𝑇ℎ𝑖𝑟𝑡𝑦-𝑓𝑜𝑢𝑟. 𝑇ℎ𝑒 𝑃𝑢𝑛𝑖𝑠ℎ𝑒𝑟

«Η Αγγλική Επικράτεια κηρύττει περίοδο πένθους και καλεί την άμεση παράδοση της σορού του, ως ένδειξη σεβασμού στην οικογένεια του, πρωτίστως στον πατέρα του, Ρίο Μίλερ και έπειτα στους λοιπούς πενθούντες.»

Αυτή ήταν η ανακοίνωση θανάτου του λοιπόν.

Βέβαια, καμία Οικογένεια δεν περίμενε να εμφανιστεί αυτός που απήγαγε και ίσως εν τέλει να σκότωσε το δεξί χέρι της Αγγλικής Οικογένειας. Η ανακοίνωση θανάτου για τα πιο απλά μέλη σήμαινε πως υπήρχαν απτά στοιχεία ενώ για τα ανώτερα και επίτιμα μέλη, ήταν το τελευταίο χαρτί προτού αναλάβουν οι Αρχηγοί.

Οπότε για μερικούς αυτά τα νέα ήταν μια τελευταία παγίδα του Φίλιπ.

Μια τελευταία παγίδα του Αρχηγού να αποδιοργανώσει τους απαγωγείς και έπειτα ο Άδης να αναλάβει μόνος του, να εξαλείψει μια ολόκληρη Οικογένεια δίχως προβλήματα. Έτσι ήταν η άγραφη σειρά των πραγμάτων.

Απαγωγές στον Υπόκοσμο υπήρχαν πολλές στο παρελθόν και πάντα μια ανακοίνωση θανάτου τα έλυνε όλα. Οι απαγωγείς παρέδιδαν το σώμα του θύματος είτε ναρκωμένο είτε νεκρό εν τέλει και η κάθε Οικογένεια γύριζε στους ρυθμούς της. Η εκδίκηση ήταν ένα άλλο κεφάλαιο, εντελώς διαφορετικό.

Όμως, αυτή η ελπίδα παραμόνευε μονάχα από άκρη σε άκρη κάθε Οικογένειας της Ευρώπης... Η Ρωξάνη δεν γνώριζε για τίποτα απ' όλα αυτά. Η Ρωξάνη είχε μείνει να ακούει τα νέα καθαρά σοκαρισμένη.

Πέρα από τα δάκρυα που έτρεξαν εκείνη την στιγμή, δεν μπόρεσε να κλάψει παραπάνω. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει, η πληροφορία της ήταν τόσο δύσπεπτη που απλώς κρατούσε ένα βάρος στο στήθος της και δεν μπορούσε να θρηνήσει όπως θα φανταζόταν.

Δεν άφηνε τον εαυτό της να νιώσει τύψεις, δεν έκλαψε σκεπτόμενη πως την τελευταία φορά που τον είδε εκείνη τον έδιωξε, δεν του είπε πως δεν τον μισεί, πως δεν είναι τέρας. Τίποτα από αυτά δεν πέρασε από το μυαλό της.

Σαν να ήταν παρατηρητής σε ένα γεγονός καθόλα φτιαχτό.

Σαν να ήξερε βαθιά μέσα της πως ο Γκάμπριελ δεν γίνεται να είναι νεκρός και πως όλα αυτά είναι ένα κόλπο του Φίλιπ.

Μα δεν το ήξερε.

Απλώς είχε συνδέσει τον Άδη με τον Γκάμπριελ και δεν μπορούσε να διανοηθεί πως o άτρωτος εκτελεστής μπορούσε τελικά να πεθάνει. Ότι είχε αδυναμίες...

Και εκείνη την στιγμή, ακριβώς εκείνη την στιγμή, που στεκόταν στο μπάνιο της και κοιτούσε την άχρωμη μορφή στον καθρέφτη της, εκεί ακριβώς η Ρωξάνη ένιωσε το λάθος της να τρυπάει στα πιο σκοτεινά σημεία του μυαλού της.

Κι αν τον έβλεπες μπροστά σου τι θα έκανες; Θα έπεφτες στην αγκαλιά του; Ή θα έτρεχες μακριά από εκείνο το τέρας;

Η Ρωξάνη αρνήθηκε στον εαυτό της που την κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη. Αλλά δεν είχε σημασία πλέον γιατί ο Γκάμπριελ ήταν νεκρός, όπως και ο Άδης.

Δεν είχε σημασία γιατί δεν θα τον έβλεπε ξανά.

Σημασία είχε πως ερωτεύτηκε έναν άνθρωπο και τον άφησε να φύγει.

Κάθε λογικός άνθρωπος θα έτρεχε μακριά από εκείνον, τον είδε να σκοτώνει, τον φαντάστηκε να βασανίζει, αλλά εκείνη τον είχε δει να την κοιτά στα μάτια ερωτευμένος, να την φιλά, να της διαβάζει, να την περιποιείται...

Τώρα όμως....

...........................

Η Νιόβη έχει νεύρα. Έχει πολλά, πάρα πολλά νεύρα.

Θα πρέπει να ζητήσει ανταλλαγή μεταξύ της Ελίνας και του Γκάμπριελ κάτι το οποίο δεν ήταν στα σχέδιά της. Και αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αποκαλύψει ότι όντως εκείνη τον έχει, μετά η επίθεση του Μάντσεστερ στην Οξφόρδη είναι καθορισμένη.

Πως τα κατάφερε έτσι;

Πως κατάφερε να τα κάνει όλα τόσο χάλια;

Το σχέδιό της πήγαινε τέλεια. Και μετά ήρθε ο Φίλιπ, κάπως κατάλαβε ότι έχουν τον Γκάμπριελ και τώρα έχει εκείνος την Ελίνα και....

Κι αν της κάνουν κακό;

Δεν θέλει να το σκέφτεται καν. Δεν θέλει ούτε καν να της περνά από το μυαλό. Ο Φίλιπ δεν πρόκειται να κάνει κάτι τέτοιο...

Και γιατί να μην κάνει;

Εκείνη έχει δύο μήνες τον Γκάμπριελ στα δωμάτια των βασανιστηρίων και δεν έχει ούτε τύψεις καθώς αφήνει σημάδια ανεξίτηλα πάνω του. Εκείνος γιατί να μην κάνει το ίδιο στην αδερφή της;

Πρέπει οπωσδήποτε να την πάρει πίσω.

Πρέπει να ζητήσει ανταλλαγή.

Πως στο διάολο το κατάλαβε;

Θα ήταν αδύνατο να είπε κάτι ο Γκάμπριελ... Μα... αυτός είναι η μόνη λύση. Είναι η μόνη λογική απάντηση. Εκείνος κάπως κατάφερε να του μεταφέρει πληροφορία και η Νιόβη απλώς δεν το αντιλήφθηκε.

Οι φλέβες στο πρόσωπό της και στον λαιμό πετάχτηκαν αμέσως στην σκέψη πως κάτω από την μύτη της εκείνος τα σχεδίασε όλα. Του φέρθηκε με σεβασμό κι εκείνος απλώς τα αψήφησε όλα!

Η Νιόβη, εκείνη ακριβώς την στιγμή δεν είχε μυαλό να σκεφτεί το λογικό. Πως κι εκείνη θα έκανε το ίδιο.

Σηκώθηκε από το γραφείο της και διέταξε να ετοιμάσουν τον Γκάμπριελ. Η ώρα των βασανιστηρίων του ήρθε νωρίτερα από ό,τι περίμεναν.

...................

Η Σεραφίνα μπήκε στο δωμάτιο κρυφά, προτού κάποιος άλλος το κάνει πρώτος. Έφτασε κοντά στον άνδρα με τα κλειστά μάτια και άγγιξε το κορμί του απαλά. Στο άκουσμα της φωνής της, κατάλαβε ευθύς αμέσως ποια είναι.

«Η Νιόβη θα έρθει για τα βασανιστήρια. Θα είσαι εντάξει;»

Ο Άδης χαμογέλασε. «Θα είμαι μια χαρά. Θυμάσαι το σχέδιο;»

Η Σεραφίνα έγνεψε κι ας ήξερε ότι δεν την βλέπει. Σύντομα απάντησε με μερικές λέξεις τις οποίες ο Άδης δεν άκουσε.

«Φύγε τώρα Σεραφίνα. Αν σε βρουν εδώ δεν θα καταλήξουμε ποτέ στο Μάντσεστερ μαζί.»

Η κοπέλα έντρομη σηκώθηκε να φύγει. Πρέπει οπωσδήποτε να καταλήξουν στο Μάντσεστερ μαζί. Τα είχαν σχεδιάσει όλα τέλεια.

...................

Από τα χέρια του κρέμονταν μακριές αλυσίδες που σέρνονταν στο πάτωμα όσο εκείνος ήταν γονατιστός με σκυφτό κεφάλι.

Η Νιόβη έχει νεύρα, πάρα πολλά νεύρα, σηκώνει ψηλά το μαστίγιο και τον χτυπά κάνοντας τον πόνο με το νερό ακόμη μεγαλύτερο απ' ότι είναι ήδη. Εκείνος δεν βγάζει μιλιά, όσο δυνατά κι αν τον χτυπάει, με όση οργή κι αν χαράζει πληγές πάνω του, εκείνος απλώς είναι σκυφτός και υπομένει τον πόνο ήρεμα και γαλήνια.

Υπέμεινε την οργισμένη ροή νερού που χτυπούσε το σώμα του πρωτύτερα και το μαστίγιο, πάνω στο υγρό κορμί του έκανε τον πόνο οξύ, διαπεραστικό τόσο που το μυαλό του βούιζε.

Δεν άκουγε καθαρά τι του φώναζε, προσπάθησε αρκετά να καταλάβει την οργή της, μα τίποτε δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τις λεπίδες που πέρασε έπειτα από το δέρμα του.

Μα όσα κι αν του έκανε, εκείνος απλώς καθόταν σκυφτός, με το πρόσωπό του να μην συσπάται, παρά τον πόνο. Την άκουγε να ουρλιάζει, να φωνάζει διαταγές και μονάχα όταν δύο άνδρες τον σήκωσαν και έπειτα εξαφανίστηκαν κατάλαβε τι είχε στο μυαλό της.

Οι αλυσίδες του επέτρεπαν να κάνει δύο με τρία βήματα για να την φτάσει αλλά έμεινε ακίνητος.

«Πως το έκανες αυτό;»

Εκείνος αφήνει τα μάτια του πάνω στα δικά της εξαπολύοντας ψύχος. Η Νιόβη κάνει ένα βήμα για να τον πλησιάσει.

»Πως κατάφερες να του πεις ότι είσαι ζωντανός;»

Ο Άδης γελάει. «Υποτιμάς την Οικογένειά μας, Νιόβη.» Εκείνη, πλησιάζει ένα ακόμη βήμα πιο κοντά του. Είναι η ιδέα της, ή η ουλή στο πρόσωπό του λαμπυρίζει; Και τι είναι αυτό το μειδίαμα στα χείλη του; Με μια αστραπιαία κίνηση έχει χαράξει μια μεγάλη γραμμή με την λεπίδα πάνω στο χέρι του.

Κι εκείνος ούτε που ταράζεται.

Κάνει ένα βήμα ακόμη, αισθάνεται κάτι στο μυαλό της να τρελαίνεται.

«Σε βασανίζω δύο μήνες και είσαι ακόμη δυνατός.»

Εκείνος κατανεύει και την κοιτά που πλέον είναι σχεδόν ακουμπισμένη πάνω στο σώμα του. Το αίμα που τρέχει πάνω στο χέρι και έπειτα πέφτει στο έδαφος το ξεχνάει έπειτα από λίγο. Κι ο πόνος είναι ανεπαίσθητος.

»Νόμιζα πως σε είχα φτάσει στα όρια σου.»

«Ειλικρινά, αγαπητή, δεν νομίζω ότι έχει ζήσει άνθρωπος να δει τα όρια μου.»

Τα χαρακτηριστικά της έσμιξαν σε μια έκφραση μπερδεμένη. Έκρυβαν πολλά γιατί τα οποία ένα χαμόγελό του μονάχα τα φούντωνε. Παρόλα αυτά, δεν τόλμησε να του δειξει πως είναι χαμένη. Πως εκείνες τις μέρες όπου η Οικογένεια του Μάντσεστερ θα ετοιμάζεται να αφανίσει εκείνη της Οξφόρδης και η αδερφή της βρίσκεται κάπου σε ένα υπόγειο του Φίλιπ, η Νιόβη έχει χάσει τον έλεγχο της λογικής της, έχει χάσει τα χαλινάρια του σχεδίου της.

«Τι ξέρεις για το σχέδιο του

«Ειλικρινά; Τίποτε απολύτως.»

«Λες ψέματα!» του ούρλιαξε πληγώνοντας το δέρμα του ξανά. Μα το αίμα που ξεκίνησε να τρέχει δεν τον επηρέασε και πάλι.

«Είμαι κλεισμένος μήνες εδώ. Δεν θα μπορούσα να γνωρίζω τίποτε.»

«Ότι πήρε την Ελίνα το ήξερες;»

Ο Άδης τότε αποφασίζει να την κοιτάξει. Είναι τόσο ψυχρό το σκοτάδι. Δεν της αρέσει, πάει να αποστρέψει το βλέμμα της αλλά είναι εθιστική η δύναμη που δεσπόζει στην αύρα του. «Είναι η αντίδραση στην δράση σου. Τρίτος νόμος του Νεύτωνα.»

Κι άλλη πληγή, αυτή λίγο πιο βαθιά από τις άλλες. Αυτή ίσως και να άφηνε σημάδι. Δεν τον ενδιαφέρει καθόλου.

«Ξέρεις τι θα της κάνει;»

«Δεν γνωρίζω αλλά δεν πιστεύω να θέλεις ειδική μεταχείριση;»

Η Νιόβη τον χτυπά στο πρόσωπο. Το χαστούκι ανάγκασε το πρόσωπό του να στρίψει στην άκρη αλλά και πάλι το χαμόγελό του ήταν διακριτό.

»Πολύ θα ήθελε ο Φίλιπ να μην με είχες βασανίσει αλλά το έκανες με απόλυτη ευχαρίστηση όλον αυτόν τον καιρό. Οι επιθυμίες σου δεν είναι μέρος των Οικογενειών. Ξέρεις πως δουλεύουν αυτά.»

«Τι θα της κάνει;»

«Δεν γνωρίζω.»

«Δεν ξέρεις πως βασανίζουν στην Οικογένειά σου;»

«Όχι, αγαπητή Νιόβη. Δεν γνωρίζω. Από πού κι ως που όμως;»

Η Νιόβη τον σπρώχνει δυνατά, με οργή, το σώμα του πέφτει με δύναμη στον τοίχο. Φτάνει πάνω του, στο ύψος του ακριβώς και πιέζει την λεπίδα στον λαιμό του.

«Αν είναι να μας σκοτώσει, τουλάχιστον ας το κάνει δικαίως.»

Ο θάνατος πλησιάζει τον παλιό του φίλο. Ήρθε η ώρα Αφέντη.

«Θα με σκοτώσεις, αυτό δεν είναι το δικό σου σχέδιο;»

Η Νιόβη βγάζει φλόγες από τα μάτια της.

»Δεν θα σου πω πως ό,τι έκανες σε εμένα θα τα βρει διπλά η αδερφή σου. Όλοι ξέρουμε πως ο Φίλιπ είναι καλός στα βασανιστήρια, αλλά κανείς δεν είναι καλύτερος από τον ίδιο τον Άδη.»

Και τώρα τα μάτια της άστραψαν. Είπε την μαγική λέξη μα τίποτα δεν μπορούσε στο μυαλό της να λειτουργήσει λογικά.

«Θα την βασανίσει ο Άδης;»

Είναι μερικές λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη της διστακτικά. Θα προτιμούσε ο ίδιος ο Άδης να βασανίσει εκείνη και να πεθάνει από τα χέρια του παρά να περάσει κάτι τέτοιο η Ελίνα. Δεν της αξίζει, ποτέ δεν ήταν τόσο βαθιά ριγμένη στην υποκοσμική ζωή της Οικογένειας. Ήταν η φωνή της λογικής της Νιόβης. Και τώρα; Τώρα την έριξε στο βούρκο...

«Θέλεις να μάθεις στ' αλήθεια;»

Η γυναίκα πλησιάζει.

Και ίσως αν είχε καθαρό μυαλό, να καταλάβαινε πως βρέθηκε με τις αλυσίδες που τυλίγουν τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της. Να σφίγγουν το δέρμα της όλο και πιο πολύ, όσο εκείνος τις τραβά. Και η ανάσα της κόβεται λίγο-λίγο.

Κατάφερε όμως να φωνάξει. Και όταν η πόρτα άνοιξε, πρώτη η Σεραφίνα εμφανίστηκε. Κάτι μέσα στην Νιόβη αναθάρρησε και ταυτόχρονα πέθανε όταν την είδε να τρέχει πάνω στον άνδρα ανήσυχη, να ξεμπλέκει τις αλυσίδες από τα χέρια του, να την ελευθερώνει.

Ο Άδης την κοιτά, πάει κοντά της, κάτι ψιθυρίζει, η Σεραφίνα δεν μπορεί να ακούσει αλλά προσπαθεί. Η Νιόβη παραπατά, η ανάσα της κόβεται και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ξεμπλέξει το βαρύ υλικό γύρω από τον λαιμό της.

Η κοπέλα κοιτά τον άνδρα. «Θα φύγουμε; Θα την αφήσουμε έτσι;»

«Αφροδίτη,» γυρίζει να κοιτάξει την Νιόβη, «είμαι σίγουρη πως η Αφέντρα σου ξέρει που θα με βρει. Δεν θα είναι αυτό το τελευταίο μας αντίο. Έτσι, Νιόβη;»

Η γυναίκα ουρλιάζει μα όταν η πόρτα κλείνει, ο Άδης δεν δίνει περαιτέρω σημασία.

«Είναι όλοι φυλακισμένοι σε δωμάτια;»

«Όλοι τους.»

«Κάποιος που θα ήθελες να ζήσει;»

Η Σεραφίνα αρνείται αμέσως. «Όχι, κανένας.»

Εκείνος κατανεύει και μειδιάζει. Δεν της λέει τίποτε άλλο, απλώς την αφήνει να τον οδηγήσει στο δωμάτιό της. Δεν έχουν χρόνο για τίποτε σχεδόν, μα όταν εκείνη ανοίγει την πόρτα και έπειτα την κλείνει με το που περάσει το κατώφλι της, δεν μπορεί να αντισταθεί.

Του δίνει εκείνο το πολυβόλο που της ζήτησε και δύο απλά πιστόλια που βρήκε στο δωμάτιο ενός φύλακα και έπειτα από αυτό, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε.

Τα χείλη της ήταν τόσο διαφορετικά απ' ότι ο ίδιος περίμενε.

Και για λίγο δεν αντέδρασε, θα έλεγε κανείς πως ίσως και να άφησε τον εαυτό του να βγάλει όλη την ένταση εκεί, πάνω στα ξένα χείλη που ακουμπά.

Μα έπειτα απομακρύνεται και την κοιτά. «Δεν είναι η ώρα. Σεραφίνα.»

«Θέλω να με λες Αφροδίτη από εδώ και πέρα.» Γλείφει τα χείλη της προτού συνεχίσει, την γεύση του την φανταζόταν λιγότερο έντονη, λιγότερο εθιστική. «Η Αφροδίτη γεννήθηκε μαζί σου.»

Ο Άδης της χαμογέλασε. Έσκυψε ξανά και την φίλησε.

Ένα φιλί που η κοπέλα χρειαζόταν.

Φόρεσε το πολυβόλο στο χέρι και τα πιστόλια βρέθηκε στην ζώνη του παντελονιού του. Βγήκε από το δωμάτιο δίχως να την περιμένει.

Είχε να σπείρει τον θάνατο σε όλη την Οικογένεια της Οξφόρδης.

Εξάλλου, η Νιόβη θα τον περίμενε.

.....................

Την άκουγε να ουρλιάζει με κάθε σφαίρα που σφήνωνε σε σώματα ανθρώπων της Οικογένειάς της. Κάθε ανδρικό σώμα που έπεφτε στο πάτωμα ήταν για εκείνη μια μαχαιριά στο στέρνο, ένιωθε αδύναμη με κάθε γυναίκα που χανόταν στην βάρκα του Χάροντα.

Τον θυμάσαι τον Χάροντα; Σου είχε λείψει;

Γιατί στον Άδη, είχε λείψει ο πιστός του ακόλουθος.

Και όταν έφτασε έξω από την πόρτα που την άκουγε να τσιρίζει, να χτυπιέται ολόκληρη πάνω σε έπιπλα, κοίταξε τον Κέρβερο να ακονίζει τα νύχια του, τον Χάροντα να ετοιμάζεται. Ξοπίσω από τον άνδρα, η Αφροδίτη έτρεχε φοβισμένη, κοιτώντας διστακτικά γύρω της για κάποιον που ξέφυγε ίσως από εκείνον και θα ετοιμαζόταν να πάρει εκδίκηση.

Τρύπωσε στο δωμάτιο πίσω του μα δεν εμφανίστηκε μπροστά στην Νιόβη.

Η γυναίκα ήξερε τώρα πια. Η γυναίκα ήξερε πως ο άνδρας μπροστά της ήταν ο Εκτελεστής και ένιωθε χαζή που δε το είχε καταλάβει νωρίτερα. Ένιωθε πνιγμένη σε μια νίκη που θα μπορούσε να ήταν δική της.

Και όσο τα βήματα του κόντευαν να την φτάσουν εκείνη είχε φροντίσει να κουλουριαστεί σε μια μεριά, με το κεφάλι της να κρύβεται στα πόδια της και την σκέψη της να τρέχει στην αδερφή της.

«Δεν είναι ωραίο τώρα Νιόβη, έτσι;» Αφήνει ένα γέλιο πνιχτό. «Τώρα που μπορώ να σταθώ μπροστά σου με δύναμη, τώρα δεν έχει πλάκα;» Κάνει μερικά βήματα κοντά της, σχεδόν την έφτασε. «Τώρα που ξέρεις ποιος είμαι, τώρα δεν είναι ώρα για παιχνίδια...»

Σκύβει κοντά της. Αιφνίδια την πιάνει από τον λαιμό και την σηκώνει όρθια. Τα πόδια της σηκώνοντας ελάχιστα από το έδαφος και η πίεση στον λαιμό της την ζαλίζει, μα την πετάει γρήγορα στην άλλη άκρη του δωματίου. Χτυπά το κεφάλι της, ζαλίζεται παραπάνω. Βρίσκει όμως κάτι να πει.

«Τι της έδωσες για να με προδώσει;»

«Τίποτα.»

«Η Σεραφίνα δεν θα μου το έκανε αυτό.»

Η κοπέλα εμφανίζεται μπροστά τους με πυγμή. Στέκεται στο πλάι του Άδη και με σιγουριά φουσκώνει το στήθος της. «Εγώ τα ξεκίνησα όλα. Εκείνος δεν έκανε τίποτε.»

Η Νιόβη, τότε, χαμογελά.

«Καημένη, Σεραφίνα, δεν σκέφτηκες ότι σε χρησιμοποίησε;»

Η κοπέλα τον κοιτά. Εκείνος κοιτά την Νιόβη. Η Σεραφίνα το αρνείται μέσα της. «Αδύνατον.»

«Πες μου, Άδη, τι κάνει η Ρωξάνη;»

Εκεί, ο άνδρας χαμογελά. «Δεν θα παίξεις αυτό το χαρτί.»

«Κι όμως, θα κάνω ακριβώς αυτό.»

Το πρόσωπο της Αφροδίτης έχει χλομιάσει.

»Τον ερωτεύτηκες;» την ρωτά. Γνέφει με αφέλεια. Εκείνη γελάει. «Πιστεύεις εκείνος σε ερωτεύτηκε;» Εκεί δεν κάνει τίποτε. Ούτε ένα νεύμα. Περιμένει την απάντησή του.

Ο Άδης χαμογελά. «Την καρδιά μου ξέρεις ποια την έχει, Νιόβη.»

«Η Ρωξάνη;»

«Πάντα η Ρωξάνη.»

Μια κραυγή κι ένας λυγμός. Κι έπειτα η Αφροδίτη κάνει να χυμήξει στον άνδρα. Σαν να ξέχασε πως είναι ο Άδης, έπεσε στην αγκαλιά του νεκρή έπειτα από την σφαίρα που τρύπωσε στην κοιλιά της.

Τα ανοιχτά μάτια της δεν τον τρομάζουν και ούτε περιμένει να του πει αυτό το κάτι που κάνει τα χείλη της να τρέμουν. Αφήνει το σώμα της να πέσει στην άκρη και όσα έχει να πει τα παίζουν στο μυαλό της καθώς ο Χάροντας παίρνει την ψυχή της στην βάρκα.

«Ακόμη και να την είχαν ερωτευτεί και πάλι θα την σκότωνα.»

Η Νιόβη κάνει να σηκωθεί, τώρα την απειλεί με το όπλο ελαφρά ανασηκωμένο από το χέρι του. Τον κοιτά.

»Αν πρόδωσε το ίδιο της το αίμα, γιατί αλίμονο κι αν δεν ήξερα πως ήταν αδερφή σου, θα το έκανε και σε εμένα με την πρώτη ευκαιρία.»

Η Νιόβη αισθάνεται το μυαλό της να την αφήνει. Βασικά, το είχε κάνει ώρες τώρα. Μα εκείνη την στιγμή τίποτα δεν λειτουργεί, έμεινε μοναχή της σε ένα δωμάτιο να περιμένει τον θάνατο και δεν σκέφτεται τίποτε. Ούτε την Ελίνα, ούτε τον θάνατο της Σεραφίνας. Όλα είναι θολά. Μονάχα ο Εκτελεστής είναι ξεκάθαρος.

«Θα σου υποσχεθώ κάτι, Νιόβη.»

Τραβάει την προσοχή της προτού κουβαλήσει την ψυχή της στην πλάτη του.

»Σου υπόσχομαι θα συναντήσεις τις ψυχές τους κάποια στιγμή.»

Και τότε η Νιόβη δεν κατάλαβε για ποιο πράγμα μιλά αλλά όταν ο πυροβολισμός ακούστηκε και η πρώτη σφαίρα της πήρε την ζωή αργά, τότε κατάλαβε, από τα δακρυσμένα μάτια της πως χάθηκαν για πάντα με εκείνες, τις αδερφές της.

Ωστόσο, ο Άδης κράτησε την υπόσχεσή του.

Τις είδε να περνούν την όχθη με την Αφροδίτη χέρι-χέρι. Χαμογέλασε.

Ο Άδης όμως τήρησε και την συμφωνία του με τον θάνατο.

Ο Τιμωρός, έδωσε την θέση του στον Εκτελεστή κι εκείνος με την σειρά του στον Γκάμπριελ. Περπατώντας έξω από το σπίτι, με τις φλόγες να το τυλίγουν, ένιωσε την ελευθερία του να ξετρυπώνει από κάθε κύτταρο του.

Ήταν τώρα πια πράγματι ελεύθερος.

»«»«»«

Δεν ξέρω γιατί μου βγήκε τόσο δύσκολα αυτό το κεφάλαιο. Είχα τόσα εξπεκτέισονς μάλλον που απογοητεύτηκα όταν δεν μου έβγαινε εύκολα. Εντάξει, δεν πειράζει.

Μέσα στις τρεις χιλιάδες λέξεις έχουμε θάνατο Αφροδίτης, θάνατο Νιόβης, ελεύθερος Άδης... Τι έχουμε να πούμε σε γενικές γραμμές; (Επίσης να πω ότι δεν είχα τρομερή όρεξη αυτές τις μέρες για να γράψω ολόκληρο τον αφανισμό- για να δείξω τις ικανότητες του Αδη ρε παιδί μου, οπότε να μείνουμε μόνο στην ιδέα; Ότι αφάνισε ολόκληρη την Οικογένεια; Ναι)

Τι θέλουμε να γίνει στη συνέχεια; Έχουμε καμία επιθυμία περίεργη (ή και όχι περίεργη); Τις τελευταίες μέρες δέχομαι παραγγελίες, όποιος θέλει μου λέει.

Α, επίσης ανέβηκε κι ο Ζακ στο καστ (ο διπλωμάτης). Τον είδα, λέω "ο Ζακ" και τον έβαλα στο παρεάκι.

Αυτά από εμένα, αντίο, πάω να ξεκουραστώ.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top