𝑇𝑤𝑒𝑙𝑣𝑒. 𝐾𝑖𝑟 𝑅𝑜𝑦𝑎𝑙𝑒

Οι πρώτες ώρες σπίτι του φάνηκαν ανακουφιστικές. Ο Ρίο βρισκόταν γύρω του συνέχεια, ακόμη κι όταν ο γιατρός έφτασε άρον-άρον στην έπαυλη, ύστερα από τις παρακλήσεις τους να τους αφήσουν μόνους, ο άνδρας απλώς δεν τον άκουσε.

Το σώμα του το είχε καθαρίσει εκείνος. Τον σήκωσε στα χέρια του με τρομερή προσπάθεια και τον έβαλε να καθίσει στην μπανιέρα. Ο Γκάμπριελ είχε μόνο ελάχιστα επαφή με το περιβάλλον. Κάποιες πληγές έτρεχαν ακόμη, άλλες είχαν ξεραθεί, μα όλες τον πονούσαν απίστευτα.

Ο Ρίο κάθισε στην άκρη της μπανιέρας κοιτώντας τον δακρυσμένος. Ρύθμισε το νερό στο χλιαρό και έβρεξε ήρεμα τα μαλλιά του. Είχαν γεμίσει με αίματα, οι τούφες μπλέκονταν μεταξύ τους. Τον ακούμπησε ήρεμα, ήσυχα και με κινήσεις σχεδόν αέρινες. Το νερό που έτρεχε, δεν το ενοχλούσε στις πληγές του, μονάχα τον ανακούφιζε.

Πρώτα καθάρισε την μεγάλη πληγή στο πρόσωπό του. Ο Γκάμπριελ πονούσε και μόνο που τον άγγιζε μα έκανε υπομονή, ήξερε πως τον φρόντιζε, ήξερε πως ο πόνος τώρα είναι για το καλό του. Οπότε έσφιξε απλώς τα μάτια του και τον άφησε να διώξει τα περιττά αίματα. Και πράγματι, λίγο αργότερα, το πρόσωπό του ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Μα η ουλή ήταν μεγάλη και διαπερνούσε όλο το δεξί προφίλ σχεδόν.

Προσπάθησε να το αγνοήσει. Προχώρησε στο στέρνο και τα μπράτσα του. Εκείνα είχαν μικρές γρατζουνιές μονάχα, οπότε με λίγο τρίψιμο κατάφερε να τις καθαρίσει. Το στέρνο του ήταν σε λίγο χειρότερη κατάσταση από τα χέρια του. Το γυμνασμένο σώμα του είχε καλυφθεί από κόκκινο ξεραμένο αίμα ενώ την στιγμή που προσπάθησε να τον καθαρίσει, εκείνος τσιτώθηκε.

«Δεν θέλω...» του ψιθύρισε. Ο Ρίο ένιωσε την καρδιά του να σπάει σε κομμάτια. Σε τέτοια άθλια κατάσταση δεν τον είχε βρει ούτε εκείνη την πρώτη μέρα. «Πονάω, δεν αντέχω.»

«Κάνε υπομονή, παιδί μου. Μπορείς. Θα αντέξεις.»

Τον άγγιξε μια ακόμη φορά. Εκείνος άφησε έναν λυγμό και έσφιξε ξανά τα μάτια του. Ο Ρίο ήθελε να κλείσει τα αφτιά του. «Αν δεν θέλεις, θα σταματήσω. Απλά χρειάζεται να γίνει. Για να σου κάνει τα ράμματα ο γιατρός, να επουλωθούν γρήγορα οι πληγές σου.»

Ο Γκάμπριελ πήρε μια μικρή τρεμάμενη ανάσα. «Δεν ήθελα να σε προδώσω.»

«Γκάμπριελ, μην...»

«Ζητούσαν να μάθουν ποιος είναι ο Άδης», του ψιθυρίζει, «δεν θα σε πρόδιδα ποτέ. Με ρώτησαν διάφορα για εσένα, για τον Άλμπερτ, όμως για εσένα κυρίως. Όταν δεν τους απαντούσα με χτυπούσαν.» Στραβοκαταπίνει προτού συνεχίσει. «Δεν σε πρόδωσα, δεν με πρόδωσα, δεν θα μας το έκανα ποτέ αυτό.»

Ο Ρίο τον φιλά στο μέτωπο. «Το ξέρω, Γκάμπριελ. Σου έχω εμπιστοσύνη.»

Τον άφησε να τον καθαρίσει στο στέρνο. Ήταν δύσκολο. Ήταν επίπονο, ήταν χειρότερο από ότι περίμενε. Του έσφιγγε το χέρι στην αρχή μα έπειτα απλώς αγκομαχούσε. Δεν άντεχε, δεν άντεχε καθόλου. Και θα πίστευε κανείς ότι μετά από τα βασανιστήρια θα του φαινόταν μηδαμινό αυτό, μα όχι! Ήταν απαίσιο, ήθελε να τραβήξει το δέρμα του, να το σκίσει, να το πετάξει.

Και αυτό δεν ήταν καν το χειρότερο κομμάτι.

Ο Ρίο έπρεπε να καθαρίσει την πλάτη του μα στο θέαμα και μόνο αυτής έμεινε έκπληκτος. Δεν κοντοστάθηκε ωστόσο. Δεν τον προειδοποίησε. Και όταν ξεκίνησε να τον καθαρίζει, προσπάθησε να αγνοήσει το κλάμα του. Προσπάθησε να αγνοήσει τις πονεμένες φωνές του, τα ουρλιαχτά του.

Κάθε που τον άγγιζε εκείνος σφιγγόταν και μετά φώναζε.

Εκεί, το χειρότερο σημείο ήταν χαμηλά στην μέση του. Εκεί που ήταν τα εγκαύματά του. Είχε ένα κατακόκκινο, με ένα αδιάφορο σχέδιο, μα δίπλα του ένα που το σχέδιο κάτι του θύμιζε. Όσο ο Γκάμπριελ αγκομαχούσε από πόνο, εκείνος είχε βάλει σκοπό να καταλάβει το σχέδιο. Μα ο πόνος του τον αποπροσανατόλιζε.

Εκείνο το βράδυ δεν ήταν δυνατόν να κοιμηθεί κανένας. Δεν μπορούσαν, μα με τα ουρλιαχτά του Γκαμπριελ, δεν ήθελαν κιόλας.

Μπορεί να μην τον έβλεπαν αλλά και μόνο στην σκέψη ότι ο γεροδεμένος άνδρας, με το αυστηρό βλέμμα και την ακλόνητη κορμοστασιά του που ακόμη και μικρός όπως ήταν έσπερνε τρόμο, πονούσε τόσο που έκλαιγε, ούρλιαζε... Κάποιοι τον πήραν και τον τσαλάκωσαν, μα ο Ρίο δεν θα τον άφηνε έτσι.

Καθάρισε την πλάτη του, τον σκούπισε απαλά με την πετσέτα που ευθύς γέμισε αίματα και αμέσως  τον βοήθησε να σηκωθεί.

«Τελειώσαμε, γιε μου, κάνε λίγη υπομονή.»

Κάποιες πληγές που ήταν ανοιχτές ξεκίνησαν να τρέχουν πάλι, μα τώρα ο Γκάμπριελ δεν πονούσε τόσο όσο πριν. Ο πόνος εξακολουθούσε να τον μουδιάζει κάπου-κάπου αλλά μπορούσε να τον διαχειριστεί. Τώρα μπόρεσε να περπατήσει χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια μα σωριάστηκε στο κρεβάτι δίχως δύναμη.

Μέχρι που ήρθε ο γιατρός, ο Γκάμπριελ είχε αλλάξει με την βοήθεια του Ρίο σε καθαρά και απαλά ρούχα. Ένιωθε οικεία, ένιωθε πως βρισκόταν σπίτι του.

Ο γιατρός όταν τον αντίκρυσε πάντως έμεινε παγωμένος για αρκετή ώρα. «Φοβάμαι πως θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από τοπική αναισθησία. Ίσως να του χορηγήσω μέθη.»

Ο Γκάμπριελ ήταν έτοιμος να δεχτεί τα πάντα αρκεί να μην πονάει. Ήπιε το σιρόπι που του έδωσαν και έπειτα ξάπλωσε πλάγια, όσο μπορούσε. Μέσα σε είκοσι λεπτά είχε κοιμηθεί. Και ο γιατρός μπόρεσε να κάνει την δουλειά του ήσυχος. Βασικά, με τον Ρίο να τον ταράζει στις ερωτήσεις.

«Πόσο καιρό θα κάνει να αναρρώσει; Θα χρειαστεί αλλαγή στα ράμματα;»

«Θα τα βγάλουμε σε τρεις εβδομάδες με ένα μήνα, τα ράμματα θα έρθω να τα αλλάξω σε μια εβδομάδα. Βάζω αδιάβροχα, σκληρά και ισχυρά για να μην τον εμποδίσουν στην καθημερινότητά του.»

Ο Ρίο τον άκουγε προσεκτικά. Αδιαφορούσε που ο γιατρός έμοιαζε ανήσυχος σχετικά με τον λόγο που ο δεκαοχτάχρονος είχε φτάσει σε αυτό το σημείο. «Πότε θα μπορεί να γυμναστεί πάλι; Σχολή θα πηγαίνει κανονικά, έτσι;»

«Οι πρώτες πέντε μέρες θα είναι δύσκολες. Μην σας αγχώνει αυτό, θα βρει τα πατήματά του. Το μοναδικό θέμα είναι πως θα του αφήσουν ουλές μεγάλες, μόνιμα.»

«Πότε θα ξυπνήσει.»

«Σε δύο ή τρεις ώρες. Θα του κάνω έναν αντιτετανικό ορό γιατί δεν δύναμαι να γνωρίζω πως συνέβησαν τα τραύματά του, φαντάζομαι ούτε εσείς. Οπότε αν χρειαστεί οτιδήποτε, απλώς καλέστε με. Παυσίπονα δεν θα πάρει της αγοράς. Θα σας συνταγογραφήσω κάποια ναρκωτικά φαρμακευτικής χρήσεως. Αυτές οι εβδομάδες θα είναι δύσκολες.»

Όταν ο γιατρός έφυγε, το δωμάτιο γέμισε ξανά. Ο Φίλιπ με τον Ρίο μετέφεραν τον Γκάμπριελ στο δωμάτιό του και οι υπόλοιποι φρόντισαν να επαναφέρουν την κατάσταση της έπαυλης στην κατάσταση που ήταν πρώτα από την απαγωγή.

Οι πρώτες δύο εβδομάδες ήταν πράγματι δύσκολες. Ο μόνος που έπαιρνε κουβέντα από τον Γκάμπριελ ήταν ο Ρίο και μάλιστα, όταν το επεδίωκε ο δεύτερος. Την τρίτη εβδομάδα μίλησε στον Φίλιπ μόνος του, ενώ στον μήνα πάνω πήρε μέρος και πάλι στα συμβούλια των τεσσάρων.

Ο Άλμπερτ τον καλωσόρισε εγκάρδια, ο Φίλιπ του έδωσε σιωπηλή υπόσχεση πως θα τον βοηθήσει σε οτιδήποτε τον χρειαστεί και ο Ρίο ορκίστηκε να βρει αυτούς που τον έφεραν στην κατάσταση αυτή.

Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν. Ο Γκάμπριελ γινόταν όλο και καλύτερα, σαν Άδης σκότωσε μερικούς ακόμη, ενώ γύρω στους έξι μήνες έπειτα ήταν σαν πρώτα. Ή βασικά, ήταν η καλύτερη έκδοσή του. Είχε σκληραγωγηθεί αρκετά, πνευματικά και σωματικά, οι αντοχές του έφτασαν κόκκινο. Την σχολή του την τελείωσε όσο πιο έγκαιρα μπόρεσε για να επικεντρωθεί στην Οικογένεια αμέσως.

Ταυτόχρονα έκανε το προφίλ εκείνων που τον βασάνισαν. Έψαχνε μα δεν έβρισκε.

Ώσπου μια μέρα το κατώφλι της έπαυλης το πέρασαν οι ίδιοι με ένα απίστευτό αέρα εμπιστοσύνης από την μεριά του Ρίο και του Άλμπερτ. Ο ίδιος άνδρας που σημάδεψε το κορμί του, οι ίδιοι που τον έκαψαν με καυτό μέταλλο, ήταν αυτοί που χαμογελούσαν στην Οικογένειά του. Η στιγμή που τους αντίκρυσε ήταν αυτή που πάγωσε τα πάντα γύρω του.

Ο Ρίο το κατάλαβε αμέσως.

Ο Ρίο πέρα από προδωμένος, ένιωσε και απίστευτη οργή να τον καταβάλλει.

Μα ο Ρίο δεν έκανε τίποτε γιατί η δίψα για εκδίκηση στα μάτια του γιου του τον έκανε να παριστάνει τον ανίδεο.

Αργότερα το ίδιο βράδυ βρίσκονταν όλοι τους στα δωμάτια του υπόγειου.

Και κατά τη μια, ο Άδης κατέβηκε την σκάλα αφήνοντας τα σκαρπίνια του να κάνουν θόρυβο στο μάρμαρο, τρίζοντας τις πόρτες από φόβο.

Η πρώτη πόρτα άνοιξε. Και ύστερα θάνατος.

..................

Μπαίνει ξανά πίσω από την μπάρα με το άγχος της να την καταβάλλει. Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν να τα έκανε τόσο μαντάρα!

Είχε την ευκαιρία της κι εκείνη την έχασε. Μισεί που κάνει σαν έφηβη, μπροστά της εξάλλου έχει έναν άνδρα, όχι εκείνους τους ανώριμους που είχε μπλέξει στο παρελθόν. Φαινόταν σωστός απέναντί της, δεν την πίεζε, την σεβόταν, της άφηνε χώρο και όμως αυτό δεν της αρέσει, δεν της ταιριάζει. Θέλει να είναι κτητικός, θέλει να είναι υπερπροστατευτικός, θέλει να-

«Ρωξάνη μπορείς να μην φεύγεις όταν μιλάμε;» Η φωνή του την έκανε να σταματήσει αυτό που έκανε και το χέρι του βρέθηκε στην μέση της κάνοντάς την να μετακινηθεί πιο πίσω. Η κοπέλα όμως μένει παγωμένη.

Πιάνει το ποτήρι από το χέρι της, γεμίζει ελάχιστη βότκα, πολύ χυμό πορτοκάλι και το δίνει στην κοπέλα που παρήγγειλε ουίσκι κόλα. Εκείνη τον κοιτά, μα όταν της χαμογελά απλώς φεύγει δείχνοντας ευχαριστημένη. Η Ρωξάνη τον κοιτά και εκείνος την τραβά μακριά από την μπάρα, γυρίζει πλάτη προς αυτήν και την κολλά στην τεράστια κάβα πίσω τους.

«Θέλεις να γίνουμε θέαμα; Εδώ; Τώρα; Γιατί για εμένα είναι το μόνο εύκολο.»

Εκείνη ανασαίνει βαριά. Δεν την πιέζει με το σώμα του, φροντίζει να της αφήσει χώρο και διέξοδο να απομακρυνθεί αλλά εκείνη μένει εκεί, κάνοντας την καρδιά του να ριγήσει.

«Δεν είναι η ώρα τώρα, στο είπα προηγουμένως.»

Εκείνος αισθάνεται τις άκρες των χειλιών του να ανασηκώνονται και κάνει δύο βήματα μικρά πιο πέρα. «Γιατί μου δίνεις τόσο μεικτά σημάδια; Προσπαθώ να σε καταλάβω και δεν μπορώ.»

Η Ρωξάνη δεν μπορεί να του πει πως δειλιάζει. Ενώ θέλει να του πει τόσα απλώς φοβάται γιατί εκείνος είναι... εκείνος. Και η κοπέλα αισθάνεται πως κάποιος σαν αυτόν, τον ψηλό άνδρα με την σέξι ουλή στο μάτι και την θελκτική ματιά δεν μπορεί να αισθανθεί οτιδήποτε για κάποια σαν και εκείνη, με την αδέξια συμπεριφορά της και το συνεχές παιδικό αυθορμητισμό της.

«Δεν.. δεν ξέρω τι να πω εδώ.»

Την κοιτά αυστηρά προσπαθώντας να καταλάβει τι λένε τα μάτια της. Είναι καλός σε αυτό, να διαβάζει τις προθέσεις των ανθρώπων μόνο με μια ματιά μα τώρα, εκείνη τον δυσκολεύει.

«Όταν θα αποφασίσεις τι θέλεις, τότε να με πλησιάσεις.»

Τώρα απομακρύνεται εκείνος. Παρόλο που η αισθάνεται σαν να έτρεχε, και ακούγεται λαχανιασμένος, το μυαλό του ηρεμεί. Όμως κάτι μικρό τον κρατάει από το να χαλαρώσει εντελώς. Κάτι τον κάνει να γυρίσει το σώμα του και να την κοιτάξει προτού χαθεί από το βλέμμα του. Και το ανήσυχο βλέμμα της μονάχα φιτιλιές του βάζει.

Τελικά τι θέλει από εκείνον η Ρωξάνη; Απάντηση, όσο κι αν ψάχνει, δεν μπορεί να βρει μα φαίνεται πως εκείνος απλά αγνοεί τον ελέφαντα στο δωμάτιο.

...............

«Αρνείται τα πάντα.»

«Προφανώς και θα αρνηθεί τα πάντα, Φίλιπ. Γιατί μονάχα την μία απειλή έστειλε, την πρώτη. Κάποιος όμως χρησιμοποίησε εκείνον για να απειλήσει δεύτερη φορά την Ρωξάνη, άρα πρέπει να βρούμε ποιος. Απλώς ψαρεύουμε πληροφορίες.»

Κοιτάει τον φίλο του που σημειώνει διάφορα σκεπτικός σε ένα τετράδιο και παρόλα αυτά είναι αρκετά προσηλωμένος στον διάλογό τους. «Ποιον υποψιάζεσαι;»

«Κάποιος από την δεξίωση ήταν.»

«Αυτό δεν είναι κατατοπιστικό.»

Ο Γκάμπριελ τον λοξοκοιτά. «Είναι εξαιρετικά κατατοπιστικό αν θες την γνώμη μου.»

«Δεν πιστεύω να υποψιάζεσαι την Λιζ;!»

«Όχι, δεν νομίζω ότι είναι αυτή. Δηλαδή, δεν θα τολμούσε να είναι.»

«Η Λιζ είναι τολμηρή πάντως.»

«Δεν είναι χαζή όμως. Δεν θα το έκανε εκείνη, το ξέρω.»

Ο Φίλιπ γελά. «Προφανώς και θα το ξέρεις. Την πήδηξες.»

«Ωχου, περσινά ξινά σταφύλια. Δεν έπρεπε να στο πω ποτέ, θίχτηκε ο εγωισμός σου.» Ο αρχηγός ξεκούρασε την πλάτη του σε εκείνη της καρέκλας και έπειτα άναψε ένα τσιγάρο για να σκεφτεί λίγο πιο συγκεντρωμένα την υπόθεση «Ρωξάνη κι Απειλές».

Ο Γκάμπριελ απλώς δεν έχει χρόνο γι' αυτά. Σηκώνεται από την θέση του και αποφασίζει πως δεν είναι ώρα να σπαταλήσει τον χρόνο του σε ανούσια πράγματα. Χαιρέτησε τον Φίλιπ και κατευθύνθηκε στις σκάλες με σκοπό να φτάσει στο υπόγειο σύντομα.

Η πόρτα του Φίλιπ ήταν από τις τελευταίες οπότε καθώς περπατούσε άκουγε και κλαψουρίσματα ή μονολόγους από άλλους κρατούμενους. Φτάνοντας έξω από τη πόρτα φτιάχνει τον γιακά στο μπλουζάκι του και μπαίνει χωρίς να χτυπήσει.

Ο Φρέντι τον κοιτά έκπληκτος. Καθώς ο άνδρας περπατά στο δωμάτιο, εκείνος προσπαθεί να μην σκέφτεται τι έπεται να συμβεί, ειδικά από έναν άνθρωπο με μια ουλή στο μάτι. Τον Γκάμπριελ πάντοτε τον φοβόταν, τώρα ειδικά θέλει να κρυφτεί πίσω από κάτι. Ο λογιστής όμως κάθεται απέναντί του.

«Ξέρω ότι απείλησες την Ρωξάνη μια φορά, γιατί το έκανες;»

Η φωνή του τρέμει καθώς του απαντά. «Γιατί είμαι ηλίθιος. Είμαι πάρα πολύ ηλίθιος. Η Ρωξάνη είναι τόσο καλή και φιλική, πάντα ήταν στο πλευρό μου όποτε την χρειαζόμουν κι εγώ στην πρώτη της πραγματική επιβράβευση απλώς θέλησα να την ρίξω. Είμαι ηλίθιος!»

Ο Γκάμπριελ όσο κι αν βρίσκει ενδιαφέροντα αυτά που ακούει δεν μπορεί παρά να γυρίσει τα μάτια του βαριεστημένα. «Το ότι είσαι ηλίθιος δικαιολογεί μα δεν εξηγεί τον λόγο που την απείλησες εξ αρχής.»

«Ο Φίλιπ ξεκίνησε να με αντικαθιστά με εκείνη.»

«Τόσο πολύ γουστάρεις την εκτίμησή του;»

«Κυρίως τα λεφτά του, αλλά κι αυτό.»

Κάθεται σταυροπόδι και τον κοιτά σχεδόν ξενερωμένος που οι απειλές ήρθαν για κάποιες χιλιάδες λεφτά. Σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Από την φοβισμένη ματιά του μπόρεσε να καταλάβει πως δεν ήταν αυτός πίσω από τις απειλές την δεύτερη φορά, έτρεμε υπερβολικά στην αναφορά αυτής της πρώτης που το να επαναλάβει όσα της είπε ήταν απλώς αδύνατο.

Ο Γκάμπριελ όμως είχε κάποια σχέδια για αυτή την «ανάκριση».

«Αφού μετάνιωσες την πρώτη απειλή γιατί προχώρησες στην δεύτερη;»

Τα μάτια του Φρέντι γουρλώνουν αμέσως. Σχεδόν πνίγεται με το σάλιο του στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί και τραβά τα χέρια του, μα είναι εγκλωβισμένα και δεν μπορεί να κάνει τίποτε, παρά μόνο να φωνάξει. «Ποια δεύτερη φορά! Δεν γίνεται αυτό! Εγώ της ζήτησα συγγνώμη και αφού ο Φίλιπ μου μίλησε και κάναμε μια συμφωνία δεν θα τολμούσα ποτέ να τον παρακούσω!»

Ο Γκάμπριελ όσα ακούει τα βρίσκει πρωτόγνωρα. Δεν ήξερε πως ο Φίλιπ το χειρίστηκε με αυτόν τον τρόπο μα τον βρίσκει σωστό και δεν δίνει παραπάνω σημασία. Εξάλλου, ο ρόλος του δεν είναι ούτε να κρίνει τις πράξεις του αρχηγού αλλά μονάχα να δώσει ένα τέλος σε αυτήν την παρωδία.

«Εξήγησέ μου τότε πως στάλθηκε η δεύτερη απειλή.»

«Δεν ήμουν εγώ! Αλήθεια! Δεν θα τολμούσα να είμαι εγώ! Μπορεί να κάνω μαλακίες αλλά ξέρω πως τον Φίλιπ δεν πρέπει να τον παρακούσω! Αλλιώς... αλλιώς...»

«Αλλιώς τι;»

«Ο Άδης! Αλλιώς ο Άδης!»

Ακούγεται τρομοκρατημένος και ειδικά μετά τα δακρυσμένα μάτια του, ο Γκάμπριελ θέλει απλώς να γελάσει. «Αν συνεργαστείς τότε δεν θα τον γνωρίσεις.»

«Είναι εδώ; Θα έρθει; Χριστέ μου, όχι! Όχι, δεν το έκανα εγώ!»

Ο λογιστής το έχει συνηθίσει. Εκείνο το ψυχολογικό βασανιστήριο. Να τους βλέπει να τρελαίνονται και μόνο στην αναφορά του εκτελεστή. Δεν τους ακουμπά καν και εκείνοι τινάζονται και ουρλιάζουν λες και περνά ηλεκτρικό ρεύμα μέσα τους.

«Και πως εξηγείς ότι η δεύτερη απειλή στάλθηκε από δική σου συσκευή;»

Εκείνος δε μπορεί να αποδείξει τίποτε. Δεν γνωρίζει βέβαια πως ο άνδρας απέναντί του, που τόσο φοβάται από πάντα, τον θεωρεί ήδη αθώο. Μα υποψιάζεται πως δεν είναι απολύτως καθαρός. Οπότε ψάχνει, ψάχνει, ψάχνει...

«Δεν ξέρω πώς να το αποδείξω, δεν είμαι εγώ!»

«Ξεκίνησα και βαριέμαι. Ίσως να φωνάξω τον Άδη, μοιάζει πιο αποτελεσματικός από εμένα!»

Ο Φρέντι ουρλιάζει, τραντάζεται ολόκληρος και κλαίει παρακαλώντας τον Γκάμπριελ να μην φύγει, να μην έρθει ο Άδης.

«Έχεις μια τελευταία ευκαιρία. Πάρε τον χρόνο σου. Και όταν θα μιλήσεις θα με καθοδηγήσεις σε αυτόν που απειλεί έτσι την Ρωξάνη.»

Τα μάτια του κάθονται πάνω στον αδύναμο άνδρα με σπίθες να καίνε το δέρμα του. Αν δεν πάρει απάντηση τώρα, θα την πάρει αργότερα. Το βράδυ ίσως. Μπορεί και το επόμενο πρωί. Θα καθίσει εκεί μέχρι να μάθει όσα θέλει και έπειτα είτε θα τον σκοτώσει είτε θα τον παραδώσει στον Φίλιπ να τον κάνει ό,τι εκείνος θέλει. Εξαρτάται βέβαια από τις απαντήσεις που θα πάρει.

Πέρασε αρκετή ώρα από όταν ο Φρέντι σιώπησε. Είχε σφίξει τα μάτια του και προσπαθούσε να θυμηθεί με κάθε λεπτομέρεια τις μέρες που πέρασαν από την απειλή που έστειλε μέχρι και σήμερα. Μα το μυαλό του μπλοκάρει και φαίνεται να μην σκέφτεται καθαρά.

Εν τω μεταξύ, ο Γκάμπριελ έχει σηκωθεί όρθιος και κάνει γύρες στον χώρο. Αγνοεί τις χιλιάδες σκέψεις που κάνει με την μπαργούμαν, ξεκλέβει μερικές που και που δικαιολογώντας τον εαυτό του με την κατάσταση που επικρατεί και έπειτα συνεχίζει απεγνωσμένα να μην την φέρνει στο μυαλό του. Ίσως φταίει ο εκνευρισμός, σκέφτεται, η μπερδεμένη συμπεριφορά της... μα τώρα έχουν να βρεθούν σχεδόν μια εβδομάδα. Ο Γκάμπριελ θεωρεί ανούσιο να πατήσει στο Εσκομπάρ ενώ η Ρωξάνη δεν φαίνεται να θέλει να επικοινωνήσουν. Οπότε ο λογιστής παίρνει την απάντησή του.

«Το βρήκα! Το βρήκα! Το βρήκα!»

Ο Φρέντι διακόπτει κάθε ροή σκέψης του.

Γυρίζει και τον κοιτά πίσω από τον ώμο του, ανασηκώνει το ένα φρύδι και με σταυρωμένα χέρια τώρα προχωρά κοντά του, περιμένοντας απάντηση. Κάθεται στην καρέκλα, ακουμπά το πόδι του πάνω στο άλλο και περιμένει.

«Μετά την δεξίωση. Μετά την δεξίωση εγώ γύρισα σπίτι μου με μια γυναίκα από εκεί. Δεν ήμασταν τόσο μεθυσμένοι παρόλο που εκείνη προσποιούνταν ότι δεν καταλαβαίνει πολλά.»

Αυτό έγινε κάπως ενδιαφέρον τώρα για τον λογιστή.

«Με ρωτούσε για διάφορους. Αλλά κυρίως με ρώταγε για την Ρωξάνη. Μου είπε πως δεν την έχει ξαναδεί, είπε πως πρώτη φορά ήρθες εσύ με γυναίκα σε εκδήλωση, είπε πως πρέπει να ήταν κάποια ξεχωριστή για εσένα.»

Ο Γκάμπριελ παραξενεύεται. «Ποιο ήταν το όνομά της;»

«Λιζ. Έτσι μου είπε. Δεν την θυμάμαι καλά, είχε καστανά μαλλιά πάντως και ήταν ψηλή.»

Ο Γκάμπριελ ενώνει τις γροθιές του και του κάνει νόημα να συνεχίσει.

«Με ρώταγε αν γνωρίζω για την σχέση σας, αν ξέρω πόσο καιρό είστε μαζί. Εγώ δεν ήξερα καν ότι η Ρωξάνη είναι μαζί σου.»

«Με την Ρωξάνη είμαστε απλώς... φίλοι.»

«Ναι, κι εγώ αυτό ήξερα οπότε απλώς της απάντησα ότι δεν έχετε σχέση. Απλώς τώρα τελευταία έχετε έρθει πιο κοντά και κάνετε καλή παρέα; Τι άλλο να της πω, δεν είχα κάτι άλλο. Με ρώταγε για την Ρωξάνη προσωπικές ερωτήσεις τις οποίες απλώς αρνήθηκα να απαντήσω γιατί αλίμονο, δεν την πήγα σπίτι μου για να συζητήσουμε για τη συνάδελφό μου. Και μετά το πρωί, αφού ξύπνησα, με ρωτούσε για εσένα. Δεν της απάντησα, αρνήθηκα και έτσι έφυγε νευριασμένη.»

Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε όρθιος.

Ξέσφιξε τις αλυσίδες ελάχιστα από τα χέρια του για να μην τον πονάνε και έπειτα βγήκε σιωπηλά από το δωμάτιο. Ο Φίλιπ, όταν μπήκε στο γραφείο του, τον κοίταξε με ένα βλέμμα νίκης.

«Μήπως ήρθε η ώρα να επισκεφτείς, Άδη, την Λιζ; Την αγαπημένη μου γυναίκα;» Ο αρχηγός χαμογελά και περιμένει τον Γκάμπριελ να απαντήσει.

«Είσαι ηλίθιος αν πιστεύεις ότι κρύβεται η Λιζ πίσω από όλα αυτά.»

«Γιατί όχι; Ο Φρέντι το είπε ξεκάθαρα.»

«Γιατί προφανώς ο Φρέντι θα αναγνώριζε την γυναίκα σου αν κοιμόταν μαζί της και δεν φαίνεται να θέλει να σε εκνευρίσει. Απλώς αυτή που κρύβεται πίσω από όλα αυτά έκανε σωστή επιλογή ονόματος. Να μας αποπροσανατολίσει. Εξάλλου», ο λογιστής ανοίγει τον φάκελο με την ηχογραφημένη ανάκριση ενός από τους φύλακες, «η Λιζ δεν βγήκε από το σπίτι έπειτα. Οι διοργανωτές δεν έσβησαν το όνομά της. Είναι κάποιος άλλος.»

«Σου δίνω πέντε μέρες να βρεις αυτόν τον υποτιθέμενο άλλον. Αν δεν τον βρεις, θα έχεις απλώς μια νέα αποστολή. Μην υποψιαστώ πως την προστατεύεις.»

Ο Γκάμπριελ αποχωρεί άμεσα. Του φαίνεται αστείο να προστατεύει την Λιζ, ίσως ο Φίλιπ βλέπει απλώς φαντάσματα ύστερα από τα νέα προ μηνός σχετικά με τις ερωτικές περιπτύξεις τους. Για εκείνον βέβαια αυτός δεν είναι αρκετός λόγος να προστατέψει κάποιον.

Με την Ρωξάνη δεν έχουμε κοιμηθεί μαζί κι όμως-

Γουρλώνει τα μάτια του και πιέζει τον κρόταφό του. Η σκέψη αυτή δεν ήταν ωραία. Δεν ήταν σωστή.

Ξεφυσά και μπαίνοντας στο αμάξι του δυναμώνει την μουσική. Άλλες φορές η ραδιοφωνική παραγωγός του φαινόταν γελοία, τώρα απλώς την εκμεταλλεύεται για να αποπροσανατολίσει το μυαλό του.

Και το καταφέρνει άψογα.

Φτάνοντας σπίτι του, απλώς κάθισε στο υπόγειο του, ανάμεσα από τόσα όπλα και άνοιξε τον υπολογιστή του, κοιτώντας το αρχείο με όλους τους καλεσμένους της δεξίωσης και τα προφίλ τους. Τους περισσότερους τους γνώριζε ήδη, οι συνοδοί όμως ξέρει πως θα τον κουράσουν. Για αρχή, εξαίρεσε όλους τους άνδρες. Έπειτα, όλες τις ξανθιές, κοκκινομάλλες. Έπειτα τις κοντές. Και μετά αυτές που έφυγαν πρώτα από τον Φρέντι.

Εντάξει, δεν ήταν δα και τόσες πολλές αυτές που έμεναν αλλά έπρεπε να τις ψάξει. Να μάθει κίνητρα, να ασχοληθεί με το υπόβαθρό τους. Κάποιες ήταν συνοδοί πολυτελείας, οπότε απορρίφθηκαν αμέσως, όμως έμεινε σε εκείνες τις τρεις που «χωρούσαν» πιο καλά στο πρότυπο που είχε από την ανάκριση του Φρέντι.

Η μια ήταν η Λιζ, η γνωστή. Την άφησε στην άκρη για λίγο. Δεν θα ήθελε να βρει πως είναι εκείνη, δύσκολα βγαίνει λάθος, μετά ο Φίλιπ θα το κοπάναγε συνεχώς και όταν ο Φίλιπ υπερηφανεύεται είναι πέρα για πέρα εκνευριστικός.

Έπειτα ήταν η Τζέσι. Εκείνη ήταν χήρα, ο άνδρας της ένας από τους καλύτερους εμπόρους ναρκωτικών για την Οικογένεια που πέθανε δύο μήνες πριν. Καλεσμένη στην δεξίωση ήταν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες του άνδρα της. Ο λόγος που ο Γκάμπριελ την υποψιάζεται είναι για τα άγνωστα αίτια θανάτου του άνδρα της. Ίσως η Τζέσι ψάχνει στοιχεία εκεί.

Η τρίτη γυναίκα είναι η Μάιλι. Κι εκείνη χήρα. Ο άνδρας της ήταν ο Εστεμπάν. Και είναι ύποπτη γιατί μαθεύτηκε πως τον σκότωσε ο Γκάμπριελ. Οπότε προφανώς θα ζητήσει εκδίκηση. Μα θα ήταν προφανές, αν είναι όντως όσο έξυπνη έλεγαν τότε η γυναίκα δεν θα ασχολούνταν με αυτά. Θα άφηνε τον προδότη άνδρα της να δεχθεί την τιμωρία του και έπειτα με την περιουσία που της άφησε θα συνέχιζε την ζωή της πολύ ήρεμα.

Ήπιε μια γουλιά γερή από το τίλιο του και έψαξε για εκείνες τις δύο.

Η μια είχε πολύ χαμηλό προφίλ, η άλλη όχι τόσο. Η μια ήταν γνωστή για την επιχειρηματικότητά της ενώ η άλλη για την εξυπνάδα της.

Η ώρα περνούσε, το υπόγειο γινόταν όλο και πιο σκοτεινό όσο οι δείκτες άγγιζαν τα μεσάνυχτα. Ο υπολογιστής έκλεισε, εξάλλου ο Γκάμπριελ είχε ακόμη τέσσερις μέρες για να βρει τον πραγματικό ένοχο. Όσο κι αν θα ήθελε να είναι η Λιζ, απλώς δεν μπορούσε να την θεωρήσει τόσο «λίγη». Επιμένει, η γυναίκα του φίλου του είναι πονηρή, δεν θα διακινδύνευε έτσι την θέση της στην Οικογένεια.

Κοιτώντας το ρολόι έφτιαξε ένα ακόμη τίλιο. Κόντευε μια, θα έμενε ξύπνιος λίγο ακόμη. Απλά για να σκεφτεί πιο ήρεμα κάποια πράγματα. Πάντα το σκοτάδι στο σαλόνι τον ηρεμούσε, του έδινε χώρο να σκεφτεί μερικά πράγματα.

Μα προτού προλάβει να καθίσει ήρεμος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, η πόρτα του σπιτιού του χτύπησε. Κοίταξε μια ακόμη φορά την ώρα, μια ακριβώς.

Η πόρτα ξαναχτύπησε.

Ήταν προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο. Όχι γι' αυτό όμως.

Ήταν άχρωμη. Ήταν αιμόφυρτη. Στο πρόσωπό της είχε γρατζουνιές μόνο μα η μπλούζα που φορούσε ήταν γεμάτη με αίματα. Κρατούσε σφιχτά ένα μέρος κοντά στην κοιλιά της και δυσκολευόταν να σταθεί. Ετοιμάζεται να κάνει ένα μικρό βήμα, παραπατάει, εκείνος την κρατάει αμέσως στην αγκαλιά του.

Ο Γκάμπριελ διώχνει τις μπούκλες από το πρόσωπό της αγχωμένος, ψάχνει για απαντήσεις στο πράσινο βλέμμα της. Πιάνει το χέρι της, ετοιμάζεται να το μετακινήσει αλλά η Ρωξάνη τον σταματά, τον κοιτά και εν τέλει του ψιθυρίζει κάτι.

«Δεν ήξερα που αλλού να πάω

»«»«»«

Η Ρωξάνη; Η Ρωξάνη πίσω από την πόρτα; Αιμόφυρτη; Και ποιος το έκανε; Ποια* βασικά. Εντάξει γελάω. Εγώ γελάω.

Λοιπόν, εγώ όπως βλέπετε ακούω όλες τις επιθυμίες σας. Τι εννοείται δεν ζητήσατε ετοιμοθάνατη Ρωξάνη; Δεν με νοιάζει—

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top