Chapter I


“ Ό,τι η ψυχή πιστεύει και επιθυμεί πραγματικά, οπωσδήποτε το αποκτά.„

Πλούταρχος


Χειμώνας Central City 2000

30 Ιανουαρίου και ημέρα γενεθλίων του Λούκας.

Σήμερα ο μικρός Λούκας θα έκλεινε τα 7. Θα ήταν η πιο χαρούμενη ημέρα της ζωής του.

Ή τουλάχιστον έτσι έπρεπε.

«Richard! Richard! Έλα γρήγορα!» φώναξε η Anne και ο Richard έτρεξε γρήγορα ξέροντας ότι δεν θα ακούσει καλά νέα. 

Ο Λούκας άκουσε τα βιαστικά βήματα. Άνοιξε τα μικρά γαλανά μάτια του,έκανε στην άκρη την μπλε κουβέρτα του και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Ήταν ακόμη σκοτάδι. Άρα ήταν νύχτα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

«Μαμά!» φώναξε απελπισμένα ο μικρός Λούκας. Πήγε στο σαλόνι όπου συνάντησε τους γονείς του στην κουζίνα.

Η Anne γύρισε και τον κοίταξε. Φορούσε την κόκκινη πυτζάμα του. Χαμογέλασε και κοίταξε τον Richard. Το χαμόγελο δεν ήταν και τόσο πειστικό. Εκείνη την στιγμή ο Richard βγήκε με μια μικρή τούρτα στο χέρι η οποία είχε ένα μικρό κεράκι στη μέση.

Αφού τραγούδησαν το τραγούδι, η Anne έσκυψε μπροστά στον μικρό Lucas, έβγαλε το μενταγιόν από τον λαιμό της και του το έδωσε.

«Ψάξε και θα μας βρεις...» ήταν τα τελευταία λόγια της πριν μπουν τέσσερις οπλισμένοι άντρες στο σπίτι.

Όλοι εύσωμοι, με όπλα και αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνοι που έκρυβαν τα πρόσωπα τους. Πήγαν κοντά στους γονείς του Lucas με τα όπλα να τους σημαδεύουν.

«Παραδωθήτε!» φώναξε ένας από αυτούς. Ο Lucas ήταν στην πιο απόμακρη γωνιά του σπιτιού, με το κεφάλι κρυμμένο πίσω από τα γόνατα.

Δεν έβλεπε....

«Ποτέ!» φώναξε αποφασιστικά η μητέρα του.

Το επόμενο πράγμα που ακούστηκε ήταν δύο πυροβολισμοί και τα βήματα ενός άντρα να τον πλησιάζει.


Χειμώνας Lost City 2020

30 Ιανουαρίου και ημέρα μνήμης για τον Lucas

Ο ήλιος χτύπησε στο πρόσωπο του Lucas μέσα από την μικρή σχισμή ανάμεσα στις κουρτίνες. Άνοιξε τα γαλανά του μάτια που έλαμπαν στο φως του πρωινού ηλίου.

Σηκώθηκε, έστρωσε το κρεβάτι και πήρε τη ρόμπα του. Πήγε και έφτιαξε έναν καφέ και έκατσε στο γραφείο. Άνοιξε τον υπολογιστή και έψαξε έναν φάκελο με το όνομα Ghost.

Ήταν ο φάκελος που είχε κάθε πληροφορία για τους γονείς του. Έβγαλε ένα καινούριο, άδειο στικάκι από το συρτάρι στα δεξιά και το έβαλε στην θύρα υποδοχής στον υπολογιστή. Αντέγραψε τον φάκελο και έβγαλε το στικάκι. Το έβαλε πίσω στο συρτάρι και πήγε να ετοιμαστεί για την δουλειά.

***

Έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου στο εργαστήρι έναν φάκελο. Ο φάκελος με τα στοιχεία του θύματος και μετά έβγαλε τον φάκελο της υπόθεσης. Πήρε τον πρώτο φάκελο και κατέβηκε κάτω. 

«Ξέρεις πού είναι ο Μάικλ;» ρώτησε έναν αστυνομικό που πέρασε εκείνη την ώρα δίπλα από την σκάλα. Ο αστυνομικός του έδειξε μπροστά, την πόρτα του διευθυντή.

Ο Λουκάς άνοιξε την πόρτα και είδε τον Μάικλ να μιλά με τον διευθυντή. Του άπλωσε τον φάκελο και έφυγε. Καθώς έκλεινε την πόρτα την άνοιξε πάλι.

«Κύριε θα ήθελα να σας μιλήσω μετά...» είπε. Ο διευθυντής έγνεψε καταφατικά και ο Λουκάς πήγε πάνω.

Ήρθε το βράδυ και το τέλος του προγράμματος του και μάζεψε τα πράγματά του και πήγε κάτω. Χτύπησε την πόρτα του διευθυντή και μπήκε μέσα μετά την απάντηση.

«Κύριε διευθυντά...» είπε και έκανε μια παύση δίνοντας του ένα χαρτί με την υπογραφή του. «Θα ήθελα να υποβάλλω την παραίτησή μου.»

«Γιατί;» τον ρώτησε ο διευθυντής και υπέγραψε ο ίδιος το χαρτί και το έβαλε μέσα στο συρτάρι.

«Θα κάνω ένα μεγάλο ταξίδι και... Να... Θα με πάρει χρόνο. Δεν ξέρω αν θα γυρίσω.» είπε περιμένοντας να εγκριθεί η παραίτηση και να πάει σπίτι.

«Γιατί;» ρώτησε ο διευθυντής χωρίς να περιμένει κάποια συγκεκριμένη σαφή απάντηση.

«Οικογενειακά θέματα...» είπε και έσκυψε το κεφάλι.

Ο διευθυντής δεν έκανε άλλη ερώτηση και απλά του δέχτηκε την παραίτηση, σηκώθηκε, τον αγκάλιασε και του ευχήθηκε καλό ταξίδι. Ο Λουκάς γύρισε και έφυγε κλείνοντας ήσυχα την πόρτα πίσω του.

*** 

Έκλεισε και το δεύτερο κιβώτιο και κοίταξε γύρω του. Θα του έλειπε το σπίτι αλλά μπορεί να αξίζει τελικά τον κόπο αν είναι να μάθει γιατί πραγματικά σκοτώθηκαν οι γονείς του.

Πριν είκοσι χρόνια γιόρταζε την ημέρα γενεθλίων του σε μια όχι και τόσο ήσυχη πόλη αλλά θά ήταν με τους γονείς του. Σήμερα έγινε 27 και κανείς δεν το έμαθε. Μόνο ο ίδιος.

Έκατσε στο γραφείο του, άνοιξε τον υπολογιστή και μετά τον φάκελο Ghost. Εκτύπωσε κάποια πράγματα από τον φάκελο, τα δίπλωσε στα δύο και τα έβαλε σε ένα σακίδιο. Μετά συνέχισε την δουλειά του στον υπολογιστή.

***

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με το κεφάλι πάνω στο γραφείο. Θα τον πήρε ο ύπνος καθώς δούλευε.

Σηκώθηκε, πήρε τα κλειδιά και κατέβηκε στο από κάτω διαμέρισμα, διαχειριστή. Χτύπησε την πόρτα μια φορά. Κανείς δεν απαντούσε. Χτύπησε δεύτερη και αμέσως άνοιξε η πόρτα.

«Καλημέρα. Συγνώμη που ενοχλώ τόσο νωρίς. Ήθελα να σας πω ότι φεύγω για ένα μεγάλο ταξίδι και μάζεψα τα πράγματά μου πάνω. Τα έχω βάλει σε κιβώτια. Βέβαια δεν θα τα πάρω μαζί μου. Εμ... Θα έρθω όταν τελειώσω να σας δώσω τα κλειδιά.

«Εντάξει αγόρι μου, εντάξει.» απάντησε ο διαχειριστής και έκλεισε την πόρτα.

Ο Λουκάς μπήκε στο σπίτι και άκουσε ένα ποτήρι να σπάει. Πήγε προς την κουζίνα να δει ποιος ήταν. Δεν είδε τίποτα. Μόνο την πόρτα στο υπνοδωμάτιο δεξιά του ανοιχτή. Από μέσα είδε κάποιον με μια μπλε μπλούζα.

Μπήκε γρήγορα μέσα αλλά το μόνο που βρήκε ήταν το παράθυρο ανοιχτό. Όταν κοίταξε κάτω από το παράθυρο δεν ήταν κανένας στον δρόμο. Μόνο λίγα αυτοκίνητα.

Πήγε να μαζέψει το ποτήρι με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όταν έσκυψε να μαζέψει τα κομμάτια του σπασμένου γυαλιού, βρήκε ανάμεσα του ένα μικρό τετράγωνο άσπρο χαρτάκι που είχε πάνω το άπειρο.

Κάπου το είχε ξαναδεί αυτό το σύμβολο. Τότε θυμήθηκε το μενταγιόν της μαμάς του που είχε σκαλισμένο πάνω το άπειρο και από πίσωτο όνομα Black της οικογένειας.

«Ψάξε και θα μας βρεις...», θυμήθηκε ο Λουκάς τα λόγια της μαμάς του και κατάλαβε πως έχει να κάνει με τους γονείς του.

Μάζεψε το γυαλί και ετοίμασε το σακίδιο. Έβαλε μέσα νερό, το στικάκι με τον φάκελο, το laptop, νερό, λεφτά, φακό και ό,τι άλλο θα χρειαζόταν για αυτό το ταξίδι.

Φόρεσε μία χοντρή ζεστή μπλούζα, ένα ελαφρύ τζιν παντελόνι και ένα καφέ μπουφάν με γούνα. Πήρε τα αθλητικά παπούτσια του, τα κλειδιά του αυτοκινήτου και του σπιτιού και κατέβηκε στον διαχειριστή.

«Ορίστε τα κλειδιά του διαμερίσματος Μπράντ.» είπε αφού του έδωσε τα κλειδιά και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν περιμένοντας.

«Καλό ταξίδι Λουκάς.» είπε ο διαχειριστής και τον αγκάλιασε.

«Ευχαριστώ Μπράντ. Εμ... Εγώ θα φύγω τώρα...» είπε και έφυγε.

Μπήκε στο αυτοκίνητο, το έβαλε μπροστά και ξεκίνησε ταξίδι με έναν μόνο προορισμό: την αλήθεια.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top