Chapter IV

«Έρικα...» είπε ο Λούκας προσπαθώντας να την προλάβει από πίσω καθώς επέστρεφαν από την καθημερινή εκπαίδευση. «Έρικα, περίμενε.» είπε αυτός πάλι και η Έρικα γύρισε προς το μέρος του.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε και η Έρικα δεν απαντούσε. Απλά περίμενε την ερώτηση του. «Μάλιστα...» είπε ο Λούκας και ξεκίνησε να ρωτάει. «Τι γίνεται; Γιατί επιμένεις τόσο στην εκπαίδευση μου; Και γιατί δεν ήταν πριν δύο βδομάδες το βράδυ εδώ ο Μάικλ;» είπε δείχνοντας τον και περιμένοντας μια απάντηση για όσα γίνονται.

Η Έρικα απλά τον κοίταξε υποτιμητικά και δεν του έδωσε κάποια πληροφορία. «Το μόνο που σε αφορά είναι ότι σε εκπαιδεύω για να επιζήσεις και χωρίς εμένα, τα ξαναείπαμε αυτά. Απλά έχε μου εμπιστοσύνη για τα υπόλοιπα.» είπε αυτή προχωρώντας και αφήνοντας τα πράγματα για να πάρει τα πράγματα να πάει στην πόλη.

«Μείνετε εδώ! Μάικλ, τα μάτια σου στον Λουκάς. Δεν θέλω να κάνει κάποια βλακεία και να καταλήξει σε κανένα χαντάκι. Επίσης ό,τι και να γίνει μην φύγετε από εδώ!» προειδοποίησε και έφυγε γρήγορα.

«Δεν την καταλαβαίνω! Θέλει την εμπιστοσύνη μου και δεν μου λέει τίποτα! Έχω έναν μήνα εδώ και δεν έχει πει κάτι για αυτήν!» είπε πηγαίνοντας πάνω κάτω με νεύρα.

Ο Μάικλ δεν του είπε τίποτα. Χαμήλωσε το κεφάλι του, έκατσε κάτω και μάζεψε τα γόνατα στο σώμα του. «Όταν ήμουν μικρός, η μαμά μου, είχε πει στον μπαμπά μου ότι δεν με θέλει. Ήμουν 6 χρονών τότε. Ο μπαμπάς μου είχε τσακωθεί μαζί της. Ήταν νέα όταν με γέννησε και δεν ήταν ικανή να με φροντίζει.» είπε και κοίταξε τον Λούκας. «Τελικά με έδωσαν στην αδερφή της μαμάς μου και μεγάλωσα εκεί...»

Ο Λούκας σώπασε για λίγο. «Ξέρεις τι απέγινε τελικά η μαμά σου;» ρώτησε όσο πιο ήρεμα και διακριτικά μπόρεσε.

«Κατέλιξε σε ψυχιατρική κλινική και αυτοκτόνησε εκεί μετά από έναν χρόνο... Τρία χρόνια αφού με έδωσε έγινε αυτό...»

«Λυπάμαι...» είπε αλλά ο Μάικλ βιάστηκε να πει «Μην λυπάσαι! Δεν άξιζε τίποτα! Μάζεψε τα χάπια που της έδιναν κάτω από το μαξιλάρι και μια μέρα τα πήρε όλα μαζί και πέθανε... Αν δεν με έδινε στην θεία μου μπορεί να κατέληγα σε ένα ορφανοτροφείο ή στον δρόμο... »

Η σιωπή κυρίευσε το δάσος και η ατμόσφαιρα έγινε πολύ άβολη και αρκετά ανατριχιαστική καθώς έπεσε πάλι η ομίχλη πολύ πυκνή.

«Γιατί έχει συνεχώς ομίχλη εδώ;» ρώτησε ο Λούκας μετά από ώρα ο Λουκάς σπάζοντας την σιωπή και κάνοντας την ατμόσφαιρα λιγότερο ανατριχιαστική.

Εμείς τα φαντάσματα είμαστε περιτριγυρισμένα από μια ομίχλη που γίνεται ορατή μόνο την νύχτα. Εκεί που υπάρχουν περισσότερα φαντάσματα έχει και περισσότερη ομίχλη... Μετά τον πόλεμο στην Πόλη όλες οι ψυχές των ανθρώπων κατέφυγαν εδώ. Αυτό το δάσος είναι απλωμένο κατά μήκος όλου του αυτοκινητόδρομου. Εδώ έφτιαξαν έναν ευνοϊκό περιβάλλον για αυτά.»

***

Η νύχτα είχε πλέον μαυρίσει εντελώς τον ουρανό και το δάσος. Η φωτιά είχε σχεδόν σβήσει και ο Μάικλ είχε αποκοιμηθεί. Ο Λούκας καθόταν με την πλάτη σε ένα από τα κούτσουρα και στήριζε τους αγκώνες του στα γόνατα. Κρατούσε στο δεξί χέρι ένα μακρύ ξύλο και έπαιξε με τα καμμένα ξύλα της σχεδόν σβησμένης φωτιάς. Ξαφνικά από το βάθος του δάσους ακούστηκε μια δυνατή κραυγή.

Ο Μάικλ πετάχτηκε όρθιος ενώ ο κοιτάχτηκε με τον Λούκας. «Ό,τι και να γίνει μην φύγετε από εδώ!» θυμήθηκε ο Λουκάς τα λόγια της Έρικα. Ο Μάικλ έκανε βήμα για να πάει να δει τι γίνεται και ο Λουκάς τον έπιασε βιάστηκα από τον καρπό του χεριού του. «Είπε να μείνουμε εδώ ό,τι και να γίνει...» είπε χαμηλόφωνα αλλά χωρίς να είναι σίγουρος αν θα υπακούσει στην εντολή.

Ο Μάικλ σταμάτησε σαν να το σκεφτόταν ενώ ο Λούκας του άφησε το χέρι. «Και αν είναι η Έρικα;» είπε σαν να παρακαλούσε. Ο Λούκας πήρε μπουφάν, τον φακό του, το τόξο του και την θήκη με τα βέλη του και πήγε δίπλα στον Μάικλ. «Πάμε τότε!»

«Έρικα...!» είπε ο Λούκας και έτρεξε προς αυτήν όταν την είδε πεσμένη κάτω στο χώμα και τραυματισμένη στον ώμο. «Είναι αναίσθητη...» είπε ο Μάικλ και κοίταξε γύρω του. Η Έρικα άνοιξε λίγο τα μάτια αλλά ήταν αδύναμη. «Πρόσεχ-» ξεκίνησε να λέει η Έρικα με αδυναμία αλλά δεν πρόλαβε γιατί κάποιος άρπαξε τον Λούκας από πίσω και τον κρατούσε σφιχτά με τα μπράτσα του.

Ο Λούκας προσπαθούσε να δραπετεύσει από εκεί ενώ αυτός που τον έπιασε προσπαθούσε να τον μετακινήσει από εκεί. Ο Μάικλ άρπαξε το τόξο της Έρικα και ένα από τα ασημένια βέλη και σημάδεψε αυτόν που κρατούσε τον Λούκας.

Ο Λούκας έπεσε στο έδαφος και όταν κοίταξε πίσω του δεν ήταν τίποτα παρά ομίχλη. «Φάντασμα της Πόλης ήταν...» είπε ο Μάικλ σοβαρά και άφησε κάτω το τόξο. «Έλα... Βοήθησέ με να την μεταφέρουμε στην φωτιά.» συνέχισε και ο Λουκάς πήγε κοντά του να τον βοηθήσει να την σηκώσει.

Η Έρικα ήταν ακόμη αναίσθητη όταν έφτασαν στην φωτιά. «Δεν έχετε κανέναν γιατρό εδώ;» ρώτησε απελπισμένα αλλά και νευριασμένα ο Λούκας. Ο Μάικλ ξάπλωσε την Έρικα δίπλα από το μακρύ κούτσουρο γυρισμένη.

«Είχαμε αλλά πέθανε πρόσφατα...» είπε ο Μάικλ δίχως να ξέρει τι να κάνει. Ο Λούκας πήγαινε πέρα δώθε νευρικά. «Πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο στην Lost City. Μόνο έτσι θα γίνει καλά!» είπε και πήγε κοντά στην Έρικα και στον Μάικλ που καθόταν δίπλα της.

«Και πώς θα το κάνουμε αυτό; Δεν έχουμε πώς να την πάμε... Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια από κάποιον...» είπε ο Μάικλ και ο Λούκας γέλασε πονηρά. «Έλα μαζί μου και θα δεις...»

Έβαλαν την Έρικα πάνω σε μια κουβέρτα και την μετέφεραν έξω από το δάσος, στο αυτοκίνητο του Λουκάς εκεί που είχε σταματήσει.«Αυτό είναι το αυτοκίνητο μου. Θα δω για το πρόβλημα και θα ξεκινήσουμε γρήγορα για την Lost City.»

Μετά από λίγη ώρα το αυτοκίνητο πήρε μπροστά και έφτασαν εγκαίρως στο νοσοκομείο. Ο Λούκας βγήκε από το αυτοκίνητο, μπήκε μέσα στο νοσοκομείο και φώναξε. Τέσσερις γιατροί πήγαν τρέχοντας, έφεραν ένα κρεβάτι και ο Λούκας έβαλε την Έρικα πάνω.

Μεταφέρθηκε αμέσως για χειρουργική επέμβαση γιατί το τραύμα ήταν σοβαρό και βάθη. Έπρεπε να καταλάβουν πώς έγινε όλο αυτό και γιατί...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top