𝑇ℎ𝑖𝑟𝑡𝑦-𝑒𝑖𝑔ℎ𝑡.𝑉𝑒𝑠𝑝𝑒𝑟 𝑀𝑎𝑟𝑡𝑖𝑛𝑖

Η αλήθεια είναι πως ο Έρικ και η Μαντλίν πίστευαν ότι η Ρωξάνη θα βαρεθεί και θα παρατήσει όλο αυτό το θέμα με το ασχοληθεί με την νύχτα, με ποτά, με μπάρες και οτιδήποτε περιλάμβανε αυτό το bartending που τους ανακοίνωσε. Αλλά δεν θα της το έλεγαν ποτέ, γιατί αλίμονο, η Ρωξάνη ήταν κι ένα παιδί αντιδραστικό.

Την εφηβεία της δεν την πέρασε στα δεκαέξι αλλά στα δεκαεννιά, οπότε όσο ήταν δυνατόν απλά επέλεγαν να χειριστούν την ευερέθιστη συμπεριφορά της με λεπτότητα και όσο το δυνατόν λιγότερες εντάσεις στο σπίτι.

Εκείνη η περίοδος ήταν κάπως περίεργη για την Ρωξάνη, ήταν σαν να έπεσαν όλα μαζί μέσα στο μυαλό της. Ξεκίνησε να ανακαλύπτει τον εαυτό της σιγά-σιγά μα κάθε πληροφορία φάνταζε μεγάλη στο μυαλό της, ασήκωτη.

Η Αλέξ, η καλή της φίλη, ήταν πάντοτε δίπλα της για να την βοηθήσει, να ακούσει τις ανησυχίες της, να την καθησυχάσει μετά από κάθε κρίση που πάθαινε, δεν έφευγε από το πλευρό της μέχρι να ηρεμήσει.

Ωστόσο, όταν η φίλη της βρήκε το πρώτο της αγόρι, η Ρωξάνη ένιωσε μοναξιά. Απίστευτη μοναξιά, ένιωσε πως πια δεν είχε την ίδια θέση στην καρδιά της φίλης της, που από όταν ήταν μικρές στο σχολείο ήταν αχώριστες.

Και αυτό, αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα για εκείνη. Κατάλαβε πως εξαρτιόταν από την Αλέξ, από την Ολίβια, από τους γονείς της, από οποιονδήποτε άνθρωπο περνούσε από την ζωή της, την έκανε να αισθάνεται σε κάποιο επίπεδο, σε κάποια περίοδο, πως ήταν εξαρτημένη από τον χρόνο που περνούσαν μαζί, δεν ένιωθε αυτόνομη.

Αισθανόταν πως χωρίς τους άλλους δεν ήταν τίποτε.

Οπότε στα είκοσι της αποφάσισε να βαδίσει από εκεί και πέρα μόνη της στον δρόμο του να ανακαλύψει τον εαυτό της.

Την ίδια περίοδο, είχε ξεκινήσει να φτάνει σε ένα συμπέρασμα σχετικά με την σεξουαλικότητά της, βάζοντας τελικά «ταμπέλα» σε αυτό που ένιωθε. Και κάθε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα, εμπόδιο, οτιδήποτε έφτανε να την ανησυχεί, να την στενοχωρεί, ήταν αποφασισμένη να το ξεπεράσει μόνη της, εντελώς μόνη της, δίχως την βοήθεια κανενός.

Εν τω μεταξύ, εκείνον τον καιρό, η σχολή bartending της είχε φανεί απίστευτα ενδιαφέρουσα και ήταν πλέον πεπεισμένη πως βρήκε πράγματι αυτό που την γέμιζε. Ναι, ανορθόδοξα, αλλά το βρήκε.

Και το καλύτερο κομμάτι της πορείας της σε εκείνον τον χώρο ήταν οι γνωριμίες. Και στην σχολή αλλά και από την στιγμή που πήρε την ειδίκευση της και ήταν πια ξεκάθαρο ότι η μπαργούμαν μέσα της θα έπαιρνε ζωή, ταξίδευε με συναδέλφους που έπειτα έγιναν φίλοι και τελικά άγνωστοι, αλλά με τόσες εμπειρίες.

Σε όλη την Αγγλία είχε από γωνιά σε γωνιά ανθρώπους που είχαν ανταλλάξει γνώμες, ιδέες, συνταγές... Όλοι τους με τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Ειλικρινά δεν θα μπορούσε να θυμηθεί κανέναν που να μην της τράβηξε την προσοχή. Εντάξει, εκείνους τους κακούς ανάμεσα στους τόσους καλούς δεν θέλει και ούτε μπορεί να τους θυμηθεί. Μηχανισμός που απέκτησε με τον καιρό.

Ποιον να θυμηθεί και ποιον να αναφέρει;

Ήταν ο Ρέγκαν και η Μπριάνα, Ιρλανδό ζευγάρι που γνώρισε στο πρώτο της ταξίδι που οργάνωσε η σχολή όταν ακόμη φοιτούσε εκεί. Ένα ζευγάρι τόσο αλλόκοτο αλλά τόσο ταιριαστό, με πάθος και ιδέες που δεν πίστευε μέχρι τότε πως θα μπορούσε να έχει ένα δίδυμο.

Η Αναστασία από την Ελλάδα, με τον φλογερά μεσογειακό χαρακτήρα που μπροστά της ένιωθε άχρωμη αλλά έμαθε από εκείνη και κατάλαβε για τον εαυτό της περισσότερα από όσα πίστευε ότι η ίδια είχε. Επίσης, η Αναστασία ήταν και η πρώτη της σχέση με το ίδιο φύλο.

Μετά, γνώρισε τον Άρθουρ από το Βέλγιο και συνειδητοποίησε πως η τοξικότητα ήταν ένα χαρακτηριστικό που δεν θα απέφευγε ποτέ από την ζωή της και τελικά βρέθηκε να ενοχλείται από τις φήμες που διέδιδε για εκείνη, τόσο που ανάγκασε τον Σάιμον από το διπλανό δωμάτιο που έκαναν παρέα και έψαχνε αφορμή για να χτυπήσει τον Άρθουρ να του σπάσει την μύτη. Η αποστολή ολοκληρώθηκε επιτυχώς χωρίς εκείνος να τους ξαναενοχλήσει αλλά η Ρωξάνη βρέθηκε να το μετανιώνει γιατί η βία δεν είναι λύση.

Σε ένα από τα ταξίδια της εντός της Μεγάλης Βρετανίας, γνώρισε και την Τζένιφερ. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε πάνω της (και που θα μπορούσε να παραδεχτεί χωρίς να ντρέπεται δημοσίως) ήταν τα κατακόκκινα μαλλιά της. Πήγε να της μιλήσει δειλά, έχοντας κοκκινίσει ολόκληρη μα η Τζένιφερ συστήθηκε ευθύς και της τόνισε πόσο αγαπούσε τα μαλλιά της και τις μπούκλες της.

Η Τζένιφερ ήταν μια γνωριμία που της έμεινε στο μυαλό. Είχε πληθωρική προσωπικότητα που δεν υπερέβαινε τα όρια και οι συζητήσεις τους θα μπορούσε να κυμαίνονταν από απόλυτα σοβαρές, για τις ιστορίες της σχετικά με την απώλεια του μπαμπά της από την ζωή της ή εξαιρετικά καυτές, αφήνοντας την Ρωξάνη να αστειευτεί με τις συντρόφους που είχαν περάσει από το κρεβάτι της.

Παραδόξως, είχαν απίστευτη χημεία! Μα έμειναν στα πλαίσια μια φιλίας που θα ξεσκονιζόταν μια φορά στο τόσο, όταν η Τζένιφερ θα σήκωνε το τηλέφωνο και θα έλεγε «Ρωξάνη, πες μου ότι θυμάσαι εκείνη την συνταγή για το Passion Martini που φτιάχνεις τέλεια» και η κοπέλα με τις ατίθασες μπούκλες θα της έδινε την συνταγή «με τον όρο ότι θα μου δώσεις κι εσύ τα υλικά για το Spicy Negroni που σκέφτηκες».

Και έτσι, πέρασαν εύκολα οι μέρες, τα χρόνια στην ζωή της ως μπαργούμαν. Με ανθρώπους να περνούν δίπλα της, δίνοντας της ο καθένας από ένα μάθημα, από έναν καρπό να γίνει καλύτερη.

Λίγο-λίγο και ήταν ευχαριστημένη από τον εαυτό της.

Ωστόσο κάτι έλειπε από την ζωή της. Και κανένας μέχρι στιγμή δεν της είχε καλύψει το κενό.

.........................

«Είναι κακό που θέλω να μείνω λίγο μόνος μου μαζί σου;»

Η Ρωξάνη ταυτόχρονα έφτιαχνε και τα υλικά που είχε χρησιμοποιήσει, τα έβαζε σε μία σειρά, να βάλει τα μπουκάλια και πάλι στην κάβα ή να τα χώσει στον μεγάλο κουβά με πάγο που είχε φέρει μαζί της.

Σαν ερώτηση, δεν της φάνηκε και πολύ λογική.

«Αν και εφόσον σχετίζεται με την δουλειά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.»

Εκεί, ο Φίλιπ ανασήκωσε το φρύδι του απορημένος από την απάντηση. «Αν δεν είναι επαγγελματικού περιεχομένου;» Εκεί χαμογελά.

Η Ρωξάνη, πάλι, μένει σοβαρή. Δεν τον κοιτάει περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. «Τότε πολύ φοβάμαι πως πρέπει να επιστρέψω κάτω.»

Κάνει να φύγει, η φωνή του Φίλιπ την σταματά.

«Δεν σου είπα να φύγεις.»

«Δεν ξέρω τι μπορεί να χρειάζεσαι από εμένα πέρα από την δουλειά. Μπορώ να φύγω;»

«Θυμάσαι που ερχόσουν με το έτσι θέλω στο γραφείο μου; Ξέρεις, όταν είχαν απαγάγει τον Γκάμπριελ;»

Η Ρωξάνη χαμογελά. «Ναι, ήταν κοινή μας επιθυμία να τον βρούμε.»

«Και τώρα που τον βρήκαμε Ρωξάνη; Τώρα τι γίνεται;»

Η κοπέλα δεν είχε στο μυαλό της όσα το μυαλό του αφεντικού της. Βασικά, δεν κατάλαβε και τι ήθελε να ακούσει ως απάντηση.

«Δεν ξέρω τι θέλεις να ακούσεις;»

«Πως τελικά είχα δίκιο.»

Το μυαλό της φτάνει στο τι ακριβώς εννοούσε. Γέλασε κάπως ειρωνικά για τα γούστα του Φίλιπ. Σοβάρεψε απότομα. Προχώρησε λίγο πιο κοντά της με τα χέρια του πίσω από την πλάτη του μα δεν κατάφερε να την πλησιάσει αρκετά γιατί σήκωσε τον κουβά και του γύρισε την πλάτη δίχως να απαντήσει.

«Η σιωπή σου είναι κι αυτή απάντηση.»

Η Ρωξάνη κοίταξε πίσω από τον ώμο της προτού ανοίξει την πόρτα και φύγει. «Δεν σου έχω δώσει την απάντησή μου ακόμη.»

Έμεινε μόνος του στο δωμάτιο έπειτα από μια ηχηρή έξοδο της μπαργούμαν. Είχε νεύρα.

Ο Φίλιπ είχε πολλά νεύρα.

Με τον εαυτό του κυρίως. Αισθάνεται σαν να μην μπορεί να ελέγξει τίποτε από όσα κάνει. Σαν κάτι να δηλητηρίασε κάτι το μυαλό του.

Ο Γκάμπριελ που στεκόταν έξω από την πόρτα τόση ώρα δεν πρόλαβε να της μιλήσει γιατί εξαφανίστηκε φουριόζα από τον όροφο και έπειτα την είδε να χάνεται στις σκάλες για την μπάρα.

Ο λογιστής λοιπόν δεν θα μπορούσε να μην μπει στο γραφείο έπειτα, να καταλάβει τι συνέβη.

Ο φίλος του καθόταν στην καρέκλα του και στήριζε το μέτωπο του στα χέρια του. Φαινόταν οργισμένος. Μήπως τσακώθηκαν;

«Τι έγινε με την Ρωξάνη;»

Η φωνή του σαν να τον έβγαλε από το σκοτάδι που είχε μπει για μερικά δευτερόλεπτα και τα βλέμματα των δύο φίλων συναντήθηκαν. Ο Φίλιπ αισθάνθηκε...τύψεις. Ενοχές. Αισθάνθηκε απαίσια.

Μα το δηλητήριο δεν έφευγε, η πικρή του γεύση καθόταν στην καρδιά του περιμένοντας για το αντίδοτο.

Ο Φίλιπ δεν απάντησε τίποτα. Σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο προσπερνώντας τον με μανία.

Κάτι συμβαίνει.

Έκλεισε τα μάτια του στην σκέψη και με το χαρτάκι που του έδωσε προηγουμένως στην τσέπη, περπάτησε μέχρι την καρέκλα του και τον υπολογιστή. Κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που είχε χρόνια να αισθανθεί ήταν έτοιμο να ξεσπάσει μέσα του.

Δεν έδωσε σημασία. Κοίταξε απλώς τις κάμερες. Ίσως από εκεί έπαιρνε απαντήσεις.

....................

Ο Ιούνιος μπήκε με την συνοδεία του ήλιου.

Αλίμονο κι αν δεν το εκμεταλλευόταν ο Ρίο για να μάθει στον Ιβάν να κολυμπάει σαν άνθρωπος μέσα στην πισίνα χωρίς να φοβάται πως θα πνιγεί. Ο Γκάμπριελ δεν είχε όρεξη για βουτιές αλλά είχε όρεξη για ήλιο, οπότε όταν ο Ρίο έδωσε μαζί του ραντεβού στην έπαυλη για να μάθουν στα μικρά κολύμπι, ο Γκάμπριελ δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει.

Η εικόνα πάντως είχε ως εξής: ο Ρίο να κάθεται στα σκαλιά τις πισίνας με τον Τζάκσον να μην δέχεται να προχωρήσει λίγο πιο μέσα, έστω εκεί που πατάει, ενώ ο Ιβάν είχε ήδη πάρει θάρρος και κολυμπούσε στα βαθιά.

Ο Γκάμπριελ καθόταν σε μια από τις ξαπλώστρες φορώντας το μαγιό του και κάπνιζε σαν φουγάρο κάτι νέα πακέτα που του έφεραν, πιο σκληρά από τα προηγούμενα αλλά πιο ευχάριστης γεύσης. Ήταν από αυτές τις μέρες που ήθελε να καθίσει ολόκληρη μέρα στον ήλιο και να μην φύγει μέχρι το απόγευμα.

Και δεν θα τον εμπόδιζε κανένας από το να το κάνει.

Ταυτόχρονα διάβαζε και τον επίλογο εκείνου του βιβλίο με τον πιλότο και την νοσηλεύτρια.

Η αλήθεια είναι πως περίμενε να κλάψει. Πολύ.

Δεν έκλαψε καθόλου παραδόξως.

Μια από τις διαδικτυακές του φίλες του έγραψε πως εκείνη έκλαψε «με την ιδέα πως ο Μάιλς δεν πρόκειται να αγαπήσει την Τέιτ όπως την Ρέιτσελ κι αυτό με κάνει να κλαίω για ώρες». Όμως, ο λογιστής δεν είχε φτάσει ακόμη σε αυτά τα επίπεδα ευαισθησίας οπότε δεν έκλαψε καθόλου αντιθέτως, φτάνοντας στο τέλος αισθάνθηκε μια ανακούφιση, ίσως έφταιγε που το τελείωσε επιτέλους.

Τις τελευταίες εβδομάδες δεν μπορούσε να διαβάσει, σαν κάτι να τον εμπόδιζε, οπότε του πήρε περισσότερο από ό,τι περίμενε. Θα το είχε τελειώσει και σε μια μέρα, ήταν από αυτά τα βιβλία.

Έκλεισε το βιβλίο πάνω στην ώρα που νερό έβρεξε τα πόδια του και σήκωσε τα μάτια του να ψάξει ποιος του πετάει νερά.

Ο Ρίο.

Ποιος άλλος;

«Τι θέλετε;» κοιτά και τον Τζάκσον που τον κοιτάει γελώντας.

«Θα έρθεις να κολυμπήσεις;» πετάγεται ο Ρίο.

«Παρακαλούμε!» λέει όσο το δυνατόν πιο δυνατά μπορεί ο Ιβάν.

«Αν μου δώσετε πέντε λεπτά;»

«Γιατί;»

«Να κάνω ένα τσιγάρο ακόμη.»

Ο Ρίο του πέταξε κι άλλα νερά. Ο Τζάκσον τσίριξε και ο Ιβάν βγήκε από την πισίνα τρέχοντας για να τον τραβήξει στο νερό. Τελικά, λίγο αργότερα, τον είδαν να βουτάει με αυτοπεποίθηση στην πισίνα, κάνοντας ένα μακροβούτι αρκετά μεγάλο για να φτάσει στα ρηχά, εκεί που ο Τζάκσον με τον Ρίο κάθονταν ώρες.

«Άσε τον σε εμένα, θα πάμε μαζί στα βαθιά, έτσι Τζαξ;»

Ο μικρός δεν το σκέφτηκε καθόλου. Έγνεψε και με ανοιχτά χέρια έφτασε τον Γκάμπριελ. Ο Ιβάν έσπευσε να τους πλησιάσει κολυμπώντας και ο Ρίο βγήκε από την πισίνα παρατηρώντας πως τα δάχτυλά του είχαν μουλιάσει από το νερό.

Του είχαν λείψει αυτές οι φάσεις και τώρα να βλέπει τον Γκάμπριελ να παίζει έτσι ανέμελος –φαινομενικά- με τα δύο παιδιά, ήταν ανάσα ανακούφισης.

Δεν ήταν τόσο άσχημα, έτσι; Δεν έφερε πολλή δυστυχία στην ζωή του, σωστά;

..................

«Vinyl Party ζητήσατε, Vinyl Party θα πάρετε!»

Ένα ολόκληρο προσωπικό ζητωκραυγάζει και μερικά από τα μέλη που την έβγαζαν στο Εσκομπάρ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους επιδοκιμαστικά.

Επιτέλους, το δημοφιλέστερο πάρτι του Εσκομπάρ θα γινόταν ξανά μετά από ενάμιση ολόκληρο χρόνο και δεν θα μπορούσαν να μην είναι όλοι τους ενθουσιασμένοι. Η Ρωξάνη είχε ονειρευτεί τον εαυτό της μέσα σε ένα από αυτά τα πάρτι.

Καλεσμένοι, υπάλληλοι και διοργανωτές φορούσαν όλοι τους κάτι σε βινύλ, μπορεί να ήταν ολόκληρο σετ για τους πολύ τολμηρούς, ή ένα κομμάτι από όλο το ντύσιμο.

Ο Φίλιπ θεώρησε πως μετά από όλη αυτή την μαυρίλα που είχε προηγηθεί στην Οικογένεια τους περασμένους μήνες, ένα πάρτι σαν κι αυτό θα τους έκανε να ξεχαστούν και να περάσουν όλοι τους καλά.

Οι επόμενες εβδομάδες μέχρι την ημέρα που είχαν ορίσει για την διεξαγωγή του ήταν γεμάτες από υποχρεώσεις. Ο Γκάμπριελ είχε να χειριστεί πέρα από τα λογιστικά του και μια νέα ιδιότητα που δεν περίμενε να τον ενθουσιάζει τόσο πολύ αλλά να που τελικά βρέθηκε να ξεναγεί τις χορεύτριες στον χώρο του Εσκομπάρ και έπειτα στο δωμάτιο που θα ετοιμάζονταν την ημέρα του πάρτι.

Ο Αρχηγός πίστευε πως ο καθένας θα έπρεπε να ασχοληθεί στο πάρτι με κάτι διαφορετικό από ότι έχει συνηθίσει. Ο Ζακ ασχολήθηκε με την λίστα των επίτιμων καλεσμένων, ο Βίνσεντ ασχολήθηκε με τις προμήθειες σε ποτά, ο Γκάμπριελ με τα χορευτικά σόου. Ήταν τόσο απλό και απίστευτα διασκεδαστικό για όλους. Ακόμη πιο διασκεδαστικό ήταν για τον Ρίο που θα ήταν ο επόπτης όλων!

Βέβαια, την ημέρα του πάρτι όλοι έτρεχαν πυρετωδώς ανεξαρτήτως καθηκόντων.

Ο Βίνσεντ φυσικά παραπονιόταν συνεχώς για το πόσο καλύτερη είναι η δουλειά του Γκάμπριελ, ενώ τον πλησίασε μερικές μέρες πριν για να τον ρωτήσει αν θα ήθελε να ανταλλάξουν καθήκοντα.

Ο λογιστής, αν η Ρωξάνη δεν είχε πάρει απότομη απόσταση από το Εσκομπάρ όλες αυτές τις μέρες, ίσως και να δεχόταν για να είναι μαζί της αλλά αποφάσισε πως το να είναι υπεύθυνος για τις χορεύτριες είναι πιο ενδιαφέρον.

Από τις τρεις το απόγευμα βρισκόταν εκεί και τις παρακολουθούσε στις πρόβες τους πάνω στους στύλους. Ήταν συγχρονισμένες και μαζί με την μουσική που θα έπαιζε από πίσω ήξερε πως θα ήταν υπερπαραγωγή όπως και κάθε χρόνο. Μόνο που αυτή την χρονιά είχε και ειδικά εφέ μαζί τα οποία η πρώτη χορεύτρια από όλες είπε πως χρειάζονταν για να είναι τα νούμερα όπως είχαν φανταστεί.

Μετά τις τελικές πρόβες ο Γκάμπριελ είχε παραγγείλει φαγητό για όλες τους και κάθισε μαζί τους στο δωμάτιο με τα πράγματά τους για να συζητήσουν ήρεμα μεταξύ τους τα πιο βασικά πράγματα. Οι μεν ξεκαθάρισαν ποια είναι η δουλειά τους, μερικές από τις κοπέλες τόνισαν πως οι ιδιωτικοί χοροί δεν θα τους ήταν πρόβλημα κι ο δε τους τόνισε πως οτιδήποτε χρειαστούν θα είναι κοντά τους αμέσως.

«Με ενδιαφέρει πολύ η ασφάλειά σας κορίτσια οπότε εσείς που θα έρθετε σε άμεση επαφή με πελάτες θα πρέπει να έρθετε σε εμένα, να μου πείτε λεπτομέρειες και μετά να κάνετε ό,τι έχετε συμφωνήσει. Για τα υπόλοιπα, η Λίνα.»

Για εκείνες ήταν ανακούφιση η πλήρης προστασία τους από έναν άνθρωπο του Εσκομπάρ. Ειδικά όταν αυτός ήταν το δεξί χέρι και ο καλύτερος φίλος του μεγάλου Αφεντικού.

Η Λίνα ήταν εκείνη που μίλησε τελικά για όλες. «Αν χρειαστεί κάποια κοπέλα ασφάλεια τι θα γίνει;»

«Έρχεστε απευθείας σε εμένα και τα κανονίζω όλα.»

«Ευχαριστούμε πολύ Γκάμπριελ.»

Εκείνος χαμογέλασε και σηκώθηκε να φύγει. Ήταν η ώρα τους να ετοιμαστούν.

....................

«Είναι καινούριοι κορσέδες αυτοί;»

Οι κοπέλες έγνεψαν δίχως να απαντήσουν κάτι άλλο. Ο λογιστής τις κοίταξε μια-μία για να καταλάβει αν του ζητάνε να τους μαλακώσει τους κορσέδες ή αν θέλουν να τους δέσει.

Η Λίνα, αποφασίζει να βγάλει το μπερδεμένο βλέμμα του από το πρόσωπό του, χαμογελώντας με νόημα. «Θα κάνω εγώ τις μισές και εσύ τις υπόλοιπες, θέλουμε ένα ακόμη δυνατό ζευγάρι χέρια. Θα μπορούσες;»

«Αν μου δείξεις πώς να το κάνω, μετά χαράς.»

Τελικά δεν ήταν τίποτα δύσκολο. Αντιθέτως, ήταν πολύ εύκολο για κάποιον με την δική του μυϊκή δύναμη και επίσης, είχε πλάκα να βλέπει τις κοπέλες να κοκκινίζουν μέσα από τον καθρέφτη καθώς κρατούσαν αντίσταση με τα χέρια τους στον τοίχο.

Δύο με τρεις, έτσι πιο τολμηρές, κάθισαν στα πόδια του και κοίταξαν να απολαύσουν εκείνα τα λίγα λεπτά που τραβούσε κι έσφιγγε τα σχοινιά του κορσέ. Η Λίνα του είχε δώσει και ένα ποτήρι ουίσκι να πίνει και ήταν ευδιάθετος πολύ. Τους έκανε κι αστεία, ήταν όμως πολύ προσεκτικός και δεν παράβαινε τα όρια.

Στο δωμάτιο επικρατούσε μια χαλαρή ατμόσφαιρα. Είχαν λίγη ώρα μέχρι να βγουν για τα σόου και τους χορούς και ο Γκάμπριελ έπρεπε να φύγει, να πάει στους vip πριν να μαζευτεί κόσμος και την βγάλει μόνος του στο γραφείο. Ή ανάμεσα από χορεύτριες, κανένα θέμα δεν είχε.

«Θα βγάλουμε καμία φωτογραφία;» ρωτάει η Λίνα καθώς τον έβλεπε να φτιάχνει τον κορσέ μιας τελευταίας χορεύτριας.

Εκείνη την στιγμή, η πόρτα ανοίγει. «Ποιος ζήτησε ένα Vesper Martini;»

Κρατούσε το ποτήρι ψηλά και χαμογελούσε. Μέχρι που είδε την κοπέλα πάνω στα πόδια του Γκάμπριελ. Και τότε δεν χαμογελούσε.

«Α, δικό μου είναι!» μιλά η Λίνα. «Και τώρα που είσαι εδώ, θα μας βγάλεις φωτογραφίες με τον Γκάμπριελ;»

Εκείνος την κοίταξε μόνο για λίγο μέχρι να κάνει τον κόμπο στον κορσέ και έπειτα να ρίξει τα μαλλιά της κοπέλας ξανά στην πλάτη της.

«Θα βγάλουμε τελικά; Γκάμπι;»

«Ναι, ό,τι θέλετε.»

Η Ρωξάνη δεν είπε τίποτα, μόνο πήρε την φωτογραφική της Λίνας στα χέρια της κοιτώντας το πάτωμα περιμένοντάς τους να στοιβαχτούν σε ένα μπούγιο.

Εκεί, που έβαλαν τον Γκάμπριελ στην μέση και όλες οι χορεύτριες κόλλησαν πάνω του, η μπαργούμαν αισθάνθηκε την ζήλεια της να τρυπώνει στο στήθος της και να της τρώει τα μέσα της αχόρταγα.

Οι κοπέλες ήταν όλες πολύ διάχυτες. Ακουμπούσαν το βινύλ μπουφάν του και κάποιες έβαζαν τα χέρια τους στο γυμνό στέρνο του, κάνοντάς τον να γελάει με το πόσο θαρραλέες ήταν όλες τους. Τα μάτια του ωστόσο, σε εκείνα τα λεπτά που καθόταν μπροστά από την Ρωξάνη και μπορούσε ελεύθερα να την παρατηρήσει, διέγραφαν πορείες μεγάλες πάνω στο δικό της κορμί.

Το στόμα του είχε στεγνώσει και μόνο που την έβλεπε σε εκείνο το μαύρο κορμάκι, με το μεγάλο V που έφτανε μέχρι και ψηλά στην κοιλιά της. Είχε και ζώνη να κρατά τις αλυσίδες, είχε και το διχτυωτό καλσόν που σταματούσε στα γόνατα γιατί άρχιζαν ψηλές βινύλ μπότες.

Πρέπει να είχε ζεσταθεί απίστευτα αλλά ήταν τόσο... τόσο καυτή.

Έγλειψε τα χείλη του στο επόμενο κλικ και έμεινε το βλέμμα του να συναντήσει το δικό της καθώς κατέβαζε την φωτογραφική από τα μάτια της. Της χαμογέλασε και γρήγορα της έκλεισε το μάτι κάνοντας την να κοκκινίσει τόσο που το μακιγιάζ της δεν μπορούσε να το κρύψει.

«Κορίτσια θα περιμένω τις φωτογραφίες στο μέιλ μου. Πρέπει να φύγω τώρα, καλή αρχή και όπως είπαμε!»

Όλες τους τον χαιρέτησαν ηχηρά.

Μα όλες σώπασαν όταν ο λογιστής τράβηξε από το χέρι την Ρωξάνη και έκλεισε την πόρτα πίσω τους, βγαίνοντας στον σκοτεινό και σχετικά πιο ήσυχο διάδρομο. Δεν χρειάστηκε να το κάνει εκείνος γιατί μόνη της η μπαργούμαν κόλλησε το σώμα της στον τοίχο, αν δεν το έκανε θα έπεφτε.

Εκείνος της χαμογέλασε. Τα μάτια της φαίνονταν πιο πράσινα με το σκούρο μακιγιάζ της και οι μπούκλες της που εξείχαν σε ένα άγριο χτένισμα της πήγαιναν ακόμη περισσότερο. Δάγκωσε τα χείλη του. Η Ρωξάνη ευχήθηκε να δάγκωνε και τα δικά της έτσι.

«Σου πάει το θέμα του πάρτι. Πάρα πολύ.» Ακούμπησε το χέρι του στον τοίχο, ακριβώς δίπλα από το πρόσωπό της. Έγειρε ελάχιστα προς το μέρος της, άφησε το άρωμά του να την πλησιάσει, να την ζαλίσει, να της κλείσει τα μάτια και να φανταστεί... διάφορα.

«Καλή διασκέδαση, Ρωξάνη. Εύχομαι να περάσεις όμορφα

Πέρασε τα χείλη του ξυστά από το δέρμα στο πρόσωπό της και έφυγε αφήνοντάς την αδύναμη στο σκοτάδι να κοιτά στο μέρος που εκείνος περπατούσε με έναν αέρα σιγουριάς, με μια αυτοπεποίθηση διαφορετική.

Έσερνε σκοτάδι μαζί του, πιο ψυχρό, πιο απόμακρο από οτιδήποτε είχε αισθανθεί στην ζωή της μέχρι εκείνη ακριβώς την στιγμή. Ήθελε, ήθελε πολύ να τον αγγίξει και να νιώσει εκείνη την αίσθηση την διαφορετική. Μα φοβόταν ακόμη.

Φοβόταν πολύ.

.................

Βρισκόταν πίσω από την μπάρα και έφτιαχνε ποτά το ένα μετά το άλλο, χόρευε, κάπνιζε –από τις λίγες φορές στην ζωή της– κι ένιωθε πως αυτή η νύχτα θα της μείνει ειλικρινά αξέχαστη.

Τα μάτια της έτρεχαν στην πλευρά που καθόταν εκείνος με όλα τα υπόλοιπα μέλη της Οικογένειας. Ο Φίλιπ ήταν επίσης ευδιάθετος αλλά δεν τον κοιτούσε καθόλου. Μόνο όταν σήκωσε τον Γκάμπριελ να χορέψουν έπεφτε το βλέμμα της στο δικό του και μετά γελούσε με τις άτσαλες κινήσεις του λογιστή που δεν τον ενδιέφερε καθόλου αν δεν έμοιαζαν πολύ σωστά όσα έκανε.

Σημασία είχε ότι περνούσε καλά.

Ο υπεύθυνος ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να την ενημερώσει πως την περιμένουν οι υψηλόβαθμοι στην πλευρά των vip. Ο Φρέντ αυτή την φορά δεν την λοξοκοίταξε, είχε καταπιεί τώρα πια το γεγονός πως η Ρωξάνη ήταν καλύτερη από εκείνον οπότε συνέχισε την δουλειά του δίχως να επηρεάζεται.

Την είδε να ανεβαίνει στις σκάλες προς τον υπερυψωμένο χώρο και έπειτα αφοσιώθηκε στις παραγγελίες που έφταναν στα χέρια του.

Την ίδια στιγμή, η μπαργούμαν περνούσε την κοπέλα που κάθεται ως συνήθως στη κορυφή της σκάλας και ελέγχει ποιος περνά και ποιος όχι. Είχαν μάθει τώρα πια η μία την άλλη και δεν χρειάστηκε να την ρωτήσει περισσότερα για να την αφήσει να περάσει.

Η Ρωξάνη λοιπόν περπατούσε τώρα όσο μπορούσε προς το μέρος του Φίλιπ και του Γκάμπριελ οι οποίοι ήταν όρθιοι μαζί με τους υπόλοιπους και κάπνιζαν καθώς χόρευαν πιο χαλαρά τώρα στον ρυθμό.

Ο λογιστής γύρισε λιγάκι προς το μέρος της να την κοιτάξει.

Ο γυμνός κορμός του μέσα από το μαύρο βινύλ μπουφάν του ήταν καταϊδρωμένος και η εικόνα ήταν βγαλμένη από τις πιο βαθιές επιθυμίες της. Οι ουλές δεν ήταν καν άσχημες, δεν φαίνονταν έτσι στα μάτια της τουλάχιστον, και μάλιστα ήθελε να τις αγγίξει, αν όχι να τις φιλήσει.

Η Ρωξάνη κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα της από το σώμα του όταν ένα χέρι φυλάκισε το δικό της και όταν ένα στέρνο βρέθηκε σκληρό πάνω στο δικό της.

Το άρωμα ήταν γνωστό.

Και η ουλή ήταν επίσης γνωστή καθώς χάραζε ένα γκρι βλέμμα.

My love, you're something special
I've never met someone like you
You've made me fall from heaven
But I know just what I do

Ο Γκάμπριελ της χαμογέλασε καθώς αγκάλιαζε την μέση της.

«Νομίζω ήρθα για να φτιάξω μερικά ποτά.» Της χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του. «Όχι, δεν ήρθες γι' αυτό. Ήρθες γιατί εγώ ήθελα να κάτσουμε λίγο μαζί. Υπάρχει πρόβλημα;»

Η Ρωξάνη αρνείται ευθύς. «Κανένα.» Χαμογέλασε. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο μπράτσο του και ξεκίνησε να γελάει καθώς ο Ζακ και ο Βίνσεντ προσπαθούσαν να χορέψουν σαν τις χορεύτριες που αυτή τη στιγμή έκαναν διάφορες φιγούρες, αρκετά πρόστυχες θα τις περιέγραφε η Ρωξάνη μα δεν είχε θέμα, μέσα στους βινύλ κορσέδες τους.

Της άφησε κάποια στιγμή το τσιγάρο του ανάμεσα στα χείλη της και την παρατηρούσε να ρουφά καπνό, να τον κατεβάζει στα πνευμόνια της και έπειτα να τον φυσά, όσο έμεινε, στον αέρα.

Εκείνος είχε ξεκινήσει να ζαλίζεται. Θα πρέπει να τον είχε χτυπήσει το ποτό. Και όπως η κοπέλα ετοιμαζόταν να κολλήσει πάνω του περισσότερο, εκείνος ήθελε να την φιλήσει.

Μετά από τόσο καιρό, ήθελε να καθησυχάσει την καρδιά του.

Να νιώσει και πάλι ζωντανός, να αισθανθεί ξανά πως έχει κάτι να χάσει, έχει κάποιον να χάσει.

Ωστόσο, δεν πρόλαβε να την φιλήσει.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή που το πλήθος ούρλιαζε πανικόβλητο, την κοίταξε για κλάσματα του δευτερολέπτου και συνειδητοποίησε πως δεν είχε σημασία αν ήταν μαζί ή όχι. Πάντα θα είχε τον φόβο μην την χάσει.

Ένας δεύτερος πυροβολισμός ακούστηκε.

.....................

Είχαν ανοίξει πυρά οι περισσότεροι, μα ο Άδης απλώς κοιτούσε την Ρωξάνη που κάτω από το στέρνο του, με το κεφάλι στο πάτωμα, τσίριζε και έκλαιγε, δεν μπορούσε παρά να χτυπιέται ολόκληρη καθώς οι πυροβολισμοί έδιναν και έπαιρναν.

Οι πελάτες του μαγαζιού είχαν φύγει και το προσωπικό με τις χορεύτριες είχε φυγαδευτεί στο γραφείο του Φίλιπ. Μέσα στον χαμό δεν ακουγόταν το κλάμα της αλλά έπρεπε να την σταματήσει.

Έπρεπε να σηκωθεί, έπρεπε να πάει με ασφάλεια στο γραφείο του Φίλιπ. Έπρεπε να την πάει.

Πρέπει να πάρω τα όπλα από τις κρυψώνες.

Πάει αν σηκωθεί, τον σταματά. «Θα πεθάνω αν φύγεις, μην φύγεις!»

«Δεν θα πεθάνεις αν μείνεις ξαπλωμένη.»

Ήταν ψυχρός, η ματιά του ήταν σκοτεινή. Ήταν ο Άδης συνειδητοποίησε.

«Μην φύγεις, σε παρακαλώ

«Για να έρθουν σε εσένα, θα πρέπει να περάσουν από εμένα Ρωξάνη.»

Η κοπέλα κλαίει περισσότερο κι όταν αισθάνεται το σώμα του να αποχωρίζεται το δικό της είναι πια πεπεισμένη πως θα πεθάνει. Μα κάποιος την σηκώνει όταν τα μάτια της είναι σφιχτά κλεισμένα.

Ανοίγοντάς τα, τον βλέπει να σηκώνει, να οπλίζει και έπειτα να ρίχνει δεκάδες σφαίρες στα κορμιά εκείνον που τόλμησαν να εισβάλλουν στο Εσκομπάρ.

Ο Φίλιπ, που την τραβά στο γραφείο του, ακούγεται ταραγμένος. «Εδώ θα είσαι ασφαλής Ρωξάνη, μην τολμήσεις και φύγεις από εδώ.»

Η κοπέλα κάθεται άτσαλα στο πάτωμα, δίπλα από μερικές χορεύτριες που κλαίνε σιωπηλά. Ο Φίλιπ ετοιμάζεται να φύγει, όταν η πόρτα ανοίγει απότομα.

Ο Ζακ έχει αίματα στα χέρια του και το πρόσωπο του είναι χλωμό.

Η φωνή του τρέμει.

«Φίλιπ μείνε εδώ. Ο Ρίο δεν μπορεί να έρθει, χτυπήθηκε.»

Στο δωμάτιο απότομη σιωπή.

Ο Ρίο χτυπήθηκε.

.................

Η κραυγή του Άδη ακούστηκε από άκρη.

Σκότωνε όποιον έμπαινε στον δρόμο του για να φτάσει τον πατέρα του. Κάθε ένας που προσπαθούσε να περάσει από εκείνον για να σκοτώσει έναν ακόμη, ο Άδης τον έστελνε κατευθείαν στον πιστό του ακόλουθο τον Κέρβερο.

Σύντομα, κανένας από τους εισβολείς δεν ήταν ζωντανός.

Και είχε τόσο μίσος μέσα στα μάτια του όταν είδε τον Ρίο να προσπαθεί να αναπνεύσει, να έχει χέρια γεμάτα με αίματα καθώς προσπαθούσε να σταματήσει την αιμορραγία. Είχε τόσο μίσος, ήθελε να κλάψει.

Έτρεξε κοντά του χωρίς να χρονοτριβεί και έπεσε στα γόνατα πετώντας στην άκρη τα όπλα του, βγάζοντας το μπουφάν του, τραβώντας τα ρούχα του πατέρα του προσπαθώντας να δει την πληγή του, να δει που τον βρήκε η σφαίρα.

Ο Ρίο προσπαθούσε να πάρει ανάσες, ακανόνιστες έστω, οτιδήποτε για να μην πονάει τόσο πολύ, οτιδήποτε για να μην φαίνεται πως η ζωή φεύγει από το σώμα του λίγο-λίγο, οτιδήποτε για να μην δείξει στον γιο του πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να τον σώσει.

«Ήταν έτοιμοι να την σκοτώσουν.»

Ο Άδης γυρίζει να τον κοιτάξει. Είναι τόσο παγερό το βλέμμα του που καρδιά του Ρίο χάνει το χρώμα της λίγο ακόμη.

«Σημάδευαν εσένα και έπειτα την Ρωξάνη, έπρεπε να τους τραβήξω την προσοχή, δεν μπορούσα να μην σας προστατεύσω.»

Τα μάτια του Άδη γεμίζουν με δάκρυα. Προσπαθεί μα δεν μπορεί να βρει λύση. Πρέπει να τα καταφέρει.

«Άκου με, γιε μου.»

Σαν να μην τον άκουσε ποτέ, ο Άδης προσπαθεί. Μάταια, αλλά προσπαθεί να τον προστατεύσει, να μην φύγει από κοντά του. Τα μάτια του θολώνουν τόσο πολύ κάπου-κάπου που δεν μπορεί παρά να τα σκουπίζει στο γυμνό δέρμα των χεριών του. Ανασαίνει βαθιά και γρήγορα, δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει μια λύση.

«Άδη πες μου κάτι.»

Εκείνος δεν μιλάει. Γύρω τους επικρατεί σιωπή, σαν να τους άφησαν μόνους τους να αποχαιρετιστούν. Εκείνος όμως δεν μπορεί να το δεχτεί.

«Πες μου κάτι, οτιδήποτε. Μην με αφήσεις να φύγω έτσι.»

Το αίμα στα χέρια του ξεραίνεται. Γυρίζει να κοιτάξει τον πατέρα του. Είναι χλωμός, τόσο χλωμός που θέλει να του δώσει όση ζωή μένει μέσα του απλά για να τον δει θερμό και ζωηρό όπως πριν.

Αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο.

Τον αγκαλιάζει και κλαίει μέσα σε μια αγκαλιά που λίγο-λίγο χάνει όση ζωή της απομένει.

«Δεν φτάνουν λίγα λεπτά για να σου πω πόσο σε ευχαριστώ γι' αυτά τα χρόνια μπαμπά

Του γελάει με όση δύναμη του απομένει.

«Ήσουν το καλύτερο πράγμα στην ζωή μου, γιε μου.»

Τον κοίταξε στα μάτια καθώς μπήκε στην βάρκα του Χάροντα. Τον κοίταξε στα μάτια όταν είδε τον πιστό του δούλο να τον παίρνει μακριά του.

Τον κοίταξε στα μάτια όταν χάθηκε η ψυχή από το σώμα του και πήγε να βρει όλους εκείνους που τον περίμεναν στην απέναντι όχθη.

Ο Ρίο ήξερε πως θα ανταμωθούν ξανά με τον γιο του. Κρατούσε εκείνο το «σε αγαπώ» μα δεν το είπε. Θα τον έβλεπε ξανά, κάποια στιγμή και θα του το έλεγε.

Τώρα όμως, πέρασε την όχθη του ποταμού και ένιωσε τον αδύναμο εαυτό του να χαμογελάει.

Κάποιος τον περίμενε εκεί.

«Αδερφέ μου... ήρθες

Δύο παλιοί φίλοι ανταμώθηκαν. Ο Ρίο είχε τόσους να τον περιμένουν εκεί Κάτω που ένιωσε ξανά ολόκληρος. Θα βρισκόταν ξανά με τον γιο του, ήταν σίγουρος. Μα ήταν η ώρα του να δει τον παλιό του φίλο.

Ήταν η ώρα να αγκαλιάσει ξανά τον Άλμπερτ.

Και καθώς απομακρυνόταν από την αγκαλιά του, μια σιγανή φωνή, σχεδόν μελωδική έφτασε κοντά του.

«Ρίο

Είδε πρώτα τα ξανθά μαλλιά της και έπειτα τα χλωμά πράσινα μάτια της.

«Τζούλιαν...»

Και έπειτα, δύο ψυχές λυτρώθηκαν.

....................

Στο γραφείο του Φίλιπ, ένας-ένας και με απόλυτη ασφάλεια έφευγαν από εξόδους κινδύνου. Η Ρωξάνη όμως δεν μπορούσε να φύγει.

Είχε μείνει μόνη της στο γραφείο, είχε μείνει μόνη της να κοιτά το κενό περιμένοντας ένα νέο. Μα κανένας δεν ερχόταν να της πει τι συνέβη.

Έπρεπε να μάθει μόνη της.

Σηκώθηκε δειλά και βγήκε χωρίς να είναι σίγουρη πως αυτό είναι εκατό τοις εκατό ασφαλές, μα δεν πρόλαβε να προχωρήσει γιατί κάποιος κράτησε ισχυρά το μπράτσο της την στιγμή που ήταν έτοιμη να κατέβει τις μεγάλες σκάλες.

Κοίταξε τα μάτια του Φίλιπ ερωτηματικά. «Που είσαι τόση ώρα;»

«Με έψαχνες;»

«Έπρεπε κάποιος να με ενημερώσει, να μου πει τι έγινε.»

«Με έψαχνες;»

Είδε κάτι περίεργο στην ματιά του. Δεν της άρεσε αυτό που έβλεπε, δεν της άρεσε που γυάλιζαν τρελαμένα. Ούτε της άρεσε που τον έβλεπε να σκύβει στο μέρος της, που ήταν έτοιμος να την φιλήσει.

Κατάφερε να τον σπρώξει προτού ακουμπήσουν τα χείλη του τα δικά της.

«Σου μοιάζω για την γαμημένη νεκρή γυναίκα σου;»

Τώρα ήταν η σειρά του να την κοιτάξει μπερδεμένος.

«Επειδή ο Γκάμπριελ πήδηξε την Λιζ δεν σημαίνει ότι θα γίνει το ίδιο και με εμένα. Και τι έχεις πάθει, γαμώτο; Ο πατέρας του αδερφού σου, είναι χτυπημένος μέχρι θανάτου και εσύ είσαι έτοιμος να φιλήσεις την κοπέλα που γουστάρει;»

Ο Φίλιπ εκείνη την ώρα ακριβώς πισωπάτησε.

«Διάβασε το γαμημένο δωμάτιο και μην με ξαναπλησιάσεις ως κάτι περισσότερο από φίλος ή απλά σαν το αφεντικό μου. Το κατάλαβες;»

Ο Αρχηγός έμεινε μόνος του εκεί. Κοιτούσε την κοπέλα από μακριά καθώς φώναζε το όνομα του Γκάμπριελ, έψαχνε να τον βρει.

Το φως της μπορούσε να φωτίσει μονάχα τον θεό του Κάτω Κόσμου. Η Ρωξάνη ήταν προορισμένη για εκείνον, τον Γκάμπριελ, τον Άδη, οτιδήποτε έκρυβε εκείνη η ουλή.

Ο Φίλιπ προοριζόταν για κάτι άλλο.

Και μάλλον εκείνος το κατάλαβε πολύ αργά.

.................

Σταμάτησε να φωνάζει το όνομά του ψάχνοντάς τον όταν τον είδε να έχει πέσει πάνω σε ένα άψυχο σώμα. Δεν θα καταλάβαινε ότι κλαίει αν δεν παρατηρούσε το πώς ανέβαινε και κατέβαινε η πλάτη του γρήγορα, και έπειτα, καθώς πλησίαζε, μπορούσε να ακούσει τους σιγανούς λυγμούς που έφευγαν που και που.

Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πλησιάσει, δεν ήξερε αν έπρεπε να καθίσει δίπλα του.

Της ήταν και αρκετά δύσκολο να το κάνει. Είχε ανατριχιάσει ολόκληρη και μόνο στην όψη του πτώματος. Μα δεν είχε άλλη επιλογή από το να καθίσει κοντά του.

Της πήρε κάποια δευτερόλεπτα να ακουμπήσει την πλάτη του απαλά, προσπαθώντας να του χαμογελάσει, ελπίζοντας να ήταν αυτό μια παρηγοριά για εκείνον.

Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Πρησμένα, ακόμη υγρά.

Και τα χέρια του ήταν γεμάτα αίμα αλλά εκείνη την στιγμή δεν την πείραξε καθόλου αυτό. Τον αγκάλιασε σφιχτά, δίχως να του λέει τίποτα. Και εκείνος μπορεί διστακτικά στην αρχή να φάνηκε αλλά τύλιξε τα χέρια του στην μέση της.

«Λυπάμαι πολύ, Γκάμπριελ.»

Ήξερε όμως πως μπροστά της δεν ήταν εκείνος. Ήταν...

Δεν της απάντησε. Έκρυψε το πρόσωπό του στον λαιμό της και εκείνη ένιωσε στιγμιαία, μόνο άφησε τον εαυτό της να χαρεί μέσα στον βούρκο του θανάτου.

Όταν τα πρόσωπά του απομακρύνθηκαν, η Ρωξάνη δεν τον ρώτησε.

Απλώς τον φίλησε.

»«»«»«

Είναι τόσα πολλά που θα έπρεπε να σχολιάσω σε αυτό το κεφάλαιο αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να σχολιάσω τίποτα εν τέλει. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν διπλό κεφάλαιο να σας ενημερώσω, κανονικά θα το σταματούσα εκεί που έλεγε για τον δεύτερο πυροβολισμό αλλά είπα να το τελειώσω στο φιλί, έτσι για μια γλυκόπικρη αίσθηση. Τι πιστεύετε;

Ίσως και να έκλαψα πολύ στην σκέψη πως ο Ρίο βρέθηκε με τον Άλμπερτ αλλά κυρίως, βρέθηκε με την Τζούλιαν.

Ρε παιδιά, για να μην τα λέω εγώ, για πείτε μου: Αγαπημένη σκηνή κεφαλαίου;

Σας αγαπώ πολύ. Πάω να κάνω ετοιμασίες για την βραδινή έξτρα έξοδο.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top