Chapter III
Η Έρικα πήγε σε έναν φίλο της στο δάσος και προμηθεύτηκε μια αλοιφή για τις πληγές του Λουκά. Για λίγες μέρες, ο Λουκάς, δεν εκπαιδεύτηκε.
Όταν πλέον ο πόνος άρχισε να υποχωρεί, πήγαν πάλι στην πεδιάδα. Περπατούσαν προς τα εκεί με την Έρικα πάντα μπροστά και τον Μάικλ και τον Λούκας να ακολουθούν.
«Γιατί δεν κάηκες όταν μου έβγαζες το σκοινί;» ρώτησε ο Λούκας τον Μάικλ.
«Είμαι φάντασμα. Αυτό το σκοινί μπορούσε να κάψει ζωντανό δέρμα, ζώου η ανθρώπου.» απάντησε ο Μάικλ με την χαμηλή φωνή του.
***
Η Έρικα ετοίμαζε τα τόξα ενώ ο Λούκας είχε λιώσει από το τρέξιμο. Στην πεδιάδα έκανε ζέστη. Φόρεσε μία μπλε κοντομάνικη μπλούζα και την ζακέτα της Έρικα από πάνω. Όταν τελείωσε προσπάθησε να κάτσει λίγο να πάρει ανάσα.
«Τι κάνεις;» ρώτησε η Έρικα με σοβαρό και αυστηρό ύφος. «Δεν έχεις χρόνο να κάτσεις, πρέπει να εξασκηθείς!» είπε και έδωσε το τόξο στον Λουκάς μαζί με ένα βέλος.
«Λοιπόν. Κράτα το τόξο προς τα κάτω και το λάστιχο προς τα επάνω. Έπειτα ακούμπησε το βέλος στο ξύλο του τόξου και βάλε πάνω και κάτω τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο... Κάπως έτσι.» είπε και του έδειξε. «Κράτα κάθετα το τόξο, κλείσε το αριστερό μάτι και προσπάθησε να μαρκάρεις με την μύτη του βέλους τον στόχο και-»
Ο Λούκας πέταξε το βέλος και πέτυχε τον στόχο. Η Έρικα έμεινε έκπληκτη αλλά δεν το έδειχνε... «Εσύ είσαι γεννημένος κυνηγος» είπε και του έδωσε άλλο ένα βέλος.
«Φάντασμα!» φώναξε ένας στην πεδιάδα και γύρισαν όλοι απότομα ενώ ο Λούκας ετοιμαζόταν για την επόμενη βολή. Στόχευσαν όλοι με τα τόξα τους για να το χτυπήσουν.
«Μη χτυπήσετε!» φώναξε η Έρικα σηκώνοντας το χέρι. Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν με απορία καθώς έκανε νόημα στο φάντασμα να κατέβει στην πεδιάδα. Το φάντασμα είπε κάτι στο αυτή της Ερικας και έφυγε.
Έπειτα, πήρε τον Μάικλ να του πει κάτι σε μια άκρη.
«Θέλω να πας στην Πόλη και να δεις τι γίνεται και γιατί τον ψάχνουν» είπε η Έρικα κοιτάζοντας προς το μέρος του Λουκάς, ο οποίος τους κοιτούσε περιμένοντας.
Ο Μάικλ έφυγε και η Έρικα γύρισε στον Λουκάς σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Συνέχισε, ρίξε και άλλο μέχρι να εξοικειωθείς και να πιάνεις γρήγορα τον στόχο. Πάμε!» είπε και ο Λούκας άφησε γρήγορα το βέλος να φύγει από το τόξο.
***
Η νύχτα έπεσε. Στο δάσος απλώθηκε πυκνή ομίχλη και φυσούσε κρύος αέρας. «Κανένα φάντασμα δεν πρόκειται να βγει τώρα...» είπε η Έρικα κοιτάζοντας γύρω της την ομίχλη.
Ο Λούκας καθόταν μπροστά από την φωτιά και είχε φορέσει το μπουφάν του. Ήταν μαζεμένος για να μην κρυώνει. Έμεινε για λίγο σκεπτικός κοιτάζοντας την φωτιά. Η Έρικα, και αυτή, είχε χαθεί στις σκέψεις της.
«Από που έρχονται τα φαντάσματα;» ρώτησε ο Λούκας κοιτώντας με απορία την Έρικα.
«Από την πόλη. Κρύβονται εκεί, στα λίγα σπίτια που έχουν μείνει όρθια, έστω και τα λίγα, για να αποφύγουν καιρικές συνθήκες που τους καταστρέφουν.» είπε αυτή.
«Όπως;» είπε ο Λούκας σκεπτόμενος αν θα συνεχίσει ή όχι.
«Ο έντονος αέρας όπως τώρα ή η βροχή τα καταστρέφει. Αυτά είναι φυσικά προϊόντα με τα οποία καταστρέφεις ένα φάντασμα. Για τους κοινούς ανθρώπους τα φαντάσματα είναι αέρας. Στην πραγματικότητα, για εμάς που έχουμε δυνάμεις τους Διαφορετικούς, τα φαντάσματα είναι σαν "νέφος"... Εμείς μπορούμε και τα αγγίζουμε γιατί έχουμε τις δυνάμεις. Όταν έρθουμε σε επαφή με αυτά, τους δίνουμε μορφή, δηλαδή αποκτούν "ανθρώπινη επιφάνεια". Βέβαια, μόνο για τους Διαφορετικούς γίνεται αυτό. Αφού δώσεις αυτό το προσόν στο φάντασμα, ο αέρας δεν θα το καταστρέφει, ούτε η βροχή.»
«Μάλιστα...» είπε ο Λούκας καταλαβαίνοντας πλέον πιο πολλά και για το πώς λειτουργούν οι δυνάμεις του εν μέρη.
«Κοιμήσου τώρα. Αύριο θα σε εκπαιδεύσω στα φαντάσματα... Θα μάθεις να τα πολεμάς. Καληνύχτα.» είπε η Έρικα και κουλουριάστηκε κάτω για να μην κρυώνει.
Ο Μάικλ έλειπε και ο Λούκας δεν κοιμόταν. Δεν ήξερε τι έγινε και που τον έστειλε η Έρικα. Η φωτιά άρχιζε να σβήνει αλλά ο Λούκας δεν κοιμόταν ακόμα. Όταν σταμάτησε ο αέρας να φυσάει, άκουσε έναν ήχο από κλαδιά. Σαν κάποιος να πάτησε κλαδιά και έσπασαν.
Ο Λούκας σηκώθηκε σιωπηλά και φόρεσε το μπουφάν του. Έκανε ακόμα κρύο. Προσπάθησε να δει μέσα από το λίγο φως της φωτιάς που είχε μείνει ακόμα αναμμένη αν ήταν κάποιος. Έσκυψε, άπλωσε το χέρι κάτω και πήρε με αργές κινήσεις το τόξο του. Από πίσω του κάποιος έπιασε το δεξί χέρι του που είχε το τόξο και το κατέβασε και του έκλεισε με την παλάμη το στόμα.
Έπειτα τον άφησε σιγά σιγά. «Σσσσς...» άκουσε και γύρισε να δει από πίσω ποιός ήταν. Ήταν ο Μάικλ και είχε γυρίσει από την αποστολή του. Η Έρικα δεν ξύπνησε.
«Πού είχες πάει;» είπε ο Λούκας ψηθιριστά. Είχε λαχανιάσει από τον τρόμο του.
«Δεν μπορώ να σου πω... Γιατί δεν κοιμάσαι; Το πρωί έχεις εκπαίδευση!» είπε ο Μάικλ.
«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ...» είπε ο Λούκας και ξάπλωσε κάτω για να κοιμηθεί.
«Τέλος πάντων. Κοιμήσου τώρα να ξεκουραστείς έστω και λίγο. Μπορεί να πάμε να βρούμε και προμήθειες το μεσημέρι γιατί μας τελείωσαν.» είπε ο Μάικλ και ξάπλωσε κάτω. Έπειτα έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε. Ο Λούκας κοιμήθηκε και αυτός εν τέλη.
***
Ο Λούκας έβαλε αλοιφή στις πληγές του και τις έδεσε με γάζα. Έπειτα φόρεσε ζακέτα και πήρε το σακίδιο και το τόξο του. Η Έρικα άφησε κάτι μικρό κάτω στο χώμα, δίπλα από το κούτσουρο και τις κουβέρτες τους.
«Το μεσημέρι θα πάω να πάρω προμήθειες από μια αποθήκη κοντά στο ποτάμι. Εσύ Μάικλ θα μείνεις με τον Λούκας στην Θέση μας.... Α και να μην ξεχάσω! Το απόγευμα, στην δύση του ηλίου, έχουμε συνέδριο όλοι οι Κυνηγοί του δάσους. Άρα, Μάικλ, ο Λουκάς θα μείνει υπό την επίβλεψη σου.» είπε με σοβαρό ύφος.
Πριν φτάσουν στην πεδιάδα, ο Μάικλ, θυμήθηκε κάτι. «Εμ, Λούκας... Θέλω να σου πω ότι, την ημέρα που έφυγες από το σπίτι σου, εγώ σου έσπασα το ποτήρι και... Σου άφησα το χαρτί...»
«Αλήθεια; Για... Γιατί; Αυτό ήταν -»
«Το σύμβολο που σε οδηγεί στους γονείς σου, το ξέρω... Η Έρικα ψάχνει κάτι... Δεν μου λέει τι. Με έβαλε να σε κατασκοπεύω. Σε είχε δει όταν είχε πάει στην πόλη σου πριν έναν μήνα να πάρει αυτή τις προμήθειες...»
«Μα γιατί;» ρώτησε το ίδιο χαμηλόφωνα ο Λούκας για να μην ακούσει η Έρικα.
«Δεν ξέρω... Ή θα πρέπει να ρωτήσεις την ίδια ή να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή να σου το πει αυτή.»
«Θα έρθετε επιτέλους; Έχουμε και μια εκπαίδευση να ολοκληρώσουμε!» ακούστηκε από κάτω, από την πεδιάδα η φωνή της Έρικα
«Ναι, ερχόμαστε!» φώναξε ο Λούκας.
«Νομίζω θα σου πει αυτή τι παίζει την κατάλληλη ώρα...» είπε ο Μάικλ και μετά πήγαν μαζί κάτω στην πεδιάδα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top