ΜΕΡΟΣ 1

Ξεδίπλωσε το γράμμα και ξεκίνησε να διαβάζει με κάθε λέξη με αρκετή προσοχή. Δεν άφησε ούτε ένα σημείο στίξης να ξεφύγει από το οπτικό της πεδίο. Το γράμμα έγραφε:

«Γεια Μελίνα, ξέρω ότι έχεις μια κανονική ζωή τώρα, δεν μπορείς όμως να κρύβεσαι συνέχεια από το παρελθόν σου . Δεν θα σε αφήσω να ξεχάσεις τι έκανες. Ήρθε η ώρα για την δική μου εκδίκηση, καιρός να πάρω τον νόμο στα χέρια μου. Θα σου κάνω την ζωή κόλαση μέχρι τέλους. Οι άνθρωποι που αδίκησες συμβολίζονται από τον αριθμό των κεριών στην κουτά! Δεν ξεχνάω Μελίνα και δεν θα σε αφήσω ούτε εσένα να ξεχάσεις. Ελπίζω το άρωμα τους να σου είναι μία συνεχής υπενθύμιση και να σε ξύπνουσουν από το όνειρο που έχεις δημιουργήσει γύρω σου για να ξεφύγεις από την πραγματικότητα για το ποια πραγματικά είσαι. Το τι έχεις κάνει και πόσοι έχουν υποφέρει εξαιτίας σου.-Α».

Η Μελίνα με το που τελείωσε να διαβάζει το γράμμα, έπιασε το κινητό και ξεκίνησε να πληκτρολογεί στον άγνωστο αριθμό.

«ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΣ»

«Δεν θα σου απαντήσω ,ξέρω ποια πραγματικά είσαι Μελίνα Λι και το τι έκανες πριν λίγα χρόνια, ξέρω τα πάντα για σένα».

«Κάνεις ένα τεράστιο λάθος για μένα δεν έχω κάνει τίποτα »

«Δεν κάνω κανένα λάθος ,το σύστημα με αδίκησε θα την πάρω την εκδίκηση μου και οι συνάδελφοι σου θα μάθουν ,ότι η Μελίνα Λι είναι ένα τέρας που την νοιάζει μόνο ο εαυτός της».

«Θα σε βρω και θα το μετανιώσεις οποίος και αν είσαι».

«Αρχίσαν να φαίνονται τα πραγματικά σου χρώματα καλή μου , η εκδίκηση μου δεν τελειώνει εδώ. Μόλις άρχισε »

Έκλεισε το κινητό και πήγε για ύπνο, οι σκέψεις της όμως τριγυρνούσαν συνέχεια στο ποιος μπορεί να είναι αυτός ο άνθρωπος πίσω από το δέμα και τα ανώνυμα μηνύματα, πως ήξερε για το παρελθόν της. Η μεγαλύτερη της όμως ερώτηση είναι πως βρήκε το που είναι το σπίτι της. Το σπίτι της ήταν μέσα στο δάσος όχι πολύ βαθιά αλλά σε σημείο όπου δεν ήταν ορατό. Λίγοι γνώριζαν που ήταν το σπίτι της. Η Μελίνα μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, δεν γνώρισε ποτέ τους βιολογικούς της γονείς. Δεν υιοθετήθηκε, την έδιωξαν με το που έγινε δεκαοκτώ ετών, για να ξεκινήσει την ενήλικη της ζωή. Δεν ήταν εύκολο για την ίδια ,το σύστημα την άφησε εντελώς μόνη της.

Στο δρόμο της συνάντησε καλούς και κακούς ανθρώπους. Ο καθένας τους τις έδωσε και ένα διαφορετικό μάθημα ζωής. Μια μέρα που περπατούσε στον δρόμο την είχε δει ένας ευγενικός κύριος και της πρόσφερε δουλειά ως σερβιτόρα και ένα δωματιάκι.

Ένα βράδυ που η Μελίνα δούλευε βράδυ που ήταν η σειρά της για το κλείσιμο. Περνούσε ένας νεαρός που ήταν με την παρέα του και βρήκε καλή ιδέα να πετάξει έξω από το μαγαζί την αναμμένη του γόπα. Το μαγαζί άρχισε να φλέγεται, η Μελίνα άρπαξε τον πυροσβεστήρα αλλά ήταν από αυτούς τους ελαττωματικούς ,έτσι κάλεσε την πυροσβεστική. Ήταν η πρώτη φορά που γνώρισε τον Σμιθ από κοντά ,η Μελίνα τότε ήταν περίπου δεκαεννιά χρόνων. O Σμιθ τότε ήταν ακόμα εκπαιδευόμενος και της έσωσε την ζωή από εκείνη την μοιραία νύχτα. Η Μελίνα τον ευχαρίστησε.

-Γιατί είσαι τόσο αργά μονή σου έξω; Μην μου πεις ότι δούλευες εδώ;, ρώτησε έκπληκτος τα καμένα κομμάτια που είχαν απομείνει.

-Εμ...ναι...έπρεπε κάπως να επιβιώσω σε αυτόν το κόσμο . Είπε διστακτικά εκείνη, Βλέπεις η ζωή δεν είναι εύκολη για όλους κάποιοι πρέπει να παλέψουμε για ένα κομμάτι ψωμί.

Η Μελίνα ξέσπασε σε κλάματα που το μαγαζί είχε καεί ολοσχερώς και έχασε την δουλειά της.

- Μην κλαις δεν φταις εσύ για αυτό που έγινε . Που μένεις ;Θα σε πάω σπίτι.

-Για αυτό κλαίω, δεν ήταν μόνο ο χώρος εργασίας μου αλλά και το δωμάτιο μου.

Ο Σμιθ την κοίταξε έκπληκτος με τα μάτια γουρλωμένα.

-Τι εννοείς ότι εδώ έμενες ; ,είπε δείχνοντας τα υπολείμματα στάχτης με το δάχτυλο του.

- Ναι...τώρα θα πρέπει να επιστρέψω στον δρόμο.

-Δεν το αφήσω να συμβεί αυτό, έχω ένα σπίτι που δεν το χρησιμοποιεί κανείς, κάποτε ήταν το εξοχικό μας. Μπορείς να μείνεις εκεί για όσο χρειαστείς. Όσο για την δουλειά, έχω να σου προτείνω κάτι ,της είπε δίνοντας της μια κάρτα.

-Πυροσβεστική Ακαδημία ;

-Αν σε αγχώνουν τα δίδακτρα μπορώ να τα πληρώσω εγώ και να μου τα ξεπληρώσεις κάποια στιγμή στο μέλλον.

- Είστε σίγουρος;

-Μην μου μιλάς στον πληθυντικό δεν είμαι πια και τόσο μεγάλος

-Ευχαριστώ ,είμαι η Μελίνα.

-Είμαι ο Σμιθ. Πρέπει να είσαι αρκετά εξαντλημένη , θα σε πάω στο νέο σου σπίτι.

-Δεν μπορώ να φύγω έτσι ,πρέπει να αποχαιρετήσω τον ιδιοκτήτη τον κύριο Άντριου.

Το πρωί η Μελίνα ξύπνησε από την κλήση στο κινητό της ήταν η Έρρικα.

-Που στο διάολο είσαι ;

-Σπίτι ,τι έγινε;

-Έλα γρήγορα στο τμήμα!

Η Κλήση έκλεισε και η Μελίνα έβγαλε τις πιτζάμες και έβαλε την στολή , μπήκε στο αμάξι και σε είκοσι λεπτά ήταν στο τμήμα. Ο Σμιθ την περίμενε στην πόρτα με σταυρωμένα τα χέρια και το βλέμμα αγριεμένο.

-Συγνώμη ,χίλια συγνώμη.

-Για ποιο πράγμα ;

-Που άργησα , είπε κάπως διστακτικά.

-Δεν άργησες Λι, την διαβεβαίωσε εκείνος.

-Τότε γιατί με κοιτάς έτσι; ,ρώτησε με απορία.

-Γιατί δεν μας είπες ότι έχεις σχέση με τον εμπρηστή του σχολείου . , ρώτησε ξαφνικά η Έρρικα

-Τον ποιον ;

-Τον φυσικό ! ,είπαν με μια φωνή η Αγγελική και Έρρικα

-Σμιθ και κορίτσια να σας εξηγήσω δεν ήξερα ότι είναι ο εμπρηστής. Τα είχαμε όταν ήμουν ακόμα έφηβη και δεν νομίζω ότι σας αφορά τι έχω κάνει στην προσωπική μου ζωή.

- Μελίνα Λι , ο άνθρωπος αυτός είναι εγκληματίας ,τσίριξε η Αγγελική.

-Δεν μας αφορούν τα προσωπικά της Μελίνας , το θέμα λήγει εδώ! Γυρίστε στις δουλειές σας τώρα! Τους διέταξε ο Σμιθ και έφυγε βιαστικά για το γραφείο του.

Η Μελίνα έκατσε στην καρέκλα της και γύρισε το κεφάλι της προς το γραφείο του , με απορία.

-Τι ήταν αυτό; ,αναρωτήθηκε.

Αλλά για καλή της τύχη την άκουσαν οι συναδέλφισσες της. Όπου και οι δυο την πλησίασαν σιγά σιγά.

-Τι τρέχει μεταξύ σας ;,ρώτησε πρώτη η Έρρικα

-Σαν τι να τρέχει δηλαδή ;

-Να ρε παιδί μου ,φάνηκε σαν να ζηλεύει ή ήταν η ιδέα μου.

Η Μελίνα την έσπρωξε από δίπλα της απαλά αλλά με δύναμη ταυτόχρονα.

-Είσαι σίγουρη ότι δεν τρέχει κάτι μεταξύ σας ;,ρώτησε τώρα η Αγγελική

-Εγώ με αυτόν, δεν τρέχει απολύτως τίποτα. Με μισεί και τον μισώ. Η μόνη καλή σχέση που είχαμε ήταν όταν με έσωσε εκείνο το βράδυ που σας έχω πει.

-Νομίζω ότι σε θέλει.

-Ο Σμιθ εμένα ;Αποκλείεται ! Συγκεντρωθείτε είμαστε απλά συνάδελφοι. Γυρίστε στις θέσεις σας πριν μας διώξει και τις τρεις από την ομάδα.

Η μέρα αυτή είχε περισσότερο τρέξιμο από ότι οι προηγούμενες . Η μόνη ανάσα που κατάφεραν να πάρουν ήταν στις έντεκα το βράδυ. Όπου και αυτή διακόπηκε από έναν άνδρα που μετέφερε λουλούδια.

-Για ποιον είναι αυτά ; ,ρώτησε ο Σμιθ που βγήκε από το γραφείο να πάρει έναν καφέ

-Για μια κυρία Μελίνα ,είναι εδώ ;

-Εδώ είναι ,είπε με το πρόσωπο κατά κόκκινο σαν φλόγα , δώστε τα μου θα της τα πάω εγώ.

Ο Ντελίβερι άφησε τα λουλούδια στα χέρια του Σμιθ. Κατευθύνθηκε προς τα γραφεία των κοριτσιών αλλά παρατήρησε μια κάρτα που έγραφε :«Ώρα να μάθουν ποια είσαι Λίαν»-Α. Το πέταξε στο γραφείο της λες και ήταν φάκελοι με ατελείωτη χαρτούρα.

Η Μελίνα τον κοίταξε με απορία. Έπιασε την ανθοδέσμη, είδε την κάρτα και έμεινε με το σώμα ανοιχτό. Έτρεξε στο γραφείο του Σμιθ.

-Σου είπα να χτυπάς!

-Γιατί μου φέρεσαι έτσι σήμερα;

-Πως σου φέρομαι Μελίνα ακριβώς αν όντως έτσι σε λένε ή μήπως να πω Λίαν; , είπε χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι.

-Σμιθ να σου εξηγήσω.

-Τι να μου εξηγήσεις ; Σου πρόσφερα σπίτι όταν το χρειαζόσουν και σε σπούδασα και αυτό είναι το ευχαριστώ;

-Σου είχα πει ότι δεν χρειαζόμουν την βοήθεια σου αλλά επέμενες. Λίαν είναι το όνομα που μου έδωσαν στο ορφανοτροφείο.

-Θα το ψάξω αυτό Μελίνα , δεν θέλω ψεύτες στην ομάδα μου . Τα λουλούδια ποιος τα έστειλε κανένας γκόμενος ,βαρύ ποινίτης και αυτός ;

-Θα σταματήσεις επιτέλους ,δεν έχω χρόνο για σχέσεις. Δεν ξέρω ποιος κρύβεται από πίσω αλλά δεν είναι το πρώτο πράγμα που λαμβάνω. Δεν θα πω περισσότερα γιατί δεν νομίζω ότι σε αφορά η προσωπική μου ζωή.

Γύρισε την πλάτη της και πήγε ξανά στην θέση της. Άρπαξε το κινητό της και ξεκίνησε να πληκτρολογεί

«Θα βρω ποια /ος είσαι και θα σε κάνω να μην ξαναδείς το φως της μέρας»

«Για προσπάθησε το, δεν σε φοβάμαι Μελίνα ή μήπως θα έπρεπε να πω Λίαν Πάρκ».

Η Μελίνα έκλεισε το κινητό και από τα νεύρα της άρχισε να ξεφυσάει . Η Ανθοδέσμη βρέθηκε στα σκουπίδια. Οι συναδέλφισσες της την παρακολουθούσαν με απορία και αγωνία.

Η Μελίνα πήγαινε πέρα δώθε ,ο Σμιθ εκείνη την ώρα έβγαινε από το γραφείο και έπεσε άθελα της πάνω του.

-Άουτς !,το χέρι της ακούμπησε στο γεροδεμένο στήθος του ,τι σώματαρα έχει ο άτιμος , είπε χωρίς να καταλάβει ότι αυτό ακούστηκε δυνατά.

-Ώστε σου αρέσει το σώμα μου ε, Λι; , την κοιτούσε με σηκωμένο φρύδι ο Σμιθ, περιμένοντας την απάντηση της.

Η Μελίνα σήκωσε σιγά σιγά το κεφάλι της και είδε ότι αυτός που ακουμπούσε ήταν ο Σμιθ.

-Δεν το είπα για σένα ,είπε προσπαθώντας να κρύψει το κόκκινο πρόσωπο της από την ντροπή.

-Μα εμένα ακουμπάς ακόμα . Έχω την εντύπωση ότι σου αρέσει αυτό που αγγίζεις.

-Όχι , είπε τραβώντας το χέρι της απότομα από πάνω του.

-Τέλος πάντων, γιατί πας πάνω κάτω σαν το ηλίθιο; ,είπε ξερό βήχοντας.

Εκείνη δεν απάντησε έκατσε ξανά στην θέση της. Ένα μήνυμα ήρθε στο κινητό της:

«Νομίζω ότι σου άρεσε λίγο παραπάνω αυτό από ότι θα έπρεπε Λίαν.»

Η Μελίνα τότε σήκωσε το κεφάλι της να δει, αν μπορεί να εντοπίσει τον αποστολέα.

«Ω, γλυκιά μου Λίαν , νομίζεις ότι θα σου έκανα το παιχνίδι τόσο εύκολο! Εγώ μπορώ να σε δω ανά πάσα ώρα και στιγμή ενώ εσύ όχι . Επιπλέον δεν σου άρεσαν τα λουλούδια μου;».

«Σιχαίνομαι τα τριαντάφυλλα ,θα έπρεπε να το γνωρίζεις αφού λες ότι με ξέρεις τόσο καλά».

«Τι επόμενη δεν είναι θα λουλούδια αλλά κάτι πολύ χειρότερο ! Το παιχνίδι τώρα ξεκινάει »

«Δεν θέλω τίποτα από εσένα , γιατί δεν φανερώνεις τον αληθινό σου εαυτό ; Ώστε να δω ποιος είσαι ;»

«Όλα στην ώρα τους καλή μου , δεν έχεις καθόλου υπομονή ,όπως και τότε ήσουν ανυπόμονη».

Έριξε το κινητό της στο γραφείο και πέρασε τα δάχτυλα της στα μαλλιά της . Έπρεπε να συγκεντρωθεί στην χαρτούρα που είχε στοιβαγμένη δίπλα της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top