Η ευχή - VoulaGkemisi



¨Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

Είμαι η Αναστασία και πήρα την απόφαση να σου γράψω αυτό το γράμμα για να σου ανοίξω το δρόμο στο να πραγματοποιήσεις την ευχή μου. Αχ, εύχομαι φέτος τα Χριστούγεννα να βρεις αυτό το δρόμο το συντομότερο. Άλλωστε το δικό σου όχημα το οδηγούν εκείνοι οι περιβόητοι τάρανδοι και δε νομίζω να δυσκολευτείς και πολύ, γι αυτό δε θα δεχτώ δικαιολογίες. Μπορεί οι ευχές που έχεις να πραγματοποιήσεις να είναι πολλές, αλλά έχω προτεραιότητα μιας και είμαι μόλις δέκα χρονών και τα προηγούμενα χρόνια της ζωής μου δε μπορείς να πεις ότι σε δυσκόλεψα και πολύ μέσα από τις ευχές μου. Ήρθε όμως καιρός μέσα από αυτό το γράμμα μου να ενισχύσω τη φετινή ευχή μου γιατί τα πράγματα σκουραίνουν κατά πολύ.

Για να σε βάλω όμως λίγο στη πραγματική διάσταση της ευχής μου, θα σε πάω λίγο πίσω στο χρόνο – όχι πολύ – δύο βδομάδες πριν για την ακρίβεια, όταν σε εκείνη την οικογενειακή μάζωξη που κάνουμε κάθε χρόνο στο σπίτι της γιαγιάς μου, μαζευόμαστε, γύρω από το εορταστικό τραπέζι όλοι οι συγγενείς για να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα. Ομολογουμένως, είναι μία αγαπημένη στιγμή, αν σκεφτεί κανείς ότι εγώ με τη μαμά μου, πάμε πάντα πιο νωρίς και το σπίτι της γιαγιάς μου γεμίζει από Χριστουγεννιάτικες μελωδίες και ευχάριστες μυρωδιές μιας και βοηθάμε στην προετοιμασία του τραπεζιού. Κάθε χρόνο βουτάω τα δάχτυλα μου στην πιατέλα που είναι πασπαλισμένοι οι κουραμπιέδες με άχνη και κάθε φορά η γιαγιά μου με ψευτομαλώνει. Νομίζω το καθιερώσαμε αυτό μεταξύ μας από τότε που ήμουν πολύ μικρή ακόμα, σε μία μυστική παιχνιδιάρικη συνομωσία μας που ξετρελαίνει και τις δύο. Άλλωστε είμαστε η μεγάλη και η μικρή Αναστασία και οι σκέψεις μας πάντα έχουν κοινή πορεία σε ένα παράλληλο σύμπαν.

Σε εκείνο το τραπέζι λοιπόν, φέτος, μετά την ανταλλαγή των δώρων, κληθήκαμε να κάνουμε μία κρυφή ευχή ο καθένας μας για τον άλλο μέσα από ένα παιχνίδι που επινόησε η σοφή γιαγιούλα μου. Έγραψε τα ονόματα μας σε χαρτάκια, τα οποία σφράγισε πολύ καλά και τα έβαλε όλα μέσα σε ένα τεράστιο γυάλινο μπολ ανακατεύοντας τα με χρυσόσκονη. Για κακή τύχη της αγαπημένης μου μανούλας, έπρεπε εγώ να κάνω μία μυστική ευχή για εκείνη. Έτσι, βρήκα την ευκαιρία να βάλω όλη μου την επιθυμία μέσα σε εκείνη την ευχή. Τη στιγμή που τράβηξα το χαρτάκι και διάβασα το όνομα της εκείνη φέρνοντας το ποτήρι με το κόκκινο κρασί στα χείλη της, ξεροκατάπιε, ενώ τα μάτια της γιαγιάς μου άστραψαν σα να διάβαζε την κρυφή μου σκέψη και εγώ ένωσα τις παλάμες μου σα να προσευχόμουν, κλείνοντας τα μάτια μου και αφήνοντας ένα αχνό, σκανταλιάρικο χαμόγελο να ζωγραφιστεί στα χείλη μου. Ένιωθα σα το καλικατζαράκι που προετοιμαζόταν για το μεγαλύτερο ταξίδι των Χριστουγέννων γιατί μέσα μου διατηρούσα την αισιοδοξία ότι φέτος κατά κάποιο τρόπο το σύμπαν ήταν έτοιμο να συνωμοτήσει και να με βοηθήσει να φτάσω το στόχο μου που διατηρούσα μέσα μου σα φυλαχτό όλα αυτά τα χρόνια.

Το πρόβλημα μου εδώ και χρόνια είναι ότι συγκατοικώ με τη μητέρα μου και δεν είμαστε το κλασσικό μοντέλο μαμάς – κόρης. Σε αντίθεση με αυτό που φαντάζονται οι περισσότεροι, η δική μας σχέση μοιάζει περισσότερο σα να είναι βγαλμένη μέσα από μία κωμική καθημερινότητα. Οι αμέτρητες προσπάθειες μου να της βρω σύντροφο από τότε που πήρε διαζύγιο, μας έχουν φτάσει συχνά σε σημείο να γίνεται ρεζίλι και να ζητάει ταπεινά συγνώμη από οποιοδήποτε υποψήφιο θύμα πέσει στο οπτικό μου πεδίο. Στην τελευταία μου απόπειρα μάλιστα όταν με είχε πάει στην παιδική χαρά κοντά σε ένα πάρκο, μετά την ταπεινωτική στιγμή που ζητούσε έντρομη συγγνώμη από έναν κύριο που τον είχα πιάσει και του έλεγα το δράμα μου ότι η μητέρα μου χρειαζόταν κάποιον να τη φροντίζει γιατί ήταν πολλά χρόνια μόνη της, με έβαλε να ορκιστώ μπροστά στα εικονίσματα ότι δεν θα έκανα ποτέ ξανά καμία προσπάθεια να της βρω... «γαμπρό». Έτσι, όπως καταλαβαίνεις, οι προσπάθειες σταμάτησαν μέσα από αυτόν τον βαρύ όρκο που έριχνε ακόμα περισσότερο χιόνι μέσα στο καταχείμωνο στη καρδιά μου.

Και τώρα θα μπω αμέσως στο ψητό, μιας και έχω ήδη προγραμματίσει ποιος θα ήταν ο ιδανικός άντρας στο πλευρό της μανούλας μου! Και κάπου εδώ πρέπει να σου συστήσω τον κύριο «Τέλειο». Άστραψαν τα μάτια μου όταν στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου έκανε την εμφάνιση του ο νέος αναπληρωτής της έκτης δημοτικού και πίσω από τα κρυφογελάκια μας με τη Φροσούλα - τη κολλητή μου, έδωσα εντολή σε όλη την τάξη μου να μάθει όλες τις πληροφορίες σχετικά με εκείνον. Όταν επιβεβαίωσα ότι ήταν εργένης πανηγυρίσαμε όλοι μαζί. Ήρθε η στιγμή να σου αποκαλύψω ότι τη μέρα εκείνη, έκανα μία μικρή – τοσοδούλικη - σκανταλιά. Άλλαξα με μεγάλη μαεστρία, σα να ήμουν κάποιος μυστικός πράκτορας, τους αριθμούς στις καρέκλες της Χριστουγεννιάτικης παράστασης για να κάτσει η μητέρα μου ακριβώς δίπλα του. Οι σιωπηλές προσευχές μου εισακούστηκαν και το θαύμα έγινε, με εμένα να τους παρακολουθώ από την υπερυψωμένη σκηνή διακριτικά, την ώρα που υποδυόμουν το αγγελάκι δίπλα από τη φάτνη του Ιησού Χριστού. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο και σα να μου φάνηκε ότι έπιασα το βλέμμα της μητέρας μου να τον κοιτάζει λοξά με την άκρη του ματιού της. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο αυτή η τόση ευγένεια της προς εκείνον στο τέλος της παράστασης, την ώρα που όλο το κοινό χειροκροτούσε μανιωδώς, με έκανε να ριγήσω από χαρά.

Και τώρα πάμε στο προκείμενο. Δίπλα από το γράμμα που σου γράφω αυτή τη στιγμή, έχω το κινητό της μητέρας μου και με δυσκολία κατάφερα να βρω τον κύριο Αργυρόπουλο στα social. Του έχω στείλει ήδη το πρώτο μήνυμα από το προφίλ της και εδώ και μερικά λεπτά παρακαλάω μέσα μου να γίνει το θαύμα τον Χριστουγέννων και να μου απαντήσει θετικά σε εκείνο το ραντεβού που τον έχω καλέσει για έναν απολαυστικό Χριστουγεννιάτικο καφέ...

Σε παρακαλώ Άγιε μου Βασίλη, κάνε το θαύμα σου φέτος να βρει η ευτυχία το δρόμο προς το σπίτι μας και εγώ υπόσχομαι να μη ξανά κλαψουρίσω καθόλου για την υπόλοιπη χρονιά! Θα είμαι το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου...!¨

*

«Τι γράφεις εκεί;» Ήταν η πρώτη ερώτηση που άκουσα από τα χείλη της μητέρας μου την ώρα που άνοιξε τη πόρτα της εισόδου και έμπαινε μέσα κρατώντας στα χέρια της αμέτρητες σακούλες του σούπερ μάρκετ. Κρύος ιδρώτας αγκάλιασε ολόκληρο το κορμί μου, σα να είχε ανακαλύψει το μυστικό μου. Αφού άφησα το στυλό από τα χέρια μου να πέσει παραδομένο επάνω στο πάγκο, δίπλωσα βιαστικά το χαρτί και το έκλεισα στις παλάμες μου ενώ την κοίταξα ενοχικά.

«Τίποτα μανούλα...» Αποκρίθηκα έντρομη και της χάρισα ένα παγωμένο, προσποιητό χαμόγελο. Εκείνη με κοίταξε απορημένη.

«Μανούλα...! Μάλιστα... Ένας Θεός γνωρίζει τι σκαρώνεις πάλι!» Ανταπάντησε όλο σιγουριά και αφού με προσπέρασε, κατευθύνθηκε προς τον πάγκο της κουζίνας, τακτοποιώντας τα ψώνια επάνω του.

Αστραπιαία έριξα το έντρομο βλέμμα μου στο κινητό της που ήταν ακουμπισμένο στο πάγκο δίπλα της και το μυαλό μου έκανε στροφές 360 μοιρών για να σκεφτώ γρήγορα με ποιο τρόπο μπορούσα να το εξαφανίσω από μπροστά της πριν χτυπήσει σε μήνυμα. Εκείνη, είχε ξεκινήσει να μοιράζεται μαζί μου μέσα από τα λόγια της, τη λίστα από τα ψώνια της που είχε απλωθεί ξαφνικά σε όλο το σπίτι, δικαιολογώντας τις αγορές της.

«Κάνε κάτι Θεέ μου να καταφέρω να το πάρω από εκεί!» Μουρμουρούσα ψελλίζοντας όση ώρα την κοίταζα προσεκτικά. Την ώρα που γύρισε την πλάτη της να τακτοποιήσει τα τελευταία πράγματα στο πάνω ντουλάπι, έτεινα το χέρι μου αρπάζοντας το κινητό της σα κλέφτης. Ένα αίσθημα ανακούφισης με πλημμύρισε στη στιγμή και κλείνοντας τα μάτια μου μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων αναστέναξα κάνοντας μία κίνηση για να εξαφανιστώ από το χώρο. Ο ήχος όμως του μηνύματος έπεσε σαν αλεξικέραυνο επάνω στο σώμα μου και τότε μαρμάρωσα, με τα μάτια γουρλωμένα μη μπορώντας να μετακινηθώ. Η μητέρα μου γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε ξαφνιασμένη. Το βλέμμα της έπεσε μέσα στα χέρια μου. Με πλησίασε αργά καρφώνοντας απειλητικά τα μάτια της μέσα στα δικά μου, σα να είχε διαβάσει τις προθέσεις μου. Πήρε το κινητό στα χέρια της και αφού διάβασε την απάντηση, συνειδητοποιώντας το τι ακριβώς είχε συμβεί, όταν γύρισε το σαστισμένο βλέμμα της επάνω μου, έτρεξα σα σίφουνας κλειδώνοντας την πόρτα του δωματίου μου. Παρέμεινα πίσω από την ξύλινη επιφάνεια της πόρτας με το καρδιοχτύπι μου να ανεβοκατεβαίνει σαν ασανσέρ. Μέσα στον πανικό μου μία σκέψη πέρασε από το μυαλό μου : «Το γράμμα!» Τσίριξα και δάγκωσα τα χείλη μου γιατί δεν είχα καταλάβει μέσα στον πανικό μου πότε το είχα αφήσει από τις παλάμες μου. Πέρασαν αρκετά λεπτά χωρίς να με αναζητήσει η μητέρα μου. Όταν ξεκλείδωσα αργά την πόρτα μου και βγήκα διστακτικά, κάνοντας βήματα προς την κουζίνα, αυτό που είδα με έκανε να χαμογελάσω από τα βάθη της ψυχής μου. Η μητέρα μου καθόταν στον πάγκο της κουζίνας με τα ψώνια αμετακίνητα στη θέση τους και τα δάχτυλα της να έχουν πάρει φωτιά πάνω από το κινητό της.

Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε.

Μετά από εκείνη τη μέρα, η ζωή μας άλλαξε οριστικά. Η μητέρα μου έγινε και επίσημα κυρία Αργυροπούλου και εγώ σε όλες τις φωτογραφίες του γάμου κορδώνομαι περήφανα μαζί με τη γιαγιά μου, κρατώντας την αγκαζέ, μέσα στο κατάλευκο, υπέροχο φόρεμα μου με σκανταλιάρικη διάθεση. Άλλωστε εκείνα τα Χριστούγεννα σημάδεψαν τις καρδιές όλων μας και όπως συχνά λέει και η μητέρα μου θα είμαι για πάντα το καλικατζαράκι της. Μόλις έκανα μία γρήγορη ανασκόπηση της χρονιάς και δίπλα από το αναμμένο τζάκι στο σπίτι της γιαγιάς μου σε λίγο θα μαζευτούμε όλοι και πάλι για το καθιερωμένο μας οικογενειακό τραπέζι. Κάθε χρόνο νομίζουμε ότι όλα παραμένουν ίδια, αλλά ουσιαστικά με κάποιο μαγικό τρόπο όλα αλλάζουν και εμείς χωρίς να το θέλουμε πιστεύουμε ότι ωριμάζουμε. Αυτό που διακρίνω όμως εγώ είναι ότι όλοι μας θέλουμε να παραμένουμε παιδιά. Η παιδική αθωότητα και η αφέλεια που μας χαρακτηρίζει είναι η πιο μαγική ανάμνηση που μας συντροφεύει σε όλα τα χρόνια της ζωής μας. Βυθιζόμενη μέσα σε αυτή τη σκέψη, εκείνη τη στιγμή η γιαγιά πέρασε από δίπλα μου κρατώντας την πιατέλα με τους κουραμπιέδες. Κοντοστάθηκε πάνω από το γράμμα που έγραφα φέτος προς τον Άγιο Βασίλη. Για δευτερόλεπτα, οι αισιόδοξες ματιές μας κλείδωσαν και εγώ βούτηξα παιχνιδιάρικα τα δάχτυλα μου και πάλι μέσα στην άχνη, φέρνοντας τα στο στόμα μου για να σφραγίσω τη γεύση που στοιχειώνει τις δικές μου παιδικές αναμνήσεις. Μου χαμογέλασε και μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι. Το κουδούνι χτύπησε και εκείνη κατευθύνθηκε προς την είσοδο ανοίγοντας την πόρτα. Γέλια και φωνές καλωσορίσματος γέμισαν το σπιτικό της για άλλη μία χρονιά. Έριξα μία γρήγορη ματιά στο στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο που διακοσμούσε αγέρωχο το χώρο μέσα στο σαλόνι. Χαμογέλασα και για δευτερόλεπτα ταξίδεψα μέσα από τα πολύχρωμα φωτάκια που αντανακλούσαν σταδιακά με μία Χριστουγεννιάτικη μελωδία που αγκάλιαζε αρμονικά κάθε γωνιά του σπιτιού. Σηκώθηκα αργά και σφράγισα το γράμμα μου μέσα στο φάκελο που απέξω έγραφε ¨προς τον Άγιο Βασίλη¨. Αυτή τη φορά ήταν σύντομο. Το δώρο που πρόσμενα από εκείνον για τη φετινή χρονιά ήταν να αποκτήσω αδερφάκι. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι ήταν αδιανόητο να μου χαλάσει χατίρι.

Η μητέρα μου με τον σύζυγο της κατευθύνθηκαν προς το μέρος μου με ένα πλατύ χαμόγελο και εγώ χώθηκα μέσα στην αγκαλιά της σα να ήμουν δέκα χρονών. Την έσφιξα ελαφρά επάνω μου και κλείνοντας τα μάτια μου απόλαυσα τη στιγμή που οι χτύποι της καρδιάς της ενώθηκαν με τους δικούς μου. Ο Ανδρέας, ο κύριος Αργυρόπουλος δηλαδή, άπλωσε το χέρι του και μου χάιδεψε τα μαλλιά στοργικά. Γύρισα και κοίταξα τη μητέρα μου μέσα στα μάτια. «Είσαι ευτυχισμένη μαμά;» Τη ρώτησα με ένα πλατύ χαμόγελο την ώρα που αποτραβήχτηκα για λίγο από την αγκαλιά της. Εκείνη ένευσε καταφατικά και μου χάρισε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο.

«Η γαλοπούλα είναι έτοιμη!» Φώναξε καλοσυνάτα η γιαγιά στον αέρα και ερχόμενη προς το τραπέζι από την κουζίνα κρατούσε στα δυο της χέρια ένα τεράστιο μεταλλικό δίσκο. Ένα δυνατό μπουμπουνητό μας έκανε να αναταραχτούμε όλους και σε δευτερόλεπτα βάλαμε τα γέλια μέσα από τη στιγμιαία τρομάρα μας. Άρχισε να βρέχει και μέσα από το παράθυρο και τις διάφανες κουρτίνες διακρίναμε την ορμή της βροχής που δυνάμωνε σταδιακά.

«Να φύγει και αυτός ο χρόνος και να έρθει ο επόμενος με όλα τα δώρα του...» Η βραχνή φωνή της γιαγιάς, μας έκανε όλους να προεκτείνουμε τα χέρια μας και να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας στον αέρα ευτυχισμένοι. Γύρω από το οικογενειακό τραπέζι όλα έμοιαζαν σα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Έγειρα την καρέκλα μου για λίγο προς το πλάι και κοίταξα έξω από τις διάφανες κουρτίνες την ώρα που το χιονόνερο είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του αφήνοντας μικρές νυφάδες να πέφτουν στον αέρα.

Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι χρόνο με το χρόνο, όλα αλλάζουν και το μόνο που έχω να μοιραστώ μαζί σας είναι ότι τα θαύματα διαρκούν μέσα στο χρόνο μονάχα μία στιγμή. Τη στιγμή που θα πάρεις την απόφαση να αλλάξεις τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι την ύπαρξη τους! Εύχομαι φέτος τα Χριστούγεννα, ο δικός σας Άγιος Βασίλης να σας φέρει το θαύμα που θα αλλάξει ολόκληρη τη ζωή σας και θα φωτίσει το δρόμο των ονείρων σας με ότι πολυτιμότερο μπορεί να σας χαρίσει αυτός ο χρόνος μέσα από το χαμόγελο του!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top