𝑇𝑤𝑒𝑛𝑡𝑦-𝑜𝑛𝑒. 𝐵𝑙𝑎𝑐𝑘 𝑉𝑒𝑙𝑣𝑒𝑡

Η Λιζ είχε περάσει πολλές μέρες στα υπόγεια. Δεν ήταν στην κηδεία του Άλμπερτ, εννοείται, δεν την επισκεπτόταν κανένας. Ακόμη κι ο Γκάμπριελ που δεν γνώριζε τον λόγο που η κοπέλα βρισκόταν στα υπόγεια, δεν θέλησε ούτε μια στιγμή να την δει.

Βέβαια, όταν ρώτησε γιατί είναι τόσες μέρες εκεί, ο Ρίο δεν απάντησε ευθέως. «Έχουμε τους λόγους μας, Γκάμπριελ» του είπε ο Φίλιπ και τον κοίταξε αυταρχικά. Ο λογιστής ένευσε, το θέμα δεν τον αφορούσε –σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να φύγει.

Ο Ρίο όμως, που καθόταν στην θέση του Άλμπερτ, ή τουλάχιστον την θέση του μέχρι πρότινος, τον σταμάτησε. Σήμερα το βράδυ ήταν το επίσημο συμβούλιο για την ανακοίνωση του διαδόχου. Ο Γκάμπριελ δεν μπορούσε να φύγει.

«Θα καθίσεις λίγο ακόμη;»

«Έχω μερικές δουλειές στην πόλη.»

Ο Φίλιπ τον κοίταξε απορημένος. «Τι δουλειές;»

«Ψάχνω σπίτι. Να μείνω.»

Ο φίλος του ξεροβήχει. Το ήξερε εκείνος, το είχαν συζητήσει τις προάλλες. Ο Ρίο όμως δεν το γνώριζε. «Γιατί να φύγεις;»

«Έφτασα ολόκληρος άντρας τώρα πια, έχω άλλη καθημερινότητα, άλλες ανάγκες. Και το δωμάτιο μου δεν με χωρά τώρα.» Βασικά δεν χωρά τα όπλα του

«Κάθισε, Γκάμπριελ, πρέπει να συζητήσουμε κάτι προτού φύγεις.»

Ο νέος άνδρας είχε ραντεβού με τον μεσίτη της Οικογένειας στις τέσσερις και ήταν ήδη τρεις και τέταρτο. Κι αυτή η συζήτηση δεν έμοιαζε να θέλει να τελειώσει νωρίς, χωρίς καν να έχει αρχίσει. Με ένα γρήγορο μήνυμα τον ενημερώνει πως η συνάντηση μετατίθεται για την επόμενη και ο μεσίτης δέχτηκε αμέσως. Είχε έναν ανεξήγητο φόβο για τον διάδοχο του Ρίο, έτσι δεν φοβόταν κανέναν άλλον από την Οικογένεια. Μόνο εκείνο. Και ο Γκάμπριελ βέβαια κοιτούσε να το εκμεταλλευτεί. Έβαλε το κινητό του στην εσωτερική θήκη από το σακάκι του και κάθισε ξανά.

«Τι συνέβη; Γιατί τέτοια σοβαροφάνεια;»

Και όχι. Δεν έφταιγε ο θάνατος του Άλμπερτ. Ήταν απώλεια, ναι, αλλά στο μυαλό του ήταν απώλεια επίθεσης και γι' αυτό ήταν προετοιμασμένοι από την πρώτη μέρα που αντιλήφθηκαν την επικινδυνότητα του υποκόσμου. Εξάλλου μετά την κηδεία, ο θρήνος κράτησε δύο μέρες και έπειτα το πένθος έμενε μονάχα στις καρδιές όλων. Όλα τα υπόλοιπα συνέχισαν να κινούνται στους συνήθεις τους ρυθμούς.

«Η Οικογένεια δεν έχει Αρχηγό Γκάμπριελ. Γι' αυτό είμαστε εδώ.»

Εκείνος γέλασε. «Αν είναι γραφειοκρατικό το ζήτημα μπορώ να υπογράψω όπου θέλετε.»

«Το θέμα είναι ποιος θα πάρει την θέση του Άλμπερτ.»

Ο Φίλιπ ακούγεται αρκετά σκεπτικός. Έχει χαμηλωμένο κεφάλι και η φωνή του είναι ασταθής, όχι όπως συνήθιζε. Και θα έλεγε κανείς πως τώρα που πάτησε τα τριάντα και κάτι, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.

Ο Γκάμπριελ πάντως του κοίταξε μπερδεμένος.

«Εγώ ψηφίζω Ρίο για αρχή και σε έναν χρόνο Φίλιπ, να τα έχει συνηθίσει λίγο.»

«Θα ήταν ευγενικό να μην το παίζεις χαζός. Η επιλογή είναι ανάμεσα σε εσένα και τον Φίλιπ. Εγώ δεν θα γινόμουν ποτέ Αρχηγός, δεν ήθελα. Αλλά τώρα είστε οι δύο σας. Και πρέπει να αποφασίσουμε ποιος θα είναι αυτός που θα αναλάβει.»

Ο Ρίο που καθόταν τώρα σηκώθηκε και περπατά στο δωμάτιο αφήνοντας το τακούνι από τα σκαρπίνια του να ηχήσει στον χώρο. Το γιλέκο πάνω από το πουκάμισο είναι μια προσθήκη που του άρεσε τώρα τελευταία, του πάει κιόλας. Δημιουργεί την τέλεια εικόνα συνταξιούχου λογιστή της Οικογένειας.

«Νόμιζα ότι αυτό πήγαινε με την κληρονομιά. Είναι τίτλος που ανήκει στον Φίλιπ, έτσι δεν είναι;»

Ο φίλος του κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. Όχι, δεν είναι έτσι.

«Σήμερα το βράδυ έχουμε συμβούλιο με την υπόλοιπη Οικογένεια και θα πρέπει να αναδείξουμε οι τρεις μας ποιον θα θέσουμε σαν αρχηγό. Οπότε τώρα, θα το βρούμε.»

Ο Ρίο είχε στα μάτια του την ελπίδα να αναλάβει ο Γκάμπριελ. Ήταν πιο μεθοδικός, μελετούσε κάθε του κίνηση σωστά, το μυαλό του έκανε ταυτόχρονα πολλά σενάρια και ήξερε πώς να επιλέγει το σωστό. Δεν ήταν επιπόλαιος αν και νεότερος αλλά είχε σταθερές θεωρίες και αρχές που ακολουθούσε σε κάθε του βήμα. Εκεί βασιζόταν κι όλη η επιτυχία του Άδη εξάλλου.

Δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο θα μπορούσε να κυριαρχήσει στον υπόκοσμο αν γινόταν Αρχηγός και ήταν ταυτόχρονα και Εκτελεστής, ο Τιμωρός.

Σχεδόν ανατρίχιαζε στην σκέψη του γιου του να κάνει κουμάντο, να βάζει τα πράγματα στην θέση τους, να φέρνει ισορροπία στο φως και το σκοτάδι της Οικογένειας.

Αλλά ο Γκάμπριελ δεν είχε αυτά τα σχέδια.

«Δεν είμαι πλασμένος γι' αυτήν την θέση. Νομίζω ο Άλμπερτ θα ήθελε τον Φίλιπ οπότε κι εγώ αυτόν στηρίζω.»

Ο Φίλιπ βέβαια ήξερε καλύτερα.

«Ο πατέρας μου θα ήθελε σίγουρα εσένα.»

«Αυτό δεν είναι αλήθεια.»

«Αυτό είναι η αλήθεια», προσθέτει ο Ρίο.

«Άφησε καμία διαθήκη και δεν το ξέρω;»

Ο Φίλιπ χαμογέλασε. «Μίλησε στον Ρίο. Οπότε η θέση είναι δικιά σου. Κι εγώ πιστεύω θα ήσουν ιδανικός Αρχηγός. Μπορούμε να το ανακοινώσουμε σήμερα κιόλας.» Πάει να σηκωθεί αλλά ο λογιστής δεν τον αφήνει.

«Για μισό λεπτό, δεν θα ανακοινώσουμε τίποτα, Ρίο δεν θα πεις κάτι;»

«Ο Άλμπερτ ήθελε εσένα. Κι εγώ εσένα θέλω. Και ο Φίλιπ εσένα.»

«Δεν θέλω εγώ.»

Ο Ρίο ξεφυσά, ο Φίλιπ κάθεται ξανά. «Γιατί δεν θέλεις;»

«Εσύ, Φίλιπ, γιατί δεν θέλεις;»

«Γιατί δεν είμαι ιδανικός.»

«Ούτε εγώ είμαι.»

Ο άνδρας με τα καστανά ανάκατα μαλλιά τον κοιτά. Γελάει έπειτα. «Γκάμπριελ σε παρακαλώ, δες λίγο πέρα από την μύτη σου και μετά έλα πες μου ποιος είναι ο κατάλληλος και ποιος όχι.»

«Λες μαλακίες Φίλιπ, ακούς;»

«Εγώ λέω; Αλήθεια;»

Σηκώνονται και οι δύο όρθιοι.

«Απλώς δεν θέλεις την ευθύνη. Δεν θέλεις την ευθύνη του να είσαι Αρχηγός, δεν θέλεις να σηκώνεις το βάρος των πράξεων σου, δεν θέλεις να έχεις συνέπειες. Και θες να τα φορτώσεις σε εμένα που γνωρίζεις πως μπορώ να τα δεχτώ και να τα χειριστώ. Αλλά εγώ δεν κάνω γι' αυτήν την θέση. Δεν την θέλω, θα μας καταστρέψει όλους.»

Ο Ρίο θέλει να επέμβει. Ο Φίλιπ κάνει ένα βήμα κοντά στον φίλο του.

«Αν δεν μπεις θα μας καταστρέψεις δεν το καταλαβαίνεις;»

«Είμαι ένα γαμημένο ορφανό που το μάζεψε ο Ρίο όταν ήταν δώδεκα επειδή ήταν το παιδί της μεγάλης του αγάπης. Το ξέρω ότι το ξέρουν όλοι, ξέρω επίσης τι σκέφτονται, τι ψιθυρίζουν που και που. Δεν έχω κύρος για εκείνους, με βλέπουν και σκέφτονται το παρελθόν μου κάπου-κάπου. Με σέβονται, ναι, με ακούν, με προσέχουν αλλά ο Αρχηγός πρέπει να μην τους δημιουργεί ανασφάλεια. Δεν με θέλετε Αρχηγό. Μπορώ να σε βοηθάω Φίλιπ, μαζί θα είμαστε σε αυτό από την Αρχή μέχρι το τέλος, αλλά δεν θα πάρω εγώ τον τίτλο. Δεν με θέλουν εκείνοι και αυτοί κάνουν την Οικογένεια.»

Εκείνος βαριανασαίνει και νιώθει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.

«Επίσης, είμαι ο Άδης. Και θα είμαι πάλι στο στόχαστρο. Θα είναι πιο εύκολο να με καταλάβουν αν γίνω Αρχηγός. Και μεταξύ μας, εγώ είμαι καλός Άδης αλλά θα γίνω ένας μέτριος επικεφαλής εδώ μέσα. Εξάλλου είμαι λογιστής. Η θέση μου είναι το δεξί σου χέρι. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.»

Ο Ρίο σκύβει το κεφάλι του. Απογοητεύεται. Έχει δίκιο.

«Θα κάνουμε μια συμφωνία, Φίλιπ.»

Τα μάτια του φίλου του είναι υγρά. Δε μπορεί να προσανατολίσει τον λόγο αλλά καταλαβαίνει.

«Εσύ ο Αφέντης του Υποκόσμου και εγώ ο Κυρίαρχος του Κάτω Κόσμου. Η μόνη συμφωνία. Και για τον πρώτο καιρό μπορώ να διαχειρίζομαι τα πράγματα μέχρι να προσαρμοστείς αλλά εσύ θα έχεις τον τίτλο. Μόνο αυτό μπορώ να κάνω.»

«Δεν μπορώ να το κάνω...» το σιγομουρμουρίζει λες και είναι μυστικό. Μα όντως δεν μπορεί να το κάνει. Κι εδώ ίσως και να οφείλεται το πένθος.

«Θα αναγκαστείς να μπορέσεις. Θα είμαστε μαζί σε αυτό, αυτή είναι η συμφωνία εξάλλου. Είσαι μέσα;»

Ο Φίλιπ τον παίρνει αγκαλιά γεμάτος ευγνωμοσύνη.

Ο Ρίο τους κοιτά, ανασαίνει βαθιά και σκέφτεται τον Άλμπερτ. Αν εκείνος ήταν εκεί, αν εκείνος απλώς αποχωρούσε, θα μπορούσε να ορίσει τον Γκάμπριελ διάδοχο χωρίς αυτές τις συμφωνίες. Ο Ρίο το ξέρει, κάποια στιγμή ο Φίλιπ θα τους καταστρέψει.

Στην αγκαλιά των δύο φίλων βλέπει ελπίδες να γεννιούνται μα εκείνος τις κοιτά να καίγονται την στιγμή που ανοίγουν τα φτερά τους. Ο Άλμπερτ έφυγε και άφησε πίσω του ένα μέλλον που ο Ρίο εύχεται να μην ζήσει για να το δει.

Βασικά, εύχεται απλώς να βγει λάθος.

Εν τέλει, ίσως και να μην είχε δίκιο όμως.

............

Η Ρωξάνη μετά τον χορό μπορεί να τον φίλησε φευγαλέα στα χείλη μα έπειτα πλησίασε προς την μπάρα με τα ποτά και ζήτησε ένα δυνατό κοκτέιλ κατά προτίμηση την σπεσιαλιτέ του μπάρμαν. Όλα για εσένα της είπε και άκουσε την καρδιά της να τρεμοπαίζει, δεν είμαι δα και κάτι σημαντικό της ψιθύρισε και ένιωσε το στήθος της να γεμίζει με λόγια πολλά, είσαι σημαντικός για εμένα ήθελε να του φωνάξει.

Ο Γκάμπριελ δεν την ακολούθησε στο μπαρ, είδε το σκοτεινό πράσινο στα μάτια της και δεν θέλησε να την πιέσει. Ήδη το είχε κάνει αρκετά.

Περπάτησε μέχρι τον Ρίο και τον Φίλιπ, που μιλούσαν με μερικούς άλλους της Οικογένειας και παρόλο που έγνεφε και συμφωνούσε με όσα ακούγονταν, εκείνος είχε στο μυαλό του εκείνη. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους έχει έναν περίεργο τόνο, δεν μπορεί να το προσδιορίσει, μα όταν οι ματιές τους συναντιούνται αισθάνεται τον κόμπο στον λαιμό να σφίγγεται και τα μάτια της του μιλάνε.

«Συνέβη κάτι;» τον ρωτά ο Φίλιπ, ύστερα από λίγο. Αδύνατον να του κρυφτεί.

«Αν μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, τι θα άλλαζες στην ζωή σου;»

Ο Αρχηγός γελάει, πίνει λίγο από το ποτό του και τον κοιτά. Δεν περίμενε αυτή την ερώτηση, πίστευε ότι θα ήταν μια συζήτηση για ερωτικά και συντρόφους μιας που φαίνεται το πρόβλημα του Γκάμπριελ έχει να κάνει με την Ρωξάνη.

 «Δεν θα έβαζα την Λιζ στην ζωή μου.»

Ο Γκάμπριελ υψώνει τα μάτια του σε εκείνον. Σίγουρος για την απάντησή του αρκετά, ο Φίλιπ του χαμογελά. «Γιατί;»

«Γιατί μου έδωσε το καλύτερο και έγινε το χειρότερο κομμάτι μου. Εσύ; Εσύ τι θα άλλαζες;»

Κάπως ρητορική θα έλεγε κανείς είναι η ερώτηση. Ρωτάς ένα παιδί που είδε την μαμά του να πεθαίνει τι θα άλλαζε; Ρωτάς ένα παιδί που βασανίστηκε; Που σκότωσε; Που βασάνισε και τιμώρησε; Που κουβάλησε ψυχές και ψυχές; Ρωτάς εκείνο το παιδί τι θα άλλαζε;

Απάντηση δεν παίρνει.

«Με την Ρωξάνη τι συνέβη;»

Πάλι δεν παίρνει απάντηση. Τον κοιτά να αφήνει το ποτήρι του στην άκρη και να προχωρά προς το μέρος της κοπέλας με τα ίσια μαλλιά για σήμερα και τα πράσινα μάτια. Τον κοιτά που κλείνει το σακάκι του στο ένα κουμπί και αισθάνεται τους ώμους του να ανεβαίνουν και έπειτα να κατεβαίνουν σε μια ανάσα θάρρους που δεν πίστευε πως κρατούσε.

Ο Ρίο πλησιάζει τον άνδρα και τον κοιτά με νόημα. «Τι έγινε με αυτούς;» Ο Φίλιπ ανασηκώνει τον ώμο του και πίνει κι άλλο ουίσκι. Οι δύο τους επιστρέφουν στις άσκοπες συζητήσεις του νέου έτους ενώ ο Γκάμπριελ έχει φτάσει δύο βήματα μακριά της.

Τον κοιτά, με στόμα γεμάτο με ποτό και δύο πράσινα μάτια που μετανιώνουν για αυτή την ένταση. Και τι νόημα είχε πια που η Λιζ τον είχε γευτεί; Και τι νόημα είχε που εκείνη τον είχε νιώσει; Είχε. Είχε πολύ νόημα. Μα τα μάτια του λένε μια άλλη ιστορία.

Κάνει δύο βήματα κοντά της, το κορμί του ακουμπά στο καθισμένο δικό της. Δεν της λέει κάτι, διαβάζει βέβαια τα μάτια της, όπως συνήθιζε από πάντα.

«Θέλεις να φύγουμε;»

Τα ακροδάχτυλά της ακουμπούν το σακάκι του, τα μάτια της υψώνονται και φτάνουν τα δικά του. Γνέφει ενοχικά, σαν να κάνει λάθος. «Εσύ; Θέλεις;»

Σφίγγει το δέρμα της στο δικό του. Μπλέκει τα δάχτυλά τους, την σηκώνει όρθια και την φιλά απαλά, ήρεμα, απλά για να της πει πως και για εμένα είσαι σημαντική, περισσότερο από όσο νομίζεις.

Η Ρωξάνη τον απολαμβάνει, πολύ.

Τον ακολουθεί μέχρι την μεγάλη παρέα του Ρίο και του Φίλιπ έπειτα από λίγο, έχοντας γύρει στο πλευρό του, χαμογελώντας ευχόμενη καλή συνέχεια σε όσους αποφασίσουν να τραβήξουν την βραδιά μέχρι το ξημέρωμα. Ο ένας τον αγκαλιάζει, ο άλλος προσπαθεί να τον πείσει μα και οι δύο φιλούν σταυρωτά την Ρωξάνη τελικά και ύστερα από λίγο βρίσκονται στο αυτοκίνητο, σιωπηλά να περνούν τα φώτα της πόλης.

«Θα μείνεις μαζί μου;»

Το βλέμμα του ταιριάζει φευγαλέα με το δικό της. Ένα μικρό χαμόγελο έρχεται να σπάσει το σοβαρό του ύφος. Δαγκώνει το ούλο του, προσπαθώντας να μην απλώσει το μεγαλύτερο χαμόγελο που μπορούσε.

Στρίβει στην επόμενη στροφή, το χέρι του αφήνει τον λεβιέ για να πιάσει το χέρι της. Ο αντίχειράς του χαϊδεύει το δέρμα της, η Ρωξάνη θέλει να του μιλήσει. Θέλει να ανοίξει το ραδιόφωνο και να σιγομουρμουρίσει ένα ρυθμό. Μένει στον λήθαργο μέχρι που φτάνουν σπίτι της, μέχρι που μπαίνουν στο ασανσέρ, το περιβόητο.

Ξαπλώνει στο στέρνο του, εκείνος παίζει με τα μαλλιά της.

«Χάλασα την βραδιά μας;»

Η ερώτησή της του προκαλεί ένα γελάκι μικρό, σχεδόν άηχο. Την φιλά σηκώνοντας το πρόσωπό της κοντά του. «Λες βλακείες, ήταν πολύ όμορφα σήμερα.»

«Δεν ξέρω τι με έπιασε. Μάλλον είμαι πολύ ζηλιάρα, δεν το περίμενα.»

«Πέρασες καλά; Το ευχαριστήθηκες; Μήπως μετάνιωσες που ήρθες; Εμένα αυτό με ενδιαφέρει, να πέρασες όμορφα, όπως εγώ.»

Φτάνουν στον όροφο της. Ανοίγει τη πόρτα, τον τραβά δίπλα της και μπαίνουν στο διαμέρισμα κουρασμένοι αρκετά. Και όσο εκείνος της ξεκουμπώνει το φόρεμα, δίπλα από το διπλό κρεβάτι της, εκείνη ανασαίνει βαθιά. «Πέρασα πάρα πολύ όμορφα», του λέει σιγανά, παραλείποντας πως μαζί του πάντα είναι όμορφα. Οι ώμοι της στέκονται γυμνοί μπροστά του, ο πειρασμός να τους χαϊδέψει, να φιλήσει το δέρμα της τραβώντας στην άκρη τα μαλλιά της... Το χνώτο του φτάνει στον λαιμό της, εκείνη στραβοκαταπίνει.

Αισθάνεται τα χέρια του να κατεβάζουν το ύφασμα λίγο πιο κάτω, το φερμουάρ ανοίγει εντελώς. Το μαύρο, εντυπωσιακό φόρεμα έγινε ξαφνικά και πάλι ύφασμα στα μάτια του, τώρα που εκείνη δεν του δίνει ζωή. Κοιτά την πλάτη της, ετοιμάζεται να την ακουμπήσει, διστάζει.

Έβγαλε το πουκάμισο του, δέρμα καυτό αντάμα σε δέρμα σημαδεμένο και δύο ανάσες που γεμίζουν το δωμάτιο με αέρα επιθυμίας.

Το παντελόνι του βρέθηκε στο πάτωμα έπειτα από λίγο.

Η Ρωξάνη μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα, κάλεσε και εκείνον κοντά της να περάσει το χέρι του μέσα από το εσώρουχό της, να χαϊδέψει το γυμνό στήθος της. Τέντωσε τον λαιμό της, τον άφησε να φιλήσει το δέρμα της, τα κόκκαλά της. Και όταν το χέρι του έβγαλε το εσώρουχο εντελώς, εκείνη του έδωσε χώρο να της χαρίσει ένα ακόμη ταξίδι στο απόλυτο.

 Δεν του είναι δύσκολο να βρει το πιο ευαίσθητο σημείο της. Ήταν ζεστό και κάτω από το άγγιγμά του, το ερεθισμένο είχε μια υγρασία που έκανε τα δάχτυλά του να συρθούν από τη σχισμή μέχρι και την κλειτορίδα της εύκολα, όμως επικίνδυνα απολαυστικά. Η κοφτή της ανάσα, το κλαψούρισμά της για μια εισχώρηση είναι αυτά που τον αφήνουν να την βασανίσει λίγο ακόμη.

Μα τα δάχτυλά του την γεμίζουν και την αδειάζουν λυτρώνοντας το ακορύφωτο έπειτα από λίγο, με την καμπύλη της μέσης της να μειώνεται κάθε που την κολλά πάνω του. Μικρές ανάσες ηδονής και μικρά αγκομαχητά που του δίνουν αυτοπεποίθηση να αυξήσει τον ρυθμό του.

Τον αισθάνεται που επηρεάζεται κι εκείνος, ορθώνεται και σκληραίνει σε κάθε τους τριβή, σε κάθε τόξο που σχηματίζει, σε κάθε φωνή που συνοδεύει μια εισχώρησή του.

Το ύφασμα που τους χώριζε τώρα είναι παρελθόν. Η πλάτη της ακουμπά στο στρώμα κι εκείνος από πάνω της, ανοίγει τα πόδια της λίγο πιο πολύ. Κρατά την στύση του περιμένοντας την να του γνέψει, να τον δεχτεί. Μα το κλαψούρισμά της, το «σε θέλω τόσο πολύ», η υγρή της αίσθηση... δεν του αφήνει περιθώρια.

Μπαίνει μέσα της, την γεμίζει, την αισθάνεται να πάλλεται κόντρα σε εκείνον, την νιώθει την ωθεί τον εαυτό της πιο κοντά του, την γεμίζει ολόκληρη. Το πονεμένο της ύφος δεν τον σταματά, την φιλά στο μέτωπο, την φιλά στα χείλη, στα μάγουλα, στον λαιμό και παίρνει κάθε ίχνος πόνου μακριά. Την αδειάζει και την ακούει που ζητά να την γεμίσει πάλι.

Αυτή τη φορά δεν είναι επιθετικός, δεν είναι γρήγορος και κοφτός. Κι όσο και να της άρεσε εκείνος ο Γκάμπριελ, αυτή η εκδοχή του, του ήρεμου, του τρυφερού, με τις απαλές κινήσεις και τις ευγενικές έλξεις μέσα της, αυτή η πλευρά του είναι εξίσου ερεθιστική.

Πιάνει την μέση της, πιάνει το στήθος, έπειτα τον λαιμό της, σηκώνει το πόδι της πιο ψηλά, την γεμίζει και την αδειάζει, μπαίνει και βγαίνει με μεγαλύτερη συχνότητα όσο η υγρασία μεγαλώνει και η πίεση στον εαυτό του αυξάνεται.

«Πες μου, είναι ξεχωριστά μαζί μου;»

Κλείνει τα μάτια του, της χαμογελά, την γεμίζει λίγο πιο έντονα από πριν μα και πάλι τρυφερά και την κοιτά δίνοντας την απάντησή του στις διεσταλμένες κόρες του. «Είναι απερίγραπτα.»

Τον φιλά, αφήνει το δικό της αγκομαχητό μέσα στα χείλη του και ωθεί τον εαυτό της πάνω του, θέλει να τον αισθάνεται ολόκληρο, κι ας πονάει. Είναι ωραίος αυτός ο πόνος. Κι άλλο βογκητό, ένα ακόμη και θέλει όλο και πιο έντονα.

«Ήταν καλύτερη από εμένα;»

Το γκρι βλέμμα του ψάχνει το πράσινο δικό της. Δεν αφήνει την ηδονή να του πάρει μακριά την ένταση. «Καμία δεν είναι σαν εσένα.»

«Σε συμπλήρωνε όπως το κάνω εγώ;»

«Όχι, όχι δεν το έκανε.»

Μια ακόμη εισχώρηση, λίγη ένταση και την γεμίζει με ένα ακόμη κύμα ευχαρίστησης. Την κοιτά, ρίχνει το κεφάλι της πίσω για λίγο, μα το φέρνει κοντά του και πάλι, τον φιλά και ενώνει τις γρήγορες ανάσες τους σε μια, μια που ιδρώνει την ατμόσφαιρα.

Όλο του το σώμα συγχρονίζεται στην κίνηση, η λεκάνη του χορεύει πάνω στην δική της και έτσι όπως είναι ξαπλωμένος στο γυμνό στέρνο της, η ώθηση γίνεται όλο και πιο κοφτά.

«Πες μου, σε παρακαλώ...» παύση, βογκά και τον φιλά, «σε καύλωνε όσο εγώ;»

«Ποτέ και καμία.»

Και πιο κοφτά τώρα, με περισσότερη ένταση, το αισθάνεται, θα τελειώσει μέσα της αν συνεχίσει να του μιλά έτσι. Η κοπέλα αφήνει το βλέμμα της γεμάτο προσμονή να συναντήσει το δικό του. Του χαμογελά, τον φιλά και αφήνει μια κραυγή στην επόμενη επιθετική εισχώρησή του.

«Την θέλησες ποτέ όσο εμένα;»

«Μονάχα εσένα ερωτεύτηκα. Μόνο εσένα θέλω, καμία άλλη.»

Στην τελευταία του εισχώρηση, εκείνη αναφωνεί, κρατά το σώμα του για να τελειώνει όσο εκείνος βρίσκεται μέσα της. Και προτού εκείνος ελευθερωθεί κάπου στο λευκό δέρμα της, εκείνη τον φιλά. Το χέρι της τον τυλίγει, με δύο ή τρεις κινήσεις τον αισθάνεται να φτάνει στην ολοκλήρωση που αποζητά. «Σαν εσένα, κανένας.»

Αυτό χρειάστηκε για να κλείσει τα μάτια του, να παραδοθεί στις συνεχόμενες κινήσεις της και να ελευθερωθεί πάνω της, φιλώντας τα χείλη της, πνίγοντας τα βογκητά εκείνα που για εκείνη είναι το καλύτερο αφροδισιακό.

Ξάπλωσε δίπλα της ανασαίνοντας βαριά. Εκείνη σηκώθηκε και σκούπισε το δέρμα της προτού ξανά πάρει την θέση της δίπλα του. Ακούμπησε το κεφάλι της στο σημαδεμένο του στέρνο, περνώντας τα δάχτυλά του από τις ουλές του.

Σαν εσένα, κανένας.

Το εννοούσε.

Είναι δυνατόν να υπάρξει άλλος σαν εκείνον; Που τον έπλασαν θεοί από χώμα και νερό, σμίλευσαν το σώμα του τα πιο ικανά δάχτυλα, το σπίλωσαν τα πιο αμαρτωλά και του έδωσαν ζωή δύο αθώα πράσινα πετράδια;

Σαν εσένα, κανένας.

Πες μου, όμως, υπάρχει άλλη σαν εμένα;

Την άκουσε, την έντονη σκέψη της. Όχι, αγάπη μου... της απάντησε, σαν εσένα, καμία.

.......................

Ο Φίλιπ την κοιτούσε δίχως να μπορεί να καταλάβει· γιατί;

Γιατί έπρεπε να τα κάνει όλα άνω-κάτω, γιατί έπρεπε να φτάσουν σε αυτό το σημείο, εκείνη να κλαίει κάπου στην άκρη του δωματίου όσο αυτός μεθυσμένος προσπαθεί να μην της δώσει σημασία.

Είναι το χειρότερο που του συνέβη, μα δεν μπορεί να την βλέπει έτσι. Κουλουριασμένη στο καλό της φόρεμα, με μάτια γεμάτα από πασαλειμμένο μακιγιάζ, πρησμένα χείλη...

Κάτι είχε περάσει από το μυαλό του. Κάτι είχε περάσει αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί σε καμία περίπτωση. Έπρεπε να πάρει απαντήσεις... Από εκείνη έπρεπε να πάρει απαντήσεις.

Έκανε να την πλησιάσει, εκείνη μαζεύτηκε, έβαλε τα πόδια της στο στήθος και έκρυψε το πρόσωπό της στο ύφασμα. Ντρεπόταν. Η Λιζ ντρεπόταν, ντρεπόταν που εκείνος την μίσησε, σταμάτησε να την αγαπά μα και πάλι, κάθε φορά που σαν κουρέλι κουλουριαζόταν σε μια γωνία του δωματίου, εκείνος την σήκωνε, πάντα πιωμένος, την βοηθούσε να βάλει τις πιτζάμες της και ξάπλωνε μαζί της στο κρεβάτι που νηφάλιος της είχε απαγορεύσει να ξαπλώσει ξανά. Ντρεπόταν που της συμπεριφερόταν έτσι κι εκείνη δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό της εκείνες τις σκέψεις... εκείνες με την εξουσία, την υποταγή...

Ήθελε να γίνει κάτι. Ήθελε να φτάσει ψηλά. Μα είναι ήδη, θέλει κι άλλο; Είναι η γυναίκα του Αρχηγού, είναι η Κυρία της Οικογένειας. Όμως αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι η γυναίκα κάποιου, η κυρία ενός άλλου. Δεν είναι η Λιζ. Και δεν αισθάνεται πως θα γίνει. Αλλά πρέπει. Πρέπει να προσπαθήσει. Κι άλλο.

Ο Φίλιπ την σηκώνει στην αγκαλιά του. Ακουμπά στο στέρνο του ντροπιασμένη. Σε αγάπησα στ' αλήθεια.

«Θα αλλάξεις μόνη σου ή να σε βοηθήσω;»

Μυρίζει το αλκοόλ καθώς της μιλά, χαμογελά γνωρίζοντας την συνέχεια. Ένα μικρό διάλειμμα από την πραγματικότητα. Πρέπει να το απολαύσει. Η Λιζ δεν κάνει καμία κίνηση να ξεντυθεί, τον αφήνει να της ξεβάψει τα μάτια και να της βγάλει τα ρούχα. Και όσο εκείνος αποχωρίζεται τα δικά του, η γυναίκα του τον κοιτά με μια στιγμιαία μετάνοια για όσα έχει κάνει για εκείνον. Ακόμη και τα παιδιά. Τα μετανιώνει κι αυτά, δεν χρειάζονταν στις ζωές του, μα γνωρίζει πως ο Τζάκσον είναι το καλύτερο που του συνέβη. Οπότε τον αγαπά μονάχα επειδή τον αγαπά εκείνος.

Ο Φίλιπ ξαπλώνει δίπλα της κι εκείνη τον φιλά. Αν δεν είχε πιει θα την έσπρωχνε και έπειτα θα την διέταζε να φύγει, να πάει στο δωμάτιό της. Την φίλησε όμως, χάιδεψε το κορμί της και την πήρε για ακόμη μια φορά, ενθυμούμενοι και οι δύο εκείνη, την πρώτη φορά. Ήταν ερωτευμένοι. Τον αγάπησε και την αγάπησε όντως. Μα αποφάσισε εκείνη να τα καταστρέψει όλα. Όλα για την εξουσία.

Και καθώς εκείνος την φιλά και την γεμίζει, εκείνη σιγοκλαίει. Ξανά.

«Θες να σταματήσω; Σε πίεσα μήπως;» Το πρόσωπό της το κρατά στα χέρια του, σκουπίζει με τον αντίχειρά του το δακρυσμένο δέρμα της και δεν σταματά, απλώς είναι πιο απαλός με τις κινήσεις του. Εκείνη αρνείται γρήγορα.

«Όχι, είμαι εντάξει. Συνέχισε, μην με αφήσεις

Είναι αυτή η στιγμή, που ο Φίλιπ αισθάνεται κάθε ίχνος συναισθήματος που είχε για εκείνη να γεννιέται ξανά, μέσα από στάχτες χρόνων. Και όσο το στήθος της ακουμπά στο στέρνο του, θέλει να μην σταματήσει ποτέ. Θέλει μέχρι το ξημέρωμα να την κατακτά και έπειτα ξανά από την αρχή. Στις πρώτες ακτίνες ήλιου του έχει παραδοθεί πολλές φορές ακόμη.

Τα μάτια της στέρεψαν από δάκρυα και η ευχαρίστηση αντικατέστησε τις τύψεις. Τον κοίταξε που έστριβε ένα τσιγάρο, έτοιμος να το ανάψει. Νόμιζε θα την έδιωχνε, μα δε το κάνει. Κάτι της λέει.

«Κάθε φορά σου υπόσχομαι θα είναι η τελευταία και κάθε φορά αθετώ αυτή την υπόσχεση.»

Η Λιζ στραβοκαταπίνει. Με μια βαθιά ανάσα προσπαθεί να μετατοπίσει το βάρος στο στήθος κάπου που να μην την ενοχλεί έτσι. Προσπαθεί να σχηματίσει λέξεις όμως εκείνος την σταματά.

«Κι εσύ κάθε φορά μου υπόσχεσαι ότι θα κάνεις το σωστό επιτέλους. Μου υπόσχεσαι μια νέα αρχή και καταπατάς τα λόγια σου ξανά και ξανά.»

Γλείφει τα χείλη του, ανάβει το τσιγάρο και εκπνέει τον καπνό ψηλά.

«Η διαφορά μας είναι πως εγώ πάντα ελπίζω να λες αλήθεια και εσύ το εκμεταλλεύεσαι αυτό.»

«Φίλιπ-»

«Δε ξέρω γιατί θέλεις την εξουσία αλλά δεν είναι ωραία. Την μισώ, δεν την ήθελα εξ αρχής και μου την έδωσαν γιατί έπρεπε. Και εσύ μου έχεις προκαλέσει τόσο κακό γι' αυτήν. Αν ήξερες πόσο εύκολα μπορεί να σε σκοτώσει δεν θα έκανες τίποτα από όλα αυτά.»

«Θέλω να είμαι σημαντική.»

«Ήσουν σημαντική. Σε όλους μας. Μέχρι που τα γάμησες όλα.»

Μια ακόμη τζούρα και κλείνει τα μάτια του. Συνεχίζει να χαϊδεύει το δέρμα της, να μυρίζει το άρωμά της. Είναι ένα είδος ναρκωτικού κι αυτό, μα απ' όλα το χειρότερο.

«Δεν ήθελα να ήμουν το κορίτσι που έσωσε κάποιος από την πορνεία. Ήθελα να είμαι η Λιζ.»

«Ήσουν η Λιζ. Αλλά τώρα είσαι εκείνη που έσωσε αυτός. Όχι απλά κάποιος.»

«Δεν θέλω να είμαι σκιά.»

«Έγινες όμως. Και σε αυτό ευθύνεσαι μονάχα εσύ.»

Στραβοκατάπιε και έψαξε τα χείλη του ξανά.

«Μετανιώνω για όσα έχω κάνει» ο ψίθυρός της κάνει τις πρώτες ακτίνες του ηλίου να τρεμοπαίξουν στο πέρασμά τους από το γυαλί, «αλλά είναι δηλητήριο η εξουσία. Και δεν μπορώ να σταματήσω.»

Ο τσιγάρο του τελείωσε. Οι στάχτες με την γόπα έπεσαν στο τασάκι στο κομοδίνο. Την φιλά προτού την διώξει.

«Πήγαινε στο δωμάτιό σου.»

«Δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη, εδώ μαζί σου.»

«Σε παρακαλώ Λιζ. Πήγαινε.»

Κάτι σαν λυγμός, ένας κόμπος στον λαιμό που έγινε παράπονο σύντομα, γραπώνει με τα νύχια της στο στέρνο του. «Όχι, άσε με λίγο ακόμη.»

«Υποσχέσου μου, ήταν η τελευταία φορά.»

«Όχι, δεν ήταν. Σε παρακαλώ.»

Τα βλέφαρά του μουσκεύουν. Θυμάται τώρα ένα-ένα όσα δεινά ήρθαν στην ζωή εξαιτίας της. Τα θυμάται και δάκρυα τρέχουν. Γιατί την μισεί; Όχι, επειδή ακριβώς ξέρει ότι αυτή η υπόσχεση θα σπάσει ξανά.

«Υποσχέσου το μου.»

«Υπόσχομαι.»

«Τι; Τι υπόσχεσαι;»

«Ήταν η τελευταία φορά» τρεμάμενη βαθιά ανάσα που τραβά τα δάκρυα ξανά στα μάτια της, «η τελευταία φορά που σε προδίδω έτσι. Το υπόσχομαι».

Φιλά το μέτωπό της, την σηκώνει από το κρεβάτι και προχωρά μαζί της μέχρι την πόρτα. «Υπόσχομαι, ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκες εδώ.»

Δύο υποσχέσεις. Ένα μειδίαμα στο δικό του πρόσωπο και ένα πικρό χαμόγελο στο δικό της. Της ανοίγει την πόρτα, εκείνη δεν κάνει βήμα παραπάνω. Πέφτει στα γόνατα και τον παρακαλεί να μείνει μαζί του για λίγο ακόμη.

Μα οι πληγές από τα μαχαίρια της πονάνε ακόμη.

Διώχνει τα μαλλιά της από το πρόσωπο και την τραβά από το μπράτσο έξω από την πόρτα. Με ένα φιλί, εκείνο του προδότη, τον αφήνει να κλείσει την πόρτα στο μεγάλο δωμάτιο. Το σώμα της μένει ακουμπισμένο στο κατώφλι του μέχρι που οι πρώτοι υπάλληλοι ξεκινούν να τρέχουν στους ορόφους για να μαζέψουν το χάος από το χθεσινό ξενύχτι.

Κάποιες καμαριέρες σταματούν και την ρωτούν αν είναι καλά. Μα εκείνη φωνάζει και ωρύεται να την αφήσουν ήσυχη. Κλαίγοντας γυρνά στο δωμάτιό της. Το μωρό κοιμάται στην κούνια κι ο Τζάκσον είναι στο δικό της κρεβάτι κουλουριασμένος.

Δεν ήταν αυτή η ζωή που ονειρεύτηκε. Και το όνειρο αυτό ήταν ο λόγος που έσπαγε κάθε υπόσχεση και όρκο. Τώρα δεν της έχουν μείνει άλλα όνειρα. Δεν έχει άλλο σχέδιο να φτάσει στην κορυφή.

Αισθάνεται το αίμα της να στερεύει στις φλέβες της.

Είναι αβοήθητη τώρα.

...................

Ο Γκάμπριελ είχε την τρομερή ιδέα να δουν ταινία, εκείνος, η Ρωξάνη και το ανώριμο δίδυμο Ρίο-Φίλιπ που κομπάζει από εδώ κι από εκεί το πόσο ανεπηρέαστο μένει από ρομαντικές ταινίες. Η Ρωξάνη το βρήκε εξαιρετική ιδέα και πάνω απ' όλα την τέλεια πρόκληση.

Είναι εξαιρετική εμπειρία να έχει τρεις άνδρες του υποκόσμου σε ένα σαλόνι με την πεποίθηση στο τέλος της ταινίας που θα τους βάλει να κλαίνε σαν τα μωρά. Εντάξει, τον λογιστή δεν τον μετρά καν, την προηγούμενη φορά είχε κλάψει περισσότερο από όσο η ίδια όταν την είχε πρωτοδεί. Οπότε αμέσως-αμέσως ο Γκάμπριελ φεύγει από το στόχαστρο και ο Ρίο με τον Φίλιπ μπαίνουν στην μέση.

Φτάνοντας στο σπίτι του, η Ρωξάνη τον άφησε να κάνει το μπάνιο του σαν άνθρωπος παρόλο που της έκανε την πρόσκληση και ετοίμασε την μεγάλη τηλεόραση που είχε καιρό να ανοίξει, μάλλον από την τελευταία φορά που ήταν εκείνη εκεί. Γουργούρισε το στομάχι της στην ενθύμηση μα συνέχισε δίχως να καθυστερεί. Το ρολόι έδειχνε επτά, λίγη ώρα ήθελαν να χτυπήσουν το κουδούνι.

Είχε φέρει μεγάλες σακούλες με πατατάκια και ποπ-κορν, είχε ανοίξει αναψυκτικά και στην άκρη είχε και υλικά για διάφορα κοκτέιλ. Το μοναδικό υλικό που της έλειπε για να γίνουν τα τέλεια ποτά ήταν τα δάκρυά τους κι αυτά στοιχηματίζει πως μετά από την ταινία που επέλεξε να δουν, θα τα έχει σε μπουκάλια.

Ο Γκάμπριελ, περπατώντας στο σαλόνι φρεσκολουσμένος και με καθαρά, άνετα ρούχα, κοιτά τον χώρο εντυπωσιασμένος. Σαν το σινεμά δεν είναι αλλά είναι μια καλή προσομοίωση. Χαμογελά, την πλησιάζει και την φιλά στον λαιμό, με τα σγουρά μαλλιά της που γύρισαν ξανά δριμύτερα, να μπαίνουν στον δρόμο του.

Τα ρομαντικά φιλιά και οι αγκαλιές τελείωσαν την στιγμή που χτύπησε το κουδούνι. Η Ρωξάνη ενθουσιασμένη χοροπήδησε δύο-τρεις φορές και ακολούθησε τον άνδρα με το φούτερ και την φόρμα προς την πόρτα. Στο βάθος, δύο τύποι με σακούλες στα χέρια και τρανταχτά γέλια καταφτάνουν στο κατώφλι της πόρτας. Ο Φίλιπ αγκαλιάζει τον Γκάμπριελ και ο Ρίο την Ρωξάνη, ευχόμενοι ταυτόχρονα «Καλή χρονιά».

Ο μεγαλύτερος από όλους κάθεται στον καναπέ αραχτός και τρίβει τα χέρια του έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτή τη πρόκληση. Ο Φίλιπ χαιρετά και την κοπέλα προτού πάρει την θέση του στον μεγάλο καναπέ, ακριβώς δίπλα από τον Ρίο. Ο Γκάμπριελ τους μιμείται και με την Ρωξάνη να ρυθμίζει τα της ταινίας, οι φίλοι κάνουν τις υποθέσεις τους. Πέφτουν και τα πρώτα στοιχήματα, εννοείται.

«Εγώ πιστεύω ο Γκάμπριελ θα κλάψει πρώτος.»

«Εγώ για την Ρωξάνη το κόβω.»

«Ο Φίλιπ είναι το δικό μου στοίχημα.»

«Ο Ρίο θα κλάψει με το που ξεκινήσει.»

Κοιτάχτηκαν και οι τέσσερις μεταξύ τους. Τα φώτα σβήνουν, η οθόνη ανοίγει και η Ρωξάνη, σαν κίνηση ματ έβαλε την ταινία που έκλαψε πρώτη φορά στην ζωή της.

Διπλώνει τα δάχτυλά της σε σταυρό και προσεύχεται στον θεό των ταινιών να κάνει σωστά την δουλειά του και τελικά σε δύο ώρες από τώρα οι τρεις τους να διπλώνονται στο κλάμα αγκαλιά με το φαγητό και τα χαρτομάντηλα στο τραπέζι.

Χέιζειλ Γκρέις Λάνκαστερ και Όγκουστ Ουότερς σας εμπιστεύομαι!

.................

Ο Ρίο έχει κρύψει το πρόσωπό του στις παλάμες του και σιγοκλαίει νομίζοντας πως δεν τον ακούν καθώς ρουφά την μύτη του με το χαρτομάντηλα πρόχειρα. Ο Φίλιπ σκουπίζει τα δάκρυά του και προσπαθεί να συνέλθει αλλά κάθε που κοιτά την οθόνη με τους τίτλους και θυμάται το τέλος, μπήγει περισσότερο τα κλάματα. Ο Γκάμπριελ, δίχως να κρύβεται, σκουπίζει τη μύτη του και με τον ανάστροφο του χεριού του καθαρίζει τα ήδη πρησμένα μάτια του. Αλλά δεν κλαίει ακριβώς. Η Ρωξάνη, κλαίει όμως σαν τους υπόλοιπους.

«Λοιπόν, ποιος έκλαψε πρώτος θυμάστε;» Ο πιο ήρεμος από όλους, ο λογιστής, ψάχνει να πάρει τα λεφτά του από τον Ρίο και τον Φίλιπ που έβαλαν στοίχημα πως εκείνος και η μπαργούμαν θα λυθούν στα κλάματα.

«Εγώ δεν ήμουν σίγουρα!» υπερασπίζεται ο Φίλιπ.
«Αφού σε άκουσα ρε ηλίθιε να μυξοκλαίς όταν αυτός ήταν στο αυτοκίνητο» αντιγυρίζει ο Ρίο.
«Ναι αλλά εσύ έκλαψες πιο πριν, στην αρχή-αρχή.»
«Αυτό ήταν απλή συγκίνηση. Δεν μετράει για κλάμα.»
«Τι λες ρε-»

«Νομίζω ο Φίλιπ ήταν» αποφασίζει να μπει στην συζήτηση η Ρωξάνη. Εκείνος την κοιτά δολοφονικά σχεδόν. Ναι, τα πρησμένα μάτια του λένε πως έκλαψε πρώτος.

Ο Γκάμπριελ απλώνει το χέρι του μπροστά του και του κλείνει το –κατακόκκινο και εξαιρετικά πρησμένο– μάτι. Ο φίλος του του πετά το χέρι μακριά και σηκώνεται όρθιος πηγαίνοντας στο μπάνιο να πλύνει το πρόσωπό του.

Ο Ρίο τον ακολουθεί και η Ρωξάνη με τον Γκάμπριελ πηγαίνουν στην κουζίνα, η επόμενη εύκαιρη επιλογή. Ούτε πέντε λεπτά αργότερα έχουν μαζευτεί και πάλι στο σαλόνι, με τα πρόσωπά τους καθαρά και εμφανώς λιγότερο κόκκινα.

Ο ένας πιάνει την σακούλα με τα πατατάκια, ο άλλος ένα μπέργκερ, η Ρωξάνη τρώει κάτι πατάτες και ο Γκάμπριελ τρώει λίγο απ' όλα γιατί είναι και λάρτζ σε αυτά τα θέματα.

Η μπαργούμαν θέλει να ξεκινήσει συζήτηση για την ταινία αλλά την αγριοκοίταξαν και οι τρεις οι οποίοι δραματικά έτρωγαν κάθε μπουκιά τους, προκαλώντας το γέλιο της. Σηκώθηκε να τους φτιάξει κοκτέιλ για να τους καλοπιάσει ωστόσο και μετά από τρία ποτά, μια επίδειξη και ένα χειροκρότημα, οι τρεις άνδρες απολαμβάνουν τις δημιουργίες της, ανταλλάσσοντας τα ποτήρια μεταξύ τους για μια πλήρη γευσιγνωσία.

Για ακόμη μια φορά, η παρέα κυλάει όμορφα. Δεν αφήνουν την Ρωξάνη να αισθανθεί παράταιρη ενώ ο Ρίο και ο Φίλιπ κοιτούν να φύγουν σε μια κατάλληλη ώρα, να τους αφήσουν μόνους τους. Φεύγοντας, το «αφεντικό» υπενθύμισε στην Ρωξάνη πως από την επόμενη θα την περιμένει στο Εσκομπάρ ενώ ο Ρίο τους καλεί και τους τρεις σπίτι του για φαγητό.

Μένουν μόνοι τους ύστερα από λίγο.

Η Ρωξάνη, κοιτώντας την ώρα που πλησιάζει τις δύο το ξημέρωμα, σχεδόν δυσανασχετεί με την εικόνα του σαλονιού που μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο. Με ένα φιλί στο μέτωπο, ο Γκάμπριελ της πρότεινε να πάει να κοιμηθεί. «Δεν είναι κάτι που δεν έχω χειριστεί ξανά, σε ένα εικοσάλεπτο θα έρθω κι εγώ.»

Εκείνη κάθισε στον μεγάλο πάγκο και μπορεί να μην τον βοήθησε αλλά του συζήτησε πολλά και διάφορα. Για την πανσέληνο της ερχόμενης εβδομάδας, για ένα ποτό που έφτιαξε εκείνη, για ένα Φεστιβάλ που θα γίνει μέσα στον Φεβρουάριο, για οτιδήποτε της έρχεται στο μυαλό. Την ακούει, της απαντά και δεν την αφήνει να πιστέψει πως τον κουράζει ή τίποτα τέτοιο.

Βέβαια, αυτή η φλυαρία κράτησε για λίγο, πολύ λίγο. Η Ρωξάνη με το που ξάπλωσε στο κρεβάτι του, αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.

Κι εκείνος προσπάθησε αλλά η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά. Κοιτούσε το κορίτσι στην αγκαλιά του να κοιμάται ήρεμα στην αγκαλιά του και σκέφτηκε, μα πως του ήρθε αυτή η σκέψη, πως θα χαλάσει το αγγελικό της βλέμμα όταν θα μάθει. Στραβοκαταπίνει, αυτός ο κόμπος δένεται όλο και περισσότερο.

Τα δάχτυλά του περνούν και χαϊδεύουν τα μάγουλά της λίγο μετά τις τρεις.

Κάπου ανάμεσα στις φρικτές σκέψεις του, μειδιάζει. «Ξέρω», ψιθυρίζει, «πως θα μισήσεις το σκοτάδι μου, αλλά υποσχέσου μου, αγάπη μου, πως θα ερωτευτείς κάθε φως μέσα μου...» εκείνη, ανασαίνει ήρεμα στον ύπνο της, «...γιατί υπάρχει εκεί μόνο μαζί σου».

Φίλησε το πρόσωπό της και έμεινε ξύπνιος μέχρι το πρωί να την κοιτά.

Σαν εσένα, καμία.

»«»«»«

Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά, κοντοζυγώνει το πέρας της εξεταστικής άρα κοντοζυγώνει και η πιο συχνή ανανέωση κεφαλαίων που τόσο θέλω να γράψω αλλά δεν μπορώ γιατί έχω αυτό το άγχος του δεν θα περάσω ΠΟΤΕ ΠΟΤΕ ΠΟΤΕ ΠΟΤΕΕΕΕ. 

Λοιπόν, περιμένω να μου σχολιάσετε εσείς τα αγαπημένα σας σημεία. Εγώ έχω ένα μικρό πολύ μικρό δικό μου και θα στείλω αγάπη σε όποιον το προσέξει. Αλλά, να πω ότι σήμερα την καρδιά μου την έκλεψε η σκηνή Φίλιπ-Λιζ. Ποιον λυπάστε πιο πολύ από τους δύο; Εγώ τον Φίλιπ, αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να σας επηρεάσει. Χεχε. 

Λοιπόν, πάω να φάω τώρα, θα περιμένω σχόλια και αντιδράσεις. Σας αγαπώ πολύ-πολύ και μου λείπετε απεριόριστα αυτές τις μέρες που δεν ανανεώνω στον Άδη. Αχ. 

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top