𝑇ℎ𝑖𝑟𝑡𝑦-𝑠𝑖𝑥. 𝐵𝑒𝑒𝑠 𝐾𝑛𝑒𝑒𝑠

Ο Έρικ και η Μαντλίν ήθελαν πολύ παιδιά. Συγκεκριμένα, η Μαντλίν ήθελε να κάνει τρία, κορίτσια το προτιμότερο αλλιώς έναν γιο και δύο κόρες. Αγαπούσε τα παιδιά πάρα πολύ, ο λόγος εξάλλου που έγινε δασκάλα ήταν αυτός ακριβώς και μάλιστα, ήταν πέρα από εξαιρετική στην δουλειά της, ευχάριστη παρουσία στην τάξη τόσο που οι μαθητές της την αγαπούσαν πολύ.

Ο Έρικ ονειρευόταν μαζί της μια ζωή με πολλά παιδιά. Η Μαντλίν μετάνιωνε πικρά που δεν είχε βιντεοσκοπήσει την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της σε εκείνον. Το να βλέπεις τον άνθρωπο που αγαπάς να δακρύζει από χαρά, να γελάει εύθυμα στην σκέψη μιας οικογένειας ήταν η λύτρωση στις αμφιβολίες της.

«Είμαι καλή δασκάλα γιατί είναι παιδιά άλλων. Θα είμαι καλή μαμά;»

Άραγε θα μπορούσε ποτέ να πάρει απάντηση; Θα ήθελε πολύ αλλά φαντάστηκε είναι δύσκολο.

Η εγκυμοσύνη της στην Ολίβια ήταν εύκολη και δεν το περίμενε καθόλου. Πέρα από τις βασικές δυσκολίες, δεν αντιμετώπισε σκηνικά υπερβολικά όπως την είχαν προετοιμάσει οπότε η ιδέα της για επέκταση της οικογένειας ήταν, αλίμονο, πιο έντονη στο μυαλό της.

Η Ολίβια πρέπει να ήταν ενός όταν η Μαντλίν πήρε αυξημένες τιμές στην β-χοριακή της. Στο σπίτι γινόταν ένα μικρό πάρτι μετά την ανακοίνωση πως η Ολίβια περιμένει αδερφάκι και εν τέλει η οικογένεια μεγαλώνει κατά ένα μέλος.

Ωστόσο, η Μαντλίν απέβαλε μερικές εβδομάδες αργότερα.

Εκεί πρέπει να ήταν το σημείο που η γυναίκα δεν μπορούσε να χωρέσει τόσο πόνο σε ένα στήθος, σε μια καρδιά, αποφασίζοντας πως η μικρή τους οικογένεια είναι εντάξει κι έτσι. Πέρασαν πολλές μέρες και μήνες μέχρι να το ξεπεράσει, μα δεν θα σταθούμε στην στάση της όταν απέβαλλε, αλλά σε εκείνη όταν ήρθε το μωρό-ουράνιο τόξο της.

Ζούσε στον συνεχόμενο φόβο πως θα αποβάλλει ξανά.

Πρόσεχε τόσο που απέφευγε μέχρι και τις πιο εύκολες δουλειές. Η καθημερινότητά της είχε αλλάξει μα όλα έμοιαζαν να μην είναι τόσο σοβαρά όταν στην κοιλιά της κυοφορούσε ένα παιδί ακόμη. Ο πόνος από την αποβολή ήταν ακόμη εκεί, μα το ουράνιο τόξο μετά την βροχή γλύκαινε το γδάρσιμο στο μυαλό της.

Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που αρχές Φεβρουαρίου η Μαντλίν έλαβε τα αποτελέσματα κάποιον εξετάσεων που είχε κάνει, επέμενε ο γιατρός. Και μπήκε στο δίλημμα που δεν θα έπρεπε να μπει ποτέ μια μητέρα· το μωράκι της είχε πιθανότητες Συνδρόμου Down περισσότερες από ό,τι περίμεναν να δουν οι γιατροί.

«Η απόφαση είναι δική σας. Μα πρέπει να σκεφτείτε σοφά.»

Ο υπέρηχος δεν έδειχνε και πολλά μα αν έπρεπε να διακοπεί η εγκυμοσύνη θα έπρεπε να γίνει νωρίς.

Οι δύο γονείς έμειναν σιωπηλοί στον γυρισμό προς το σπίτι τους.

Θα άντεχαν μια ακόμη απώλεια; Ή μήπως θα ήταν σωστό να φέρουν στην ζωή ένα μωράκι που πιθανόν να βασανιζόταν, αλλά και που μπορεί οι ίδιοι να μην μπορούσαν να του παρέχουν όσα χρειαζόταν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες.

Η Μαντλίν βέβαια, φτάνοντας σπίτι, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι και σκεπτόμενη την ιδέα μιας ακόμη απώλειας δεν άντεξε.

«Έρικ, θα το κρατήσουμε.»

Ο άνδρας της δεν διαφώνησε λεπτό. Το ήθελε αυτό το μωράκι. Και το αγαπούσε ήδη. Θα δούλευε και δύο δουλειές για να παρέχει σε εκείνο και την υπόλοιπη οικογένεια όσα χρειάζονταν. Έπιασε δουλειά στο Ρεβολούσιον μα με την γέννηση της μικρής αποφάσισε να κάνει πολλά βήματα πίσω από τον Υπόκοσμο.

Η Ρωξάνη ήταν ένα μωρό που ανταποκρινόταν άριστα στο όρο «μωρό-ουράνιο τόξο». Είχε πράσινα μάτια, απίστευτα όμορφα ξανθά μαλλιά ενώ οι μπούκλες της φάνηκαν στον χρόνο πάνω.

Και επίσης, η Ρωξάνη δεν ήταν μωρό με σύνδρομο Ντάουν. Η Ρωξάνη ήταν ένα μωρό απόλυτα υγιές ανατομικά και με όρεξη για τα πάντα. Για αγκαλιές, παιχνίδια, σκανταλιές. Η Ολίβια, δε, την αγαπούσε πάρα πολύ. Ήταν το μικρό αδερφάκι που πάντα ήθελε και μπορεί όσο μεγάλωναν και οι δύο τους να μην ήταν τόσο δεμένες όσο περίμεναν οι γονείς τους, αλλά αυτή η αδερφική αγάπη, το στήριγμα που ξέρεις πως είναι πάντα εκεί για εσένα ακόμη κι αν περάσουν χρόνια ανάμεσά σας, αυτό το αίσθημα δεν πρόκειται να τους το πάρει μακριά κανένας.

Αν ρωτούσες την Μαντλίν ποιο από τα παιδιά της αγαπά περισσότερο θα σου απαντούσε πάντοτε πως και τις δύο τις αγαπά το ίδιο. «Όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις το ίδιο θα πονέσει.» Αυτό συνήθιζε να λέει και ο Έρικ κάθε φορά την πείραζε.

Μα ήξεραν και οι δύο πως μπορεί η αγάπη της για τα παιδιά της να ήταν ισότιμη μα η καρδιά της έτρεμε λίγο παραπάνω για την Ρωξάνη, το παιδί-ουράνιο τόξο.

Η Ρωξάνη ήταν ένα δύσκολο μωρό αλλά και όχι ταυτόχρονα.

Τέσσερις μέρες έπειτα από τη γέννησή της, ο Έρικ και η Μαντλίν έμαθαν πως υπάρχουν κάποια προβλήματα. Κι αν η γυναίκα ανησυχούσε για εκείνη από την πρώτη στιγμή που έμαθε πως την κυοφορεί, θα ήταν αδύνατον να σταματήσει να τρέμει το φυλλοκάρδι της κάθε φορά που την έβλεπε να αναπνέει δύσκολα, να τρώει ελάχιστα, να πνίγεται με το ίδιο της το σάλιο. Ήταν μονάχα τεσσάρων ημερών και ήδη ταλαιπωρούνταν.

«Θα κάνουμε μερικά χειρουργεία. Το πρώτο θα γίνει μεθαύριο. Η σχιστία υπερώας είναι κάτι αρκετά σύνηθες και θα σας έλεγα πως είστε τυχεροί που δεν εξελίχθηκε σε λαγόστομα. Η μικρή σας θα είναι μια χαρά αργότερα, ίσως να χρειαστεί μερικές λογοθεραπείες μεγαλώνοντας αλλά αυτό δεν είναι επί της παρούσης.»

Η Μαντλίν ένιωσε το βάρος στο στήθος της να κάθεται βαρύ. Ο Έρικ το είδε στα μάτια της. Το συνεχές άγχος για το μικρό κορίτσι τους. Αλλά θα τα κατάφερναν. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

Ήταν όμως και τόσο δύσκολο να βλέπεις ένα μωρό να μπαίνει στο χειρουργείο. Και όσο περίεργο κι αν φαίνεται σε πολλούς, το λίγων ημερών κοριτσάκι βγήκε από το δωμάτιο της επέμβασης διαφορετικό.

Και τι μπορεί να σκέφτεται ένα μωρό κοιτώντας την μαμά του μετά από την νάρκωση, τον πόνο, την ανασφάλεια των άλλων; Το κορίτσι εκείνο πάντως έψαξε το δέρμα της μαμάς του, ψηλάφησε τον σφυγμό της κοντά στο στήθος με τα μικροσκοπικά χεράκια της και ένιωσε πως βρίσκεται στην ασφάλεια της.

Από τότε, η μικρή Ρωξάνη μέχρι και τα τέσσερά της δεν μπόρεσε να αποχωριστεί λεπτό την μαμά της.

Το σύνδρομο εγκατάλειψής των δύο τους κράτησε περισσότερο από έναν χρόνο.

Όταν πάτησε τον έναν χρόνο, η μικρή Ρωξάνη έκανε και ένα δεύτερο χειρουργείο. Στα δύο της, έκανε τρίτο χειρουργείο. Στα τρία ένα τέταρτο και τελικά στα τέσσερα της χρόνια συμπλήρωσε το ιστορικό της με ένα πέμπτο.

Και έπειτα από κάθε χειρουργείο, η Μαντλίν κρατούσε στην αγκαλιά της ένα διαφορετικό παιδί. Ένα παιδί που έχανε την λάμψη του, έδειχνε ταλαιπωρημένο, έδειχνε κυρίως με ένα παιδί που δεν είχε ζήσει μονάχα γέλιο, ανεμελιά, μα ένα παιδί που είχε ζήσει σε νοσοκομεία.

Και δεν ήταν και τίποτε πολύ σημαντικό αυτό που είχε, το ήξεραν όλοι. Μα το να βλέπεις το παιδί σου, που κάθε χρόνο αγωνιζόσουν να του δώσεις λίγη λάμψη ξανά, λίγη σιγουριά, να τα χάνει όλα στην στιγμή. Όλα, μέσα σε τρείς με τέσσερις ώρες.

Η Μαντλίν ένιωθε την καρδιά της να σπάει κάθε φορά που η μικρή Ρωξάνη της τραβούσε το χέρι και της έλεγε να κοιμηθεί μαζί της στο κρεβάτι.

Και το πιο περίεργο απ' όλα είναι πως η Ρωξάνη, τόσα χρόνια αργότερα, θυμάται ακόμη μερικές στιγμές από τα νοσοκομεία. Και τα θυμάται όλα σκοτεινά, τρομακτικά. Θυμάται την προστάτιδα μητέρα της να κοιμάται μαζί της στο κρεβατάκι του νοσοκομείου, να της δίνει την αντιβίωση σαν παιχνίδι, να της διαβάζει παραμύθια.

Η Μαντλίν πονούσε στην σκέψη πως το παιδί της πέρασε τόσα... Ήταν δίπλα της όμως, συνέχεια. Και στην ερώτηση «ποιον αγαπάς πιο πολύ;» απαντούσε με σιγουριά την μαμά της.

Ο Έρικ δεν πληγώθηκε ούτε μια στιγμή.

Τις έβλεπε αρκετές ώρες την μέρα, πέρα από εκείνες που δούλευε, μα έπρεπε να είναι και σπίτι, δίπλα από την μικρή Ολίβια. Ο Έρικ είχε δει την Ρωξάνη να κλαίει στην αγκαλιά της μαμάς της γοερά, όπως κάθε μικρό παιδί και είχε δει την Μαντλίν να κλαίει σιωπηλά καθώς προσπαθούσε να την ησυχάσει.

Είχαν ένα δέσιμο δικό τους που δεν ήθελε να τους το σπάσει.

Ήταν λογικό λοιπόν να αγαπά περισσότερο την μαμά της.

Όμως, κάποιους μήνες μετά το τελευταίο της χειρουργείο, κάποιος ρώτησε την Ρωξάνη ποιον αγαπά πιο πολύ. Κι εκείνη χαμογέλασε, πλατιά, πολύ πλατιά.

«Και τους δύο τους αγαπώ το ίδιο» τους απάντησε.

Η Μαντλίν ξεκίνησε να καταλάβει πως ήρθε η ώρα να «απογαλακτίσει» τη μικρή Ρωξάνη. Ο Έρικ χαμογέλασε γιατρεύοντας τον πληγωμένο εγωισμό του.

Έκτοτε, η Ρωξάνη είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά των γονιών της. Αγαπούσαν πολύ την Ολίβια, ναι, αλλά η Ρωξάνη χρειαζόταν λίγο περισσότερο να της δείχνουν ότι την αγαπούσαν. Ότι δεν θα την αφήσουν, ήθελε την ασφάλεια, ήθελε να ξέρει πως ό,τι και αν γίνει «ο μπαμπάς και η μαμά θα είναι δίπλα σου».

Μεγαλώνοντας, η Ρωξάνη έμαθε με τον δύσκολο τρόπο πως δεν θα ίσχυε για πάντα αυτό.

Άραγε υπήρχε και εύκολος τρόπος;

.........................

Στεκόταν πολλές ώρες μπροστά από την πόρτα του σπιτιού της.

Είχε ντυθεί και ήταν έτοιμη από τις επτά και είκοσι.

Μα τα πόδια της δεν έλεγαν να προχωρήσουν, να κάνουν τόσα βήματα όσα για να φτάσει κοντά του. Καθόλη την διάρκεια της μέρας είχε άγχος, τι θα της πει, τι θα κάνει... Θα μιλούσαν σαν άνθρωποι μετά από τόσο καιρό, μήνες ολόκληρους, μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς του... Η Ρωξάνη προφανώς και θα ήταν αγχωμένη.

Μα φτάνοντας στην πόρτα ένιωσε μια γρήγορη ζάλη και όταν κάθισε σε μια καρέκλα λίγο πιο δίπλα από την πόρτα, σαν να πάγωσαν τα πόδια της στο πάτωμα, δεν μπόρεσε ούτε να σηκωθεί.

Κοιτούσε την πόρτα και τους δείκτες να περνούν τα λεπτά γρήγορα χαμένη. Γιατί δεν μπορεί να σηκωθεί; Ανάθεμα κι αν ήξερε. Κάποια στιγμή έβαλε απλώς τα κλάματα.

Ούτε να του τηλεφωνήσει μπορούσε. Να του πει «κάτι προέκυψε, να το κάνουμε άλλη μέρα;» ή απλά να του προτείνει να περάσει από το σπίτι της. Θα ήταν καλή ιδέα αυτό; Ήταν δεν ήταν, δεν το έκανε.

Γύρω στις εννέα, σαν μια δύναμη να την κρατούσε τόσες ώρες αργότερα, η Ρωξάνη ένιωσε το κορμί της να χαλαρώνει και να πέφτει στο πάτωμα αποκαμωμένο, κουρασμένο.

Έπιασε το κινητό της, που τόση ώρα δεν είχε τολμήσει να κοιτάξει με την ελπίδα να είχε επικοινωνήσει εκείνος μαζί της. Τίποτε όμως.

Άδεια όλα.

Το κινητό, το σπίτι, εκείνη.

Ούτε εκείνη όμως επικοινώνησε.

Πηγαίνει στο δωμάτιό της απογοητευμένη με τον ίδιο της τον εαυτό.

Αποκοιμήθηκε με την ερώτηση να τριγυρνά στο μυαλό της: Τι θα μου έλεγε άραγε;

....................

Δέκα παρά είκοσι.

Ο Φίλιπ βρισκόταν στο γραφείο του κοιτώντας κάποια έγγραφα. Είχε όρεξη αυτές τις μέρες, γύρισε ο Γκάμπριελ!

Η πόρτα του χτύπησε και εμφανίστηκε εκείνος.

Ίσως να παίξω τζόκερ.

Τι λέω; Δεν το χρειάζομαι.

Να πάω στο καζίνο. Αλήθεια πόσο καιρό έχω να πάω στο καζίνο;

«Γκάμπριελ διάλεξε μια μέρα και πάμε στο καζίνο.»

Ο άνδρας τον κοιτάει παραξενευμένος. «Πως σου ήρθε αυτό;»

«Απλώς μου ήρθε. Πως και από εδώ;» Ο Φίλιπ είχε εύθυμη διάθεση και βλέποντας τον σοβαρό και παγωμένο δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από την ταλαιπωρία που πέρασε όλον εκείνον τον καιρό.

«Έπρεπε να τακτοποιήσω κάποια πράγματα με τον Ρίο, για να πάρω ξανά τα πράγματα στον έλεγχό μου. Η τελετή πότε θα γίνει;»

Ήταν κάποια διαδικαστικά που ο λογιστής βαριόταν απίστευτα. Έμαθε για εκείνη την Σύγκλητο των Οικογένειων και περίμενε πως θα έρθει και η ώρα που θα διοργανωθεί μια τελετή ευχαριστιών για την στήριξη της Βρετανικής Επικράτειας στην δύσκολη στιγμή του Μάντσεστερ.

Αλλά εκείνος δεν ήθελε. Δεν ήθελε να καθίσει μπροστά από τόσους άνδρες και να χαμογελά προσποιητά, να δέχεται ευχές και συγχαρητήρια που κατάφερε να ελευθερωθεί με την βοήθεια της Οικογένειας. Ήθελε να πάει σπίτι του, να ασχοληθεί ξανά με εκείνες τις συνήθειες που τον έκαναν παλαιότερα γαλήνιο, ήρεμο. Να καθαρίσει τα όπλα του, να ακούσει στην διαπασών τον Έλβις και έπειτα να γυμναστεί, να διαβάσει κάποιο βιβλίο...

Αλλά εν τέλει, δεν μπορούσε να μην το κάνει.

«Έχουν ξεκινήσει ήδη οι ετοιμασίες για αύριο το βράδυ. Σε βολεύει;»

«Όσο πιο γρήγορα γίνουν, τόσο το καλύτερο. Ποιοι είναι καλεσμένοι;»

Ο Φίλιπ κοίταξε την μικρή λίστα καλεσμένων. Μπορεί η Σύγκλητος να ήταν γεμάτη με διάφορα μέλη, αλλά η τελετή για ευχαριστίες θα περιλάμβανε μονάχα τους αρχηγούς. Η δεξίωση για το καλωσόρισμα του Γκάμπριελ θα ήταν έπειτα από μερικές εβδομάδες, με όλα τα μέλη των Οικογενειών της Αγγλίας και της Ευρώπης καλεσμένα.

«Οι Αρχηγοί μονάχα.»

Ο άνδρας παίρνει την θέση του κοντά στον Φίλιπ, σε μια από τις καρέκλες μπροστά από το μεγάλο έπιπλο στο γραφείο και κοιτά το αφεντικό του κατευθείαν στα μάτια, με τα μάτια του να είναι σκούρα γκρι, έτοιμα να τον καταπιούν. Έτσι αισθάνθηκε ο Φίλιπ.

Στραβοκατάπιε.

Αυτός εδώ δεν είναι ο Γκάμπριελ. Αυτός εδώ είναι ο Άδης.

«Τι συνέβη;»

Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν προτού αφήσει το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω. Είχε καιρό να πει αυτές τις λίγες λέξεις. Είχε καιρό να τον κοιτάξει και να χαμογελάσει έτσι. Η ουλή έστεκε πιο σκοτεινή από ποτέ στο πρόσωπό του.

«Ο Άδης είναι στην διάθεσή σου.»

Ο Φίλιπ ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει. Γιατί όλοι ήξεραν πως ο Άδης ήταν ανέκαθεν στην διάθεσή του, μα τώρα, τώρα αυτό σήμαινε μονάχα ένα πράγμα κι αυτό δεν ήταν καλό για τον Γκάμπριελ.

«Το ξέρω αυτό.»

«Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Από εδώ και πέρα θα είμαι μαζί σου σε κάθε αποστολή, κάθε πρεσβεία, κάθε επίθεση, οτιδήποτε χρειάζεσαι εγώ θα το εκτελώ. Παντού και πάντα. Ο Άδης στην διάθεσή σου.»

Ο Φίλιπ έγνεψε μα δεν μπόρεσε να τον κοιτάξει στα μάτια.

Αν χαθεί ο Γκάμπριελ μέσα στον Εκτελεστή, δύσκολα θα γυρίσει πίσω.

Εκείνη την στιγμή, ο άνδρας σηκώθηκε από την θέση του, κοίταξε για λίγο πίσω από τον ώμο του και έπειτα περπάτησε προς την έξοδο του γραφείου. Και για πρώτη φορά μετά από πολύ, πολύ, καιρό δεν ένιωσε τίποτε. Δεν αισθάνθηκε βάρος στους ώμους του.

Λίγο αφού έφτασε σπίτι του, με τον Ιβάν στο δωμάτιο να ετοιμάζεται να κοιμηθεί στον ξενώνα του, ο Άδης πήρε ένα μήνυμα από τον αρχηγό.

«Αύριο μετά την τελετή. Τζον Μάγιερς

Είχε και ένα συνημμένο αρχείο σχετικά με την υπόθεση του θύματος του.

Ένιωσε στην καρδιά του ένα τσίμπημα και έναν ενθουσιασμό. Είχε καιρό να εκτελέσει. Δεν ήθελε πια να τιμωρεί, ήθελε απλώς να εκτελεί. Ψυχρά, δίχως συναίσθημα. Και ο Άδης θα το έκανε.

.................

Με τα τελευταία δεδομένα ο Άδης θα έπρεπε να βασανίσει την Ελίνα.

Και ο Φίλιπ δεν μπορούσε να σκεφτεί την γυναίκα που κρατούνταν στα υπόγεια να υποφέρει από τις σαδιστικές τάσεις του εκτελεστή. Έπρεπε λοιπόν κάτι να κάνει.

Και αυτό το κάτι θα το έβρισκε μαζί της. Δεν την έσωσε για να την σκοτώσει έπειτα, την έσωσε γιατί δεν πίστευε πως άξιζε να πεθάνει τόσο νωρίς, τόσο αθώα.

Κατέβηκε τις σκάλες αρκετά μετά την αποχώρηση του Άδη από το γραφείο του σκεπτόμενος τις κινήσεις του. Δεν της είχε μιλήσει όλες αυτές τις μέρες, έστελνε αντιπροσώπους να την ενημερώνουν, ήταν σε καλές συνθήκες. Η Ελίνα κοιμόταν σωστά, είχε κρεβάτι, είχε φαγητό, είχε μέχρι και γραφείο διαμορφωμένο έτσι ώστε να ασχολείται με πράγματα που ζητούσε να της φέρουν.

Ήταν αργά για να την επισκεφτεί κάποιος αντιπρόσωπος, είχε φάει ήδη, είχε μαραζώσει στο κρεβάτι της κουλουριασμένη... Και κάποιος χτύπησε την πόρτα απαλά, άνοιξε δίχως να περιμένει απάντηση. Ωστόσο, εκείνη παρέμεινε στην θέση της. Παρέμεινε να κοιτά τον τοίχο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της.

Ο Φίλιπ δεν ήξερε αν τον κατάλαβε ή αν επειδή δεν τον κατάλαβε δεν τον κοιτούσε. Παρόλα αυτά, έβηξε μια φορά, κεντρίζοντας την προσοχή της.

«Ελπίζω να μην σε ξύπνησα.»

Τα μάτια της Ελίνας έκλεισαν αμέσως. Η φωνή του της ξυπνούσε συναισθήματα του παρελθόντος. Και η όψη της μονάχα την καρδιά του αναστάτωνε. Άλλωστε, δεν είναι κρυφό πως ο πρώτος έρωτας δεν ξεχνιέται.

Η κοπέλα του έριξε μια ματιά πίσω από τον ώμο της προτού κοιτάξει ξανά τον τοίχο.

«Είσαι ο τελευταίος που περίμενα να δω.»

«Δεν χαίρεσαι;»

Σιωπή.

«Δεν ήρθα για να σε κουράσω. Ήρθα απλώς για να σου πω ότι ο Γκάμπριελ γύρισε σπίτι. Είναι και πάλι στην Οικογένεια.»

Ξανά σιωπή.

Μόνο που τώρα την σιωπή την σπάει ένα λυγμός.

Ο Φίλιπ την πλησιάζει σιωπηλά, παίρνοντας την θέση του στην άκρη του κρεβατιού της. Την ένιωθε να κουλουριάζεται περισσότερο και ήθελε να την αγγίξει, να την καθησυχάσει και να της πει μερικές συμπονετικές κουβέντες.

«Ελίνα λυπάμαι.»

Η κοπέλα ανακάθισε, τον κοίταξε με μίσος και άφησε το κλάμα της να γεμίσει τα ήδη νωπά μάγουλά της. «Δεν λυπάσαι, Φίλιπ.»

«Λυπάμαι για εσένα, όχι την Οικογένεια σου.»

«Σε μισώ», του ψιθυρίζει. «Σε μισώ που με έσωσες.»

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.»

«Δεν ήθελα να με σώσεις, ήθελα να με αφήσεις να πεθάνω μαζί τους.»

Εκεί, ο άνδρας ταλαντεύεται μεταξύ της απόφασης να απλώσει το χέρι του κοντά της ή όχι. Είναι κακή στιγμή, το ξέρει. «Δεν θα ήθελα να πεθάνεις μαζί τους. Είσαι αθώα.»

Η Ελίνα τινάζεται. «Και εκείνες ήταν αθώες!»

«Απήγαγαν τον Γκάμπριελ.»

«Δεν περιστρέφονται όλα γύρω από την Οικογένειά σου!»

«Πήραν τον Γκάμπριελ.»

«Τους σκότωσες!»

«Η Νιόβη πρόδωσε την Επικράτεια και η Σεραφίνα πρόδωσε την Οικογένειά σου! Είσαι η μόνη που άξιζες ανάμεσά τους, δεν θα πέθαινες για τα δικά σου καπρίτσια, το ακούς αυτό που σου λέω;»

Την ακούει που αφήνει μια κραυγή και έπειτα κλαίει περισσότερο. Τινάζεται ολόκληρη όταν τον βλέπει να πλησιάζει, τσιρίζει και τον χτυπά με όση δύναμη έχει, μα ο Φίλιπ δεν επηρεάζεται. Κρατά το σώμα της σταθερό έπειτα από λίγο, την ακινητοποιεί πιέζοντας απλά τα μπράτσα της.

Αφήνει τα μάτια της κλειστά, κλαίει ταυτόχρονα. Ψιθυρίζει μερικές φορές ακόμη πως τον μισεί και έπειτα αφήνει τους λυγμούς της να γεμίσουν το δωμάτιο. Ο Φίλιπ αισθάνεται μια πικρία.

«Προσπαθώ να σου δώσω την ζωή που σε φαντάστηκα να ζεις.»

Ο ψίθυρός του φτάνει με δυσκολία κοντά της. Δεν την επηρεάζει ωστόσο. Αφήνει το κεφάλι της να πέσει στην άκρη και συνεχίζει να κλαίει.

Δεν είχε φανταστεί πως με τον πρώτο του έρωτα θα βρίσκονταν εκεί, μετά από τόσα χρόνια. Την κοιτούσε και ήθελε να την αγκαλιάσει, να της χαμογελάσει, να την φιλήσει. Να εκπληρώσει έναν έρωτα που έμεινε απλώς σε κοιτάγματα και φλερτ.

Το άξιζαν αυτοί οι δύο. Να νιώσουν την χαρά, την πληρότητα του έρωτα.

Όμως τώρα η Ελίνα τον μισεί κι εκείνος αισθάνθηκε τον εαυτό του να μαραζώνει. Έχω φτάσει στο τέλμα.

Σηκώθηκε σιωπηλά και εξαφανίστηκε από το δωμάτιο άμεσα.

Καθώς έκλεινε την πόρτα την άκουγε όμως να του φωνάζει πως τον μισεί που την έσωσε, πως δεν την θέλει την ζωή της αν δεν ζουν, πως δεν θέλει να ζει αν είναι κάτω από την στέγη του.

Ο Φίλιπ αισθάνθηκε απαίσια. Θέλησε ένα Godfather μα τελικά κοιμήθηκε.

......................

Ο Γκάμπριελ απέφυγε να κάτσει πολλή ώρα στην δεξίωση μα δεν μπορούσε παρά να είναι ευγενικός και να σταθεί στο πλευρό του φίλου του όσο τον χρειαζόταν. Οι μετρημένοι Αρχηγοί έσπευσαν να τον πλησιάσουν, να του μεταφέρουν την συμπόνια τους για όσα πέρασε.

Έβλεπε σε όλους ψέματα.

Ήθελε να αποστρέψει το βλέμμα του από αυτή την εικόνα.

Ήθελε να μην μπορεί να διαβάσει τι λένε τα μάτια τους.

Γιατί τα μισούσε όλα. Τα λόγια τους έσταζαν ψέμα, τα χαμόγελά τους ήταν προσποιητά. Ήθελε να φύγει από εκεί, ήθελε να πάει σπίτι του, ήθελε να καθίσει ξανά στο υπόγειό του, να καθαρίσει τα όπλα του, ή καλύτερα, να βγει για σεργιάνι στην Επικράτεια, να εκτελέσει όλους όσους παράκουσαν τον Αρχηγό του.

Ήθελε να αισθανθεί την δύναμη του Άδη, να διώξει την ευαισθησία του Γκάμπριελ. Δεν του άρεσε που ένιωθε ευάλωτος. Δεν ήταν κάτι που είχε συνηθίσει. Ο Άδης δεν ήταν ευάλωτος.

Σε αυτόν λοιπόν θα κατέφευγε.

Σε αυτόν που δεν τον άφησε στιγμή.

....................

Η Άντζυ κοιτούσε τα τραύματά του που επουλώνονταν με έκπληξη.

«Απορώ πως επιβίωσες από αυτό.»

«Έχω περάσει και χειρότερα.»

Η γιατρός κοιτάει το ένα ανοιχτό ράμμα και μπορεί να φανταστεί πως αν υπάρχει χειρότερο από αυτό, τότε καλύτερα να μην το μάθει.

Δεν ήταν στα σχέδια της να περάσει το βράδυ του Σαββάτου της στην Οικογένεια, φροντίζοντας τις ανοιχτές πληγές του Γκάμπριελ, αλλά το τηλεφώνημα του Φίλιπ δεν την άφησε να κάνει κι αλλιώς.

Εκείνος έφυγε από την τελετή πολύ πριν μεταφερθούν σε μια από τις αίθουσες που ο Αρχηγός είχε διοργανώσει ένα μεγάλο πάρτι, με ποτά και φαγητό για εκείνους, συμβολικά, για τον δρόμο που έκαναν, και βρισκόταν μαζί με την γιατρό της Οικογένειας στο παλιό του δωμάτιο, προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί άνοιξαν τα τραύματα.

«Ίσως φταίνε οι συνθήκες. Ο γιατρός που με έραψε δεν είχε όλα τα απαραίτητα που θα είχες εσύ αν χρειαζόταν να μου κάνεις ράμματα.»

«Πιέστηκες κάπως; Είχες άγχος για κάτι;»

Ο άνδρας κούνησε το κεφάλι του αρνούμενος.

«Ό,τι κι αν είναι, τώρα έγινε. Θα ράψω ξανά τα σημεία που άνοιξαν, θα βάλω αναισθησία και δεν θα νιώσεις τίποτε. Θα κάνω γρήγορα, να προλάβεις να πας και στο πάρτι.»

«Κάνε ό,τι νομίζεις, δεν με πειράζει τίποτα.»

Η υπόλοιπη ώρα μέχρι να καλύψει με γάζα την πληγή πέρασε σιωπηλά. Η μουσική ακουγόταν μακρινή, εκείνος ήταν σιωπηλός την περισσότερη ώρα, αφήνοντας την Άντζυ να του μιλάει για τον σύντροφο της και για το ότι θα έχει σίγουρα μπλεξίματα μαζί του τώρα που τον παράτησε για ακόμη μια φορά για την δουλειά της.

Εκείνος πάντως δεν είχε πολλά να της πει, παρά μόνο της χαμογελούσε κάπου-κάπου και της έλεγε πως «θα μπορούσαμε να του εξηγήσουμε εμείς την κατάσταση». Ωστόσο, αυτό το σενάριο έβρισκε την Άντζυ τρομερά αρνητική.

«Δεν ξέρω πως θα ήταν αυτή η εξήγηση και καλύτερα ο Μαρκ να μην μάθει.»

«Δεν είμαστε τραμπούκοι.»

«Τα σημάδια στο κορμί σου λένε άλλα.»

«Γιατί εγώ είμαι μέρος αυτής της πλευράς. Ο Μαρκ απλώς...» έκανε μια παύση γρήγορα και ξεφύσησε. «Έχεις δίκιο. Απλά αν μπορούσε να σε καταλάβει θα στο έκανε πιο εύκολο, νομίζω.»

Η γιατρός έγνεψε και τον βοήθησε να φορέσει το πουκάμισό του.

Εκείνη την στιγμή, που ο άνδρας ήταν όρθιος, με την πλάτη εκτεθειμένη, και τα τραύματά του μερικώς καλυμμένα, εκεί ακριβώς η πόρτα χτύπησε και η χαρωπή Ρωξάνη που δεν γνώριζε για την Άντζυ και τον Γκάμπριελ, έκανε την εμφάνισή της.

Σάστισε μερικά δευτερόλεπτα κοιτώντας το πληγωμένο δέρμα του. Και έπειτα, το βλέμμα της κλείδωσε στο ημίγυμνο στέρνο του και την κοπέλα κοντά του που του φοράει το ύφασμα. Αγνόησε τα ιατρικά εργαλεία και τα περιτυλίγματα από τα υλικά που χρησιμοποίησε.

Άκουσε την καρδιά της να τρέμει, ένιωσε το στήθος της να βουλιάζει, αισθάνθηκε τα πάντα να σταματούν.

Αυτό θα έπρεπε να είναι η απάντηση στο δίλημμα του εαυτού της.

Αυτό θα έπρεπε να την κάνει να καταλάβει πως δεν την νοιάζει ποιος είναι τελικά. Αλλά μένει απλώς σταθερή στην θέση της, παγωμένη.

Ο άνδρας την κοιτά δίχως συναίσθημα στο πρόσωπο. Το μέσα του βομβαρδίζεται μα δεν της δείχνει τίποτε. Δεν της μιλάει, δεν αφήνει ούτε τα μάτια του να της μιλήσουν.

Αλλά και να μπορούσαν να της μιλήσουν, εκείνη θα τα διάβαζε;

Πόσες φορές την κοίταξε και ήθελε να της πει πως την αγαπάει, πως δεν θα της έκανε ποτέ κακό; Πόσες φορές την κοίταξε και της εξιστόρησε όλη την ζωή του;

Πολλές μα καμία δεν φάνηκε να καταλαβαίνει.

Οπότε τώρα δεν της λέει τίποτε, ούτε με τα μάτια ούτε με τις λέξεις του.

«Χρειάζεσαι κάτι; Ψάχνεις κάποιον;» ακούγεται μέσα στην σιωπή η Άντζυ.

Η Ρωξάνη αισθάνεται έναν πόνο μέσα στο κορμί της. «Μου είπαν να φέρω εδώ δύο ποτά. Μάλλον έκανα λάθος...»

«Αν αυτό που βλέπω είναι μπίρα τότε είναι σωστά. Ο Φίλιπ είναι γενναιόδωρος πολύ. Εγώ θα πιώ το δικό μου αμέσως, πάντα διψάω μετά από ράμματα. Εσύ Γκάμπριελ;»

«Εγώ δεν πίνω, οδηγώ.»

Η μπαργούμαν χρειάστηκε να στραβοκαταπιεί. Χρειάστηκε να πάρει και μια ανάσα για να χαμογελάσει. «Δεν ήθελα να διακόψω, μπορώ να τα αφήσω και να φύγω. Καλή συν-»

«Μόλις που τελείωσα με τα ράμματά του. Δεν διέκοψες τίποτα.»

Η Άντζυ ήξερε για εκείνους τους δύο, ήξερε πως είχαν αισθήματα ο ένας για τον άλλον και δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει την κοπέλα να πιστεύει οτιδήποτε άλλο πέρα από τις ιατρικές της προθέσεις. Προχώρησε κοντά της, πήρε την μπίρα της και φεύγοντας από το δωμάτιο έκλεισε το μάτι στην κοπέλα. «Καλή συνέχεια, αγάπη. Να περάσεις τέλεια. Θα τα πούμε Γκάμπριελ!»

Στο δωμάτιο έμειναν μόνοι τους.

Εκείνος κούμπωνε το πουκάμισό του και εκείνη τον κοιτούσε δίχως να λέει τίποτα.

«Είναι όλα εντάξει, Ρωξάνη;» έσπασε εκείνος την σιωπή. Ακουγόταν τόσο παγωμένος... Μα αν άκουγε καλύτερα, θα άκουγε την πληγή του.

«Μια χαρά. Θα ήθελα να μιλήσουμε για τις προάλλες...»

«Μην κάνεις τον κόπο να απολογηθείς. Σου έχω ζητήσει να αποδεχτείς κάτι που είναι ανθρωπίνως αδύνατο. Καταλαβαίνω.»

Φορώντας το σακάκι του, την προσπέρασε βγαίνοντας στον διάδρομο. Μύρισε το άρωμά του καθώς χάθηκε από κοντά της, έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε την ανάσα της να κόβεται στην σκέψη που διαπέρασε το μυαλό της.

Αυτός δεν ήταν ο Γκάμπριελ. Αυτός ήταν ο Άδης.

Και είμαι ερωτευμένη μαζί του.

....................

Ο Φίλιπ δεν είχε όρεξη.

Ο Φίλιπ ήταν πιωμένος. Και είχε κλάψει στο δωμάτιό του πριν την εκδήλωση.

Η σκέψη πως η αδερφή ψυχή του ήταν η Λιζ τον έκανε να μιζεριάσει. Δεν θα μπορούσε να είναι αυτή. Αυτή που σκότωσε τον πατέρα του, αυτή που ήταν το χειρότερο κομμάτι του, δεν θα μπορούσε να είναι.

Εκτός κι αν, ήταν το σύμβολο του σκοταδιού του.

Χρειαζόταν φως, χρειαζόταν οπωσδήποτε κάποιον να αγαπήσει αυτό που είναι.

Εκείνη την ώρα, ακριβώς, πέρασε από μπροστά του η Ρωξάνη. Τα μάτια του έλαμψαν.

Αν εκείνη μπόρεσε να αγαπήσει τον ίδιο τον θεό του σκοτεινού βασιλείου, τότε...

Τότε έχω κι εγώ ελπίδα.

Τα μάτια του άστραψαν σε μια σκέψη τρελή.

Ναι, ο Φίλιπ αισθανόταν να τρελαίνεται.

Τότε μπορεί να δώσει λίγο από το φως της σε εμένα.

»«»«»«

Το παρελθοντικό κομμάτι με βρήκε να κλαίω. Γιατί η δικιά μου η Μαντλίν πέρασε πολλά και δεν θα βρω ποτέ τον τρόπο να της ανταποδώσω όσα πέρασε για εμένα. Μανούλα μου σε αγαπώ πολύ. Όχι ότι θα το δει ποτέ αυτό αλλά τι πειράζει;

Τώρα, για να πάμε λίγο σε αυτά που μας ενδιαφέρουν: Ο Φίλιπ τρελαίνεται. Και τρελαίνομαι κι εγώ μαζί του. Δεν ξέρω αν πρέπει να σας καθησυχάσω ή αν θα πρέπει να σας ανάψω κάρβουνα να καείτε όπως εγώ χαχαχαχ... Ξέρω τι σκέφτεστε "ε όχι ρε Δέσποινα, όχι ο Φίλιπ την Ρωξάνη" και θα σας πω πως σκέφτομαι ακριβώς το ίδιο. Θα μου έχετε λίγη εμπιστοσύνη όμως; Μόνο αυτό σας ζητώ! Υπόσχομαι πολλά για την συνέχεια.

Αυτή τη στιγμή έχετε τον Γκαμπ/Άδη μπροστά σας: Τι του λέτε;

Τέλος, να σας ευχηθώ Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα. Μακάρι το φως να καλύψει τις καρδιές όλων μας και αυτές τις μέρες να αγαπήσουμε τους γύρω μας λίγο παραπάνω. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα, σας αγαπώ πολύ.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top