𝑇𝑤𝑒𝑛𝑡𝑦-𝑠𝑖𝑥. 𝐶𝑜𝑟𝑝𝑠𝑒 𝑅𝑒𝑣𝑖𝑣𝑒𝑟

Τα τακούνια ήχησαν στον χώρο εκκωφαντικά αυτή τη φορά.

Εκείνος, που στεκόταν παγωμένος στην άκρη της σκάλας κοιτώντας το κενό στο οποίο χάθηκε κάθε ελπίδα του, δεν έκανε προσπάθεια να κουνηθεί από την θέση του. Φοβόταν πως αν κάνει ένα βήμα όλα μέσα του θα διαλυθούν και δεν ήθελε να πονέσει κι άλλο. Η Περσεφόνη έφυγε. Και η Λιζ δεν επρόκειτο να μείνει άλλο σιωπηλή.

Ήταν περίεργο να στέκεται λίγα μέτρα από τον Άδη. Τον Βασιλιά του Κάτω Κόσμου. Ο Αφέντης, που όλη η Ευρώπη θα προσκυνούσε σε μια μονάχα εντολή του, βρισκόταν τόσο κοντά της. Ένιωσε την ραχοκοκκαλιά της ανατριχιάζει, η σκέψη εκείνη που είχε κάποτε, πως θα γινόταν μια άλλη Περσεφόνη, μια σκοτεινή δύναμη επανήλθε. Έκανε λίγα ακόμη βήματα κοντά του. Βρισκόταν λίγα σκαλιά μακριά.

«Τα πράγματα πήγαν καλύτερα απ' όσο περίμενα.»

Ο κόμπος στον λαιμό της ανύπαρκτος. Δεν φοβάται;

«Νόμιζα ότι θα την σκοτώσεις. Αλλά συνέβη κάτι ακόμη καλύτερο.» Γελάει πνιχτά, ορθώνει τους ώμους της περήφανα. «Σκότωσες κάτι δικό σου κι αυτό είναι καλύτερο από ότι ήθελα.» Παίρνει βαθιά ανάσα. Ανεβαίνει στο επόμενο σκαλί. Δύο ακόμη και θα ήταν παρέα στο βάθρο.

«Τι νόμιζες; Θα μπορούσες να ζήσεις μαζί της ευτυχισμένος;»

Δαγκώνει τα χείλη του. Σφίγγει τις γροθιές του. Μην κάνεις τίποτε, δεν είναι η ώρα.

«Πίστευες θα σε αποδεχόταν γι' αυτό που είσαι;»

Γέρνει το πρόσωπό του στο πλάι. Το προφίλ του, το καθαρό, χωρίς την ουλή, γίνεται το πιο όμορφο σκοτάδι και την θυμίζει πως ο Άδης δεν είναι άλλος από αυτόν που της τα πήρε όλα.

«Θα σε αγαπούσε; Θα είχε χώρο στην καρδιά της για ένα τέρας

Μισανοίγει τα χείλη του. Αφήνει το χνώτο του να γεμίσει την κρύα ατμόσφαιρα δίχως να της απαντήσει. Όχι, δεν θα το έκανε.

«Και τι είσαι τελικά σπουδαίε Άδη;»

Ακόμη ένα σκαλί πιο κοντά του, αν απλώσει το χέρι της μπορεί να τον ακουμπήσει, να χαϊδέψει τον λαιμό του και το σημαδεμένο πρόσωπό του. Είναι αυτός που της τα πήρε όλα. Την έσωσε μα την βασάνιζε για χρόνια.

«Ένα ορφανό είσαι. Τίποτε άλλο.» Του γελάει, ανατριχιαστικά και με μια ένταση να φεύγει από το στήθος της. «Ένα ορφανό που είδε την μάνα του να πεθαίνει, τίποτα άλλο.»

Τα μάτια του βρήκαν το χάος μπροστά του. Έδεσε με κόμπο σφιχτό το σκοτάδι εμπρός του μέσα στο γκρι του βλέμμα. Ποιος είσαι;

«Σχεδίαζα να σε σκοτώσω αλλά το να πεθαίνεις καθημερινά μακριά της είναι απολαυστικό και μόνο στη σκέψη.» Παύση, ανεβαίνει και στο τελευταίο σκαλί που τους χωρίζει. Το επόμενο είναι και το βάθρο. «Ίσως πίστευες πως ήμουν εμμονική μαζί σου αλλά είχα εμμονή με την ιδέα του να σε κατακτήσω. Και τελικά, είσαι απλώς ένα τέρας που μου κατέστρεψες την ζωή. Που έχει αίμα στα χέρια του και ό,τι ακουμπά το βρωμίζει.»

Ο Άδης, απίστευτο, δεν απαντά. Σφίγγει τα χείλη του, σφίγγει τις γροθιές του, μα τα μάτια του μένουν σταθερά στο σκοτάδι που απλώνεται μπροστά του. Σαν να στήνει συμφωνία μαζί του και δεν πρέπει να χάσει επαφή.

«Την βρώμισες Άδη. Θα μπορέσεις να ζήσεις με την ιδέα ότι την βρώμισες;»

Ο Κέρβερος γρυλίζει.

«Αλλά ξέρεις κάτι; Έπρεπε να το περιμένω.»

Ο Χάρων μειδιάζει.

«Ο πατέρας σου βρώμισε την μάνα σου. Είσαι ένα τέρας. Όπως ο πατέρας σου

Το σκοτάδι τήρησε την συμφωνία του. Και το γκρι στράφηκε στο σώμα της να κοιτά το κακιασμένο χαμόγελο της. Γύρισε λοιπόν και την κοίταξε, γύρισε και προτού προλάβει να στάξει κοντά του το δηλητήριο της, εκείνος χαλάρωσε τις γροθιές του. Και τα δάχτυλά του, βρήκαν τον λαιμό της.

Έπιασε το δέρμα της σφιχτά, πίεσε και πίεσε μέχρι να την ακούει να πνίγεται για έναν αέρα που δεν μπορεί να απολαύσει. Την σήκωσε ψηλά, την σήκωσε στον αέρα, την κοίταξε και της χαμογέλασε.

Σαν να μην τον άγγιξε τίποτε από ότι άκουσε.

«Δεν αντιλέγω, Λιζ.» Έκπληξη. «Είμαι ένα τέρας, ακριβώς όπως ο πατέρας μου.» Πιέζει κι άλλο τον λαιμό της. Κατεβαίνει δύο σκαλιά, σέρνοντας τα πόδια της πάνω τους. Η γυναίκα προσπαθεί να ελευθερωθεί μα δεν μπορεί, τινάζεται αλλά είναι ανίκανη να διεκδικήσει την ανάσα που της έκλεψε.

«Είμαι ένα τέρας γιατί αυτός με έπλασε. Και όταν αυτό το τέρας μεγάλωσε, φρόντισε να σκοτώσει τον γεννήτορά του.»

Τα χαρακτηριστικά της σμίγουν, δεν καταλαβαίνει. Αυτή τη λεπτομέρεια κανένας δεν την ήξερε.

«Σκότωσα τον ίδιο μου τον πατέρα Λιζ, διστάζω να σκοτώσω οποιονδήποτε άλλο; Διστάζω να σκοτώσω εσένα;» Χαλαρώνει το κράτημά στο δέρμα της, την αφήνει να πέσει στις μεγάλες σκάλες άτσαλα προτού σπρώξει το σώμα της, προτού το δει να χτυπά με δύναμη στα σκαλιά και έπειτα χαμογελά ακούγοντας τον γδούπο του στο παγωμένο έδαφος.

Έπειτα, την φτάνει. Στέκεται όρθιος κοντά στο πεταμένο σώμα της. Είναι κουλουριασμένη αλλά δεν χάνει το χαμόγελό της, δεν χάνει την αλαζονεία της. Και αυτό γιατί ξέρει, πως ο Άδης δεν μπορεί να την σκοτώσει. «Θυμάσαι γιατί πέθανε ο Έρνεστ; Ο πατέρας του Άλμπερτ;»

Θυμάται. Εκείνος τον σκότωσε, έμαθε και γιατί.

«Γιατί σκότωσε την μητέρα του Ρίο. Την Πρώτη Κυρία της Οικογένειας.»

Κάνει ένα βήμα να σηκωθεί αλλά δεν έχει δύναμη.

«Και αφού σκότωσε την γυναίκα του Ρίο, σκότωσε και τον πατέρα του. Υπέγραψε την καταδίκη του.»

Εκείνος σφίγγει τις γροθιές του.

«Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, Άδη. Είμαι η Κυρία της Οικογένειας, είμαι παντρεμένη με τον Αρχηγό της. Δεν μπορείς.»

Εκείνος δεν είχε σκοπό να το κάνει. Παρόλο που είχε την επιθυμία, παρόλο που το αίμα του έβραζε από τα λόγια της, από την Ρωξάνη, από το βλέμμα της καθώς εκείνη τον άφηνε. Δεν θα την σκότωνε.

«Ακόμα κι αν μάθαινες τι έχω κάνει στο παρελθόν, πάλι δεν θα τολμούσες.»

Εκείνος νόμιζε ότι μπλοφάρει. Κι εκείνη ένιωσε μια δύναμη να φουσκώνει το μυαλό της, μια ιδέα να γεμίζει τα πνευμόνια της, είμαι πιο επικίνδυνη από εσένα, πιο δυνατή, δεν τολμάς.

«Ακόμη κι αν μάθαινες πως εγώ ευθύνομαι για τον θάνατο του Άλμπερτ.»

Η σιωπή που απλώνεται έπειτα ήταν... τρομακτική. Ούτε ανάσα, ούτε χτύπος, τίποτε δεν χαλούσε την νεκρική σιγή.

Το γκρι βλέμμα του έγινε ένα με το σκοτάδι. Κράτησε την συμφωνία του.

Ο λαιμός της βρέθηκε στα χέρια του πιο γρήγορα απ' ότι πρόλαβε να πάρει την τελευταία της ανάσα. Και έπειτα το σώμα της χτύπησε στον τοίχο, την πέταξε με δύναμη, τόση που ζαλίστηκε. Και μετά, μετά την πλησίασε με δρασκελιές μεγάλες και την σήκωσε ξανά στο ύψος του.

Τα δάχτυλά του και πάλι έκλειναν τον αέρα στα πνευμόνια της, τίναζε τα πόδια της αδύναμα αλλά ούτε που έδινε σημασία στα ανόητα χτυπήματα που νόμιζε θα τον πονέσουν. Είδε αίμα στον τοίχο, ο Άδης μειδίασε.

Δεν της λέει τίποτε.

Δεν της δίνει την ευχαρίστηση να ακούσει πληγωμένα ή εκνευρισμένα λόγια. Αυτά δεν ήταν ο Άδης.

Ο Εκτελεστής ήταν το παγωμένο βλέμμα καθώς την έβλεπε να πέφτει ξανά και ξανά με δύναμη πάνω στον τοίχο. Ήταν το ανατριχιαστικό μειδίαμα καθώς την πετούσε στο κρύο τσιμέντο και έτρεχε κοντά της μόνο για να μυρίσει το φρέσκο αίμα της πληγής της, για να ακούσει το σιωπηλό, αξιολύπητο κλαψούρισμά της κοντά του.

Και μετά, την πέταξε στο πάτωμα πάλι. Την άκουσε να ουρλιάζει. Και την κλώτσησε. Η φωνή της ακουγόταν σαν το πιο απολαυστικό νανούρισμα.

Δεν θα περίμενε ποτέ να την ακούσει αλλά το τελευταίο της ουρλιαχτό ήταν απλώς μια παράκληση, «σε παρακαλώ, μην μου το κάνεις αυτό» του ζητούσε.

Έβγαλε ένα μαχαίρι που είχε δέσει πάνω του. Τα μάτια της έσφιξαν και μόνο στην υποψία του πόνου. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της, έκλαιγε σιωπηλά γιατί δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τότε ότι ο Άδης τολμά και κάνει τα πάντα. Ήδη είχε γεμίσει με πληγές, μώλωπες και κάποια παλιά τραύματα είχαν ανοίξει. Η λεπίδα που λαμπυρίζει στο ημιφώς του δωματίου την κάνει να θέλει να σηκωθεί και να τρέξει, να φύγει μακριά του.

Έκανε το λάθος να κοιτάξει τα μάτια του.

Έκανε το λάθος να δει την συμφωνία με το σκοτάδι. Έκανε το λάθος να αναγνωρίσει τον λόγο που η ουλή του έμοιαζε ματωμένη μέσα σε αυτό.

Άφησε μερικά ακόμη δάκρυα να τρέξουν στο δέρμα της πριν να νιώσει ξανά το χέρι του γύρω από τον λαιμό της κι εκείνη αφήσει τις προσπάθειες για να απεγκλωβιστεί από το κράτημά του. Τα δάχτυλά του πιέζουν και πιέζουν... πνίγεται, δεν μπορεί να τινάξει τα άκρα της, δεν έχει άλλη δύναμη. Κρατά όμως τα χέρια του μέσα στα δικά της, τα αγκαλιάζει καθώς αγκαλιάζουν τον λαιμό της.

«Σου είχα πει, Λιζ, να μην μπεις στον δρόμο μου γιατί θα υπάρξουν συνέπειες.»

Ήταν έντονη η χροιά του καθώς πατούσε σε χαμηλές οκτάβες. Η φωνή του, ακουγόταν πληγωμένη, ψιθυριστή κοντά στον λαιμό της, ήταν όμως για εκείνη εκκωφαντική. Λες και της μιλούσε όντως ένας θεός. Σαν να έφτασε στην βάρκα του Χάροντα και είδε τον Άρχοντα να την πλησιάζει. Ήταν τρομακτικός.

«Πλήγωσες τον Φίλιπ, αυτό δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ.»

Η λεπίδα περνά από το στέρνο της, ανάμεσα από τα στήθη της. Χαράζει μια βαθιά γραμμή, αίμα αναβλύζει ακόμη και τώρα που δεν πιέζει αρκετά.

«Δεν θα σου πάρω την ζωή επειδή πήρες το φως μου μακριά αλλά επειδή πήρες το δικό του.»

Το φόρεμα της πότισε στο αίμα. Η λεπίδα σηκώθηκε και ακούμπησε τον λαιμό της. Τα χέρια της κρατούν τους ώμους του ξεψυχισμένα. Σηκώνει το βλέμμα της δίχως πολλές αντοχές. Κλαίει σιωπηλά, με αναφιλητά κάπου-κάπου.

«Ήσουν το φως του, Λιζ. Κι έγινες το χειρότερο σκοτάδι του. Δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ.»

Γιατί ο Τζάκσον είναι το καλύτερο που του συνέβη αλλά η Λιζ το χειρότερο.

Η λεπίδα περνά από τον λαιμό της ήρεμα.

«Σε αγάπησε.»

Νερό με αίμα καταλήγουν στο στέρνο της.

«Κι εγώ τον αγάπησα. Θα του το πεις;» του ψιθυρίζει.

«Δεν του άξιζε η αγάπη σου.»

«Κάνε μου αυτή τη χάρη» ξεψυχά λίγο-λίγο, «πες του ότι λυπάμαι. Ότι...» λίγο ακόμη πατά τη λεπίδα στον λαιμό της, χάνεται η ζωή από μέσα της, «...τον αγάπησα και ότι θα τον περιμένω».

Ο Άδης χαμογέλασε. Η λεπίδα σηκώθηκε από τον λαιμό της. Και βυθίστηκε στην καρδιά της. Έπειτα, στην κοιλιά, ξανά στον λαιμό, όπου μπορούσε την διαπερνούσε με την λεπίδα. Στην αρχή, άκουσε μερικά επιφωνήματα πόνου. Μα έπειτα ο Χάροντας τον κοίταξε και έφυγε με την ψυχή της στην βάρκα του.

Ο Αφέντης κοίταξε τον πιο πιστό του δούλο απ' όλους. Ο Κέρβερος όρμησε πάνω της, ξέσκισε την σάρκα της, γεύτηκε τις αμαρτίες στα κοφτερά σαγόνια του και πικράθηκε από το δηλητήριο της ψυχής της.

Τα αποφάγια της πετάχτηκαν σε μιαν άκρη, εκεί όπου βρίσκονταν οι καταραμένοι, οι αμαρτωλοί, οι χειρότεροι όλων. Ανάμεσα τους και ο Τζάσπερ, μια ψυχή φυλακισμένη σε δηλητήριο.

Αυτές οι ψυχές δεν θα συναντούσαν ποτέ εκείνες που περίμεναν καρτερικά τους αγαπημένους τους.

Ο Τζάσπερ δεν συνάντησε ποτέ την ψυχή της Τζούλιαν στο σπιτικό του γιού τους. Δεν πήρε καμία λύτρωση.

Έτσι, λοιπόν, ο Εκτελεστής, ο Τιμωρός, φρόντισε η Λιζ να μην συναντήσει ποτέ την ψυχή του Φίλιπ. Το μαρτύριό της, να τον περιμένει αιώνια.

.........................

Κρατούσε τα μαλλιά της στην χούφτα του καθώς ανέβαινε τις σκάλες για το μεγάλο γραφείο του Φίλιπ. Η εικόνα του ήταν αποκρουστική. Είχε αίματα στο πρόσωπό του, στα χέρια του, στον λαιμό του, στα ρούχα του. Είχε στάχτες κάτω από τα μάτια του, μαύρο καπνό στα χέρια του από τις φλόγες που τύλιξαν το σπίτι.

Επικρατεί μια ησυχία στο σπίτι της Οικογένειας.

Τα βαριά βήματά του ακούγονται στον όροφο και ο ήχος από το σώμα της που χτυπά στα σκαλιά συνοδεύει την άφιξή του. Είναι εξαντλημένος αλλά φτάνοντας μπροστά από την τεράστια πόρτα του γραφείου την σηκώνει ξανά στα χέρια του. Την κρατά στην αγκαλιά του, σαν να της αξίζει. Την κρατά μονάχα επειδή εκείνος την αγάπησε.

Άνοιξε απότομα με το πόδι του την πόρτα και στάθηκε σοβαρός, παγωμένος στην είσοδο κοιτώντας τον Φίλιπ. Δεν είχε σηκώσει τα μάτια του, ήξερε πως ο Άδης κατέφτασε για να γιορτάσουν κι αυτή την επιτυχή εκτέλεση.

Αλλά αυτή τη φορά δεν άκουσε τίποτε. Και την ώρα που το βλέμμα του υψώθηκε στην πόρτα, ο Άδης ξεκίνησε να πλησιάζει.

Την κατάλαβε. Η Λιζ βρισκόταν νεκρή στην αγκαλιά του. Και η καρδιά του σταμάτησε, τα μάτια του γούρλωσαν. Κοίταξε τον Άδη, τον Αφέντη του Κάτω Κόσμου, τον κοίταξε περιμένοντας απαντήσεις.

«Μου είπε πως σε αγαπάει πριν πεθάνει.»

Άκουσε την φωνή του να σπάει.

«Μου είπε πως λυπάται για όσα συνέβησαν.»

Μια καρδιά σταμάτησε να χτυπά.

«Μου είπε πως θα σε περιμένει.»

Μια ανάσα τρέμει. Δύο μάτια παγώνουν.

«Της είπα πως δεν θα την συγχωρήσω ποτέ που σε πλήγωσε έτσι.»

Δύο χείλη μισάνοιξαν.

«Αλλά ούτε εσένα θα συγχωρήσω γιατί εκείνος πέθανε εξαιτίας της και δεν το έμαθα νωρίς.»

Δύο δάκρυα πέφτουν. Ένα στο πρόσωπό του Άρχοντα κι ένα στου Αρχηγού.

«Γιατί αν το ήξερα νωρίτερα η Ρωξάνη δεν θα έφευγε.»

Δέθηκε ένας κόμπος στον λαιμό του.

«Και αν η Ρωξάνη δεν έφευγε εγώ θα ήμουν για λίγο ακόμη ευτυχισμένος.»

Κάνει δύο βήματα κοντά του. Το σώμα της στα χέρια του, αίμα ξεραμένο να του λέει μια ιστορία που ο ίδιος ο τιμωρός δεν θα πει ποτέ του.

«Αν αυτό σημαίνει ότι θα πεθάνω, να ξέρεις δεν με ενδιαφέρει.»

Πετά το σώμα της πάνω στο γραφείο του. Ο Φίλιπ πισωπατεί, δεν την κοιτά αλλά ψάχνει το φως στο γκρι του Εκτελεστή.

«Αλλά, πριν να πάρει την απόφαση σου, επίτρεψε μου να σου παραδώσω την Πρώτη Κυρία. Μπορεί να μην της άξιζε αλλά αξίζει σε εσένα.»

Τα δάκρυα του Φίλιπ ξεκινούν. Μα όσο θολά κι αν βλέπει, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει την μορφή του που κάνει μερικά βήματα πίσω. Δεν μπορεί να μην καταλάβει πως ο Άδης γονατίζει μπροστά του. Και περιμένει.

Ο Αρχηγός ανασαίνει. «Άδη, αφοπλίσου

Γονυπετής, κάνει ακριβώς ό,τι του λέει. Βγάζει τα μαχαίρια από τις θήκες τους, εμφανίζει τα όπλα του και τα αφήνει μπροστά του. Σκύβει το κεφάλι. Ταπεινώνεται στον επίγειο αρχηγό.

«Σήκω, Γκάμπριελ.»

Δεν τον ακούει. Κρατά το κεφάλι του κατεβασμένο.

«Σε παρακαλώ, σήκω.»

Ο άνδρας με τα βρώμικα ρούχα είναι ανίκανος. Προσπαθεί αλλά δεν μπορεί, είναι βαριά τα άκρα του, δεν αντέχει να υψώσει το βλέμμα του στον αρχηγό του, δεν αντέχει το βάρος μέσα του, της ψυχής του, την σκέψη πως είναι και πάλι μόνος του.

Ο Φίλιπ δεν καταλαβαίνει γιατί δεν σηκώνεται. Και όταν τον βοηθά να σταθεί στα πόδια του, μόνο τότε βλέπει τα δακρυσμένα μάτια του.

«Τι συνέβη;» του ψιθυρίζει.

«Έφυγε, Φίλιπ. Έμαθε κι έφυγε.»

Αν κάνεις λίγη ησυχία θα ακούσεις στην άλλη άκρη της πόλης τον καλλιτέχνη να προσπαθεί να σκίσει τον καμβά. Και καθώς ο καλλιτέχνης προσπαθεί να καταστρέψει το έργο τέχνης, εκείνο σφίγγει τα χείλη από πόνο.

Κρατά στιβαρά το στήριγμά του και καταπίνει τον πόνο που ντύνεται επιφώνημα. Δεν θα σκιστεί το ύφασμα αλλά ο καλλιτέχνης προσπαθεί.

Το κόκκινο είναι εκεί. Έντονο, ζωηρό.

Όλα ξεκίνησαν από αυτό, γιατί δεν σταματούν τώρα;

Είναι φαύλος κύκλος, θυμάσαι;

Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να καταστρέψει το έργο τέχνης.

Οπότε αφήνει και την τελευταία του προσπάθεια μέσα στο ατελιέ του. Τα φώτα κλείνουν, το καβαλέτο στέκεται στην μέση του δωματίου γεμάτο με αίματα από τον καμβά.

Ο χρόνος περνά, λίγο-λίγο, ο χρόνος χάνεται και το έργο τέχνης σκονίζεται. Μένει μόνο του και χάνει το χρώμα του. Αυτό το κόκκινο το έντονο, τώρα μοιάζει ξεθωριασμένο. Μην βιαστείς να πεις τίποτε, όμως.

Γιατί ο καλλιτέχνης μπορεί να έφυγε αλλά βρέθηκε μπροστά από τις πύλες του Κάτω Κόσμου πολλάκις.

Αυτή την τελευταία, κατάφερε να τις κοιτάξει δίχως να βλεφαρίσει. Είναι σκοτεινές μα είναι και γνώριμες. Βρίσκονταν εκεί τόσο καιρό μα ούτε που τις είχε παρατηρήσει. Ανατρίχιασε κοιτώντας το απέραντο σκοτάδι που απλώνεται πίσω τους.

Θα ήθελε να κάνει ένα βήμα πιο κοντά αλλά πισωπατεί. Δεν τρέχει, χάνεται σιγά-σιγά καθώς οι μέρες περνούν. Η μνήμη των πυλών δεν ξεθωριάζει.

Φρόντισε εκείνος να μείνουν ανεξίτηλες στο μυαλό της.

»«»«»«

Παιδιά. Η Λιζ πέθανε.

Παιδιά. Πως νιώθετε; Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο; ΤΙ ΕΧΕΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ; Θα περιμένω ήσυχη τα σχόλιά σας και τις αντιδράσεις σας.

Επίσης, για να μην το ξεχάσω... Θυμάστε την δεύτερη φορά που σκότωσε ο Άδης; Κεφάλαιο Οκτώ, Death in the Afternoon το ποτό του κεφαλαίου, παρελθοντικό κομμάτι! Εκεί θα θυμηθείτε τον άνδρα που έκανε τον Άδη να οπλίσει και να προστατεύσει τον Ρίο. Ρωτούσατε τότε "Γιατί τι έκανε;" και σας έλεγα "θα μάθουμε". Ορίστε μάθαμε.

Πω ρε παιδιά, μπήκαμε στην αγαπημένη μου περίοδο κεφαλαίων. Μπορεί να με επηρεάζουν φουλ γράφοντάς τα αλλά αυτά τα κεφάλαια περίμεναν να γραφτούν μήνες ολόκληρους και τώρα αχ! ΑΧ!

Μπλα μπλα μπλα το άκυρο του σημερινού κεφαλαίου είναι ότι στην προσπάθεια μας να βρούμε καστ, έτσι σιγά σιγά, μετά τον Φίλιπ και την Ρωξάνη, βρήκαμε τον Ρίο. Λοιπόν, εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον θεωρώ ότι πιο σεξι σε dilf υπάρχει εκεί έξω. Ευχαριστώ. Mads Mikkelsen κύριες και κύριοι. Απολαύστε.

Αχ, ανάψαμε και σήμερα. Αυτή τη φορά είχα έτοιμα στεγνά βρακιά και ούτε γάτα ούτε ζημιά! Σας αγαπώ, μακάρι να βρω σύντομα όλο το καστ ουφ! Την αγάπη μου σήμερα την στέλνω στα αγόρια μου, Φίλιπ και Άδη που πονάνε, πολύ.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top