Να μην υποκυπτεις σε κανεναν
Vultus est index animi.
(μτφρ: το πρόσωπο είναι ο δείκτης της ψυχής)
Λατινικο ρητο
«Αυτό είναι το δωμάτιο σου» ο Carter οδήγησε την Ρεβέκκα στο δεύτερο σπίτι που τους άνηκε, αυτό που ήταν σχετικά εικονικό και περιείχε τα μισά τους πράγματα μέσα. Έμεναν πριν τις αποστολές και σε περιόδους εκεχειρίας κι ηρεμίας, αντιθέτως την περίοδο που αναλάμβαναν μεγάλες υποθέσεις, όσοι ήταν απαραίτητοι, μετακόμιζαν στο πρώτο σπίτι σε μια πιο απομονωμένη περιοχή με ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια.
Η Ρεβέκκα δεν είχε την «τύχη» να το δει ακόμη, μα ήξερε πως ο καιρός πλησίαζε.
Μπορούσε να φανταστεί ότι ο Ιάσονας σχεδίαζε να κάνει πολλές επιθετικές κινήσεις καθώς δεν ήταν ποτέ κρυφό στο χώρο ότι κάτι του έλειπε. Και το ένστικτο της καλλιεργημένης κοπέλας της έλεγε ότι χρειαζόταν κάποια σαν εκείνη· μα ποτέ της δεν φαντάστηκε τον εαυτό της σε αυτή τη θέση.
«Μπορούσατε και καλύτερα» είπε ανασηκώνοντας το φρύδι υποτιμητικά στο μεγάλο και πολυτελές δωμάτιο με όλες τις ανέσεις.
Ο Carter γέλασε. Ήταν μελαχρινός, με μελί ματιά και φαινόταν να έχει πολλή υπομονή, γεγονός που η Ρεβέκκα εκμεταλλευόταν ήδη.
«Μην είσαι δύσκολη» της είπε επιτακτικά κι η κοπέλα διέκρινε δίπλα στο King-size κρεβάτι με το παχύ κρεμ πάπλωμα και τα είκοσι -το λιγότερο- μαξιλάρια, τις πέντε βαλίτσες της.
«Μην με διατάζεις» αντιγύρισε εκείνη χωρίς να το σκεφτεί καν.
«Η ώρα είναι 10. Αν θες κάνε ένα μπάνιο και κατέβα για πρωινό. Μετά μπορείς να ξεκουραστείς και το απόγευμα θα συζητήσουμε την τακτική μας. Έτσι κι αλλιώς εγώ κι εσύ θα συνεργαστούμε πολύ. Το βράδυ έχουμε αποστολή» της είπε λιτά κι εκείνη έγνεψε.
«Εντάξει;» ρώτησε θέλοντας να διαβεβαιωθεί ο νεαρός.
«Εντάξει» επανάλαβε η Ρεβέκκα και τον επεξεργάστηκε λίγο καλύτερα.
Ήταν χαλαρός και φαινόταν ήρεμος. Ωστόσο από τον στητό κορμό του, την σταθερή κορμοστασιά του, τους λυγισμένους προς τα μέσα αγκώνες του και τους κλειστούς αντίχειρες του φαινόταν ξεκάθαρα ότι δεν την εμπιστευόταν, καθόλου.
Η κοπέλα μειδίασε. Ο τύπος ένιωθε δέος απέναντί της.
«Δε θα σε σκοτώσω, χαλάρωσε» του είπε κι ήταν η σειρά του να γελάσει.
«Δε θα σε άφηνα να με σκοτώσεις» αντιγύρισε γρήγορα, φαινόταν πολύ οξύνους και διορατικός.
«Δε με εμπιστεύεσαι αρκετά για να γυρίσεις την πλάτη σου και να φύγεις ωστόσο» τόνισε κοροϊδευτικά και διασκέδαζε στο έπακρο την ορθότητα του λογού της.
Ο Carter αφοπλίστηκε από τα λόγια της.
Τον είχε διαβάσει ολόσωστα, ήταν λες και βρισκόταν μέσα στο μυαλό του.
Ήταν μάγισσα;
«Δε σε εμπιστεύομαι αρκετά για να σε αφήσω μονή σου» της είπε σταθερά.
«Κακώς, είμαι μεγάλο κορίτσι. Ξέρω τα όρια μου. Δεν υπάρχει νόημα στο να τρέξω· θα με βρείτε, θα δυσχεράνει την θέση μου, θα χάσω τα προνομία μου. Ξέρω πότε να φύγω και ποτέ να μείνω» δήλωσε το προφανές με σιγουριά και μια ωριμότητα που ο Carter ίσως για πρώτη φορά διάκρινε σε μια κοπέλα της ηλικίας της.
Περίμενε ένα ξιπασμένο κορίτσι που είχε καβαλήσει το καλάμι, δικαίως. Ωστόσο η Ρεβέκκα αποδείχθηκε αρκετά αλλοπρόσαλλη. Και σχεδόν ανυπομονούσε να ακούσει τη γνώμη των υπολοίπων για εκείνη.
«Εσύ θα σε εμπιστευόσουν αν ήσουν στη θέση μου;».
«Εγώ θα μου έδινα χρόνο να αποδείξω την άξια μου» υπερασπίστηκε με στόμφο η κοπέλα τον εαυτό της και χωρίς να περιμένει απάντηση γύρισε από την άλλη κι άρχισε να ανοίγει τις βαλίτσες της, κάνοντας του έτσι έμμεσα νόημα να φύγει.
Το φωτεινό, ευήλιο δωμάτιο με την πανοραμική θεά τής πρόσφερε πολλά παραπάνω από όσα ζητούσε. Ήταν καταπραϋντικό για εκείνη να ξέρει ότι υπήρχε ένα μέρος σαν «κρησφύγετο» για τις δύσκολες στιγμές της.
Το κρησφύγετό της ήταν ο αδελφός της, ανέκαθεν. Μα πλέον ήταν μονή ξανά και θα κορόιδευε και τον ίδιο τον εαυτό της αν έλεγε πως της έλειπε. Της έλειπε ως αδελφός, ως οικογένεια. Ως συνεργάτης ωστόσο ο αδελφός της ήταν αρκετά επιτακτικός, ικανός μα άπειρος. Είχε κενά σχετικά με το χώρο κι η έλλειψη γνώσεών του της προκαλούσε από πονοκέφαλο κι εκνευρισμό έως άγχος.
Αυτό που ωστόσο της έλειπε ήταν αυτό που εν τέλη έκανε την ανοδική κινητικότητά της στο χώρο τόσο δραστική, ήταν η οικειότητα.
Ήξερε τους πάντες κι ένιωθε μια οικειότητα με όσους συνεργαζόταν, μα κάτι τέτοιο πλέον ήξερε πως ήταν δύσκολο.
Ένιωθε μια απρόσμενη ασφάλεια δίπλα στον Carter, αλλά δε θα του το έδειχνε σύντομα.
Έβαλε όσα πράγματα μπορούσε στη θέση τους. Στο κρυμμένο μέρος της βαλίτσας της φρόντισε να αφήσει τα χαρτιά με αναλυτικά στοιχειά για όλους όσους πρώτη φορά σήμερα θα γνώριζε.
Άφησε στη μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη τα βιβλία της.
Στα τρία πάνω ράφια τα βιβλία της σχολής και τετράδια.
Στα τέσσερα τελευταία φρόντισε να κουβαλήσει σε πέντε μεγάλες σακούλες όλα της τα βιβλία. Από ονειροπαρμένα άρλεκιν που έκαναν την καρδιά της να χάνει χτύπους στα εφηβικά της χρόνια μέχρι και τον «Αλχημιστή», τη «θεωρία του χάους», τους «Άθλιους» και -φυσικά- την ποίηση της. Όλους τους αγαπημένους της ποιητές.
Δεν ήταν ποτέ της συναισθηματική γυναικά. Μα στις λέξεις έβρισκε εύθραυστες κλωστές που κρατούσαν γερά ότι απέμενε από τον ανθρωπισμό της.
Αυτό που δεν ήξερε που να κρύψει ήταν το κουτί με τα σύνεργα ζωγραφικής της.
Ήταν το μόνο που πλέον την συνέδεε με τη μητέρα της κι ένα ταλέντο που κληρονόμησε από εκείνη. Ζωγράφιζε από μικρό παιδί κι ο πατέρας της φάνηκε να μην ανέχεται την ασχολία της αυτή. Την ενθάρρυνε να διαβάζει να μελετάει, να σπουδάσει, μα η ζωγραφική φάνηκε να τον εξοργίζει άνευ ορίου.
«Η ζωγραφική κι όλοι αυτοί οι πίνακες κι οι μολυβιές που τραβάς δε θα σε κάνουν ποτέ σου εξυπνότερη».
Παράτησε τη ζωγραφική για χρόνια και στο θάνατο του πάτερα της βρήκε την αφετηρία για τηνενασχόλησή της, ως μια ανακούφιση για το χαμό του. Και δε σταμάτησε ποτέ έκτοτε.
Ήταν χώρος απαραβίαστος κι ιδιωτικός το «ατελιέ» της. Μέσα του έβρισκε ένα κομμάτι του εαυτού της που μόνο εκεί επιβίωνε.
Και πλέον ήλπιζε να μπορέσει στο μεγάλο δωμάτιο να βρει τον κρυμμένο χώρο της.Ήταν τρίχωρο κι αυτό της έδινε κάποια ελπίδα, που γρήγορα έχασε αφού ανακάλυψε πως το πρώτο ήταν ένα μπάνιο που σχεδόν την προκαλούσε να βυθιστεί στη μεγάλη μπανιέρα του.
Στη δεύτερη πόρτα ωστόσο είδε ντουλάπες παντού. Στο μυαλό της άναψαν λαμπάκια. Έπρεπε να τροποποιήσει το χώρο.
Όταν βγήκε από το δωμάτιο είχε κάνει ένα πολύ χαλαρωτικό μπάνιο κι είχε τακτοποιήσει τα πράγματα της.
Η ντουλάπα ήταν μισοάδεια κι όλα της τα ρούχα ήταν επιμελώς στρυμωγμένα στο μισό μέρος της ενώ στο άλλο μισό πίσω από μια συρόμενη πόρτα είχε καταφέρει να φτιάξει ένα αυτοσχέδιο κι εξαιρετικά πρόχειρο ατελιέ. Το κατά δύναμιν.
Κατέβηκε στο κουζίνα του τριώροφου σπιτιού φορώντας μια γκρι φόρμα κι ένα απλό φαρδύ λευκό μπλουζάκι.
Εκεί βρήκε ευτυχώς μόνο τον Carter και τον Eric.
Με μια σύντομη ματιά στα χαρτιά της θυμόταν ότι κι οι δυο ήταν σχετικά «ήπιοι» χωρίς ιδιαίτερο ιστορικό. Γόνος μεγαλοαστών της Αγγλίας ο Carter κι από μια αγροτική περιοχή κοντά στο Freiburg της Γερμανίας ο Eric.
Κι οι δύο είχαν σχετικά αξιοζήλευτη πείρα στο χώρο και θα ήταν τιμή για τον καθένα να δουλέψει μαζί τους. Ωστόσο η Ρεβέκκα είχε μάθει να θεωρεί τον εαυτό της πάντα τον καλύτερο. Όσο και να τους θαύμαζε αποκλείεται να τους το αποκάλυπτε.
«Καλημέρα» είπε σαρκαστικά αγνοώντας το γεγονός ότι είχαν χωριστεί λίγα μόλις λεπτά.
«Είσαι καλύτερα;» αποκριθηκε ο Eric.
«Γιατί τι είχα;» αποκρίθηκε εκείνη.
«Τι δηλαδή πάντα έτσι είσαι;» ο Έρικ ρώτησε τάχα τρομοκρατημένος κι ο Carter γέλασε.
«Δυστυχώς ναι» τους απάντησε με ένα μειδίαμα στα σαρκώδη χείλη της η μελαχρινή με τα σμαράγδι μεγάλα μάτια.
«Ωραία θα περάσουμε» σχολίασε σαρκαστικά κι έφαγε μία μεγάλη μπουκιά από τα δημητριακά του. Η κοπέλα κάθισε άκεφα σε μια καρέκλα απέναντί τους. Η μεγαλοπρεπής κουζίνα φάνταζε απέραντη και μόνο δυο οικιακοί βοηθοί που ήταν εκεί πλαισίωναν το χώρο.
«Τι θα θέλατε δεσποινίς;» την ρώτησε στα αγγλικά η μία από τις δυο. Φαινόταν Ασιάτισσα κι η ηλικία της θα μάντευε πως ήταν περίπου στα 30.
Η Ρεβέκκα της έκανε νόημα πως δε θέλει τίποτα. Κινήθηκε μόνη της προς το ψυγείο. Άνοιξε τη μεγάλη μαύρη πόρτα και τα μάτια της κινήθηκαν σε κάθε λογής πρώτη ύλη κι αποθηκευμένο φαγητό.
Είχαν τα πάντα.
Εντόπισε ένα γιαούρτι κι αμέσως ξίνισε τα μούτρα της. Αντί για αυτό πήρε το χάρτινο κουτί γάλακτος κι έκλεισε την πόρτα απότομα θέλοντας να αποφύγει το φαγητό που τόσο μισούσε.
Άνοιξε τα ντουλάπια σχεδόν σε όλη την κουζίνα μέχρι να βρει αυτά που έψαχνε και φυσικά αρνήθηκε οποιαδήποτε βοήθεια.
Οι άλλοι δυο έτρωγαν ανενόχλητοι πρωινό όταν προσγειώθηκε απέναντί τους σε μια καρεκλά με ένα μπολ βρώμης με γάλα και μελι.
«Πρέπει να συζητήσουμε το πως λειτουργούμε» της είπε κάπως ψιθυριστά ο Carter και πριν προλάβει η κοπέλα να αναρωτηθεί το γιατί είδε με την άκρη του ματιού της τη μια οικιακή βοηθό ακόμη στην κουζίνα.
Έγνεψε υπάκουα και συνέχισε να τρώει το πρωινό της. Μετά από έναν μεγάλης διάρκειας ύπνο αποφάσισε κατά τις 6 ότι έπρεπε να σηκωθεί. Ντύθηκε με πρόχειρα ρούχα και κατέβηκε στην κουζίνα. Εκεί βρήκε τους ίδιους με πριν μόνο που φαίνονταν ξεκάθαρα πιο ξεκούραστοι. Στην παρέα της είχε προστεθεί ο Ιάσονας που μιλούσε σε μια άκρη στο τηλέφωνο.
«Θα ερχόμουν πάνω. Ήρθε η ώρα να συζητήσουμε γιατί σε πέντε ώρες έχουμε αποστολή» ο Carter χαμογέλασε συγκαταβατικά κι η κοπέλα απλώς ανασήκωσε τους ώμους της και κάθισε σε μια καρέκλα.
_______________________________________
«Σε μπαρ είναι;» ρώτησε πριν ανεβεί να ετοιμαστεί.
«Ναι».
Ο Ιάσονας δεν είχε εμπλακεί ούτε λίγο στη συζήτηση τους. Αδημονούσε να δει τι το τόσο ξεχωριστό είχε η Ρεβέκκα και ποια ήταν η τεχνική της.
Ωστόσο πήρε μία ιδέα μία ώρα μετά, όταν η καλλονή τόνιζε ελαφρώς τις βλεφαρίδες της κι έδωσε χρώμα στα χείλη της. Έβγαλε τα φαρδιά άνετα ρούχα της και τα αντικατέστησε με ένα στενό λευκό παντελόνι και μια μαύρη απλή μπλούζα. Ήταν εξαιρετικά απλή όμως εκθαμβωτική. Τα σκούρα κάστανα μαλλιά της έπεφταν ίσια όπως πάντα μέχρι και δυο παλάμες κάτω από τους ωμούς.
Έμεινε να την κοιτάζει.Εκείνη μειδίασε αυτάρεσκα και κατέβηκε τη σκάλα κρατώντας μια τσάντα με πρόχειρα ρούχα και βιβλία καθώς είχε μάθημα στις 8.
«Δε νομίζω να σε αφήσουν να μπεις στο μπαρ έτσι» της είπε με ένα αλαζονικό, υποτιμητικό βλέμμα.
«Δε νομίζω να με αφήσουν να φύγω» αντιγύρισε με νεύρο και τον προσπέρασε για να πάει στο σαλόνι.Την κράτησε από τον καρπό. Τα δάχτυλα του έκαψαν το δέρμα της κι η κοπέλα τινάχτηκε ελαφρώς προς τα πίσω.
«Γιατί τόσα νευρα γλυκιά Ρεβέκκα;» την ρώτησε ειρωνικά και τα μαύρα μάτια του κοίταξαν τα δικά της. Η κοπέλα δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί αν ο άντρας απέναντί της είχε έστω μια ιδέα του πόσο εμφανίσιμος ήταν. Το αρρενωπό αψεγάδιαστο πρόσωπο του με εμφανείς γωνίες και γένια τριών ή τεσσάρων ήμερων, χείλη που θα έκαναν κάθε γυναικά να δαγκώσει τα δικά της.
Μα η διάφορα του από τους υπόλοιπους εμφανίσιμους άντρες ποια ήταν, ούτε η ίδια μπορούσε να καταλάβει.
«Δε μ'αρέσει να μιλάω με άντρες που χτυπούν γυναίκες» στο μυαλό της φωτίστηκε η γνωριμία τους.
Θα το μετανιώσεις αυτό Ρεβέκκα Ιάκωβου.
«Έχω μερικά φετίχ. Είμαι λίγο σκληρός στο σεξ» η μελαχρινή δεν μπορούσε παρά να ρολλάρει τα ματιά της.
«Ίσως το ονειρεύτηκες ότι κάναμε σεξ. Γιατί η πραγματικότητα απέχει πολύ» του είπε κι ανασήκωσε το σχηματισμένο φρύδι της.
Και τότε, εκείνος χαμογέλασε. Βασικά όχι. Δεν ήταν καν χαμόγελο ευτυχίας, πιο πολύ με μειδίαμα έμοιαζε, μα το μυαλό της Ρεβέκκας βούιξε στα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Η λευκή οδοντοστοιχία του φώτιζε με ένα μονάχα μειδίαμα ολόκληρο το πρόσωπό του.
«Αυτό διορθώνεται».
Η κοπέλα έχασε το αλαζονικό της ύφος.
Ανάθεμα!
Την πλησίασε λίγο ακόμη. Εκείνη αντανακλαστικά έκανε δυο βήματα πίσω, μα εκείνος έκανε δυο βήματα προς το μέρος της. Κι όλο αυτό συνεχίστηκε μέχρι που ένιωσε τον τοίχο πίσω της.
Κι ίσως να μην είχε κάνει τίποτα για να αντιδράσει. Μα μετά θυμήθηκε ποια ήταν.
Γέλασε δυνατά, σχεδόν κακαριστά κάνοντας τον άντρα απέναντί της να σμίξει τα φρύδια του.
«Αν νομίζεις ότι αυτό θα γίνει ποτέ είσαι γελασμένος».
«Αν νομίζεις πως σε δυο μήνες από τώρα δε θα τρέμουν τα ποδιά σου όταν με βλέπεις σε λυπάμαι».
«Αυτό αποκλείεται» δήλωσε με σιγουριά που πήγαζε από μέσα της.
«Αν ήσουν τόσο ισχυρή δε θα σε επηρέαζαν τα λόγια μου» της υπέδειξε εξίσου σίγουρος.
«Κι αν η γιαγιά μου είχε ροδάκια θα ήταν πατίνι».
«Καθόλου αστείο» αντιγύρισε εκνευρισμένος.
«Δεν το 'πα για πλάκα. Ήταν μια απλή εικασία» του πέταξε με άνεση κι εκείνος έσμιξε τα φρύδια του.
«Μην τα σκατώσεις απόψε, κανόνισε» σαν γρύλισμα ακούστηκε η φωνή του. Και μέχρι να προλάβει να απαντήσει η Ρεβέκκα είχε κάνει μεταβολή κι είχε φύγει.
Η κοπέλα ξεφύσησε αποκαμωμένη, σε αυτό το σπίτι δε θα περνούσε καλά.
Δυο λεπτά μετά, ώρα 11, ήταν στο αμάξι και θα κινούνταν ανατολικά, σε μια πολυεθνική που προφανώς ανήκει στη Μαφία. Από εκεί θα έπαιρναν ένα τζετ που μέσα σε 45 λεπτά θα τους έστελνε Βοστώνη. Εκεί ήταν το μπαρ που σύχναζε ο τύπος.
Η Ρεβέκκα έκανε μια υποσημείωση στο μυαλό της να συγκρατήσει όσα μπορεί από αυτή την «εταιρία».
«Πριν 2 μήνες κάναμε μια ακόμη απόπειρα να τον προσελκύσουμε, μα απέτυχε παταγωδώς. Ούτε που την κοίταξε την κοπέλα» ο Carter πληροφόρησε την Ρεβέκκα κι ο Eric που καθόταν στην άλλη θέση δίπλα της συμφώνησε. Ο Ιάσονας καθόταν στη θέση του συνοδηγού κι ένα μέλος της προσωπικής του ασφάλειας οδηγούσε. Υπήρχε ακόμη ένα παρόμοιο τζιπ μπροστά κι ένα πίσω. Όλα για τη δική τους ασφάλεια.
«Tι συνέβη σε αυτήν;» αναρωτήθηκε η Ρεβέκκα.
«Απεβίωσε» ο Eric το έθεσε όσο πιο ευγενικά γινόταν.
«Την σκοτώσατε» δεν ήταν καν ερώτηση. Η μελαχρινή κοπέλα είχε μάθει να ξεχωρίζει τη γλωσσά κι όσα έκρυβε. Κι ειδικά τώρα, που έμενε κυριολεκτικά κάτω από τη στέγη του εχθρού έπρεπε να είναι ακόμη πιο προσεκτική.
«Αν συνεχίσεις θα είσαι η επόμενη» τα λόγια του Ιάσονα έριξαν μια ομίχλη πραγματικότητας στην ατμόσφαιρα ηρεμίας που είχε δημιουργήσει η Ρεβέκκα.
Δε μίλησε κανείς. Η Ρεβέκκα, αν και δεν είχε χαλαρώσει ποτέ πραγματικά απέναντί τους ανέβασε άλλο ένα νοητό τείχος.
Πάντα έτσι έκανε.
Όταν έφτασαν έξω από την εταιρία έβαλε τη μακριά μαύρη καμπαρτίνα της και φόρεσε ξανά τις γόβες της που προς το παρόν είχε βγάλει. Στάθηκε όρθια μέχρι να συνηθίσει την αλλαγή στο δάπεδο και μόλις ο αέρας την χτύπησε στο πρόσωπο πήρε μια βαθιά ανάσα.
'Θυμησου ποια εισαι'. Τα λόγια του πάτερα της έφεραν ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη καθώς έβγαινε από το μεγάλο αμάξι.
Το σκοτάδι έξω δεν την πτόησε. Προχώρησε μπροστά λες κι ήξερε που πάνε. Τα τακουνιά της ήχησαν πάνω στο δάπεδο κι επικρατούσε θόρυβος από τον πολυσύχναστο δρόμο. Οι αυτόματες πόρτες άνοιξαν και μπροστά της είδε μια πολύ απασχολημένη -δεδομένου της ώρας- γενική γραμματέα. Ήταν θαμμένη πίσω από το τεράστιο γραφείο της υποδοχής.
«Που νομίζεις ότι πας;» η φωνή του Ιάσονα επέφερε νεκρική σιγή κι η γραμματέας φάνηκε να κορδώνεται στη θέση της. Η Ρεβέκκα δεν μπορούσε να καταλάβει αν η κοπέλα τον ήθελε ή τον φοβόταν, ή και τα δυο.
«Εκεί που πας κι εσύ» απάντησε και συνέχισε να προχωράει προς το μέρος που ευτυχώς διέκρινε ένα ασανσέρ.
«Δεν έχεις ιδέα που πας» αντιγύρισε κι ο κρότος από τα τακουνιά της σταμάτησε ευθύς. Η ψιλόλιγνη κοπέλα εξέπεμπε δέος σε ένα ιδιαίτερα νεανικό ντύσιμο που σκέπαζε μια εκλεπτυσμένη καμπαρτίνα κι έσωζε ένα ζευγάρι μαύρες γόβες Louis Vuitton. Τα καταπράσινα ματιά της αιχμαλώτισαν τα βλέμματα όλων, ακόμη και των άντρων της ασφάλειας.
«Γλυκέ μου, μόνο σε ένα μέρος μπορείς να παρκάρεις ένα ελικόπτερο»καύχασε και γύρισε από την άλλη με τον Ιάσονα να την ακολουθεί σταθερά μέχρι που έφτασε έξω από το ασανσέρ το οποίο και κάλεσε.
Οι πόρτες άνοιξαν.
«Θα έλεγα πως οι κυρίες προηγούνται αλλά δε βλέπω καμιά εδώ γύρω» σχολίασε χαιρέκακα.
«Μπες εσύ πρώτος που είσαι και το κοντινότερο σε κυρία». Η ατίθαση κοπέλα δεν πρόλαβε να δει την αντίδραση που τόσο απερίσκεπτα δημιούργησε γιατί ο Carter μπήκε πυροσβεστικά μπροστά της. Η ένταση κολυμπούσε στον αέρα.
«Δεν έχουμε όλη τη μέρα, πάμε» ωστόσο δεν εκτίμησε τη διάσωση του.
«Όχι άστον τι άλλο θα κάνει πια;» έσπρωξε απαλά τον Carter από πάνω της και στάθηκε απέναντι από τον Ιάσονα. Το βλέμμα του είχε επιστρέψει σε εκείνο το ψυχρό που είχε γνωρίσει.
Τον είδε να σφίγγει τις γροθιές του, μα καμιά αντίδραση.Το άρωμα του για πρώτη φορά εισχώρησε στο οσφρητικό πεδίο της Ρεβέκκας.
Μέντα.
Και μπορεί τώρα να μην το καταλάβαινε μα το συγκεκριμένο άρωμα επρόκειτο να κάνει τη ζωή της χίλια κομμάτια.
---------------------------------------------------------
Όταν έφτασαν στο κλαμπ, περίπου στη 1: 30 η Ρεβέκκα σχεδόν ανυπομονούσε να τους δείξει τι «χάρη» τους έκανε που ήταν μαζί τους.
Έπαιζαν εκτός έδρας όποτε έπρεπε να είναι διακριτικοί. Ο Carter χάκαρε τις κάμερες ασφάλειας κι ο Ιάσονας είχε πλήρη εικόνα κι επικοινωνία από το αυτοκίνητο. Μερικά άτομα της ασφάλειας ήταν ήδη μέσα για την ασφάλεια της Ρεβέκκας.
Η Ρεβέκκα βρισκόταν σε μια άκρη μαζί με τον Carter, κοιτούσε επίμονα το στόχο. Προσπαθούσε να καταλάβει κάτι, κάποιο γούστο σε γυναίκες. Δεν υπήρχε τίποτα στο αρχείο που να αποδείκνυε οτιδήποτε για την ερωτική του ζωή, δεν είχε καμιά σχέση αν κι η Ρεβέκκα μέσα της ομολογούσε ότι ήταν αρκετά εμφανίσιμος. Μα αυτό δεν τους ένοιαζε προς το παρόν, ο τύπος ήταν βασικός μάρτυρας για ξέπλυμα χρήματος. Κι ο κατηγορούμενος ήταν φίλος του Ιάσονα. Ο μόνος τρόπος να τον προσελκύσουν εξαιτίας της ασφάλειας του σπιτιού του ήταν εδώ. Έπρεπε να βγει από τη μέση.
Είδε μια κοπέλα να του μιλάει και της έκανε νόημα να φύγει.
Μα καλά τι πάει λάθος μαζί του;
Είχαν περάσει πάνω από 5 κοπέλες πολύ όμορφες και δεν τις είχε κοιτάξει δεύτερη φορά.
Έπρεπε να τον κάνει να την προσέξει, μα πως;
Συγκεντρώσου Ρεβέκκα, συγκεντρώσου.
Το σώμα του είχε γείρει προς το μέρος του μπάρμαν και με προσοχή φάνηκε να ακούει κάτι που του έλεγε. Με τα δάχτυλα του ενός του χεριού χάιδευε απαλά το μπράτσο του, ήταν ένδειξη αναζήτησης τρυφερότητας.
Προχώρησε λίγο μπροστά και προσπάθησε μέσα από το διαρκώς μεταβαλλόμενο φωτισμό και τη δυνατή μουσική να καταλάβει κάτι παραπάνω. Ακολούθησε το βλέμμα του τύπου, για τον οποίο είχε μάθει χίλιες άχρηστες πληροφορίες, κοιτούσε επίμονα τον τύπο απέναντί του, μα όχι στα ματιά, στα χείλη!
Σαν να φωτίστηκε ολόκληρο το μυαλό της αρχικά ενθουσιάστηκε με την ανακάλυψη της μα στη συνέχεια νευρίασε.
Φουριόζα προχώρησε προς το μέρος του Carter που την κοιτούσε λες κι ήταν εξωγήινη.
«Πάμε έξω» τον έσπρωξε προς τα έξω και το κρύο την χτύπησε αλύπητα, αν και δεν είχε φέρει καν μαζί το πανωφόρι της.
«Τι έγινε;».
«Πάρε τηλέφωνο τον Ιάσονα, τώρα!» διέταξε η κοπέλα κι ήξερε πως υπάκουσε μόνο λόγω της άγνοιάς του για την αιτία. Της έδωσε τη συσκευή.
Η βαθιά, επιτακτική φωνή του Ιάσονα ακούστηκε.
«Λέγε».
«Είναι κάποιου είδους φάρσα αυτό; Το κάνετε στα στραβάδια;» η κοπέλα ωρυόταν.
«Τι λες μωρέ; Γιατί βγήκες έξω; Τσακίσου μέσα» η διαταγή του την άφησε αδιάφορη.
«Ο τύπος είναι γκέι Sherlock! Τσακίσου εσύ μέσα!».
Δεν άκουσε απάντηση.
Αντ' αυτού άκουσε ξεκάθαρα μια πόρτα αυτοκίνητου να κλείνει με δύναμη. Είδε τον Ιάσονα να έρχεται με μεγάλες θυμωμένες δρασκελιές προς το μέρος της. Ενδόμυχα ήθελε να μαζευτεί πίσω από τον Carter, μα ήξερε πως προς το παρόν ούτε αυτός θα την έσωζε.
Δεν θα σε πειράξει Ρεβέκκα, ηρέμησε.
Το χέρι του βρέθηκε γύρω από το λαιμό της και το σώμα της σχεδόν εκσφενδονίστηκε στον τοίχο δίπλα από την πίσω έξοδο του μπαρ.
Ο παγωμένος τοίχος έσβησε τη φωτιά που είχε ανάψει στο δέρμα της, η ανάσα της έβγαινε σταθερή σαν καπνός από το στόμα της λόγω του κρύου.
Το προσώπου του βρισκόταν χιλιοστά μακριά από το δικό της και το χέρι του της έκοβε αργά και σταθερά την ανάσα.
Τα μαύρα μάτια του πέταγαν σπίθες κι ήξερε πως θα μπορούσε άνετα να την χτυπήσει.
«Μαζέψου!» διέταξε ο Ιάσονας κι ένας παροξυσμός τον είχε καταλάβει. Πώς τολμούσε να του μιλά έτσι;
Πως όλες γονάτιζαν μπροστά του κι αυτή τον κοιτούσε αφ' υψηλού;
«Όχι!» αντέδρασε η Ρεβέκκα και το σώμα του πιέστηκε πιο πολύ πάνω στο δικό της, η ανάσα της κοβόταν.
«Εγώ είπα ναι».
Σιωπή στο χώρο.
«Άκου τι θα γίνει τώρα, θα κάνεις μεταβολή, θα μπεις μέσα, και θα μας δείξεις τι είναι αυτό που σε κάνει καλύτερη από τις άλλες» της είπε ψιθυριστά κι η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά στο στήθος της.
«Θα το κάνεις αυτό για τον μπαμπά έτσι δεν είναι;».
Η κοπέλα έσμιξε τα φρύδια της, πήρε μια βαθιά ανάσα.
Με όλη της τη δύναμη τον έσπρωξε μακριά της. Ο Ιάσονας δεν το περίμενε, παραπάτησε και βρέθηκε δυο βήματα μακριά της.
Η καλλονή μετατράπηκε σε αγρίμι, αν δεν την συγκρατούσε ο Carter θα είχε χιμήξει πάνω του και θα του έδινε μια ξεκάθαρη εικόνα των συναισθημάτων της.
«Δεν θα μου λες τι να κάνω! Αυτή είναι η δουλειά μου! Εγώ είμαι το αφεντικό του εαυτού μου! Δεν γεννήθηκε ο άντρας που θα με διατάξει!» σύριξε κι ο Carter στεκόταν σαν ετοιμόρροπο τείχος ανάμεσα τους. Ο ένας ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον άλλον.
Ο Ιάσονας δεν απάντησε.
Η Ρεβέκκα απόρησε, ήταν κάποιου είδους αιφνιδιασμός; Μήπως έπρεπε να κάνει ένα βήμα πίσω;
Αντ' αυτού συνέχισε να μιλάει.
«Θα πρότεινα και στους δυο σας να πάτε στο αμαξάκι σας και να δείτε με υψηλή ευκρίνεια πως γίνεται η δουλειά. Μόλις βγω έξω περιμένετε περίπου ένα λεπτό, μετά όλος δικός σας» είπε και πριν ο Ιάσονας προλάβει να αντιδράσει, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Εντόπισε το θύμα, ήταν στην ίδια θέση με πριν.
Στη συνέχεια το πολυμήχανο μυαλό της ανέσυρε ένα πρόχειρο σχέδιο που ώρα τώρα έπλεκε ήδη στο υποσυνείδητο της. Με την άκρη του ματιού της είδε έναν μεθυσμένο να την κοιτά έντονα, σαν ξερολούκουμο.
«Κάνει για τώρα» μουρμούρισε και το κορμί της έγινε ένα με το ρυθμό της εκκωφαντικής μουσικής. Τον πλησίασε και τον κοίταξε με λάγνο βλέμμα, ο άγνωστος μεθυσμένος ανταπέδωσε.
Πέρασε τα χεριά της γύρω από το λαιμό του κι εκείνος ακούμπησε τα χεριά του στη μέση και λίγο πιο κάτω, οι φίλοι του σχεδόν ζητωκραύγαζαν, δεν είχαν κι άδικο. Του έκανε τεράστια χάρη.
Κολλούσε με πάθος το κορμί της στο δικό του και το λίκνιζε με υπονοούμενα, σαν να του φώναζε να την πηδήξει.
Ύστερα, με λίγους ελιγμούς κατάφερε να τον μετακινήσει χωρίς να το καταλάβει πιο κοντά στο θύμα.
«Πως σε λένε όμορφη;» την ρώτησε σχεδόν φωνάζοντας στο αυτί της. Πρέπει να ήταν Βρετανός, ή υποκρινόταν την προφορά.
«Σάσσα» του απάντησε το πρώτο όνομα που της ήρθε στο μυαλό.
«Εμένα...» ξεκίνησε να λέει, αλλά η Ρεβέκκα δεν το άκουσε καν, κόλλησε πιο πολύ το σώμα της στο δικό του και στάθηκε σχεδόν δίπλα στον στόχο.
Ο άγνωστος τύπος είχε κατεβάσει πλέον τα χεριά του στους γλουτούς της και την φιλούσε στο λαιμό.Show time!
Άρχισε να τον σπρώχνει από πάνω της, μα όπως ήταν φυσικό ο τύπος δεν το καταλάβαινε.
«Άσε με, άσε με!» φώναζε αρκετά δυνατά ώστε ο διπλανός του να το ακούσει.
«Τι έπαθες μωρό μου; Αφού θες» της είπε και για καλή της τύχη την τράβηξε κι άλλο πάνω του. Ούτε συνεννοημένοι να ήταν.
«Είπα άσε με!» φώναξε και μερικά δάκρυα που μονή της προκάλεσε άρχισαν να κυλούν στα μάγουλα της κι ευτυχώς το θύμα δραστηριοποιήθηκε.
«Η κοπέλα σου είπε να την αφήσεις!» μια δυνατή φωνή ακούστηκε κι η Ρεβέκκα εφάρμοσε ένα τρέμουλο στο σώμα της.
Ο κακόμοιρος μεθυσμένος δεν ήξερε από που του ήρθε. Την άφησε απότομα την κοίταξε σαν να ήταν τρελή.
«Τρελή σκύλα» μουρμούρισε κι έφυγε.
Η Ρεβέκκα ήταν ακριβώς στο σημείο που ήθελε. Άρχισε να αυξάνει το τρέμουλο στο σώμα της και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Ένιωσε το χέρι του στον ωμό της.
«Είσαι καλά;» πετάχτηκε όρθια τάχα φοβισμένη κι είδε το ανέκφραστο βλέμμα του θύματος να μαλακώνει. Μέσα της μειδίασε. Λίγο ακόμα και τον είχε του χεριού της.
Σκούπισε όσο πιο αδέξια μπορούσε τα δάκρυα της.
«Ηρθ-θα με-με τις φίλες μου. Και μετά από λι-λιγο δ-δεν ήταν πουθενά» τύλιξε τα χεριά της γύρω από τα μπράτσα της.
Έπαιρνε βαθιές ανάσες κι ο άντρας αγνόησε τα καταπράσινα μεγάλα ματιά της -λόγω των προτιμήσεών του-, μα έχοντας μια μικρότερη αδελφή δεν μπορούσε να αντισταθεί στην πηγαία ανάγκη του να ηρεμήσει το «κοριτσάκι».
«Έλα, πάμε λίγο έξω να πάρεις αέρα» την κράτησε απαλά από τους ωμούς και την οδήγησε έξω, κι αυτή αντιστάθηκε στη φύση της ακολουθώντας τον σχεδόν υποτακτικά, μα αυτό το θέατρο σύντομα θα έριχνε την αυλαία του.
Βγήκαν έξω κι η κοπέλα ανατρίχιασε από το απότομο κρύο.Το ψεύτικο κλάμα της είχε πασαλείψει τη μάσκαρα κάτω από τα ματιά της.
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε κι η Ρεβέκκα έγνεψε.
«Σε ευχαριστώ πολύ, πρέπει όμως να βρω τις φίλες μου» του είπε η κοπέλα για να θολώσει τα νερά κάνοντας τον να πιστέψει ότι φοβόταν, όπως κανονικά θα έπρεπε να γινόταν.
«Εμ, φυσικά ναι» είπε γρήγορα κι έκανε να ανοίξει την πόρτα.
Η πόρτα έκλεισε με δύναμη αλλά όχι από το χέρι του ή το δικό της.
Ήταν ο Ιάσονας με ένα δολοφονικό, ψυχρό, χαιρέκακο κι άκρως ανατριχιαστικό χαμόγελο που κοιτούσε τον άντρα δίπλα της που είχε χάσει το χρώμα του.
Έκανε να κινηθεί μα ο Eric -σύμβουλος του Ιάσονα κι από τους καλύτερους εξολοθρευτές- βρισκόταν πίσω του.
Άλλοι πέντε άντρες της ασφάλειας τον περικύκλωσαν. Υπήρχαν κι άλλοι από τους Κυνηγούς πιο πίσω. Ο άντρας κοίταξε την Ρεβέκκα αρχικά περιμένοντας να πανικοβληθεί εξίσου με εκείνον μα βλέποντας την πλήρη ψυχραιμία της λύσσαξε.
«Άτιμη σκύλα! Με παγίδεψες!» σύριξε και το ήρεμο πρόσωπο του αλλοιώθηκε από την οργή.
Το γέλιο της Ρεβέκκας, ήταν ψυχρό, κρυστάλλινο σχεδόν, εξαιρετικά εύηχο, όμως σε ανατρίχιαζε όπως τα νυχιά στον πίνακα. Στο σκοτεινό σοκάκι έδειχνε τρομακτικό.
Ο Ιάσονας ανατρίχιασε κάτω από το δερμάτινο τζάκετ του, κράτησε κάθε είδους εξωτερική αντίδραση για τον εαυτό του.
«Μα ποια κοπέλα θα δεχόταν να βγει έξω με έναν άγνωστο; Δεν ήμουν καν μεθυσμένη!» αγανακτισμένη του είπε η Ρεβέκκα, τάχα σαν να τον μάλωνε που παγιδεύτηκε.
Το κρύο την είχε μουδιάσει, μα ο εριστικός χαρακτήρας της δεν είχε ικανοποιηθεί ακόμη.
«Ήρθε η ώρα να συστηθώ» του είπε σχεδόν γλυκά κι αν τα βλέμματα μπορούσαν να σκοτώσουν θα ήταν ήδη νεκρή.
«Είσαι Η Γυναικά, αυτό το κατάλαβα, τι δουλειά έχεις με τους Κυνηγούς;» της είπε και τα αγγλικά του ήταν πλέον πιο σπαστά.
«Η γυναικά;» ρώτησε δήθεν έκπληκτη η Ρεβέκκα.
«Η Ρεβέκκα Ιάκωβου δεν είσαι;» έφτυσε σχεδόν τις λέξεις.
«Είσαι αρκετά έξυπνος για να καταλάβεις αυτό, αλλά όχι τόσο ώστε να μην πιστέψεις μια γυναικά με αδιάβροχη μάσκαρα που κλαίει» σχολίασε σαρκαστικά κι ο Ιάσονας μειδιάει.
«Καλό».
«Προτιμώ να με φωνάζουν με το όνομα μου, δούλεψα πολύ για να αποκτήσει την άξια που έχει» αποφανθηκε σταθερά μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα σαρκώδη χείλη της.
«Είμαι σίγουρος πως θα πονάνε τα γόνατα σου από τη σκληρή δουλειά» της είπε με ένα μειδίαμα υπονοώντας πράγματα που εξόργισαν τη Ρεβέκκα. Το χαστούκι που του έριξε έκανε έναν κρότο που ήχησε σε όλο το σοκάκι.
«Ελπίζω να σαπίσεις στην κόλαση» του έκλεισε το μάτι κι έκανε μεταβολή για να φύγει.
«Θα σου κρατήσω θέση Ρεβέκκα Ιακώβου» γρύλισε, δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του γιατί του είχε γυρισμένη την πλάτη μα έκλεισε τα ματιά της. Ο σιγαστήρας μείωσε το θόρυβο.
Δεν γύρισε να κοιτάξει το πτώμα.
Ο Carter στάθηκε δίπλα της, στο χέρι του κρατούσε την καμπαρτίνα του που της πρόσφερε λες κι ήξερε ότι είχε παγώσει τόση ώρα.
Ξεφύσησε και την πήρε γνέφοντας, τη φόρεσε και προχώρησε γρήγορα προς το αυτοκίνητο οπού και μπήκε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Η ώρα ήταν 3 παρά. Θα έπρεπε πρώτα να εξαφανίσουν το πτώμα και μετά θα πετούσαν για Λονδίνο.
Ίσα που προλάβαινε το μάθημα.
Μπήκε μέσα στο αμάξι και κάθισε μπροστά.
Κατέβασε το καθρεφτάκι μπροστά της και με ένα μαντιλάκι που είχε στην τσάντα στο πίσω κάθισμα άρχισε να ξεβάφεται.
Κοίταξε τη μάσκαρα που φαινόταν λες κι ακόμα έρρεε πριν ξεκινήσει να την εξαφανίζει με το
μαντηλάκι. Τα ματιά της δεν ήταν πλέον κόκκινα από το «κλάμα» μα έβγαζαν σπίθες, ο άγνωστος την είχε νευριάσει.
Τελείωσε βάζοντας μια κρέμα στο πρόσωπο της που ευτυχώς δεν χρειαζόταν make up για σήμερα. Πήρε τα πράγματα της κι επέστρεψε στο πίσω κάθισμα οπού βολεύτηκε στη θέση πίσω από τον οδηγό κι ακούμπησε το πρόσωπο της στο τζάμι βγάζοντας τα τακουνιά της και τυλίγοντας τα χεριά γύρω από τα γόνατά της. Τι τους έπαιρνε τόση ώρα;
Λίγα λεπτά μετά ήρθαν. Ο Ιάσονας κάθισε μπροστά μαζί με έναν τύπο από την ασφάλεια που δεν είχε κάνει τον κόπο να της συστηθεί.
Ο Carter μαζί με τον Eric κάθισαν στο πίσω κάθισμα. Ο πρώτος έστελνε μηνύματα πιθανόν σε γκόμενα αν έκρινε κανείς από το ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο του ενώ ο Eric μιλούσε με τον Ιάσονα.
«Θα τον πετάξουν στη λίμνη;».
«Ναι. Κινούμαστε προς το τζετ και μόλις επιβιβαστούν πετάμε. Τα τζιπ μας περιμένουν κάτω από την εταιρία» είπε κοφτά το πρόγραμμα.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Ρεβέκκα. Ήταν κουλουριασμένη στο πίσω κάθισμα, είχε ένα κάπως βαριεστημένο βλέμμα, λες κι αυτό που πριν λίγη ώρα έκανε δεν την επηρέασε καν.
Τον εξίταρε το θράσος της -μόνο όταν προορίζονταν για τους άλλους πάντα. Τον εξόργιζε κάθε άτομο που δεν τον σεβόταν, και φυσικά ο εκάστοτε κακόμοιρος γευόταν τις συνέπειες. Μα ο Ιάσονας δεν χρειάστηκε ποτέ του να σκεφτεί ιδιαίτερα για καμιά γυναικά. Τις είχε διαχωρίσει στο μυαλό του άρτια κι αυτό δε θα άλλαζε ποτέ.
Ήταν ο τύπος που στο νηπιαγωγείο θα ήταν μοντέλο στα παιδικά της Allouette, στο δημοτικό τα κορίτσια τον φιλούσαν στο μάγουλο πίσω από το σχολείο, στο γυμνάσιο του έστελναν ραβασάκια, στο λύκειο του χάριζαν ότι επιθυμούσε.
Στο τελευταίο έτος του λυκείου έκανε τα πρώτα του τατουάζ. Η μητέρα του είχε φρίξει, μα ο πατέρας του πίστεψε κοιτώντας τη λέξη omerta πως αυτή θα ήταν η αφετηρία της ωριμότητάς του ως διάδοχος.
Έκανε δυστυχώς, μεγάλο λάθος.
Στα 18 του πήρε ένα κόκκινο δαχτυλίδι, με μια χοντρή λωρίδα ασημί κι έναν κόκκινο πολύτιμο λίθο. Ίασπις, έφερνε την εσωτερική γαλήνη.
Στα 20 του ανέλαβε τα ινία της Μαφίας και τότε ανήλθε στο ύψιστο σημείο επιτυχίας κι αλαζονείας. Ήταν εξαιρετικά, ίσως κι απαγορευμένα, όμορφος. Είχε ένα σκοτεινό είδος γοητείας, άγγιζε κάθε γούστο.
Μα ήταν απλησίαστος, σχεδόν θεϊκός.
Τι ήταν που τον έκανε τόσο ακαταμάχητο; Το αγγελικό του πρόσωπο μήπως; Το ψηλό και δυνατό σώμα του; Τα τατουάζ του;
Όχι-όχι σκέφτηκε η Ρεβέκκα.
Ήταν κάτι άλλο.
Όταν έφτασαν στο Λονδίνο για κακή της τύχη ο Ιάσονας της ανακοίνωσε ότι θα την πήγαινε μέχρι τη σχολή και πως θα οδηγούσε εκείνος -φυσικά.
Έτσι φορώντας πλέον ένα απλό τζιν ένα φούτερ, με την καστανή περούκα και τα γυαλιά της μυωπίας που δεν χρειαζόταν καν, μπήκε στο αμάξι στις 7:15 το πρωί χωρίς καθόλου ύπνο. Η διαδρομή θα ήταν μεγάλη κι ένα μικρό κομμάτι μέσα της φοβόταν για τη σωματική της ακεραιότητα για όσο θα βρίσκονταν μαζί του.
Ή για τις σκέψεις της.
Ο ζεστός καφές στο χάρτινο κουτάκι ήταν το μόνο που την κρατούσε ξύπνια.
Είχε μάθημα από τις 8 έως τις 10 κι από τις 10 ως τις 12. Και μόνο στη σκέψη νύσταζε περισσότερο. Το αμάξι δεν είχε προλάβει να βγει από τις εγκαταστάσεις όταν ο Ιάσονας μίλησε.
«Δεν θα ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά από εσένα. Χθες χαριστικά δεν σε πείραξα γιατί ήθελα να βγάλεις τη δουλειά. Μην περιμένεις τέτοια επιείκεια από εδώ και πέρα» της είπε ρητά κι η κοπέλα ένιωσε έναν κόμπο στην κοιλιά της.
«Σου απαντάω όπως μου μιλάς δεν καταλαβαίνω γιατί εξάπτεσαι»στον χλευαστικό της τόνο τα άρτια σμιλευμένα ζυγωματικά της σηκωθήκαν σε ένα μειδίαμα αποδοκιμασίας.
«Μην παίζεις με την υπομονή μου γαμώ το κέρατο μου. Κατάλαβες;» η φωνή του ανέβηκε τουλάχιστον τρεις τόνους. Οι αρθρώσεις του άσπρισαν σφίγγονταν γερά το τιμόνι.
«Πω τα νευρά του» μουρμούρισε η Ρεβέκκα εξοργίζοντάς τον ακόμη περισσότερο.
Όταν έφτασαν έξω από τη σχολή είχε φροντίσει ήδη να αρπάξει τα πράγματα της για να φύγει αμέσως. Μα ο Ιάσονας είχε αλλά σχεδία.
Την άρπαξε σφιχτά από το καρπό και την τράβηξε πάνω του. Η κοπέλα τίναξε το χέρι της με σκοπό να απελευθερωθεί μα ήταν άδικος κόπος. Το πρόσωπο της ήταν πολύ κοντά στο δικό του κι η μέντα την ζάλιζε. Το συγκλονιστικό πρόσωπο του βασιλιά της Μαφίας ήταν ένα έργο τέχνης όσο πιο κοντά πλησίαζε κανείς.
Η Ρεβέκκα βαριανάσαινε κι ήλπιζε σε ένα θαύμα για να σωθεί. Τα δάχτυλα του κράτησαν σφιχτά το σαγόνι της. Τα μάγουλα της πιέζονταν και τα δόντια της έτριζαν αλλά δεν θα δεχόταν να του δώσει τη χαρά του μορφασμού της.
«Ακόμη να μάθεις να μη με αμφισβητείς; Δεν σου έχουν πει πως έχω πάντα δίκιο;» η ζεστή ανάσα του χτυπούσε το πρόσωπό της κι ένιωθε τα βλέμματα των περαστικών απ' έξω πάνω τους.
«Δεν έχεις πάντα δίκιο. Είσαι το πολύ μέτριος από ότι είδα προσφάτως» του είπε με χολή. Έσμιξε τα φρύδια του και τα μάτια του γυάλισαν. Χαλάρωσε το κράτημα του κι η Ρεβέκκα το είδε σαν μια ευκαιρία για να φύγει. Άνοιξε την πόρτα κι έκανε να κατεβεί.
« Μα πως μπορείς να μιλάς άσχημα για το όνομα που θα ουρλιάζεις τα βραδιά;».
Ανατρίχιασε ολόκληρη και δεν οφειλόταν στο κρύο της μέρας. Έκλεισε με δύναμη την πόρτα και προχώρησε προς την έρημη είσοδο της σχολής. Ήταν ακόμη νωρίς.
Μα τι ήταν εν τέλη αυτό που έκανε τον Jason Hunter τόσο καυτό κι ακαταμάχητο;
Ήταν το πρόσωπο του; Πιθανόν.
Ήταν το σώμα του; Ίσως.
Μα η κοπέλα ήταν αρκετά έξυπνη για να καταλάβει ότι αυτό που την εξίταρε και την εκνεύριζε ταυτόχρονα πάνω του ήταν κάτι ισχυρότερο.
Ήταν η αύρα του.
Μα πως μπορείς να μιλάς άσχημα για το όνομα που θα ουρλιάζεις τα βραδιά;
Ανατρίχιασε.
Ορθογραφικη επιμελεια : magdalinimaria
(Ciao Bellas!!! Και μολις ξεκινησαμεε Πειτε μου τι πιστευετε.. Η Ρεββεκα ειναι μια τελειως νεα χαρακτηρας. Την συμπαθειτε ;Αν οχι γιατι; Ο Ιασονας ; Το καλο μολις ξεκινησε Αφηστε μου την γνωμη σας)
Σας αγαπώ πολυ
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top