𝑇𝑤𝑒𝑛𝑡𝑦-𝐹𝑜𝑢𝑟. 𝐶𝑢𝑏𝑎 𝐿𝑖𝑏𝑟𝑒
Ο Γκάμπριελ πίστευε πως η ζωή του πήγαινε από το καλό στο καλύτερο· είχε πλέον το δικό του σπίτι, είχε πάρει τον τίτλο του λογιστή της Οικογένειας, ήταν πια και με την βούλα το δεξί χέρι του Φίλιπ, η Οικογένεια πήγαινε εξαιρετικά, όλα έμοιαζαν να είναι όπως πρέπει.
Μέχρι που πέθανε ο Τζέιμς.
Για κάποιον λόγο, ο Γκάμπριελ περίμενε ότι κάποιος συνεργάτης ή φίλος του, συγγενής του ίσως, θα του τηλεφωνούσε για να μάθει για τον θάνατο του θεραπευτή του, αλλά εκείνος άργησε να απαντήσει στα μηνύματά του. Δεν του είχε φανεί περίεργο, στο παρελθόν ο Τζέιμς αρκετές φορές ξεχνούσε να του απαντήσει οπότε ο Γκάμπριελ εμφανιζόταν στο γραφείο του με καφέ και τα αγαπημένα του μπισκότα, περιμένοντάς να τελειώσει με το ραντεβού του και να μιλήσουν για λίγο προτού κλείσουν ένα δικό του.
Οπότε και αυτή τη φορά, ο νεαρός πήρε καφέ και μπισκότα και πέρασε από το γραφείο του. Δεν ήταν κλειστό, αλλά δεν ήταν κι εκείνος μέσα.
Η συνεργάτιδά του, η Μαρτίνα, εκείνη του άνοιξε τη πόρτα.
Ήταν πολύ χαμογελαστή, ευγενική μα στο βλέμμα της είχε και απορίες.
«Εσύ πρέπει να είσαι ο Στίβ, γιατί δεν μου μοιάζεις για Τζοάνα που βλέπω τώρα στο πρόγραμμα. Εκτός κι αν είσαι η Τζοάνα. Με συγχωρείς αν σε πρόσβαλα, χάρ-»
Ο λογιστής την σταμάτησε ακριβώς εκεί. «Ούτε Τζοάνα με λένε, ούτε Στιβ. Ο Γκάμπριελ είμαι. Δεν έχω σήμερα ραντεβού.»
«Και πότε έχεις; Συνέβη κάτι έκτακτο;»
Η Μαρτίνα νόμιζε πως ο Γκάμπριελ γνώριζε. Αλλά η ερώτηση του έπειτα της δημιούργησε πέρα από τρομερή έκπληξη και εξαιρετική απορία για τους καφέδες και τα μπισκότα.
«Είναι εδώ ο Τζέιμς; Χρειάζομαι να του μιλήσω.»
Τον κοίταξε στοργικά, θα έλεγε κάποιος.
«Ο καφές είναι για εκείνον;»
«Ναι. Μαζί με τα μπισκότα, του αρέσουν πολύ με το πορτοκάλι. Πάει και με τον καφέ.»
Η Μαρτίνα κοίταξε καλύτερα εκείνον τον άνδρα που με το μαλλί του κοντοκουρεμένο και την ουλή στο μάτι μοιάζει τρομακτικός αλλά καθώς μιλάει, ήρεμα, ευγενικά, αυτός ο τρόμος φεύγει και έρχεται στην καρδιά της να καθίσει κάτι σαν... συμπόνια; Είναι τα μάτια του τόσο πονεμένα που φεγγοβολά η πληγή τόσο έντονα;
Ναι, στα μάτια της έτσι είναι.
Ο Γκάμπριελ την κοιτά περιμένοντας μια ενημέρωση για τον Τζέιμς.
«Νόμιζα ότι σε είχαν ενημερώσει, αλλά από ό,τι φαίνεται όχι. Ο Τζέιμς... απεβίωσε πριν μερικές μέρες.»
Η ανάσα του κόπηκε για λίγα δευτερόλεπτα και η καρδιά του σφυροκόπησε έντονα στο στήθος του. Βλεφάρισε δύο ή τρεις φορές μα δεν άντεξε να διώξει τα δάκρυα του μακριά.
Έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε τον καφέ και τα μπισκότα.
Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει αλλά δεν μπόρεσε να πει κάτι.
Ο Τζέιμς, ο καλός του φίλος.
Τον αγαπούσε πολύ ο Τζέιμς. Τον είχε αναλάβει από μικρή ηλικία, δε θυμάται πότε χτύπησε το τηλέφωνό του και άκουσε τον Ρίο στην άλλη γραμμή να του ζητά λίγο χρόνο, αλλά τον θυμάται να μπαίνει στην πρώτη τους συνάντηση με ένα παιδί στο πλάι του. Ντροπαλό πολύ. Μαζεμένο, δίχως μιλιά κοιτούσε τον Ρίο που μιλούσε έντονα σε εκείνον τον άνδρα.
Ο Ρίο έφυγε αφήνοντάς του ένα πάκο με πολλά λεφτά.
Του έφταναν για να αγοράσει ένα σπίτι στην γενέτειρα του Σαίξπηρ, το Stratford-upon-Avon, και να μείνει εκεί με την σύντροφό του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν λεφτά ανακούφισης.
Όμως πρώτα, κοίταξε το αγόρι μπροστά του. Κάθεται στον καναπέ, τα πόδια του δεν φτάνουν να ακουμπήσουν το πάτωμα αλλά η πλάτη του ξεκουράζεται στο μαξιλάρι του καναπέ.
«Θα μου πεις το όνομά σου;»
«Δεν στο είπε ο Ρίο;»
«Όχι.» Ο μικρός κατάλαβε πως ο Τζέιμς λέει ψέματα και έτσι δεν απάντησε. «Εμένα με λένε Τζέιμς.» Τότε, ο Γκάμπριελ σήκωσε το βλέμμα του. Μουρμούρισε το όνομά του και κοίταξε ξανά το πάτωμα.
Ο ίδιος άνδρας καθόταν στον καναπέ πολλά χρόνια αργότερα. Τώρα τα πόδια του ακουμπούν το έδαφος και μάλιστα δεν χωράει το σώμα του καλά-καλά στον καναπέ. Έχει κουρεμένα κοντά μαλλιά, ουλή στο πρόσωπο. Φοράει άνετα ρούχα και παπούτσια.
Και πάλι κοιτά το έδαφος.
Από το μυαλό του πέρασαν όσες περισσότερες μέρες μπορούσε να ανακαλέσει. Μέρες που δεν μιλούσαν για εκείνον, μέρες που έκλαιγε σιωπηλά και δεν μιλούσαν καθόλου, μέρες που ζωγράφιζαν, που τον ρωτούσε για τη σύντροφό του.
Ένιωσε ένα τεράστιο κενό στο στήθος.
Ο Τζέιμς πέθανε.
Και ένιωσε κάτι μέσα του να σπάει. Ένιωσε τον άνθρωπο που τον καταλάβαινε περισσότερο απ' όλους να θρυμματίζεται.
Κοίταξε την Μαρτίνα έπειτα.
«Νιώθω ακριβώς όπως όταν πεθαίνει ο αγαπημένος μου χαρακτήρας σε βιβλίο αλλά πιο έντονα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
Η γυναίκα τον κοίταξε αφήνοντας ένα μικρό μειδίαμα απορίας. «Επίτρεψε μου να ρωτήσω τι εννοείς γιατί δεν καταλαβαίνω.»
«Διαβάζεις βιβλία; Βασική προϋπόθεση αυτή.»
«Σπάνια πλέον.»
Σηκώνεται όρθιος, φτάνει στο γραφείο και πιάνει ένα χαρτί και τον στυλό από την μολυβοθήκη. «Σου αρέσουν τα ρομαντικά βιβλία;» την ρώτησε και συνάντησε τα έκπληκτα μάτια της για ακόμη μια φορά. Εκείνη έγνεψε, δεν είχε θέμα, κανένα απολύτως με το είδος, οπότε απλώς έγνεψε θετικά. Εκείνος της έγραψε τρία βιβλία στο χαρτί. «Διάβασέ τα. Δυστυχώς ξέρεις από τώρα πως κάποιος θα πεθάνει. Θα κλείσουμε ραντεβού την άλλη εβδομάδα. Τετάρτη στις επτά ήταν το ραντεβού μου συνήθως με τον Τζέιμς. Σε βολεύει;»
Για καλή του τύχη, η ώρα ήταν κενή. Και το βράδυ της άδειο.
«Τετάρτη στις επτά θα σε περιμένω.»
«Διάβασε ένα από τα τρία. Θα σου φέρω εγώ τα άλλα δύο.»
Ο νεαρός της αφήνει τον έναν καφέ και τα μπισκότα. Δακρυσμένα μάτια χαμογέλασαν και δεν έμοιαζαν θλιμμένα όπως πριν. Η Μαρτίνα δεν πρόλαβε να του πει κάτι άλλο γιατί χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβει τι συνέβη και μέχρι τότε η πόρτα πίσω του είχε κλείσει.
Ήπιε διστακτικά από τον καφέ που της άφησε και μπορεί να τον βρήκε λίγο πικρό για τα γούστα της αλλά τα μπισκότα ήταν η τέλεια συνοδεία.
Ο Γκάμπριελ επέστρεψε την Τετάρτη στις επτά. Άφησε μπροστά της τον φάκελο με την επιταγή, όπως τότε με τα μετρητά του Ρίο και της είπε πως το να μην μιλήσει ήταν «ζήτημα ζωής και θανάτου».
Η Μαρτίνα κοίταξε τον αριθμό.
Αυτά τα λεφτά ήταν αρκετά για να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι με το τρένο που ονειρευόταν από μικρή σε όλη την Ευρώπη. Χαμογέλασε μα όταν δέχτηκε ξέχασε τα λεφτά και επικεντρώθηκε στον άνδρα μπροστά της.
Λίγο αργότερα, έκανε ό,τι κι ο Τζέιμς μερικά χρόνια πριν.
Έδωσε τα λεφτά πίσω εκεί που ανήκουν.
«Δεν θέλω λεφτά. Φέρε μου συμβόλαιο όρκου σιωπής και μετά οι συνεδρίες ξεχωριστά.» Ο Γκάμπριελ την κοίταξε απορημένος. Θυμήθηκε τον Τζέιμς να λέει ακριβώς το ίδιο στον Ρίο.
Χαμογέλασε και την αγκάλιασε. Ο Τζέιμς μπορεί να έφυγε μα άφησε την Μαρτίνα.
................
Τον κοιτούσε από εδώ. Τον κοιτούσε από εκεί. Τον κοιτούσε από όλες τις γωνίες, σαν να τον φωτογράφιζε ένα πράγμα.
«Ρωξάνη παιδί είναι, τι κοιτάς έτσι;»
Η κοπέλα απλώς τον αγριοκοίταξε. «Πρέπει να μάθεις καλά τον εχθρό σου προτού προχωρήσεις σε ανακωχή. Πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα.»
Ο λογιστής γελάει. Βασικά προσπαθεί να πνίξει ετούτο το γέλιο αλλά δεν μπορεί οπότε απλώς το αφήνει. «Είναι ένα παιδί, αγάπη μου, τι ακριβώς να περιμένουμε από ένα εντεκάχρονο;»
Στην πραγματικότητα είχε πολλά να περιμένει από ένα παιδί εκείνης της ηλικίας, ο Γκάμπριελ τότε είχε σκοτώσει τον πατέρα του, αλλά δεν είναι πολλά παιδιά σαν αυτόν και ο μικρός φαινόταν υπερβολικά χαλαρός μα συνάμα και φορτισμένος για να έχει σκοτώσει άνθρωπο.
Η Ρωξάνη εν αγνοία της για όλα τα παραπάνω, συνεχίζει την πλάκα της σχετικά με το εχθρικό κλίμα και το παιδί.
«Κοίταξε, εδώ μιλάμε για το νόμιμο παιδί σου. Πρέπει να το μάθω.»
«Ξέρεις ρωσικά;» Του γνέφει αρνητικά. «Τότε δεν θα μπορέσεις να τον μάθεις ποτέ. Εδώ με το ζόρι ο Τομ συνεννοήθηκε μαζί του αλλά μετά ο μικρός έβαλε τα κλάματα και δεν ξεκόλλησε ποτέ από την αγκαλιά μου.»
«Πόσο καιρό θα του πάρει να μάθει την γλώσσα πιστεύεις;»
«Αν σταματήσει να κλαίει κάθε πέντε λεπτά τότε μέσα σε έναν χρόνο θα μπορούμε να συνεννοηθούμε δίχως πρόβλημα.»
Της φαίνεται δύσκολο αλλά το παιδί είναι έντεκα χρονών και σε αυτές τις ηλικίες ο εγκέφαλος απορροφά πληροφορίες και γνώση πολύ πιο εύκολα. Το παιδί τρώει ήρεμο το φαγητό του και κοιτάει με κλαμένα μάτια την κοπέλα με τα σγουρά ξανθά μαλλιά.
Αν τα μάτια της ήταν μπλε, τότε ο μικρός Ιβάν θα μπορούσε να δει την μαμά του σε εκείνη κι ίσως να έπεφτε στην αγκαλιά της κλαίγοντας ακόμη περισσότερο. Στα μάτια της όμως έβλεπε ένα απλό πράσινο, δεν μπορούσε να νιώσει την στοργή της μητέρας του. Στα γκρι του άνδρα όμως, ένιωθε ασφάλεια.
Ίσως εκείνη την στιγμή, που το παιδί αισθανόταν πως θα πεθάνει, ίσως εκείνη την στιγμή το γκρι ήταν το μόνο που τον έκανε να αναπνεύσει. Και αργότερα, καθώς έχωνε το κεφάλι του στο στέρνο του άνδρα που έσκιζε τον αέρα στα δύο, ίσως τότε να ανάσαινε επειδή ο Γκάμπριελ του διαβεβαίωσε με μια αγκαλιά πως δεν θα τον αφήσει να πεθάνει. Κι όταν τον κάλυψε με το σώμα του για να μην τον αγγίξει η λαύρα της έκρηξης, τότε ο Ιβάν αποφάσισε να τον εμπιστευτεί δίχως όρους.
Γιατί; Έχει όρια η καρδιά ενός παιδιού.
Όχι, συνήθως όχι. Μα ένα παιδί που έχει περάσει πολλά, κι αυτό είναι κάτι που ο λογιστής καταλαβαίνει πρώτος απ' όλους, έχει μάθει να βάζει όρους σε κάθε τι που μπαίνει στην καρδιά του.
Η Ρωξάνη κάθεται και πάλι στον καναπέ του σαλονιού και αφήνει τον μικρό να φάει λίγο από τα σοκολατένια δημητριακά του Γκάμπριελ. Είδε την δυσκολία του στο να βάλει αρκετά στο μπολ αλλά είδε και το χαμόγελο του άνδρα καθώς το παιδί τον αγκάλιασε με ευγνωμοσύνη.
«Δεν νιώθεις λες και βλέπεις τον εαυτό σου σε μικρό;»
Ο λογιστής κάθεται στον καναπέ δίπλα της χαμογελώντας.
«Είχα πιο σκούρα μαλλιά εγώ και πιο σκούρα μάτια. Και ήμουν πιο ψηλός.»
«Πότε γνώρισες τον Ρίο; Πως αποφάσισε να σε υιοθετήσει; Δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ.»
Εκείνος ανασαίνει βαριά και αισθάνεται έναν κόμπο στο στέρνο, στον λαιμό, στο στομάχι, παντού. «Είναι συζήτηση για άλλη ώρα.»
Όχι πως θέλει να τον πιέσει αλλά τον βλέπει, αν κάτσει λίγο πιο κοντά του, αν ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του και χαϊδέψει το χέρι του, ο Γκάμπριελ θα της μιλήσει.
Παρόλα αυτά, τον φιλάει στο μάγουλο και σηκώνεται όρθια ξανά. Πάει να καθίσει δίπλα από τον Ιβάν κι εκείνος της χαμογελά, με το σοκολατένιο γάλα να έχει δώσει σκούρα απόχρωση στα χείλη του.
Τη βλέπει που προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του, αλλά μάταιος κόπος. Την βλέπει που χασκογελά με την γλώσσα που μιλάει αλλά τον ακούει να γελά κι εκείνος. Δεν ξέρει πως συνεννοούνται αλλά λίγο αργότερα μοιάζουν σαν να έχουν ανοίξει συζήτηση.
Ίσως αυτό που δεν προσπάθησαν οι άλλοι είναι να αφήσουν το μικρό παιδί μέσα τους να ελευθερωθεί και να του μιλήσουν όπως κάνει τώρα η κοπέλα με τα σγουρά μαλλιά και τα καταπράσινα μάτια.
Το πρόσωπό της ακτινοβολεί. Κάθε της χαμόγελο και γέλιο φωτίζει το δωμάτιο.
Μοιάζει πολύ στην μαμά του.
Μόνο που εκείνη δεν είναι χλωμή σαν το φεγγάρι, αλλά φωτεινή και ζωηρή όπως ο ήλιος. Όχι ο καυτός, που σε βασανίζει. Αλλά εκείνος ο γλυκός, που σε φιλά γλυκά στο πρόσωπο, που σε κάνει να κλείσεις τα μάτια σου για να τον απολαύσεις περισσότερο. Αυτός ο ήλιος, είναι η Ρωξάνη του.
Του άρεσε εκείνο το συναίσθημα. Το σκοτεινό του Παλάτι δεν είχε εκείνο το σκοτάδι. Η Βασίλισσα του το είχε γεμίσει με λουλούδια και χρώματα.
Μα στην πραγματικότητα, η Περσεφόνη δεν είχε περάσει ακόμη τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Πως άνθησαν εκείνα τα λουλούδια;
.....................
Εκείνος ο γνωστός της την είχε προειδοποιήσει· μέσα Φεβρουαρίου θα γίνει το μεγαλύτερο λάτιν πάρτι και την χρειαζόταν ως ενίσχυση στο Palenque, το καλύτερο λάτιν μπαρ όλης της χώρας, θα μπορούσε κανείς να πει.
Η Ρωξάνη είχε πάρει άδεια από τον Φίλιπ για να βρίσκεται εκεί και μάλιστα ανάγκασε τον Γκάμπριελ να πάει κι εκείνος σε εκείνη την μεγάλη βραδιά με απίστευτη λατινοαμερικάνικη μουσική και χορευτές που ήταν έτοιμοι να τα δώσουν όλα. Ο ντι-τζέι ετοιμαζόταν μήνες, η μπάρα είχε καθοριστεί από την αρχή και τα σεμινάρια μέσα στον Ιανουάριο και Φλεβάρη για το μενού με τα σπέσιαλ ποτά πέρα από εκείνα τα κλασικά, τα βαρετά όπως θα έλεγε η Ρωξάνη.
Εκείνο το απόγευμα η Ρωξάνη ετοιμάστηκε δίχως να περιμένει τον Γκάμπριελ να την πάρει με το αμάξι. Θα περνούσε ο Χένρι, ο συνάδελφος, να της κάνει την εξυπηρέτηση, μην υποχρεώνει και τον σύντροφό της ξανά.
Εκείνος από την άλλη, είχε πάρει αγκαζέ Ρίο και Φίλιπ και είχαν πάει στο εμπορικό να ψωνίσουν και οι τρεις τους ρούχα για εκείνη την βραδιά «γιατί δεν θα την βγάλω μόνος μου εκεί πέρα». Ο Ρίο ήταν ενθουσιασμένος, είχε χρόνια ολόκληρα να πάει σε τέτοια πάρτι; Όχι, αλλά αυτή τη φορά είχε βάλει στόχο να χορέψει. Ο Φίλιπ από την άλλη που δεν ήξερε να χορεύει τίποτα, στοιχημάτιζε στον χαμηλό φωτισμό για να μην καταλάβει κανένας ότι δεν γνωρίζει τίποτα και να στριμώξει καμία λατίνα στις τουαλέτες.
Ανέκαθεν τις λάτρευε τις ισπανόφωνες αλλά δεν θα έλεγε όχι σε καμία που θα του τριβόταν υπό τους ρυθμούς σάμπα ή οτιδήποτε άλλο είναι αυτό που χορεύουν.
Τελικά, η αγία τριάδα της Οικογένειας αποφάσισε να ανασυνταχθεί δυναμικά στο σπίτι του Ρίο, βάζοντας μουσική άσχετη με την βραδιά και πίνοντας ένα ουισκάκι, πλην του Γκάμπριελ που έφερε μαζί του τίλιο και έβρασε.
Δεν είχαν κώδικα ντυσίματος αλλά η Ρωξάνη του είπε να μην εμφανιστεί με κοστούμι επειδή θα ήταν εκτός θέματος.
Αλλά ήταν χειμώνας και βερμούδα δεν θα φορούσε κανένας τους.
Με πολύ αίμα, δάκρυα και ιδρώτα ετοιμάστηκαν, ξυρίστηκαν, παρφουμαρίστηκαν σαν σωστοί καλεσμένοι σε πάρτι νυχτερινού μαγαζιού και βγήκαν στους δρόμους του Μάντσεστερ με οδηγό τον Γκάμπριελ έχοντας ως μοναδικό προορισμό το ξακουστό λάτιν μπαρ.
Ο Ρίο είχε φορέσει λινό παντελόνι μαύρο με επίσης μαύρο πουκάμισο, έβαλε και μια αλυσίδα, κάνοντας σωστά την δουλειά του πλούσιου μεσήλικα που ψάχνει να βρει την επόμενη κορασίδα που θα εκτιμήσει τα γκρι μαλλιά του. Από την άλλη ο Φίλιπ έχει εκείνο το ωραίο μπορντό του πουκάμισο που θα άνοιγε μερικά κουμπιά μόλις έφταναν στον χώρο και γκρι ύφασμα που ταίριαζε γάντι στα χρώματά του. Χαμογέλασε στον Γκάμπριελ κάνοντας μια στροφή προτού μπει στο αμάξι. Ο λογιστής της παρέας δεν άκουσε την σύντροφο του. Έβαλε λευκό πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και ασορτί χρώμα γιλέκο, με παπιγιόν γιατί έδινε μια λατινική αίσθηση.
Η ουρά ήταν πιο μεγάλη από ότι περίμεναν αλλά για ακόμη μια φορά αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα σε κανένα σύμπαν για τον Οικογενειάρχη Φίλιπ, ο οποίος προχώρησε με το τσιγάρο στο στόμα και αγκάλιασε τους τύπους στην υποδοχή.
Όπως σε κάθε πραγματικό σενάριο, υπήρξε αυτός ο ένας που βρισκόταν λίγο πριν την είσοδο περιμένοντας δύο ώρες για να μπει και έκανε το παράπονό του.
Ο Ρίο γέλασε, ο Φίλιπ κοίταξε τον Γκάμπριελ κι ο τελευταίος άρπαξε το τσιγάρο από τα χείλη του φίλου του, κάπνισε δύο τζούρες και άφησε το φως της εισόδου να καθρεφτιστεί στην ουλή του. Ο ψηλός, γεροδεμένος άνδρας χαμογέλασε στο μέρος εκείνου που έκανε το παράπονο.
Έσβησε το τσιγάρο του στο έδαφος.
«Έχουμε πρόσκληση πάντως.»
Παρόλα αυτά δεν την χρειάστηκαν.
Το καλύτερο τραπέζι μπορεί να άδειασε για εκείνους αλλά τελικά διάλεξαν εκείνο το άδειο στην άλλη άκρη του μαγαζιού που ήταν χωμένο μέσα στον κόσμο και ήταν αρκετό για να τους κάνει να νιώσουν ένα με το πλήθος αυτή τη φορά.
Ωστόσο, η καλή μεταχείριση ήταν σίγουρη. Ένας σερβιτόρος, έφερε ένα καλό μπουκάλι σαμπάνιας με τρία ποτήρια και έπειτα ζήτησε από εκείνους να παραγγείλουν κάποιο ποτό.
«Μπορούμε να ζητήσουμε συγκεκριμένο μπάρμαν;»
Ο υπάλληλος, με τις σαφέστατες οδηγίες να φιλήσει και κατουρημένες ποδιές αν του το ζητήσουν, έγνεψε χωρίς να γνωρίζει αν όντως γίνεται αυτό.
«Θα ζητήσεις από την Ρωξάνη να φτιάξει τα αγαπημένα της ποτά για εμάς;»
Ο σερβιτόρος πιστεύει ότι η μπαργούμαν θα αναθεματίσει, θα βρίσει, θα ρίξει βρίσιμο σε θεία ίσως, ανάλογα τα νεύρα αλλά τελικά θα τους κάνει την χάρη. Μα η κοπέλα, κοίτα να δεις, κοίταξε πίσω από τον ώμο του και έψαξε το κεφάλι του Γκάμπριελ που εννοείται και εξείχε ανάμεσα σε πολλά.
«Είσαι σίγουρη πως θα μπορέσεις; Μπορώ να τους μεταφέρω ότι δεν γίνεται πάντως, θα βρω μια δικαιολογία!»
Η κοπέλα γέλασε. «Μπορώ. Μείνε κοντά να σε φωνάξω να τους τα πας.»
Έκτοτε, η Ρωξάνη μόνο χαμογελούσε. Μέσα στο ριγέ παντελόνι με το ασορτί γιλέκο χόρευε σαν σωστός καβαλιέρος δίπλα από την μπαργούμαν με τα κρόσια στην μπλούζα της.
Η ξανθιά κοπέλα, με τον κότσο χαμηλά στο κεφάλι της και το καπέλο φορεμένο, έκανε στροφή ενθουσιασμένη με την καρδιά της να χτυπά δυνατά και την υπομονή της να τον δει ξανά, αλλά έκανε στροφή και την απίστευτα σέξι χορεύτρια στα δεξιά της.
Ποια θα ήταν η άποψη του για τρίο άραγε;
Γουρλώνει τα μάτια της.
Ηλίθια Ρωξάνη, σκάσε!
Έβηξε τρεις φορές για να φύγει η εικόνα του Γκάμπριελ με άλλη στο κρεβάτι προτού ξεκινήσει να πετάει στον αέρα μπουκάλια, σέικερ και ποτήρια. Τους έφτιαξε για αρχή από τρία μοχίτο. Και έπειτα θα έφτιαχνε, Pina Colada, Cuba Libre και τα συναφή σπέσιαλ του μαγαζιού.
Ο σερβιτόρος πήγε πρώτα τα μοχίτο και έφυγε με πολύ καλό φιλοδώρημα που άγγιζε τον μισθό του, μετά γύρισε και έφερε την επόμενη γύρα ποτών, έφυγε με επίσης καλό τιπ και τελικά δεν ξαναπήγε στο τραπέζι γιατί η Ρωξάνη ζήτησε από τον υπεύθυνο αν μπορεί να πάει εκείνη να τα σερβίρει.
Πήρε τον δίσκο της, σήκωσε ψηλά τα ποτά και πέρασε σαν αίλουρος μέσα στο πλήθος. Όσο κι αν ήθελε να χορέψει με τα δεκάδες κορμιά που ένιωθε πάνω της, εκείνη αποφάσισε να φτάσει γρηγορότερα στον αγαπημένο της, που όταν τα μάτια του κάλυψαν το σώμα της, εκείνος δεν τόλμησε να τα τραβήξει μακριά.
Ήταν κάτι σαν ταλέντο.
Να φαίνεται τόσο θηλυκή μέσα σε κοστούμι, μέσα σε ανδρικά γιλέκα, σε ανδρικά σακάκια. Την φαντάστηκε με γραβάτα γύρω από τον λαιμό της και έπειτα φαντάστηκε την γραβάτα στα χέρια του, να την τραβά, να την πνίγει, να της προκαλεί πόνο, να της προκαλεί δυσφορία...
Κούνησε το κεφάλι του γρήγορα προτού βγάλει το καπέλο της και το φορέσει εκείνος.
Μετά το δεύτερο ποτό, ο Γκάμπριελ ήδη αισθανόταν λίγο ζαλισμένος, ίσως έφταιγαν και τα φώτα και η μουσική και πως χόρευαν όλοι τους. Η Ρωξάνη τον φίλησε πεταχτά στα χείλη και χαιρέτησε τον Φίλιπ που χόρευε –περίπου– με μια κοπέλα λίγο πιο πέρα. Ο Ρίο είχε εντοπίσει μερικές γυναίκες που του άρεσαν αλλά βήμα δεν έκανε. Δεν είχε πιει αρκετά γι' αυτό.
«Έχεις λίγο χρόνο ή πρέπει να γυρίσεις στην μπάρα;»
«Έχω λίγο χρόνο να χορέψουμε αν θέλεις.»
«Αφού δεν χορεύω και το ξέρεις.»
«Σημασία έχει να αναδείξεις την παρτενέρ σου σαν καβαλιέρος.»
Εκείνος γέλασε και ήπιε το Cuba Libre του μονορούφι.
«Δεν έχω πιει αρκετά για να χορέψω λάτιν σήμερα.»
Τον φίλησε άλλη μια φορά προτού απομακρυνθεί. Ούτε λίγο ούτε πολύ, βρέθηκε να κολλάει πάνω σε μια κοπέλα. Δεν ήξερε βήματα, δεν ήξερε πως, μόνο έπρεπε να την κάνει να ξεχωρίσει οπότε η Ρωξάνη επιστράτευσε κάθε της ανδρικό ένστικτο και έκανε την κυρίαρχη πλευρά της να φανεί.
Ο τρόπος που ακουμπούσε την μέση της κοπέλας και την έφερνε πάνω της είναι γνώριμος για εκείνη, το έχει κάνει πολλάκις στο παρελθόν.
Μα τώρα δεν την ξεσηκώνει το λυγερό κορμί της με την απολαυστική θελκτική αύρα της, αλλά το βλέμμα εκείνου, που δεν χαμογελά, αλλά έχει καρφώσει μια γκρι σκιά πάνω τους.
Μειδιάζει κάπου-κάπου.
Αφήνει το κινητό του στην άκρη και πλησιάζει τις κοπέλες. Τραβά την ξανθιά από το μπράτσο καθώς ψιθυρίζει κάτι στην άλλη. Η κοπέλα απομακρύνεται σχεδόν κατσουφιασμένη, το σχέδιο της να αποπλανήσει την όμορφη μπαργούμαν βρήκε πάτο.
Η Ρωξάνη τον κοιτά. Το χνώτο του πέφτει στο δέρμα της καθώς της λέει κάτι κρύβοντας τις λέξεις στα μαλλιά της.
«Αν ήθελες τρίτο άτομο στο κρεβάτι μας, θα μπορούσες να το πεις.»
Εκείνη γελάει, τον φιλά και τρίβεται πάνω του πριν απομακρυνθεί και επιστρέψει στην δουλειά της.
Το κόκκινο κραγιόν που είναι στα χείλη του τον καίει.
Την θέλει γύρω του, τώρα.
...................
Ο τρόπος που το σώμα της κόλλησε στον τοίχο επιθετικά την έκανε να αναφωνήσει, την έκανε να κλαψουρίσει και σιγανά να ψιθυρίσει «σε θέλω». Ο Γκάμπριελ έψαξε τα κλειδιά της στην τσάντα και άνοιξε την μεγάλη πόρτα της εισόδου, τραβώντας την προς το ασανσέρ χωρίς να χάνει χρόνο, δίχως να περιμένει άλλο.
Περίμενε τόσες ώρες με την σκέψη της γονατιστή και αβοήθητη στα χέρια του που τώρα αυτά τα λίγα λεπτά μακριά από το διαμέρισμά της του φαίνονται αιώνες.
Οι πόρτες του ασανσέρ κλείνουν.
Η Ρωξάνη πάτησε το κουμπί του ορόφου της ανυπόμονα. Έπεσε στα χέρια του συντρόφου της ξανά και πάτησε στις μύτες των ποδιών της για να φτάσει τα χείλη του πάλι. Μα το δικό της χέρι, που δεν ήθελε να περιμένει μέχρι να ανέβουν μερικούς ορόφους, ξεκίνησε να ανακαλύπτει, να ψάχνει και να ρωτά «τι θα γινόταν αν;».
Τι θα γινόταν αν τώρα ξεκούμπωνε το παντελόνι του;
Ο Γκάμπριελ δαγκώνει τα χείλη του, αφήνει το κεφάλι του να ακουμπήσει στον τοίχο του ασανσέρ και αισθάνεται την ζώνη του να χαλαρώνει και το φερμουάρ να κατεβαίνει απειλητικά. Είναι ήδη σκληρός για εκείνη, την περίμενε όλο το βράδυ και τώρα δεν θέλει να τον βασανίσει, δεν θέλει να το πάνε αργά.
Παίρνει τον έλεγχό του στο χέρι της.
Κι εκείνος σταματά το ασανσέρ μεταξύ των ορόφων.
Αισθάνεται την γλώσσα της γύρω του και κλείνει τα μάτια του. Αισθάνεται το χέρι της να κινείται πάνω του και πιάνει τα λυτά μαλλιά της στην χούφτα του. Συνήθως έχει αρκετές αντοχές μα τώρα, με το στόμα της να προσπαθεί να τον χωρέσει και την επιθυμία του να την γεμίσει ολοένα να αυξάνεται, δεν μπορεί να περιμένει άλλο.
Την σηκώνει όρθια, την γυρίζει στον μεγάλο καθρέφτη του ασανσέρ και την διατάζει να κρατηθεί από το στήριγμα μπροστά της. Εκείνος κοιτά την πλάτη της που την κυρτώνει αρκετά για να φτάσει στο ύψος του.
Όσο κατέβαζε το παντελόνι της και παραμέριζε το εσώρουχό της, ο θεός να το κάνει, επιχείρησε να μην σπάσει την οπτική επαφή τους μέσα από τον καθρέφτη. Αυτή την στιγμή την είχαν φανταστεί και οι δύο.
Τα πάντα ξεπέρασαν τις φαντασιώσεις τους την στιγμή που εκείνος άνοιξε με τα δάχτυλά του την σχισμή της και έπειτα, με ευκολία εισχώρησε μέσα της. Η Ρωξάνη αναφώνησε. Αν κάποιος ένοικος ήταν ξύπνιος θα μπορούσε να την ακούσει να βογκά διάφορα καθώς εκείνος κινείται μέσα της, κάπου-κάπου γρήγορα, κοφτά και έντονα, ενώ επιχειρεί να επιβραδύνει μόνο όταν το κλαψούρισμά της σταματά και αισθάνεται την ανάγκη να την ακούσει να φωνάζει δυνατά.
Κρατά τους γοφούς της γερά και σταθεροποιεί το κορμί της καθώς το σώμα του χτυπά στο δικό της.
Είναι γλυκιά η αίσθηση της κορύφωσης, είναι γλυκιά η μορφή της καθώς με κλειστά μάτια άλλοτε μουρμουρίζει κι άλλοτε αναφωνεί διάφορα. Η γλώσσα του περνά μια τελευταία φορά από τα χείλη του και καθώς σφυροκοπά πάνω της κοφτά και έντονα την αισθάνεται να παραδίνεται στις τελευταίες εισχωρήσεις του.
Έπειτα, πέφτει ξανά στα γόνατα. Παίρνει ξανά τον έλεγχο του στα χέρια της και όσο εκείνος ξεκινά ξανά το ασανσέρ, η κοπέλα ρουφά και την δική του απόδειξη ηδονής και κορύφωσης.
Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν με τον Γκάμπριελ να φιλά την Ρωξάνη στα πασαλειμμένα κόκκινα χείλη της. Και οι πόρτες έκλεισαν με τους δύο τους να κατευθύνονται στο μπάνιο της Ρωξάνης ετοιμαζόμενοι για την συνέχεια της βραδιάς.
Ακόμη και στο σκοτάδι της νύχτας, ο Γκάμπριελ έβλεπε φως.
Μα ήξερε πως θα έρθουν οι μέρες που ο ήλιος δεν θα φτάνει να φωτίσει το σκοτάδι του.
»«»«»«
Αυτό το κεφάλαιο θα είχε ανέβει πολύ νωρίτερα αν δεν είχα την προσοχή μου σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το ανοιχτό word εδώ και σχεδόν μια εβδομάδα. Αρχικά, είμαι αρνητική στον κόβιντ οπότε το μαρτύριο της καραντίνας τελείωσε. Ύστερα, έχω περίοδο και βασανίζομαι από εκεί τώρα. ΕΠΙΣΗΣ, χιονίζει; Θυμήθηκα τι κεφάλαια έγραφα ενάμιση μήνα πριν που χιόνιζε και κάπως σφίχτηκε η καρδούλα μου.
Τέλος πάντων για να μπούμε στο ψητό: άλλο ένα μεταβατικό κεφάλαιο οέο. Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα για το επόμενο. Αλλά δεν είναι ωραία; Δεν εκτιμάτε την ηρεμία; Την νηνεμία; Ε; Μόνη μου; Μάλλον. Πείτε μια άποψη.
Πείτε μου αν σας άρεσε η ιδέα του να κάνουν τρι-, εντάξει σκάω.
Πάω να φάω επιτέλους σαν κανονικός άνθρωπος και ελπίζω να επανέλθω με κεφάλαιο σύντομα. Σας αγαπώ, σμουτς!
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top