𝑇𝑤𝑒𝑛𝑡𝑦-𝑒𝑖𝑔ℎ𝑡. 𝐷𝑎𝑟𝑘 𝑎𝑛𝑑 𝑆𝑡𝑜𝑟𝑚𝑦
Η φίλη της την έψαχνε μέρες ολόκληρες. Την έπαιρνε στο κινητό της, στο σταθερό, της έστελνε στα σόσιαλ, της έστειλε μέχρι και μέιλ, επικοινώνησε με τους γονείς της και κατέληξε να βρίσκεται εννέα ακριβώς έξω από το σπίτι της δύο εβδομάδες μετά από τη τελευταία φορά που της μίλησε.
Και αυτές οι δύο εβδομάδες ήταν βασανιστικές. Είχε φτιάξει μια ρουτίνα, είτε δεν κοιμόταν όλο το βράδυ και την επόμενη μέρα έμοιαζε εξαντλημένη είτε κοιμόταν από κούραση και το επόμενο πρωινό δεν διέφερε από τα υπόλοιπα γιατί ο ύπνος της ήταν άστατος και έβλεπε εφιάλτες όλο το βράδυ.
Δεν είχε όρεξη να μιλήσει με την φίλη της αλλά το κουδούνι χτύπησε και η Ρωξάνη δεν μπορεί να κάνει και διαφορετικά. Το χιλιοστό μήνυμα να ανοίξει την πόρτα ήταν αρκετό οπότε στάθηκε μπροστά της σαν ζωντανή νεκρή και δέχθηκε κάθε επιφώνημα έκπληξης.
«Ρωξάνη γιατί είσαι έτσι;»
«Πως έτσι;»
«Χάλια! Χριστούλη μου!»
«Σε ευχαριστώ πολύ, Αλέξ, δεν χρειαζόταν.»
Πισωπατά και την αφήνει να περάσει στο διαμέρισμα. Παραδόξως είναι πεντακάθαρο οπότε αυτό σημαίνει πως η Ρωξάνη δεν δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ αυτές τις μέρες, αλλά ένα μονάχα πράγμα κάθεται σαν το σωστό εκείνη την ώρα.
«Χωρίσατε;»
Η Ρωξάνη δεν περίμενε την ερώτηση. Και δάκρυα ήρθαν στα μάτια της για πολλοστή φορά. Δεν χώρισαν ακριβώς αλλά μπορείς να το πεις κι έτσι. Οπότε γνέφει και τρέχει στην αγκαλιά της φίλης της που έχει ετοιμάσει πολλά να της πει.
«Γιατί χωρίσατε;»
Όρκος σιωπής.
«Δεν θέλω να σου πω.»
Τα χείλη της κλείνουν με την παλάμη της όταν συνειδητοποιεί κάτι η Αλέξα. «Σε απάτησε;»
«Όχι, δεν θα το έκανε ποτέ αυτό ο Γκάμπριελ.»
Τον δικαιολογώ; Είμαι ηλίθια;
«Τότε; Γιατί είσαι σαν κλαμμένο-»
«Μην το πεις!»
«-περιστέρι;»
Η Ρωξάνη δεν απαντά και καταλαβαίνει πως δεν κλαίει κιόλας. Ίσα που έτρεξαν δυο δάκρυα και έπειτα απλώς κλαίει την μοίρα της. Λυπηρό. Δεν ήταν έτσι ποτέ. Πρέπει να σταματήσει. Γκρινιάρα είναι ναι, κλαψιάρα όμως όχι.
«Πες μου βρε Ρώξυ μου, γιατί χωρίσατε;»
«Αν ήρθες να μιλήσουμε γι' αυτό καλύτερα να φύγεις.»
«Βασικά ήρθα για να πάμε βόλτα. Στο εμπορικό. Έχει εκπτώσεις. Θέλεις να πάμε;»
Το κεφάλι της πέφτει ξανά στα πόδια της φίλης της και αισθάνεται το βάρος στο στήθος να επιστρέφει. Όχι, δεν θέλει να βγει από το σπίτι. Θέλει να κάτσει εκεί για την υπόλοιπη μέρα ώσπου να φτάσει το βράδυ και να πάει στο Εσκομπάρ. Και έπειτα όλη η ρουτίνα ξανά από την αρχή.
«Δεν έχω όρεξη για ψώνια.»
«Έλα, έχω εγώ. Ο Τζον κάνει πάρτι μεθαύριο για τα γενέθλιά του και είσαι καλεσμένη. Πρέπει να ψωνίσω κάτι τόσο σέξι που θα τον κάνει να με πάρει στις τουαλέτες. Έλα βρε Ρώξυ μου, πάμε, σε παρακαλώ!»
Η μπαργούμαν ξέρει πως η φίλη της έχει πολλά ντυσίματα γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό αλλά είναι μια τακτική που τηρεί μαζί της κάθε που η μια χωρίζει. Οπότε δεν μπορεί αν αρνηθεί.
«Ας πάμε.»
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, την μια στιγμή βρίσκονταν στον καναπέ της Ρωξάνης και την άλλη η Αλέξα έτρεχε παράνομα σε όλους τους δρόμους γνωρίζοντας από νωρίς για το πρόστιμο αλλά έπρεπε να είναι νωρίς στα μαγαζιά. Μη της πάρουν και τα αγαπημένα της κομμάτια!
Ο κόσμος πάντως στο εμπορικό περίμεναν να είναι περισσότερος.
Κάθισαν πρώτα για έναν καφέ και δίχως να ακουμπούν το θέμα του Γκάμπριελ, ξεκίνησαν να μιλούν για εκείνο το πάρτι. Δεν έχει θεματική, δυστυχώς, αν και είναι τα αγαπημένα αυτά της Ρωξάνης, αλλά θα προσπαθήσουν να το κρατήσουν αυστηρά μη επίσημο.
«Εν τω μεταξύ, τώρα που χώρισες, μπορώ να σου πω για έναν φίλο του Τζον, πολύ καλή περίπτωση.»
Η Ρωξάνη ξεφυσά. «Να μου λείπουν τα προξενιά.»
«Θα είναι μεθαύριο, τι θα έλεγες να γνωριστείτε καλύτερα εκεί;»
«Ούτε να το σκέφτεσαι. Ό,τι έχεις στο μυαλό σου να το ξεχάσεις.»
«Είναι πολύ όμορφος. Και καλό παιδί.»
«Να του πάρουμε μια πάστα αν είναι καλό παιδί.»
Η Αλέξα την κοιτά με το φρύδι της ανασηκωμένο και το ύφος της σε επικριτική ρύθμιση. «Υπόσχομαι είναι πιο όμορφος από τον Γκάμπριελ.»
Αυτό είναι πρακτικά αδύνατον, αλλά τέλος πάντων.
«Άσε που είναι και φωτογράφος. Ενδιαφέρον πολύ, σκέψου το.»
Πιο ενδιαφέρον από πληρωμένο εκτελεστή;
Ρωξάνη τι σκέφτεσαι; Είσαι ηλίθια;
«Πράγματι πολύ ενδιαφέρον.»
«Είδες; Πάρε το λίγο θετικά. Είναι πολύ αστείος επίσης.»
«Αν είναι αστείος, να γελάσω. Έτσι με έμαθε ο Τζόι.»
Η φίλη της σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος για να μην της ρίξει χαστούκι να ξυπνήσει. Εντάξει, Ρωξάνη μου, κι εμείς χωρίσαμε δεν κάναμε έτσι! Αυτό ήθελε να της πει. Αλλά αυτό μπαίνει στην λίστα με τα πράγματα που δεν λες σε κάποιον που μόλις χώρισε. Και που είδε τον άνθρωπο του να σκοτώνει κάποιον.
«Μην με κοιτάς έτσι, Αλέξ. Δεν θέλω να γνωρίσω κανέναν. Θέλω να μείνω μόνη μου. Γιατί δεν μπορούμε να το δεχτούμε αυτό;»
«Όχι, μπορούμε. Απλά να είσαι ανοιχτή σε γνωριμίες θέλω.»
«Ε ωραία, εγώ δεν θέλω. Εκεί, με το ζόρι να γνωρίσω τον φωτογράφο, αστείο, κούκλο φίλο του Τζον!»
«Εντάξει, Ρώξυ! Εντάξει! Δεν θα γνωρίσεις κανέναν!»
Σηκώνει τα χέρια της στο ύψος του προσώπου της ως ένδειξη παραίτησης κάθε προσπάθειας να της βρει κάποιον άλλον και έπειτα πίνει και την τελευταία γουλιά από τον καφέ της. Το πρόσωπό της φίλης της είναι αναστατωμένο, τα μάτια της έχουν υγρανθεί και μοιάζει να μην της αρέσει η συζήτηση.
Μπράβο, Αλέξα, συγχαρητήρια. Όχι, μπράβο σου. Πάρτα ηλίθια!
«Συγγνώμη βρε Ρώξυ. Δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άσχημα.»
Εκείνη δεν της απαντά και πίνει όλον τον καφέ της μεμιάς. Αυτό σημαίνει νεύρα. Πολλά νεύρα.
«Ήρθε η ώρα για ψώνια νομίζω.»
Ο τόνος της κάνει την κοπέλα να βρίσει τον εαυτό της ξανά.
Μαλακία έκανα.
............
«Ρε συ είναι δυνατόν να μην έχουν σούπερ σέξι φορεματάρα για ξελόγιασμα του αγοριού σου; Δεν το δέχομαι, τι σκατά κάνουν στα Ζάρα;»
Η Ρωξάνη γελάει μαζεμένα κοιτώντας την φίλη της μέσα στο δοκιμαστήριο.
«Θέλω να βγάλω έξω μπούτι, πλάτη, ντεκολτέ! Όλα μαζί! Τι είναι αυτά τα πουριτανά φορέματα με κλειστό λαιμό και μακρύ ύφασμα;»
«Το μαγαζί που σου λέω εγώ έχει οτιδήποτε ψάχνεις οπότε ντύσου και πάμε εκεί να βρεις το πιο σέξι φόρεμα για να ξεμυαλίσεις το αγόρι σου.»
Ίσως να δοκιμάσει κι εκείνη τίποτα, έτσι να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της. Κύριο μέλημα της όμως θα είναι να βρει το τέλειο φόρεμα για την φίλη της που αν δεν φύγει από το εμπορικό με το ιδανικό ντύσιμο, θα κάνει φόνο.
Η Ρωξάνη δεν γέλασε με αυτήν την σκέψη.
Πολύ νωρίς.
Πήρε από το χέρι την καλύτερη της φίλη και βγαίνοντας έξω από το απαράδεκτο Ζάρα, αποφάσισαν να ανέβουν τις κυλιόμενες σκάλες μέχρι το μαγαζί του πάνω ορόφου και στο ενδιάμεσο η Αλέξα έκανε ρεζίλι την Ρωξάνη κάνοντας αναπαράσταση ενός χορευτικού πάνω στο τραγούδι που ακούγεται σε όλο το εμπορικό από τα μεγάφωνα.
Η Ρωξάνη γελάει, δεν την ενδιαφέρει που τους σχολιάζουν, γελάει και πολύ μάλιστα. Αυτό είναι μια νίκη για την φίλη της λοιπόν.
«Αν δεν βρω φόρεμα τι θα κάνουμε;»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μην βρεις εδώ. Θα είναι ίσως λίγο τσιμπημένες οι τιμές αλλά υπόσχομαι να σου πληρώσω το μισό.»
«Δεν με πειράζουν τα λεφτά. Θα μπορέσω να τον κάνω να διαολιστεί; Αυτό με νοιάζει εμένα!»
Από το μυαλό της μπαργούμαν περνούν διάφορες ματιές που της είχε δώσει απλόχερα και μακάρι να μπορούσε να διαβεβαιώσει πως αυτό το μαγαζί κάνει θαύματα.
«Σου υπόσχομαι θα κάνει θαύματα.»
Φτάνουν στον τελευταίο όροφο και το μαγαζάκι είναι λίγα μέτρα μακριά. Ουρά εννοείται πως δεν έχει. Περπατούν λοιπόν με σιγουριά παράμερα από τα υπόλοιπα μαγαζιά για να τελειώσει σύντομα αυτό το κυνήγι να βρουν τι θα βάλει η Αλέξα στο περιβόητο πάρτι.
Για την Ρωξάνη όλα όμως τελειώνουν στο λεπτό.
Γιατί τον βλέπει. Δεν προλαβαίνει να πισωπατήσει, δεν προλαβαίνει να πει τίποτε στην Αλέξα, δεν προλαβαίνει να κάνει στην άκρη, δεν προλαβαίνει να κρυφτεί γιατί περνά από δίπλα της, λες και δεν συνέβη τίποτα, με μια θήκη κοστουμιού στο χέρι του και μια τσάντα στα δάχτυλά του.
Κρατάει την ανάσα της καθώς το σώμα του ακουμπά ελάχιστα το δικό της.
Και δεν κλείνει τα μάτια της αλλά γυρίζει και τον κοιτά να απομακρύνεται, ξανά, λες και δεν συνέβη τίποτα.
Αισθάνεται να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Αισθάνεται τον εαυτό της να τρέμει, αν η Αλέξα δεν έπιανε το χέρι της ίσως και να έπεφτε. Αν κοιτούσε το έκπληκτο βλέμμα της φίλης της ίσως και να νόμιζε πως δεν ήταν αυτός, πως μπερδεύτηκε.
Έκλεισε τα μάτια της και με μια βαθιά ανάσα μύρισε το άρωμά του. Και δεν άνοιξε ξανά τα μάτια της μέχρι τα δάκρυα που δημιουργήθηκαν να στεγνώσουν. Η καρδιά της τρεμοπαίζει σαν τρελή και το βάρος στο στήθος της έγινε ανάλαφρο ξαφνικά. Ένιωσε τις άκρες των χειλιών της να θέλουν να ανέβουν, το χαμόγελο έσβησε γρήγορα.
Γίνεται μια μάχη μυαλού με την καρδιά. Το μυαλό της τον μισεί αλλά η καρδιά της θέλει να τρέξει πίσω του και να του μιλήσει. Ίσως ο Φίλιπ είχε δίκιο τελικά.
Η Αλέξα τραβά το χέρι της για να γυρίσει και να την κοιτάξει. «Ρωξάνη, πάμε στο μαγαζί, ξέχνα τον. Δες! Ούτε που σου μίλησε. Δεν αξίζει.» Την τραβά λίγο ακόμη. «Έλα Ρωξάνη μου. Έλα αγάπη μου.»
Την ακολούθησε διστακτικά.
«Πες μου Αλέξ, αυτός ο φίλος του Τζον είναι καλός;»
Στο πρόσωπο της φίλης της απλώθηκε ένα χαμόγελο πονηρό.
Ρίχνει πολύ νερό στο πρόσωπό του. Μέχρι να μην περνάει από το μυαλό του η σκέψη να τρέξει πίσω και να την πιάσει από τα μπράτσα, να της φωνάξει ότι του λείπει, ότι πρέπει να τον ακούσει.
Τα πόδια του τρέμουν και η καρδιά του βρίσκεται σε σοκ, τέτοιο που δεν χτυπά γρήγορα αλλά τόσο αργά που λίγο ακόμη και θα νόμισε ότι πέθανε.
Ο αέρας του τελειώνει όμως και δεν μπορεί να πάρει βαθιές ανάσες γιατί... Δεν ξέρει γιατί, απλά δεν μπορεί και συνεχίζει να ρίχνει πολύ νερό στο πρόσωπό του.
Ήταν εκεί, μπροστά του. Τόσες μέρες αργότερα, ποιος το περίμενε;
Δεν φαινόταν το ίδιο λαμπερή με άλλες φορές. Είχε μαύρους κύκλους και σακούλες κάτω από τα μάτια. Είχε πρησμένα μάτια. Δεν ήταν καλά.
Αλλά ούτε κι εκείνος είναι.
Είναι χλωμός. Ούτε εκείνος κοιμάται καλά. Έχει κι εκείνος κουρασμένα μάτια και ταλαιπωρημένο σώμα. Θέλει να γυρίσει οπωσδήποτε και να της μιλήσει. Θέλει να πάει κοντά της και να κοιτάξει απλά για μια τελευταία φορά. Το χρειάζεται.
Ίσως αν τον κοιτούσε κι εκείνη, ίσως να άλλαζε γνώμη.
Είσαι ένα τέρας.
Ίσως να έβλεπε πως δεν είναι αυτό που πιστεύει.
Σε μισώ.
Ίσως να έβλεπε στα μάτια της αν τον μισεί πραγματικά.
Βγήκε αποφασισμένος από τις τουαλέτες και έτρεξε στο μέρος όπου έπεσε πάνω της και παρίστανε τον αδιάφορο. Δεν ήταν εκεί, προφανώς. Και η καρδιά του βούλιαξε, ένιωσε τις ανάσες ελπίδας που είχε ανακτήσει πριν να χάνονται μια-μια.
Πάνω στην ώρα το τηλέφωνο χτυπάει. Η Μαρτίνα από την άλλη γραμμή είναι ανήσυχη.
«Μόλις είδα το μήνυμά σου, Γκάμπριελ. Τι συνέβη;»
Ένιωσε τα δάχτυλά του να τρέμουν και τα πράγματα που κρατά θα πέσουν από στιγμή σε στιγμή. «Έχεις χρόνο; Να έρθω από εκεί;»
Η γυναίκα δεν μπορεί παρά να δεχτεί. Ακύρωσε γρήγορα το επόμενο ραντεβού της και περίμενε υπομονετικά. Σπάνια τον ακούει αναστατωμένο. Κι αν ο ασθενής που ξέρει να χειρίζεται τα αισθήματά του καλύτερα απ' όλους ακούγεται χάλια, τότε τα πράγματα δεν είναι καλά.
Το τηλέφωνο κλείνει κι εκείνος στέκεται για λίγο ακόμη σε εκείνη την θέση. Ίσως να περάσει ξανά από εκεί. Μπορεί όμως και να έφυγε. Μπορεί αν μην γυρίσει ξανά στο σημείο αυτό γιατί φοβάται πως εκείνος θα βρίσκεται εκεί.
Οι ώμοι του πέφτουν καθώς ξεκινά να απομακρύνεται.
Χάνει τις ελπίδες του αργά. Σταθερά. Οδηγείται στην ολική καταστροφή του λίγο-λίγο. Γιατί αν ο Άδης αφήσει πίσω του τον Γκάμπριελ, δεν θα υπάρξει για εκείνον γυρισμός στην καρδιά της Ρωξάνης. Και το ξέρει πολύ καλά αυτό.
...............
Οι ετοιμασίες γι' αυτό το πάρτι της τόνωσαν την αυτοπεποίθηση και της έδωσαν έναν λόγο να ανυπομονεί για το βράδυ της ημέρας εκείνης. Οι δύο μέρες που πέρασε με την Αλέξα ολημερίς και ολονυκτίς δεν της άφησαν περιθώρια να σκεφτεί την μοιραία συνάντηση στο εμπορικό.
Την έτρωγε μέσα της ότι φάνηκε αδιάφορος.
Δεν γίνεται να με ξέχασε τόσο γρήγορα έτσι;
Την ενοχλούσε που εκείνη πάγωσε ολόκληρη ενώ αυτός προχώρησε σαν να μην συνέβη τίποτα.
Θέλω να με ξεχάσει;
Εκεί ακριβώς σταματούσαν κάθε φορά οι σκέψεις της γιατί η Αλέξα προσανατόλιζε το θέμα σε κάτι άσχετο για να τραβήξει την προσοχή της. Πετυχημένο πλάνο, ειλικρινά δούλεψε ρολόι. Αλλά δεν θα ήταν για πολύ ακόμη συνεχώς μαζί της οπότε είναι σίγουρο πως θα επιστρέψει σε αυτές τις σκέψεις. Σύντομα ή όχι, θα βυθιστεί στην περιέργεια.
Τι κι αν τον κοιτούσε και καταλάβαινε πως δεν τον μισεί;
Βασικά, αυτό το ξέρει ήδη. Δεν γίνεται να τον μισεί. Δεν θα το κάνει ποτέ.
..................
Ρωξάνη
Τελικά αυτός ο φίλος του Τζον είναι όντως πολύ όμορφος. Λίγο κοντός για τα γούστα μου, να την πούμε και την αλήθεια μας, αλλά έχει γλυκά χαρακτηριστικά. Στρογγυλό προσωπάκι, καστανά μάτια και μακριά μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα. Δεν του πάνε, αλλά αυτή τη κομμωτική συμβουλή θα του την πω άλλη φορά, αν συναντηθούμε ποτέ ξανά.
Κάτι μου πέταξε η Αλέξ ότι αυτός θα με ζητήσει σε ραντεβού.
Και εντάξει, δεν λέω, καλό παιδί, αλλά όπως προείπα, να του πάρουμε μια πάστα. Αδιάφορος μοιάζει, αστείος όμως είναι πολύ. Έχει πολύ πετυχημένες ατάκες και την περισσότερη ώρα δεν μπορώ να πάρω ανάσα από το πόσο πολύ γελάω.
Η φίλη μου με κοιτάει πονηρά και ο Τζον κοιτάζει εκείνον πονηρά.
Προσπαθώ να αδιαφορήσω γι' αυτά τα βλέμμα αλλά αυτοί δεν με αφήνουν ρε παιδί μου. Με εκνευρίζουν, θα τους το πω αργότερα.
«Ώστε μπαργούμαν ε; Δεν σου φαίνεται.»
Τώρα δεν καταλαβαίνω, πάει να πιάσει συζήτηση; Μάλλον. Έχω καιρό να κοινωνικοποιηθώ σε τέτοιο επίπεδο με άνδρα. Ο Γκάμπριελ δεν ήταν ποτέ ανάλατος στις συζητήσεις του, πάντοτε είχε να πει κάτι καλό. Αν δεν είχε απλώς δεν άνοιγε το στόμα του.
Μπορούν να κάνουν το ίδιο κι όλοι οι υπόλοιποι;
«Αλήθεια; Όλοι μου λένε πως μοιάζω πολύ.»
«Η αλήθεια είναι ότι μου κάνεις για δασκάλα.»
Δεν μπορώ να συγκρατήσω το γέλιο μου εντάξει; Δεν γίνεται. Ειδικά όταν θυμάμαι εκείνη την επεισοδιακή μέρα στο εμπορικό με το σατανιασμένο παιδάκι με τον πατέρα του και έπειτα την άμεση παρέμβαση του Γκάμπριελ, απλά δεν μπορώ να μην γελάσω. Θα ήμουν τόσο κακή δασκάλα.
«Δεν μου αρέσουν τα μικρά παιδάκια.»
«Όντως; Και θα έβαζα το χέρι μου στην φωτιά ότι τα αγαπάς!»
Ο Θίοντορ, και ανάλατο όνομα πέρα από χαρακτήρα, έχει πέσει σε όλα έξω σήμερα. Θα προτιμούσα να μείνει στα αστεία του. Μόνο αυτό ξέρει να κάνει.
Μάλλον ο Τζόι έχει δίκιο. Αν ο άλλος είναι αστείος, απλά γελάς. Εδώ δεν νομίζω πως θα ήταν πιθανό να κάνω οτιδήποτε άλλο.
Είναι κακό που το μυαλό μου κάνει την σύγκριση; Ναι, Ρωξάνη, είναι πολύ κακό που κάθε δεύτερη πρόταση φέρνεις τον Γκάμπριελ στο μυαλό σου. Κόψ'το.
«Όχι, δεν τα αγαπώ. Είναι ελάχιστα παιδάκια που συμπαθώ.»
Πίνω και λίγο από το ποτό μου, που επί τη ευκαιρία να σημειώσουμε πως είναι λάθος και πικρό αλλά δεν θα το γυρίσω πίσω γιατί θα φανώ σκύλα στους μπάρμαν που διάλεξε –ανεπιτυχώς- ο Τζον. Πίνω, λοιπόν, από το ποτό μου και αδιαφορώ για τα επιχειρήματα του σχετικά με το πόσο γλυκά είναι τα παιδάκια.
Δεν συμπαθούμε όλοι τους πάντες, εντάξει;
Εγώ απλά επέλεξα να μην συμπαθώ τα μικρά, σατανικά δίποδα που ουρλιάζουν, τσιρίζουν, απαιτούν και κλαίνε δίχως λόγο και αιτία. Τονίζω: Δίχως λόγο και αιτία. Όλα τα υπόλοιπα παιδάκια που είναι ήσυχα μπορούν να συμβιώσουν μαζί μου χωρίς μίσος. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
«Δεν θα πεις κάτι σε αυτό που σου είπα;»
Τον κοιτώ λοξά. «Δεν άκουσα τι είπες, αδιαφορώ συνήθως όταν πάνε να μου αλλάξουν γνώμη για κάτι. Δεν συμπαθώ τα παιδάκια είπα, όχι εσένα. Ηρέμησε.»
Παίρνω το ποτήρι μου και πάω στο μπαρ. Πήρα απόφαση να πάρω ένα δεύτερο ποτό, με την ελπίδα αυτή τη φορά να είναι σωστό. Γυρίζοντας λίγο το κεφάλι μου προς τα πίσω, τον βλέπω που με ακολουθεί.
Καμία ησυχία πια;
Καθόλου χρόνος για τον εαυτό σου;
Που έχουμε φτάσει; Να γελάμε με αστεία ενός τύπου που τρέχει από πίσω σου σαν σκυλάκι; Μήπως τρελαίνομαι;
Ρωξάνη, προχώρα και μην δίνεις σημασία. Εντάξει; Εντάξει.
«Ποιο είναι το αγαπημένο σου ποτό;» ρωτώ τον μπάρμαν που μου χαμογελά. Εκείνος μου φωνάζει πως δεν έχει αγαπημένο και ότι του αρέσουν όλα. «Αυτά είναι μαλακίες» του λέω και εφιστώ όλη την προσοχή του πάνω μου. Εδώ είμαστε. «Ποιο ποτό παραγγέλνεις όταν βγαίνεις έξω; Πες μου ρε παιδί μου, δεν θα σε φάω.»
«Ένα Dark and Stormy το απολαμβάνω στις δύσκολες μέρες.»
Να. Να, ανάμεσα από τόσα ποτά, βρήκε αυτό; ΑΥΤΟ;
Από πού να πάω να πέσω; Αξίζει να πάω να πέσω από κάπου; Μήπως χάνω το μυαλό μου τελικά; Μήπως χρειάζομαι ένα διάλειμμα από την ζωή; Μήπως να σταματήσουμε την Γη να κατέβω μια στα γρήγορα;
Αλήθεια γιατί ταράχτηκα τώρα; Ιδέα δεν έχω.
«Να σου φτιάξω ένα;»
Ο Θίοντορ μόλις που έφτασε δίπλα μου.
«Φτιάξε μου ένα.»
«Τι θα σου φτιάξει;» ρωτά αυτός.
«Ένα Dark and Stormy» πετάγεται ο άλλος.
«Και τι είναι αυτό;» ρωτά ξανά ο Θίοντορ.
«Ποτό» απαντούμε εμείς ταυτόχρονα.
Με χαζές ερωτήσεις θα παίρνεις χαζές απαντήσεις.
Είπε κάποιος, κάποτε. Που είναι το Dark and Stormy μου;
Που είναι ο Γκάμπριελ; Λάθος ερώτηση.
Ή και όχι. Τα υποσυνείδητα και τα συνειδητά μου έχουν μπερδευτεί αυτές τις μέρες και δεν είμαι στα πολύ καλά μου αλλά θα το βρω.
«Ναι, εννοώ τι ποτό;»
Τον κοιτάμε ταυτόχρονα. Δεν απαντάει κανείς.
Εκείνη την ώρα η Αλέξα καταφτάνει για να με τραβήξει στον χορό οπότε άκυρο το Dark and Stormy αλλά θα ήλπιζα να αρέσει στον Θίοντορ. Στοιχηματίζω θα το φτύσει.
«Για πες, πως σου φαίνεται ο Θίο;»
«Ειλικρινά απογοητεύομαι για το ποιον πας να μου πασάρεις!»
Η φίλη μου παρεξηγείται. Και καλά κάνει. «Γιατί, μωρή, δεν είναι κούκλος;»
«Έχω καλύτερο παράδειγμα κούκλου οπότε όχι. Δεν είναι ο τύπος μου. Συν ότι είναι χαζός, πανίβλακας, δεν του κόβει. Μόνο αστεία ξέρει να κάνει.»
«Δεν σου είπα να τον παντρευτείς.»
«Και τότε τι να τον κάνω; Να σπαταλήσω χρόνο από την ζωή μου;»
Η Αλέξα ξεφυσά. Και ξεφυσάω κι εγώ μαζί της. Φευγαλέα κοιτώ τον Θίοντορ να πίνει λίγο από το Dark and Stormy και μιας που έχω την τύχη με το μέρος μου σήμερα, το φτύνει όπως ακριβώς προέβλεψα.
«Χριστέ μου, όταν δεν λέει αστεία, γίνεται όλο και περισσότερο αδιάφορος.»
«Έχω ακούσει κάνει καλό σεξ πάντως.»
Για μια στιγμή το σκέφτομαι. Μωρέ λες; «Κι άμα δεν κάνει;»
«Τι είχαμε τι χάσαμε βρε Ρώξυ άμα δεν κάνει;»
«Είχαμε χρόνο και τον χάσαμε. Αλέξα, δεν μου λείπει το σεξ το ξέρεις έτσι;»
«Ναι, εντάξει. Ο Γκάμπριελ σου λείπει. Το κατάλαβα. Χωρίσατε όμως οπότε πιάσε τον ταύρο από τα κέρατα και δώστου να καταλάβει.»
Με κάνει μια στροφή και γυρνάω ξανά μπροστά της. «Αν ο ταύρος είναι ο Θίοντορ...»
Η φίλη μου μου δίνει μια σφαλιάρα στο μπράτσο για να σκάσω και αυτό κάνω. Για την επόμενη λίγη ώρα απλώς χορεύω και σκέφτομαι την πρόταση της Αλέξα. Εντάξει, δεν θα έλεγα όχι σε καλό σεξ. Μήπως να το ξανασκεφτώ;
̶Ρ̶ω̶ξ̶ά̶ν̶η̶
.......................
Το σκέφτηκε να δεχτεί την πρόταση του να την γυρίσει σπίτι της αλλά της φάνηκε πέρα από κακή ιδέα και ότι θα δώσει λάθος σημάδια σε εκείνον. Εντάξει, αν θέλει οτιδήποτε μαζί του, ένα μήνυμα μακριά είναι. Ξέρει την δύναμη που κρατάει κι αν γίνεται θα το εκμεταλλευτεί.
Οπότε απέρριψε την ευγενική κίνηση του και πήρε ένα ταξί για να την αφήσει σπίτι της. Σε γενικές γραμμές πέρασε πολύ όμορφα. Γέλασε αρκετά, ήπιε όσο θα ήθελε και χόρεψε τόσο όσο της επέτρεπαν οι ψυχικές και σωματικές της δυνάμεις.
Το χρειαζόταν το σημερινό όσο τίποτα.
Άνοιξε με τα κλειδιά της την πόρτα της εισόδου και κάλεσε το ασανσέρ.
Περιμένοντας, της ήρθε κι ένα μήνυμα από τον Θίοντορ.
«Θα ήθελα να βρεθούμε κάποια στιγμή. Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα.»
Είπε να μην το απαντήσει απευθείας. Αν είναι να δεχτεί, τουλάχιστον ας τον ψήσει λίγο. Πάντα πιάνει αυτό, είναι εξαιρετική στρατηγική που το έμαθε από μια πρώην της. Α ρε Ναταλί, εσύ ήσουν μαλάκω αλλά δεν ήσουν πληρωμένη δολοφόνος.
Μπήκε στο ασανσέρ διώχνοντας την εικόνα της με τον Γκάμπριελ. Αλλά ήρθε μια δεύτερη, που την φιλά, μια τρίτη που χαϊδεύει την πλάτη της, μια ακόμη που τραβά τα μαλλιά της και μπαίνει μέσα της.
Βγαίνοντας από το ασανσέρ θέλει να διώξει τις εικόνες αυτές.
Είναι μια καλή ώρα λοιπόν να απαντήσω στον Θίοντορ.
Ωστόσο, δεν πρόλαβε ούτε ανάσα να πάρει παραπάνω. Έξω από το διαμέρισμά της, ποιος να το πίστευε, βρίσκεται εκείνος, καθιστός στο πάτωμα, με το κεφάλι του να στηρίζεται στον κρύο τοίχο και τα μάτια του κλειστά.
Δεν χρειάζεται να τα ανοίξει για να καταλάβει πως επιτέλους γύρισε.
«Σε περίμενα να έρθεις.»
Η Ρωξάνη μένει παγωμένη να τον κοιτά.
«Θέλεις να φύγω;» την ρωτά ύστερα από λίγο. Της ψιθυρίζει τις λέξεις, δεν αφήνει τον εαυτό του να ακουστεί αυστηρός ή... τρομακτικός. Η Ρωξάνη θέλει να βγάλει ό,τι ήπιε και έφαγε. Πιάνεται από τον τοίχο δίπλα της για να μην παραπατήσει. Μισανοίγει τα χείλη της και πάει να πει κάτι. Δεν μπορεί. Ο Γκάμπριελ απογοητεύεται.
«Δεν θέλω να σε πιέσω. Αν μου πεις να φύγω θα το κάνω.»
Όχι, μην φύγεις.
Ναι, καλύτερα θα ήταν να φύγεις.
Το μυαλό και η καρδιά της μάχονται.
«Δεν θα σε πειράξω, αν αυτό σε ανησυχεί.»
Η Ρωξάνη σπεύδει να τον διαβεβαιώσει πως δεν την ανησυχεί αυτό. Εκείνος χαμογελά. Και περιμένει την απάντησή της. Για κάποια ώρα μόνο σιωπή.
Δεν παραπονιέται. Κι αυτό το λίγο που είναι κοντά της, αυτό είναι για εκείνον ανάσα ανακούφισης. Σαν το στέρνο του να μην πονάει τώρα που είναι λίγα μέτρα μακριά της. Δεν μπορεί να δει τα μάτια της βέβαια, αλλά δεν τον πειράζει. Δεν χρειάζεται να μάθει τελικά αν τον μισεί, ή αν τον θεωρεί τέρας.
Μα η ώρα περνάει και απάντηση δεν παίρνει. Η Ρωξάνη δεν ξέρει τι να του πει. Να μείνει; Να φύγει; Δεν θέλει να φύγει. Αλλά πρέπει.
Ο Γκάμπριελ σηκώνεται από τη θέση του. Παραπατάει, ζαλίζεται λίγο, ήρθε κάπως πιωμένος μέχρι το σπίτι της. Αλλιώς δεν θα είχε το κουράγιο. Δεν κάνει κανένα βήμα κοντά της για να μην τρομάξει. Δεν πρέπει να την τρομάξει.
«Δεν θέλω να σε πιέσω και νιώθω ότι το έκανα αρκετά. Θα φύγω αν είναι. Συγγνώμη που εμφανίστηκα έτσι.»
Δεν την κοιτάει καθώς κάνει μερικά βήματα προς τις σκάλες. Δεν θα μπει σε αυτό το ασανσέρ με τίποτα, πολλές αναμνήσεις κρύβονταν εκεί μέσα. Η Ρωξάνη αισθάνεται την καρδιά της να χτυπάει όλο και πιο έντονα όσο απομακρύνεται.
«Όχι, μην φύγεις.»
Τον σταματά. Κι εκείνος στέκεται ακίνητος.
«Γιατί ήρθες εδώ;»
»«»«»«
Γιατί πήγες Γκάμπριελ; Ε; Θα σας έκανα μικρό σποιλεράκι αλλά θα σας αφήσω να πείτε οτιδήποτε θέλετε χωρίς να επέμβω στην διαδικασία σκέψης σας.
Γενικές σκέψεις για το κεφάλαιο; Ορίστε σας ακούω! Έχετε κάτι να πείτε για κανένα συγκεκριμένο σημείο; Έτσι καμία σκηνούλα; όχι; καλά.
Α, μην το ξεχάσω! Μαζί με το ΔΙΠΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ της ημέρας, ανέβηκε και το καστ. Ο Simone έχει μπλε μάτια (ο Άδης μου έχει γκρι) και πολύ έντονες γωνίες. Αλλά αν βάλεις ένα ασπρόμαυρο φόντο και προσέξεις την γωνία λήψης, ειναι ΙΔΙΟΣ με αυτόν που είχα εγώ στο μυαλό μου. Οπότε περιμένω εντυπώσεις και για το υπόλοιπο καστ που δεν ξέραμε. Λιζ, Αλμπερτ, Τζούλιαν και.... ΑΔΗΣ. Χεχεχε.
Φαν φάκτ: Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε σαν ιδέα τον Αύγουστο του 2020. Και ήρθε επειδή το είδα σε όνειρο. Η σκηνή στο εμπορικό που πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον κι εκείνος περπατά αδιάφορος μακριά της ενώ όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι, αυτή ήταν η σκηνή που με έκανε να θέλω να γράψω το βιβλίο. Βέβαια για κάποιο λόγο ήμουν έγκυος εκεί και για κάποιον άλλον λόγο αυτός δεν το ήξερε. Λοιπόν, ενάμιση χρόνο μετά τα καταφέραμε. Την γράψαμε την ρημάδα την σκηνή από την οποία ξεκίνησαν όλα! Λείπει ένα μωρό βέβαια...
Τέλος πάντων. Αυτά. Σας αγαπώ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top