𝑇ℎ𝑖𝑟𝑡𝑦-𝑡ℎ𝑟𝑒𝑒. 𝐺𝑖𝑛 𝑎𝑛𝑑 𝑇𝑜𝑛𝑖𝑐
Ο σοφέρ του κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη του προτού επιβραδύνει και στρίψει στο δρομάκι που οδηγεί στην είσοδο της έπαυλης. Και έπειτα τα μάτια του έπεσαν στον συνοδηγό, στον Τζέισον, τον άνδρα με τα μάτια της υποταγής στον Αρχηγό του να αδημονούν.
«Γιατί τέτοια ξαφνική σιωπή βρε παιδιά;» ρωτά ο Φίλιπ τους δύο άνδρες.
Ο ένας κοιτάει τον άλλον και έπειτα χαμογελούν αμήχανα, παραπλανητικά.
«Δεν πάμε να πεθάνουμε εκεί μέσα, να εξετάσουμε την Σιωπή της Οξφόρδης θέλουμε. Και ίσως να τους τσιγκλήσουμε.»
Ο Τζέισον κατανεύει και χαμογελά. «Μάλιστα, κύριε Φίλιπ. Απλώς ήταν κουραστική η διαδρομή.» Και ο σοφέρ συμφωνεί γνέφοντας.
«Θέλω χαμόγελα, θέλω ευγένεια, θέλω και διακριτικότητα. Ξέρετε, τα κλασικά.»
Οι δύο άνδρες γνέφουν και η σιωπή συνεχίζεται μέχρι που το αυτοκίνητο φτάνει μπροστά από την ψηλή σιδερένια πύλη και σταματά. Κανένας από τους τρεις δεν μπορεί αν αρνηθεί το βάρος στο στήθος του, ο καθένας για τους λόγους του, αλλά όλοι τους το αγνοούν καθώς ένας άνδρας πλησιάζει.
Την ίδια στιγμή, στο γραφείο της Νιόβης, η απολαυστική ηρεμία σπάει, οι πόρτες ανοίγουν και την εξαιρετικά ανεβασμένη διάθεσή της χαλάει το έντρομο βλέμμα της αδερφής της και δύο ακόμη συμβούλων που με γρήγορες ανάσες κοιτούν την Αρχηγό τους.
«Τι συνέβη;»
Η Ελίνα μένει με το ανήσυχο βλέμμα της να κοιτάει την αδερφή της. Θα μας σκοτώσουν, της λέει με μια ματιά. Η Νιόβη ατάραχη κοιτάει τις δύο γυναίκες πίσω της και στο βάθος ακούει μερικούς από τους άνδρες της Οικογένειας να σπεύδουν να καλύψουν τα ίχνη του Γκάμπριελ.
«Ήρθε;»
Η Ελίνα γνέφει. Γνέφει με δακρυσμένα μάτια. Είναι το τέλος μας.
«Ετοιμάστε το καθιστικό, πηγαίντε τον εκεί. Θα ετοιμαστώ και θα κατέβω. Ελίνα περίμενε ένα λεπτό σε παρακαλώ.»
Η αδερφή της κοντοστάθηκε, στραβοκατάπιε και πήρε βαθιές ανάσες. Άγχος, πολύ άγχος. «Τι θα κάνουμε, Νιόβη;»
«Θα μάθουμε αρχικά γιατί ήρθε. Αν ξέρει ότι τον έχουμε εδώ και θα φροντίσουμε να φύγει δίχως καμία υποψία. Θα έπρεπε να περιμένουμε την επίσκεψη, κήρυξε Σύγκλητο για την εξαφάνισή του κι εμείς δεν πήγαμε.»
«Δεν πήγαμε λόγω των κεκλεισμένων θυρών.»
«Και λόγω της Σιωπής.»
«Νιόβη το κάνεις χειρότερο.»
Η γυναίκα προχωρά προς την πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιό της δίχως να της απαντά και έτσι εκείνη την ακολουθεί.
«Τι θα κάνουμε;»
«Θα προχωρήσουμε με το σχέδιο. Σε περίπτωση σχάσης της Σιωπής θα επικαλεστούμε το πένθος σε νεαρά μέλη της Οικογένειας. Γιατί αγχώνεσαι τόσο Ελίνα;»
«Δεν αγχώνομαι.»
«Θα μείνεις με τις γυναίκες, θα δίνεις οδηγίες και θα τις καθησυχάζεις. Δεν θέλω ούτε μια να παραστρατήσει από το σχέδιο.»
Η Ελίνα γνέφει, πισωπατεί και φεύγει από το δωμάτιο αμέσως. Η εντολή να μαζευτούν όλες οι γυναίκες στο νότιο μέρος της έπαυλης διαπέρασε κάθε πόρτα, κάθε σπιθαμή του οικήματος.
Η Αφροδίτη, όταν η πληροφορία έφτασε σε εκείνη, βρισκόταν στο δωμάτιο του Γκάμπριελ, του είχε φέρει κρυφά λίγο παραπάνω φαγητό από αυτό που του αναλογούσε και επί τη ευκαιρία τον είδε μετά από κάποιες μέρες που είχαν περάσει από τα τελευταία βασανιστήρια του.
Και την στιγμή που ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει κάτι, οτιδήποτε για να της μιλήσει, να την κοιτάξει έστω και εκείνη να νιώσει την καρδιά της να σφυροκοπά στο στέρνο της, ο χαμός στους διαδρόμους ήταν ισχυρός για να διαπεράσει τους τοίχους και να ανησυχήσει τους δύο τους.
Ο Γκάμπριελ την κοιτά και περιμένει να γνωρίζει ενώ εκείνη αναστατωμένη σπεύδει να φύγει από το δωμάτιο, κανένας δεν ξέρει ότι είναι εκεί. Πρέπει να φύγει.
Δένει ξανά τα χέρια του στις αλυσίδες και με το πιάτο στο χέρι σπεύδει να φύγει. Μα λίγο πριν η πόρτα κλείσει, ο Γκάμπριελ ακούει διάσπαρτες λέξεις που τον κάνουν να χαμογελάσει.
Μάντσεστερ
Φίλιπ
Νιόβη
Σεραφίνα
Και το σχέδιο του προχωρά επιτυχώς.
Κλείνει τα μάτια του, ξεκουράζει το κεφάλι του στον τοίχο και χαμογελά με ελπίδα, με μια λύτρωση να μεγαλώνει μέσα του. Σε βρήκαν, Γκάμπριελ.
.......................
Ο Φίλιπ καθόταν σε μια από τις τρεις πολυθρόνες περιμένοντας για την Νιόβη στο καθησυχαστικά άδειο σαλόνι. Περιεργαζόταν τον χώρο γύρω του δίχως να ψάχνει κάτι, έκλεινε τα μάτια του, ανέπνεε και ήξερε πως ο Γκάμπριελ είναι εκεί.
Η ησυχία ήταν σημάδι ενοχής για εκείνον. Βέβαια η Νιόβη θα το χαρακτήριζε κομμάτι της Σιωπής οπότε δεν θέλησε να το αναφέρει αργότερα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα για να ακούσει τακούνια να ηχούν στο μαρμάρινο δάπεδο, χαμογέλασε και ετοιμάστηκε για το σόου. Θα ήταν γρήγορο, θα ήταν εύκολο.
«Ω, τι τιμή κύριε Φίλιπ να σας υποδεχόμαστε στην Οικογένειά μας.»
Η Νιόβη. Η αυταρχική, πανέξυπνη Νιόβη που δεν κράτησε κανέναν άσσο στο μανίκι της για την σωτηρία της αλλά αποφάσισε να αγνοήσει τους δικούς του.
«Αγαπημένη μου Νιόβη, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά από τόσο καιρό.» Σηκώνεται όρθιος, στρώνει το σακάκι του στο κάτω μέρος και πλησιάζει την εκθαμβωτικά όμορφη γυναίκα. Του χαμογελά και αισθάνεται το άρωμά της να μαγεύει, να ζαλίζει τις αισθήσεις του.
Φιλά το χέρι της και έπειτα την αγκαλιάζει απαλά, ακουμπώντας την μέση της με ευγένεια, με διακριτικότητα, με όση πίεση χρειάζεται για να της προκαλέσει μια έξαψη, κάτι που θα την αναστατώσει. Και το καταφέρνει.
«Δεν σε περιμέναμε Φίλιπ. Θα έπρεπε να είχες ενημερώσει.»
«Ο Ρίο θα παρέλειψε να επικοινωνήσει.»
«Είναι εδώ ο Ρίο;»
«Όχι δα. Έχει μείνει πίσω στο Μάντσεστερ να χειριστεί τις επείγουσες καταστάσεις όσο εγώ επισκέπτομαι και την τελευταία Οικογένεια της επικράτειας.»
Η Νιόβη γνέφει. «Να καθίσουμε;»
«Θα προτιμούσα μια ξενάγηση στο σπιτικό σου, Νιόβη. Καθόμουν τρεις ώρες στην διαδρομή, θα ήθελα να ξεμουδιάσω. Υπάρχει πρόβλημα με αυτό;» Της χαμογελά προκλητικά, παίρνοντας έπειτα από λίγο την απάντηση που αποζητά.
«Κανένα απολύτως. Θα καθίσεις μέχρι το δείπνο, έτσι; Είναι σπουδαία μέρα για να σε φιλοξενήσουμε τους ξενώνες μας.»
Ο Αρχηγός δείχνει να το σκέφτεται. «Ξέρεις κάτι; Δεν είναι κακή ιδέα.»
Του χαμογελά και κατανεύει. «Να ξεκινήσουμε από τον κήπο; Έχει απίστευτα χρώματα αυτή την εποχή.»
Ανταποδίδει σε εκείνο το δαιμόνιο χαμόγελό της και τείνει το μπράτσο του ευγενικά. Εκείνη, αν μη τι άλλο, δεν μπορεί παρά να κρατηθεί στιβαρά από εκείνον και έπειτα να τον οδηγήσει στους απίστευτα όμορφους κήπους που οι κηπουροί της έχουν φροντίσει να περιποιούνται ανελλιπώς.
Και αυτό, ήταν το προβάδισμα που τους έδωσε ο ίδιος ο Αρχηγός.
Λίγος χρόνος να ανασυνταχθούν, λίγος χρόνος για τον Γκάμπριελ να συγκροτήσει το σχέδιο του. Ο Φίλιπ απλώς εύχεται να υπάρχει ένα. Γιατί αλλιώς οι άσσοι χάνονται και μένει στο τέλμα με την Νιόβη να κρατά τον Τιμωρό στο κελί του.
.................
Η πόρτα του ανοίγει ξανά έπειτα από ελάχιστη ώρα. Βλέπει την κοπέλα που πρωτύτερα του έκανε παρέα και απομακρύνει την ματιά του από εκείνη αμέσως.
«Πρέπει να σου δέσω τα μάτια.»
«Εντάξει.»
Σιωπή. Τον πλησιάζει, εκείνος είναι σιωπηλός, σοβαρός, με κατεβασμένο κεφάλι και αινιγματική αύρα.
«Τι συνέβη έξω; Άκουσα πανικό.»
Η Αφροδίτη στραβοκατάπιε. «Ήρθε κάποιος που δεν περιμέναμε και έσπασε η Σιωπή της Οικογένειας. Αυτό, τίποτα σοβαρό.»
«Κατάλαβα.»
Ξανά σιωπή. Την αφήνει να περάσει το ύφασμα γύρω από το κεφάλι του και να το δέσει σφιχτά στο πίσω μέρος. Δεν την αφήνει να σηκωθεί, την αφήνει παγωμένη στην θέση της με μερικές λέξεις.
«Γιατί μου είπες ψέματα για το όνομά σου;»
Πιο πειστικά Γκάμπριελ, μπορείς.
«Δεν σου είπα ψέματα.»
«Πίστευα πως εμείς οι δύο είχαμε κάτι.»
Η καρδιά της χτυπά δυνατά, χτυπάει έντονα και όταν ακούει το σπάσιμο, την πληγή στην φωνή του, αισθάνεται την καρδιά της να μικραίνει και τα μαχαίρια που κρατούσε κρυμμένα μέσα της να μπήγουν την σάρκα της επιθετικά.
«Κάτι; Τι είχαμε εμείς οι δύο;»
«Έχει σημασία τώρα, Σεραφίνα;» Ναι. Είναι χειριστικός, είναι έτοιμος να την κάνει να νιώσει άθλια για κάτι μικρό και ασήμαντο. Μα είναι κι αυτό μέρος του σχεδίου. Η παγίδα στήνεται λίγο-λίγο.
«Ήθελα να είμαι κάτι διαφορετικό για εσένα από ότι είμαι για όλους τους άλλους εδώ.»
«Αν μου έλεγες αλήθεια ίσως και να...» αφήνει την πρόταση του μετέωρη και γυρνά το κεφάλι του από την αντίθετη κατεύθυνση. Τρέφει τώρα τις ελπίδες της πως ξέχασε τον ήλιο του πίσω στο Μάντσεστερ και ότι είναι τώρα για εκείνον η μια. Η μοναδική.
Μα πίσω από τα καλυμμένα μάτια του υπάρχει η τρεμάμενη ανάσα να την δει ξανά έστω και φευγαλέα. Πόσο του έχει λείψει.
«Τι μπορώ να κάνω να επανορθώσω;»
Η φράση-κλειδί.
«Ποιος ήρθε Σεραφίνα;»
Και το προφέρει το όνομά της λες και το ήξερε χρόνια. Σαν να το πρόφερε για όλη του την ζωή. Είναι γνώριμος ο ήχος όταν το συνοδεύει η φωνή του. Μαγεύεται. Υπνωτίζεται.
«Ο Φίλιπ, ο Αρχηγός σου. Τι μπορώ να κάνω για να επανορθώσω;»
Ο Γκάμπριελ στραβοκαταπίνει. «Είσαι διατεθειμένη να προδώσεις την Οικογένεια σου για εμένα;»
Εκεί, κομπιάζει. Δεν απαντά. Κι εκείνος φροντίζει να βάλει το δόλωμα κοντά στην παγίδα.
«Θα σου δώσω την ελευθερία σου από την Νιόβη αρκεί να μου υποσχεθείς πως θα με ακολουθήσεις στο Μάντσεστερ, προδίδοντας την Οικογένειά σου.»
Η κοπέλα ανοίγει τα μάτια της διάπλατα από έκπληξη. Ακούει καλά; Την θέλει μαζί του, στην Οικογένεια του; Άρα στ' αλήθεια πιστεύει ότι είχαμε κάτι...
«Θα το κάνω.»
«Άκουσε με καλά τότε.»
....................
Ο Φίλιπ βοήθησε την Νιόβη να καθίσει στην καθιερωμένη θέση της στο τραπέζι όπου τα σερβίτσια είναι έτοιμα και στρωμένα, περιμένοντας τους για να ξεκινήσει το σερβίρισμα.
«Οι δύο μας;»
«Περιμένεις άλλον;»
«Δεν θα ήθελα άλλον, Νιόβη.»
Με ένα νόημα της οι σερβιτόροι καταφτάνουν και τα πιάτα γεμίζουν. Καθ' όλη την διάρκεια, ο Φίλιπ επιλέγει όπως και στον κήπο, να μιλήσει για θέματα αδιάφορα, τίποτε που να αγγίζει την εξαφάνιση του Γκάμπριελ. Κάπου αναφέρθηκε ο θάνατος της Λιζ κι εκείνος προσποιήθηκε τον βαθιά πληγωμένο.
Τον σέρβιρε ακριβό κρασί, λευκό, ταιριαστό με το ψάρι που τον σέρβιρε και έπειτα του πρότεινε να καθίσουν στο γραφείο της, να μιλήσουν για λίγο, προτού αποσυρθούν στα δωμάτιά τους. Ο Φίλιπ, εννοείται, δέχθηκε.
Η θέα από το γραφείο της δεν τον απογοήτευσε και η συζήτηση, με το νυχτερινό τοπίο να δίνει μια απαλή γλυκιά αίσθηση στην ατμόσφαιρα, κύλησε όμορφα μέχρι μια από τις γυναίκες της Οικογένειες να κατέφταναν.
Η πόρτα χτύπησε, η Σεραφίνα μπήκε μέσα δειλά.
«Να ρωτήσω να χρειάζεστε κάτι;»
Η Νιόβη κοιτά τον Φίλιπ. Εκείνος την κοπέλα απέναντί του. «Τι μου προτείνεις εσύ;»
Η Σεραφίνα στραβοκαταπίνει. «Ένα Godfather.»
Είναι δυνατόν να μην της χαμογελάσει; «Δική σου συνταγή;»
Η Σεραφίνα θέλει να αφήσει το έκπληκτο πρόσωπο της να φανεί στην Νιόβη αλλά καταφέρνει να το συγκρατήσει.
«Θα σε ρωτήσει αν η συνταγή είναι δικιά σου. Θα καταλάβει ότι είσαι μαζί μου. Θα του απαντήσεις πως δεν είναι δικιά σου αλλά θα φροντίσεις μόνη σου να την κάνεις τέλεια. Θα καταλάβει.»
Ο Φίλιπ ακούει ακριβώς αυτό που περίμενε. Ακούει μια υπόσχεση από τον αδερφό του, ακούει μια σιγουριά. Θα τα καταφέρω μόνος μου. Αυτό του λέει.
«Θα κερδίσεις την εύνοια του Φίλιπ, εκείνος θα καταλάβει. Αν εγώ πεθάνω θα σε πάρει μαζί τουυ, θα ξέρει ότι μας βοήθησες, θα σου δώσει άσυλο. Αν ζήσω, θα σε προστατεύσω εγώ. Θα έρθεις μαζί μας στο Μάντσεστερ. Πως σου φαίνεται η ιδέα;»
«Θα περιμένω να πιω το καλύτερο Godfather, έτσι;»
«Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Εσείς κυρία Νιόβη; Να σας φέρω κάτι;»
Εκείνη αρνείται. Με ένα νεύμα η Σεραφίνα έχει φύγει από το δωμάτιο κι εκείνοι μένουν μόνοι τους. Θα μπορούσε να περιμένει λίγο, μέχρι να γυρίσει η κοπέλα με το ποτό του, αλλά ξέρει κι εκείνος πως αυτό δεν ήταν μια τέτοια συζήτηση.
Ο Άδης είναι έτοιμος, Φίλιπ. Το αισθάνεται κι εκείνος.
Έτσι, δεν χάνει τον χρόνο του, κάθεται απέναντί της και την κοιτά με σιγουριά. Καθώς τον πλησιάζει, με τα γυμνά πόδια της να φτάνουν σταθερά κοντά του, εκείνος χαμογελά. Και όταν η Νιόβη τον φιλά, αφήνει τα χέρια του να τυλίξουν την μέση της.
«Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος αυτής της επίσκεψης Φίλιπ;» τον ρώτα μέσα από το φιλί τους. Δεν της απαντά, την φιλά λίγο πιο κτητικά, δαγκώνει το κάτω χείλος της και έπειτα το φιλά απαλά.
«Γιατί δεν εμφανίστηκες στην Σύγκλητο;»
Το παιχνίδι κυριαρχίας δεν σταματά και δεν πρόκειται να διακοπεί. Εκείνη ακουμπά το πέτο του σακακιού του και εκείνος την σπρώχνει πιο έντονα πάνω του.
«Σου διέφυγε η Σιωπή Φίλιπ. Το πένθος μας.»
Αφήνει τα χείλη της, φιλά τον λαιμό της. Γεύεται το δέρμα της και θέλει να την γδύσει ακριβώς εκεί.
«Ήμουν απασχολημένος με το δικό μου πένθος, Νιόβη.»
Δαγκώνει τον λαιμό της, της αφήνει σημάδι.
«Για ποιον από τους δύο;»
«Και για τους δύο.»
Η Νιόβη τον αφήνει να φιλήσει και τα κόκκαλα του λαιμού της. Τον αφήνει να αγγίξει τις καμπύλες της. Παρασύρεται από την μεθοδικότητα στις κινήσεις του. Και μπορεί παρά να φανταστεί μια νύχτα μαζί του. Ζέστη, κάνει τόση ζέστη.
«Νιόβη, εύχομαι να μην βοήθησες αυτούς που απήγαγαν τον Γκάμπριελ.»
Η ανάσα της θα κοβόταν αν έμενε έκπληκτη. Χαμογελά και ανοίγει το πουκάμισό του σιγά-σιγά.
«Θα υπέγραφα την καταδίκη μου.»
«Είσαι έξυπνη γυναίκα. Θα μου επιτρέψεις να διατηρήσω το πένθος μου για την Λιζ; Πάνε δύο μήνες μονάχα, δεν μπορώ να της το κάνω αυτό...»
Η καλλονή μένει λαχανιασμένη λίγα εκατοστά μακριά του. Τον φιλά μια τελευταία φορά προτού τον αφήσει να φύγει από το δωμάτιο, να πάει στον ξενώνα του. Οι πόρτες που έκλεισαν στο γραφείο της έκρυψαν μια αναψοκοκκινισμένη γυναίκα που χρειάστηκε να βοηθήσει τον εαυτό της να αποφορτιστεί από αυτή την κάψα.
Και έξω από αυτές, ο Φίλιπ έφυγε κρυφά με άνεση και μόνος του από την μεγάλη έπαυλη. Ο σοφέρ και ο Τζέισον βρίσκονταν στις θέσεις τους και περίμεναν να φύγουν για το νυχτερινό ταξίδι μέχρι το Μάντσεστερ ανυπόμονα.
Ο Αρχηγός κάθισε στην θέση του χαμογελαστός. «Πάμε, παιδιά. Η επίσκεψη τελείωσε.»
Μια ανάσα κόπηκε και αυτή ήταν της Ελίνας.
Τα δεμένα μάτια της δεν την άφηναν να καταλάβει που βρίσκεται αλλά όταν άκουσε την φωνή του, όλα έβγαλαν νόημα. Θα έμενε με την απορία; Όχι. Δεν θα της το έκανε. Έλυσε το ύφασμα και άφησε τα μάτια της να προσαρμοστούν στο σκοτεινό αμάξι που είχε ήδη πάρει τον δρόμο του για την πόλη τους.
Δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν από τα μάτια της και το ύφασμα στο στόμα της δεν την άφησε παρά να μουγκρίσει. Τα δεμένα πόδια της χτύπησαν έντονα το πάτωμα, όλο της το σώμα κουνήθηκε δεσμευμένο από σχοινιά και υφάσματα.
Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε εκείνον.
Εκείνος της χαμογελούσε ήδη.
«Σου έλειψα Ελίνα;»
............
Η ανακοίνωση που βγήκε μερικές μέρες μετά από την αρπαγή της Ελίνας στην Επικράτεια της Αγγλίας ήταν απλή, λιτή και κατανοητή σε όλους.
Η Νιόβη έμεινε με δεμένα χέρια να μην μπορεί να σώσει την αδερφή της αλλά ήξερε πως θα την πάρει. Όταν εκείνοι θα έρθουν να πάρουν τον Γκάμπριελ, τότε θα είναι η ευκαιρία της να την δει ξανά. Να την κερδίσει πίσω, να την σώσει από εκείνον.
Η Ανακοίνωση όμως την άφησε παγωμένη.
Ήταν μια προειδοποίηση αυτό. Μια προειδοποίηση θανάτου.
Γιατί όταν ο Φίλιπ ζήτησε από εκείνους που τον πήραν να αφήσουν την Οικογένεια του να πενθήσει τον θάνατό του, η Νιόβη ήξερε πολύ καλά πως αυτό ήταν ανοιχτή απειλή.
Η Νιόβη ήξερε πως ο Φίλιπ θεωρούσε τον Γκάμπριελ ζωντανό.
Μα όλοι οι υπόλοιποι δεν το ήξεραν.
Σιγή στο ακροατήριο.
Η Ρωξάνη κάπου σε μιαν άκρη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της.
Ο Γκάμπριελ ήταν νεκρός κι εκείνη ένιωθε το μέσα της να αδειάζει.
Και όταν η είδηση θανάτου του έφτασε στην Οξφόρδη, μέσα στο δωμάτιο που εκείνος κρατούνταν ζωντανός με αλυσίδες γερές να τον κρατούν, εκείνος χαμογέλασε.
Ο θάνατος τήρησε την συμφωνία του.
Ήρθε η ώρα για τον Άδη.
»«»«»«
Δεν θα πω τίποτα. Πάω να ετοιμαστώ αλλά θα περιμένω εσείς να μου πείτε ό,τι θέλετε. Πάλι μικρό αλλά μόνο αυτό μπορώ να χωρέσω. Σας αγαπώ πολύ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top