Στο παρελθόν λανθάνουν κίνδυνοι
Αφιερωμένο στην ElliBairaktari με πολλή εκτίμηση και φιλι μεγάλο για τα υπέροχα σχόλια και μηνύματα της.
--------------------------------------------------------
Το μέλλον είναι εκατοντάδες χιλιάδες νήματα. Το παρελθόν όμως είναι ένα ύφασμα που δεν μπορεί να ξηλωθεί.
Orson Scott Card
Υπάρχει μια στιγμή σε κάθε σχέση που διαλύεται που λες <<φτάνει>>.
Φτάνω: ρήμα μεταβατικό κατά βούληση, ενεργητικό,λειτουργει ως προσωπικο αλλα και ως απροσωπο
Ως απροσωπο ,σβηνει προσωπα
Σε κοιταξα στα ματια ,ησουν ομορφος,πολυ ομορφος.
και εβλεπα τα παντα καθε φορα που σε κοιτουσα για ωρες,
πυροτεχνηματα και αστερια,
μια λαμψη απροσδιοριστη και απροσδοκητη,
ονειρα,ελπιδες, εναν ερωτα βαθυ,σαν το σκουρο μπλε της θαλασσας που μου ειχες υποσχεθει
Τα ματια σου,μελι χρωμα, ηταν μια ομορφη βιτρινα,μια πορτα που εκανα το λαθος να σπρωξω,θελωντας ,η ανοητη,να σε καταλαβω,να μαθω τι σκεφτεσαι,πως ,γιατι,νομιζα οτι ησουν τοσο περιπλοκος και πως κατι κανω λαθος και δεν μπορω να σε καταλαβω.
Και οταν εσπρωξα αυτη την πορτα ξερεις που βρεθηκα?
Στο κενο.Γιατι μεσα σου αυτο ειχες τελικα.
Και εμεινα απορρημενη να ψαχνω αυτο το κατι που τοσο καιρο κρατουσα σφιχτα,μα πλεον ειχε γινει σκονη.Απελπισμενα το εψαχνα μεσα στο σκοταδι της επιμονης μου
Εγω το κατεστρεψα?
Μηπως το κρατησα πολυ σφιχτα?
Μηπως εκανα κατι και το εχασα?
Εφταιγα εγω?
Μα μεσα στο σκοταδι η αληθεια φαινεται ξεκαθαρα,και τυφλωθηκα αποτομα.
Υστερα καταλαβα,και ας μην ηθελα ουτε στον εαυτο μου να το ψιθυρισω,
οτι ησουν αδειος,οχι διαφορετικος απο εμενα,οχι περιπλοκος
αλλα αδειος.
Δεν ειχες ουσια μεσα σου,δεν ειχες παθος,ονειρα,ερωτα για μενα.
Μα ολα αυτα τα πυροτεχνηματα?Τα αστερια ?Τα ονειρα που εβλεπα στα ματια σου?Το παθος?Ο ερωτας?Η λαμψη?Αυτα τι ηταν?
Και τελος,πλησιασα τον εαυτο μου,τον σηκωσα ορθιο,τον βοηθησα να σταθει στα ποδια του,ανοιξα το παραθυρο ,ωστε να δει το φως,τον επιασα απο τους ωμους και τον ταρακουνησα δυνατα.
''Τα ματια του δεν ειχαν πορτες,ειχαν καθρεφτες,ολα οσα εβλεπες και ερωτευτηκες,δεν ηταν εκεινος,ησουν εσυ!''
Με κοιταξε δυσπιστη
''Και γιατι εφυγαν?'' ψιθυρισε δακρυσμενη
Ενιωσα εναν κομπο στο στομαχι,αυτο θα την πονουσε,αλλα με τον καιρο θα την εσωζε.
''Γιατι εκεινος,σταματησε να σε κοιταζει στα ματια,και εχασες τον εαυτο σου''
Το <<φτανει>> δεν το λες ποτε
Ειναι ενα συναισθημα ,καπου αναμεσα στην αγανακτηση και την απογοητευση
Ειναι η υπερτατη στιγμη της απομυθοποιησης,του ρεαλισμου,
ενας πονος φτιαγμενος απο αληθειες,
οποτε το ρημα <<φτανει>> ειναι δικαιως,
απροσωπο
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
''Που?'' η Ρεβεκκα ηταν ορθια και μισοκοιμησμενη,μα υπακουα σχεδον,ντυνοταν προχειρα για να βγουν εξω.
''Θα δεις''ειπε βλοσηρα και την παρατηρησε οσο ντυνοταν
Στα ακροδαχτυλα του ενιωθε ακομα το δερμα της,τα χειλη του ειχαν σημαδια απο τα δικα της,ολοκληρος ενιωθε το κορμι της πανω του,κι ας ηταν δυο μετρα μακρια του
Η Ρεβεκκα δεν εκανε αλλες ερωτησεις,ειχε κακο προαισθημα,μα οι στιγμε που μοιραστηκαν,ημερωσαν ενα μερος της,την εκανε να νιωθει ευαλωτη απεναντι του,σαν να μην μπορουσε να τον κοιταξει οπως πριν.Σαν να ηταν αλλος ανθρωπος.Σαν να την γεμισε ζωη
Αλλα ηξερε καλα τον εαυτο της για να πιστεψει τετοιες βλακειες,τιποτα δεν την γεμιζε απολυτα.
Εβαλε μια γκρι φορμα ,ενα πουλοβερ αθλητικα και το χοντρο μπουφαν της,επλυνε το προσωπο και τα δοντια της,χτενισε τα μαλλια της και βρηκε,απο τυχη σχεδον,τα γυαλια ηλιου και την τσαντα της
''Ειμαι ετοιμη'' μουρμουρισε στο ημισκοταδο,με φωνη ακομα απο τον υπνο
Εκεινος εγνεψε επιδοκιμαστικα,ετεινε το χερι του προς την εξοδο του δωματιου της και εκεινη προχωρησε μπροστα
Μπηκαν στο αυτοκινητο.Εξω ηταν ακομη σκοταδι
''Θα ενιωθα καλυτερα αν ηξερα γιατι με ξυπνησες''ειπε προσπαθωντας να κρυψει την ανασφαλεια της πισω απο την εριστικοτητα της
''Θελω να κανεις υπομονη.''ειπε και γυρισε το κλειδι στην εσοχη.Φορουσε ενα απλο τζιν και επισης χοντρο μπουφαν,ηταν απλα ντυμενος και αυτο τον εκανε λιγο λιγοτερο επικινδυνο στα ματια της.
Το εξωτερικο του σπιτιου δεν της θυμιζε απολυτως τιποτα,καμια σχεδον αναμνηση της δεν ηταν εξω απο το σπιτι,και αυτες που ειχε μεσα,σαν απο θαυμα προσπαθουσε να τις πνιξει .
Οταν ομως ο Ιασονας εβγαλε ενα παλιο κλειδι απο την τσεπη του η Ρεβεκκα σαν απο θαυμα αρχισε να καταλαβαινει
''Τι ειναι αυτο'' μουρμουρισε ξεψυχισμενα,ποιος?Η Ρεβεκκα Ιακωβου
''Οχι οχι οχι ,θελω να φυγω,παμε'' η φωνη της εκρυβε απελπισια και εκανε μεταβολη για να επιστρεψει στο αυτοκινητο που παρεμενε παρκαρισμενο,και αψεγαδιαστο σε αντιθεση με την ερημωμενη και παλια γειτονια .
Την επιασε απο την μεση και την γυρισε προς το μερος του.Την κοιταξε μεσα στα ματια αυστηρα.Το μαυρο του ηταν σκληρο
''Θελω να το ξεπερασεις'' απαιτησε εξοργιζοντας την
''Να το ξεπερασω?Να ξεπερασω τι ? Εισαι σοβαρος?Παμε τωρα πισω'' απαιτησε μα εκεινος εβλεπε στα ματια της τον πονο .Επρεπε να τον βγαλει στην επιφανεια
Ξεκλειδωσε την πορτα και την εσπρωξε μπροστα,το παλιο φως λειτουργουσε ακομα.Ισως γιατι ενας απο τους τελευταιους γκομενους της μανας της εμενε εκει μεχρι δυο μηνες πριν ,αν και ειχαν χωρισει χρονια τωρα.Εκεινη ειχε φυγει μακρια.
Η Ρεβεκκα σταθηκε ακινητη και αφουγκραστηκε τον χωρο.Ανοιξε τα ματια της
Κυμα αναμνησεων.
Χτυπηματα μνημης χιλιων βολτ σε ολο της το σωμα
Και κυριως,στο πιο αδυναμο σημειο της,το υποσυνειδητο της.
Ο στενος διαδρομος,τα δυο δωματια,ενα αριστερα στον τοιχο και ενα δεξια,μια σκαλα που οδηγουσε προς τα πανω,το φθαρμενο χαλι,οι ξεβαμμενοι τοιχοι που μυριζαν μουχλα,
και τοτε μουχλα μυριζαν.
Το σπιτι δεν ειχε πολλα παραθυρα και ηταν παντα παγωμενο,απο τοτε. Οποτε αυτη η ριγη που την κατεκλυσε με το που ανοιξε τα ματια ηταν συνειρμικη
''Γ-γιατι με εφερες εδω''ο Ιασονας γουρλωσε τα ματια του ακουγοντας την φωνη της Ρεββεκας να σπαει στο τελος.
''Θελω να μιλησεις σε καποιον'' ειπε τελεσιδικα και εκλεισε την πορτα πισω του
''Στους τοιχους?'' ρωτησε με τον υπολειπομενο σαρκασμο της
Η Ρεβεκκα κοιταξε πισω της εκεινη την πορτα
Μικρη νομιζε ,οτι εκεινη η πορτα εκρυβε πισω της μια σωτηρια,που τελικα την εκρυβε,και καθετι βρηκε πισω απο εκεινη την πορτα ,την εκανε να μην θελει ποτε να γυρισει πισω
Το σπιτι την επνιγε
Σιωπη ,αλλα ενιωθες την υγρασια και τις κακες αναμνησεις σε κυματα να κολυμπανε στον χωρο
Δεν μιλησε
Περπατησε λιγο προς τα μεσα,δειλα,λες και καποιος απο τους εφιαλτες της θα ερχοταν να την χτυπησει
Ή ακομη χειροτερα,τα προσωπα που εβλεπε στους εφιαλτες της.
Η ανασα της ειχε κολλησει στο διαφραγμα και δεν ανεπνεε,απλως κοιτουσε
Εκεινος εμενε σταθερα πισω της ,μια νοητη υπενθυμιση οτι δεν ειναι μονη της
''Μεχρι τα τεσσερα σου εμενες εδω?''ρωτησε και η φωνη του ηταν δυνατη ,σταθερη,μα διεκρινε μεσα της εναν τονο κατανοησης μια λεπτη υπομονη.
''Ναι ,στην πραγματικοτητα εφυγα λιγο πριν κλεισω τα πεντε,τρεις μηνες πηγα σε εναν ορφανοτροφειο και μετα με τον πατερα μου'' ο Ιασονας παρατηρησε οτι τον Αχιλλεα τον φωναζε πατερα,σε αντιθεση με την Αντζελικα που αρνουνταν πεισματικα να την πει μητερα.
Προχωρησε λιγο ακομα,κοιταξε την κουζινα,οταν ηταν μικρη σπανια εμπαινε σε εκεινο το μικρο δωματιο που στο παιδικο της μυαλο δεν το ειχε συνδεσει με φαγητο αλλα με εκεινο το χρυσο κουτακι -μπυρες- και τσιγαρα,θεε μου πολλα τσιγαρα,και σκονη,ακομη περισσοτερη σκονη.
''Θα ηταν επωδυνο να μην εχεις μια μαμα ''σχολιασε σκεπτομενος την κρυφη αδυναμια που εχει στην δικη του μαμα
Η Ρεβεκκα γελασε πικρα,δεν μπορουσε να δει το προσωπο της αλλα απο τους ωμους της καταλαβαινε οτι ηταν σφιγμενη και το γελιο της πικρο
''Μα ειχα!Αυτο ειναι το χειροτερο!Απλως ηταν σκαρτη!Και μετα ειχα την Ελευθερια,που μου σταθηκε σαν μητερα,αλλα ηταν αργα γι αυτο τοτε,ημουν σημαδεμενη για μια ζωη'' ειπε σκληρα και μετακινησε με το ποδι της ενα αδειο κουτι για να περασει
Δεν κοιταξε το μικροσκοπικο σαλονι,με την χαλασμενη πολυθρονα την παλια τηλεοραση και το μικρο τραπεζακι που παντα απο μακρια κοιτουσε
Μια ριγη την καλυψε κι ας φορουσε μπουφαν.
Πλησιασε την σκαλα
''Μη!Οχι!Μη!παρακαλω!'' η λεπτη φωνη της τετραχρονης Ρεβεκκας ηχησε καθαρα στο μικρο διαμερισμα.Οι πενταβρωμικοι τοιχοι και το συννεφο του καπνου απο τα τσιγαρα την εκαναν να βηχει.
Τον εαυτο της τον θυμαται να φορα ενα ακριβο μα λεκιασμενο ροζ φορεμα.
Πεινουσε συνεχως,εκεινο το ασβεστο αισθημα της διαρκους πεινας την εκανε αδυναμη,υποτονικη σχεδον
Ο καραφλος μεθυσμενος αντρας την ειχε συρει στο κατω μερος της σκαλας και ειχε βγαλει ηδη τη ζωνη του
Το μικρο κοριτσακι ματαια προσπαθουσε να καλυψει τον εαυτο του με τα αδυνατα χερακια της γεματα σημαδια απο την αγκραφα της ζωνης.
Γιατι σε εκεινον τον καινουργιο,αρεσε να χρησιμοποιει εκεινη τη ζωνη οταν τιμωρουσε εκεινη αφου αφηνε πρωτα τη μαμα της αναισθητη για ωρες
''Ηρθε η ωρα για την τιμωρια σου!Για να μαθεις να κρυφακους!''η αγρια φωνη του την εκανε να κλαψει περισσοτερο
''Εδω με χτυπουσε.'' εκανε μια παυση ''εκεινος,δεν θυμαμαι το ονομα του,μονο οτι ειχε γαλαζια ματια ,και ηταν καραφλος,και Θεε μου δεν πρεπει να με συμπαθουσε καθολου'' σχολιασε προσπαθωντας να μην βουρκωσει,κατι που καταφερε.Ο Ιασονας σταθηκε διπλα της κοιτωντας το σημειο στη βαση της σκαλας με το φθαρμενο χαλι.Το βλεμμα της ηταν χαμενο.Τα καταπρασινα ματια της γυαλιζαν.
Ετρεμε ολοκληρη και τα γονατα της πιεζαν το στηθος της
Ενα τρομοκρατημενο κουβαρακι με καστανα μαλλια και κοκκινισμενο λευκο δερμα,καταπρασινα ματια και σημαδια παντου
Οι γειτονες στην παρακμιακη γειτονια ακουγαν τις απελπισμενες κραυγες του μικρου παιδιου για βοηθεια μα σπανια κανεις εκανε κατι.
Ηταν αλλωστε γνωστο,οτι η ναρκωμανης ξοφλησμενη καλλιτεχνης,η μανα της,εφερνε συνεχως βαπορακια στο σπίτι της.
Εκεινη η μερα δεν διεφερε πολυ απο τις υπολοιπες,γιατι στο μυαλο ενος τετραχρονου παιδιου που οι πρωτες αναμνησεις του ειναι το ξυλο και η παραμεληση,τιποτα δεν ειναι αξιο να μην λησμονηθει
Η βαρια ζωνη χτυπησε σκιζοντας τον αερα πανω στο ποδαρακι της κανοντας τη Ρεβεκκα να κλαψει ακομη πιο δυνατα και απελπισμενα να χωθει πιο μεσα στον τοιχο
Λες και ταχα θα την προστατευε
Ο Ιασονας επιανε τον εαυτο του να οργιζεται.Μα πως?Ποιος θα μπορουσε να χτυπησει ενα μικρο κοριτσακι?
Και εκεινος ειχε σκοτωσει παιδια,αλλα ηταν μεγαλης ηλικιας,και υπηρχαν λογοι κατα τη γνωμη του,λογοι μελλοντικης διαδοχης.
Αλλα ουτε καν εκεινος δεν θα μπορουσε να σηκωσει χερι πανω σε ενα παιδακι υψους περιπου ενα μετρου.
Το δυνατο του χερι την αρπαξε απο τα λαδωμενα και μπερδεμενα της μαλλια και την κρατησε σταθερη οσο την εδερνε.
Ουρλιαζε,μα εκεινος δε σταματουσε
Θυμαται το γελιο του,θεε μου εκεινο το γελιο,ηταν βροντερο και πολυ σατανικο,ανατριχιαστικο ακομα
''Ηταν κοκακιας,τι περιμενες ?Εδω η Angelica δεν με προστατευσε!Τον αφηνε να με δερνει για να μην χτυπαει εκεινη'' ειπε σκληρα και ενιωθε το στηθος της να βαραινει
Οταν την αφηνε επιτελους,σε ημιλιποθυμη σχεδον κατασταση να κλαψουριζει χωνοντας το προσωπακι της στο χαλι που αναθεμα και αν ξεχωριζε κανεις το αρχικο του χρωμα εφευγε για το μπαρ βροντωντας την πορτα πισω του.
Ο Ιασονας εσφιξε τα δοντια.Ετεινε το χερι του να την αγγιξει ,μα αμεσως το μετανιωσε και κατεβασε το χερι του.Ισως δεν ηθελε να την αγγιζει κανεις εκεινη την ωρα,ποσο μαλλον εκεινος.
Συρθηκε στο μπανιο ,εκει που η μαμα της ειχε κοιμηθει χθες για να γλιτωσει απο το ξυλο του οταν γυρισε μεθυσμενος απο το κλαμπ που ηταν θαμωνας και συχνος πελατης.
Η πορτα ηταν κλειστη και κλειδωμενη μα το κοριτσακι σηκωθηκε στις μυτες και γυρισε το χερουλι,ματαιος κοπος.
Η μικρη της γροθια χτυπησε την πορτα
''Μαμα?''
Σιωπη
Τα δακρυα του μικρου κοριτσιου ποτιζαν τα μαγουλα του.
Ξαναχτυπησε
''Μαμακα?''
Απογοητευμενη καθισε εξω απο την πορτα στο κατωφλι.Κατεβασε το φορεμα της για να σκεπαζει τα γυμνα της ποδια απο το κρυο.Τα εφερε κοντα στο μικρο της κορμο και εγειρε πανω στον τοιχο.Πονουσε
Ετρεμε απο τον πονο και το κρυο
Συντομα κοιμηθηκε.
Η Ρεβεκκα ανεβηκε στον πανω οροφο .Ολα φαινονταν πολυ μεγαλυτερα απο οτι τα τρομαγμενα ματια της οταν ηταν τεσσαρων τα εβλεπε ολα.Ηταν ενα σκοτεινο καστρο στα ματια της,μα τωρα ειναι απλως μια βρωμικη τρυπα
Περπατησε αργα αλλα σταθερα,λες και η μνημη την ειχε πιασει απο το χερι και την οδηγουσε στα στενα της παιδικης της ηλικιας
Ο Ιασονας σταθερα πισω της το οπλο στην ζωνη του αλλα φαινοταν χαλαρος
Ειχε σιγουρα ελεγξει το σπιτι πριν ερθουμε
Τα δυο κεντρικα δωματια ηταν κατεδαφισμενα σχεδον ,δεν ξεχωριζες τιποτα.
Ομως υπηρχε ακομα εκεινο το κεντρικο δωματιο,η βαρια πορτα απο βελανιδια ηταν ερμητικα κλειστη.
''Δεν ανοιγε με τιποτα ,αλλα αν θες μπορουμε να την ανοιξουμε με καποιο δυναμιτη'' μονολογησε σαν να μην ηθελε να κοψει την ορμη της σκεψης της
Ξαφνου το βλεμμα της Ρεβεκκας φωτιστηκε,γεγονος που τον εκανε να κανει ενα βημα πισω.
Γελασε πικρα λες και θυμηθηκε κατι κοιτωντας την πορτα
''Εδω ηταν το 'ατελιε' της'' τον ενημερωσε λες και εκανε ξεναγηση
''Εκρυβε το κλειδι στο τεταρτο πλακακι της δεξιας γωνιας του μπανιου οπως μπαινεις''αμεσως τον προσπερασε και με γρηγορο βημα πηγε στο παλιο μπανιο.Με τα νυχια της να κινδυνευουν να σπασουν σηκωσε το πλακακι που εξειχε ελαχιστα και σαν απο θαυμα-ηταν εκει!
''Ειναι εδω'' ειπε δυνατα ενω εμεινε γονατισμενη στο παγωμενο πατωμα να το περιεργαζεται,δεν ηταν και απιθανο να της εκανε επιθεση κανενα ζωυφιο.
Ο Ιασονας στεκοταν πισω της ορθιος
Την κοιτουσε σαν να εβλεπε μια ενεργεια που αν διεκοπτε θα απελευθερωνε κακη ενεργεια.
Την αφησε να κανει το δικο της .Αλλωστε αυτος ηταν ο στοχος του,να τα πει,να βγαλει τον δαιμονα απο μεσα της.
Ανεβηκαν ξανα πανω.
Γυρισε το κλειδι στην εσοχη και η πορτα ανοιξε στο σκοτεινο δωματιο
Ο Ιασονας εβαλε το χερι του μπροστα της βγαζοντας το οπλο του
''Μην γινεσαι αφελης'' μουρμουρισε και οπλισε
Η Ρεβεκκα πηρε βαθια ανασα.Σε εκεινο το δωματιο ,δημιουργηθηκε το ενδιαφερον της για την ζωγραφικη,κι εδω πεθανε.
Ο Ιασονας περιμενε να δει καποιο πτωμα,ειχε σφιξει τα δοντια,το οπλο ηταν ετοιμο στο χερι του,οι αλλοι γνωριζαν που βρισκονταν.
Ανοιξε το φως
Η Ρεβεκκα γουρλωσε τα ματια ,
ακουσε την ανασα της να κοβεται,
ενιωσε τα ποδια της να κοβονται ,
το βλεμμα της θολωσε,και η καρδια της,για λιγο επάψε να χτυπα
τα χερια της νεκρωσαν,και οι πατουσες της μουδιασαν
Θα ορκιζοταν οτι ακουσε το παιδικο της κλαμα στο κεφαλι της.
Γιατι απεναντι της , μεσα στο τελειως αδειο δωματιο
υπηρχε στο κεντρο μονο ενας πινακας,
και ηταν αρκετα προφανες οτι ηταν της Angelica,ολα φανερωναν τις τεχνικες της,τα απαλα χρωματα,οι εντονες αντιθεσεις με σκουρα.Οι αυστηρες γραμμες,οι σκιες.
Μα αυτο που τσακισε την Ρεβεκκα ,ηταν οτι μπροστα της εβλεπε τον εαυτο της.
Ανατριχιαστικα ιδιο..
Ενα κοριτσι 4 χρονων,ομορφο ,πολυ ομορφο,μα ετσι οπως την ζωγραφιζε ηταν λες και δεν ηταν παιδι της
Που ειναι το συναισθημα στη ζωγραφικη μαμα?
''Αυτο δειχνει οτι σ αγαπουσε'' ο Ιασονας ηθελε να προλαβει το κλαμα της
Αλλα ισως και εν τελει να το προκαλεσε
Γελασε χαιρεκακα πλησιαζοντας τον πινακα,εκεινος σταθερα διπλα της
Περιεργαστηκε με τα χερια δεμενα πισω απο την πλατη της τον εαυτο της πριν απο 18 χρονια.
''Αχιλλεα μου,
Σ'αγαπώ.Σ'αγαπω τοσο που χανω την αξιοπρεπεια μου,το μυαλο μου ,την εμπνευση μου .Η απωλεια σου με σκοτωνει αργα και βασανιστικα χρονια τωρα.Προσπαθησα για μας πιο πολυ απο οτι φανταζεσαι.Εσυ γιατι με αφησες για εκεινη?Τι παραπανω ειχε απο εμενα?Σε αγαπησε μηπως περισσοτερο?Θα εδινε τη ζωη της για σενα?Θα σκοτωνε για σενα?Εγω ναι.Γιατι δεν προσπαθησες?Γιατι δεν τολμησες για μας?Γιατι με παρατησες να πεσω μονη σε εκεινο το κενο?Παρολα αυτα, δεν σταματησα να σ'αγαπω δεν σε ζωγραφισα ποτέ,δεν μπορουσα να πιασω το πινελο με τετοια σκεψη.Θα σε περιμενω για παντα,εκει που συναντηθηκαμε πρωτη φορα.
Αιωνια δικη σου,
Angelica (Η Αγγελική σου)
Υ.Γ. Δεν μπορω να την μεγαλωσω,μου ειναι αδυνατον να την κοιταζω και να βλεπω εσενα.Δεν θα επιστρεψω για εκεινη,την λενε Regina''
Ο Ιασονας ακουγε με προσοχη κατι που αργοτερα καταλαβε οτι ηταν το γραμμα που κρατουσε το τετραχρονο κοριτσακι οταν η Angelica την παρατησε στην πορτα του σπιτιου του πατερα της,Αχιλλεα.
Την κοιταξε,ειχε βουρκωσει
Κοιτουσε ασταματησα τον πινακα.
''1,5 σειρα για μενα,το πιστευεις?Ημουν αλλεργικη στο καροτο,το ηξερε σιγουρα,δεν εγραψε τιποτα.Αν δεν εψαχνε ο πατερας μου με μεσον αρχεια νοσοκομειου ,δεν θα ηξερα καν ποτε ειναι τα γενεθλια μου''χλευασε και ειδε ενα δακρυ ετοιμο να κυλησει
Ο Ιασονας δεν μιλησε
''101 λεξεις για εκεινον,και 23 για μενα'' παραμιλησε
''Και ξερεις ποιο ειναι το χειροτερο Ιασονα?'' του απηυθηνε τον λογο χωρις να τον κοιτα,με το βλεμμα στραμμενο παντα σε εκεινον τον αναθεματισμενο πινακα
''Δεν με πειραζε ιδιαιτερα,μεχρι σημερα.Γιατι ο πατερας μου,μου ειχε πει κατι'' εκανε μια παυση
Εξεπνευσε.Ενιωθε εναν πονο στο στηθος της,η καρδια της βαραινε
''Εγω με την Angelica στον τροπο που ζωγραφιζαμε ειχαμε μια βασικη διαφορα,εγω ζωγραφιζα τη θέα,την θάλασσα,πρόσωπα απο τη φαντασια μου,λουλούδια,ανθρωπους,θεούς και εκεινη φωτια,καπνο,μαυρες μορφες-πιθανον το θανατο- ,μια γυναικα που αργοτερα καταλαβα οτι ηταν η Ελευθερια- η θετη μου μητερα-.''
Παυση
Ενας λυγμος ακουγεται στο λαιμο της.Ανοιγοκλεινει τα ματια και δυο δακρυα κυλανε στο μαγουλο της.
''Κοινως,εγω ζωγραφιζω ο,τι αγαπω,και εκεινη μονο οτι μισει''
Σιωπη.
''Γι αυτο δεν ζωγραφισε ποτε τον πατερα μου κι ας την παρατησε για τη γυναικα του''
Εφερε τα χερια μπροστα και σκουπισε με τον αναστροφο του ενος δακρυα της ενω σαν απο μηχανης θεος θυμηθηκε τα γυαλια ηλιου της
Ζαλιζοταν,εκεινο το σπιτι την βαραινε ,ασφυκτιουσε.
''Θελω να φυγω τωρα''
Ο Ιασονας αμιλητος,ειδε την κοπελα να σπαει για δευτερολεπτα και επειτα να συμμαζευει τον εαυτο της αυστηρα και να ετοιμαζεται να φυγει
Τοσο λιγο θα ξεσπουσε?
Αυτο δεν ηταν ξεσπασμα.
''Παμε'' εγνεψε και την ακολουθησε εξω απο το δωματιο και επειτα εξω απο το σπιτι.
Ειχε μεσα του οργη για εκεινη την γυναικα,μα δεν μπορουσε παρα να αναρωτηθει πως θα ηταν η Ρεβεκκα αν ειχε μεγαλωσει σε διαφορετικη οικογενεια.
Η επιστροφη πισω εγινε σε απολυτη ησυχια
''Θα παμε εξω για πρωινο''της ειπε και εκεινη εγνεψε
Ηταν 8 και μιση το πρωι.
''Θα κανω ενα μπανιο και θα κατεβω'' απαντησε και τρεχοντας σχεδον ανεβηκε στο δωματιο της
Το μαυρο μαρμαρο του μπανιο ,με δυο χνουδωτες πετσετες καθαρο μπουρνουζι και παντοφλες την περιμεναν ,εβγαλε τα ρουχα της και χωρις να χασει χρονο μπηκε μεσα γυρνωντας το νερο στο παγωμενο
Το κρυο νερο την ξυπνησε αποτομα,ολα οσα ενιωθε αφυπνισθηκαν και μολις το νερο καλυψε το προσωπο της ο λυγμος που επιτηδες κρατουσε τοση ωρα στο λαιμο της ελευθερωθηκε.
Αρχισε να κλαιει γοερα,με λυγμους και τρανταγμους κατω απο το παγωμενο νερο.Δεν ξεχωριζες πλεον τα δακρυα απο το νερο
Μανουλα μιλα μου
Μαμα γιατι δεν μ αγαπας?
Μαμακα ποναω
Μανουλιτσα γιατι τον αφηνεις να με χτυπαει?
Η πορτα χτυπησε μα η Ρεβεκκα ουτε που την ακουσε
Την χτυπησε ξανα και ξανα ,η ζωνη ειχε πανω το αιμα της
''Οχι οχι!!Σε παρακαλω!Θα ειμαι καλη !θα ειμαι καλη!!Συγγνωμη!''
Ο Ιασονας μολις ακουσε το γοερο κλαμα μεσα απο την πορτα του ιδιωτικου της μπανιου ανοιξε αργα την πορτα
Αποκλειεται να εκλαιγε
Την χτυπαει.Ξανα και ξανα.Περνανε ισως και ωρες,δεν σταματαει.Μονο οταν κουραστει,τοτε την παραταει παντα
Η καρδια του Ιασονα σταματησε οταν μεσα στο μπανιο ειδε μεσα απο τα διαφανα τζαμια το σωμα της Ρεβεκκας κατω απο το νερο που επεφτε να εχει ζαρωσει απο το κλαμα
Μα πως γινεται?
Δεν μπηκε καν στον κοπο να βγαλει τα ρουχα του εκτος απο τα παπουτσια του,οποτε μπηκε ντυμενος μεσα αιφνιαδιαζοντας την καλλονη που γυρισε τρομαγμενη να τον κοιταξει ,με κατι πρασινες λιμνες ,σαν απο αιμα κατακοκκινες.
Σαστισε για λιγο
Μα τι εκανε?Ουτε γκομενος της ηταν ουτε τιποτα παραπανω
''Φ-φυγε,θελω να μεινω μονη μου'' τον διεταξε υστερικα και εκανε να τον σπρωξει μα εκεινος την επιασε απο τους καρπους και την εφερε πανω στο σωμα του
Τοτε μονο καταλαβε ποσο παγωμενο ηταν το νερο
''Εισαι τρελη?Θα πεθανεις απο πνευμονια!''με μια κινηση σχεδον αδεξια καθως με το αλλο του χερι κρατουσε τους καρπους της ενω αυτη παλευε να ελευθερωθει,γυρισε το νερο στο ζεστο.
''Ασε με! Φυγε!Δεν σε θελω εδω!Φυγε!'' επαναλαμβανε το ιδιο ξανα και ξανα ενω ο Ιασονας εβλεπε ενα νεο κυμα δακρυων να ειναι ετοιμο να κανει την εμφανιση του .Ποσα χρονια να ειχε αραγε να κλαψει?
''Οχι !Με ακους!Δεν φευγω Ρεβεκκα Ιακωβου!'' την τρανταξε κρατωντας την απο τους καρπους μπρος πισω
Εμεινε για λιγο ακινητη κατω απο το ζεστο νερο κοιτωντας τον πανεμορφο αντρα απεναντι της να την κοιτα ανησυχος με δυο καταμαυρα ματια και ντυμενος κατω απο το νερο.
Και τοτε εκλαψε.
Και ηταν το πιο περιεργο πραγμα που ο Ιασονας ειχε δει ως τοτε.
Εγειρε πανω του και αρχισε να κλαιει με παραπονο και μια λυπη αφορητη που δεν αφηνε στον Ιασονα αλλη επιλογη απο το να την κρατησει πανω του κατω απο το νερο και να της χαιδεψει απαλα την πλατη
''Εισαι πιο δυνατη απο αυτο.Εσυ εισαι εσυ. Μην το ξεχνας'' της ψιθυρισε πριν βυθιστει και ο ιδιος στην σιωπη ακουγοντας μονο το νερο να τρεχει με ορμη και εκεινη να βαλαντωνει απο το κλαμα
Λιγα λεπτα αργοτερα απομακρυνθηκε.Τον κοιταξε μεσα στα ματια
Πρασινο πανω στο μαυρο
Δυο γαλαξιες πρασινου και εκεινος χανοταν.
Σκουπισε τα ματια της.Εκλεισε το νερο.
Βγηκε εξω,εβαλε προχειρα την πετσετα γυρω της και ετεινε μια προς το μερος του
Τα μακρια μαλλια της βρεγμενα φαινοταν ακομη πιο σκουρα κανοντας μεγαλυτερη αντιθεση με το ολολευκο δερμα ,τα ροζ χειλια και τα πρασινα ματια της.
''Αυτο,δεν συνεβη ποτε''του ξεκαθαρισε και ο Ιασονας γελασε
''Ποιο?'' ρωτησε κυνικα σχεδον και εκεινη εγνεψε συγκαταβατικα.
Ανοιξε την πορτα για να φυγει,μα για λιγα δευτερολεπτα γυρισε πισω και τον κοιταξε που ειχε μεινει ακινητος και σκεφτοταν
''Ιασονα?''
''Ναι?''
''Σε ευχαριστω'' του απαντησε ειλικρινα και εφυγε διχως να περιμενει απαντηση.
Οχι πως και εκεινος ειχε.
Ειχαν δικιο,ολοι οσοι ελεγαν οτι η Ρεβεκκα Ιακωβου δεν ειχε καρδια για πολλα.
Και υπηρχε λογος
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Οποτε,τα παραθυρα ανοιξαν,
το φως εχει μπει στο δωματιο,ξημερωσε
εκεινη δεν σε ψαχνει πια,οχι γιατι εγινες αορατος,αλλα γιατι ξερει οτι δεν θα πας ποτε διπλα της
Και πλεον,δεν σε θελει καν εκει.
Σε σιχαθηκε,σε μισησε.Τα καταφερες λοιπον.
Την εκανες να σε ξεπερασει.
Εκεινη που για σενα θα εφτανε στο αμην,
εκεινη ,την εκανες να πει <<φτανει>>.
Και χωρις υπερβολες,ηταν η χειροτερη αποφαση της ζωης σου.
Γιατι σε αγαπουσε.
Συγχαρητηρια,γιατι το ρημα 'φτανει',
εκτος απο απροσωπο ,ειναι και αμεταβατο,απολυτο
Οποτε δεν φτανεις ,σε τιποτα και σε κανεναν.
Αλλα μενεις μονος ,στο κενο σου,
οπως εσυ,ο ιδιος,το επελεξες.
Ciao Bellas!!!
Τι κανετε?
Σας ειπα δεν θα αργησω και δεν αργησα οντως (και 3.500 λεξεις)
Πως σας φανηκε?Θελω σκεψεις...
Το παρελθον της Ρεβεκκας??
Το γραμμα?
Ο πινακας?
Η μητερα της?
Η ιδεα του Ιασονα να την παει εκει?
Το κλαμα της Ρεβεκκας μας? (πρωτοφανες)
Ο Ιασονας και η αντιδραση του?
Πολλα ρωτησα αλλα κατι τελευταιο...
τι περιμενετε/θελετε να δειτε?
Σας αγαπω πολυ
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top