Η Αλίκη στην χώρα των θυμάτων - Σαχπαζίδης Παναγιώτης
Η Αλίκη στη χώρα των θυμάτων
Ήταν περίπου ίδια εποχή. Σαν πέρυσι. Τέτοιες ημέρες με είχε αφήσει. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Μου είχε πει στην αρχή πως ήθελε λίγο χώρο να αναπνεύσει. Λες κι ήμουν κάποια αντλία εξαερισμού που τραβούσε τον αέρα μέσα από το δωμάτιο. Πιο πολύ για σάκος του μποξ έμοιαζα. Τα νεύρα της ήταν τσακισμένα. Αποτέλεσμα; Να ξεσπάει απάνω μου και να σπάει και τα δικά μου νεύρα. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Ίσως λίγος καιρός χωριστά, να μας έκανε καλό.
Βέβαια, έπεσα απότομα από το συννεφάκι που με είχε βάλει να καθίσω. Κατάλαβα, με τον άσχημο τρόπο, πως ο χρόνος που ήθελε να μείνουμε χώρια για λίγο καιρό, ήταν ένα ψέμα Ομηρικού μεγέθους! Ο λόγος απλός. Ένας «άγνωστος φίλος» μου έστειλε ένα μέιλ περιορισμένης χρονικής διάρκειας, με ένα βίντεο από ένα μπαρ. Έδειχνε την παραλίγο γυναίκα μου μαζί με έναν άγνωστο. Τουλάχιστον σε μένα ήταν, γιατί εκείνη μάλλον τον ήξερε πάρα πολύ καλά. Τόσο καλά που ήταν μαζί σε θερμές περιπτύξεις... ΠΟΛΥ ΘΕΡΜΕΣ ΠΕΡΙΠΤΥΞΕΙΣ !
Το αίμα άρχισε να βράζει και να ανεβαίνει προς το κεφάλι μου σε ταχύτητα υπερηχητικού τζετ. Η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλα σε ρυθμούς ταμ- ταμ ζούγκλας και το στομάχι μου ήταν δεμένο σ' ένα κόμπο που ο Γόρδιος δεσμός θα ωχριούσε μπροστά του. Ένοιωσα να ζαλίζομαι και να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Πέταξα με δύναμη το κινητό στον τοίχο, με αποτέλεσμα να γίνει χίλια μικρά κομμάτια. Κάθισα κάτω οκλαδόν κι άρχισα να κλαίω. Ωραία αντίδραση για άντρας θα μου πεις! Πόσα λίγα ήξερα...
Σε δύο ημέρες θα ήταν Χριστούγεννα. Θα τα πέρναγα κι εκείνα μόνος μου. Δε λέω... Μ' έπαιρνε δυο-τρεις φορές την βδομάδα τηλέφωνο για να δει τι κάνω. Μάλιστα μέσα στο χρόνο που περάσαμε ξέχωρα, είχε έρθει στο σπίτι μας αρκετές φορές. Ερχόταν τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Μια- δυο φορές μάλιστα κάναμε κι έρωτα. Αυτό ήταν κάτι που μου έδινε ελπίδες πως θα τα ξαναβρούμε γιατί, κακά τα ψέματα, την αγαπούσα ακόμα... Μέχρι προ ολίγου... Τώρα ήθελα να την σκοτώσω. Ήθελα να της σχίσω το λαρύγγι με τα δόντια μου και να βλέπω τον πίδακα από το αίμα να λούζει το πτώμα του εραστή της. Τίποτα όμως από όλα αυτά δε θα συνέβαινε. Το πολύ- πολύ να της τηλεφωνούσα και να της έλεγα πως τελειώσαμε. Δεν είχα αποδείξεις για τίποτα. Το μέιλ θα είχε ήδη καταστραφεί. Αν δεν είχα σπάσει το κινητό στον τοίχο ίσως να μπορούσα να σώσω το βίντεο στα πρόχειρα. Μα τώρα δεν είχα τίποτα στα χέρια μου. Θα με έβγαζε για άλλη μια φορά τρελό. Θα σπάζαμε τα νεύρα μας, θα φωνάζαμε ο ένας στον άλλο και δε θα οδηγούμασταν πουθενά, παρά μόνο σ' έναν αχανή και αβυσσαλέο, ωκεανό παραφροσύνης.
Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να μαζεύω τα κομμάτια του τηλεφώνου μου, που ήταν πεσμένα πάνω στο χαλί. Κομμάτια που μοιάζαν με την σπασμένη μου καρδιά. Μαύρη και θρυμματισμένη. Τα πέταξα όλα στη σακούλα των σκουπιδιών που ήταν στο καλάθι της κουζίνας. Δεν κράτησα ούτε την κάρτα SIM. Το μόνο που ήθελα ήταν να πέσω για ύπνο παρέα με ένα μπουκάλι ουίσκι. Μα και σε αυτό ήμουν άτυχος. Το μόνο που υπήρχε στο μπαρ ήταν ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι κονιάκ.
«Καλύτερο από το τίποτα... κι ας μου φέρνει καούρα» σκέφτηκα και το πήρα μαζί μου στο κρεβάτι.
Μετά από μερικές γουλιές κατάλαβα πως η ένταση που ένιωθα ήταν αρκετά μεγάλη για να μπορέσω να κοιμηθώ. Είχα σοβαρές υπόνοιες πως ο Μορφέας θα αργούσε να κάνει την εμφάνιση του. Έτσι σηκώθηκα και πήρα ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη. Βρήκα ένα παλιό δερματόδετο τόμο με παραμύθια των αδερφών Γκριμ κι αποφάσισα να τον ξεφυλλίζω, με σκοπό να με πάρει ο ύπνος. Εξ άλλου τι καλύτερο από το να πέσεις για ύπνο με ένα παραμύθι;
Ξύπνησα απότομα από κτύπους στην εξώπορτα. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν τρεις και μισή. Μέσα στη καρδιά της νύχτας! Ποιός θα μπορούσε να είναι; Σηκώθηκα από το κρεβάτι, ρίχνοντας από την αγκαλιά μου το βιβλίο και το αδειανό μπουκάλι. Με γοργά βήματα έφτασα στη πόρτα. Ευτυχώς, παρά το γεγονός πως μένω σε μια αρκετά ερημική περιοχή, διαμένω σε μονοκατοικία και μ' ένα βλέμμα από το ματάκι της πόρτας, μπορώ να δω ποιος είναι στην εξώπορτα. Πίστεψα για μια στιγμή πως θα ήταν εκείνη. Εκείνη που μισούσα περισσότερο απ' ό,τι είχα αγαπήσει. Μα με μεγάλη έκπληξη, είδα πως στη πόρτα ήταν μια κοπέλα που δεν είχα ξαναδεί. Δεν θα άνοιγα αλλά από τον τρόπο που έστεκε, κατάλαβα πως αγωνιούσε. Χτυπούσε με μανία την πόρτα και κοιτούσε αριστερά, δεξιά, πίσω της και τούμπαλιν, σαν να ψάχνει κάτι... Σα να την κυνηγούσε κάτι τρομακτικό.
Άνοιξα την πόρτα κι εκείνη λαχανιάζοντας, με μιας με έσπρωξε και μπήκε μέσα, κλείνοντάς την βίαια πίσω της.
«Τι κάνετε κοπέλα μου;» τη ρώτησα νευριασμένα αλλά και με περιέργεια.
«Σας παρακαλώ καλέ μου κύριε, βοηθήστε με...» είπε με τα πρώτα δάκρυα στα μάτια της να κάνουν μια δειλή εμφάνιση.
Κατάλαβα πως είχα να κάνω με κάτι σοβαρό. Η κοπέλα που είχα μπροστά μου και δεν ξεπερνούσε τα είκοσι χρόνια, ήταν σε κατάσταση σοκ. Έτρεμε σα φύλο στα μέσα του χειμώνα. Την προσκάλεσα με θέρμη να μπει στο σπίτι, να περάσει στο σαλόνι και να κάτσει στην πολυθρόνα. Έτσι και έκανε. Την ρώτησα αν είναι καλά κι εκείνη μου απάντησε πως η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο. Οι τρίχες στο σβέρκο μου είχαν σηκωθεί σαν ύαινας. Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει και το στόμα μου έχασκε ορθάνοιχτο. Άρχισε να μου μιλάει ακατάπαυστα, σημάδι του στρες που είχε υποστεί.
«Με λένε Αλίκη. Αλίκη Σκουφά...»
«Εμένα με λένε Αρτέμη. Αρτέμη Γιέγκερη...» της είπα «...μα οι φίλοι μου με φωνάζουν Άρτι» συνέχισα και της έτεινα το χέρι προς χειραψία.
Εκείνη το έπιασε για ν' ασπαστεί την χειραψία, με το δικό της χέρι να είναι κρύο σα πάγος. Της πρότεινα να πάρω τηλέφωνο την αστυνομία μα μου το αρνήθηκε κατηγορηματικά, πράγμα που με έβαλε αρχικά σε σκέψεις. Γιατί αυτό το κοριτσάκι, αφού λέει πως η ζωή της κινδυνεύει δε θέλει να καλέσω τις αρχές; Από την άλλη θα έπρεπε να πάρει Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου αν όλα αυτά ήταν μια καλοστημένη απάτη. Αποφάσισα να την ακούσω αφού προσφέρθηκα να την κεράσω κάτι ζεστό, μα το μόνο που ήθελε ήταν νερό. Πήγα προς την κουζίνα για να φέρω ένα γεμάτο ποτήρι με το μυαλό μου στο σαλόνι. Μπορεί να ήταν ένα κόλπο για να με κάνει να στρέψω αλλού το βλέμμα μου, ώστε να μπορέσει να κλέψει ότι προλάβει μέχρι να ξαναμπώ στο δωμάτιο. «Κακό δικό της» σκέφτηκα. «Οτιδήποτε αξίας είχα, το έχασα μερικές ώρες πριν, μέσα από τη θέα ενός οπτικοακουστικού αρχείου.»
Ήπιε το νερό μονορούφι. Την είδα πως ήταν ακόμα αγχωμένη. Έτρεμε σα χρυσόψαρο έξω από τη γυάλα. Κοιτούσε νευρικά τριγύρω, σα να είχε μπει μαζί της κάποιος αόρατος δαίμονας από τα βάθη της Κόλασης κι εκείνη έψαχνε να τον βρει πάνω στις σκιές των τοίχων. Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι κι αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες άρχισε να μου μιλάει.
Στην αρχή, μου είπε πως είχε έρθει σε αυτή την ερημιά μαζί με τον φίλο της. Τσακωθήκανε και βγήκε από το αυτοκίνητο του τρέχοντας. Την άκουγα μα δεν τη πίστεψα. Κατάλαβα ότι μου έλεγε ψέματα. Ποιά σοβαρή κοπέλα θα έβγαινε από το αυτοκίνητο του φίλου της τέτοια ώρα, μέσα στην ερημιά, ακόμα και μετά από καυγά; Σήκωσα το αριστερό μου φρύδι, κάτι που κάνω πάντα αυθόρμητα όταν ακούω πράγματα που είμαι δύσπιστος. Το κατάλαβε και εκείνη και έσκυψε το κεφάλι. Της είπα πως ήρθε η ώρα να πάρω την αστυνομία, μα με παρακάλεσε ξανά να μην επικοινωνήσω με τις αρχές. Το μόνο που μου πρότεινε ήταν, αν θα μπορούσα να την πάω μέχρι την κοντινότερη στάση του λεωφορείου, ώστε να την μεταφέρει στο σπίτι της. Κοίταξα την ώρα και της απάντησα πως με καμία δύναμη δε θα την άφηνα μέσα στο άραχνο σκοτάδι να περιμένει ένα λεωφορείο που θα έκανε πάνω από τρεις ώρες να περάσει. Δίχως να θέλω να φανώ τολμηρός, της πρότεινα να την πάω ως το σπίτι της. Εκείνη δέχτηκε με ανακούφιση. Έβαλα κάτι ζεστό απάνω μου και βγήκαμε έξω για να πάρουμε το αμάξι.
Μου είπε πως έμενε στο κέντρο. Άσχημη περιοχή για ένα κορίτσι σαν κι αυτό. Μια μικροκαμωμένη δεσποινίδα όπως εκείνη, σίγουρα θα είχε πολλά προβλήματα με την εγκληματικότητα εκεί κάτω.
Στο δρόμο, στην αρχή, ήταν αμίλητη. Μα ξάφνου, σε μια αναλαμπή φιλότιμου, αποφάσισε ν' ανοίξει την καρδιά της. Ίσως η προσφορά μου να την βοηθήσω ή η σιγουριά που ένοιωθε μαζί μου... Δε ξέρω και ποτέ δε θα μάθω. Μου είπε ότι οι δικοί της είχαν σκοτωθεί σε ένα αεροπορικό δυστύχημα όταν ήταν ακόμα δέκα ετών και πως η Πρόνοια αποφάσισε ότι η γιαγιά της, που ήταν ο πιο κοντινός της συγγενής, θα έπρεπε να πάρει την κηδεμονία της. Το δέχτηκαν και οι δυο τους με μισή καρδιά. Η μεν Αλίκη γιατί δεν είχε ιδιαιτέρους δεσμούς με την μητέρα του πατέρα της και η δε γιαγιά της γιατί ήταν μια αλκοολική γριά, που έμοιαζε με χαρακτήρα βγαλμένο από μυθιστόρημα του Μπουκόφσκι. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να πάρει το ενοίκιο από το υπόγειο που νοίκιαζε, για να μπορέσει να το πιεί στο παρακείμενο μπαρ. Έσφιξα τα χείλια μου και κούνησα το κεφάλι μου σε μια ένδειξη απογοήτευσης. Εκεί άρχισε να μου λέει πιο σκληρά πράγματα σχετικά με την ζωή της. Μου είπε πως από την παραμέληση που είχε από την γιαγιά της, άρχισε να κάνει παρέες... Κακές παρέες, που την οδήγησαν πρώτα στα ναρκωτικά και ύστερα στην πορνεία. Βλέπεις, η οποιαδήποτε στέρηση ή εξάρτηση σε οδηγεί, συνήθως, σε οδυνηρά αποτελέσματα. Μου είπε πως έμπλεξε με έναν προαγωγό, τον Λούπο, που ήταν και βαποράκι. Την χρησιμοποιούσε σαν μια από τις πόρνες του. Της είχε τάξει αρκετές φορές στο παρελθόν πως, αν θα έμενε λίγο ακόμα στην πορνεία, θα έβγαζαν αρκετά ώστε να αγοράσει μια καλή καβάτζα ηρωίνης, με σκοπό να την νοθεύσει και αργότερα να την μοσχοπουλήσει. Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να αγοράσουν αρκετές ουσίες και ν' ανεβούν στα πάνω πατώματα της εμπορίας ναρκωτικών. Επόμενη στάση: Η μεγάλη μπάζα! Εκείνη θα γινόταν το βαποράκι του, θα σταματούσε να είναι πόρνη για δεκάρες και εκείνος θα γινόταν ένας ποταπός Εσκομπάρ. Μια τρίχα στο πόδι του πιο μικροσκοπικού μυρμηγκιού του κόσμου !
Δε μου φάνηκε τίποτα παράξενο απ' όλ' αυτά που άκουσα. Η ζωή στο κέντρο είναι γεμάτη από τέτοιες ιστορίες. Όσο οδηγούσα από τα περίχωρα προς τον προορισμό μου, μιλούσε ακόμα περισσότερο. Είχε ανοίξει την κάνουλα και από το στόμα της έρεαν προσωπικές αλήθειες. Μου είπε πως είχε βρεθεί στην περιοχή γιατί της είχε κλείσει ραντεβού ο Λούπο μ' ένα πελάτη. Της είπε πως θα την περίμενε εκεί που την άφησε, στις τέσσερις για να την παραλάβει. Εκείνη όμως δεν ήθελε να ενδώσει πλήρως στις παράξενες, στα όρια της φρίκης, σεξουαλικές ορέξεις του πελάτη. Έτσι θεώρησε σωστότερο να σταματήσει τις επαγγελματικές τους σχέσεις φέρνοντάς του, αρχικά, ένα κρυστάλλινο τασάκι στο κεφάλι και τελειώνοντας οριστικά την δουλειά, με μια κλωτσιά στην ανώτατη συμβολή των κάτω άκρων του. Σαν μην έφτανε όλο αυτό, βγήκε από το σπίτι τρέχοντας, ακούγοντας τον πελάτη από πίσω της να τη βρίζει, λέγοντάς πως ο Λούπο καλά θα κάνει να μη του ξαναζητήσει πρέζα για πούλημα, αν δε μπορεί να βάλει χαλινάρια στις πόρνες του.
Δε θα με ιντρίγκαρε τίποτα αν δεν έβλεπα την έκφραση στο πρόσωπο της. Είχε κιτρινίσει και είχε αρχίσει ξανά να κλαίει. Της είπα πως η λύση της ήταν να πάει στις αρχές μα μου απάντησε πως ο προαγωγός της είναι μανιακός. Είναι χρόνιος χρήστης, με αποτέλεσμα, η κόκκινη γραμμή που χωρίζει την λογική του από την τρέλα, να έχει λεπτύνει υπερβολικά. Εκείνος ζούσε μονάχα για να βγάζει εύκολο χρήμα, να σνιφάρει, να τρυπιέται και να βγάζει κορίτσια στο κλαρί με σκοπό να αγοράσει πρέζα. Προσπάθησα να τη συνεφέρω μιας και είχαμε φτάσει σχεδόν έξω από το σπίτι της.
Κλείνοντας την πόρτα του αμαξιού, με ρώτησε αν ήθελα να ανέβω απάνω. Θα το έκανα μόνο και μόνο για να αποδείξω στον εαυτό μου πως υπάρχουν ακόμα ιππότες.
Κλείδωσα και την ακολούθησα. Ανεβήκαμε κάπου στα εφτά σκαλιά. Εκείνη έσυρε την αυλόπορτα και βαδίσαμε μαζί στο μικρό διάδρομο που οδηγούσε μπροστά από το κεφαλόσκαλό της. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, μα κάτι δεν της πήγαινε καλά. Άναψε τα φώτα του χωλ και βρήκε το σπίτι ανάστατο. Προχωρήσαμε μαζί στις μύτες των παπουτσιών μας με σκοπό να εξερευνήσουμε τον χώρο. Φτάνοντας έξω από το μικρό κουζινάκι είδαμε μια λίμνη αίματος. Για την ακρίβεια τη νιώσαμε κιόλας, μιας και οι δύο μας γλιστρήσαμε απάνω της. Η μυρωδιά του αίματος ανακατεύονταν με μια μυρωδιά τσιγαρισμένου κρέατος, αλκοόλ και μαριχουάνας.
Η Αλίκη άρχισε να τρέχει προς τα μέσα δωμάτια και εγώ είχα μείνει σταθερός σαν μια νέα εκδοχή της γυναίκας του Λωτ. Τότε την άκουσα να κραυγάζει με τρόμο. Έτρεξα πίσω της και είδα την Αλίκη στο μπάνιο, να βρίσκεται γονατισμένη σε κατάσταση αμόκ. Ήταν πάνω από το διαμελισμένο πτώμα μιας γριάς γυναίκας. Της γιαγιάς της. Θα είχαμε λιποθυμήσει από τη θέα, αν δεν ακούγαμε έναν ηχηρό γδούπο από τη μεριά του σαλονιού. Βγήκαμε τρέχοντας και ο είδαμε έναν ημίγυμνο άντρα ξαπλωμένο σε υπνωτική έκσταση πάνω στον καναπέ. Ήταν ο Λούπο. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα περίστροφο. Στο αριστερό χέρι είχε καρφωμένη μια ένεση, ενώ στο μπράτσο του είχε ακόμα περασμένο το λάστιχο που χρησιμοποιούσε για να κάνει τις φλέβες του να ξεπεταχτούν. Οι κραυγές της Αλίκης τον έκαναν να συνέλθει κάπως από τον λήθαργο. Πήγε να σηκωθεί από τον καναπέ τρεκλίζοντας, κραδαίνοντας το όπλο, μα ήταν φανερά ακόμα σε καταστολή από την ένεση. Η Αλίκη έτρεξε πίσω στη κουζίνα για να πάρει το μεγάλο μαχαίρι του σεφ που είχαν για να τεμαχίζουν το κρέας. Με τρόμο είδε πως πάνω στο πάγκο, δίπλα από το μαχαίρι, ήταν τρία από τα πέντε δάκτυλα του αριστερού χεριού της γιαγιάς της. Θόλωσε στο θέαμα. Εγώ είχα παραμείνει στήλη άλατος. Παρακολουθούσα σα να έβλεπα ταινία. Σα να ήταν κάποιος άλλος στη θέση μου. Η Αλίκη με σκούντηξε προσπερνώντας με γοργά, βγαίνοντας από την κουζίνα. Έτρεχε με το μαχαίρι στο δεξί της χέρι, έχοντας για στόχο το στήθος του Λούπο. Πετάχτηκε απάνω του με ορμή και προσπάθησε να τον χτυπήσει στη καρδιά. Μα έτσι μικροκαμωμένη που ήταν, της πέταξε το μαχαίρι μπροστά στα τα πόδια μου και τη σήκωσε ψηλά περνώντας την πάνω από το κεφάλι του. Είχα να διαλέξω αν θα παρέμενα θεατής, με μεγάλη πιθανότητα να είμαι το επόμενο θύμα εκείνου του ψυχοπαθή ή αν θα προστάτευα τη ζωή μου. Η φυγή δεν ήταν στις επιλογές μου. Δε θα άφηνα με τίποτα ένα μικρό κορίτσι να πεθάνει για να ζήσω. Άρπαξα το μαχαίρι από κάτω και όρμησα κατά πάνω του. Η Αλίκη που ήταν από πίσω του, τράβηξε το κεφάλι του προς το μέρος της, βάζοντας τα πόδια της κόντρα στον καναπέ, φέρνοντας τα χέρια της σα θηλιά, κάτω από το πηγούνι του.
Με βία άρχισα να βυθίζω το φαρδύ μαχαίρι πάνω στο κορμί του, ανοίγοντας μια τομή από το στέρνο του ως τον ομφαλό. Η δύναμη του κοφτερού μαχαιριού, έσκισε το στομάχι του, με αποτέλεσμα να πεταχτούν από μέσα τα δυο δάκτυλα που έλλειπαν από το χέρι της γιαγιάς. Ο Λούπο ούρλιαζε από πόνο. Όσο φώναζε και χτυπιόταν πάνω στον καναπέ, τόσο εγώ έμπηγα το μαχαίρι πιο βαθιά και ακόμα περισσότερο, η Αλίκη τραβούσε το κεφάλι του προς τα πίσω. Ώσπου στο τέλος, με ένα δυνατό τέντωμα των ποδιών, άφησε την τελευταία του πνοή.
Η Αλίκη βρισκόταν πίσω από το χέρι του καναπέ, σκυμμένη πάνω από το πτώμα, κάθιδρη, με δάκρια στα μάτια. Εγώ ήμουν λουσμένος με το αίμα και τα γαστρικά υγρά του Λούπο. Έγειρα προς τα πίσω, πάνω στο αίμα που είχε λιμνάσει και με μια απότομη κίνηση προς το πλάι, άρχισα να ξερνάω με δύναμη. Η Αλίκη κάθονταν δίπλα από τον καναπέ, πάνω στο πάτωμα, αμίλητη, σα μια πάνινη κούκλα. Σηκώθηκα, γλιστρώντας πάνω στο αίμα και κάθισα στη πολυθρόνα του σαλονιού με τις παλάμες πιασμένες πίσω από τον σβέρκο μου, σκυφτός. Δε φτάνει που ο ψυχοπαθής σκότωσε την γριά γυναίκα, έφαγε και μέλη της. Έφερα στο μυαλό μου όλα όσα είχα περάσει από την ώρα που έλαβα το βίντεο μέχρι τώρα. Το κονιάκ, το βιβλίο... ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ !; Ο ύπνος με είχε πάρει παραμονές Χριστουγέννων, διαβάζοντας την Κοκκινοσκουφίτσα. Μισομεθυσμένος, είχα ευχηθεί: «Μακάρι να ήμουν ο κυνηγός και να ξεκοίλιαζα το κάθαρμα». Όλα τα γεγονότα με χτυπούσαν, το ένα μετά το άλλο, σα ροπαλιές στο στομάχι. Η Αλίκη (άλικο, το κόκκινο χρώμα) Σκουφά, η κοκκινοσκουφίτσα. Η γιαγιά που την έφαγε ο κακός λύκος – ο Λούπο (λούπους, ο λύκος στα Λατινικά) και το μεγαλύτερο αστείο από όλα... Εγώ ο Αρτέμης Γιέγκερης (Άρτεμις, η θεά του κυνηγιού και γιέγκερ, ο κυνηγός στα Γερμανικά)στο ρόλο του κυνηγού.
Η ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί, με τον πιο λάθος τρόπο! Δεν ξεκοίλιασα το κάθαρμα που ήθελα να σφάξω. Ξεκοίλιασα ένα τυχαίο κάθαρμα! Υπάρχει μια Εβραϊκή κατάρα που λέει : «Μακάρι να πάθεις ότι εύχεσαι». Μπορώ να την επιβεβαιώσω με κάθε ικμάδα λογικής, ψυχής και σώματος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top