης του και κουνάει το κεφάλι. Ενόχληση. Μονάχα αυτό. Ενόχληση και απάθεια.
«Θα δουλέψεις ως υπηρέτης σε κάποιον θνητό», λέει και ύστερα προσθέτει: «Ως θνητός».
Ο Απόλλωνας κοντοστέκεται. Ως θνητός, σκέφτεται. Ασυνείδητα τα δάχτυλά του έρχονται για να κλείσουν γύρω από τη λαβή του μαχαιριού του. Το παγόνι της Ήρας βγάζει έναν ήχο, σαν κραυγή.
«Φύγε τώρα», λέει ο Δίας, ο πατέρας του, κουνώντας τον καρπό του. «Έχεις δυο μέρες».
Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκεί. Το δωμάτιο είναι άδειο. Ο Απόλλωνας αμφιταλαντεύεται στιγμιαία. Το σώμα του αρνείται να κινηθεί. Κοιτάει την Ήρα που τον κοιτάει πίσω, σκληρά και παγωμένα και ύστερα το βλέμμα του πίσω στο θρόνο όπου ο Δίας έχει σταματήσει να τον προσέχει. Ο πατέρας του έχει στρέψει το ενδιαφέρον του σε έναν υπηρέτη που σκύβει για να του ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Αυτό ήταν, σκέφτεται ο Απόλλωνας και του γυρνάει την πλάτη.
Πετάει το μαχαίρι του στο πάτωμα καθώς φεύγει.
-
Πηγαίνει στην Αρκαδία όπου βρίσκει την Αρτέμιδα με το βέλος στο τόξο να κυνηγάει ένα υπέροχο, λευκό ελάφι. Τα μάτια της ασημίζουν σαν φύλλα στο φεγγαρόφως όταν γυρνάει να τον κοιτάξει. Δεν κάνει την ερώτηση που αναμφίβολα κρέμεται από τα χείλη της. Αντί αυτού, τον τραβάει βαθύτερα μέσα στο δάσος, εκεί που οι φυλλωσιές είναι τόσο πυκνές που με δυσκολία μπορεί να σε δει η νύχτα. Τον αφήνει να την ακολουθήσει στο κυνήγι της.
«Που θα πας;» τον ρωτάει αργότερα. Ο αέρας μυρίζει σαν ξεραμένα φύλλα στο σημείο όπου βρίσκονται, σαν ζωή σε κατάσταση αποσύνθεσης.
«Στα Φερές», απαντάει ο Απόλλωνας και μετακινεί το τόξο του ώστε να μπορέσει να περάσει ανάμεσα από δυο κλαδιά.
«Α», κάνει εκείνη.
Είναι προφανές πως δεν τον αδικεί για την επιλογή του. Δεν είναι μικρή τιμωρία αυτή που του επέδωσε ο Δίας, ακόμη και αν μιλήθηκε με ηρεμία. Ένας χρόνος, ως υπηρέτης σε θνητό. Ως θνητός. Είναι λογικό να διαλέξει μια περιοχή όπου του δίνει αυτό το μικρό έστω προτέρημα, του να είναι δηλαδή ο ευνοούμενος. Ο βασιλιάς των Φερών, ο Άδμητος, ο γιος του Φέρητα, τον ευχαριστεί πάντα με τις θυσίες του, με τη λατρεία του, με την ευγνωμοσύνη του. Είναι λογικό να διαλέξει αυτόν, ή κάποιον άλλον, όμοιο του. Είναι λογικό και η Άρτεμις δεν το σχολιάζει. Κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση και λέει:
«Δεν έπρεπε να το είχες κάνει».
Μια κίνηση από πίσω της τραβάει την προσοχή του Απόλλωνα,. Είναι ένα θρόισμα των θάμνων. Το βέλος του φεύγει αυθόρμητα και γοργά αφού τραβήξει τη χορδή. Πετυχαίνει το ελάφι στον λαιμό με τόση δύναμη που το κολλάει στο δέντρο, κάνοντας το αίμα να πεταχτεί προς κάθε κατεύθυνση. Κανένας από τους δυο τους δεν το κοιτάει να πεθαίνει.
«Έπρεπε», λέει τελικά ο Απόλλωνας και κρεμάει ξανά το τόξο από τον ώμο του.
-
Το παλάτι του Αδμήτου είναι χτισμένο στην πλαγιά του Χαλκοδόνιου όρους, στις παρυφές της πόλης. Ο Απόλλωνας δεν έχει ακόμη απολέσει τη θεϊκή του φύση όταν φτάνει προ των πυλών την επόμενη μέρα. Οι φρουροί δεν παρατηρούν την παρουσία του και μπορεί να περάσει ανενόχλητος μέσα στον μεγάλο κεντρικό διάδρομο, ακολουθώντας τη διαίσθηση του μέχρι να προχωρήσει ως την αίθουσα του θρόνου. Δεν είναι απίστευτα μεγάλο το παλάτι όπως δεν είναι απίστευτα μεγάλες οι Φερές, μήτε θα το περιέγραφε κανείς σαν πλούσιο. Αλλά είναι όμορφο και περιποιημένο. Αποπνέει μια ατμόσφαιρα φροντίδας, όπως μονάχα τα σπίτια στα οποία ζουν άνθρωποι που τα αγαπάνε μπορούν να αποπνέουν.
Είναι ένας νεαρός άντρας ο Άδμητος. Έχει στο σώμα του τη στάση βασιλιά που πρόσφατα απέκτησε αυτό το αξίωμα. Δεν είναι εξαιρετικά όμορφος ή επιβλητικός αλλά έχει ευγενικά μάτια. Όταν παρατηρεί τον Απόλλωνα, σκύβει ολόκληρος σαν κλαδί στον μανιασμένο αέρα και κατεβάζει το κεφάλι. Μένουν για μια στιγμή έτσι, σιωπηλοί και ο Θεός αισθάνεται το στομάχι του να γεμίζει από την ευχαρίστηση που του προκαλεί η εικόνα. Έκανε καλή επιλογή με αυτόν τον άνθρωπο. Μπορεί να το δει ξεκάθαρα αυτό.
«Σήκω», του λέει. Η φωνή του αντιλαλεί στον χώρο σαν τυμπανισμός. Ο βασιλιάς υπακούει. Έχει σταθεί στα ίδια χώματα με ημίθεους αυτός ο άνθρωπος και όμως να, η πρώτη του αντίδραση είναι να ευχαριστήσει. Πώς να μην νιώθει ο Απόλλωνας την ευχαρίστηση;
«Ήρθα με μια εντολή από τον Δία», του λέει. Δεν υπάρχει λόγος να το στριφογυρίσει. Ο Άδμητος κουνάει το κεφάλι του. «Θα με φιλοξενήσεις εδώ για έναν χρόνο», συνεχίζει με παρόμοιο τόνο. «Και σε αυτό τον χρόνο θα δουλεύω για σένα ως υπηρέτης. Περιμένω να μου φέρεσαι αναλόγως. Περιμένω να τιμήσεις αυτή την αποστολή που σου έχει ανατεθεί από τον πατέρα μου».
Μπορεί να δει τη δυσπιστία στο πρόσωπο του βασιλιά. Είναι στα μάτια του, στο στόμα όπως γυρίζει για να σχηματίσει μια ερώτηση. Μπορεί να φανταστεί τι σκέφτεται. Τι συλλογίζεται. Μήπως είναι κάποια δοκιμασία; Μια τιμωρία, ίσως. Μήπως έκανε κάποιο λάθος και οι θεοί τώρα τον περιπαίζουν. Έφεραν αυτό το δίλημμα στην πόρτα του με σκοπό να τον ελέγξουν; Τι θα κάνει; Θα αγνοήσει μια ρητή εντολή; Θα αποδεχτεί κάτι που ισοδυναμεί με ύβρις; Τον παρακολουθεί για λίγη ώρα καθώς διστάζει, χαμένος στον εαυτό του. Και ύστερα, για να τον βγάλει από τη μιζέρια του, ο Απόλλωνας σκύβει το κεφάλι.
«Μπορείς να φερθείς με όποιον τρόπο κρίνεις σωστότερο, άρχοντά μου», λέει, χαμηλώνοντας τη φωνή του σε έναν τόνο που ελπίζει να ακούγεται υποτακτικός. «Θέτω τον εαυτό μου στη δούλεψή σου».
-
Του παραχωρείται ένα δωμάτιο στους χώρους των υπηρετών που βρίσκονται στο πίσω μέρος του παλατιού. Είναι ένα μικρό δωμάτιο με μονάχα ένα κρεβάτι και ένα σεντούκι μέσα. Έχει, όμως και ένα μικρό παράθυρο που βλέπει στον πίσω κήπο, τόσο μικρό που ο Απόλλωνας δεν μπορεί να περάσει από μέσα του. Τον περιμένει και ένας χιτώνας στο κρεβάτι. Ένα ζευγάρι σανδάλια. Ρούχα που ταιριάζουν σε υπηρέτη. Γδύνεται και ξαπλώνει στο κρεβάτι και παρακολουθεί τον γεμάτο δίσκο του φεγγαριού καθώς μετακινείται στον ουρανό.
Εξακολουθούσε να μην φαίνεται απόλυτα πεπεισμένος με τη μοίρα του ο Άδμητος ακόμη και όταν δέχτηκε την αποστολή, προσφέροντας στον Απόλλωνα ψωμί ως ένδειξη φιλοξενίας. Κανόνισε την επομένη κιόλας να γίνει μια θυσία προς τιμήν του Δία και φώναξε έναν υπηρέτη να οδηγήσει τον Απόλλωνα στο δωμάτιό του. Αλλά, προτού φωνάξει τον υπηρέτη, είχε διστάσει για μια στιγμή. Οι λέξεις του ήταν τόσο ελαφριές που αιωρούνταν στον αέρα.
«Θα πρέπει να αλλάξεις όνομα», του είπε. «Για όσο βρίσκεσαι εδώ».
Ο Απόλλωνας είχε γνέψει καταφατικά. Υπήρχε λογική στην πρότασή του. Ο Άδμητος ήταν ένας λογικός άνθρωπος.
«Διάλεξε εσύ για μένα».
«Εντάξει», είχε συμφωνήσει ο Άδμητος και αφού το σκέφτηκε λίγο κατέληξε: «Τίφυς».
Η επιλογή είχε κάνει τον Απόλλωνα να χαμογελάσει. Ο Αργοναύτης, είχε σκεφτεί. Θα φαίνεται λογικό που με δέχτηκε έτσι εύκολα, αν έχω το ίδιο όνομα με τον νεκρό του φίλο.
«Τίφυς, λοιπόν», είχε επαναλάβει ο Θεός, ευχαριστημένος.
Ο Θεός, μεταμορφωμένος πλέον σε θνητό με τη νέα του ταυτότητα.
-
Το επόμενο πρωί μπορεί να νιώσει ξεκάθαρη την αλλαγή. Είναι στο σώμα του πρώτα, που το αισθάνεται πιασμένο και δύσκαμπτο. Είναι στα μάτια του που βλέπουν πιο θολά, η όρασή του να φτάνει μέχρι ένα σημείο του ορίζοντα και όχι παραπέρα. Είναι στη φωνή του που ακούγεται χαμηλή και άχρωμη. Είναι μια φωνή ανθρώπινη, θνητή. Ξυπνάει και το κεφάλι του θολώνει καθώς προσπαθεί να σηκωθεί. Αιφνιδιασμένος ξαπλώνει πίσω, βάζει το μπράτσο μπροστά στα μάτια, μιας και οι αχτίδες του ήλιου μοιάζουν ξαφνικά απίστευτα έντονες. Πέρα από όλα αυτά μπορεί να νιώσει και μια ξηρότητα στον λαιμό που δυσκολεύει το κατάπιομα. Η αίσθηση μαζεύεται μέχρι το στόμα, γεμίζοντας το με μια απαίσια δυσοσμία.
Μένει έτσι για λίγη ώρα, μέχρι που το χτύπημα από μια γροθιά στην πόρτα του τον ταράζει. Ένας υπηρέτης τού φωνάζει. Ο βασιλιάς τον θέλει στο δωμάτιό του.
Ο Άδμητος κάθεται στο πρεβάζι του παραθύρου και τρώει σύκα, ξετυλίγοντας προσεκτικά την τρυφερή τους σάρκα. Όταν ο Απόλλωνας μπαίνει στο δωμάτιο, σκουπίζει λίγο χυμό από το πρόσωπό του. Κοντοστέκεται. Παρατηρεί την αλλαγή. Τη θνητότητα που κάλυψε το θείο. Θα πρέπει να φαίνεται πολύ διαφορετικός τώρα, με την λάμψη της αθανασίας να έχει σβήσει από το δέρμα του. Για τον Άδμητο, τύχη; Κατάρα; Και τα δύο ταυτόχρονα. Θα του είναι πιο εύκολο έτσι, να αντιμετωπίσει τον Απόλλωνα ως υπηρέτη. Να η τύχη. Και η κατάρα: Ίσως ξεχάσει πως είναι θεός.
Ο βασιλιάς ανοίγει το στόμα του. Το κλείνει. Σηκώνεται όρθιος και ακουμπάει την πιατέλα με τα σύκα στο τραπέζι.
«Θα θέλεις να δεις το παλάτι», λέει. Ο Απόλλωνας καταλαβαίνει τι εννοεί: Θα σου δείξω το παλάτι.
«Δεν είναι σοφότερο να μου το δείξει κάποιος υπηρέτης;»
«Όχι», του απαντάει αλλά δεν διευκρινίζει.
Τον ακολουθεί έξω από το δωμάτιο. Με το πρωινό φως το παλάτι μοιάζει να σφύζει από ζωή. Του φαίνεται αρκετά διαφορετικό τώρα που το βλέπει μέσα από τα περιορισμένα θνητά του μάτια. Τα ταβάνια δείχνουν πιο ψηλά, οι διάδρομοι πιο επιβλητικοί και ατέλειωτοι. Όταν βγαίνουν στον εξωτερικό χώρο πίσω από το παλάτι, ο Απόλλωνας στιγμιαία τυφλώνεται από τον ήλιο έτσι όπως τα μάτια του είναι ευαίσθητα ακόμη. Σηκώνει την παλάμη. Μέσα από τη σκιά που δημιουργείται μπορεί να παρατηρήσει τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί, σε αυτόν τον ανοιχτό, άγονο χώρο, τον καλυμμένο με λευκό χώμα. Κάτω από ένα ψιλό πεύκο με λυγισμένο κορμό κάθεται μια γριά γυναίκα και ένα αγόρι. Λίγο παρακάτω, εκεί που ο ήλιος πέφτει κάθετα και αδυσώπητα, προπονούνται μερικοί νεαροί άντρες, με τους ώμους τους να λάμπουν. Δίπλα τους, σε μια σκιά, υπηρέτριας συζητάνε χαμηλόφωνα. Όταν γυρνάει να κοιτάξει τον Άδμητο, τον βρίσκει να χαζεύει επίσης προς την αυλή.
Μοιάζει απίστευτα ευχαριστημένος.
Ύστερα του γνωρίζει τον Τρίγλη που έχει γκρίζα, κατσαρά μαλλιά και ένα πρόσωπο γεμάτο με πανάδες. Είναι σημάδια από το φίλημα του ήλιου στο δέρμα του. Τα δάχτυλα των χεριών του είναι στραβά. Παρόλα αυτά δείχνει γερός και δυνατός ακόμη, παρά την ηλικία του. Ως βοσκός, του ανακοινώνει ο Άδμητος. Έτσι θα εκτίσει την τιμωρία του κάτω από την επίβλεψη αυτού του ηλικιωμένου άντρα. Για μια στιγμή, όταν ακούει την εντολή, αναλογίζεται τα δικά του κοπάδια. Είναι τα βόδια που του είχε κλέψει ο Ερμής κάποτε σε εκείνο το λιβάδι, κοντά στον Αλφειό. Βοσκός, λοιπόν. Δεν είναι άσχημη δουλειά. Το αντίθετο, μάλιστα. Από ό,τι φαίνεται ο Άδμητος σκοπεύει να παίξει τον ρόλο του διπλωμάτη.
Ο Ήλιος μετακινείται στον ουρανό, με κατεύθυνση προς ένα καυτό, υπήνεμο μεσημέρι και όσο περνάει η ώρα, τόσο ο λαιμός του Απόλλωνα αισθάνεται ξερός και τραχύς. Βήχει για να τον καθαρίσει. Δεν έχει ζήσει ξανά τόσο μεγάλη μέρα. Η δυσφορία του πρέπει να είναι ξεκάθαρη στον Άδμητο που τον στέλνει στην κουζίνα, όπου μια νεαρή, όμορφη υπηρέτρια, με πυκνά μαύρα μαλλιά του βάζει να πιει και να φάει. Είναι διαφορετικό αυτό το φαΐ. Δεν του δίνει την ευχαρίστηση της τσίκνας από τη θυσία ή τη γλυκάδα της αμβροσίας. Όταν όμως κοιτάει το πιάτο του συνειδητοποιεί πως το έχει κατασπαράξει χωρίς να το καταλάβει. Καθώς πίνει άφθονο νερό, στάλες στάζουν από την άκρη των χειλιών του. Είναι απίστευτα νόστιμο επίσης – και είναι μονάχα λίγο ψωμί και κατσικίσιο τυρί.
Το συνειδητοποιεί σύντομα αυτό για το σώμα. Τα πάντα είναι διαφορετικά. Καθώς νυχτώνει, τα μάτια του αρχίζουν να τσούζουν από την κούραση και τα βήματα του μοιάζουν πολύ πιο βαριά και ασταθή. Όταν πέφτει στο κρεβάτι αποκοιμιέται αμέσως. Δεν καταφέρνει καν να βγάλει τα ρούχα και τα παπούτσια του.
-
Την επόμενη μέρα κατεβαίνουν τον λόφο με το κοπάδι προς τον άπλετο χώρο του κάμπου που απλώνεται έξω από την πόλη. Δεν υπάρχουν πολλά ψηλά δέντρα. Το χώμα είναι καταπράσινο με χόρτα και τα βόδια τούς κατευθύνουν στην καλύτερη περιοχή από μόνα τους. Ο Απόλλωνας ακολουθεί το τέλος του κοπαδιού, στηρίζοντας το βάρος του σε μια γκλίτσα. Περιστασιακά σηκώνει το κεφάλι, κοιτάζοντας πίσω προς την πόλη, τους πρόποδες και εκεί πιο ψηλά στο βουνό οι πέτρινοι τοίχοι του παλατιού να σηκώνονται επιβλητικοί.
Ο Τρίγλης είναι πιο ομιλητικός από όσο περίμενε. Είναι ομιλητικός για βοσκός. Ομιλητικός για άτομο που περνάει όλη τη μέρα του μόνο με μοναδική συντροφιά τα βόδια και τα σκυλιά και τις σκληρές πέτρες του κάμπου. Του δείχνει διάφορα σημεία στο δρόμο τους. Φυτά και δέντρα, μονοπάτια, ονοματίζει τα ρυάκια. «Να», λέει. «Κάθε πρωί από εδώ περνάει ένας λαγός. Κατεβαίνει τον λόφο και περνάει απέναντι, εκεί στους θάμνους.». Και: «Εκεί πιο κάτω έχουν τις φωλιές τους φίδια». Αναρωτιέται αν είναι μισο-τρελαμένος από τη μοναξιά έτσι που δίνει τόση προσοχή σε αυτά τα πράγματα.
Η ζωή συνεχίζει έτσι. Κάθε μέρα κατεβάζουν το κοπάδι στον κάμπο. Περπατάνε στα ίδια μονοπάτια. Ο Απόλλωνας αρχίζει να συνηθίζει τη διαδρομή, όπως αρχίζει να συνηθίζει και όλα τα υπόλοιπα. Το νέο σώμα του, κυρίως. Ξέρει τώρα πότε πρέπει να το ποτίσει, πότε να το ταΐσει, πότε να το ξεκουράσει. Είναι σίγουρα μεγαλύτερος κόπος από τη θεϊκή σάρκα που η μοναδική προσοχή που χρειάζεται είναι τη λατρεία των ανθρώπων, αλλά του προκαλεί και μια ευχαρίστηση αυτή η φροντίδα. Όταν ξεπλένει το σώμα του από τη βρωμιά της μέρας ή όταν γεμίζει το κενό στο στομάχι του ή όταν ξαπλώνει το βράδυ στο κρεβάτι και αφήνει τον ύπνο να τον ρίξει σε έναν σκούρο, δίχως όνειρα κόσμο. Ένα πρωί καθώς ξυπνάει, παρατηρεί το φως έτσι όπως πέφτει από το παράθυρο και κάθεται στο δέρμα του, πιάνεται στις μαλακές, ξανθές τρίχες των χεριών του που λαμπυρίζουν. Ναι, είναι ευχάριστο. Δεν μπορεί να υποστηρίξει το αντίθετο.
Ο Άδμητος είναι πράγματι ένας ευσεβής άντρας. Αγαπητός από τον λαό του. Ήδη από τις πρώτες βδομάδες μπορεί να το καταλάβει αυτό. Είναι ξεκάθαρο στον τρόπο που μιλάνε οι υπηρέτες. Δεν θέλει να περνάει πολύ χρόνο μαζί τους αλλά αναπόδραστα αρχίζει να μαθαίνει τα ονόματά τους, τα πρόσωπά τους, τις φωνές του. Μένουν όλοι μαζί στον ίδιο χώρο, άλλωστε. Είναι δύσκολο να τους αποφεύγει. Όλοι τους του απευθύνονται ως «Τίφυ» και η αρχική δυσπιστία που του πρόσφεραν σύντομα μεταμορφώνεται σε κάτι πέρα από απλή αποδοχή, σε ένα τρυφερό συναίσθημα στα όρια της συμπάθειας.
Γνωρίζει και την κόρη του Τρίγλη που δεν είναι άλλη από τη μαυρομάλλα κοπέλα που του είχε σερβίρει εκείνη την πρώτη μέρα. Τη λένε Μελισσία και είναι έγκυος. Την ρωτάει, εύθυμα, αν ο πατέρας της ήταν πάντα έτσι αλλόκοτος ή αν τον άλλαξαν τα βουνά και εκείνη γελάει, με ένα γέλιο που είναι γάργαρο και όμορφο.
Ένα πρωινό χάνουν ένα μοσχαράκι.
Ο Τρίγλης το αντιλαμβάνεται αμέσως. Σταματάει το κοπάδι, μετράει τα ζώα μια-δυο φορές και ύστερα ξεκινάνε το ψάξιμο. Δεν χρειάζονται πολλή ώρα για να εντοπίσουν τη χαράδρα. Έχει εγκλωβιστεί σε ένα απότομο άνοιγμα του βράχου και μονάχα από τη γωνία της πτώσης φαίνεται πως έχει χτυπήσει άσχημα. Βγάζει μερικούς στριγκούς, αξιοθρήνητους λυγμούς. Για μια στιγμή ο Απόλλωνας σκέφτεται πως θα ήταν καλό να κατέβουν στη χαράδρα και να το σκοτώσουν ώστε να σωθεί από τη δυστυχία του, αλλά η πέτρα φαίνεται απότομη και αιχμηρή. Έχει συναίσθηση του σώματός του πλέον. Μια τέτοια πτώση θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Έτσι, αφήνει το μαχαίρι στη θήκη του και ετοιμάζεται να γυρίσει την πλάτη στο μοσχάρι.
«Έλα, βοήθησε με», λέει ο Τρίγλης. Ο Απόλλωνας καταλαβαίνει αμέσως τι εννοεί. Δεν θέλει απλώς να κατέβει εκεί για να το σκοτώσει, θέλει να το σώσει.
Διστάζει για μια στιγμή. Ακόμη και αν καταφέρουν να το βγάλουν από την τρύπα, φαίνεται θανάσιμα τραυματισμένο. Δεν επρόκειτο ούτε τη διαδρομή μέχρι το παλάτι να αντέξει. Αυτός ο δισταγμός του κάνει τον άλλον άντρα να κουνήσει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά και δίχως να πει τίποτε άλλο, του γυρνάει την πλάτη και κατευθύνεται προς τη χαράδρα. Με μικρές, προσεκτικές κινήσεις σκαρφαλώνει κάθετα τον βράχο, βρίσκοντας πάτημα ανάμεσα στις πέτρες και το χώμα. Τα στραβά του δάχτυλα τον κρατάνε γερά στην κατάβαση μέχρι που οι πατούσες του αγγίζουν χώμα.
Γονατίζει δίπλα στο ζωντανό. Προσεκτικά, με μια απίστευτη τρυφερότητα, ακουμπάει την παλάμη στο πρόσωπό του. Ψιθυρίζει κάτι που ο Απόλλωνας δεν μπορεί να ακούσει. Ύστερα το πιάνει από τα πόδια και το βάζει γύρω από τους ώμους του. Πρέπει να ζυγίζει όσο μια νεαρή γυναίκα ή και παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση δυσκολεύεται αρκετά να το σηκώσει αλλά καταφέρνει να δέσει τα πόδια του ώστε να το προφυλάξει από την πτώση. Ύστερα επιστρέφει στο σημείο του βράχου από όπου κατέβηκε, βάζοντας τα δάχτυλα του ξανά μέσα στην πέτρα. Δεν υπάρχει περίπτωση, συνειδητοποιεί ο Απόλλωνας, δεν θα μπορέσει να το ανεβάσει έτσι.
«Σταμάτα», του φωνάζει. «Περίμενε». Πηγαίνει να φέρει το σκοινί που έχουν μαζί τους. Δένοντας με αυτό το ζώο, καταφέρνει να το τραβήξει εκείνος πάνω.
Ανακουφισμένος, το ακουμπάει στο έδαφος. Ύστερα, βγάζει το κεφάλι του πάνω από το βράχο για να δει αν ο Τρίγλης έχει αρχίσει την ανάβαση. Είναι μόλις λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος όταν χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Ακούγεται ένας γδούπος. Ένα βογκητό πόνου. Ο Απόλλωνας κλείνει τα μάτια.
Το μοσχάρι δεν επιβιώνει. Ο Τρίγλης χρειάζεται να μείνει μερικές μέρες στο κρεβάτι μέχρι να γιατρευτεί το σπασμένο του πόδι.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε αυτό», λέει ο Απόλλωνας. Τον έχει επισκεφτεί πολλές φορές τις τελευταίες μέρες ώστε να τον δει, ανήμπορος όπως είναι στο κρεβάτι. «Ήταν επικίνδυνο».
«Υπήρχε μια περίπτωση να το σώσει», απαντάει ο Άδμητος. «Και εσύ κατέβηκες για εκείνον».
«Δεν κατέβηκα μόνος. Βρήκα πρώτα εκείνους τους βοσκούς».
Ο Άδμητος τον κοιτάει μονάχα. «Αν δεν τους έβρισκες δεν θα κατέβαινες;»
Κοντοστέκεται για μια στιγμή και δεν απαντάει. Δεν ξέρει.
Τον επισκέπτεται συχνά-πυκνά τον βασιλιά στα διαμερίσματά του πλέον. Είναι καλή παρέα. Ευχάριστος και ευγενικός. Έξυπνος. Καλός συνομιλητής. Έτσι κάθονται και τώρα, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Ο ελαφρύς αέρας κάνει τα μαλλιά του Αδμήτου να τινάζονται προς τα πίσω. Ο Απόλλωνας τον κοιτάει για αρκετή ώρα. Τα κοιτάει όλα. Την κοψιά του σαγονιού του, το φούντωμα των φρυδιών του, τον τρόπο με τον οποίο ρυτιδιάζει το μέτωπό του καθώς σκέφτεται. Ξέρει πως υπάρχει κάτι ανάμεσα σε εκείνον και τους θνητούς, κάτι που δεν τον αφήνει να καταλάβει. Για μια στιγμή, όμως, για μια ανάσα, νιώθει κάτι μέσα του, περισσότερο διαίσθηση παρά σκέψη που κουνάει το κεφάλι του ξαφνιασμένος για την απομακρύνει. Δεν θέλει να το σκέφτεται πολύ - πόσο τους πλησιάζει στη μορφή όσο περνάνε οι μέρες.
Ήταν ένα απόγευμα που πλενόταν, σπογγίζοντας τη βρωμιά του κάμπου από πάνω του, που είχε παρατηρήσει το δίπλωμα στο στομάχι του. Σε ένα σημείο το δέρμα είχε αρχίσει να τσακίζει καθώς έσκυβε για να ξεπλύνει τα πόδια του. Είχε μαζευτεί λίπος και σε άλλα σημεία στο σώμα του, στα μπράτσα, στους γοφούς. Πέρασε μερικές στιγμές να το επεξεργάζεται. Τα έλεγξε προσεκτικά. Αυτά τα σημάδια από το πέρασμα του χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων αυτό που ο χρόνος πιάνει το δέρμα τους και το αλλοιώνει, πως πλάθονται κάτω από τις καταστάσεις της ζωής τους: Αν ζεις έτσι τότε θα δείχνεις έτσι, αν είσαι από εκείνο το μέρος τότε θα δείχνεις έτσι, αν και τότε. Αν. Τότε. Οι Θεοί δεν είναι καθόλου έτσι. Αέναοι, αμετάβλητοι, σταθεροί. Είναι δυσάρεστο να βλέπει το σώμα του να άγεται και να φέρεται καθ' αυτόν τον τρόπο, χωρίς τη βούλησή του.
Ξέρει πως, αν και συγκυριακά θνητός, δεν έγινε άνθρωπος. Δεν θα δει ποτέ το σώμα του να φθίνει, να διαλύεται, να μαζεύεται προς τα μέσα και να αυτοκαταστρέφεται. Δεν θα γεμίσει αύλακες και σημάδια, μήτε θα νιώσει ποτέ προδομένος από τα άκρα και τα εντόσθιά του. Αλλά ακόμη και αυτή η αλλαγή, η μικρή - λίγο λίπος, λίγο δέρμα - είναι δυσάρεστη με έναν τρόπο που τον κάνει να αισθάνεται άρρωστος. Έχει αρχίσει να το σκέφτεται πλέον κάθε φορά που πέφτει για ύπνο. «Μια ακόμη μέρα τελείωσε», σκέφτεται κάθε βράδυ και να σου το φεγγάρι στον ουρανό, να λάμπει, πανέμορφο και αναλλοίωτο.
Είναι έξω και ασκείται, κάτω από το λευκό φως της σελήνης όταν τον βρίσκει ο Άδμητος. Προτιμάει να βγαίνει τα βράδια για άσκηση. Πριν πέσει για ύπνο. Τότε που μπορεί να σηκώσει ανά πάσα στιγμή το κεφάλι στον μαύρο ουρανό και να κοιτάξει το φεγγάρι. Ο θνητός χρόνος κυλάει διαφορετικά, πολύ διαφορετικά από το θεϊκό. Για εκείνον έχει περάσει μια αιωνιότητα από την τελευταία φορά που είδε την αδερφή του, για την Αρτέμιδα λογικά θα μοιάζει με καρδιοχτύπι.
Ο βασιλιάς κοντοστέκεται λίγα μέτρα παραδίπλα. Το πρόσωπο του φωτίζεται, έτσι και έτσι, από το φεγγάρι. Τον παρατηρεί, συνειδητοποιεί ο Απόλλωνας, τον παρατηρεί όπως είναι ξαπλωμένος στο χώμα, καλυμμένος με μια λεπτή στρώση ιδρώτα και γυμνός. Δεν έχει βρεθεί ποτέ ξανά σε αυτή την θέση: να τον παρατηρούν έτσι. Αυτός που παρατηρείται και αυτός που παρατηρεί. Αυτός που ευνοείται και αυτός που ευνοεί. Πρώτη φορά βρίσκεται στην αρχή της πρότασης. Ανοίγει ελάχιστα τα πόδια του και στρίβει το κεφάλι, τεντώνει το λαιμό του. Κοίτα τότε, σκέφτεται. Η σκέψη τον συναρπάζει.
Ο Άδμητος ξεροβήχει.
«Ήθελα να σου πω», λέει. «Αύριο θα έχουμε έναν σημαντικό επισκέπτη».
Τον ξαφνιάζει λίγο με αυτή την πρόταση. Σηκώνεται, τινάζοντας το χώμα από πάνω του και φοράει τον τσαλακωμένο χιτώνα του, πριν πλησιάσει τον βασιλιά.
«Ναι;» ρωτάει.
«Τον Ηρακλή».
Ο Απόλλωνας καγχάζει. Κι άλλος γιος του Δία.
«Δεν θα σε αναγνωρίσει», λέει τελικά ο Άδμητος. Φαίνεται έτοιμος να σηκώσει το χέρι, να τον αγγίξει ίσως. Τελικά δεν μετακινείται. Ο Απόλλωνας καταλαβαίνει τι εννοεί ούτως ή άλλως.
Δεν είσαι αναγνωρίσιμος.
-
Τον Ηρακλή τον υποδέχονται με τιμές που αρμόζουν σε θεό. Καταφθάνει μόνος, μονάχα με δυο υπηρέτες, πάνω σε ένα λευκό, τεράστιο άλογο που ο λαιμός του είναι δυο φορές το στέρνο του Απόλλωνα. Τον περιμένει ο ίδιος ο Άδμητος στην είσοδο του παλατιού, ντυμένος με ένα πανέμορφο μανδύα με χρυσές λεπτομέρειες και μια ζώνη γεμάτη αστραφτερές πέτρες. Όταν ο ήρωας γιος του Δία ξεπεζεύει, ανταλλάσσουν μια σφιχτή αγκαλιά και εγκάρδια λόγια.
Αμέσως ξεκινάει και το γλέντι. Τον Απόλλωνα τον τραβάνε στην κουζίνα και του δίνουν μια κανάτα με γλυκό κρασί για να πάει να κρατά γεμάτα τα ποτήρια των καλεσμένων. Δεν έχει συνήθως τέτοιο ρόλο στις γιορτές αλλά αυτό το γλέντι είναι ειδική περίπτωση. Σπάνια επισκέπτεται φίλος του βασιλιά από την εκστρατεία, πόσο μάλλον ο ημίθεος Ηρακλής, ο ήρωας της Θήβας και του Άργους.
Η φασαρία που έρχεται για να καλύψει το παλάτι είναι απίστευτη. Οι μουσικές, οι χοροί, οι φωνές και τα γέλια των ανθρώπων και πάνω από όλα αυτά, σαν τεράστιο κύμα τα καλύπτει, η τρανταχτή, στεντόρεια ομιλία του Ηρακλή. Μπορεί να διακρίνει ξεκάθαρα το κεφάλι του μέσα στο πλήθος. Τεράστιος όπως είναι, ψηλότερος από όλους τους κατοίκους των Φερών, κάνει το τραπέζι στο οποίο κάθεται να μοιάζει μικρό, σαν φτιαγμένο για παιδιά. Καθώς τον παρατηρεί, αναλογίζεται για μια στιγμή την Ήρα, καθισμένη στα σκαλιά μπροστά στον θρόνο του Δία, με το παγόνι της στα γόνατα. Δεν έχει καιρό να σκεφτεί τι αισθάνεται για την εικόνα της επειδή κάποιος τον καλεί, με το όνομα του – Τίφυς – και ο Απόλλωνας γυρνάει να απαντήσει. Είναι ο Άδμητος αυτός που τον φωνάζει. Ο Απόλλωνας τον πλησιάζει, έτοιμος να γεμίσει το ποτήρι του. Αλλά δεν είναι κρασί αυτό που θέλει ο βασιλιάς.
Ο Ηρακλής, καθισμένος όπως είναι μπροστά του, τον κοιτάει καλά-καλά. Κρατάει ένα κόκαλο στα χέρια του από το κρέας που μόλις τέλειωσε να γλύφει.
«Αυτός είναι;» κάνει. «Εσύ είσαι ο Τίφυς; Ξέρεις τι όνομα έχεις νεαρέ;» τον ρωτάει, αφήνοντας το κόκαλο στο πιάτο του.
Ο Απόλλωνας κουνάει το κεφάλι. Μπορεί να δει τον Άδμητο να μετακινείται άβολα στην καρέκλα του. Θα του ξέφυγε κατά λάθος το κάλεσμα, το όνομα. Αλλά ο Ηρακλής δεν φαίνεται να καταλαβαίνει δόλο, επειδή η άρνηση του Απόλλωνα τον κάνει να χτυπήσει ευδιάθετα το χέρι στο τραπέζι.
«Δεν ξέρεις την ιστορία για τον συνονόματό σου;» λέει, γελώντας και ύστερα του κάνει νόημα να γεμίσει το ποτήρι του με περισσότερο κρασί. «Δεν σου έχει πει τις ιστορίες από τις περιπέτειες του;» Και στο παράξενο βλέμμα που του ρίχνει ο Απόλλωνας, συνεχίζει: «Τι ντροπή, Άδμητε».
Ο ίδιος είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει νωρίς το πλήρωμα, οπότε βάζει τον Άδμητο να τα διηγηθεί. Ο Απόλλωνας κάθεται στο τραπέζι. Το κατανοεί αυτό. Θέλουν να πουν ιστορίες. Θέλουν να υπερηφανευτούν για κατορθώματα. Θέλουν να θυμηθούν τα παλιά. Θεοί-άνθρωποι, όλοι ίδιοι σε αυτό. Οπότε ο Απόλλωνας κάθεται καλός δέκτης και παρατηρεί τον Άδμητο καθώς μιλάει. Παρατηρεί το φως έτσι όπως πέφτει μέσα από το στόμα του και αναβοσβήνει στα δόντια του όσο κινεί τα χείλη του με λέξεις. Μιλάει νωχελικά, αργά, χωρίς βιασύνη, αφήνοντας τον Ηρακλή και τους υπόλοιπους άρχοντες στην παρέα να προσθέτουν, να αφαιρούν, να γελάνε και να σχολιάζουν. Όταν σταματάει για να πιει κρασί, ο Απόλλωνας δεν απομακρύνει το βλέμμα του. Ξέρει την ιστορία αλλά με τον τρόπο που ξέρουν οι θεοί, δίχως ενδιαφέρον. Η εκστρατεία του Ιάσονα ήταν άλλωστε με τις ευχές της Ήρας. Γιατί να ασχοληθεί μαζί της;
Το κρασί ρέει άφθονο στο δωμάτιο, από κανάτα σε ποτήρι και από ποτήρι σε στόμα, μέχρι που όλα τυλίγονται με τη γλυκάδα και τη ζαλάδα του πιοτού. Οι φωνές δυναμώνουν, τα γέλια πολλαπλασιάζονται. Ο χώρος μπροστά από τους οργανοπαίχτες γεμίζει κόσμο, πιασμένο χέρι-χέρι, που ακολουθεί το ρυθμό. Ο Ηρακλής έχει πιάσει μια υπηρέτρια και την έχει καθίσει στα γόνατά του και καθώς μιλάει, κουνάει τόσο έντονα το ποτήρι του που κρασί χύνεται παντού. Μια υπέροχη ευφορία έχει καλύψει τα πάντα και έχει έρθει για να κάτσει στο στομάχι του Απόλλωνα, στο μυαλό του, στα χείλη του που αρνούνται να σταματήσουν να γελάνε. Μπορεί να νιώσει το χέρι του Αδμήτου, φωλιασμένο στο γόνατό του, ζεστό και νωπό από τον ιδρώτα. Όταν γυρνάει να τον κοιτάξει συνειδητοποιεί πως ο βασιλιάς τον κοιτάει πίσω. Αλληλοκοιτιούνται. Απαλά.
Και ύστερα – κάπως – μια λύρα καταλήγει στα χέρια του. Πρέπει να ήταν ο Άδμητος αυτός που κάλεσε να την φέρουν επειδή σκύβει προς το μέρος του Απόλλωνα και ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του. Τα χείλη του κοντά στο δέρμα. Η ανάσα του καυτή. Έχει τόση φασαρία που δεν μπορεί να τον καταλάβει αλλά όταν απομακρύνεται και φανερώνεται το πρόσωπο του, τα μαύρα, αστραφτερά του μάτια, ο Απόλλωνας καταλαβαίνει τι του ζητάει. Περνάει τα δάχτυλα του πάνω από τις χορδές και ανασαίνει.
Συνήθως όταν ο Θεός του φωτός παίζει την λύρα του όλη η πλάση σταματάει για να ακούσει. Είναι τόσο όμορφο το παίξιμό του που μέχρι και τα πουλιά παύουν το τιτίβισμα τους, τα φύλλα σταματούν να θροΐζουν, οι άνθρωποι σωπαίνουν. Αλλά τώρα, όταν παίζει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Πρώτα αρχίζει να τραγουδάει ο Ηρακλής, με την απέραντη, τραχιά φωνή του. Ύστερα ο Άδμητος. Μετά κι άλλοι, κι άλλοι, μέχρι που όλο το δωμάτιο τραγουδάει στον δικό του ρυθμό, τόσο δυνατά που με δυσκολία μπορεί να ακουστεί το παίξιμό του. Οι φωνές είναι παράφωνες, αταίριαστες και τόσο απίστευτα εκπληκτικές που του κόβουν την ανάσα. Δεν το έχει προκαλέσει ποτέ ξανά αυτό: τόση χαρά, τόση ευτυχία απλωμένη σε ένα δωμάτιο. Μπορεί να νιώσει την ανάσα του Άδμητου στο μάγουλό του καθώς τραγουδάει κι αυτός, τόσο κοντά του, τόσο υπέροχα κοντά. Γυρνάει να τον κοιτάξει και τα μάτια του λάμπουν. Λάμπουν τόσο έντονα και τα χείλη του είναι τραβηγμένα σε ένα υπέροχο χαμόγελο. Λίγος ιδρώτας έχει μαζευτεί εκεί, στο πάνω χείλος του και ο ξαφνικά ο Απόλλωνας νιώθει μια τέτοια τεράστια επιθυμία να σκύψει μπροστά για να γλύψει το γέλιο από το στόμα του.
Είναι μια χαρά που δεν έχει ξαναζήσει. Ποτισμένη από το πιοτό, ίσως. Ποτισμένη από κάτι άλλο. Από αυτό το σώμα, το θνητό σώμα, το σώμα που το παρασέρνει ο άνεμος και ο χρόνος, που είναι τόσο ευάλωτο σε αυτά τα συναισθήματα. Κοιτάει αυτούς τους ανθρώπους, τους θνητούς, αυτούς που θα πεθάνουν κάποτε, που είναι βέβαιο πως θα πεθάνουν, πως χορεύουν και γλεντούν και τραγουδάνε, με έναν τρόπο που δεν έχει ζήσει ποτέ στον Όλυμπο. Και μετά σταματάει. Κοντοστέκεται.
Ο Ηρακλής που τώρα στέκεται απέναντι του, μεθαύριο θα φύγει, θα καβαλικέψει το λευκό άλογο του και θα χαθεί μέσα στον κάμπο. Και αυτό το δωμάτιο που τώρα σφύζει από χαρά, αύριο θα είναι άδειο. Μονάχα οι υπηρέτες θα έχουν μείνει, να μαζεύουν τα κόκαλα και τις στάχτες αυτής της χαράς που γεννήθηκε απόψε. Θυμάται τις ιστορίες του Αδμήτου, όπως τις είπε με το στόμα του να χύνει φως: τη χώρα των Δολιόνων, τις Συμπληγάδες, την Κολχίδα. Και ο Τίφυς από τον οποίο κληρονόμησε το όνομά του, συνειδητοποιεί, έτσι θα γιόρταζε την προηγούμενη μέρα, προτού τον καταπιεί η θάλασσα και η αρρώστια. Και ίσως να είναι το πιοτό ή το σώμα, ή κάτι άλλο, αλλά ξαφνικά τα συνειδητοποιεί όλα μαζί, ταυτόχρονα: Πόσο ευτυχισμένος είναι εκείνη τη στιγμή και πόσο λίγο, στα αλήθεια, κρατάει μια στιγμή.
Σηκώνεται, ξαφνιασμένος με το σώμα του που προτίμησε αυτή την κίνηση. Αρχίζει να μαζεύει τα άδεια κανάτια από το τραπέζι. Χρειάζεται σχεδόν να πατήσει πάνω στον Άδμητο για να περάσει έξω από το τραπέζι και να κατευθυνθεί προς την πόρτα. Όλη η φασαρία εγκλωβίζεται μέσα στο δωμάτιο όταν κλείνει την μεγάλη είσοδο πίσω του, στρίβοντας δεξιά, μακριά από τα μαγειριά και προς την αυλή. Όταν φτάνει εκεί, μόνο το φεγγάρι είναι έξω, υπέροχο και αθάνατο, και ο μαύρος, απέραντος ουρανός.
Ακουμπάει τον δίσκο χάμω και μετά βγαίνει στην αυλή, τυλίγοντας τα μπράτσα γύρω από τον εαυτό του. Φυσάει λίγο. Το αεράκι που έχει σηκώσει το φθινόπωρο και η ψύχρα τον κάνουν να σκεφτεί ιστορίες από τα παλιά. Πάντα γνώριζε πόσο φευγαλέα είναι η ζωή των ανθρώπων. Ένα καρδιοχτύπι, ένας βλεφάρισμα. Πριν προλάβεις καλά-καλά να γνωρίσεις κάποιον, ο άνεμος έρχεται και τον παίρνει. Έτσι είναι. Έτσι ήταν πάντα. Αλλά ποτέ δεν το είχε συνειδητοποιήσει με τέτοια ευκρίνεια, όπως τώρα. Επειδή γνωρίζεις κάτι δεν σημαίνει πως το καταλαβαίνεις κιόλας, υποθέτει. Δεν ξέρει καν αν οι άνθρωποι εκεί μέσα το καταλαβαίνουν. Πώς μπορείς να ξέρεις κάτι τέτοιο – κάτι τόσο φριχτό – και να εξακολουθείς να γελάς και να τραγουδάς και να χορεύεις;
Το θρόισμα ρούχων του τραβάει την προσοχή. Είναι ο Άδμητος που στέκεται εκεί, ντυμένος με το φως του φεγγαριού. Κοιτιούνται για μια στιγμή – αλληλοκοιτιούνται – και ύστερα ο Απόλλωνας τραβάει το βλέμμα του, το ρίχνει ξανά στο χώμα.
«Είσαι εντάξει;» τον ρωτάει ο Άδμητος, ήσυχα και πλησιάζει προς το μέρος του. Ένα βήμα, ένα ακόμη.
Ο Απόλλωνας κουνάει το κεφάλι. «Όχι», λέει. Δεν υπάρχει λόγος να το κρύψει. Υπάρχουν δάκρυα στις άκρες των ματιών του.
Μπορεί να μυρίσει το άρωμα από τα νυχτολούλουδα που απλώνονται στον πίσω τοίχο της αυλής. Είναι ένα γλυκερό, ευχάριστο άρωμα. Έτσι μυρίζει και ο Άδμητος όταν πλησιάζει κοντά του, γλυκερά και ευχάριστα – σαν κρασί επίσης. Είναι ακόμη και οι δύο λίγο μεθυσμένοι. Ακουμπάει τα δάχτυλά του στο μάγουλο του Απόλλωνα και είναι ζεστά και νωπά όπως ήταν η παλάμη του πριν, όταν φώλιαζε στο γόνατό του. Τα αφήνει απλά εκεί για μια στιγμή, να αγγίζουν και ύστερα τα μετακινεί τρυφερά στο πρόσωπό του. Δεν μπορεί να σκεφτεί άλλη λέξη για αυτό: τρυφερά. Για αυτόν: τρυφερός. Αυτό σκέφτεται και όταν πιέζει τον αντίχειρά του στην άκρη του ματιού του Απόλλωνα και σκουπίζει τα δάκρυα που κρεμόταν εκεί.
«Σε πείραξε το κρασί;»
Ο Απόλλωνας γνέφει αρνητικά. «Όχι», λέει. «Είναι... Δεν ξέρω. Αυτό το σώμα υποθέτω». Μένει για μια στιγμή εκεί και: «Πως το αντέχετε;» ρωτάει τελικά επειδή δεν έχει νόημα να μην ρωτήσει.
Ο Άδμητος τον φιλάει.
Είναι κάποιου είδους απάντηση υποψιάζεται ο Απόλλωνας, αλλά δεν μπορεί να την καταλάβει. Δεν μπορεί να καταλάβει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top