Ό,τι δεν ξέρεις μπορεί να σε πληγώσει

Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.
Friedrich Wilhelm Nietzsche

Το απολυτο κενο,ειναι σπανιο.
Το συναντας στο διαστημα,σε εναν χωρο πληρους ηχομονωσης.Το συναντας στο λευκο δωματιο,στην γευση του νερου,ειναι το απολυτο τιποτα,η υπερτατη ουδετεροτητα.
Αυτη η καθαροτητα,η λιτοτητα,δεν ειναι τοσο ομορφη οσο φανταζεσαι,και δεν σου προκαλει αγαλλιαση.
Σου πιεζει την καρδια με μια ατσαλινη μεγκενη που δεν λεει να ξεσφιξει.Η σκεψη της απειρης απουσιας υλικου και περιεχομενου,προκαλει την αμεση ενθυμιση του ποσο μονοι και ποσο μικροι ειμαστε,

μικροι και πεπερασμενοι,σε ενα συμπαν απεραντο και απειρο.

Βεβαια γνωρισα και ενα νεο κενο,το πιο τρομαχτικο απο ολα,δεν ηταν νερο,διαστημα,φως, σκοταδι.

Ηταν ολα αυτα μαζι,και ηταν μεσα στα ματια σου.Η σιωπη σου,η αδιαφορια σου ,η αρνηση σου να με διαψευσεις.Αυτο το κενο με πονεσε,πισω απο το βλεμμα σου.

Και οριστε μια σκληρη αληθεια,περισσοτερο δεν με πληγωσε το παρακλητικο σου υφος αφου με πληγωσες,

πιο πολυ με πονεσε το κενο σου,η αδιαφορια σου,δεν βρηκα ουδεμια μετανοια,κανενα αισθημα,

δεν με ηθελες,το εβλεπα,

και μπορω με σιγουρια πλεον να σου πω,

οτι με τσακισε,ανεπανορθωτα.

---------------------------------------------------------------------------------------------------

(5 χρονια πριν)

''Ζητησες να με φωναξουν-''

Η μισανοιχτη πορτα του γραφειου ειχε μαθει οτι δεν ηταν ποτε για καλο.Κοντοσταθηκε λιγο πριν την ανοιξει τελειως.

Ξεροκαταπιε.Κοιταξε αριστερα και δεξια στον διαδρομο εξω απο το γραφειο του πατερα της,δεν ηταν κανείς.

Ειχε κακο προαισθημα.

Με τα ακροδαχτυλα της σχεδον εσπρωξε την βαρια ξυλινη πορτα ...μονο και μονο για να δει...τιποτα;

Περιμενε να αντικρισει τον πατερα της,στην γνωστη του θεση στην μαυρη δερματινη πολυθρονα,με το σακακι του και ενα ποτηρι ουισκι με ενα δερματινο σουβερ απο κατω.

''Μπαμπα;''η φωνη της ωστοσο κοπηκε οταν ειδε δυο ποδια να εξεχουν απο την κατω γωνια του γραφειου.

Η καρδια της βουλιαξε στο στηθος της.
Δεν μπορουσε ουτε να ανασανει.

"Μα ...μα σε είδα νεκρό. Έπιασα τον σφιγμο σου!Ησουν νεκρος " Η Ρεβέκκα βρισκόταν σε άρνηση,σχεδον τρελαινοταν!Κοιτουσε τον πατερα της λες και ηταν φαντασμα.

Ο Αχιλλεας Ιακωβου,γελασε,φανερα ψυχαγωγημενος απο το ψυχωτικο σοκ της κορης του.

''Μην γελας'' μουρμουρισε μα οχι με πυγμη.Αυτο παραξενεψε τον Ιασονα,πιστευε οτι η Ρεβεκκα θα του επαιρνε το κεφαλι,μα μπροστα στον πατερα της εχανε το υφακι και το τουπε της,μαζευοταν.

''Δεν επιασες τον σφυγμο μου.Αυτο ελεγες στον εαυτο σου,γιατι αυτο επρεπε να κανεις'' της απαντησε καπως πιο μαλακα,σαν να μιλουσε σε παιδακι.

Η Ρεβεκκα εσμιξε τα φρυδια της,το βλεμμα της κεντραρε το κενο.Εσφιξε την παλαμη της.

Κουνησε ξαφνου το κεφαλι της,σαν να ηθελε ταχα να διωξει καποια κακη σκεψη.

''Εσκυψα απο πανω σου,εβαλα τον μεσο και τον δειχτη μου στο μαλακο σημειο κατω απο την κατω γναθο,δεν επιασα παλμο.Το στηθος σου δεν κουνιοταν'' η φωνη της ακουγοταν σχεδον ξενη,σαν να ανηκε σε καποια πολυ μπερδεμενη.Και αποκλειεται να ηταν δικη της ,γιατι η Ρεβεκκα Ιακωβου δεν μπερδευοταν ποτέ,σωστα;

Ο Αχιλλεας γελασε,εκεινη αναριγησε.

''Ορκιζεσαι σε εναν μηνα,ψυχολογια απο οτι εμαθα ,σοφη επιλογη''αλλαξε θεμα αποπροσανατολιζοντας την εντελως.

Ενιωθε χαμενη μπροστα του,το δεος που ενιωθε ειχε γινει ενα συνονθυλευμα με την οργη και την ταραχη,βρισκοταν σε μια ξαφνικη ψυχικη ανισορροπια.Τρελαινοταν!

Ο Ιασονας ηταν ανησυχητικα ακινητος στο γραφειο του,δεν την κοιτουσε φυσικα.Εκανε οτι ταχα μελετουσε κατι χαρτια.
Δειλος!

''Ναι...τι σχεση εχει αυτο;'' ρωτησε με οση πυγμη της ειχε απομεινει.

''Τι ξερεις για την Ελιζαμπεθ Λοφτους;''και ξαφνου ο πατερας της μετατραπηκε σε αυστηρο δασκαλο την ωρα της εξετασης.

Μονο που η Ρεβεκκα ειχε παψει πλεον να ειναι το 18χρονο κοριτσι που αφησε πισω του.Ειχαν αλλωστε περασει πεντε ολοκληρα χρονια.

Η πλανευτρα απο την αλλη,αγχωθηκε!Ξαφνου αδυνατουσε να θυμηθει το οτιδηποτε,το μυαλο της αρχισε να παιρνει γρηγορες στροφες,καιγοταν!

Σκεψου...σκεψου

''Ηταν μια ψυχολογος που εδρασε τις δεκαετιες του '80 και του '90.Κυριο εργο της ηταν η εξεταση των αναμνησεω αυτοπτων μαρτυρων και στοχος ζωης της να αποδειξει οτι συχνα οι αναμνησεις μας -''

Σταματησε να μιλαει.Το μυαλο της φωτιστηκε,γουρλωσε καπως τα ματια της.

Ο πατερας της την κοιταξε ικανοποιημενος.Της κοπηκε η ανασα.

''Οι αναμνησεις μας συχνα διαστρεβλωνονται μετα απο ενα ισχυρο μετατραυματικο σοκ και τεινουμε να μεταποιουμε γεγονοτα στο μυαλο μου για να καταπραϋνουμε τον πονο,τον θυμο ή τις τυψεις του υποσυνειδητου'' ψελισσε με την τελευταια ανασα ψυχραιμιας της.

''Μα εγω...εγω...''η φωνη της εσβησε,τραυλισε,μπερδευτηκε.Περασε το χερι της μεσα απο τα μαλλια της.

Το βλεμμα της μαρτυρουσε πληρη συγχυση.

Ο Ιασονας σχεδον την λυπηθηκε.

''Θυμησου τι εκανες Ρεβεκκα,οχι τι επρεπε να κανεις'' την συνετισε κοφτα.

Η κοπελα ξεροκαταπιε.

''Δεν-δεν θυμαμαι'' καταπιε εναν λυγμο.

''Αρχισες να ουρλιαζεις'' η φωνη αυτη σιγουρα δεν ηταν δικη της.Γυρισε πισω ,μονο και μονο για να δει τον Αντρεα πισω της,σε πληρη ψυχραιμια και διαυγεια.

Μια αστραπη μνημης φωτιστηκε πισω απο τα ματια της

''ΑΝΤΡΕΑ!''η Ρεβεκκα επεσε στα γονατα στην εισοδο του γραφειου ουρλιαζοντας το ονομα του αδελφου της ,η χροια της φωναζε θανατος απο μακρυα

Ο Αντρεας ετρεξε μεσα ,μαζι με δυο αντρες απο την ασφαλεια του,και σχεδον επεσε πανω της .

Την προσπερασε ,μολις εντοπισε προς τα που εδειχνε το τρεμαμενο χερι της.Πολυς κοσμος συντομα ηταν γυρω του.
Και η Ρεβεκκα εκει,στο χαλι,μετα γονατα της κοκκινα απο την πιεση και τα ματια της εξισου κοκκινα απο το κλαμα.Ηπιε δυο ηρεμιστικα για να κοιμηθει.Δεν αλλαξε θεση για ωρες,κοιτουσε το κενο.

Εκει που ηταν το πτωμα,ειχε φυγει με φορειο ωρες πριν.

Εκανε δυο μερες να βγει απο το δωματιο της,να φαει ,να πιει νερο,να κοιμηθει.
Και οταν βγηκε εξω,την μερα της κηδειας,ηταν κομψη,πανεμορφη,και ψυχρη.
Ειχε,με καποιον τροπο αξιοθαυμαστο και αξιολυπητο ταυτοχρονα ,να αποβαλλει απο την μνημη της πολλα.

Ισως υπερβολικα πολλα,ισως παλι οχι και αρκετα.

Η Ρεβεκκα τον κοιταξε σοκαρισμενη.Περιμενε να τον δει εξισου εκπληκτο που ο πατερας τους ηταν ζωντανος,αλλα και αυτος ,οπως βεβαια και ο Ιασονας ηταν ψυχραιμοι,λες και το ηξεραν καιρο τωρα.

''Αντρεα εσυ πως...εγω..''

Ο Αντρεας γελασε πικραμενα στο τραυλισμα της μικρης του αδελφης,πραγμα περιεργο και δυσευρετο.

''Ρεβεκκα ξερω''εκανε να ακουμπησει το χερι του στον ωμο της,ενα βημα της προς τα πισω ομως ανοιξε την αποσταση.

Παγωσαν ολοι για λιγο στο δωματιο.

Μια μασκα πονου καλυψε για λιγο το προσωπο του Αντρεα,γρηγορα την απεβαλλε και το πικρο του χαμογελο εγκατασταθηκε παλι.

''Καθισε κορη μου'' ο Αχιλλεας της ειπε κοφτα και ετεινε το χερι του προς το μερος της πολυθρονας απεναντι του.

Την προσκαλουσε να κατσει στο γραφειο του Ιασονα,λες και ηταν δικο του,και δεν αφηνε περιθωριο αρνησης,σε ποιον ; Στην Ρεβεκκα Ιακωβου!Που η αγαπημενη της λεξη ειναι το οχι!

Μουδιασμενη προχωρησε μεχρι το βαθος του γραφειου,καθισε στο ενα μετρο μακρια του.Δεν εκανε καμια κινηση να τον πλησιασει,ποσο μαλλον να τον αγκαλιασει.

Δεν ηξερε ακομα αν ηταν ζωντανος ή καποιος εφιαλτης που θα ξεπερνουσε με xanax.

''Υπαρχει σχεδιο,προφανως δεν θα πεθαινα απο εμφραγμα,για ονομα!55 ημουν οχι 80!Πως το πιστεψες;'' σχεδον την μαλωσε που δεν τον υποπτευθηκε,η Ρεβεκκα κοιτουσε το πατωμα αναμεσα στα ποδια της και ο βασιλιας επιανε τον εαυτο του να εκνευριζεται.Ποιος θα εκανε δευτερες σκεψεις σε τετοιες καταστασεις;

Ο Ιασονας την εκαιγε με το βλεμμα του ,αλλα εκεινη δεν του χαριζε ματιά.

''Δεν πιστευα οτι θα μου ελεγες ψεματα για κατι τετοιο''απαντησε σφιγμενα ''νομιζα οτι ημασταν ειλικρινεις αναμεσα μας'' κοιταξε τον Ιασονα ,και τελος τον Αντρεα ''Εισαι αδελφος μου''

Ο Αχιλλεας την εκοψε πριν καν αρχισει με τους αλλους δυο αντρες που ειχαν σκυφτα κεφαλια.
Φυσικα ,την σεβονταν,ηταν Βασιλισσα,ηταν Η Γυναικα,ηταν η καλυτερη,αλλά,εκεινος την ειχε κανει ολα αυτα,και οπως της τα προσαψε μπορουσε να τα αναιρεσει.

''Κοψε την κλαψα Ρεβεκκα!Δεν σε μεγαλωσα να γινεις γυναικουλα!''

''Μακαρι να ησασταν και εσεις γυναικουλες πατερα,γιατι οι 'γυναικουλες' οπως λες,νιωθουν,σεβονται και πραττουν με γνωμονα και τα αισθηματα των αλλων!''

Ο Αχιλλεας γελασε με τον δυναμισμο της κορης του,ακριβως ετσι την ειχε μεγαλωσει...και ετσι παρεμενε.Περηφανη.Αξιοπρεπης.

''Ηταν δικη μου διαταγη ο αδελφος σου να μην σου μιλησει και με τον Hunter συμφωνησαμε οτι καλο θα ηταν να μην ξερεις,ησουν μικρη και επιπολαιη,δεν θα διαχειριζοσουν καλα την διαρκη υποκριτικη''

Στην αναφορα του Ιασονα η Ρεβεκκα εσφιξε τα δοντια.Πραγμα που δεν περασε απαρατηρητο.

Ο πατερας της εσφιξε λιγο ακομη την μεταξενια γραβατα του.Ηπιε μια γουλια απο το ουισκι του,γυρισε ελαφρως το δαχτυλιδι στον παραμεσο του,ξεροκαταπιε.

''Πεντε χρονια πριν,ο Ιασονας επικοινωνησε μαζι μου ,ενδιαφερομενος για μια συμμαχια.Μετα απο μια συντομη συζητηση καταλαβαμε και οι δυο ποσα μπορουσαμε να κερδισουμε απο αυτη την ενωση υπερδυναμεων'' η Ρεβεκκα ,καπως επιμονα κοιτουσε τον πατερα της,ισως επειδη δεν ηθελε να κοιταξει τον Ιασονα,που αναζητουσε μανιωδως ενα βλεμμα της,κακως,δεν θα του το εδινε,δεν το αξιζε!

''Και αυτο που κολλαει;'' η Ρεβεκκα ρωτησε απηυδησμενη.

''Το κολιε που φορας''το βλεμμα του πατερα της εκαψε το κολιε και το δερμα της μαζι.''Δεν εχεις ιδεα ποσο σημαντικο ειναι''

''Εξηγηστε μου τοτε!'' η οργη της αφηθηκε μετεωρη,δεν την κατευθυνε προς τον πατερα της,δεν τολμουσε αλλωστε.

''Εγω εμαθα για την υπαρξη σου ,τρεις μηνες πριν γεννηθεις,δεν περιμενα να ερθει μια μερα η Angelica!Για ονομα του θεου αυτη η γυναικα μετα απο τοσο κρακ και που μπορουσε να περασει τον δρομο θαυμα ηταν!'' σαρκασε

Το αιμα της ειχε παγωσει,μια μαχαιρια προδοσιας την σουβλισε.

Γυρισε να κοιταξει τον Αντρεα,ο αδελφος της κοιτουσε κατω.Ζαλιζοταν,εγειρε προς τα πισω ακουμπωντας στην πλατη της πολυθρονας.

Δεν μιλησε,αλλα ειχε χλωμιασει.

''Ηξερα οτι η εποχη του αφανισμου μας πλησιαζε,οποτε προτιμησα να μεινεις κρυμμενη,καθως καθε μου βημα καταγραφοταν.Οταν εγινε η μεγαλη απαγωγη ,καλεσα την προνοια ωστε να μεταφερθεις για καποιους μηνες στο ορφανοτροφειο,εκει οι μυστικες υπηρεσειες ειχαν το αβατο.Υστερα κινησα καποια νηματα και ο ψυχολογος της μητερας σου της προτεινε να σε αφησει σε εμενα''

Η Ρεβεκκα μορφασε στο ακουσμα της λεξης 'μητερα'.Το κοντινοτερο που ειχε σε μητερα ηταν η Ελισσαβετ ,η μαμα του Αντρεα και θετη μητερα της,μεχρι και τα 13 της.Τοτε πηρε διαζυγιο με τον πατερα και απο τοτε την βλεπει μονο λιγες φορες τον χρονο,συνηθος γιορτες.

Δεν μπορουσε να πιστευει αυτα που ακουγε.Πως μπορουσε ο πατερας της να ξερει τι περνουσε και να την αφηνε εκει;Την σημαδεψαν εκεινοι οι μηνες αναμνησεων .

Ο Αχιλλεας διαβασε την προδοσια στο προσωπο της.
''Καλυτερα να σε βασανιζει η μητερα σου,παρα να σε σκοτωσει το κρατος'' σχολιασε κυνικα
''Ετσι πιστευεις;''σαρκασε κερδιζοντας ενα βλεμμα αποδοκιμασιας απο εκεινον

''Και τοτε λοιπον,πηγες στο ορφανοτροφειο,που δεν ηταν και ακριβως ορφανοτροφειο,γιατι περασες μια χαρα''εκανε μια μικρη παυση για να αναψει το πουρο του,η Ρεβεκκε εμπηξε τα νυχια στο εσωτερικο της παλαμης της.

''Ηταν σαν μυστικη βαση ,εκει βρισκονταν και αλλα παιδια ισχυρων ανθρωπων του υποκοσμου,εξ'ου και η φιλη σου η Ellie,ο πατερας της οταν ζουσε ειχε αναλαβει τα οικονομικα ενος ισχυρου Μαφιοζου ,Ιαπωνα ,αν δεν κανω λαθος.Οποτε σου φορεσα το κολιε αυτο,για να μην ξεχνανε εκει μεσα,ποιανου κορη εισαι''

Ολες οι πληροφοριες αυτες της ειχαν προκαλεσει πονοκεφαλο.

''Οταν ηττηθηκαν οι μυστικες υπηρεσιες η μητερα σου σε πηρε απο το 'ορφανοτροφειο' και σε εστειλε σε εμενα.Ειχα μιλησει με την Eλισσαβετ,και ειχαμε συμφωνησει να μεινουμε στην βαση μας στην Ιταλια,μεχρι να γινεις 13 και να σταθεις παλι στα ποδια σου''

Αυτη η πληροφορια ,ηταν σαν ζεστος αερας για την Ρεβεκκα,την τυλιξε στοργικα.

''Η Ελισσαβετ ηξερε οτι ημουν κορη της ερωμενης σου ανεκαθεν;''
Το θετικο του νευμα ετσουξε τα ματια της.Η Ελισσαβετ της ειχε φερθει σαν μητερα ,κι ας ηξερε οτι ηταν ο καρπος του ερωτα που διελυσε τον γαμο της.Η Ρεβεκκα παλι ηταν παντα καπως σφιγμενη απεναντι της,διστακτικη και κλειστη,μετανιωσε καπως την συμπεριφορα της.

''Οταν εκλεισες τα 18,πεντε μερες αργοτερα με επισκεφθηκε ο Ιασονας,και μου μιλησε για την ανακτηση της μνημης του απο -''

''Αυτα τα ξερω''του το ξεκοψε και ο αντρας ανασηκωσε το φρυδι του,κοιταξε τον Ιασονα και του το επιβεβαιωσε.

''Μαλιστα.Μια συμμαχια αναμεσα μας ,θα κινουσε υποψιες,ημασταν ανεκαθεν αντιπαλοι,οποτε αμεσως ολοι θα ηξεραν οτι στοχος μας ειναι η εκδικηση.Για αυτο αλλωστε και ο πατερας του Ιασονα του παραχωρησε την εξουσια,για να κατευναστουν οι υποψιες.''της εξηγησε απλα εκνευριζοντας την

''Οποτε εγω επρεπε να σκηνοθετησω τον θανατο μου,ηξερα οτι στην ηλικια σου,θα εκανες πισω μπροστα στην ευθυνη και θα αφηνες τον Αντρεα να διευθυνει τα παντα.Ετσι λοιπον το σχεδιο προχωρησε.Ο αδελφος σου δεν ηξερε για το σχεδιο ,μονο οτι επρεπε να απομακρυνθω απο τα εγκοσμια,οποτε πιστεψε με,δεν τα πηγε επιτηδες χαλια στην διοικηση''κοιταξε αυστηρα τον γιο του που χαμηλωσε καπως το βλεμμα.

Ο Ιασονας επνιξε ενα γελακι και αναψε το τσιγαρο του.

''Επρεπε να περασουν τουλαχιστον 3 χρονια,για να σε παρει ο Ιασονας,εκει ξεκιναει το σχεδιο''η ψυχρη του φωνη κατεβασε την θερμοκρασια σε ολο το δωματιο.

Η Ρεβεκκα ενιωσε ενα ρηγος απο την κορυφη της ραχοκοκκαλιας μεχρι και την μεση της.

Υπηρχε σχεδιο

''Επρεπε να συγχωνευτουν οι δυναμεις των δυο μας,και η κεντρικη μας δυναμη,εισαι εσυ.Οποτε επρεπε να σιγουρευτουμε οτι εσυ θα μεινεις στους κυνηγους,με καθε τιμημα.''

Η τελευταια του λεξη τεντωσε κι αλλο τα νευρα της.Ποσα ακριβως ηξερε ο πατερας της;Γνωριζε για τα βασανιστηρια;Για τον Matteo;Για την εκτρωση;

Θεε μου ειδικα το τελευταιο..

''Με την βοηθεια σου ο Ιασονας εντος των επομενων χρονων θα καταφερνε να συναψει συμμαχιες και να εξοντωσει τους κυριους αντιπαλους μας,ετσι ωστε μια μερα,να επιτεθουμε στις μυστικες υπηρεσιες,και τοτε...''

Κρατησε την ανασα της,οι τεσσερις τους στο δωματιο ,κρατουσαν στα χερια τους τα νηματα ενος σχεδιου που θα αλλαζε τα παντα.

''Και τοτε θα κυριευσουμε...''

''Τις μυστικες υπηρεσιες;''

Ο πατερας της γελασε στην αφελεια της.

''Ολοκληρο τον κοσμο ''η Ρεβεκκα αναριγησε.
Το κυρος στην φωνη του κυλουσε στις φλεβες της.Ισιωσε την πλατη της.Ξαφνου ενιωσε κοινωνος ενος πολυ σημαντικου σχεδιου,ανεκαθεν ηταν.Μα παραλληλα,μια βελονα τρυπουσε το δερμα της ,υπενθυμιζοντας της πως πιο πολυ πιονι ηταν,παρα κοινωνος.

Κοιταξε τον Αχιλλεα.Εμοιαζε αμετανοητος. Ο πατερας της κοντευε τα εξηντα,μα ηταν ακρως γοητευτικος,και εμοιαζε απο μακρια οτι ειχε εξουσια.Αυτη ηταν αλλωστε και η μιση του γοητεια απο παντα.Μονο που αυτο δεν επιανε στην κορη του,ειχε ανοσια στην ισχυρη του αυρα.

''Και γιατι δεν μπορουσατε να μου το πειτε τα τελευταια 2 χρονια;'' αναρωτηθηκε εκεινη δυσπιστα.Στην πραγματικοτητα,το θαρρος και η ψυχραιμια της ηταν ραγισματα στο τειχος του ψυχισμου της,που αν εσπαγε θα παθαινε νευρωτικο επεισοδιο.

''Ρεβεκκα σταματα πια με τις χαζες ερωτησεις.Ηθελα να εισαι πιστη στους Κυνηγους,να γινετε μια οικογενεια,να βρισκεσαι εκει εκουσια,οχι επειδη σε εβαλα εγω.Και απο οτι πληροφορηθηκα συνεβη!''

Σε εκεινο το σημειο γευτηκε σχεδον την ειρωνια του και δαγκωθηκε για να μην ρολλαρει τα ματια της.

Δεν μπορουσε να κουνησει τα χερια της,ουτε τα ποδια της,ηταν με απαθεια σταυρωμενα,και ακαμπτα.Ενιωθε λες και ειχε βγει εξω απο το σωμα της.Παρακολουθουσε τον εαυτο της να στεκεται ακινητη ,διχως να μπορει να αντιδρασει.

Τι ειχε παθει;

''Ηρθανε οντως πολυ κοντα'' σχολιασε ο Αντρεας και σταθηκε αβολα απο πανω της.
Η καρδια της ετρεμε στο στηθος της,φοβοταν την συνεχεια της συζητησης.

''Ωστοσο κυριε Hunter,οταν ειπα οτι αν χρειαστει να πουλησετε ερωτα στην κορη μου να το κανετε ,δεν εννοουσα αχαλινωτο σεξ,βασανιστηρια,εκτρωσεις ,διακοπες και χωρισμους.Αναθεμα, σιγουρα δεν εννουσα προτασεις γαμου και παιδια!'' χτυπησε το χερι στο τραπεζι.

Η Ρεβεκκα σηκωσε το κεφαλι.Το βλεμμα της συναντησε το μαυρο των ματιων του που απελπισμενα αναζητουσε ενα νευμα της ωρα τωρα.
Και ολα παγωσαν αναμεσα τους.
Μισος,αυτο ειδε στο βλεμμα της.Και ειχε περασει καιρος απο την τελευταια φορα.

Ο Αχιλλεας προσεξε το περιεργο βλεμμα που οι δυο 'εραστες' ανταλλαξαν και αποφασισε να το κοψει μαχαιρι,ηρθε η ωρα ολα να τελειωσουν.

Ρεβεκκα

''Δεν πιστευω να πιστεψες ποτέ οτι ο Jason Hunter σε αγαπησε!''γελασε,αληθεια γελασε!
Κι εμενα τα κοκκαλα μου ραγισαν.

Κοιταξα τον Ιασονα.Τα μαυρα του ματια εκρυβαν μεγαλη θλιψη,μια μετανοια ισως,κατι που τον βαραινε σιγουρα.
Ομορφος,αθεραπευτα ομορφος αντρας,αλλα επικινδυνος πλεον...για μενα τουλαχιστον.Νομιζα οτι τον μαθαινα,τον ηξερα πλεον...αλλα καθε μερα εβρισκε και εναν νεο τροπο να μου αποδεικνυει οτι δεν ηξερα τιποτα.

"Τι σου αρεσει δηλαδη σε μια κοπελα?"
Σταματησε να κινείται και σταθηκε μπροστα μου. Σκεφτηκε λιγο την απαντηση του. Υστερα χαμογελασε πονηρα
"Να εχει μυαλο,για να της το γαμαω"

Και τελικα τα καταφερε,του πηρε σχεδον δυο χρονια,αλλα με λυγισε,με νικησε.
Γιατι απο οποια αποψη και να το σκεφτεις,η καρδια μου επαψε να χτυπα.

''Η αληθεια ειναι...'' η φωνη του,βαθια,απαλη ,με αφροδισιακους υποτονους,καλυψε ολη την αιθουσα.

''Εγω την Ρεβεκκα την νοιαζομαι πολυ βαθια... και ....''κομπιαζε,αρχισε να παιζει με τα δαχτυλιδια του και να κοιταζει κατω.

Τι ανωριμος!

Ο πατερας μου γελασε,με κοιταξε με νοημα.Μπορουσε σιγουρα να δει το απογοητευμενο μου βλεμμα,ημουν σπασμενη.Κουραστηκα!Δεν μπορω αλλο!Δεν θελω αλλο!Δεν αντεχω να ειμαι δυνατη και να σφιγγω τα δοντια.
Δεν μπορω να δεχομαι αλλες σφαιρες για μας.

''Δεν υπαρχει κατι που μπορεις να πεις για να το σωσεις ειλικρινα.Θα προτιμουσα να μην πηδιοσουν τοσο καιρο με την κορη μου ,αλλα ο γεγονε γεγονε.Αφου τα πραγματα ηρθαν ετσι,εγω θα επιστρεψω στην Δανια,και θα ειμαστε σε διαρκη επικοινωνια,θεωρω οτι με καποιες σωστες κινησεις και τις καταλληλες παυσεις για αλλοθι σε δυο με τρια χρονια απο τωρα,θα αποστολη μας θα εχει ολοκληρωθει!Θελει ομως προσοχη απο εδω και περα!Ρεβεκκα εσυ πρεπει μεταξυ των συμμαχων να αποκαλυφθεις και για ονομα...κομμενοι οι ερωτες και τα πηδηματα!Ειμαστε εδω για δουλεια!''μας μαλωσε και σηκωθηκε ορθιος

Ο Ιασονας σηκωθηκε επισης ορθιος,δεν επαψε να με κοιτα.Τον αποφευγα.

Καπως μεσα μου ειχε κορεστει ολο αυτο,τον ειχα σιχαθει.Δεν αντεχα την σιωπη του,γιατι δεν διεψευδε τον πατερα μου;Γιατι δεν του ελεγε οτι με αγαπαει.
Μα επειτα...με αγαπαει οντως;

Η σκεψη και μονο μου προκαλεσε αναγουλα.

Πρεπει να κοιτουσα το κενο γιατι ο Αντρεας με σκουντηξε.

''Εισαι καλα;'' με ρωτησε ανησυχα

''Εισαι μαλακας;''

''Ρεβεκκα !'' ο Αχιλλεας με επεπληξε.

''Εγω παραιτουμαι,τα παραταω'' δηλωσα και σηκωθηκα ορθια.Οι λεξεις εγδαραν τον λαιμο μου αλλα ηταν σαν βαλσαμο για την καρδια μου.

Ειδα στιγμιαια τον Ιασονα και τον Αντρεα να γουρλωνουν τα ματια τους,μα ο πατερας μου δεν χαμπαριαζε,γελασε φανερα διασκεδασμενος με τα ναζακια μου.

''Αν μιλας οντως σοβαρα ,να σου θυμισω ,οτι απο την Μαφια φευγεις μονο νεκρος'' η φωνη του εκρυβε την απειλη.

Ο Ιασονας εσμιξε τα φρυδια στο λογια του.Δεν μπορουσα να αντιμιλησω στον πατερα μου ,δεν ειχα ποτέ μου αυτοκτονικες τασεις.

''Αλλωστε τωρα,δεν μας εισαι καν χρησιμη,ειναι στο χερι σου αν θες να μεινεις μεχρι το ενδοξο τελος και να επωφεληθεις ,ή αν θες να κανεις πισω και να μεινεις στο περιθωριο,η ομορφια σου δεν θα κρατησει για παντα'' υπενθυμισε σκληρα.
Σκληρυνε και η καρδια μου την ιδια στιγμη.

Σηκωσα το κεφαλι να τον κοιταξω,ηταν ορθιος πανω απο την καρεκλα μου.

''Σε ποιον νομιζεις οτι μιλας ετσι'' και ξαφνικα,οι δυο ισχυροι αντρες του δωματιου σταθηκαν ο ενας απεναντι απο τον αλλον,ορθιοι και απειλητικοι,μποστα μου.Ηθελα οσο τιποτα να σηκωθω και να φυγω

''Στην κορη μου''χλευασε

''Οχι!Μιλας στην Ρεβεκκα Ιακωβου,την προσελκυστρια μου !Ειναι μελος των κυνηγων!Ειναι Η Γυναικα!'' με υπερασπιστηκε αφηνοντας με αδιαφορη.Με ειχε προδωσει.Χρονια τωρα ο πατερας μου ηταν ζωντανος και μου το εκρυψε!Και εκεινος ,και ο Αντρεας,με την διαφορα,οτι εκεινος οταν τον προδωσα με τιμωρησε ατεγκτα και σκληρα.

Ο λογος που με πλησιασε εξαρχης ηταν για να πετυχει το σχεδιο του.
Αυτο ,οσο ασημαντο και αν φαινοταν ,γιατι εν τελει με ερωτευτηκε,μου ραγιζε την καρδια.

Δεν αντεχα αλλο.

''Ακου Ιασονα..η κορη μου το τελευταιο πραγμα που χρειαζεται,ειναι η υποστηριξη σου!Χρειαζεται την αληθεια!Εσυ εκανες με εποτυχια το μερος του σχεδιου μας.Δεν χρειαζεται να απολογεισαι για κατι''

''Και εσυ'' γυρισε και εδειξε με το δαχτυλο τον Αντρεα

''Πηγες να μας προδωσεις!Εμαθα για τα τηλεφωνηματα ταχα για λεφτα ωστε να βρει την συμφωνια στο χρηματοκιβωτιο!''

Το κεφαλι μου εκτιναχτηκε προς το μερος του αδελφου μου.Ενιωσα τους ωμους μου να πεφτουν και να χαλαρωνουν ανεπαισθητα.

Τοσους μηνες προσπαθουσε να μου πει την αληθεια!Να με προστατευσει απο εκεινον τον ανδρα!Και ο Ιασονας;Γι αυτο επεμενε για το ηλιθιο χρηματοκιβωτιο....

Ενιωθα...ηταν περιεργο βασικα.Ηταν μια μαυρη τρυπα,ενα μεγαλο τιποτα,ενα κενο που μεγαλωνε απο την καρδια μου προς τα εξω.Κατασπαραξε τους πνευμονες μου,το στομαχι μου,την σπονδυλικη μου στηλη, τα χερια ,τα ποδια και τον λαιμο μου.Ημουν ενα ζωντανο πτωμα,με δυο ματια που μου επιβεβαιωναν οτι ο πατερας μου ηταν ζωντανος,δυο αυτια,για να ακουω οτι ολοι οι αντρες που αγαπησα ,με προδωσαν,και δυο καρδιοχτυπια,τα δυο τελευταια μου.

Ετρεμα.

Ο Αχιλλεας Ιακωβου,σε ολο του το μεγαλειο και την δοξα,εδωσε τα χερια με τον Ιασονα,που φαινοταν εξισου μουδιασμενος,και πηρε τον Αντρεα,που αρνηθηκα και στα ματια να κοιταξω...και εφυγαν.Απλα εφυγαν.

Με αδειασε.
Μου ειχαν ραγισει πολλοι αντρες την καρδια.
Ο μεθυσμενος γκομενος της Angelica,ο Αντρεας οταν με εδωσε στους Κυνηγους,ο Matteo,οταν με ερωτευτηκε τοσο σωστα την λαθος στιγμη,και φυσικα ο Ιασονας,που μου ραγιζε την καρδια απο την μερα που αποφασισα να τον αγαπησω.
Μα κανεις...ουτε ενας απο αυτους τους ανδρες στην ζωη μου δεν με πληγωσε οσο ο μπαμπας μου σημερα.Η αδιαφορια του με παγωσε,με αφησε συξιλη να κοιτω το κενο,την αντανακλαση μου.

Τι ειχε μολις συμβει;

------------------------------------------------------------------------------------------------

Τριτοπροσωπη

Ο Ιασονας κοιταξε την πορτα που ο φιλος του ο Eric ξαναεκλεισε ,αφηνοντας τον μονο του με την Ρεβεκκα ,που ηταν καθιστη στην πολυθρονα απεναντι του.Εμοιαζε νεκρικα ακαμπτη.Τον φοβιζε,πιο πολυ απο καθετι αλλο αυτο,η σιωπη της.Την ετρεμε,την δεοταν.

''Λες οτι με νοιαζεσαι βαθια'' κοιτουσε το κενο,τα χειλη της εμοιαζαν αφυδατωμενα.

Εκανε τον κυκλο του γραφειου και χαμηλωσε ωστε να βρισκονται στο ιδιο υψος.Εκανε να αγγιξει τα χερια της,μα σχεδον νευρικα τα πεταξε μακρια.

Δεν τον κοιταξε.

''Λες οτι με νοιαζεσαι βαθια,αλλα ξερεις τι Ιασονα;Εχω αρχισει και πιστευω οτι το λες γιατι σ αρεσει ο τροπος που ακουγεται,σ αρεσει η ψευδαισθηση οτι αγαπας και καποιον αλλον περα απο τον εαυτο σου''

Ηταν ακριβως οι λεξεις που φοβοταν.

''Ρεβεκκα κοιταξε με''την επιασε απο τους ωμους και την σηκωσε ορθια,απεναντι του.Τα ποδια της με το ζορι την κρατουσαν.

Ηταν πολυ ομορφη η θλιψη της.Αναγεννησιακη ,βικτωριανης εποχης πορσελανινη η λυπη της.Ανεκτιμητης αξιας τα δακρυα που ακομη δεν ειχαν κυλησει.

''Δεν ηταν υποθεση μου να στο πω.Υπαρχει το omerta ,ο κωδικος σιωπης ειναι αδυνατον να ατιμαστει διχως ολεθριες συνεπειες'' προσπαθησε,απελπιστικα πολυ να φανει πειστικος.

Η Ρεβεκκα γελασε.Ενα μικρο δακρυ εφτασε μεχρι τα ζυγωματικα της και εσβησε.
''Μου ζητησες να σε παντρευτω...θεε μου Ιασονα ...ειχαν δικιο για σενα!Θα κανεις τα παντα για να νικησεις!Κι εγω η ηλιθια ενιωθα τυψεις που δεν σου ειπα ναι!'' τον κοιταξε λες και μολις ανοιξαν τα φωτα και συνειδητοποιησε οτι ηταν εκεινος.Λες και ηταν ενας αγνωστος.

''Ανοητη γυναικα!Πως γινεται να υποκριθω το οτιδηποτε μαζι σου;Μιλας λες και δεν θα σε ερωτευοταν ο καθενας!Ποσο μαλλον εγω!Μετα απο ολα αυτα!'' αγανακτησε

''Μου απεκρυψες πραγματα που αν εγω σου εκρυβα δεν θα μου το συγχωρουσες ποτε!''αντεπιτεθηκε δυναμικα.

''Αλλο η δουλεια ,αλλο τα συναισθηματα!Ρεβεκκα πως το ξεχνας αυτο;Ερωτευμενος ημουν και οταν σε βασανισα,ερωτευμενος και οταν σε εδιωξα απο την Μαφια,οταν σου φωναζα,οταν τσακωνομασταν για δουλεια,οταν διαφωνουσαμε!Ολες εκεινες τις στιγμες δεν επαψα να ειμαι ερωτευμενος μαζι μου.Αλλα πρεπει να ξερεις καλυτερα απο ολους οτι αλλο η δουλεια αλλο η προσωπικη ζωη!''της φωναξε

Τον κοιταξε βλοσηρα στα ματια.

Η στιγμιαια σιωπη της του εδωσε την ελπιδα οτι ισως την ειχε πεισει.Ξεροκαταπιε.Σταυρωσε τα χερια της κατω απο το στηθος.

''Θελω να σηκωθεις να φυγεις απο εδω μεσα.Να με αφησεις να σκεφτω.Και να επιστρεψεις στην επαυλη σε τρεις ωρες.Αν ειμαι ακομα εδω,θα συζητησουμε,αν φυγω,θα το σεβαστεις.Αν γυρισεις νωριτερα,πες μου αντιο ,γιατι θα ειναι η τελευταια φορα που με βλεπεις'' ψυχρη και αδυσωπητη καθως ηταν τον ξαφνιασε.

Το ψυχρο κυπαρισσι των ματιων της,τον σοκαρε.Αυτη ηταν ανεκαθεν η Ρεβεκκα Ιακωβου...μα πως το ειχε ξεχασει;

''Να φυγω απο το ιδιο μου το σπιτι...'' η φωνη του εσβησε.
Αγνοησε το καπως παρακλητικο του βλεμμα,το κενο του βλεμμα ,οσο ο πατερας της της εξηγουσε οτι δεν την αγαπησε ποτε,της αρκουσε.

''Πολυ καλα λοιπον.Θα φυγω,αλλα οταν γυρισω ,πρεπει να ξερω οτι θα εισαι εδω,δεν μπορω να φυγω αν δεν το ξερω''ειπε απολυτα και σοβαρα.Τιναξε τους ωμους της απελευθερωνοντας τον εαυτο της απο το κρατημα του.

''Μπορεις να φυγεις ξερωντας οτι με προδωσες''

''Τι λες;ΕΓΩ; ΔΕΝ ΣΕ ΠΡΟΔΩΣΑ! '' την κοιταξε πελαγωμενος.

Να και κατι καινουργιο.Ο πανικος του,σε αρχικο ακομη σταδιο.

''Ξερεις τι με ξεπερναει;Πιο πολυ απο ολα με ξεπερναει το γεγονος οτι καποτε μου ειπες οτι δεν σε αγαπησα.Εγω!Που παλευα για μας και ακομα παλευω,που ματωσα προσπαθωντας να σε προστατευσω,που εχασα τον εαυτο μου γιατι δεν σου εκανα,πνιγηκα Ιασονα!Πνιγηκα για να αναπνευσει ο εγωισμος σου!Προσπαθησα!Αληθεια!Ξανα και ξανα,και καθε λαθος μας το εριχνα σε εμενα!Κυλησα τον εγωισμο μου στην λασπη και την αξιοπρεπεια μου την εριξα στα ταρταρα,και πληγωθηκα και εκλαψα.Εκανα λαθη!Ναι!Το παραδεχομαι!Και θα εχεις δικιο αν με πεις ψυχρη!Ειμαι !Και αδιαφορη μπορω να γινω!Και εκδικητικη!Μα ποτέ σου μην πεις οτι εγω δεν σ αγαπω!''του φωναξε μεσα στο προσωπο

Την κοιταξε,με ματια θαμπα.Τον ειχε σκοτωσει,κυριολεκτικα ,με καθε λεξη και μια σφαιρα τον ειχε κανει σουρωτηρι.

Ο πονος του εγινε σχεδον σωματικος.

Εγνεψε θετικα στο τιποτα,συμφωνησε με τον εαυτο σου μαλλον,σε κατι αγνωστο.

Εξεπνευσε λες και κρατουσε ωρα την ανασα του.Την κοιταξε μια τελευταια φορα ,λες και ηταν η τελευταια στιγμη που την ειχε απεναντι του.Την παρατηρησε απο πανω μεχρι κατω.Τα σκουρα μακρια μαλλια της,το λευκο της δερμα,τα υπεροχα ματια της,που ειχαν μια λαμψη απροσδιοριστη,τα χειλη της που ετρεμεν, τους στενους της ωμους,την αφροδισιακα ακαλυπτη πλατη της,την μικρη της μεση ,την περιφερεια που απειρες φορες ειχε ζουληξει,τα ποδια της ,που αμετρητες φορες ειχαν τυλιχτει γυρω απο την μεση του,ή και τον αυχαινα του.

Την κοιταξε καλα απο πανω μεχρι κατω.

Εκανε μεταβολη και εφυγε απο το γραφειο του,κλεινοντας την πορτα καλα πισω του.

Απεξω δεν ηταν κανεις,μονο δυο φρουροι.

''Αν η κυρια Ιακωβου επιθυμει να αποχωρησει μην την εμποδισετε,ειναι με την αδεια μου'' ηταν ξεψυχισμενη η φωνη του.Οταν η Ρεβεκκα την ακουσε ,λυγισε.Πονουσε.

Μα σε ολο αυτο,εβρισκε ενα ψηγμα λογικης.

Στεκοταν μονη της ,στην μεση του γραφειου του και αναρωτιοταν ,τι εκανε εκει μεσα;

Η επαυλη αδεια.Η καρδια της γεματη,απο θυμο βεβαια,αλλα και παλι.

Εκεινο το γραφειο,το μισουσε,το απεχθανοταν βασικα.Εκει μεσα ειχε βιωσει τις πιο σκληρες στιγμες,ανεπαισθητα η καρδια της σφιγγοταν καθε φορα που εμπαινε εκει μεσα.

''Τι εννοεις με διωχνεις απο τους Κυνηγους;Εγω δεν θα παω με τον Αντρεα πισω!''δηλωσε με νευρο.

Ο Ιασονας βηματισε πανω κατω στο γραφειο του αμιλητος εδειχνε να σκεφτεται κατι,αφηνοντας της να φουντωνει απο θυμο μπροστα του.
''Ρεβεκκα Ιακωβου,φαινεσαι εξυπνη''ξεκινησε να λεει με ηρεμο,σκεπτικο τονο
Η κοπελα δεν απαντησε
''Πες μου λοιπον,στη θεση μου τι θα εκανες?''το βλεμμα του ,καυτο,βαθυ και βλοσηρο,συναντησε το δικο της
''Τι θα εκανες αν καποιος που κινησες γη και ουρανο για να ενσωματωσεις στην ομαδα σου σε προδιδε ετσι?''

Ηταν η μερα που ο Ιασονας αποφασισε να μην συγχωρεσει την προδοσια της.

''Βετο λοιπον'' μουρμουρισε και εμεινε να την κοιταει,τις μελανιες που τις ειχε αφησει στον λαιμο πριν μιση ωραα,και τις κοκκινιλες στα χερια της,που θα αποκτουσαν ιδια μοιρα.

Τα παντα αναμεσα τους φωναζαν τοξικοτητα.

Κι επειτα ηταν και η μερα που βρηκαν ορους για να παψουν να τσακωνονται και να επικοινωνουν.

Πλησιασε το γραφειο του Ιασονα.Ειχε ιδρωσει σχεδον.Ηξερε οτι θα τσακωνονταν.Ο,τι ειχαν δημιουργησει εως τωρα θα τιναζοταν στον αερα.
''Ειμαι εγκυος''
''Τι-τι ειπες?'' εγειρε προς τα μπροστα σε μια ελπιδα οτι δεν ακουσε καλα

Το κομβικο σημειο της σχεσης τους,η αποδειξη του λιγου,του ανεπαρκους στις καρδιες και των δυο,ηταν αυτο.Μια -καθε αλλο-παρα λανθασμενη αποφαση,που ομως ηταν μοιραια,μακροπροθεσμα.

''Μπορουμε να το διορθωσουμε,θα βρουμε τον τροπο,πες μου οτι εισαι ακομα ερωτευμενος μαζι μου,και θα βρω τον τροπο να τα λυσω ολα,θα τα κανουμε ολα απο την αρχη'' τον παρακινησα αλλα δεν αντεδρασε.
Ξεφυσηξε.Σαν να μην εβρισκε αλλους τροπους πια να με απορριψει.
Τον κοιταξα με προσμονη .
Σιωπη.
Η σιωπη του μου ουρλιαξε ολα τα 'Αντιο' του κοσμου.

Ειχε μπροστα του την περιτρανη Ρεβεκκα Ιακωβου να κλαιει και να τον παρακαλαει.Ηταν μια νικη και αυτη.
''Λυπαμαι ''ηταν σαν να ακουω γιατρο να μου λεει οτι καποιος πεθανε
Σαν να μου λεει οτι εγω πεθανα...

Και φυσικα η μερα που την απερριψε,η πιο σκληρη απο ολες.

Τωρα,σε ολες αυτες ηρθε να προστεθει η προδοσια του.

Κοιταξε γυρω της το γραφειο ,ηταν μεγαλο,μοντερνο,με περιττη χλιδη,οι τοιχοι του,ηταν ξορκισμενοι να μην αποκτησουν ποτε στομα.Γιατι ηξεραν πολλα.

Αυτο το γραφειο ,ηταν η πληγη της,μια πληγη που αιμορραγουσε ακαταπαυστα και ασταματητα.

Ηταν μεσα της σαν εσωτεριμο αιματωμα δεν ελεγε να παψει να εξαπλωνεται.

Μουχλιαζε.Απο μεσα ,προς τα εξω,λιγο λιγο ,κυτταρο κυτταρο.

Πρεπει να το καψω

Μια σκεψη ,καπως αρρωστη που ομως εκανε φωλια στο μυαλο της.

''Stewart!'' φωναξε τον φρουρο

Ο αντρας βρεθηκε αμεσως στην διαθεση της.

''Θελω να παρεις τον αλλο φρουρο και απο το προσωπικο τρια ατομα,να βγαλουμε ολα τα χαρτια απο εδω μεσα.''

Χωρις καμια ερωτηση ,εγνεψε θετικα.Δυο λεπτα αργοτερα,αρχισαν να αδειαζουν το δωματιο απο καθε τι σημαντικο.

Το χρηματοκιβωτιο ,οχι το μεγαλο ,που κουβαλησαν εξω τεσσερα ατομα,αλλα το μικο,ενα που μετα βιας ζυγιζε πεντε κιλα,και εκρυβε μεσα πολλα.

''Αυτο θα το κρατησω εγω'' ειπε αινιγματικα καθως πετουσε χαρτια σε κουτια και τα εσπρωχνε εξω.

Οι υπηρετριες μουρμουριζαν οτι τρελαθηκε.

Ιδεα δεν ειχαν οτι η Ρεβεκκα Ιακωβου επροκειτο να βαλει φωτια στο γραφειο του αφεντικου της.

Και μιση ωρα μετα στεκοταν στο γραφειο ,κοιτουσε την αδεια σχεδον καβα,το χαλι,το αδειο γραφειο,τους γυμνους τοιχους,τα ραφια,τις βιβλιοθηκες,τις αναμνησεις.

''Να πανε ολα στο διαολο'' μουρμουρισε και αναψε ενα τσιγαρο.
Γυρω της ολα φωναζαν παρεθλον.
Ηπιε ενα ποτο.Βγηκε στο μπαλκονι, ηθελε να βλεπει την φωτια απο κοντα.Πηρε μαζι της το χρηματοκιβωτιο στο ενα χερι ,και το τσιγαρο στο αλλο.Το ακουμπησε στο μαρμαρο του μπαλκονιου,στον τριτο οροφο.

Μπηκε παλι μεσα.Πηρε ολα τα μπουκαλια αλκοολ που ειχαν μεινειστην καβα και ενα ενα τα αδειασε κατα μηκος του δωματιου.Οταν τελειωσε ,το δωματιο ειχε μια αποπνικτικη αυρα οινοπνευματος.

Σταθηκε στην ανοιχτη πορτα του μπαλκονιου ,αναψε το τσιγαρο της ,και επειτα πεταξε τον ανοιχτο της αναπτηρα στην βρεγμενη κουρτινα,τυλιγοντας την στις φλογες.

Χαμογελασε.

Εκλεισε την μπαλκονοπορτα.Αρχισε να κοιτα,απο τις μεγαλες τζαμαριες την φωτια να εξαπλωνεται.Ηταν βαθυ πορτοκαλι,με λιγο μπλε οταν αρχισε,εμοιαζε φουρτουνιασμενη,θυμωμενη.Με λυσσα τυλιγε τα επιπλα ,και εκανε τα χαλια σκονη.

Ακουσε αναταραχη στο σπιτι ,ο συναγερμος ηχησε,και συντομα οι πορτες του γραφειου ανοιξαν διαπλατα,το τρομοκρατημενο προσωπικο και οι φρουροι εισεβαλλαν μεσα,μονο και μονο για να απελευθερωσουν ενα μεγαλο καταμαυρο ντουμανι καπνου.

Αμεσως καλεσαν την πυροσβεστικη,η οποια ηρθε ,δεδομενου το ποιος καλουσε,πιο γρηγορα απο ποτέ.Με τους πυροσβεστηρες του σπιτιου δεν γινοταν τιποτα.
Καλεσαν τον Ιασονα,ο οποιος επεστρεψε πισω με ταχυτητα φωτος,δεκαπεντε λεπτα αργοτερα,μονο και μονο για να δει την πτερυγα του γραφειου του καμμενη,ολα ηταν μαυρα.

Μαυρισε την ιδια στιγμη και η ψυχη του ,αν ηταν αυτο εφικτο πλεον.

Ολοι ειχαν εκκενωσει το κτιριο.

Με τα ματια του εψαξε την Ρεβεκκα,οταν δεν την βρηκε,αρχισε να φωναζει το ονομα της.
Πελαγωμενος,αρχισε να ρωταει το προσωπικο.
Η απαντηση ,του εκλεψε την ανασα,σταματησε να χτυπαει η καρδια του.

''ΡΕΒΕΚΚΑ!!'

Οι φιλοι του δεν ειχαν ενημερωθει,επιτηδες,δεν ηθελαν ακομη να τους ταραξουν.

Ο Ιασονας ενιωθε αδυναμος,ειχε χρονια να νιωσει ετσι,σαν παιδι ,οπως τοτε,στα 9 του.

Την εψαξε για αλλη μια απελπισμενος αναμεσα στο πληθος.

Τον τιμωρουσε;Αυτο εκανε;

Σκοτωσε τον εαυτο της για να τον πονεσει;

''ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ; '' ρωτησε χιλιαδες φορες.Ενας πυροσβεστης βγηκε εξω και βλεποντας τον πελαγωμενο τολμησε να τον καθησυχασει.

''Δεν υπηρχε κανεις μεσα κυριε,σας διαβεβαιω''

''ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟ;ΑΦΟΥ ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΔΩΘΕΙ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΟΥ!''

Κινηθηκε προς το κτιριο με μεγαλες δρασκελιες.Δεν ενιωθε,ουτε κινησεις,ουτε ανασες,ουτε αερα,ουτε ζεστη.Ολα κενα,αδεια και ουδετερα.

Ο Ιασονας ειχε μουδιασει για τα καλα,και εκληπαρουσε να μην ειναι μονιμο

''ΚΥΡΙΕ ΜΗΝ ΜΠΕΙΤΕ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ.ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ ΑΠΟ ΑΝΑΘΥΜΙΑΣΕΙΣ!''ενας πυροσβεστης ειχε το 'θρασος' να τον τραβηξει πισω,απελευθερωθηκε με μεγαλη ευκολια

''ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ;Ε; ΞΕΡΕΙΣ;''

Ο ανθρωπος ,ειχε μεινει αφωνος.

''Ε...οχι ...ε ...δηλαδη''

''Εκει μεσα ειναι η Ρεβεκκα!'' το ονομα δεν φανηκε να τον συγκινει.Μα πως θα μπορουσε αλλωστε;Ηταν αδαης οσον αφορα την κατασταση.

''ΕΙΝΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ''

Και με αυτο μπηκε στο κτηριο,ο τριτος οροφος ηταν και αυτος σχεδον αθικτος,η φωτια περιοριστηκε στο γραφειο του,εκει,ολα ηταν μαυρα.

Μολις εισχωρησε αμεσως τα ματια του ετσουξαν.Καλυψε την μυτη και το στομα του με το μανικι του και με μισοκλειστα σχεδον ματια 'χτενισε' το προς εκπληξη του αδειο γραφειο.

Τα ειχε βγαλει ολα εξω για την αυτοκτονια της;Για να μην καταστραφουν εγγραφα της Μαφιας;

Ακουσε εναν λυγμο,η πορτα του μπαλκονιου ειχε ανοιξει.

Σε μια γωνια του γραφειου ,ηταν μια μορφη,τυλιγμενη σαν κουβαρακι,και κατι κρατουσε.Η καρδια του επεσε στο στομαχι του και σχεδον ανεβασε πιεση!

Ετρεξε προς το μερος και γονατισε μπροστα της.Πρεπει μολις να ειχε μπει μεσα γιατι ειχαν μαυρισει μονο λιγο τα μαγουλα της και τα ακαλυπτα ποδια της.Το φορεμα φυσικα,ειχε γινει μαυρο.

Το μαυρο συναντησε παλι το πρασινο.

Και ανεπνευσε το διοξειδιο που για καποιο λογο του φανηκε η πιο καθαρη ανασα που ειχε παρει ποτε του!

Ηταν ζωντανη!

Διχως κουβεντα την αρπαξε στην αγκαλια του και βγηκε εξω απο το γραφειο.
Δεν του μιλησε.
Ομως ετρεμε.

Ο Ιασονας ηξερε οτι δεν ειχε φοβηθει.
Οταν βγηκαν στον κηπο ,ολοι επεσαν πανω τους.Οι διασωστες τολμησαν να της προσφερουν πρωτες βοηθειες.

''Ημουν στο μπαλκονι ,αφησε με κατω''

Ο κοσμος ,στην διαταγη της υπακουσε διχως διαμαρτυρια.Την αφησε κατω.
Καθισε στο γρασιδι.Εκεινος γονατισε απεναντι της.

'Γιατι το εκανες αυτο;'' την ρωτησε με νευρο και την καρδια του εκτος θεσης

Δεν μιλουσε.

''ΜΙΛΑ''επεμεινε ανεβαζοντας τον τονο της φωνης του.

Σιωπη

''Το εκανες για να με τιμωρησεις ετσι;Για να με εκδικηθεις !''φωναξε δυνατα και περασε τα χερια του μεσα απο τα μαλλια του απελπισμενος.

Ηταν οντως απελπιστικο ,το πως εκεινη η κοπελα κρατουσε στα δυο της χερια την καρδια του.

Τον κοιτουσε εντονα,τα δυο της ματια γεματα απο τις φωτιες που μεσα της ακομη δεν ειχαν σβησει.

Ενιωθε αβοηθητος

''ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΕΝΤΑΞΕΙ;Σ Υ Γ Γ Ν Ω Μ Η! ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΠΛΗΓΩΝΑ ΠΟΤΕ ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΩΣ ΠΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ!''παραδεχτηκε και επειτα εκανε κατι που την αποσυντονισε πληρως.

Επεσε πανω της και την αγκαλιασε σφιχτα.Ενιωθε την καρδια του στο στηθος της να σφυροκοπα και αναλογιστηκε ποσο τρομαξε.Δεν τον αγκαλιασε πισω.

''Για σενα θυσιασα καθε πιθανοτητα να ειμαι ευτυχισμενη,το λιγοτερο που μπορουσες να κανεις ηταν να με αγαπας'' ψιθυρισε,η φωνη της βραχνη και αδυναμη.

Κι εκεινος μπροστα στα λογια της;Ακομη πιο αδυναμος.

Ουτε και ηξερε τι να της πει.Ειχε μεινει γιατι τον συγχωρουσε; Ειχε μεινει γιατι ηθελε να πεθανει;

Θα εφευγε;

Την περιμενε καρτερικα σχεδον.Μεχρι που προσεξε στην αγκαλια της ενα δερμαρτινο μαυρο ντουλαπακι,πως δεν το ειχε τοση ωρα;

Το αφησε κατω,αναμεσα τους.

Το κοιταξε ,σαν να ηταν βομβα,που ομως ειχε αγκαλια,για να προστατεψει απο την φωτια.

''Ρεβεκκα μου...'' τον κοιταξε στα ματια

Το κενο της,τον σκοτωνε,ακαριαια και αβιαστα.

''Με συγχωρεις;'' προσπαθησε ξανα.

''Πες μου τον κωδικο'' του ειπε λιτα.

Εκεινος δεν ηξερε τι να κανει,φοβοταν,φοβοταν οτι αυτες ηταν οι τελευταιους λεξεις,αυτη ηταν η τελευταια χαρη που θα του απηυθηνε.

Φοβοταν,ετρεμε βασικα.Ενιωθε πελαγωμενος.

''Τον κωδικο στον λεω καθε μερα'' της ειπε πικρα,καθισε απεναντι της,ηταν και εκεινος πια κουρασμενος.Γυρω τους ολοι ετρεχαν να σωσουν οτι απεμεινε απο το γραφειο,και εκεινοι καθοντουσαν με ενα χρηματοκιβωτιο στο γρασιδι.

Τον κοιταξε με απορια

''Το ονομα μου;''η φωνη της ηταν αχνη,δυσπιστη.

Της χαμογελασε γνεφωντας.

''Μα..μα πως''

''Με λεξαριθμους'' εξεπνευσε ,καπως ηττημενος.

Η κοπελα το σκεφτηκε λιγο,και επειτα πληκτρολογησε τον αριθμο 153.Τον κοιταξε περιμενοντας την επομενη οδηγεια του.Ουτε λεπτο δεν σκεφτηκε να διστασει.

''Και το αθροισμα τους''
Εγνεψε συνειδητοποιωντας οτι ολο αυτο εβγαζε οντως νοημα.

Πατησε το 9.

Το φωτακι εγινε πρασινο.Η καρδια της εχασε εναν χτυπο.Το χερι της τρεμοντας πλησιασε το χερουλι.Ηταν παγωμενο.
Τον κοιταξε που την κοιτουσε αγχωμενος.

Τι να της εκρυβε αραγε αυτη τη φορα;

Μεσα ειχε μονο ενα κουτακι.Ηταν ατσαλινο και τετραγωνο.

Καποιο στικακι θα ειχε μαλλον

Ειχε απεξω ενα κουμπι ,που η Ρεβεκκα πατησε διχως δευτερη σκεψη.Τα πανω ατσαλινα μερη κινηθηκαν και επειτε εισχωρησαν στις εσοχες προς τα μεσα αφηνοντας την να δει ξεκαθαρα το περιεχομενο του.

Δυο καταμαυρα μαξιλαρακια ειχαν σφηνωσει αναμεσα τους ,ενα μεγαλο διαμαντι ,μονο που δεν ηταν μονοχρωμο,ειχε μεσα του γκρι,διαφανο,σκουρο μπλε,μαυρο.Αυτο της εκρυβε τοσο καιρο;
Τι φοβόταν δηλαδή ;
Ότι θα το έκλεβε ;
Θύμωσε.
Ωστοσο πάλι το ξανακοίταξα. Η Ρεβεκκα καπου το ειχε ξαναδει.Ηταν γνωστο,πιστευε οτι βρισκοταν σε μουσειο.

''Τα αληθινα διαμαντια δεν ειναι ποτε αυτα στα μουσεια,ειναι ολα τους ματωμενα.'' της εξηγησε μαντευοντας την σκεψη της.

''Μπροστα σου εχεις το διαμαντι της ελπιδας,γνωστο και ως the hope Diamond,προκειται για το πιο καταραμμενο διαμαντι του κοσμου.Λενε οτι οι ιθαγενεις,απο τους οποιους το εκλεψαν ,το ειχαν καταραστει.Εκτοτε,καθε ιδιοκτητης του,αλλα και οποιος το αγγιζει ,πεθαινει συντομα.Λενε οτι πλαστηκε απο την ιδια την θεα Εκατη...''

Η Ρεβεκκα σχεδον αναφωνησε οταν τον ειδε να αγγιζει το διαμαντι 45 καρατιων και αξιας 350 εκατομμυριων.

Ομως δεν συγκρατηθηκε οταν ειδε,οτι δεν επροκειτο για ένα απλό διαμάντι..

Η βαση του ηταν επενδυμενη με απλα μικρα διαμαντακια και το κυκλικο μερος γυρω απο το δαχτυλο επισης,λες και δεν ηταν ηδη ανεκτιμητο....

Ηταν ενα δαχτυλιδι.

Αφησε το κουτι να πεσει κατω.Της επιασε το χερι.

Τα μαυρα ματια του την εκαιγαν αλυπητα.

Το παγωμενο,βαρυ δαχτυλιδι γλιστρησε στο δαχτυλο της που ειχε μαυρισει απο τους καπνους, λες και της ανηκε ηδη.Η Ρεβεκκα ανατριχιασε.

Δεν ανεπνεε ,για αυτο ηταν πια σιγουρη.
Ηταν αναμαλλιασμενη ,γεμάτη μουτζουρες και ποτέ του δεν την είχε δει ομορφότερη

''Εγω Ρεβεκκα,θα ανατρεψω καθε πιθανοτητα δυστυχιας σου,στο ορκιζομαι.Θα σε σεβομαι ,θα σε εκτιμαω,θα σε νοιαζομαι και θα σε αγαπω'' την κοιταξε στα ματια σχεδον συγκινημενος,για εκεινον ολο αυτο ηταν μια ιεροτελεστεια.

Δεν ηξερε τι να πει.

Της εκανε προταση γαμου;Της ζητουσε συγγνωμη;Της εδινε αποχαιρετιστηριο δωρο;

''Οταν το ειδα,πριν ενα χρονο,σκεφτηκα οτι το μονο δικαιο ειναι ,εφοσον φταχτηκε απο την θεα Εκατη...'' το ισιωσε ελαφρως

''Να επιστρεψει και στην θεα Εκατη.''

Η Ρεβεκκα τον κοιταξε στα ματια,ειχε βουρκωσει,ανεξιχνιαστα τα δακρυα της.

Κοιταχτηκαν για λιγο στα ματια.

Η Ρεβεκκα του χαμογελασε καπως αινιγματικα και κουνησε το κεφαλι αποκαμωμενη.
Κρατησε την ανασα του.

''Αναθεματισμενε αντρα''

-------------------------------------------------------------

Δεν θελω τιποτα.
Κενο θελω.
Εγω και εσυ.

Σε ενα λευκο δωματιο.
Χωρις χρονο.

Χωρις ρολογια και λεπτα.
Μονο εσενα,μονο σου.
Χωρις τις αναμνησεις μας.

Χωρις τις πληγες μας και τα παλια χαμογελα και βλεμματα.
Μονο εμας,
στο κενο του ερωτα μας.

Ciao Bellas!

Πως ειστε κοριτσια μου;

Για να μπει καλα το ΣΚ.

Αφιερωμενο σε οποια εχει ερωτικα προβληματα,ετσι γιατι μερακλωσα βραδιατικα!

Πως σας φανηκε;

Ο πατερας της

Το σχεδιο

η αντιδραση της

Το διαμαντι.

Σας αγαπω πολυ

xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top