Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον
Η Κλωθω, «αυτή που κλώθει», γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λαχεσις, το ξετυλίγει, ενώ η τρίτη, η Ατροπος το κόβει, όταν έρθει η ώρα .
Η μουσική ήταν πολύ δυνατή, εξωφρενικά δυνατή και τα ιδρωμένα κορμιά που χόρευαν λες και δεν υπήρχε αύριο, αγνοούσαν τον κίνδυνο ότι κάποιος θα έριχνε κάτι στα μη επιτηρούμενα ποτά τους. Τα χρωματιστά φώτα -αν ήταν κάποια άλλη- σχεδόν θα τη ζάλιζαν, μα με τα χρόνια τα είχε συνηθίσει πλέον.
Κοίταξε τον Eddie, μέλος της Μαφίας, που μόνο για μία ώρα είχε λάβει θέση μπάρμαν στο πολυσύχναστο μπαρ. Σέρβιρε τότε σε μια παρέα φοιτητριών κι έπειτα της έκλεισε διακριτικά το μάτι. Είχαν ενσωματωθεί πλήρως στο περιβάλλον, όπως πάντα άλλωστε.Το στενό φούξια φόρεμα της εντυπωσιακής καλλονής τόνιζε τις καμπύλες της σε μέτριο βαθμό -άλλωστε ο στόχος ήταν απλός. Σχεδόν ασήμαντος. Ωστόσο από ότι φαινόταν ήταν προσεκτικός.
Ο Αντρέας στεκόταν στον υπερυψωμένο χώρο των VIP πίσω από ένα προστατευτικό γυαλί.
«Ρεβέκκα μην τα κάνεις θάλασσα» την προειδοποίησε επιτακτικά από το μικροσκοπικό ακουστικό που είχε τοποθετήσει στο αφτί της.
Ρόλλαρε τα μάτια της επιδεικτικά.
«Τον εντόπισες;» η φωνή του ακούστηκε από το ακουστικό.
Η κοπέλα ήπιε δυο γουλιές από το ποτό της γνωρίζοντας ότι ο αδελφός της την κοιτούσε.
Οι δυο γουλιές ποτού σήμαιναν ναι, η μία όχι.
Κοίταξε διακριτικά τον άντρα που στεκόταν στην άλλη άκρη του μπαρ κι έπινε βαριεστημένα το ποτό του. Ήταν καμπουριασμένος και κοίταζε τριγύρω αόριστα.
Πιέζεται από το χώρο και νιώθει άβολα.
Σκέφτηκε με το που τον παρατήρησε στα γρήγορα η Ρεβέκκα - είχε μάθει να ξεκλειδώνει τα κρυφά μηνύματα της γλώσσας του σώματος πολύ καλά πλέον. Της πήρε πολύ λίγο καιρό, απλώς κάθε άτομο ήταν διαφορετικό κι αυτό τη δυσκόλευε σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ο τύπος κάθεται στο σκαμπό με σφιγμένα τα γόνατα του, άρα νιώθει ότι χρειάζεται προστασία. Το θύμα της ήταν εξαιρετικά ευάλωτο και λίγο μετά το τρίτο ποτό που με δυσκολία πλέον κατάπινε αποφάσισε να κάνει την εμφάνισή της. Ήταν αρκετά ζαλισμένος. Ανακάτεψε τα μαλλιά της, πασάλειψε λίγο το ροζ κραγιόν που μισούσε και πήρε μία βαθιά ανάσα.
Μπορείς, μόνο εσύ μπορείς.
Προχώρησε με σχεδόν ατσούμπαλο βήμα, θεατρινίστικα και μόλις τρία μέτρα μακριά του είχε κερδίσει ήδη το βλέμμα του. Του χαμογέλασε κι ήταν σίγουρη ότι φαινόταν μεθυσμένη.
Την κοίταξε ζεστά, και πονηρά, νομίζοντας ότι η κοπέλα τον ήθελε όντως.
«Γειαα» του είπε φωναχτά στα αγγλικά μέσα από τη δυνατή μουσική. Ο τύπος ήταν Βρετανός, παντρεμένος, με δυο ερωμένες και πίστευε ότι σήμερα θα αποκτούσε και τρίτη.
Η ίδια όταν της τα αποκάλυψε όλα αυτά ο Stephan απόρησε.
Ακούμπησε τον αγκώνα της στον πάγκο και καλά για να στηριχτεί κι έδωσε μία καλή εικόνα στον άντρα, την οποία ήδη λιγουρευόταν.
Είχε χαλαρώσει τη φτηνιάρικη γραβάτα του και το τεντωμένο γαλάζιο πουκάμισό του μαρτυρούσε ότι είχε πάρει κάποια κιλά τελευταία.
Της χαμογέλασε με λάγνο βλέμμα, σίγουρα άρχισε να πιστεύει ότι η τύχη του καλυτέρεψε.
«Είχα μία απαίσια μέρα και πλέον αρχίζω να πιστεύω πως ίσως η τύχη μου άλλαξε προς το καλό» της είπε νομίζοντας ότι θα έπαιρνε και Oscar για την ατάκα του.
Μα τι ειρωνεία, η μέρα σου τείνει προς το πολύ, πολύ χειρότερο σκέφτηκε η Ρεβέκκα, μα δεν έχασε ευκαιρία κι αμέσως έγειρε προς το μέρος του ελαφρώς θέλοντας να τον κάνει να πιστέψει ότι ήταν μεθυσμένη.
Του χαμογέλασε χαζά και χασκογέλασε κάνοντάς τον σχεδόν να γουρλώσει τα μάτια του.
«Με λένε Victor» την πλησίασε λίγο τάχα για να την ακούει καλύτερα.
«Έμμα» του χάρισε -χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια- ένα τυπικό χαμόγελο, που φάνηκε ωστόσο να τον θαμπώνει. Τα κιτρινιασμένα δόντια του φάνηκαν και τα δάχτυλά του τρεμόπαιξαν.
Κιτρινιασμένα δόντια, τρεμάμενα χέρια, ένα καλαμάκι ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο του δεξιού του χεριού.Ήταν δεξιόχειρας καπνιστής. Κι από την ανάσα του η κοπέλα συμπέρανε ότι δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κόψει.
Ωστόσο ο λόγος που σπαταλούσε το χρόνο της μαζί του απόψε ήταν γιατί χρωστούσε στον αδελφό της περίπου 50.000 ευρώ, τα οποία τους βεβαίωσε ο Stephan -μετά από μια έρευνα στα οικονομικά του-πως δε θα έπαιρναν ποτέ πίσω.
Θα πλήρωνε λοιπόν το τίμημα με αίμα.
«Πάμε έξω; Θέλω να καπνίσω...» γουργούρισε και τρίφτηκε πάνω του με το πιο γοητευτικό βλέμμα της.
«Πρέπει να είσαι πολύ μεθυσμένη» μουρμούρισε στον εαυτό του.
«Ε» έκανε πως δεν τον άκουσε.
«Τίποτα τίποτα» είπε και της χαμογέλασε με οδυνηρά λίγη πειστικότητα.
Ο άντρας φάνηκε να δειλιάζει μα βλέποντάς τη να δαγκώνει «ασυναίσθητα» τα χείλη της δέχτηκε αμέσως.
Την οδήγησε προς την πόρτα που οδηγούσε σε ένα σκοτεινό στενάκι. Κι ο τύπος προφανώς πίστευε ότι εκείνη δεν το γνώριζε, μα ίσως είχε βρεθεί εκεί πιο πολλές φόρες από ότι εκείνος.
Ο παγωμένος αέρας τη χτύπησε στο πρόσωπο και πλέον μετρούσε αντίστροφα μέχρι τη στιγμή που ο αδελφός της θα έκανε την εμφάνισή του.
Ο άντρας που κρατούσε ήδη τα τσιγάρα στο χέρι έκλεισε με κρότο την πόρτα πίσω τους.
« Έχεις αναπτήρα γιατί-», με μια απότομη κίνηση το σκοτάδι στο σοκάκι έγινε ακόμη πιο πυκνό για εκείνον καθώς τον έσπρωξε δυνατά στο παγωμένο σκληρό δάπεδο του εγκαταλελειμμένου δρόμου. Έπεσε ανάσκελα -κερδίζοντας πιθανώς μία διάσειση- και ξεκάθαρα μπερδεμένος.
Το τακούνι της βρέθηκε στο κέντρο του λαιμού του και ήξερε πως ήταν αρκετά μεθυσμένος για να αντιδράσει με επιτυχία, μα κι αρκετά νηφάλιος για να ξέρει πως με την παραμικρή αντίσταση το τακούνι της θα γινόταν ένα με το λαρύγγι του.
Την κοιτούσε μπερδεμένος.
«Ρεβέκκα Ιακώβου αν τολμήσεις να το κάνεις θα σε σκοτώσω!» ακούστηκε η χαρακτηριστική φωνή του αδελφού της. Ο Αντρέας προχώρησε προς το μέρος τους κρατώντας ένα όπλο που σημάδευε τον κακόμοιρο Victor.
Η εκνευρισμένη μελαχρινή ρόλλαρε τα ματιά της.
O τύπος πανικοβλήθηκε.
«Ρεβεκ-κα Ιακωβ-β-βου; Είσαι η Ρεβέκκα Ιακώβου;» ρώτησε μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του.
Η Ρεβέκκα γέλασε χαιρέκακα. Η φωνή της ηχούσε σε κάθε χιλιοστό του δρόμου.Μα φυσικά! Η κολασμένη κοπέλα, που τα φώτα του κλαμπ σε συνδυασμό με το πασαλειμμένο make up ελαχιστοποιούσαν κάθε στοιχείο της ομορφιάς της ώστε να γίνει πιο «διακριτική» η παρουσία της.
Ήταν ένας ζωντανός θρύλος.
Θα ήταν σχεδόν τιμητικό να σε αποπλανήσει.
«Και τώρα που είδες το πρόσωπο μου ξέρεις τι ακολουθεί...» του είπε κυνικά κι ο Eddie βγήκε από το κλαμπ και κράτησε τσίλιες στην πόρτα.
Δυο σωματώδεις τύποι κόλλησαν τον Victor στον τοίχο κι εκείνος είχε ασπρίσει ολόκληρος. Κοίταξε τον αδελφό της που σημάδευε με το όπλο του σταθερά το θύμα της που πλέον είχε μια ταινία κολλημένη στο στόμα του κι ήταν σταθεροποιημένος στον τοίχο από άντρες που δεν θα τολμούσε να προκαλέσει.
«Δεν με άφησες ούτε λίγο να παίξω μαζί του» του είπε παραπονεμένη με ψυχρή φωνή.
«Σε άφησα» απάντησε ο αδελφός της και γύρισε προς το μέρος της με μπερδεμένο βλέμμα.
Το ψυχρό γέλιο της εκθαμβωτικής καλλονής ήχησε σε όλο το σοκάκι.
«Εγώ την κάνω, τακτοποιήστε το» είπε κοιτώντας υποτιμητικά τον κακόμοιρο τύπο και έκανε μεταβολή να φύγει, μα στιγμιαία σταμάτησε. Ένιωθε τα βλέμματα όλων πάνω της. Μειδίασε ευχαριστημένη.
«Το αυτοκίνητο σου είναι στην γωνία» ο Άγγελος της είπε και χωρίς προειδοποίηση της πέταξε τα κλειδιά τα οποία επιτυχώς έπιασε. Του χαμογέλασε γλυκά, πράξη που θα έκανε την καρδιά κάθε άντρα που δεν την είχε σαν αδελφή του ή που δεν τους έδεναν συγγενικοί δεσμοί, να σταματήσει για λίγο.
Τους έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα κι άρχισε να προχωράει με τον κλασικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση βηματισμό της.
«Να προσέχεις» της φωναξε ο αδελφός της κοφτά.
Ρόλλαρε τα ματιά της αν κι εκείνος δεν μπορούσε να τη δει.
Έσφιξε το τσαντάκι της για να μην απαντήσει ειρωνικά.
«Πάντα» απάντησε τελικά.
Είδε την Porsche Cayenne της κι αμέσως αγαλλίαση την κατέβαλε.Ήταν μια συνηθισμένη βραδιά για εκείνη. Είχε μόλις ξημερώσει όταν έβαλε το κλειδί στην εσοχή του αυτοκίνητου το οποίο πήρε μπρος αφήνοντας έναν κλασικό ήχο που μούδιαζε όλο της το σώμα από ευχαρίστηση.
Ήταν η Ρεβέκκα Ιάκωβου. Εριστική, ακαταμάχητη και αδάμαστη.
Και κανείς δε θα το άλλαζε ποτέ αυτό, σκέφτηκε.
Και το πεπρωμένο της γέλασε.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Σταμάτα τις βλακείες Εσμεράλντα, σιγά τον ωραίο άντρα!» η Ρεβέκκα νευριασμένη απάντησε στην πενηνταπεντάχρονη οικιακή βοηθό που γελούσε σαν ερωτοχτυπημένο δεκαπεντάχρονο πίνοντας κάθε τόσο από το χυμό της.
«Δεν τον έχεις δει από κοντά για αυτό το λες!» η μεσήλικη γυναικά υπερασπίστηκε τον εαυτό της με ένα μειδίαμα κι η Ρεβέκκα ξεφύσησε κι έγειρε προς την καρεκλά της ακουμπώντας αποκαμωμένη.
Η οικιακή βοηθός είχε διατελέσει το ίδιο επάγγελμα και στο «εικονικό» σπίτι που διαθέτουν οι «Κυνηγοί» για κάλυψη. Κι από τύχη μια μέρα συνάντησε τον Jason Hunter. Ωστόσο δε θα μπορούσε να ξέρει καν ότι είναι στη Μαφία και σίγουρα δεν μπόρεσε να τους δώσει έστω μια πληροφορία γι αυτόν, ήταν μια απλή καθαρίστρια σε ένα ψεύτικο σπίτι που ποτέ κανείς δεν πήγαινε. Αλλά και να μάθαινε, πιο πολύ διάθεση είχε να τους αναλύσει το πόσο όμορφος άντρας ήταν.
Όπως ήταν φυσικό, δεν ξέφυγαν από τη γυναίκεια φύση της τα ελκυστικά χαρακτηριστικά του.
«Αποκλείεται να μη σου αρέσει!» η Εσμεράλντα προσπάθησε να την πείσει κι η Ρεβέκκα ένιωθε το κεφάλι της να βουίζει. Ίσως ήταν από τη ζέστη εκείνης της καλοκαιρινής μέρας. Ο ανθισμένος κήπος ήταν ο μόνος μάρτυρας της συζήτησης των δυο γυναικών.
«Τίποτα δεν αποκλείεται. Έχω δει πολύ ωραίους άντρες στην ζωή μου και δε με ελκύει ένα ωραίο πρόσωπο ή ένα ωραίο σώμα» υπερασπίστηκε περήφανα η νέα κοπέλα. Στα πράσινα ματιά της σπαρτάριζε το δίκιο.
«Αχ κορίτσι μου... Αν έβλεπες πως προχωρούσε... Με τι αέρα, τι βηματισμό! Στο ορκίζομαι μόλις μπήκε στην κουζίνα άκουγα τις καρδιές των δυο κοριτσιών που με βοηθούσαν, να χτυπούν πιο γρήγορα. Η ομορφιά του σου κόβει την ανάσα! Έχει αυτά τα τατουάζ που εμένα δε με ενθουσίασαν αλλά της Ιζαμπέλας της φάνηκαν υπέροχα. Σου έχω πει τι της έκανε ε;» η γυναικά έμοιαζε να μην έχει σταματημό σήμερα.
«Ίσα με χίλιες φορές» μουρμούρισε η Ρεβέκκα μα η Εσμεράλντα θα της έλεγε έτσι κι αλλιώς.
«Την κάλεσε στο δωμάτιο του το βράδυ κι αυτή έτρεξε φυσικά! Αφού τελείωσε μαζί της την έδιωξε! Το κορίτσι καταρρακώθηκε! Και την επόμενη μέρα ώρες ατελείωτες μας περιέγραφε πόσο κάλος ήταν...στο κρεβάτι φυσικά! Γιατί κατά τα αλλά την πέταξε σαν χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα!»
Η Ρεβέκκα δεν μπορούσε να καταλάβει αν η Εσμεράλντα έκρυβε γυναικείο ενθουσιασμό ή μίσος για τον άντρα.
«Ένας τύπος με πολλά κατορθώματα είναι, ηρέμησε».
«Αν ποτέ σου έχεις την τύχη ή την ατυχία να τον δεις θα καταλάβεις γλυκιά μου» η Εσμεράλντα της έσφιξε το χέρι κι έτρεξε μέσα στο σπίτι να κλείσει το φαγητό.
Η Ρεβέκκα γέλασε από μέσα της.
Το πεπρωμένο της, τής είχε στείλει σημάδια που η ίδια αγνοούσε. Και θα αγνοούσε για πολύ ακόμη, μέχρι να βρεθούν στο κατώφλι του σπιτιού της...
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τι βλάκας που είναι, σκέφτηκε η Ρεβέκκα κοιτώντας τον Ιάσονα να φεύγει χαλαρός από το γραφείο του αδελφού της μαζί με τους «φίλους» του. Είχε ψήλη και δυνατή κορμοστασιά, ένα βηματισμό γεμάτο αυτοπεποίθηση και μια φωνή που την έκανε να ανατριχιάζει.
Αρνειτο πεισματικά να παραδεχτεί ότι αυτός ο άντρας ήταν εμφανίσιμος. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι την απέκρουσαν τα τατουάζ στα χεριά και τα δάχτυλα του. Και πως δεν έκανε σκέψεις για το πόσα ακόμα μπορεί να έκρυβε κάτω από τα μαύρα ρούχα του.
Γαμώτο! Η Εσμεράλντα είχε δίκιο!
Το βλέμμα του είχε φύγει από πάνω της μόλις λίγα λεπτά πριν, μα ένιωθε το άγγιγμα του ακόμη να καίει το δέρμα της. Έδιωξε βιαστικά τις βρώμικες σκέψεις της.
Ανάθεμα! Είχε και μια αξιοπρέπεια!
Μα το κυριότερο; Είχε μια φήμη που δεν γινόταν να διαψεύσει...
Ήταν η καλύτερη «πλανεύτρα» σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο.Άσε το Ηνωμένο Βασίλειο! Ήταν η καλύτερη ανάμεσα σε πολλές, παγκοσμίως. Κι ας τόλμαγε κανείς να το αρνηθεί.
Κατάφερε να τυλίξει στο μικρό της δαχτυλάκι μερικούς από τους πιο αδίστακτους και πανίσχυρους άντρες. Κι όχι μόνο άντρες. Ασκούσε μεγάλη επιρροή σε ισχυρές γυναίκες, κι όχι απαραίτητα εφαρμόζοντας τα θέλγητρα της.
Γιατί η Ρεβέκκα Ιακώβου, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ήταν μόνο ένα όμορφο κορίτσι με φινέτσα.
Ήταν πολλά, πολλά παραπάνω.
«Κι εμείς πως θα ξέρουμε ότι θα σας αφήσουν μόλις βγάλουν από τη μέση τις μικρές κλίκες;» ρώτησε τον αδελφό της κι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στον επικείμενο αποχωρισμό, μα αρνειτο πεισματικά να το αφήσει να φανεί. Αυτό που επειγόντως έπρεπε να κάνει ήταν να τον συνετισει.
Σιχαινόταν να το παραδεχτεί, μα είχε αθετήσει την τελευταία επιθυμία του πάτερα της. Της είχε
εξομολογηθεί λιγες μερες πριν την αγρια δολοφονια του -όταν αυτή βρίσκονταν στα 18 της- ότι ήθελε να αναλάβει την Μαφία εκείνη κι όχι ο Αντρέας. Ο αδελφός της είχε φύγει από τα 18 του για σπουδές στην Αμερική, ενώ εκείνη με τον πάτερα της ήρθαν πεντε χρονια σχεδον πριν τον θάνατό του στην Αγγλία, οπού και μετέφεραν τη βάση τους.
«Κι οι δυο είστε έξυπνοι Ρεβέκκα λένε πως εκείνος είναι ο ικανότερος, μα εσύ θα κάνεις τα πάντα για να κερδίσεις. Κι αυτό σε κάνει αυτομάτως την καλύτερη».
Τα λόγια του τη σημάδεψαν εκείνη τη μέρα και τη σημαδεύουν ακόμη. Ήταν από τις λίγες στιγμές που ένιωσε τρυφερότητα από το μέρος του. Δεν τη χτύπησε ποτέ, μα πάντα πίστευε πως την ανάγκασε να έρθει στο Λονδίνο μαζί του γιατί θεωρούσε πως μόνο έτσι του χρησίμευε κάπου. Κι ακόμα κι αν όντως είχε δίκιο τον διέψευσε στα χρόνια που ήρθαν, με κάθε της επιτυχία τον έκανε να χάνει τα λόγια του.
Ώσπου πέθανε κι η Ρεβέκκα σίγουρα δεν περίμενε να νιώσει τόσο πόνο, την είχε σκληραγωγήσει σε τέτοιο σημείο που πίστευε πως πλέον τίποτα δεν την άγγιζε. Μα ο πατέρας της είχε σίγουρα παραβλέψει το γεγονός ότι η μικρή του κόρη είχε κρατήσει ένα απαλό και τρυφερό μέρος της καρδιάς της για εκείνον.
«Δεν τους συμφέρει να μας θανατώσουν, αλλά ούτε και να μας κρατήσουν σε εκείνο το μέρος που έχω δει ήδη, θα συνεχίσουμε ότι κάναμε κι απλώς μετά θα τους προσφέρουμε αιώνια συμμαχία» της είπε ο αδελφός της και της κράτησε σφιχτά τα χέρια για να την καθησυχάσει. Μια μάταιη προσπάθεια καθώς η κοπέλα άφησε τα χεριά του κι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο γραφείο του.
«Και ποια θα κάνει τη δουλειά μου;» τον κοίταξε με ύφος γνωρίζοντας ότι καμιά απάντηση δεν ήταν η σωστή απάντηση.
«Η Μόνικα μπορεί να το κάνει αλλά δεν θα κάνουμε καμιά επιθετική κίνηση, μόνο αμυντικές. Οπότε αμφιβάλλω για το αν θα χρειαστεί» της είπε με μια ανάσα, ανακουφισμένος σχεδόν που πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του πριν η μικρή του αδελφή του χαρίσει μία από τις εκρήξεις της.
Η εκρηκτική καστανομάλλα γούρλωσε τα σμαραγδένια ματιά της.
«Ώστε θα αφήσεις το σκυλάκι σου να το κάνει τσιφλίκι της εδώ;» έγινε έξω φρενών. Ανέκαθεν δε συμπαθούσε την γυναίκα που αυτοαποκαλούνταν «κοπέλα» του αδελφού της.
Κι η Μόνικα όμως παλαιότερα ίσως να τη θεωρούσε συμπαθητική -μπορούσε να την ανεχτεί έστω- μα γνωρίζοντάς την καλύτερα δεν άργησε να αλλάξει γνώμη.
Η βαμμένη κοκκινομάλλα με τα γαλάζια ματιά και το ολόλευκο δέρμα ίσως φάνταζε ιδανική στα ματιά κάθε άντρα -πόσο μάλλον στου αδελφού της-, μα η Ρεβέκκα ήταν αρκετά έξυπνη για να δει τα σημάδια από νωρίς.
Η Monica Scott ήταν γνήσια Βρετανίδα. Μεγαλωμένη σε μια διαλυμένη οικογένεια με δυο γονείς που δεν πολυνοιάζονταν παρά μόνο για το κέρδος. Έμαθε από νωρίς να προσπαθεί επανειλημμένα για να εχει πανω της τους προβολεις, με κάθε τρόπο. Δεν είχε κανένα επίπεδο ή ηθικό φραγμό και λάτρευε την προσοχή, ειδικά αν αυτή προερχόταν από τον αδελφό της Ρεβέκκας. Για εκείνη η Ρεβέκκα δεν ήταν παρά ένα εμπόδιο, ένας συνεχής ενοχλητικός ψίθυρος που βούιζε στα αυτιά του Αντρέα. Ήταν η μονή που την εμπόδιζε από το να είναι ολοκληρωτικά μαζί του, ίσως να παντρεύονταν κι όλας! Ποιος ξέρει;
Πάντως η Ρεβέκκα είχε μάθει να την αγνοεί και να την αποπαίρνει, να βλέπει πρώτα τα ψεγάδια στο δέρμα της και τα ελαττώματα της.
«Ρεβέκκα μην τη λες έτσι! Αυτή σε συμπαθεί τόσο πολύ!» ο αδελφός της προσπάθησε μάταια να τη φέρει στα λογικά της, αλλά αυτό φαινόταν κι όντως ήταν αδύνατον. Η Ρεβέκκα ήταν εκρηκτική κι ατίθαση, δε θα τη μάζευε εκείνος τώρα.
Εξάλλου ποιος από εκείνους που είχαν προσπαθήσει να της βάλουν όρια τα κατάφερε;
«Με συμπαθεί; Αλήθεια; Γι αυτό με κοιτάζει τόσο γλυκά;» τον ειρωνεύτηκε η κοπέλα.
«Δεν το πιστεύω πως θα φύγεις για πάντα από τη Μαφία και τις τελευταίες στιγμές που είμαστε εδώ τσακώνεσαι μαζί μου!» ο αδελφός της ξεσπάει και μουρμουρίζει σχεδόν πελαγωμένος με το πόσοανώριμη ήταν.
Γέλασε.
«Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο. Αλλά μην κάνεις έτσι! Θα με ξαναδείς. Μόλις διώξουν τις μικρές κλίκες κι επιστρέψετε στην βάση μας, θα με δεις! Απλώς δε θα δουλεύουμε πια μαζί» το τελευταίο βγήκε σαν ψίθυρος από τα χείλη της.
Σοβάρεψαν αμέσως κι οι δυο και η σιωπή που προσγειώθηκε στην ατμοσφαίρα έριξε την καρδιά τηςστο στομάχι.
Η συνειδητοποίηση δεν είχε εγκατασταθεί ακόμη στο μυαλό της κι αυτό το γνώριζε καλά. Κάθε λεπτό που περνούσε η επερχόμενη μοναξιά την έπνιγε αργά λες και τα χεριά του χειρότερου εχθρού της είχαν τυλιχτεί γύρω από το λαιμό της. Η κοπέλα έσπευσε να διώξει το αίσθημα μελαγχολίας που είχε αρνηθεί από τα 16 της να αφήσει να την υποτάξει. Ο αδελφός της την κοίταξε αποκαμωμένος.
«Καλά, καλά φεύγω τώρα να μαζέψω τα πράγματα μου. Όλοι έχουν μαζέψει τα πράγματα τους κι η Εσμεράλντα έφυγε για τη νέα βάση σας. Δε θα προλάβω!» κι έτσι έφυγε κακήν κακώς για το δωμάτιό της και σύντομα έμεινε μόνη με τη μουσική, τη σιωπή της κι ό,τι ίσως είχε μείνει από τις αναμνήσεις της...
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οι δεκαπέντε μεγάλες της βαλίτσες ήταν αποκλειστικά γεμάτες από τα πράγματά της μέσα στις οποίες -όχι τόσο οργανωμένα- τα είχε τοποθετήσει.
Δεν είχε πολλά προσωπικά αντικείμενα. Λίγες φωτογραφίες με τον αδελφό της μία από τα παιδικά της χρόνια και μια των γονιών της μαζί κι αυτές αρκούσαν. Δεν υπήρχε κάτι που να δήλωνε το παρελθόν της στη Μαφία που ο πατέρας της με κόπο έφτιαξε.
Κουβαλούσε επιπλέον τετράδια και βιβλία για τη σχολή της καθώς αν εμφανιζόταν σαν τουρίστρια θα κινούσε υποψίες.
Είχε άπειρα ρούχα για τη «δουλειά» της. Όλα ακριβά και προσεγμένα, για κάθε περίσταση.
Είχε ακριβά καλλυντικά και ψηλές γόβες.
Δυο περούκες, γυαλιά μυωπίας - που δεν χρειαζόταν παρά μόνο για τη σχολή. Φακούς επαφής χρώματος κάστανου και γαλάζιου.
Μία ψεύτικη ταυτότητα, διαβατήριο, δίπλωμα οδήγησης και χαρτιά κράτους.
Ψεύτικες βλεφαρίδες και φυσικά πολλά αρώματα.
Όλα ήταν έτοιμα -κι οι δυο ζωές που ζούσε ήταν οργανωμένες έτσι ώστε να «μετοικήσουν»- εκτός από εκείνη.
Είχαν περάσει μόνο 15 λεπτά και σκόπευε να χρησιμοποιήσει κάθε λεπτό που είχε.
Κατέβηκε στο σαλόνι ενώ οι δυο τύποι που είχε κουβαλήσει ο Ιάσονας κατέβασαν τις βαλίτσες της πίσω της.
Τους ήξερε και τους δυο αλλά πάνω στην ταραχή της μόλις τους είδε ξέχασε τα πάντα, μα και τώρα ακόμα αρνούνταν να το παραδεχτεί. Ο αδελφός της στεκόταν όρθιος πάνω από τον καναπέ που ο Stephan και ο Άγγελος κάθονταν. Φαινόταν νευρικός κι η Ρεβέκκα ήξερε ήδη το λόγο.
«Υπάρχει κι άλλος τρόπος θα το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί» της είπε και προσπάθησε να μη σπάσει. Ο αδελφός της ένιωθε υπεύθυνος που έφευγε -κι όντως ήταν- αλλά δε θα του το επιβεβαίωνε ποτέ.
«Δεν με πειράζει. Τι με εσάς, τι με εκείνους, το ίδιο πράγμα θα κάνω. Δεν φεύγω για την Αμερική» είπε η κοπέλα τάχα αδιάφορα κι ο αδελφός της ρόλλαρε τα μάτια του ενοχλημένος από τη συμπεριφορά της που ξεκάθαρα δεν καταλάβαινε.
«Είναι εντάξει να είσαι στενοχωρημένη ξέρεις» της πεταξε κι εκείνη τον κοίταξε και καλά μπερδεμένη.
«Στενοχωρημένη; Για τι πράγμα; Νέες εμπειρίες και πολλή πείρα - ακριβώς αυτό που χρειάζομαι!» του απαντησε με σιγουριά που μέσα της δεν κατείχε στην προκειμένη φάση.
Την πλησίασε και την αγκάλιασε. Εκείνη στιγμιαία σκοτείνιασε, μα προσπάθησε να μείνει ανέκφραστη.Τον έσφιξε πάνω της αναπνέοντας σταθερά.
«Να προσέχεις ναι;» ήθελε να είναι βέβαιος.
«Αυτοί να προσέξουν, κοιτά να επαναφέρεις τα πράγματα όπως ήταν σύντομα, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και φέρε με πίσω» τον διέταξε η Ρεβέκκα ξέροντας ότι ήταν κάτι που δεν του άρεσε και πως θα την επίπληττε γι'αυτό.
Ο αδελφός της όμως, ψήλος ξανθός με γαλάζια ματιά και μεγάλη καρδιά -αν και μόνο λίγοι το βλέπανε αυτό- της ανακάτεψε τα μαλλιά και γέλασε.
Η Ρεβέκκα μη θέλοντας να γίνει η συζήτηση συναισθηματική κινήθηκε προς το μέρος του Άγγελου, που τον ένιωθε σαν αδελφό της και τον αγκάλιασε εξίσου σφιχτά.
«Να θυμάσαι τις τακτικές αυτοάμυνας» της ψιθύρισε κι η μελαχρινή κοπέλα με τα πράσινα ματιά γέλασε.
Ήταν η μονή χρήσιμη συμβουλή που θα έπαιρνε ποτέ από εκείνο το σπίτι.
«Μην αφήσεις τον αδελφό μου να νιώθει τύψεις» αντιγύρισε κι ο φίλος και «συνεργάτης» της, τής έγνεψε.
Την άφησε από την αγκαλιά του κι η Ρεβέκκα κοίταξε τον Stephan που στεκόταν κοντά της, κι επειδή δεν είχε ακούσει τι πραγματικά έλεγε με το φίλο τους, η ζήλια τρεμόπαιζε στα μάτια του.
Η αλήθεια είναι ότι ήξεραν όλοι πως ήταν ερωτευμένος μαζί της, από την πρώτη μέρα που τη γνώρισε περίπου στα 18 της. Κι ίσως τότε να είχε γίνει κάτι, μα μεγαλώνοντας βίωσε καταστάσεις που την έκαναν να καταλάβει ότι δεν ήταν αρκετά επιβλητικός για εκείνη. Ποτέ δε θα μπορούσε να τη διαχειριστεί.
Ήταν χάκερ, Άγγλος, φυτό. Τι άλλο θέλετε;
Άριστος στο είδος του, μα ο ξανθός με τα μελί ματιά ήταν πολύ αδύναμος για εκείνη. Η Ρεβέκκα του χαμογέλασε όσο μπορούσε και τον αγκάλιασε, αν και δεν ήταν τόσο ο τύπος ανθρώπου που της άρεσαν οι αγκαλιές, πραγματικά δεν ήξερε ποτέ θα τους ξανά δει, κι αν. Κι ίσως αυτό το αν να την ωθούσε τώρα σε τόσους συναισθηματισμούς
«Θα σε περιμένω» της είπε με την ελπίδα να αχνοφαίνεται στη φωνή του και μέσα της η νεαρή κοπέλα γέλασε.
Όλοι στο σαλόνι κοιτούσαν εκείνους τους δυο. Ο Carter είχε ανοίξει τις βαλίτσες της κοπέλας μετά από διαταγή του Ιάσονα κι έψαχνε κάθε αντικείμενο για να επιβεβαιώσει ότι ήταν ακίνδυνο.
Ο Eric από την άλλη μαζί με τον Ιάσονα ασυναίσθητα κρέμονταν από τα χείλη της Ρεβέκκας και δεν μπορούσαν παρά να αναρωτηθούν· τι έκανε μία τόσο δυναμική κοπέλα με αυτόν;
«Μη με περιμένεις» αντιγύρισε δυνατά και καθαρά, όλοι στο σπίτι άκουσαν. Άλλωστε όλοι το ήξεραν.
Ο νεαρός την κοίταξε πληγωμένος και παραξενεμένος. Έψαχνε στα ματιά της την εξήγηση, μα είχε ξεχάσει ότι τα μάτια της πάντα έλεγαν ψέματα.
«Γιατί;» την ρώτησε ψιθυριστά ελπίζοντας αυτή η κουβέντα να ιδιωτικοποιηθεί.
Στα όνειρα σου, κάγχασε η Ρεβέκκα από μέσα της.
Θα έπρεπε να είχε σταματήσει από χρόνια να την περιμένει. Την έβλεπε καθημερινά με πόση ευκολία χάριζε χαμόγελα και ψεύτικο ενδιαφέρον στα θύματά της, είναι θανάσιμη για τον οργανισμό του που μετά βίας αντέχει τσάι.
Μα ήταν πεισματάρης κι αυτό του το αναγνώριζε.
«Αχ Stephan! Πότε θα μάθεις πια; Εγώ δεν είμαι για σένα!» του χαμογέλασε φωτεινά, σχεδόν παρηγορητικά.
«Εσύ χρειάζεσαι ένα γλυκό κορίτσι να πίνετε τσάι το πρωί μαζί, να βγάζετε παρέα το σκύλο βόλτα, να εκτιμά τα ακριβά σου δώρα, να μη σου γκρινιάζει το πρωί και να της αρέσουν οι αγκαλιές σου κι οι υπολογιστές σου. Να είναι ευγενική και συγκαταβατική και πολύ πολύ ευαίσθητη, να νοιάζεται για σένα και να το δείχνει. Να μετακομίσετε μαζί σε ένα διώροφο σπίτι στα προάστια, σε μια οικογενειακή γειτονιά και να σου μαγειρεύει και να προσπαθήσει να παρακολουθήσει τις περίεργες ξένες ταινίες που βλέπεις. Να τη συστήσεις στους γονείς σου κι αυτοί να τη λατρέψουν. Και να της αποκαλύψεις πως δουλεύεις για τη Μαφία, μα να μείνει μαζί σου και να κάνει το μυστικό σου μυστικό της. Και να κάνετε παιδιά μαζί - ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Και τις Κυριακές το μεσημέρι να καλεί τους γονείς σας για φαγητό, και να είναι όλα τέλεια» είπε με μια ανάσα κι όλοι την κοιτούσαν σοκαρισμένοι.
Τον ήξερε καλά τον Stephan κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί
«Εγώ δε θα σου χαρίσω ποτέ τίποτα απο όλα αυτά. Γιατί εγώ η ίδια δεν είμαι γι αυτά. Λυπάμαι» κατέβασε το βλέμμα του.
Κοντοστάθηκε και τους κοίταξε και τους τρεις.
Δεν ήταν ποτέ καλή στο να εκφράζει όσα ένιωθε κι αυτή ήταν μια στιγμή που θα έπρεπε να έχει κάτι να πει, μα δεν είχε.
Ούτε καν ένα πρόχειρο αντίο. Έτσι για το φινάλε.
«Μέτα από αυτήν την επική απόρριψη πιστεύω πως διασκέδασα αρκετά, πάμε» η φωνή του Ιάσονα που -φανερά διασκεδασμένος από την απάντηση της πλανεύτρας- αποφάσισε να διακόψει, ακούστηκε σε κάθε γωνιά του σπιτιού.
Η Ρεβέκκα ρόλλαρε τα μάτια της. Ο ισχυρός άντρας πίστευε πως ήταν ικανός να την υποτάξει, μα δεν είχε ιδέα.
«Βασικά έχω ακόμα άλλο ένα λεπτό κι κάτι δευτερόλεπτα» αντιγύρισε εκείνη και τον είδε να σφίγγει το σαγόνι του τονίζοντας -εν αγνοία του- τις γωνίες του προσώπου του. Έπαιρνε θάρρος από την οργή που του δημιουργούσε.
Στο μυαλό της σκέφτηκε πόσο του πήγαινε το θυμωμένο ύφος και το υποσυνείδητο της τη χαστούκισε δυνατά.
Την ίδια στιγμή τους διέκοψε ο Carter, το δεξί χέρι του Ιάσονα και σύμφωνα με τις φήμες από τους καλύτερους ανιχνευτές - σε αγγλική ορολογία ορίζεται ως tracker. Ήταν εξαιρετικός με τους υπολογιστές και εντόπιζε ακόμα και βελόνα στα άχυρα.
«Όλα της τα πράγματα φαίνονται εντάξει» απευθύνθηκε πρώτα στον Ιάσονα.
«Πάμε να φύγουμε» την προέτρεψε έπειτα πιο ήρεμα.Η μελαχρινή με τα πράσινα μάτια γέλασε φωναχτά.
Γύρισε προς το μέρος των δυο αντρών.
«Πιστεύετε ότι θα φύγω από εδώ μέσα χωρίς να βάλω κάποιους κανόνες;» τους ρώτησε με θράσος κι ο Ιάσονας κοίταξε με ύφος τον Carter. Το κατάμαυρο βλέμμα του την κατάπιε κι εκείνη αυτομαστιγώθηκε μέσα της.
Τον κοιτούσε σαν στερημένη. Το υπέροχο άρτιο πρόσωπο του, τα σαρκώδη χείλη του, τον τρόπο που κινούνταν στο χώρο. Κάτι σε όλα αυτά την εκνεύριζε απίστευτα πολύ.
Πέρασε το χέρι του μέσα από τα ατίθασα μαύρα μαλλιά του κι η Ρεβέκκα αμέσως διέκρινε άλλο ένα τατουάζ στο εσωτερικό του μπράτσου του.
Omerta
Καταλάβαινε τη γλωσσά. Και τη σημασία της λέξης. Ωστόσο δεν μπορούσε να καταλάβει τι σχέση είχε η ιταλική ή ρωσική λέξη με τον αδίστακτο Άγγλο.
Εκείνος ακολούθησε το βλέμμα της και κάγχασε με την αδαή σκέψη της.
«Σημαίνει κωδικός σιωπής. Μίση Ιταλίδα δεν είσαι;» Την ρώτησε υποτιμητικά.
Η κοπέλα νευρίασε. Ξεφύσησε απαξιωτικά.
«So che, Stronzo» (Το ξέρω αυτό, ηλίθιε).
Ο αδελφός της γέλασε ακούγοντας τα λόγια της, το ίδιο κι ο φίλος του Ιάσονα που πριν λίγο της είχε συστηθεί ως Eric. Η Ρεβέκκα έκανε πως δεν ήξερε κανέναν από τους εμφανίσιμους νεαρούς, όμως μόνο εκείνη γνώριζε ότι υπήρχε στο κάτω μέρος της βαλίτσας -κάτω από εσωτερική θήκη που μονή της έφτιαξε- ένας φάκελος με πληροφορίες για κάθε σημαντικό άτομο στο μέρος που θα πήγαινε.
«Καλό» την επικρότησε κι ο Ιάσονας ρόλλαρε τα ματιά του. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του κι η Ρεβέκκα δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί πόσο γοητευτικός ήταν.
«Εντάξει έκανες το θεατράκι σου. Οι υπόλοιποι όμως έχουμε και ζωή. Κουνήσου» πρόσθεσε κόβοντας τη φαντασίωση της ζωηρής μελαχρινής στη μέση.
«Πρώτα θα φύγουν οι άλλοι. Θα σας οδηγήσουμε σε μια απόρρητη τοποθεσία οπού θα μπορέσετε να ανακτήσετε δυνάμεις, ώσπου εμείς να καταστρέψουμε αυτές τις μικρές κλίκες» εξηγησε τονιζοντας υποτιμητικά τις τελευταιες λεξεις ο Carter.
Ο αδελφός της την κοίταξε σχεδόν σαν να ήθελε να πάρει άδεια από εκείνη. Ανασήκωσε τους ωμούς της τάχα αδιάφορη.
Θα έφευγαν. Και μπορεί ο αδελφός της να πίστευε σε αυτή την προσωρινή μπούρδα, μα εκείνη ήταν αρκετά έξυπνη για να ξέρει ότι οι Κυνηγοί τους είχαν στο χέρι. Και δεν πρόκειται να έχαναν αυτό το πλεονέκτημα.
«Πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις» του είπε κι εκείνος έγνεψε.
«Να προσέχεις» της είπε ο Άγγελος σοβαρά κι εκείνη κούνησε -ελαφρά- το κεφάλι της βεβαιωτικά.
Ο Stephan δεν την κοίταξε, ίσως ντρεπόταν, βασικά σίγουρα ντρεπόταν. Η μικρή αδελφή του κολλητού του μόλις τον είχε ρεζιλέψει με κάθε τρόπο.
Η πόρτα έκλεισε.
Και για την Ρεβέκκα ήταν σχεδόν απίθανο να την παρομοιάσει με μια νέα αρχή. Μόνο με τέλος έμοιαζε κι έτσι θα τη σκεφτόταν.
«Κανόνες;» ο Eric τη ρώτησε κι εκείνη απέκτησε ξανά εκείνο το αλαζονικό μειδίαμα.
Έβαλε τα χεριά στις τσέπες του τζιν της.
«Τι ξέρετε για εμένα;» τους ρώτησε κι οι δυο άντρες την κοίταξαν μπερδεμένοι, μα ο Ιάσονας είχε δει πολλές γυναίκες όπως εκείνη. Το έπαιζαν ιστορία κι ένα μηνά μετά δε διέφεραν από τις άλλες.
Σύντομα όλες βογκούσαν το όνομα που έκραζαν.
Μειδίασε σκεπτόμενος το τόσο, μα τόσο εφαρμοσμένο ρητό του.
«Δεν παίζουμε τις 20 ερωτήσεις. Ξέρουμε ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για να σε διεκδικούμε. Είσαι όπως κάθε προηγούμενη προσελκύστρια της Μαφίας» της είπε εκείνος στεγνά και ρητά.
Δεν έλαβε την συνοφρυωμένη αντίδραση που περίμενε από την Ρεβέκκα.
Αντίθετα εκείνη του χάρισε ένα πολύ τρανταχτό γέλιο που αντήχησε παντού στο άδειο πλέον σπίτι.
«Και τότε γιατί στέκεσαι μπροστά μου κι όχι μπροστά σε κάποια άλλη;».
«Γιατί εσένα μπορώ να σε έχω δωρεάν» της απάντησε χαμογελώντας σαρδόνια, θέλοντας να κόψει τον αέρα που ποτέ δεν της είχε δώσει και μόνη της προσπαθούσε να πάρει.
«Ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, είμαι η καλύτερη και το ξέρεις» του είπε με σιγουριά κι ήταν ησειρά του να γελάσει.
Η κοπέλα δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει το λευκό του χαμόγελο που φώτιζε ανέλπιστα πολύ το διαρκώς σοβαρό του πρόσωπο. Τονίστηκαν έτσι οι υπέροχες και συμμετρικές γωνίες του προσώπου του στο κόκκαλο κάτω από τα ζυγωματικά και το σαγόνι του. Γερνώντας το κεφάλι του προς τα πίσω η Ρεβέκκα απέκτησε πρόσβαση σε άλλο ένα τατουάζ που είχε ψηλά στο στερνό του, μια γραμμή ενός τατουάζ βασικά.
Η σκέψη του τι μπορεί να βρισκόταν από κάτω την έκανε να αναριγήσει.
«Δεν είσαι η καλύτερη, έτσι ακούγεται μα αποκλείεται να είσαι» της είπε εκείνος νιώθοντας το βλέμμα της να καίει το δέρμα του περισσότερο από ότι τον είχε κάψει η βελόνα που του είχε κάνει το τατουάζ.
«Αν ήμουν όπως οι άλλες δε θα ήμασταν εδώ τώρα».
«Και τι σε κάνει ξεχωριστή;» την ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια του.
«Δεν είμαι μόνο το πρόσωπο και το σώμα που βλέπετε» τους είπε κι ήξερε ανέκαθεν πως ο Jason Hunter λάτρευε τις προκλήσεις.
Και θα φρόντιζε να έκανε τον εαυτό της μια πρόκληση για εκείνον· αναπόφευκτη και θανάσιμη.
«Ξέρω για σένα» ο Carter της είπε συγκαταβατικά. Φαινόταν ο πιο ήρεμος από τους τρεις και κάτι πάνω του την έκανε να θέλει να του μιλάει σε αντίθεση με τον Eric και τον Ιάσονα.
Μειδίασε.
Ο Ιάσονας τα έχασε στην εξομολόγηση του φίλου του. Κι εκείνος ήξερε για εκείνη, μα αποκλείεται να της έπλεκε το εγκώμιο.
«Πες μας απλώς τους κανόνες» την προέτρεψε επιτακτικά κι όσο κοφτά μπορούσε αποφεύγοντας το βλέμμα της το οποίο θα ορκιζόταν κανείς πως σε σκλαβώνει.
«Λογικά ξέρετε ότι εργάζομαι στο «χώρο» από τα 15 μου. Εξι χρόνια τώρα, κι όμως κανείς από αυτούς που με βλέπει δε με αναγνωρίζει ως Ρεβέκκα Ιακώβου» τους είπε αυτό που άλλωστε ήξεραν ήδη. Κι εκείνοι σήμερα μόλις είδαν το πρόσωπο της θρυλικής κοπέλας.
«Κι όσοι εκτός του κύκλου μου με αναγνωρίζουν δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω παρά θύματά μου - πλέον» τα λόγια της έκαναν τον Ιάσονα να ανατριχιάσει ακούσια.
«Και πως επιτεύχθηκε αυτό;» ρώτησε ο Eric σε μία του προσπάθεια να επισπεύσει τη συζήτηση. Κοίταξε τη μια βαλίτσα της στην άκρη του δωματίου κι αμέσως έσπευσε να βγάλει από μέσα τις «άριστα» αποθηκευμένες περούκες τα γυαλιά και την ταυτότητα της.
«Έχω δυο ταυτότητες».
Μέτα από το σκηνικό στο γραφείο του αδελφού της ήταν η μόνη στιγμή που είχε δει έστω και μίση αντίδραση στο αγγελικό πρόσωπο του Ιάσονα.
Χαμογέλασε δαιμόνια.
«Ξέρετε προφανώς μόνο για τη μία. Η άλλη είναι αυτή που χρησιμοποιώ στη σχολή όταν βγαίνω έξω και σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά και χρειαστεί να φύγω από τη χωρά» η κοπέλα μονολόγησε βγάζοντας από την τεράστια βαλίτσα τα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ οι τρεις άντρες την κοιτούσαν έκπληκτοι.
«Σπουδάζεις;» η σοβαρή ερώτηση του Ιάσονα την εξέπληξε, για πρώτη φορά δεν την ειρωνεύτηκε.
«Προφανώς δεν ξέρεις ό,τι χρειάζεται για μένα» τον προκάλεσε.
«Ξέρω τα πάντα για σένα» αντιγύρισε.
«Τότε θα σε στενοχωρήσω, μα δεν ξέρεις αρκετά».
Ο Ιάσονας έκανε κάτι που η κοπέλα δεν περίμενε να κάνει· την αγνόησε. Έκανε λες και δεν του είχε μόλις μιλήσει.
Εκείνη όμως έπλεκε σιγά-σιγά το νήμα που θα τον έσερνε στο θυμό.
«Τι σπουδάζεις;» ο Carter την ρώτησε.
«Ψυχολογία» ψελισσε η καλλονή περήφανη.
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο Ιάσονας απαξιωτικά σμίγοντας τα φρύδια του που είχαν άρτιο σχήμα κι η ελάχιστη προσπάθεια που κατέβαλλε για να δείχνει έτσι την έκανε στιγμιαία να ζηλέψει με τον πιο αγνό τρόπο. Κολασμένος.
«Με βοηθάει στη δουλειά μου. Κι ίσως κάποια μέρα χρειαστώ το πτυχίο» του είπε εκείνη ανασηκώνοντας αβέβαια τους ωμούς της.
«Θες μήπως να σου γράψω και συστατική επιστολή φεύγοντας από τη Μαφία;» την ρώτησε κοροϊδευτικά κι οι άλλοι ξέσπασαν σε ηχηρό γέλιο.
Το ολόλευκο δέρμα της έλαμψε όταν χαμογέλασε κι ο Ιάσονας έμεινε να την κοιτάζει.
Είχε μια ατίθαση και δροσερή ομορφιά. Καθαρό λευκό δέρμα, σμαράγδι μάτια γεμάτα νάζι και σπιρτάδα κι ολόλευκο χαμόγελο. Ζουμερά και σαρκώδη χείλη που τον προκαλούσαν να τα ξεσκίσει και βλεφαρίδες που κάθε φορά που κουνούσε προκλητικά κάτι μέσα του πετάριζε.
Ήθελε να την πετάξει πάνω στο κρεβάτι του και να τη σκίσει. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε τόσο λιγότερο μπορούσε να συγκρατήσει τις σκέψεις του γι' αυτήν την κοπέλα.
Μα έπειθε τον εαυτό του ότι ήταν όπως όλες οι άλλες.
«Ξέρω ότι ο πατέρας σου σε πήρε όταν ήσουν μόλις 15 και σε έφερε στην Αγγλία. Εκούσια. Σε
προπόνησε ο ίδιος κι άρχισες να εργάζεσαι ένα χρόνο μετά για εκείνον. Πέθανε πριν 4 χρόνια από καρδιακή ανακοπή κι ήταν ένας αξιόλογος άντρας» την ξάφνιασε λέγοντάς της.
«Ήξερες τον πάτερα μου;» τον ρώτησε με τόλμη.
«Ξέρω τα πάντα» απάντησε με σιγουριά.
«Α ναι; Λοιπόν ποια είναι η πρωτεύουσα της Βενεζουέλας;» ρώτησε σχεδόν παιδικά θέλοντας να καταρρίψει την υπερβολή του.
«Το Καράκας» της είπε με άνεση και τα ζουμερά χείλη της εικοσιενάχρονης άνοιξαν στιγμιαία.
Ήταν ιδιοφυΐα ή απλώς ξερόλας;
«Λέγε τους κανόνες» την προέτρεψε αυστηρά.
«Θα συνεχίσω κανονικά τις σπουδές μου. Είναι μεγάλη κάλυψη για την αστυνομία καθώς γίνομαι άλλος άνθρωπος. Άλλο χρώμα ματιών, μαλλιών, πιο κρυμμένες καμπύλες, γυαλιά. Όλοι έχουν ακουστά στο χώρο την Ρεβέκκα Ιακώβου, μα κανείς τους ποτέ δε θα ξέρει την άλλη μου ταυτότητα. Με αυτήν κινούμαι».
«Οπότε, κρατάς ταυτότητα και σπουδές, τι άλλο;» ο Carter λες κι ήθελε να τη σώσει από τα δόντια του κακού λύκου προσπάθησε να επισπεύσει το λόγο της για να αποφύγει την πιθανότητα να πει κάτι που θα εξαγριώσει τον Ιάσονα.
«Θέλω προστασία, σε όλες τις στιγμές που βρίσκομαι σε οποιαδήποτε αποστολή» δήλωσε με στόμφο η κοπέλα κι ο Ιάσονας επεξεργάστηκε τα πράσινα ματιά της που πέταγαν φλόγες.
«Και ποια νομίζεις ότι είσαι που θα απαιτείς και πράγματα με τέτοιον τόνο;» την ρώτησε μπερδεμένος μεν, οργισμένος δε. Πως τόλμαγε αυτή η κοπέλα να του μιλάει έτσι; Είχε συνηθίσει ανέκαθεν τρίασυγκεκριμένα είδη συμπεριφοράς από το γυναικείο φύλο.
Υπήρχαν εκείνες που τον φοβούνταν κι απέναντι του ένιωθαν το απόλυτο δέος.
Μέτα ήταν εκείνες που υποτακτικά κι υποτονικά, χωρίς καμιά ντροπή του έδειχναν την επιρροή τουπάνω τους.
Και τέλος εκείνες που νόμιζαν πως τον είχαν κατακτήσει. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αφού έπαιρνε από εκείνες τις «δύσκολες» την ευχαρίστηση που, εν τέλη, πρόθυμα του προσέφεραν τους έδινε ένα μάθημα που δε θα ξέχναγαν, έριχνε την αυτοπεποίθηση στο επίπεδο της αξιοπρέπειάς τους.
Μα αυτή η γυναίκα που είχε μπροστά του δεν έμοιαζε σε κανένα από τα τρία καλουπια.
«Τα πράγματα είναι απλά. Αν δεν ακολουθήσεις τους ορούς μου θα σου είμαι παντελώς άχρηστη» εθεσε την συνθηκη με θράσος.
Μία δεύτερη σκέψη του τού είπε ότι η κοπέλα παίρνει θάρρος από την παραμικρή αντίδραση που του προκαλούσε.
«4ος όρος» της είπε τάχα αδιάφορος.
«Θέλω να είμαι ενημερωμένη για το τι συμβαίνει στη Μαφία, είμαι πλέον μέρος της» του είπε στο τέλος κοιτώντας τον μέσα στα ματιά.
«Όλα όσα λες θα ισχύουν μόλις με πείσεις ότι είσαι μια από εμάς. Κι αυτό θα πάρει καιρό» χωρίς να της ρίξει δεύτερο βλέμμα έκανε μεταβολή κι έφυγε χωρίς να ακούσει λέξη παραπάνω.
Δυο λεπτά μετά έξω από το σπίτι κατέβηκε κι η Ρεβέκκα με βάρια βήματα κι ακόμη πιο βάρια καρδιά.
Οι πέντε βαλίτσες της ήταν ήδη στο μαύρο Range Rover που ήταν παρκαρισμένο έξω από το μεγάλοσπίτι που μέχρι προσφάτως θεωρούσε δικό της.
Κρατούσε σφιχτά την τσάντα που μέσα της είχε βάλει το κινητό, το φορτιστή, τις κάρτες της, το πορτοφόλι και φυσικά τα κλειδιά για το αμάξι της που τόσο πολύ αγαπούσε.
Η Porsche Cayenne του 2013. Ήταν το «μωρό» του πάτερα της και το εμπιστεύτηκε μόνο σε εκείνη. Όποτε φανταστείτε την οργή της όταν ο Ιάσονας άρπαξε τα κλειδιά από τα χεριά της και τα πέταξε σε ένα συνεργάτη του για να το οδηγήσει.
«Μόνο εγώ οδηγώ το αμάξι μου» γρύλισε σχεδόν εξαγριωμένη.
Ο Ιάσονας μειδίασε.
«Συμμερίζομαι τις απόψεις σου γλυκιά Ρεβέκκα, ωστόσο δε σε εμπιστεύομαι αρκετά για να μας ακολουθήσεις με το αμάξι σου και δε φαντάζομαι να θες να το αφήσουμε εδώ» προκάλεσε την κοπέλα ευχαριστημένος με την αντίδραση που λάμβανε.
«Αυτό αποκλείεται» αντιστάθηκε εκείνη.
«Μπες μέσα στο αμάξι Ρεβέκκα» της είπε χάνοντας την ψυχραιμία του. Ανάθεμα κι αν τη γνώριζε μια ώρα και του είχε κάνει ήδη τα νευρά κρόσσια!
Η νεαρή κοπέλα ανασήκωσε το φρύδι της προκλητικά. Ζύγισε το βλέμμα του άντρα απέναντί της. Ηταν σίγουρα επικίνδυνος ωστόσο δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να την πειράξει. Τη χρειαζόταν.
«Αποκλείεται» είπε και χτύπησε το πόδι της στο έδαφος σαν μικρο παιδί.
Ο Ιάσονας έσφιξε τις γροθιές του. Η ανάγκη του να την πετάξει στο πίσω κάθισμα του αμαξιού του και να κάψει το δικό της τρεμοπάιζε στο μυαλό του.
Άτιμη γυναικά!
«Ιάσονα απλώς οδήγησε το εσύ» ο Carter πρότεινε κι η μελαχρινή κοπέλα γούρλωσε τα μάτια της.
«Αυτό αποκλείεται! Θα το τρακάρει επίτηδες!» σύριξε θυμωμένη κι ο Ιάσονας ευφράνθηκε από το ξέσπασμά της. Γινόταν σχεδόν γλυκιά.
Το βλέμμα του δεν πέρασε απαρατήρητο από την Ρεβέκκα που αμέσως τιμώρησε τον εαυτό της που έδειχνε τόσο εύκολα αντίδραση σε εκείνους τους εχθρούς
Μην αφήσεις κανέναν να ρίξει τα τείχη σου, γιατί θα σε πληγώσει.
Τα λόγια του πατέρα της τρύπωσαν μέσα στο μυαλό της άξαφνα. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπεισε τον εαυτό της πως ήταν μόνο ένα αμάξι.
Μη δείξεις κανένα είδος συναισθήματος.
«Πολύ καλά» ανασήκωσε τους ώμους της με απάθεια που εκνεύριζε τον Ιάσονα, μα δε θα έπαιζε το παιχνίδι της.
Επλεξε τα χέρια της πίσω από την μέση της τεντώνοντας το πλούσιο στήθος της κάτω από το λεπτό πουλόβερ που φορούσε Την τράβηξε πάνω του. Τα χεριά του την έκαναν, ανέλπιστα, να τρέμει. Ήταν κολασμένος, δεν ήταν;
«Τι κάνεις!;» λες και τη χτύπησε ρεύμα τινάχτηκε μακριά από το άγγιγμά του.
«Θα σου δέσω τα ματιά, είναι απόρρητη η πρώτη τοποθεσία» της είπε κι έβγαλε ένα κόκκινο μαντήλι που φώναζε κίνδυνος από μακριά.
«Μα εκεί θα μένω, θα καταλάβω που είναι» του είπε με ύφος κι εκείνος ξεφύσησε
«Μην επιμένεις. Δε θα πας ποτέ εκεί. Μην κανείς σαν μαλακισμένη και μείνε ακίνητη» την τράβηξε ξανά πάνω του.
Τα μαύρα μάτια του την τρύπησαν.
Κάλυψε τα κλειστά της μάτια με το μαντήλι κι όσο το έδενε πάνω στα μαλακά μαλλιά της πήρε μια γερή δόση του αρώματός της, που από μόνο του μπορούσε να παραπλανήσει. Τα τρυφερά, σαρκώδη χείλη της ήταν μισάνοιχτα και μπορούσε να φανταστεί αμέτρητα πράγματα που θα τους έκανε όταν είχε την ευκαιρία.
«Τόσο λίγο με εμπιστεύεσαι;» γρύλισε η κοπέλα.
«Λιγότερο απ' όσο νομίζεις» της απάντησε σταθερά κι έσφιξε το μαντήλι.
«Με προσοχή το αμάξι» βρυχήθηκε η Ρεβέκκα.
«Θα το οδηγήσω καλύτερα απ' ότι το έχεις οδηγήσει εσύ ποτέ» αντιγύρισε ο άντρας.
Στα μυώδη χέρια του, όταν σήκωσε τα μανίκια της μπλούζας του, εκτός από τατουάζ φάνηκαν και φλέβες.
Ήταν ένας ακαταμάχητος άντρας. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό θα υπέκυπτες σ' εκείνον.
Ήταν σκοτεινός, βαθύς, μυστήριος
Ήταν λες κι υπήρχε μια ελκτική δύναμη πάνω του. Το βάρος της γης στηριγμένο στους ώμους του. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα κι επιμελώς ατημέλητα. Σκούρα κάστανα και σχεδόν σε προκαλούσαν να περάσεις τα δάχτυλα σου ανάμεσα τους.
Δυο μικρές ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια του που δεν θα φαίνονταν ακόμη, μα ήταν σημάδι του διαρκούς εκνευρισμένου και του αμετάκλητα σοβαρού χαρακτήρα του. Τα άρτια, φυσικά σχηματισμένα φρύδια του έκαναν κάθε γυναικά στον κόσμο να ζηλέψει.
Είχε μια συνηθισμένη μύτη και γωνίες που σχεδόν έκοβαν τα δάχτυλα που τις άγγιζαν.
Ξυριζόταν προσεκτικά κι ήταν στην τρίχα. Τα χείλη του ήταν σαρκώδη και προκαλούσαν να τα φιλήσεις. Ο ίδιος ήταν μια πρόκληση από μόνος του, τα προκλητικά ματιά του και το μειδίαμα μπροστά από το λευκό του χαμόγελο που κράταγε για λίγους, σε ανατρίχιαζε.
Το στιβαρό και με τέχνη -θα λεγε κανείς- σμιλευμένο σώμα του, άρμοζε στο πρόσωπό του.
Ήταν σαν Έλληνας Θεός. Από εκείνους όμως που ζούσαν σαν εξόριστοι στον κόσμο των ανθρώπων. Κι έτσι, μετατράπηκε σε σκοτεινό άγγελο και χάραξε στο σώμα του με μόνιμο μελάνι κάθε του υπόσχεση και απωθημένο.
Υπήρχε όμως ένα μελάνι πιο μόνιμο από τα τατουάζ του Ιάσονα και πιο καθοριστικό από το πείσμα της Ρεβέκκας...
Κι ήταν αυτό του πεπρωμένου, που είχε γραφτεί οριστικά κι -ίσως- αμετάκλητα και για τους δυο...
Αναθεωρημένο!
- Συντακτικη/ Γραμματικη επιμελεια : Μαγδαληνή Παπάζογλου.
Η Νοηματικη επιμελεια εγινε απο εμενα. Η γραφη μου οταν ημουν 15 ειναι εξωφρενικα κουραστικη.
-----------------------------
(Ciao Bellas! Τι κανετε κοριτσια μου? Μολις αρχισα...και εχω ορεξη μεγααααλη για αυτο το βιβλιο. Πως σας φανηκε?Η δραση αρχιζει απο το επομενο! Τι πιστευετε για τους χαρακτηρες? Η Ρεββεκα? Ο Ιασονας? Γενικα σας αρεσε?Πειτε μου την γνωμη σας)
Φιλια μεχρι το επομενο
Σας αγαπω πολυ!!
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top