Γνώθι σαυτόν
Είμαστε όλοι πρόθυμοι να πιστέψουμε αυτό που πιστεύει ο κόσμος για μας.
George Eliot
Malyshka.
Ήταν μια λέξη κατά πάσα πιθανότητα καθοριστική για εκείνη. Μα αυτό, δε θα το καταλάβαινε ποτέ της. Ή τουλάχιστον, όχι όσο η κατάσταση ήταν ακόμη αναστρέψιμη.
Το αρχικό σοκ διαδέχθηκε ένας πνιγμένος θύμος κι η ολοκληρωτική αποδοχή της ιδέας που ζούσε μέσα της πως ήθελαν να την πλησιάσουν.
Κάτι ήθελαν από εκείνη.
Άλλωστε ποιος δεν ήθελε;
Για ώρες μετά κατέπνιγε την περιέργειά της να αναζητήσει τη σημασία της λέξης.
«Αύριο έξι το πρωί προπόνηση» φώναξε στον Carter κι ανέβηκε γρήγορα στο δωμάτιό της αγνοώντας τον Ιάσονα και τον Eric.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της, έβγαλε τα ρούχα της, τα τακτοποίησε προσεκτικά στην οργανωμένη ντουλάπα της κι έπειτα σειρά είχαν τα ψιλοτάκουνα παπούτσια της τα οποία εναπόθεσε σ'ενα απ' τα φωτισμένα ράφια.
Εξέπνευσε.
Ο Ιάσονας ήθελε να την σπάσει, να βγάλει από μέσα της συναίσθημα. Ακόμα κι αν αυτό είναι ο απόλυτος τρόμος. Έβαλε μια φόρμα που είχε για πιτζάμα κι ένα στενό τιραντάκι. Έπιασε τα μακριά μαλλιά της σε μια πρόχειρη κοτσίδα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Όλα είναι καλά.
Μα φυσικά, ήταν αρκετά εύκολο να προσποιείται πως όλα πήγαιναν καλά για εκείνη. Ωστόσο ταυτόχρονα ένιωθε μέσα της ένα άσβεστο κι απύθμενο κενό. Δεν ήταν όλα τόσο καλά όσο έπειθε τον εαυτό της ότι ήταν.
Έριξε νερό στο πρόσωπό της κι άρχισε να ξεβάφεται.
«Όλα καλά εκεί; Σου φέρονται καλά;» η φωνή του αδελφού της ακουγόταν άχνα από το ακουστικό μισή ώρα μετά. Είχε ξαπλώσει στο άνετο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι .
«Όλα καλά. Εκεί πως πάνε τα πράγματα ;» ρώτησε ανυπόμονα.
«Προσπαθούμε. Ήμασταν στην αρχή μιας μεγάλης παρακμής που προσπαθούμε να προλάβουμε » της είπε και ρόλλαρε τα μάτια της.
«Αν μου είχες μιλήσει γι' αυτό νωρίτερα θα το είχαμε λύσει» του υπενθύμισε καυστικά κι άκουσε τον Αντρέα να ξεφυσάει.
«Δεν είναι δική σου δουλειά αυτό Ρεβέκκα» το εθεσε όσο πιο απαλά γινόταν μα η οξύθυμη κοπέλα άρχισε να νευριάζει.
«Ήταν σίγουρα πριν 3 χρόνια» πέταξε μια σπόντα πολύ βαριά για τον εγωισμό του αδελφού της.
«Δεν ήσουν έτοιμη» της υπενθυμίζει τα ίδια τα ψεύτικα λόγια της που τότε τον έπεισαν. Γνώριζε καλά πως ο αδελφός της μιλούσε με σφιγμένα τα δόντια.
«Ίσως και να ήμουν»απάντησε ξιπασμένα χωρίς να υπολογίζει φυσικά τις τύψεις που ένιωθε ήδη ο Αντρέας .
«Προσπάθησα να σε σώσω από την καταστροφή του χώρου» συριξε στεγνά.
«Να με σώσεις; Ας γελάσω! Ο μπαμπάς απλώς με έκανε σκληρή! Η Angelica με κατέστρεψε! Και μετά η μαμά σου προσπάθησε να με κάνει πάλι γλυκό κι αθώο παιδί, μα ο μπαμπάς τα κατάφερε καλύτερα ! Και πίστεψε με Αντρέα, τα 4χρόνια που πέρασα μαζί του όσο εσύ σπούδαζες κι οι γονείς σου είχαν χωρίσει ήταν τα πιο καθοριστικά της ζωής μου!Όποτε μην μου φέρεσαι λες κι είμαι από γυαλί , γιατί έχω περάσει πολύ, πολύ χειρότερα απ' ότι μπορείς να φανταστείς! Κι εγώ, εγώ έφτυσα αίμα για να μας φτάσω στην κορυφή! Όχι εσύ! Εγώ!» η Ρεβέκκα του φώναξε μέσα από το ακουστικό, κι αντί γι' απάντηση άκουσε το γνωστό ρυθμικό χτυπήμα από την άλλη γραμμή.
Της το είχε κλείσει.
«Δειλέ» μουρμούρισε κι έψαξε τα τσιγάρα στο πρώτο συρτάρι της με τρεμάμενα χέρια.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Είχε λίγο ψύχρα, μα δε θα έβαζε ζακέτα.
Άναψε το τσιγάρο και κοίταξε τον ουρανό φυσώντας τον καπνό.
Η Ρεβέκκα δεν απλώς ήταν μια καλά εκπαιδευμένη κοπέλα. Είχε ζήσει φρικτά πράγματα.
Ακούμπησε τους αγκώνες της στα κάγκελα του μπαλκονιού κι έγειρε μπροστά θαυμάζοντας την ήσυχη νύχτα.
Η πρώτη της καθαρή ανάμνηση καταγράφηκε όταν ήταν σχεδόν τεσσάρων. Ωστόσο διακατέχεται από σκόρπιες, θολές κινήσεις κι αισθήματα που χρονολογούνται όταν ήταν ακόμη μικρότερη που της προκαλούν φόβο - ή μάλλον όχι, τρόμο.
Αγνό, παγερό και ψυχρό τρόμο. Όπως εκείνον του απόλυτου σκοταδιού.
Για πολλά χρόνια δεν είχε οικογένεια.
Η μαμά της ήταν Ιταλίδα , την λέγανε Angelica -και δικαίως-, γιατί έμοιαζε με άγγελο. Ωστόσο ήταν από εκείνες τις κοπέλες με τα μεγάλα όνειρα, στα οποία ο έρωτας δρα καταστρεπτικά.
Βλέπετε, η μαμά της δεν ήθελε ποτέ παιδιά. Ήθελε έρωτα, πάθος και σχέσεις του αέρα, όχι παιδιά.
Ήταν καλλιτέχνης - ζωγράφος. Είχε πυκνά κάστανα μαλλιά και καταπράσινα μάτια, λυγερό κορμί και πρόσωπο άγγελου.
Δεν της το'πε ποτέ κανείς, μα η Ρεβέκκα πάντα κατέληγε ότι έμοιαζαν πολύ.
Άλλωστε η Angelica της έδωσε -ακούσια φυσικά- το μαγικό της ταλέντο στη ζωγραφική.
Ήταν εκείνη η κοπέλα που φόραγε τα περίεργα φαρδιά πουκάμισα μέσα από χιλιοφορεμένα τζιν και μαντήλι στα μαλλιά για να μη λερωθεί από τις μπογιές. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα καταφέρει ποτέ της να ξεχάσει εκείνο το ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο γεμάτο μπογιές, που δεν το έπλενε ποτέ και στα μάτια του τότε μικρού κοριτσιού φάνταζε το πιο ακριβό ρούχο του κόσμου.
Ήταν μια γυναίκα γεμάτη ομορφιά και μυστήριο. Η ζωή τής είχε δώσει κάθε χάρισμα που θα μπορούσε να ζητήσει κανείς· ομορφιά, εξυπνάδα, ταλέντο.
Ωστόσο πολύ σύντομα της τα πήρε όλα πίσω.
1994
Η Angelica Alescio, 28 χρόνων,στο άνθος της ηλικίας της και την κορυφή της καριέρας της είχε όλα όσα είχε ευχηθεί στα δέκα της -τότε που κάνουμε μεγάλα όνειρα λόγω της άγνοιας των δυσκολιών.
Οικογένεια και φίλους στο πλευρό της, πτυχίο στην αρχιτεκτονική και Bachelor στην ζωγραφική και τις εικαστικές τέχνες. Έκανε ως επάγγελμα αυτό που αγαπούσε μετά από χρόνια.
Η ονειροπόλα μελαχρινή προχωρούσε γρήγορα στους πολυσύχναστους δρόμους της Ρώμης εκείνη την φθινοπωρινή μέρα. Φυσούσε δυνατά κι ο καιρός ήταν πολύ μουντός.
Μπήκε μέσα στο ατελιέ της κι έβρισε μέσα από τα δόντια της για τη γρήγορη κι απότομη φυγή του καλοκαιριού που τόσο λάτρευε. Αποφάσισε να πάρει το μυαλό της από το μουντό καιρό που της χαλούσε τη διάθεση κι αποφάσισε ν' ασχοληθεί με το σχέδιο ενός σπιτιού που έπρεπε να παραδόσει στο γραφείο της την επόμενη μέρα.
Βυθίστηκε στις σκέψεις και το μόνο που την ταρακούνησε ήταν ο μεταλλικός ήχος από τα γούρια όταν η πόρτα άνοιξε.
Κι η Angelica είδε μπροστά της το αντίθετο του εαυτού της. Είδε το αυστηρό ντύσιμο, τα επιμελημένα μαλλιά, το σοβαρό βλέμμα, τα επίσημα ρούχα, είδε την ακριβή βέρα στο δεξιό παράμεσο.
Μα τίποτ' απ' αυτά δε την έκανε να τραβήξει τα μάτια της από τα δικά του. Εκείνη την μέρα του Οκτώβρη, μπροστά της βρέθηκε ο Αχιλλέας Ιακώβου, 37 χρόνων, 9 χρόνια μεγαλύτερος, παντρεμένος
μ'έναν γιο 2 χρόνων, κι όλ' αυτά τα έμαθε πολύ σύντομα, όταν ο άντρας αυτός, αφού έκανε την καρδιά της να σταματήσει να χτυπά για ένα δευτερόλεπτο της παρέδωσε ψυχρά τα σχέδια που ήθελε για τη νέα προέκταση του σπιτιού του. Και την επόμενη μέρα θα κανόνιζαν να γνωρίσει τη γυναικά του για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες.
Μα η Angelica νόμιζε πως δεν ήταν αφελής, αυτή ήταν η αφέλειά της.
Ερωτεύτηκε έναν άντρα που δεν της έδειξε το παραμικρό τρυφερο ενδιαφέρον. Τον πολιόρκησε, αψήφισε κάθε ηθικό φραγμό. Μα θα ήταν σχεδόν άδικο να μην αναφερθεί το μετέπειτα, διαρκώς αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον του Αχιλλέα.
Ο Έλληνας με Ιταλικές ρίζες είχε ιδρύσει μια από τις πιο ισχυρές κλίκες κι είχε το προνόμιο να μπορεί να το εκμυστηρευτεί στην σύζυγό του. Ζούσε μέσα στο έγκλημα και τον θάνατο, μα στην οικογένεια του βρήκε τη γαλήνη.
Όταν ωστόσο γνώρισε την Angelica δεν μπορούσε παρά να κοντοσταθεί και να την κοιτάξει καλά. Ήταν η νεότητα προσωποποιημένη· ατίθαση, γεμάτη ζωντάνια.
Σιγά σιγά την λάτρεψε, ήξερε ότι ήταν παντρεμένος με παιδί,μα υπήρχε κάτι σε αυτή τη γυναίκα που δεν μπορούσε παρά να τον συναρπάσει.
Και σιγά-σιγά, ήρθε ο χειμώνας κι ήταν διαφορετικός από οτιδήποτε είχαν ζήσει κι οι δυο.
Η Angelica σαν επουράνια θεά του δίδαξε τις απολαύσεις της ζωής μία-μία, λες κι ήταν άμαθος και τίποτα δεν είχε ζήσει.
Την άνοιξη η Angelica ένιωσε μια αδιαθεσία που αγνόησε. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έμαθε ότι ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών, με κίνδυνο υψηλού βαθμού αν αποφάσιζε να κάνει έκτρωση.
Μία απροσεξία λειτούργησε σαν ψυχρολουσία και για τους δυο. Είχαν καταστραφεί όλα.
Ο κόσμος της Αγγελικής -όπως την φώναζε ο εραστής της-, είχε διαλυθεί.
Μπροστά της έβλεπε ένα τέλος που δεν επιθυμούσε. Δεν ήθελε παιδιά. Αλλά με κάποιον τρόπο που ποτέ της δεν κατάλαβε ο Αχιλλέας την έπεισε. Άλλωστε μόνο αυτό έκανε, της φύτευε ηρεμία όποτε αμφέβαλλε.
Ο ίδιος δεν ήξερε τι να κάνει. Της πρότεινε έκτρωση, μα δεν ήταν πλέον επιλογή. Η υιοθεσία ήταν κάτι που σκέφτονταν για πολύ καιρό κι είχε κατευνάσει την ανησυχία του. Ωστόσο αυτό που δεν είχε προβλέψει ο επικίνδυνος και πάντα οργανωμένος άντρας ήταν η ψυχική σταθερότητα της αλλοπρόσαλλης ερωμένης του
Η Angelica τρελάθηκε. Ήθελε να κρατήσει το μωρό χωρίς να θέλει πραγματικά. Λαχταρούσε την προσοχή του άντρα που μόνο την ποθούσε και ποτέ του δεν ερωτεύτηκε. Ωστόσο η αφελής κοπέλα, τον είχε ερωτευτεί - βαθιά.
Μα ίσως και να μην είχε καρδιά.
Οπότε η απελπισία της Angelica να κερδίσει έναν άντρα που δεν θα της άνηκε ποτέ την οδήγησε στην πιο καθοριστική απόφαση της ζωής της. Την κόρη της.
Ένα μωρό που ποτέ της δεν αγάπησε, αφού μαζί του δεν ήρθε η αγάπη ή έστω η προσοχή του Αχιλλέα όπως η ίδια πόνταρε. Την φρόντιζε μηχανικά, χωρίς αγάπη. Ήταν πάντοτε απόμακρη.
Δεν άφησε ποτέ τον Αχιλλέα να δει την κόρη του κι εξαφανίστηκε σε μια κοντινή πόλη. Κι ίσως να είχε πληγωθεί περισσότερο αν ποτέ μάθαινε ότι ο Αχιλλέας ήταν ο αρχηγός της Μαφίας, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι είχε τα μέσα να την βρει. Μα ποτέ του δεν το έκανε. Γιατί πολύ απλά, δεν νοιάστηκε.
Όποτε κάπου εκεί -στα 28- η Angelica πέθανε για πρώτη φορά. Ξέκοψε από όλους κι όλα, πούλησε το ατελιέ και παραιτήθηκε. Πήρε όλα τα λεφτά από το λογαριασμό της κι έφυγε μαζί με την κόρη της, στην οποία δεν έδωσε ποτέ όνομα. Την φώναζε Ρεγγίνα, που σήμαινε βασίλισσα, ειρωνικά στο μυαλό της προσέθετε καθε φορά <<βασίλισσα της καταστροφής>>
Η Angelica άρχισε να γίνεται χειρότερα όταν η Ρεβέκκα ήταν δυο ετών. Άρχισε να πίνει, να καπνίζει, να κάνει ναρκωτικά, έφερνε άντρες στο παραμελημένο διαμέρισμά της κι όσο περνούσε ο καιρός όλα έπαιρναν την κάτω βόλτα.
Η Ρεβέκκα αμυδρά θυμάται έναν ευγενικό άντρα όταν ήταν τεσσάρων -πρέπει να ήταν γείτονας- που όταν η μητέρα της ήταν νηφάλια την παρατούσε σπίτι του για ώρες. Δεν τον θυμάται καλά, μόνο ότι ήταν μεγάλης ηλικίας και της έδινε πάντα μπισκότα. Είχε έναν μικρό λευκό σκύλο.
Υπήρχαν στιγμές, που μια εικόνα ξετρυπώνει στο μυαλό της· η μητέρα της είναι ήρεμη, χαρακτηριστικά έχει στη μνήμη της χαραγμένη μια παραλία στην Ελλάδα, στη Δονούσα. Πρέπει να ήταν πριν την αφήσει έξω από εκείνο το μεγάλο άγνωστο σπίτι.
Μα δε θα μάθαινε ποτέ εξ ολοκλήρου πως για ένα τόσο μικρό παιδί η αδυναμία της να την προστατέψει από όλους εκείνους τους μέθυσους και βίαιους άντρες ήταν η καταστροφή της Ρεβέκκας.
Όταν ήταν τεσσάρων -μετά από μια νύχτα σ' εκείνο το παραμελημένο διαμέρισμα- η Angelica αποφάσισε να την επιστρέψει στον πάτερα της. Δε θυμάται να της λέει τίποτα. Σιγοκλαίει - είναι αδύναμη. Την αγκαλιάζει, κι αφού χτυπήσει το κουδούνι μπαίνει στο αμάξι κι εξαφανίζεται - για πάντα.
---------------------------------------------
Ο Ιάσονας κοιτούσε την Ρεβέκκα να καπνίζει κοιτάζοντας το κενό, η έκφραση της κενή.
Έσπαγε το κεφάλι του για να κατανοήσει τι σκέφτεται, τι μπορεί ν' αναθυμάται, μα ήταν μάταιο.
Η σκέψη ότι σκεφτόταν κάποιον άντρα τον έκανε να νιώσει κάτι που ίσως ποτέ του δεν έχει νιώσει για άλλον· ζήλια. Για εκείνον ωστόσο το συναίσθημα αυτό θεωρούνταν δέος.
Μα ήταν ζήλια; Ή απλώς δεν συμπαθούσε την εγωκεντρική προσελκύστρια;
Ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του.
Δεν τον έκαιγε σχεδόν καθόλου πλέον.
Είχε περάσει πολύ λίγος καιρός και το μόνο που του είχε βγάλει η Ρεβέκκα ήταν ενόχληση κι αυθάδεια.
Μα πως ήταν δυνατόν;
«Ιάσονα; Μίλησα με τις κλίκες, θα κάνουν άλλη μια «διάρρηξη» στην παλιά βάση της Ρεβέκκας. Αυτό μας δίνει περίπου άλλον ένα μήνα» ο Eric τον ενημέρωσε και γύρισε να κοιτάξει τον έμπιστο φίλο του.
«Θέλω να πενταπλασιάσουμε την «απειλή», ώστε να νομίσουν ότι παλεύουμε με τέρατα. Οπότε πες σ' εκείνον τον ξιπασμένο Άγγλο ότι θέλω να χυθεί αίμα, δε θέλω διακριτικότητα. Αν δεν μπορεί να το κάνει ας το αφήσει σε κάποιον που μπορεί» του είπε αυστηρά κι ο Eric έγνεψε πριν βγει από το γραφείο.
Ήταν αλήθεια λοιπόν. Καθόλου παράξενο για τον Ιάσονα. Κάπως προβλέψιμο θα'λεγε κανείς.
Είχε αρχίσει να στέλνει μικρές κλίκες εναντίον του Ανδρέα από την αρχή του χρόνου, λίγους μήνες μετά μπορούσε σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια να προβλέψει τη στιγμή που θα ζητούσε τη βοήθειά του.
Έτσι θα αποκτούσε αυτό που τα τελευταία τρία χρόνια επιθυμούσε· Εκείνη.
Κοιτούσε το κορμί της, λυγερό και δροσερό. Η ενέργεια που εξέπεμπε του προκαλούσε δέος· ήταν δυναμική, είχε εξουσία. Μια εξουσία που δεν της είχε δώσει κανείς, μα σχεδόν αυτόματα έλαβε.
Τι συνέβαινε με εκείνη την κοπέλα;
Όταν η Ρεβέκκα ξύπνησε το επόμενο πρωί κοίταξε αμέσως έξω από το παράθυρο. Ένιωθε κουρασμένη.
Χρειαζόταν ένα διάλειμμα, μα ήξερε πως οι επόμενοι μήνες θα ήταν δύσκολοι.
Γυρνώντας στο πλάι για να σηκωθεί βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής με ένα λουλούδι.
Μα δεν ήταν το κοινότυπο τριαντάφυλλο που οι ερωτευμένοι επιλεγούν, ήταν το αγαπημένο της,Ταραξάκο.
Το λουλούδι των ευχών
«Tu sei il mio dente di leone»
Είσαι το λουλούδι μου.
Πιο συγκεκριμένα, η πικραλίδα.
Κι ήταν όντως λίγο ειρωνικό, η λέξη πικραλίδα έχει μέσα της την λέξη πίκρα.
Ήταν τα μονά λόγια που θυμάται να της λέει με αγάπη η μητέρα της, όταν την άφησε έξω από το σπίτι του πατέρα της.
Κι έμοιαζε τελικά όντως με πικραλίδα, η αδύναμη, ναρκομανής μητέρα της είχε -εν άγνοια- της δίκιο. Ήταν άγρια, αθώα κι αδάμαστη.
Άγγιξε με τα ακροδάχτυλα της το ευαίσθητο λουλούδι, φοβόταν να αναπνεύσει μην τυχόν και τιναχτείστον αέρα. Άλλωστε δεν είχε κάποια ευχή να κάνει.
Έμεινε να το κοιτάζει. Αν κουνιόταν ένα εκατοστό θα το άγγιζε με τη μύτη της. Ήταν πραγματικά πανέμορφο. Μα ένα δευτερόλεπτο μετά έφτασε το πραγματικό ερώτημα.
Ποιος;
Κανείς δεν ήξερε για το λουλούδι.
Μόνο εκείνος θα μπορούσε να ξέρει και θα ήταν χαζό από μέρους της να μην το συνειδητοποιήσει και να λέει ψέματα στον εαυτό της.
Ο Ιάσονας έπαιζε άσχημα με την ψυχολογία της.
Είχε ψάξει για εκείνη κι ένα-ένα τα στοιχειά του παρελθόντος της, της τα πέταγε στα μούτρα μέχρι να σπάσει.
Ήταν ψυχρός πόλεμος. Μα θα νικούσε.
Πέταξε το λουλούδι στο πάτωμα, έγινε χίλια κομμάτια και το χνούδι πετάχτηκε παντού. Πάτησε καλά στα πόδια της και σηκώθηκε σταθερά. Έκανε ντους κι έβαλε πρόχειρα ρούχα.
Το ρολόι έλεγε ότι ήταν 9 το πρωί. Ήταν Σάββατο, σήμερα είχαν μεγάλη υπόθεση. Έδεσε τα μαλλιά της έναν χαλαρό κότσο και κατέβηκε στην κουζίνα. Ήταν μόνο ο Carter εκεί, ανακούφιση την κατέκλυσε.
«Καλήμερα Ρέβι» της είπε άνετα κι έσμιξε τα φρύδια της.
«Πως με είπες;» τον ρώτησε θέλοντας να τον πικάρει.
«Ρέβι» της απάντησε χαλαρά κι ανασήκωσε τους ώμους του.
«Που το άκουσες αυτό;» δεν μπορουσε να συγκρατησει ένα μειδίαμα.
Το ψευδώνυμό της έκρουσε ένα καμπανάκι γνώριμο στο μυαλό κι έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά.
«Έτσι σε είπε ο αδελφός σου. Μου φαίνεται ωραίο» το έθεσε λες κι ήταν το πιο φυσικό πράγμα σε όλο τον κόσμο.
Δεν του απάντησε καθόλου.
Έβγαλε ένα μπολ από το ντουλάπι και το γέμισε με βρώμη και ζεστό γάλα. Έριξε σχεδόν με ευλάβεια μέλι και κανέλα κι ικανοποιημένη από τις επιλογές της κάθισε ξανά αμίλητη στην καρεκλά της.
«Θες ένα γιαούρτι;»ο Carter ρώτησε βάζοντας μια κούπα καφέ φίλτρου στον εαυτό του.
«Σιχαίνομαι το γιαούρτι» μόρφασε και κοίταξε τον καφέ του.
«Αλλά μια κούπα καφέ, μέτριο με γάλα θα με ευχαριστούσε άνευ προηγούμενου» συμπληρωσε πειρακτικά κι ο Carter αναθαρρεψε.
«Αφού το ζητάς τόσο όμορφα» χαριτολόγησε.
Ήταν πρόσχαρος, ευγενικός και συνετός. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί να σκοτώνει. Άλλωστε κι ο ρόλος του στη Μαφία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ο πιο «ήπιος».
Καθόλου τυχαίο.
Η Ρεβέκκα είχε μάθει από μικρή ηλικία να παρατηρεί. Καθετί έκανε ο άλλος μάθαινε να το αποκωδικοποιεί.
Ο Carter ένιωθε τύψεις που δεν είχε πει στην κοπέλα του τι επαγγέλεται. Και θεωρούσε πως το να είναι κάλος θα έκανε απόσβεση της «αμαρτίας» του.
«Μεγάλη αποστολή σήμερα, ε;» η φωνή του Eric την ταρακούνησε. Δε γύρισε να τον κοιτάξει παρά μόνο έγνεψε ως ένδειξη ότι τον άκουσε.
Ο Carter της άφησε τον καφέ της.
«Δουλάκια σου τους έχεις κάνει βλέπω» η φωνή του Ιάσονα ήχησε στο χώρο και την έκανε να μειδιάσει.
Ο Eric κάθισε απέναντί της στον πάγκο της κουζίνας ενώ ο Ιάσονας άναψε ένα τσιγάρο.
«Ίσως αν έτρωγες πρωινό να είχες περισσότερη διάθεση για εξυπνάδες» συμπληρωσε κι ο Eric μειδίασε.
Μα πριν ο Ιάσονας προλάβει ν' αντιδράσει ο Carter επενέβη πυροσβεστικά.
«Πετάμε σε δυο ώρες για Ιταλία. Εκεί έχουμε το διαμέρισμα κι έχω υπεύθυνους για τα ρούχα, τα όπλα και τους υπολογιστές που είναι ήδη εκεί. Θα χακάρουμε όλο το σύστημα και μετά θα σκοτώσουμε το στόχο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μην μας καταλάβει κανείς· θα μείνουμε εκεί και μετά το φόνο» ο χάκερ τους είπε προσεκτικά κι ο Ιάσονας αμέσως συγκεντρώθηκε.
«Είναι πολύ απλό» με τη σειρά του ο βασιλιάς της μαφίας εξέπνευσε μια γερή δόση καπνού έξω από το ανοιχτό παράθυρο δίπλα του.
Ο καιρός ήταν μουντός όπως πάντα.
«Ο Carter θα βρίσκεται σε ακτίνα 100 μέτρων εκτός του κτηρίου. Με δική μου σήμανση θα απενεργοποιήσει τις κάμερες σε όλους τους διαδρόμους του ξενοδοχείου που θα γίνει η εκδήλωση, τα δωμάτια δεν έχουν κάμερες. Αυτή είναι δική σου δουλειά Ρεβέκκα, θα αποπλανήσεις το στόχο και θα έχεις περίπου 10 δευτερόλεπτα να τον πας από την κεντρική αίθουσα στο συγκεκριμένο δωμάτιο. Εκεί θα είναι ο Tristan -θα τον γνωρίσεις σε λίγο- θα σκοτώσει το στόχο και θα σε δέσει, μέχρι τότε θα έχει δοθεί σύνθημα κίνδυνου εφόσον η ασφάλεια θα έχει εντοπίσει την βλάβη στις κάμερες, θα σας βρουν στο δωμάτιο. Εσύ θα κλαις και θα λες για τον άντρα με την κουκούλα. Θα δώσεις την περιγραφή ενός άσχετου άντρα που θα σου πω. Θα φύγεις ξεχωριστά από εμάς» της είπε απόλυτα μη αφήνοντας περιθώρια παρεξηγήσεως κι η κοπέλα κατάπιε σταθερά.
Ήταν πολύ απότομο όλο αυτό.
«Και τι όνομα θα δηλώσω;» ρώτησε την πρώτη και βασικότερη απορία της.
« Είναι κανονισμένο» της είπε λες κι ήταν αυτονόητο.
«Κι ως τι θα πάω εκεί;» τον ρώτησε ξανά.
«Είναι συνάντηση αρχηγών Μαφίας» η κοπέλα τον κοίταξε έντρομη.
«Θα με σκοτώσουν!» αναφώνησε κι ο Ιάσονας γέλασε.
«Όχι αν είσαι πειστική» την συμβουλευε χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για εκείνη.
«Και ως τι πάω εκεί;» ξαναρώτησε.
«Ως η άγνωστη, ανώνυμη μαθηματικός που έφτιαξε τον κωδικά Ovts για τους δραπέτες της Μαφίας».
«Τι είναι αυτό;» έσμιξε τα φρύδια της, ξαφνου ενιωθε ανετοιμη.
«Είναι ένας κώδικας επικοινωνίας που χρησιμοποιούν όσοι έχουν κλειστεί στη φυλακή για να επικοινωνήσουν με την αντίστοιχη Μαφία έξω και να δραπετεύσουν. Το «Ovts» είναι αναγραμματισμός της λέξης απόδραση σε μια ρωσική διάλεκτο».
«Και δε θα καταλάβουν πως δεν είμαι εγώ αυτή;» ρώτησε με στόμφο το προφανές.
«Όχι φυσικά, δεν την έχει δει ποτέ κανείς, είναι απομονωμένη σ' ένα γραφείο ενός υπογείου. Όλες οι συναλλαγές γίνονται στο σκοτάδι» ο Eric πρόσθεσε.
«Κι αν αυτή εμφανιστεί;» εκνευρισμενη ρωτησε παλι μη έχοντας άλλη υπομονή να τους τα βγάζει με το τσιγκέλι.
«Αν εμφανιστεί θα έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα από το φόνο» της απαντησε τάχα σοβαρά, ο Ιάσονας που τώρα πρώτη φορά την κοίταξε.
«Δηλαδή;» ρώτησε και τον αιχμαλώτισε με τα μεγάλα καταπράσινα μάτια της.
«Θα έχει έρθει η αποκάλυψη» οι τρεις άντρες γέλασαν.
«Την έχετε σκοτώσει» συμπέρανε με μια άνεση που έκανε τον Ιάσονα να απορήσει.
Τι είδους ανοσία είχε αυτή η γυναικά σε οτιδήποτε έκανε τις άλλες συνηθισμένες;
«Οπότε όλα καλά. Κι όλο αυτό γίνεται ας πούμε προς τιμήν μου; Τοτε δεν εχω να φοβάμαι τιποτα» κατεληξε κι ανασήκωσε τους ωμούς της ως σημάδι ότι δεν την χάλαγε κι επέστρεψε στο πρωινό της.
Ο Ιάσονας έσβησε το τσιγάρο του.
«Απαιτείται επίσημο ένδυμα, βάλε τα δυνατά σου να είσαι αξιοπρεπής» εκρυψε φανερα ενα φαρμακερό υπονοούμενο.
«Παρομοίως» απάντησε η Ρεβέκκα κι ανασήκωσε το φρύδι της. Λες και δεν ήξερε πως και με μια σακούλα από πατάτες θα κέρδιζε τις εντυπώσεις.
«Θα είστε κι εσείς;» ρώτησε η Ρεβέκκα τον Eric κι ο μυώδης άντρας γέλασε.
«Εμείς το οργανώνουμε, απλώς πρέπει ο χώρος να είναι ουδέτερη ζώνη. Τι είδους συνάντηση κορυφής της Μαφίας θα ήταν χωρίς τον Βασιλιά της;» πεταξε κυνικά κι η ατίθαση κοπέλα ρόλλαρε τα ματιά της.
«Μάλιστα και να φανταστώ αστυνομία δεν θα έρθει κι έτσι είναι το τέλειο έγκλημα» σχολίασε κι ακούμπησε το πιάτο της στο νεροχύτη.
«Σε μια ώρα θα είμαι έτοιμη» δήλωσε κι ανέβηκε στο δωμάτιό της χωρίς δεύτερη λέξη.
Και μπορεί ακόμη να μην είχε ιδέα, αλλά επρόκειτο να εκτελέσει την αποστολή που θα της άλλαζε τη ζωή, μιά για πάντα.
Διορθωμένο.
Ciao Bellas!!
Εχω παψει να προσπαθω να το σουλουπωσω νοηματικα. Εγραφα οπως εγραφα, ειναι μετριο αλλα το αγαπω πολυ και θελω να το εχετε.
Με απεριοριστη εκτιμηση και λατρεια
Σας αγαπω πολυυ
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top