𝑇𝑤𝑒𝑛𝑡𝑦-𝑓𝑖𝑣𝑒. 𝑆𝑖𝑛 𝑓𝑟𝑜𝑚 𝑎𝑛 𝐴𝑛𝑔𝑒𝑙
Τι θα γινόταν αν;
Τι θα γινόταν αν ο Ρίο δεν μιλούσε ποτέ στην Τζούλιαν για το ποιος είναι πραγματικά; Αν δεν της έλεγε πως είναι έτοιμος να διοικήσει μαζί με τον αδερφικό φίλο του την Οικογένεια της Αγγλίας;
Θα ζούσε διπλή ζωή στο πλάι της; Θα την παντρευόταν και τελικά θα ζούσε μαζί της ευτυχισμένος αλλά πνιγμένος στα μυστικά; Θα έκρυβε πως εκείνο το βράδυ είχαν εισβολή στο Ρεβολούσιον ή πως αναγκάστηκε ένα άλλο βράδυ να σκοτώσει ανθρώπους; Άραγε θα της μιλούσε ποτέ; Ή θα το μάθαινε τυχαία, μια νύχτα ήρεμη, όταν εκείνος θα καθόταν με τον γιό τους στο σαλόνι κι εκείνη θα ανακάλυπτε όπλα στο υπόγειο. Και τι θα γινόταν τότε; Θα τον άφηνε; Θα έφευγε μακριά με το παιδί τους;
Και αν όταν ο Ρίο της μίλησε εκείνη δεν έφευγε; Αν εκείνη τον κοιτούσε χαμογελώντας και τον αγκάλιαζε σφιχτά μουσκεύοντας το μπλουζάκι του; «Θα με προστατεύεις πάντα;» θα τον ρωτούσε; Κι εκείνος θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του όσο μπορούσε για να γίνουν ένα, θα την φιλούσε παντού στο πρόσωπο και έπειτα θα της υποσχόταν ότι δεν θα αφήσει κανέναν να την πειράξει; Ίσως. Δεν θα γεννιόταν το παιδί με τα καστανά μαλλιά, ίσως είχε ξανθά σαν της μαμάς του. Δεν θα είχε γκρι μάτια, αλλά πράσινα ή μελί. Θα ήταν γλυκός πολύ, γιατί αγόρι θα ήταν πάλι, θα είχε το γέλιο της μα όσο μεγάλωνε θα έμοιαζε σε εκείνον. Θα ήταν σοβαρός. Πολύ σοβαρός αλλά θα ήταν ευγενικός. Καλός. Ψηλός, ίσως, με κλίση στον αθλητισμό. Δεν θα πλησίαζε τον κόσμο εκείνον.
Αλλά η Τζούλιαν σε κάθε περίπτωση θα έτρεχε μακριά του από φόβο. Όχι από απέχθεια, από τρόμο πως θα έβλεπε τα χέρια του κάποια στιγμή με αίματα, πως θα τον κοιτούσε και μπροστά της δεν θα ήταν ο Ρίο, ο καλός της, ο αγαπημένος της, αλλά ο Ρίο ο δολοφόνος, το δεξί χέρι της Οικογένειας που δεν διστάζει να σκοτώσει όποιον θελήσει να μπει στον δρόμο του.
Όμως, τι θα γινόταν αν έπαιρνε το παιδί της να φύγει μακριά από τον Τζάσπερ; Τι θα γινόταν αν είχε την δύναμη να φτιάξει δύο βαλίτσες και να φύγει μακριά από εκείνον, που γέμιζε το σώμα της με μελανιές; Άραγε είχε σκεφτεί τον Ρίο μέσα στον πόνο της; Έκανε την σύγκριση ανάμεσά τους; Πως ο ένας έφτιαχνε πληγές και ο άλλος φιλούσε το κορμί της κάνοντάς την να αγαπήσει τον εαυτό της;
Ήρθε η ώρα να πάρεις την απάντησή σου, μαθαίνοντας πως η Τζούλιαν τον σκεφτόταν συνέχεια από το πρώτο χαστούκι που χτύπησε το πρόσωπό της. Από την πρώτη μελανιά, από την πρώτη γρατζουνιά. Και έπειτα δεν σταμάτησε να κλαίει σκεπτόμενη πως εκείνος, ο λογιστής που διηύθυνε στον Υπόκοσμο, δεν θα μπορούσε να της κάνει ποτέ κακό. Τι θα γινόταν αν εκείνη η βαλίτσα στον πάτο της ντουλάπας της δεν είχε μείνει να καεί με το υπόλοιπο σπίτι εκείνη την μέρα; Τι θα γινόταν αν ο Ρίο είχε δεχτεί την συμφωνία του Τζάσπερ;
Κάτι που δεν θα μάθει ποτέ ο άνδρας αυτός είναι ότι η Τζούλιαν θα έφευγε με το παιδί την επόμενη μέρα από τα γενέθλιά του. Μα δεν πρόλαβε. Θα έγραφε τον αριθμό του και θα τον καλούσε για βοήθεια, όχι ερωτική, απλώς να τους βρει ένα σπίτι για αρχή και μια δουλειά για εκείνη αργότερα. Ήξερε ότι ο Ρίο την αγαπούσε ακόμη και εκείνη μέσα από τα βάθη της καρδιάς της τον αγάπησε όσο ποτέ και κανέναν. Αλλά δεν πρόλαβε να του τα πει.
Σκέφτηκες τι θα γινόταν αν προλάβαινε όμως;
Τι θα γινόταν αν ο Τζάσπερ γυρνούσε σπίτι την επόμενη μέρα και ήταν μόνος του; Τι θα έκανε, ψάχνοντας την γυναίκα του για να την φιλήσει; Θα παρακαλούσε να μην του αντισταθεί αυτή τη φορά γιατί πάλι θα έκανε ό,τι κάθε φορά, αλλά τώρα που δεν θα ήταν εκεί;
Και τον φαντάζεσαι τον Ρίο; Να βλέπει την γυναίκα που αγάπησε μπροστά του, σε ένα τυχαίο καφέ που θα είχαν δώσει ραντεβού με το παιδί στο πλάι της και μερικές βαλίτσες; Θα έπιανε το πρόσωπό της στα χέρια του, θα κοιτούσε τις πληγές στο πρόσωπό, στον λαιμό, στα χέρια της και θα έμενε έκπληκτος μπροστά της. Και κοιτώντας το μικρό αγόρι, το εντεκάχρονο, με τα γκρι μάτια και τα ανοιχτά καστανά μαλλιά, θα έβλεπε ένα νέο μέλλον να σχηματίζεται μπροστά του.
Εκεί, η Τζούλιαν δεν θα ενδιαφερόταν για τον Υπόκοσμο.
Θα δεχόταν να μείνουν μαζί του για λίγο καιρό μα αυτός ο καιρός θα γινόταν χρόνια ολόκληρα. Ο Ρίο δεν θα την έχανε ξανά, θα την αγαπούσε όπως πρώτα και θα αγαπούσε τον μικρό Γκάμπριελ σαν δικό του παιδί. Δεν θα την πίεζε για τίποτα και θα ήταν έκπληκτος όταν εκείνη θα τον φιλούσε ντροπαλά μια νύχτα μετά τα δέκατα τέταρτα γενέθλια του μικρού. Δεν θα την άγγιζε αν δεν του το ζητούσε.
Ίσως μερικά χρόνια αργότερα ο Γκάμπριελ να είχε αδερφάκι, ίσως να έμενε το μοναδικό παιδί στην μικρή τους οικογένεια. Παρόλα αυτά, θα είχε ως αδερφικό του φίλο, τον Φίλιπ. Θα έμπαινε ξανά σε ομάδες πολεμικών τεχνών, θα πήγαινε για μπάσκετ, θα μιλούσε με τον Τζέιμς, θα γινόταν ο ίδιος χαμογελαστός νέος, με το ευγενικό μειδίαμα και την όρεξη να ζήσει.
Μόνο που αυτός ο νέος θα ήταν απλά ο Γκάμπριελ.
Δεν θα υπήρχε ο Άδης. Δεν θα είχε ουλές στο σώμα του, δεν θα είχε σημαδεμένο το πρόσωπό του. Δεν θα είχε κουρέψει τα μαλλιά του μετά τα πρώτα του βασανιστήρια κοντά, δεν θα είχε σκούρο γκρι τώρα στο πρόσωπό του αλλά θα είχε φωτεινό βλέμμα. Δεν θα ήξερε πως είναι το βάρος των ψυχών, δεν θα ζούσε να σηκώσει πτώματα, δεν θα ήξερε πως είναι να ουρλιάζει κάποιος για συγχώρεση.
Θα ήταν και πάλι ο λογιστής της Οικογένειας αυτής.
Μα ο Άδης, χωρίς να το ξέρει κανείς τους, θα ήταν εκεί. Θα παραμόνευε μέχρι να κάνει την εμφάνισή του. Να κάτσει στον θρόνο του.
Γιατί ο Άδης δημιουργήθηκε από το σκοτεινό παρελθόν του Γκάμπριελ.
Και το σκοτεινό παρελθόν λέγεται Τζάσπερ. Ο Τζάσπερ τον έπλασε στα αμαρτωλά χέρια του και του έβαλε το ματωμένο, βαρύ στέμμα από την πρώτη μέρα που είδε την μαμά του μέσα στα αίματα. Δεν τα έχουμε ξαναπεί;
Ή δεν είχες καταλάβει ότι ο Άδης βρισκόταν μέσα του από το πρώτο ουρλιαχτό της; Μπορεί να μην είχε όνομα αλλά ήταν σκοτεινός αυτός ο εαυτός του. Οπότε, οτιδήποτε κι αν γινόταν, είτε η Τζούλιαν ζούσε και ο Τζάσπερ το ίδιο, ο Άδης θα έβγαινε κάποια στιγμή από το κρησφύγετό του.
Και το πρώτο του θύμα θα ήταν κοινό. Η πρώτη ψυχή που θα έσερνε μέσα στην βάρκα του Χάροντα θα ήταν εκείνη του πατέρα του. Και θα άφηνε τον Κέρβερο να την ξεσκίσει. Έπειτα, θα αγκάλιαζε τη μητέρα του και θα κοιτούσε τον Ρίο στα μάτια. «Έκανα αυτό που έπρεπε», θα έλεγε.
Και μπορεί να περνούσε από άλλα βασανιστήρια. Μπορεί να μην χρειαζόταν να σκοτώσει ποτέ την Κάρλα, μπορεί να μην χρειαζόταν να πεθάνει ο Άλμπερτ εξαιτίας του. Ίσως όλα θα οδηγούσαν σε άλλους δρόμους.
Μα, μην νομίζεις πως δεν θα γνώριζε εκείνη.
Θα δεχόταν και πάλι να πάει στο Εσκομπάρ με τον Φίλιπ για να πιούν ένα ποτό. Θα κοιτούσε τα λογιστικά του βιβλία όπως εκείνη την μέρα, θα ερχόταν και πάλι σε αντιπαράθεση με τον Βίνσεντ, θα τον απειλούσε ξανά με όπλο και θα έφευγε σοβαρός από εκεί μέσα. Και φεύγοντας θα την έβλεπε.
Θα έβλεπε την Περσεφόνη του να στέκεται έξω από τις πύλες του σκοτεινού παλατιού. Δεν θα έμπαινε μέσα, δεν θα έβλεπε καν το σκοτάδι, δεν θα άκουγε τον Κέρβερο.
Θα έβλεπε μονάχα τον άνδρα με το γκρι βλέμμα να την πλησιάζει.
Ο Κέρβερος σαν να σταμάτησε να γρυλίζει, έσκυψε στο έδαφος μυρίζοντας τα πρώτα άνθη της άνοιξης. Ο Αφέντης του χαμογελούσε, ο Κάτω Κόσμος φωτίστηκε.
Η «Περσεφόνη» του μπορεί να μην γνώριζε για εκείνο το παλάτι, αλλά έφερε την Άνοιξη μέσα του δίχως να το γνωρίζει. Ο Εκτελεστής, ένιωσε την καρδιά του να ανθίζει.
And when the seasons change
Will you stand by me?
'Cause I'm a young man built to fall
...................
Ήταν πρωί και ο Γκάμπριελ είχε φύγει ελάχιστες ώρες πριν η Ρωξάνη αποφασίσει πως θέλει να πάει στην αγορά να βρει μερικά πράγματα που ήθελε για το σπίτι της και ίσως να έψαχνε και ένα δώρο για εκείνον.
Είχε στο μυαλό της να του πάρει κάποιο βιβλίο, αλλά δεν θυμόταν όλη την βιβλιοθήκη του απέξω και έτσι αποφάσισε πως το βιβλίο σαν επιλογή θα έμπαινε σε παύση. Εκτός κι αν έβρισκε καμία καινούρια κυκλοφορία σε ρομαντικά και ήταν σχεδόν εκατό τοις εκατό σίγουρη πως δεν είχε κάνει ακόμη κάποια νέα αγορά σε βιβλία τις τελευταίες δύο εβδομάδες του Φλεβάρη.
Προς το παρόν αποφάσισε να το αφήσει στην άκρη όμως σαν σκέψη και έβαλε τα ακουστικά της τρέχοντας στους δρόμους του Μάντσεστερ με προορισμό την κοντινότερη στάση μετρό για να φτάσει στο εμπορικό.
Ίσως αργότερα τηλεφωνούσε και στην αδερφή της, να έπιναν ένα καφεδάκι μετά από καιρό που εκείνη τρέχει με την πρακτική από την σχολή της. Μα αν δεν μπορούσε εκείνη, τότε η καλή της φίλη Αλέξα, που τον τελευταίο καιρό τρέχει με τον Τζον για να συγκατοικήσουν, μπορεί να είχε χρόνο να περάσουν οι δύο τους σε κάποιο παλιό τους στέκι.
Παρόλα αυτά, την στιγμή που έστριβε σε ένα στενό για να βγει πιο γρήγορα στον κεντρικό δρόμο, κάποιος τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα της. Αν δεν της έκλεινε την μύτη με ένα πανί ίσως και να προλάβαινε να αντιδράσει. Αλλά τελικά οι μύες της χαλάρωσαν και το σώμα της έμεινε αβοήθητο στα χέρια του αγνώστου.
Η βελόνα που διαπέρασε έπειτα το δέρμα της φρόντισε η κοπέλα να μην βρει τις αισθήσεις της ξανά για αρκετές ώρες.
Το σχέδιο προς το παρόν προχωρούσε επιτυχώς.
..................
Είχε αρκετό χρόνο μέχρι αργά το βράδυ να ετοιμαστεί για την εκτέλεση του Στέφαν Μέτερνιχ, ενός πρέσβη της Αυστρίας, που για καιρό δούλευε με εκείνους αλλά τελικά αποφάσισε να προδώσει τον Φίλιπ όχι μια, όχι δύο αλλά σχεδόν επτά φορές.
Για κακή του τύχη, ο γάτος Λιούις γνώριζε καλύτερα από το να εμπιστευτεί τον άνδρα αυτόν εξ αρχής. Οπότε παρόλο που πρόδωσε, εν τέλει δεν κατάφερε να μεταδώσει πληροφορίες έμπιστες για την Οικογένεια στις δυνάμεις της Γερμανίας και της Γαλλίας, όσο κι αν το ήθελε.
Ο συγκεκριμένος κρατούνταν στα υπόγεια κρατητήρια ενός σπιτιού της Οικογένειας στην άλλη άκρη του Μάντσεστερ. Το κτήριο δεν είχε ολοκληρωθεί στην κατασκευή του, υπήρχαν άδεια δωμάτια και χώροι παντού, μα τα υπόγεια ήταν σωστά εξοπλισμένα για να μπορούν να βασανιστούν, να εκτελεστούν και έπειτα να θαφτούν όλοι οι κρατούμενοι.
Αυτό που δεν γνώριζε ο Στέφαν ήταν μια μικρή, τόση δα λεπτομέρεια, πως αυτή τη φορά δεν είχε την παρηγοριά πως ίσως βρεθεί κάποιος σε όλο το κτήριο που να τον βοηθήσει. Ήταν αρεστός στην Οικογένεια και δεν γνώριζαν όλη τη προδοσία του. Πίστευε ότι θα υπάρξει έστω κι ένας που θα τον βοηθήσει να αποδράσει.
Αλλά ήταν μόνος του.
Οι υπόλοιποι κρατούμενοι είτε πέθαναν είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα κρατητήρια που ήταν προορισμένα για κάθε λογής εγκληματίες.
Ο Άδης σήμερα θα περνούσε πολύ όμορφα μαζί του. Είχε ετοιμάσει ήδη τις αλυσίδες, τα μαχαίρια και τα αγαπημένα του όπλα που δεν λείπουν ποτέ από κοντά του όταν πρέπει να εκτελέσει έναν προδότη.
Έκλεισε το κινητό του στέλνοντας μήνυμα στην Ρωξάνη πως συνέβη κάτι επείγον και θα πρέπει να μείνει όλο το βράδυ στον Φίλιπ, ένα μήνυμα που τελικά δεν έφτασε στο παραλήπτη.
.................
Όταν η Ρωξάνη άνοιξε τα μάτια της, τακούνια ηχούσαν κάπου μακρινά στον χώρο. Κοιτούσε ένα λευκό ταβάνι, δεν μπορούσε καλά-καλά να κουνήσει τα άκρα της μα ήταν ικανή να κάνει μια πρώτη αναγνώριση του χώρου γύρω της.
Με σιγουριά μπορεί να πει ότι βρίσκεται σε δωμάτιο ξενοδοχείου.
Κάνει και μια προσπάθεια να σηκωθεί αλλά το σώμα της δεν έχει ξεμουδιάσει ακόμη και το νιώθει αρκετά βαρύ. Ο ήχος από τα τακούνια συνεχίζει να ακούγεται και η Ρωξάνη παίρνει βαθιά ανάσα δίνοντας ώθηση στον εαυτό της να στηριχθεί από κάπου και να κάτσει όρθια.
Ο ήχος σταματά. Στηρίζεται με τον αγκώνα στο μεγάλο στρώμα και με το άλλο της χέρι, ακόμη μουδιασμένο, καταβάλει προσπάθειες να κρατηθεί σχεδόν καθιστή στο μεγάλο κρεβάτι.
Ο ήχος ξεκινά και πάλι. Την πλησιάζει και τώρα μόνο ξεκινά να συνειδητοποιεί τι συνέβη. Ότι τώρα θα έπρεπε να πίνει καφέ με την αδερφή της ή την κολλητή της, να ψωνίζει δώρα και να ψάχνει εκείνο το μπλουζάκι που είδε σε μια σελίδα την προηγούμενη μέρα. Ίσως αν είχε περισσότερη δύναμη να είχε σταθεί στα πόδια της.
Αλλά την είδε έχοντας μείνει καθιστή στο κρεβάτι, με τα χείλη της στεγνά και το στέρνο της να ανεβοκατεβαίνει στις γρήγορες ανάσες της. Θέλει κάτι να πει αλλά οι λέξεις είναι... ανύπαρκτες.
«Ξύπνησες; Επιτέλους.»
Τα μάτια της τα νιώθει να γεμίζουν δάκρυα. Χωρίς λόγο, απλώς την κοιτά και αισθάνεται το στήθος της να μην μπορεί να δεχτεί ότι εκείνος είχε δίκιο. Να την προσέχεις, της έλεγε, είναι επικίνδυνη γυναίκα.
«Νόμιζα θα χαιρόσουν πιο πολύ που με έβλεπες.»
Η Ρωξάνη βλεφαρίζει και αφήνει τα δάκρυα της να εξανεμιστούν, να γίνουν θάρρος στον αέρα. «Αν δεν με νάρκωνες ίσως και να χαιρόμουν.»
Η Λιζ εκεί χαμογελά. «Ωραίο δεν ήταν; Ούτε που το περίμενες.» Κάθεται ξανά, αφήνει την λευκή γούνα της να πέσει στην καρέκλα και αποκαλύπτει τους γυμνούς της ώμους. Φορά ένα καλό φόρεμα, με γόβες στα πόδια. Κόκκινο κραγιόν και έντονες βλεφαρίδες. «Τι κάνεις, Ρωξάνη; Πως είσαι σήμερα;»
Το κεφάλι της πονά, θέλει να φύγει από αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου. Κάνει μια κίνηση να κατέβει από το κρεβάτι και το χαμόγελο από τα χείλη της Λιζ χάνεται στην στιγμή. «Αν καθίσεις ήσυχη τότε θα πάμε μαζί σε ένα καφέ, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι και να σου πω μερικά πράγματα.»
Να φωνάξει, να τρέξει να προσπαθήσει να βρει το κινητό της και να ειδοποιήσει κάποιον; Όχι, δεν θα ήταν καλή ιδέα. Ίσως έκανε τα πράγματα χειρότερα, ίσως η νάρκωση ήταν η αρχή, ίσως...
Μια σκέψη σκοτεινή. Μια σκέψη... κάπως ανατριχιαστική. Μια σκέψη που μόνο τώρα βγάζει νόημα στο μυαλό της.
Τι κι αν ο Άδης.. αυτός που της έλεγε πριν μήνες, ο εκτελεστής που την είχε φοβίσει, ο δολοφόνος που φύτευε ανασφάλεια στον Υπόκοσμο, που όλοι τους φοβούνταν... Τι κι αν ο Άδης ήταν εκείνη;
Πήρε βαθιά ανάσα, μια δεύτερη και μια ακόμη πριν την κοιτάξει με όσο θάρρος της είχε απομείνει. Μέσα της αυτή η σκέψη, που δεν έφευγε από το μυαλό της, άρχισε να γίνεται αλήθεια.
Και τι θα γίνει τώρα; Θα με σκοτώσει;
«Θα πίστευα ότι με φοβάσαι αλλά φάνηκες πολύ θαρραλέα στο Ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς για να πιστέψω ότι συμβαίνει αυτό.»
Τότε δεν πίστευα ότι... Ο Γκάμπριελ το ξέρει;
«Δεν σε φοβάμαι.»
Η Λιζ της χαμογελά, τα μάτια της βρίσκουν εκείνα της Ρωξάνης και η αλαζονεία αντάμα στον τρόμο δεν υπήρξαν ποτέ πιο έντονες, η κοπέλα με τα ξανθά μαλλιά το αισθάνεται στην ατμόσφαιρα, το αέρας που αναπνέει κάνει το στέρνο της να βουλιάξει.
Θα με σκοτώσει.
«Λοιπόν, Ρωξάνη, σου δίνω λίγα λεπτά να σηκωθείς, να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου και έπειτα θα φύγουμε. Ξέρω ένα μέρος που πολύ θα ήθελες να δεις.»
Δεν μπορεί παρά να γνέψει. Στραβοκαταπίνει την στιγμή που η Λιζ σηκώνεται όρθια ξανά, αφήνοντας τα τακούνια της να γεμίσουν ξανά το δωμάτιο με σιγουριά.
Θα σε σκοτώσει.
Και έπειτα θα τον σκοτώσω.
...................
Πέρασε την μεγάλη είσοδο δίχως να συναντήσει κανέναν. Ο Φίλιπ είχε διατάξει να αδειάσουν το κτήριο, εργάτες για την ανοικοδόμηση του κτηρίου δεν υπήρχαν ενώ οι φύλακες είχαν φύγει όλοι μαζί με τους τελευταίους κρατούμενους που μεταφέρθηκαν σε άλλες δομές.
Ο Άδης λοιπόν, ήταν μόνος του.
Η ηρεμία του άρεσε, την απολάμβανε τόσο πολύ που έκλεισε τα μάτια του εισπνέοντας την μυρωδιά εκείνη που τον καλούσε να κατέβει στα υπόγεια και να αφήσει την πλευρά του εκείνη, την σαδιστική, να λάμψει στο πρόσωπο του Τιμωρού.
Μα, σαν να σταμάτησε και αφουγκράστηκε την ησυχία, έμεινε να χαμογελάσει στον ήχο που του έλειψε όσο τίποτα. Οι αλυσίδες που χτυπούν στο κρύο πάτωμα, τα κλάματα και τα αναφιλητά που αντηχούν στους άδειους τοίχους... Και εκείνος δεν άρχισε ακόμη.
Κατέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν σε σκοτάδι, φόρεσε τα γάντια του και κατευθύνθηκε στην μοναδική κλειστή πόρτα. Γύρισε το πόμολο και προτού αποκαλυφθεί, άφησε τον άνδρα να ουρλιάξει μια τελευταία φορά στο άγνωστο, στο αναπάντεχο. Τελικά, με το σκοτάδι να του πηγαίνει όσο ποτέ άλλοτε, στάθηκε στο κατώφλι και κοίταξε τον άνδρα που έμεινε σιωπηλός για λίγο.
«Με περίμενες, έτσι;» αφήνει το πιο αλαζονικό του γέλιο να γεμίσει το άδειο δωμάτιο. «Κι εγώ σε περίμενα, Στέφαν. Θα έπρεπε να είναι τιμή σου.»
Η πόρτα κλείνει πίσω του. Και ένα ουρλιαχτό ακούστηκε σε όλο το κτήριο.
.................
Πρέπει να ήταν λίγες ώρες αφού είχε γυρίσει στο δωμάτιό της ανήμερα της πρώτης ημέρας του χρόνου. Πέρασε λίγες ώρες με τον Φίλιπ και παρόλο που ήθελε να χαμογελάσει, ένιωσε πως αυτή τη φορά ήταν πράγματι η τελευταία.
Η τελευταία που έσπασαν και οι δύο την υπόσχεσή τους.
Και ένιωθε το μαχαίρι στον λαιμό της, που το κρατούσε κάποιος που δεν έβλεπε, ένιωθε την λεπίδα να κατεβαίνει μέχρι το στέρνο της και τελικά να βυθίζεται μέσα της, ψάχνοντας για την καρδιά της. Η ανάσα της κοβόταν, λίγο-λίγο στην σκέψη πως δεν θα έκανε ξανά δικό της τον άνδρα που αγάπησε.
Και εκείνη την στιγμή, που σκούπισε τα δάκρυά της για πολλοστή φορά, εκεί ακριβώς ένιωσε ένα μικρό, πληγωμένο χαμόγελο να κάθεται στο πρόσωπό της. Την ώρα που η σκέψη πέρασε φευγαλέα και την ώρα που ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται.
Ήταν το δηλητήριο που της προκαλούσε δυσφορία.
Η Λιζ θα αθετούσε την υπόσχεσή της ξανά και ξανά και ξανά αν δεν έκανε αυτό που θα τελείωνε το μαρτύριό της. Θέλησε, λοιπόν, να είναι η τελευταία φορά εκείνη.
Όντως! Θα έκανε αυτό που έπρεπε και μετά θα ζητούσε συγχώρεση από τον Φίλιπ γονατιστή. Θα τον παρακαλούσε να την αφήσει κοντά του για λίγες μέρες. «Θα γίνουμε ξανά μια οικογένεια αν με αφήσεις, θα στο αποδείξω!». Έτσι θα του έλεγε, θα φιλούσε τα χέρια του, θα κρεμόταν από πάνω του αρκεί να την αφήσει να γίνουν ξανά όπως πρώτα. Και εκείνος, πίστευε, θα το δεχόταν.
Οπότε η Λιζ ξεκίνησε να ψάχνει γι' αυτό το κάτι που θα της δώσει πίσω τον άνδρα που αγάπησε όσο τίποτε.
Θα έδιωχνε το δηλητήριο άμεσα, αλλά πρώτα...
.....................
Στο αυτοκίνητο επικρατούσε μια περίεργη ησυχία.
Η Ρωξάνη είχε τυλίξει τα πόδια της κοντά στο στήθος της και άφηνε μερικά σιωπηλά δάκρυα να τρέξουν στο παντελόνι της. Ήταν πλέον σίγουρη. Θα την σκότωνε και μετά... Μετά δεν ήθελε να την ενδιαφέρει τι θα συνέβαινε.
Πρώτα, ασυναίσθητα, σκέφτηκε τους γονείς της. Τι θα έκαναν εκείνοι;
Τι θα γινόταν αν;
Και μετά σκέφτηκε εκείνον. Σκέφτηκε το πρόσωπό του να μένει έκπληκτο, να συσπάται και έπειτα να δακρύζει. Υποθέτει ότι θα κλάψει, υποθέτει πως ίσως ζητήσει εκδίκηση. Αλλά πως; Ποιον θα ψάξει;
Η Ρωξάνη πήρε βαθιά ανάσα.
Ήταν σίγουρη, πια. Κοιτώντας την γυναίκα μέσα από τον καθρέφτη του αμαξιού, βλέποντας την αποφασιστικότητα στα μάτια της, το χαμόγελο της που έκρυβε μια ελπίδα την οποία η ξανθιά κοπέλα δεν μπορούσε να καταλάβει.
Κοίταξε για λίγο έξω από το παράθυρο.
Δεν της έκρυβε τίποτα. Την άφηνε να απολαύσει την διαδρομή μέσα στην πόλη, προτού πάρει την αθωότητα από πάνω της.
Θα ήταν εύκολο, σκέφτηκε η οδηγός. Θα ήταν εύκολο και γρήγορο.
Την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη και ήταν για εκείνη δόση παραπάνω σιγουριάς τα πρησμένα μάτια της.
«Κάνε υπομονή, Ρωξάνη. Σε λίγο θα φτάσουμε.»
Κατάπιε τον κόμπο στον λαιμό της. «Που πηγαίνουμε;»
Απάντηση δεν πήρε. Δεν περίμενε κιόλας.
Πόση ώρα της έχει απομείνει άραγε; Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να μην σκέφτεται τον χρόνο. Ανακάλεσε όμορφες στιγμές με τους αγαπημένους της και χαμογέλασε γλυκόπικρα στις αναμνήσεις που πάνω στον φόβο της μπόρεσε μόνο να επαναφέρει.
Τελικά δεν είχε σημασία που πήγαιναν.
.................
Ένιωσε τον αέρα γύρω της να λιγοστεύει. Ένιωσε κάθε τι στο δωμάτιο να καίγεται και η καρδιά της να παίρνει φωτιά μαζί με την συνειδητοποίηση πως έκανε λάθος.
Έπεσαν δάκρυα στο πρόσωπό της και ήταν βαριά, ήταν καυτά τα άτιμα! Ένιωσε το στήθος της να γίνεται βαρύ, τα πνευμόνια της συρρικνώνονταν, ήθελε να αναπνεύσει και δεν μπορούσε.
«Δεν είναι δυνατόν...» μουρμούριζε ξανά και ξανά. Έπιανε το κεφάλι της, το χτυπούσε και δεν άντεχε στην σκέψη πως τα κατέστρεψε όλα για εκείνον.
Εκείνος! Μπήκε ξανά στον δρόμο της αυτός!
Και ούρλιαξε στην συνειδητοποίηση. Δεν χαμογέλασε, όπως περίμενε, δεν ένιωσε την καρδιά της να ανακουφίζεται, αισθάνθηκε την ένταση να βγαίνει με δάκρυα και να την πνίγει.
Τόσα χρόνια έψαχνε τον λάθος άνθρωπο! Τόσα χρόνια ήταν μπροστά της κι εκείνη έκλεινε τα μάτια! Χάλασε την οικογένειά της εξαιτίας του!
Ούρλιαξε ξανά. Και ξανά, και ξανά... Φώναξε μέχρι να μην έχει άλλη φωνή, φώναξε μέχρι ο λαιμός της να καεί.
Αυτός που την έσωσε, αυτός που την έβγαλε από το βασανιστήριο της, είναι ο ίδιος που χρόνια αργότερα την έβαλε ξανά σε αυτό. Της άλειψε το δηλητήριο στην καρδιά της και την ώθησε να καταστρέψει την Οικογένεια.
Που στην πραγματικότητα, ο Άδης δεν έκανε τίποτε. Αλλά η δόξα του, αυτή, άθελά του, την έκανε να την θελήσει. Ένιωσε χαζή! Ένιωσε ηλίθια! Ο Άλμπερτ ήταν νεκρός από λάθος της και η απάντηση βρισκόταν μπροστά της!
Έπιασε το κεφάλι της πιο δυνατά, ίσως αν σταματούσε τις σκέψεις να μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο.
Ο Γκάμπριελ ευθυνόταν, στο μυαλό της, για την δυστυχία της.
Κι αν τον έβγαζε από την μέση, τότε θα ευτυχούσε ξανά. Χαμογέλασε όταν θυμήθηκε εκείνη... Θα θυσιάσει δύο ανθρώπους για να φτιάξει ξανά την οικογένειά της. Κι αυτή την φορά δεν θα καλούσε άλλους Αρχηγούς, αυτή τη φορά θα τα κατάφερνε μόνη της. Αυτή τη φορά, ο Άδης θα έπαιρνε αυτό που του αξίζει.
...................
Κατεβαίνουν μαζί από το αμάξι και κοιτούν την σκοτεινή έκταση μπροστά τους που φωτίζεται από μερικές λάμπες στον δρόμο και τρεις μέχρι την είσοδο στην μισοτελειωμένη έπαυλη.
Η Λιζ πλησιάζει κοντά της και πιάνει το χέρι της κοπέλα στο δικό της.
«Θυμάσαι, Ρωξάνη, που σου είχα πει για κάποιον σκοτεινό εκτελεστή της Οικογένειας;»
Η καρδιά της χτύπησε έντονα. Το πρόσωπό της χλόμιασε κι αν δεν την τραβούσε προς την ανοιχτή είσοδο του οικοπέδου η Λιζ, θα στεκόταν ακίνητα μουδιασμένη μπροστά από την έπαυλη μπροστά της.
Ώστε την είχε φέρει να την σκοτώσει εδώ; Στην ερημιά, προφανώς. Έκλεισε τα μάτια της καθώς έκανε μικρά βήματα κοντά της.
«Περιμένω μια απάντηση, Ρωξάνη. Θυμάσαι τι σου είχα πει;»
«Ναι, θυμάμαι.»
«Θυμάσαι που σου είχα πει πως δεν ξέρει κανείς ποιος είναι;»
Γνέφει, μα δεν την κοιτά. Ανασαίνει προτού μιλήσει. «Μου είχες πει θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε.»
Εκείνη, γελά. Μέσα στα καλά της ρούχα, έτοιμη να γιορτάσει την νίκη της έπειτα από τη σημερινή βραδιά, μέσα στα χέρια του αγαπημένου της, γελά και αισθάνεται την ευχαρίστηση, την ηδονή της ήττας τους να γεμίζει το κορμί της.
«Πίστευες ποτέ στην ζωή σου πως ο Άδης...»
Μικρή παύση, σιωπή προτού περάσουν το κατώφλι της κεντρικής πόρτας στο μισοτελειωμένο κτήριο. Εκεί, η Λιζ την κοιτά.
«...ο Εκτελεστής, είναι ο Γκάμπριελ;»
................
Οι αλυσίδες έσφιξαν γύρω από το δέρμα του προδότη. Και ο Άδης χαμογέλασε στην όψη του να λυσσομανά προσπαθώντας να φύγει από εκεί.
«Θαυμάζω την επιμονή σου. Ξέρεις πως θα πεθάνεις όμως και πάλι προσπαθείς να ξεφύγεις.» Γελά πνιχτά. «Θα σε αφήσω πιστεύεις;»
Από τον καρπό του έβγαλε ένα μαχαίρι. Στο λιγοστό φως του δωματίου η κόψη του φαινόταν τρομακτική. Και ο ήχος του στον αέρα ήταν ανατριχιαστικός. Ο Στέφαν σκέφτηκε μονάχα πως δεν αξίζει να προσπαθεί, μα η ιδέα του να πεθάνει τον έκανε να τινάξει τα χέρια του και προσπαθήσει να φύγει.
Ο Άδης όμως που τον πλησιάζει, κάνει το αίμα του να παγώσει.
«Κρίμα που σε βλέπω ξανά εδώ κάτω, έχοντας προδώσει την Οικογένεια και όχι σε κάποιο μας συμβούλιο. Αλλά έπρεπε να το περιμένω. Δάγκωσες το χέρι που σε τάισε ήδη μια φορά, ήταν ζήτημα χρόνου για εμάς.»
Ακούμπησε την λεπίδα πάνω στο δέρμα του λαιμού του. Εκείνος έσφιξε τα μάτια του, περιμένοντας να νιώσει το τσούξιμο από το κόψιμο. Αλλά ο Άδης απλώς την έσυρε μέχρι το σαγόνι του και μετά πάνω στα χείλη του. Στεκόταν από πάνω του χαμογελώντας, αφήνοντας τον σαδιστή μέσα του να ευχαριστηθεί κάθε κλαψούρισμα και κάθε παρακαλετό να τον αφήσει αν ζήσει.
Με τα γάντια του τράβηξε την γλώσσα του και την κράτησε σφιχτά, κάνοντας τον να σφίξει περισσότερο τα βλέφαρά του, να αφήσει περισσότερα δάκρυα να μουσκέψουν το ήδη αξιολύπητο πρόσωπό του.
«Ξέρεις τι κάνει ο Άδης στους προδότες, Στέφαν;»
Αμέσως, σαν υπάκουο θύμα, έγνεψε αρνητικά.
«Τους σκοτώνει.»
Αναφιλητά και λυγμοί. Μα με ένα πιο έντονο τράβηγμα στην γλώσσα του, τον ανάγκασε να πάψει. Να σιωπήσει.
«Στους ρουφιάνους, ξέρεις τι κάνει;»
Πάλι αρνήθηκε. Ο Άδης έσκυψε λίγο παραπάνω για να ακούσει τον ψίθυρό του.
«Τους κόβει την γλώσσα.»
Ούρλιαξε. Δυνατά, τόσο που ο λαιμός του γδάρθηκε και δεν μπόρεσε να φωνάξει παραπάνω, να τον ακούσει κάποιος. Μα εκείνη την στιγμή δεν τον άκουγε κανένας. Η λεπίδα πέρασε γρήγορα και αίμα ξεκίνησε να αναβλύζει από το κλειστό στόμα του.
Ο Άδης πισωπατεί.
«Ξέρεις κάτι, Στέφαν; Έχω όρεξη σήμερα. Θα σε αφήσω να παλέψεις για την ελευθερία σου.»
Πλησιάζει στις άκρες των αλυσίδων και απελευθερώνει τα βάσανα από τους τοίχους. Μα είναι βαρύ το γαλβανισμένο μέταλλο και δεν το μούδιασμα στο κορμί του δεν του επιτρέπει να σηκωθεί και να τρέξει. Οπότε ο Άδης, αποφασίζει να είναι δίκαιο αυτό το παιχνίδι, όσο μπορεί.
«Σου δίνω και προβάδισμα. Τρέξε. Τρέξε και διεκδίκησε την ελευθερία σου.» Ανοίγει τον δρόμο εμπρός του. Η ξεκλείδωτη πόρτα είναι όαση στην έρημο. Ο Στέφαν αισθάνεται μια ελπίδα να φυτρώνει μέσα του.
«Τρέξε μα να είσαι σίγουρος πως θα σε κυνηγήσω.»
Ο Στέφαν σηκώνεται όρθιος, αγνοώντας το αίμα που έχει γεμίσει την βρώμικη μπλούζα του. Σηκώνεται και σέρνει τις αλυσίδες στο παγωμένο πάτωμα, σηκώνεται και κάνει τα πρώτα του βήματα, ανοίγει την πόρτα ύστερα από δύο τρεις δρασκελιές.
«Να είσαι σίγουρος, όμως, πως θα σε πιάσω...»
Κάνει δύο βήματα, κάνει να τρέξει, μα ένας πυροβολισμός και ένα ουρλιαχτό γεμίζουν τον άδειο διάδρομο. Ο Στέφαν πέφτει στο έδαφος, κρατώντας το πόδι του σφιχτά, πονεμένα.
«Ξέχασα να βάλω όρους, Στέφαν; Ξέχασα να σου πω ότι δεν παίζουμε με ισότιμα;»
Κάνει μια προσπάθεια να σηκωθεί, δεν το καταφέρνει. Ο Άδης δεν τον πλησιάζει. Ο άνδρας κλαίει με λυγμούς, ο άνδρας σέρνεται προς τις μεγάλες σκάλες που φαίνονται μακρινές. Κάνει μια ακόμη προσπάθεια να σηκωθεί, εκεί τα καταφέρνει και κάνει μονάχα δύο βήματα προτού ακούσει τα σκαρπίνια του στο έδαφος να τον πλησιάζουν.
Κλαίει περισσότερο. Κάτι προσπαθεί να του πει αλλά με την κομμένη γλώσσα ο Άδης δεν καταλαβαίνει τι είναι αυτό και ούτε θέλει.
Εκείνος γελάει. «Σου έδωσα την επιλογή να διεκδικήσεις την ελευθερία σου! Κάνε το. Κάνε το, λοιπόν!»
Και όσο εκείνος προσπαθεί να πλησιάσει τις σκάλες, εκείνος κάνει περισσότερα βήματα κοντά του.
Ξάφνου, τα κλάματα του σταματούν, βλέπει στο πρόσωπό του μια ελπίδα ότι όντως, όντως θα σωθεί. Αλλά τα μάτια του εκτελεστή που δεν φεύγουν στιγμή από εκείνα του προδότη, δεν καταλαβαίνει γιατί ελπίζει.
«Προσπαθείς να ξεφύγεις, Στέφαν;»
Δύο γυναίκες στην άκρη της σκάλας, κρυμμένες στο σκοτάδι, είναι θεατές.
Δύο γυναίκες που η μια ανασαίνει περήφανα, αλαζονικά και η άλλη ψάχνει τον αέρα στα πνευμόνια της. Όχι, δεν είναι αυτός, σκέφτεται. Είναι κάποιος που του μοιάζει, όχι αυτός όμως. Δεν γίνεται να είναι ο Άδης. Αυτό σκέφτεται η δεύτερη γυναίκα.
Ο εκτελεστής σηκώνει ψηλά το όπλο του. «Αλήθεια, πίστευα ότι θα ήσουν έξυπνος.» Παύση. «Πίστευα ότι θα ήξερες πως...» παύση μικρή, τον πλησιάζει κι άλλο.
«...Κανένας δεν ξεφεύγει από τον Άδη.»
Υπόκωφος ο ήχος της σφαίρας που σφηνώθηκε στο κορμί του. Κι άλλη σφαίρα, κι άλλο αίμα, κι οι υπόλοιποι ήχοι στα αυτιά του δεν υπάρχουν.
Ούτε το ουρλιαχτό της άκουσε.
Η Λιζ πρόλαβε να της κλείσει το στόμα. Και δεν τις άκουσε.
Μα όταν έπεσε σιωπή, η Λιζ άφησε τα χείλη της ελεύθερα.
Ο Εκτελεστής προχωρούσε στο πτώμα όταν άκουσε κοφτά δυνατά παλαμάκια να ηχούν στον χώρο. Τα δάχτυλά του ζέσταναν την κάννη, ύψωσε το βλέμμα του και... το όπλο βρέθηκε ευθύς στο πάτωμα.
Ήταν εκεί. Ήταν εκεί ο ήλιος ο ίδιος. Μα ήταν χλωμός.
Η καρδιά του πάγωσε. Έκανε ένα βήμα πιο κοντά, μα η κοπέλα έκανε ένα πίσω. Και η Λιζ, που κράτησε το σώμα της σταθερό, έπειτα την έσπρωξε να κατέβει όλες τις σκάλες και να φτάσει λίγα βήματα μακριά του.
Τα μάτια της Ρωξάνης ήταν κόκκινα. Πρησμένα.
Ήταν πράσινα αλλά ήταν άτονα.
Πήρε δύο ανάσες, αλλά δεν κατάφερε να βγάλει φωνή κοιτώντας τα μάτια της. Μα εκείνη... πήρε όλο το θάρρος της και τον κοίταξε με μάτια που δακρύζουν.
«Ποιος είσαι;»
Τα μάτια του αδειάζουν από κάθε είδους συναίσθημα, το μυαλό του παγώνει. Βλέπει που τον πλησιάζει και αισθάνεται το μαχαίρι στην καρδιά του να τον διαπερνά. Ποιος είμαι;
«Ποιος είσαι εσύ;»
Σήκωσε το χέρι της και ετοιμάστηκε να ακουμπήσει το πρόσωπό του. Μα λίγο πριν εκείνος κλείσει τα μάτια του και αισθανθεί την αφή της, λίγο πριν ακουμπήσει το δέρμα του και νιώσει την ζέστη του αντάμα στο κρύο της... σταματά.
«Είσαι ένα τέρας» του ψιθύρισε στην αρχή. Μα μετά, οι λέξεις έγιναν συνειδητοποίηση. «Είσαι ένα τέρας...» φώναξε τώρα και κάνοντας δύο βήματα πίσω, δεν διστάζει να το ουρλιάξει κλαίγοντας. «Είσαι ένα... είσαι ένα τέρας!»
Και αν δεν τον έβλεπε μπροστά του, τον μικρό του εαυτό να το φωνάζει στον μπαμπά του... Αν δεν έβλεπε τον εντεκάχρονο Γκάμπριελ να τσιρίζει πάνω στο νεκρό σώμα της μαμάς του ότι ο πατέρας του είναι ένα τέρας... ίσως και να έτρεχε γρήγορα πίσω της.
«Σε μισώ, σε μισώ, είσαι ένα τέρας!» την άκουγε να λέει προσπαθώντας να φύγει μακριά του. Κάνει δύο βήματα κοντά της αλλά τσιρίζει περισσότερο, τινάζεται ολόκληρη και ανεβαίνει τις σκάλες φωνάζοντας ξανά, το ίδιο και το ίδιο.
Πως τον μισεί.
Πως είναι ένα τέρας.
Έκανε μερικά βήματα, ανέβηκε την τεράστια σκάλα ξωπίσω της αδιαφορώντας εντελώς για την Λιζ μπροστά του. Την φτάνει, αρπάζει τον καρπό της... Κοιτά ξανά τα μάτια της. Κοιτά να δει, να διαβάσει αν λέει αλήθεια. Αν τον μισεί, αν είναι ένας τέρας.
Μα η Ρωξάνη τινάζεται μακριά, ουρλιάζει, δεν θέλει να τον κοιτά, δεν μπορεί, τον απεχθάνεται, τον μισεί, είναι ένα τέρας.
«Μην φύγεις, Ρωξάνη, σε παρακαλώ...»
Η φωνή του σπάει. Η κοπέλα τρέχει μακριά, τρέχει και χάνεται από μπροστά του ουρλιάζοντας ξανά και ξανά όσα δεν ήθελε να ακούσει.
Η καρδιά του βουλιάζει.
Ο Άδης στέκεται μοναχός του στο παλάτι του.
Η Περσεφόνη έφυγε. Χειμώνας στον Κάτω Κόσμο.
»«»«»«
Αποφασίζω να μην πω πολλά.
Θα ρωτήσω μόνο πως είστε, πως σας φάνηκε και αν έχει βουλιάξει κι εσάς η καρδούλα σας ή μοναχή μου το περνάω. Σας αγαπώ πολύ.
Η Ρωξάνη έμαθε αγάπες. Και η Περσεφόνη έφυγε.
Θα περιμένω σχόλια κι αντιδράσεις. Σμουτς, σμουτς, σμουτς.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top