𝑇𝑒𝑛. 𝑅𝑒𝑣𝑜𝑙𝑣𝑒𝑟
Η Λιζ ήταν πολύ ντροπαλή τους πρώτους μήνες στο σπίτι. Περιτριγυριζόταν από άνδρες οι οποίοι δεν της έδιναν σημασία ενώ η μοναδική γυναίκα του σπιτιού ήταν η Κάρλα, η σύζυγος του αρχηγού που καθόταν σαν διακοσμητικό όπου την έβαζαν και δεν εξέφραζε παράπονο.
Της έλεγε ο Άλμπερτ να κάθεται στο δωμάτιο; Αυτό έκανε. Την διέταζε να φύγει μερικές ώρες από το σπίτι; Ακριβώς αυτό ακολουθούσε. Τα λόγια του υπήρξαν Ευαγγέλιο για εκείνη, κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει σε καμία περίπτωση η μικροκαμωμένη κοπέλα.
Εκείνη ήταν όλο ενέργεια. Για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια μπορούσε να κάνει οτιδήποτε ήθελε. Ο πατριός της, εκείνος που περίμενε πότε θα της έρθει περίοδος για να την στείλει «σε έναν φίλο του» που θα την έκανε «χορεύτρια», ήταν η θηλιά στον λαιμό της. Και όταν έγινε γυναίκα, ο φίλος του πατριού της την πήρε υπό την προστασία του.
«Δεν μπορείς να γίνεις χορεύτρια έτσι.»
Τότε δεν καταλάβαινε τι εννοούσε. Αλλά το στήθος της ήταν ανύπαρκτο, καμπύλες δεν είχε... πως θα γινόταν αυτό που έψαχναν; Και δεν μπορούσε να την στείλει πίσω στο σπιτικό της, αυτή ήταν η αποπληρωμή του χρέους του στον πατριό της μικρής.
Οπότε όταν στα δεκατρία της η Λιζ μετακόμισε στο σπίτι του άγνωστου άνδρα ακολούθησε αυστηρή διατροφή. Έτρωγε όσο περισσότερο μπορούσε, πήγαινε μονάχα στα μαθήματα χορού της και έπειτα καθόταν στο δωμάτιο της που μόνο δωμάτιο δεν ήταν. Ο άνδρας νόμιζε πως έτσι η κοπέλα, σε συνδυασμό με τις ορμόνες τις περιόδου, θα μπορούσε να φανεί πιο γυναίκα.
Το σχέδιο του φάνηκε να πιάνει όταν λίγες μέρες πριν τα γενέθλια της, τα δέκατα τέταρτα, η κοπέλα, με ένα ζευγάρι τακούνια φαινόταν ενήλικη. Στα τελευταία της μαθήματα χορού τα πήγαινε πολύ καλά, τόσο που ο άνδρας έπιασε τον εαυτό να την σκέφτεται, τόσο που ο άνδρας παραλίγο ένα βράδυ να μπει στο δωμάτιο της ημίγυμνος.
Περίμενε να περάσουν τα γενέθλια της και με όση υπομονή διέθετε απλώς την έδιωξε, την πέταξε μπροστά από το Εσκομπάρ και ζήτησε από έναν παλιό φίλο του να την φροντίσει.
Έτσι, η Λιζ ενσωματώθηκε μέσα σε λίγες ώρες στο νέο περιβάλλον. Βρισκόταν σε ένα τεράστιο δωμάτιο με πολλές ακόμη κοπέλες. Ήταν η πιο μικρή από όλες, η πιο άπειρη, η πιο άχαρη.
Εκείνη που την πλησίασε ήταν η Βανέσα, μια κοκκινομάλλα με πράσινα μάτια που την έκανε να αισθανθεί οικεία με την πρώτη της λέξη. Ίσως επειδή τα μάτια της θύμισαν την μητέρα της. Είχε να την δει δύο χρόνια, της έλειπε. Μα όσο έμενε μακριά από τον πατριό της ήταν χαρούμενη.
«Γιατί είσαι εδώ μικρή;» την ρώτησε φορώντας μια χοντρή μπλούζα πάνω από το άβολο κορμάκι της. Η Λιζ ανασήκωσε απλώς του ώμους. Πράγματι δεν γνώριζε τίποτα μα μπορούσε να φανταστεί. «Αύριο το απόγευμα θα φύγουμε από εδώ και θα πάμε κάπου αλλού. Θα είναι λίγο δύσκολα.»
Η Λιζ χαμογέλασε γιατί δεν της περνούσε η παραμικρή ιδέα από το μυαλουδάκι της. «Σιγά; Πόσο δύσκολα θα χορέψω;»
Η Βανέσα απλώς της έδωσε μια χοντρή μπλούζα να φορέσει. Της χαμογέλασε και καθώς απομακρύνθηκε σκέφτηκε διάφορους τρόπους που θα μπορούσε να την σώσει από όσα έρχονταν. Γιατί η Βανέσα δεν ήταν μια απλή χορεύτρια.
Και για κακή της τύχη, η Λιζ θα γινόταν ό,τι κι εκείνη. Δεν μπόρεσε να την διώξει, δεν πρόλαβε να την σώσει οπότε το επόμενο βράδυ βρίσκονταν μαζί με τις υπόλοιπες κοπέλες σχεδόν ημίγυμνες να περιμένουν πότε θα ανοίξουν οι πόρτες.
Η Λιζ αγχωνόταν τόσο που έτρεμε.
«Βανέσα, τι θα γίνει αν δεν χορέψω τόσο καλά;»
«Θα είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις.»
«Δεν θα με διώξουν;»
«Μπορεί.»
«Πρέπει να χορέψω καλά τότε.»
«Λιζ», η γυναίκα κρατά σφιχτά τα χέρια της, «χόρεψε όσο πιο άθλια μπορείς. Θα με θυμηθείς.»
Και η Λιζ δεν έκανε αυτό που της είπε. Προσπάθησε να χορέψει όσο πιο καλά μπορούσε, ξεχώριζε τόσο όμως πως ήταν η καινούρια, πως ήταν άμαθη. Και όταν ο Γκάρφιλντ το μυρίστηκε, όταν είδε το αγνό της δέρμα να λαμπυρίζει υπό το φως του γραφείου και το κοκκίνισμα στο μάγουλό της θύμιζε μονάχα ανέγγιχτο κορίτσι, δεν μπόρεσε να αντισταθεί.
Το μυαλό της πάγωσε όταν την τράβηξε πάνω του να χορέψει μα σκέφτηκε πως αυτό πρέπει να κάνει. Δεν θυμάται σχεδόν τίποτα από την ώρα που την γράπωσε από τα χέρια και βίαια ανέβηκαν τα σκαλιά για τον όροφο. Δεν θυμάται να μπαίνει στο δωμάτιο, δεν θυμάται να βγάζει τα ρούχα της.
Μόνο θυμάται το δυνατό άνοιγμα της πόρτας, το ένα ανδρικό σώμα να χτυπά το άλλο και έπειτα την διαταγή να φύγει από εκεί μέσα. Και μετά δεν θυμάται πως κατέληξε στο γραφείο του Άλμπερτ, απλώς θυμάται το ηχηρό κλάμα της.
Τον Γκάμπριελ κατάφερε να τον αναγνωρίσει ως τον άνδρα που την έσωσε κάποιες μέρες αργότερα, όταν μπήκε στο δωμάτιο της φορώντας το ίδιο μπλουζάκι με εκείνη την μέρα, φορώντας το ίδιο σκοτεινό βλέμμα με τότε.
Έπεσε στην αγκαλιά του αμέσως. Και ο δεκαοχτάχρονος φάνηκε να την περίμενε, τόσο που άφησε το μικρό κορίτσι να κλάψει στο στέρνο του δίχως να πει αυτό που σκεφτόταν. Δεν είχε σκοπό να της κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις, μόνο να της προσφέρει αυτό που φαινόταν να της λείπει στοργικότητα.
Ο Φίλιπ, τότε είκοσι δύο, δεν είχε επαφές μαζί της.
Την ήξερε ως την κοπέλα που ο Γκάμπριελ έσωσε και που ξύπνησε τον Άδη. Ήταν μια αδιάφορη παρουσία για εκείνον, ειδικά από την στιγμή που το κορίτσι έμοιαζε να τον φοβάται.
Ο Γκάμπριελ επέλεξε τελικά να κρατήσει μια πιο ουδέτερη στάση απέναντι της όταν η Λιζ ξεκίνησε να τον ακολουθεί παντού.
«Λιζ, σου απαγορεύω να μπαίνεις στο δωμάτιο μου.»
Και η κοπέλα, που στα δεκαπέντε της είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται περισσότερα πράγματα για την ζωή, το σώμα και τις επιθυμίες της, ένιωθε μια έλξη απέναντι στον άνδρα εκείνον που της έδωσε ξανά πνοή, σώζοντάς την.
«Γιατί Γκάμπριελ;»
«Δεν σου χρωστάω καμία εξήγηση. Δεν θα μπεις ξανά στο δωμάτιο μου. Κομμένα και τα σούρτα φέρτα πίσω μου.»
Και η Λιζ το τήρησε. Περίμενε μέχρι να ενηλικιωθεί, ίσως τόσο εκείνος να την κοιτούσε όπως θα ήθελε. Και ενώ περίμενε πως στα δεκαοχτώ της θα κυνηγούσε τον άνδρα με την ουλή τώρα πια στο πρόσωπό του, βρέθηκε να γλυκοκοιτάζει τον εικοσιεξάχρονο Φίλιπ που την κοιτούσε να περπατά στο σπίτι σαν γυναίκα, στιβαρά και αποφασιστικά με πόθο στα μάτια του.
Η Λιζ έμαθε να παίζει παιχνίδια μαζί του. Δεν τον άφησε να κερδίσει το κορμί της αμέσως. Εξάλλου, φυλούσε για εκείνον την αγνότητά της, ακόμη κι αν τον έβλεπε να τρελαίνεται κάθε φορά που υπονοούσε πως δεν ήταν πια ανέγγιχτη απλώς συνέχιζε να τον βασανίζει.
Μέχρι τα είκοσι της.
Ο Φίλιπ είχε οργανώσει ένα τεράστιο πάρτι για εκείνη. Της είχε πάρει ένα ακριβό μαύρο φόρεμα για να την δει να κατεβαίνει τις σκάλες με αυτό αγκαλιάζοντας τις καμπύλες της όπως είχε φανταστεί. Κι εκείνη είχε βάψει τα χείλη της κόκκινα, διαβολίζοντας τον άνδρα που δεν φάνηκε να μπορεί να αντέξει παραπάνω μακριά από το κορμί της.
Μόλις η κοπέλα έσβησε την τούρτα της, ζήτησε συγγνώμη από όλους και έπειτα την οδήγησε μέχρι το δωμάτιό του. Κλείδωσε όταν την άφησε να περάσει μέσα, διακριτικά και την είδε να κάθεται στην μεγάλη καρέκλα μπροστά από το γραφείο του. Η Λιζ έβαλε μόνη της κάτι να πιεί, ήξερε τι έρχεται, ήθελε ο πόνος να μειωθεί με την αίσθηση του αλκοόλ.
Ο Φίλιπ έβγαλε το σακάκι του, κάθισε απέναντί της και άνοιξε τα πόδια του χωρίς να περνάει κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Η κοπέλα τον αντέγραψε. Άνοιξε τα πόδια της, φόρεσε το καλύτερο της χαμόγελο και τον άφησε να δει το μικρό της μυστικό.
«Λιζ...»
Η κοπέλα το είχε κάνει πολλές φορές πρόβα στο μυαλό της. Μα το αίσθημα του να αγγίζεται μπροστά του και όχι στην φαντασία της είναι κάτι που όσο κι αν είχε σκεφτεί δεν μπορεί να το συνηθίσει.
Τα δάχτυλά της βρήκαν τον εαυτό της την στιγμή που τα μάτια του Φίλιπ εστίασαν ακριβώς στο σημείο που την έκαναν να γύρει το κεφάλι της προς τα πίσω κλείνοντας τα μάτια της.
Την άκουσε να μουρμουρίζει κάτι και έπειτα την είδε να κλείνει τα πόδια της, προτού προλάβει να την δει να ευχαριστεί πλήρως τον εαυτό της. Η Λιζ σηκώθηκε και έπειτα γονάτισε μπροστά του. Ο Φίλιπ την βοήθησε να αποκτήσει πρόσβαση σε εκείνον υπνωτισμένος. Και όταν τα χέρια της τον τύλιξαν δεν μπορούσε να μην κλαψουρίσει το όνομα της. Την ήθελε τόσο πολύ που καμία δεν τον ευχαριστούσε και τώρα, με την λίμπιντο του να φτάνει τα ύψη, αισθάνεται τα πόδια του να μένουν ασταθή στο άγγιγμά της.
«Θυμάσαι ποιο μου είχες πει ότι το αγαπημένο σου χρώμα;»
Ο Φίλιπ απαντά με όση δύναμη διέθετε. «Το κόκκινο.»
Του χαμογέλασε προτού τον πάρει στο στόμα της. Και ο Φίλιπ δεν άντεξε για περισσότερα όταν έκανε την σύνδεση. Την σήκωσε ψηλά και την πέταξε στο κρεβάτι του σκίζοντας το φόρεμά της. Θα της έπαιρνε άλλο και θα το έσκιζε κι αυτό.
Ο πόνος που αισθάνθηκε η Λιζ ήταν ανεπαίσθητος. Είχε προετοιμάσει τον εαυτό της γι' αυτό και απλώς έμεινε να απολαύσει την αίσθηση του μέσα της όσο πιο πολύ μπορούσε.
Ο Φίλιπ, γυρίζοντας πίσω σε εκείνη την βραδιά ίσως και να μην άφηνε τον εαυτό του απροστάτευτο. Μπορεί και να είχε ενδώσει σε κάποια από τις γυναίκες που είχαν προσφερθεί μέχρι τότε να πάρουν την έξαψη που του δημιουργούσε η κοπέλα.
Γιατί αν ήξερε πως αυτή η μέρα θα οδηγούσε σε έναν γάμο λόγω εγκυμοσύνης, τότε θα γύριζε πίσω τον χρόνο και δεν θα έκανε τίποτα από όλα όσα έκανε.
Γιατί ο Τζαξ είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη στην ζωή του μα η Λιζ είναι το χειρότερο.
............
Ο τρόπος που την κοιτούσε καθώς περίμεναν το ασανσέρ δεν της έμοιαζε καθόλου αθώος, μα προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της να μην το σκέφτεται έτσι. Ο Γκάμπριελ δεν θα μπορούσε να την σκέφτεται όπως η ίδια κάνει με εκείνον, δεν θα μπορούσαν να περνούν ίδια πράγματα από το μυαλό τους. Η Ρωξάνη απλώς το αρνείται.
Γιατί τις προάλλες στην παραλία μπόρεσε να μην αφεθεί στο πόσο ωραία ένιωθε το δέρμα του αντάμα στο δικό της, εχθές άφησε το στομάχι της να στριφογυρίσει την στιγμή που την κοίταξε και της είπε κοιτώντας την στα μάτια πως θα ήθελε να είναι ο συνοδός της. Σήμερα απλώς αρνείται να δει ερωτικά τον Γκάμπριελ. Λες και αυτό είναι πιθανό. Λες και δεν αισθάνεται την καρδιά της να τρυπά το στέρνο της σφυροκοπώντας ακατάπαυστα.
Όταν η πόρτα ανοίγει και όταν την αφήνει να περάσει πρώτη μέσα η κοπέλα προσπαθεί να μην πιάσει την καρδιά της μα την στιγμή που ακουμπά σιωπηλά χαμηλά την μέση της η Ρωξάνη απλώς δεν αντέχει. Και ο Γκάμπριελ μέσα από τον καθρέφτη μοιάζει ανήσυχος.
«Έπαθες κάτι; Μήπως θες να πάμε στο νοσοκομείο;»
Η Ρωξάνη θέλει να χτυπήσει το κεφάλι της στον μεταλλικό τοίχο. Θέλει να ανοίξει τρύπα για να βάλει στον εαυτό της μυαλό.
«Είμαι εντάξει.»
Ο Γκάμπριελ απλώς έμεινε να την κοιτά μέσα από τον καθρέφτη. Και μέχρι να φτάσουν στον όροφο της, η Ρωξάνη προσπαθούσε να μην ανταποδώσει στην ματιά του που κάλυπτε το πρόσωπό της.
Μέχρι να μπουν στο διαμέρισμά της, η σγουρομάλλα απλώς μετάνιωνε κάθε λέξη από την πρόταση της. Δεν έπρεπε να του πει να ανέβει στο διαμέρισμα της, έχει να μπει άνδρας για την ίδια στο σπίτι πάνω από χρόνια, ο τελευταίος ερωτικός της σύντροφος που έφερε σπίτι ήταν θηλυκού γένους και μάλιστα δεν είχαν καν χρόνο να μιλήσουν μιας που τα είχαν πει όλα στο μπαράκι από το οποίο είχαν γνωριστεί.
Οπότε για εκείνη ήταν σχεδόν πρωτόγνωρο το συναίσθημα του να μπαίνει με έναν άνδρα στο δικό της σπίτι. Για λίγο αγχώθηκε και για τον λογιστή στο πλευρό της. Μέχρι που ο Γκάμπριελ είδε το τεράστιο πικάπ στο σαλόνι και έτρεξε κοντά του δίχως να τηρήσει τους βασικούς κανόνες ευγένειάς του.
Η Ρωξάνη σχεδόν ανακουφίστηκε όταν δεν χρειάστηκε να τον ξεναγήσει ενώ κοιτώντας τον άνδρα να περιεργάζεται το πικάπ της, θύμισε στον εαυτό της πως ο άνδρας δεν βρίσκεται στο σαλόνι της για να βρεθεί τελικά στο κρεβάτι της, ή τουλάχιστον αυτό δεν υπήρχε στο δικό του μυαλό όπως πίστευε, γιατί στο δικό της ήταν η κυρίαρχη σκέψη.
«Έχεις δίσκο από τον Elvis Presley;» την βγάζει από το λήθαργό της υψώνοντας ελάχιστα τον τόνο της φωνής του. Η Ρωξάνη σπεύδει να καθίσει δίπλα του και χαμογελώντας βγάζει όλους τους συλλεκτικούς δίσκους που διαθέτει.
Ο Γκάμπριελ προσπερνά τον Φρανκ Σινάτρα, προσπερνά τον Πολ Άνκα, τους Μπιτλς, Πινκ Φλόιντ, Πρινς και Ρόλινγκ Στόουνς. Απλώς έβγαλε το βινύλιο με τον Elvis Presley και όταν η βελόνα ακούμπησε τον δίσκο, έκλεισε τα μάτια του περιμένοντας το πρώτο τραγούδι να παίξει.
Δεν περίμενε το πρώτο τραγούδι να είναι αυτό που ξεκίνησε. Χαμογέλασε και κοίταξε την Ρωξάνη η οποία του χαμογελούσε ήδη. «Είναι το αγαπημένο μου.»
Η εξομολόγηση δεν ήταν αναγκαία για την κοπέλα. Από την πρώτη στιγμή που άκουσε την μελωδία φωτίστηκε όλο του το πρόσωπο.
«Ξέρω, είναι λίγο αναμένομενο και απογοητευτικό που το θεωρώ το αγαπημένο μου. Αλλά είναι το τραγούδι που ονειρευόμουν από μικρός να χορέψω με το κορίτσι που μου άρεσε στην τάξη. Μέχρι που με απέρριψε και η κολλητή της δεν ήξερε να χορεύει.»
Χρειάστηκε θάρρος από την κοπέλα να σηκωθεί από την θέση της και να τον τραβήξει όρθιο. Τον βοήθησε να βγάλει το σακάκι του, εκείνη άφησε το δικό της. Σαν να ντρεπόταν να μείνει μόνο το μαύρο δαντελένιο της «μπλουζάκι» οπότε απλώ; Στάθηκε μπροστά του χαμογελώντας. «Δεν είναι ποτέ αργά να το χορέψεις.»
Ο Γκάμπριελ κάνει δύο βήματα πίσω. «Δεν ξέρω να χορεύω, άσε που νομίζω ότι δεν είναι για εμένα αυτά πια.»
«Και θα μείνεις με απωθημένα;»
Η ερώτησή της είναι αυτή που τον κάνει να το σκεφτεί.
«Εντάξει, απλώς δεν ξέρω να χορεύω.»
«Ούτε εγώ, Γκάμπριελ, αλλά αυτό δεν θα με σταματήσει από το να πραγματοποιήσω μια φαντασίωση σου. Ορίστε, είναι η ευκαιρία σου.» Κάνει δύο βήματα, φτάνει αντίκρυ του, ακουμπά το στέρνο της στο δικό του και μπορεί να αισθανθεί την ζεστασιά του καθώς χτυπά σαν τρελή η καρδιά της.
Ο άνδρας περνά το χέρι του στην μέση της και σφίγγει το σώμα της πάνω του.
«Δεν νομίζω ότι πρέπει να είμαστε τόσο κοντά» του ψιθυρίζει. Εκείνος χαμογελά. «Ποιος νοιάζεται;» της απαντά. Και η Ρωξάνη απλώς γνέφει.
Το Can't Help Falling in Love With You είναι το τραγούδι που του ξυπνά πολλά συναισθήματα. Τον μεταφέρει σε μια άλλη εποχή κι όμως κάθε φορά που η ανάσα της ζεσταίνει την ατμόσφαιρα, δεν μπορεί παρά να εστιάσει μονάχα σε εκείνο το δωμάτιο που γυρίζει καθώς γυρίζουν.
Τα βήματα δεν είναι καν σωστά. Απλώς πατούν απαλά πάνω στον ρυθμό.
Η Ρωξάνη αποφασίζει να ξεκουράσει το κεφάλι της στο στέρνο του κι εκείνος αισθάνεται την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα.
Θέλει να γελάσει μα απλώς μένει στην σκέψη της, που άθελά της μετατρέπεται σε λέξεις. «Η καρδιά σου χτυπά τόσο γρήγορα...»
Ο Γκάμπριελ γελά λιγάκι. Κι έπειτα την κάνει μια μικρή απαλή στροφή. Όταν επανέρχεται στην θέση της, ο άνδρας της χαμογελά στραβά. «Δεν συνηθίζω να χορεύω με κοπέλες σαν εσένα Ρωξάνη. Δεν συνηθίζω να χορεύω γενικά μα ένα παραπάνω που είσαι εσύ.»
«Γιατί εγώ συγκεκριμένα;»
«Όσα είπα νωρίτερα στην δεξίωση ίσχυαν. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο.»
Και έπειτα σιωπή. Τα σωθικά της έκαιγαν ενώ το μυαλό του δεν μπόρεσε παρά να πάρει τόσες στροφές που να μην σκέφτεται τίποτα περισσότερο από εκείνη την στιγμή.
Το τραγούδι τελείωσε λίγο αργότερα μα ένα άλλο πήρε την θέση του και οι δύο τους δεν τόλμησαν να σπάσουν αυτό που είχαν δημιουργήσει. Και μερικά ακόμη τραγούδια συνέχισαν να παίζουν. Κι εκείνοι έμειναν στην σιωπή.
Όχι για πολύ. Γιατί ο Γκάμπριελ δε μπορούσε να μην της το πει.
«Ξέρω ότι προηγουμένως μου είπες ψέματα. Και το ξέρω επειδή γνωρίζω πολύ καλά την Λιζ για να πιστέψω όσα άκουσα. Δεν θα σε πιέσω να μου πεις τίποτε απλώς πρέπει να σε προειδοποιήσω πως θα πρέπει να προσέχεις.»
Η Ρωξάνη αποφασίζει να τον κοιτάξει μετά από ώρα. «Να προσέχω; Γιατί;»
«Γιατί η Λιζ είναι επικίνδυνη. Και πονηρή.»
«Δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό.»
Ο Γκάμπριελ σταματά τον χορό τους. Την κοιτά πέρα για πέρα σοβαρός.
«Την Λιζ την γνωρίζω από όταν ήταν δεκατέσσερα. Και ξέρω πως έχεις καταλάβει κάποια πράγματα, ξέρω πως γνωρίζεις ότι δεν είναι τόσο αθώα τα πράγματα σε εκείνο το σπίτι-»
«Αγγίζει υπόκοσμο», τον διακόπτει.
«Δεν τον αγγίζει απλώς. Είναι ο υπόκοσμος. Και για να επιβιώσει μια γυναίκα σαν την Λιζ εκεί μέσα για τόσα χρόνια απλώς χρειάστηκαν πολλά. Να προσέχεις, η Λιζ έχει δυνατό μυαλό, μπορεί να παίξει με το δικό σου δίχως να το καταλάβεις.»
Η Ρωξάνη παραξενεύεται. «Φαίνεται σαν να μιλάς από εμπειρία.»
«Κάτι ξέρω, σίγουρα.»
Το μυαλό της μένει να βουίζει. Κι αν όσα της είπε για εκείνον τον Άδη ήταν ψέμα; Διαβολίζεται. Αισθάνεται πως θέλει απαντήσεις. Ο Γκάμπριελ όμως είναι μπροστά της και δεν τον ρωτά τίποτε. Απλώς του χαμογελά και αποχωρίζεται την στενή τους επαφή με μια τόσο απλή ερώτηση. «Θέλεις κάτι να πιείς;»
«Οδηγώ.»
«Έλεος, έλεος! Πιες μια φορά!»
Της χαμογελά. «Κάθε φορά που μου προσφέρεις ποτό το δέχομαι, κάθε φορά με τουμπάρεις. Απλώς περιμένω να το φτιάξεις.»
Η κοπέλα έβγαλε τα τακούνια της προτού πλησιάζει την τεράστια κάβα της, με τα δεκάδες ποτά, ίσως και εκατοντάδες στα ράφια της. Ο κρυφός φωτισμός δίνει πέρα από εξαιρετικό χρώμα στα μπουκάλια και απίστευτη ατμόσφαιρα.
Ο άνδρας κάθεται στον καναπέ όσο η κοπέλα δημιουργεί διάφορα πιο πίσω. Όλο το Μάντσεστερ απλώνεται μπροστά του και αυτό που χρειάζεται τελικά φτάνει στα χέρια του λίγο αργότερα.
«Τι είναι αυτή τη φορά;»
«Ονομάζεται Revolver. Είναι καφεϊνικό ποτό, με ουίσκι, πορτοκάλι και λικέρ καφέ. Ένας μπάρμαν στο Σαν Φρανσίσκο μπερδεύτηκε και το πρόσφερε σε έναν από τους πιο σημαντικούς πελάτες του μαγαζιού στο οποίο δούλευε και για καλή του τύχη έγινε το αγαπημένο του. Νωρίς το 2000 έγινε πασίγνωστο. Από τα πολύ αγαπημένα μου.»
Ο Γκάμπριελ δοκιμάζει και δεν μένει απογοητευμένος. «Και; Πως και έφτιαξες αυτό;»
Η Ρωξάνη χαμογελά. «Απλώς είδα ένα περίστροφο στο αμάξι σου πεσμένο και αποφάσισα πως θα ήταν ιδανικό να κλείσουμε την βραδιά με αυτό.»
Ξέρει καλύτερα ο λογιστής από το να πανικοβληθεί. Είναι μέλος του υπόκοσμου, και η κοπέλα το ξέρει, δεν χρειάζεται καν να φανεί έκπληκτος.
«Για ποτό που έχει όνομα όπλου, πολύ νόστιμο.»
«Γιατί; Δεν είναι νόστιμα στα όπλα;»
Ο άνδρας γελάει. «Όταν έχεις ένα όπλο μέσα στο στόμα νομίζω το λιγότερο που σε νοιάζει είναι η γεύση του. Συν ότι έχει μεταλλική γεύση, σχεδόν οξειδωτική.»
Η κοπέλα κάνει τα μάτια της δύο γραμμές. «Θα έπρεπε να ξέρεις την γεύση για να το περιγράψεις τόσο τέλεια.»
«Κάποια πράγματα είναι εμπειρίες.»
Χασκογελά αυτή, το ίδιο κάνει κι εκείνος. Πόσο αδιάφορο το Μάντσεστερ που απλώνεται μπροστά τους, όταν κάθονται δίπλα-δίπλα;
..............
Το πρωινό του ξεκίνησε με πολλές εκπλήξεις. Αρχικά με την Ρωξάνη πάνω του να κοιμάται, έπειτα με το βαρύ του κεφάλι γιατί δεν ήπιαν μόνο ένα ποτό και κάποια ώρα μετά, με το μπολ που κάθεται μπροστά του γεμάτο με τα αγαπημένα του σοκολατένια δημητριακά.
Το έκπληκτο βλέμμα του απλώς την έκανε να γελάσει. «Ανταποδίδω για τότε.»
Και δεν ντράπηκε να φάει δύο μπολ από αυτά και της υποσχέθηκε πως θα της τα αναπληρώσει. Μα αυτό που ο Γκάμπριελ δεν ξέρει είναι πως η κοπέλα τα αγόρασε μονάχα για εκείνον.
Η Ρωξάνη του πρόσφερε καφέ τον οποίο εκείνος ήταν έτοιμος να δεχτεί μέχρι που το τηλέφωνό του χτύπησε και ο Ρίο φάνηκε παιχνιδιάρης στο τηλεφώνημα. «Έμαθα εμφανίστηκες με κοπέλα στην δεξίωση.» Ο Γκάμπριελ πήγε να του πει πως δεν είναι κάτι σοβαρό και πως θα του εξηγούσε αργότερα αλλά η σγουρομάλλα μιλά ξανά και ο Ρίο όταν το ακούει απλώς γελά τρανταχτά. «Είσαι σπίτι της; Είναι σπίτι σου; Είστε μαζί και το πρωί; Γκάμπριελ!»
Εκείνος κλείνει τα μάτια του στο χέρι του. «Ρίο, δεν είναι αυτό που νομίζεις.»
Και το τηλέφωνο κλείνει. Η Ρωξάνη τον λοξοκοιτά. «Εύχομαι να μην ήταν αυτός ο γκόμενός σου γιατί είναι ακριβώς αυτό που νομίζει.»
«Τι νομίζει;»
«Ότι κοιμήθηκες σπίτι μου; Ο γκόμενός σου ήταν;!»
Ο Γκάμπριελ απλώς βάζει το κινητό του ξανά στην τσέπη του και τρίβει τους κροτάφους του. «Ο πατριός μου ήταν.»
Η Ρωξάνη λουφάζει. «Ο πατριός σου, ε;»
«Ναι και πρέπει να φύγω.»
Η κοπέλα ούτε που λέει κάτι άλλο. Μόνο τον βοηθά να μαζέψει τα πράγματά του και τελικά να φύγει λίγο αργότερα. Μα όταν μένει μόνη της μπορεί απλώς να σκεφτεί αυτά που συζήτησε εχθές με την Λιζ και έπειτα με τον Γκάμπριελ.
Θέλει απαντήσεις. Και κάνει το λάθος να τηλεφωνήσει σε εκείνη.
«Παρακαλώ;»
Ακούγεται ανήξερη. «Η Ρωξάνη είμαι.»
«Ρωξάνη; Που βρήκες το τηλέφωνό μου;»
«Δεν έχει σημασία. Έχω κάποιες ερωτήσεις και θέλ-»
«Τι ερωτήσεις;»
«Σχετικά με τον...» στραβοκαταπίνει προτού συνεχίσει, «...Άδη.»
«Γιατί δεν ρωτάς τον Γκάμπριελ, μιας που είστε τόσο κοντά; Αυτός θα ξέρει πολύ περισσότερο από ότι εγώ.» Ακούει το γέλιο της από μέσα. Ακούει και την πονηράδα για την οποία της μίλησε εκείνος εχθές.
«Βασικά, κακώς ασχολούμαι με αυτό. Δεν έπρεπε να σου τηλεφωνήσω. Καλή συνέχεια.» Κλείνει δίχως να περιμένει απάντηση. Και έπειτα σωριάζεται στην κοντινότερη καρέκλα.
Πάνω στην ώρα φτάνει και το μέιλ που περίμενε για επιβεβαίωση μιας παραγγελίας που έκανε καθώς ο Γκάμπριελ βρισκόταν στο μπάνιο, λίγο πριν το πρωινό. Μα όταν η Ρωξάνη άνοιξε τα μέιλ της μπόρεσε να δει μονάχα άγνωστο αποστολέα, ξανά.
Και η απειλή αυτή τη φορά ήταν σοβαρή.
.............
Ο Ρίο απλώς κάθεται και κοιτάει τον Γκάμπριελ να φτιάχνει κάτι στα λογιστικά του. Φορά εκείνο το εκνευριστικό χαμόγελο που περιμένει να μιλήσει πρώτος ο συνομιλητής του και για κακή του τύχη, ο εν ενεργεία λογιστής δεν το κάνει.
«Λοιπόν, δεν θα ξημερώσουμε. Μίλα μου γι' αυτήν.»
«Τι θέλεις να σου πω;»
Ο άνδρας μοιάζει σαν να του έδωσε τα μυστικά όλου του κράτους. Χαμογελά και παίρνει το πονηρό ύφος του. «Δεν σου είπα για ποια.»
«Μια γυναίκα γυρεύει την ζωή μου αυτή την περίοδο, λέγε τι θέλεις να μάθεις.» Γυρίζει την σελίδα στο βιβλίο που κοιτά και περιμένει τον Ρίο να σοβαρευτεί.
«Τι είστε; Ζευγάρι; Εραστές;»
«Φίλοι, υποθέτω.»
«Υποθέτεις; Δεν χωράνε υποθέσεις εδώ.»
«Υποθέτω γιατί δεν την θεωρώ φίλη μου μα εκείνη φαίνεται να με θεωρεί εντελώς φίλο της.» Κλείνει το ένα βιβλίο, πιάνει το άλλο, βγάζει το στυλό του και συνεχίζει εκεί όσα έκανε πριν. Ο Ρίο τον κοιτά σχεδόν μπερδεμένος.
«Άρα εσένα σε ενδιαφέρει;»
«Ας πούμε ναι.»
«Κακώς.» Τώρα, ο Ρίο κερδίζει μια ματιά του. «Ξέρω γιατί στο λέω.»
«Ο Τζέιμς θα ενέκρινε πάντως.»
«Ο Τζέιμς, Γκάμπριελ, είναι νεκρός. Άρα δεν σε νοιάζει. Η Μαρτίνα τι λέει γι' αυτό;»
Δεν του απαντά, απλώς συνεχίζει να ασχολείται με αυτό που τον απασχολεί εκείνη την ώρα. Ο Ρίο δεν τον πιέζει παραπάνω. Οπότε μέχρι ο Φίλιπ να του τηλεφωνήσει έκτακτα, ο Γκάμπριελ μένει ανενόχλητος.
Ο ανήσυχος Φίλιπ είναι κάτι που δεν έχει συνηθίσει οπότε ακούγοντας τον ηλεκτρισμό στην φωνή του δεν μπορεί παρά να φύγει από το σπίτι του Ρίο, ο οποίος υπόσχεται να τον επισκεφτεί μελλοντικά και να τρέξει στους δρόμους του Μάντσεστερ για να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο Εσκομπάρ.
Το όπλο στην ζώνη του του θυμίζει την περίπτωση να αναλάβει ο Άδης σήμερα. Μα όταν φτάνει στο γραφείο του αρχηγού ξέρει πως δεν χωρά ο Άδης εκεί μέσα.
Πλησιάζει την Ρωξάνη που μοιάζει κλαμένη. Η κοπέλα δε τον κοιτά καθόλου, όσο κι αν εκείνος προσπαθεί να κερδίσει ένα βλέμμα της στεκόμενος πάνω της. Ο Φίλιπ τον κοιτά δίχως να λέει τίποτα.
«Η Ρωξάνη κλαίει, εσύ δεν μιλάς και εγώ πρέπει να μυρίσω τα νύχια μου για να μάθω τι έγινε, ωραία.»
Ο τόνος του είναι ήρεμος και πέρα για πέρα ανακουφιστικός όταν φτάνει να χαϊδέψει την καρδιά της Ρωξάνης, ίσως και να ηρεμήσει τον χαμό που υπάρχει στο μυαλό της.
«Οι απειλές δεν σταμάτησαν από ό,τι φαίνεται.»
Η Ρωξάνη τώρα του χαρίζει ένα πράσινο δακρυσμένο βλέμμα.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι έφτασε αυτό στο μέιλ της.»
Και όσο ο Γκάμπριελ διαβάζει, η Ρωξάνη θέλει να κλάψει ξανά. Η απειλή ήταν σοβαρή και ο Γκάμπριελ το κοιτούσε πολύ σοβαρός, σχεδόν ανέκφραστος.
«Μήπως τώρα πρέπει να μάθω ποιος είναι; Αφού εσύ ξέρεις.» Απευθύνεται στον Φίλιπ μα κοιτά εκείνη. Δεν είναι εκνευρισμένος. Είναι πέρα για πέρα χαλαρός.
Ο αρχηγός εκεί τον κοιτά καλύτερα. «Αυτή τη φορά δεν είναι ο ίδιος. Και αυτή τη φορά ούτε γνωρίζω ποιος μπορεί να της το έστειλε.»
Η Ρωξάνη αφήνει έναν λυγμό που σμίγει τα φρύδια του Γκάμπριελ.
«Δηλαδή; Τι μου λες;»
«Δηλαδή, η Ρωξάνη κινδυνεύει.»
»«»«»«
Από εμενα και τον Γκαμπριελ, Καλά Χριστούγεννα. Ο Άδης είναι λίγο στον κόσμο του, φαντάζομαι εύχεται κι εκείνος.
Βιάζομαι να φύγω όποτε δεν θα πω πολλά. Οτιδήποτε όμως θέλετε εσεις να μου πείτε, είμαι διαθέσιμη και θα περιμένω με χαρά να μιλήσουμε. Σας αγαπώ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top