𝑇ℎ𝑖𝑟𝑡𝑦. 𝑀𝑖𝑛𝑑 𝐸𝑟𝑎𝑠𝑒𝑟
Είχε μάτια κλειστά μα όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις υπερλειτουργούσαν. Η ακοή του έπιανε και την κάθε ανάσα, μέσα σε λίγα λεπτά ήξερε να ξεχωρίσει τον αριθμό των ανδρών και των γυναικών γύρω του ενώ η αφή τον άφησε με μια μπερδεμένη έκφραση πίσω από το ύφασμα που κάλυπτε το πρόσωπό του μιας που τα γυναικεία χέρια των παραξένεψαν εντελώς.
Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο, σε καμία περίπτωση δεν ήταν μόνος του.
Δύο άνδρες, αν δεν ήταν τρεις με τον έναν να έχει ασυγχρόνιστη αναπνοή και τέσσερις γυναίκες.
Και κανένας τους δεν είναι κρατούμενος. Όλοι περιμένουν πότε ο άνδρας που έχει στηριχθεί στα γόνατά του να κουνηθεί, να μισανοίξει τα χείλη του, να προσπαθήσει να βγάλει τις αλυσίδες που τον κρατάνε.
Τους κρατάει για λίγο ακόμη σε αναμονή. Θα ήθελε πολύ να κοιτά τα αγχωμένα πρόσωπά τους και να χαμογελά στα μπριζωμένα σώματα που στέκονται λίγα μέτρα μακριά του. Αλλά έχει το ύφασμα στα μάτια του και αφήνει τις υπόλοιπες αισθήσεις του να του δώσουν εκείνο το συναίσθημα αποζητά.
Τελικά, κουνά ελάχιστα τα πόδια του και γυρίζει το κεφάλι του σε διάφορες κατευθύνσεις απαλά και ήρεμα, υποθετικά για να ξεμουδιάσει.
Δεν πρόλαβε να πάρει παραπάνω ανάσα. Βήματα ακούστηκαν στο δωμάτιο να απομακρύνονται και καθώς χάνονταν πίσω από το κλείσιμο μιας πόρτας, η ανδρική φωνή που ένα ηχώ στο άδειο δωμάτιο, τον έκανε να... χαμογελάσει.
«Ξύπνησε.»
Αυτό ήταν λοιπόν.
Η συμφωνία μπαίνει σε ισχύ.
................
Έξω από την έπαυλη της Αγγλικής Οικογένειας, της κυρίαρχης, είχαν καταφθάσει αντιπροσωπείες από μικρότερες φαμίλιες της Αγγλίας, από Μπέλφαστ, Λίβερπουλ, Λονδίνο, Μπέρμιγχαμ ενώ η Σκωτία, η Τσεχία, η Ρωσία, η Σουηδία και τα Βαλκάνια είχαν στείλει εκτάκτως πρέσβεις στο Κάλεσμα του Φίλιπ.
Ήταν ένα μεγάλο χτύπημα για τον υπόκοσμο ο θάνατος της Πρώτης Κυρίας των Αγγλικών Δυνάμεων αλλά η εξαφάνιση και πιθανώς απαγωγή του Γκάμπριελ υπήρξε πιο συνταρακτική είδηση από οποιαδήποτε άλλη τα τελευταία χρόνια.
Η έπαυλη είχε αποκτήσει ξανά εκείνη τη βαβούρα που επικρατούσε πριν από κάθε επίσημη συνάντηση και εμφάνιση του Αρχηγού, ενώ έξω από αυτήν, τα αμάξια, οι φύλακες, οι πρέσβεις, οι διπλωμάτες και επίτιμα μέλη κάθε συμμαχικής Οικογένειας, βουτηγμένοι όλοι τους σε μια πρώιμη νεκρική σιγή, πρόσδιδαν στην κατάσταση σοβαρότητα και σημασία.
Ο Φίλιπ από το γραφείο του τους έβλεπε όλους. Ο Ρίο καθισμένος σε μια καρέκλα κρατούσε το μέτωπο στα χέρια του και με κλειστά μάτια ανάμενε την ειδοποίηση του Βίνσεντ πως όλα είναι έτοιμη, πως η αίθουσα έχει γεμίσει και μένει να εμφανιστούν εκείνοι.
Ο Ρίο έχει πάρει ένα ηρεμιστικό για να μπορέσει να μείνει ψύχραιμος και ακέραιος μπροστά σε δεκάδες μέλη του Υποκόσμου. Έχει περάσει καιρός από την τελευταία του εμφάνιση και το κύρος του αισθανόταν πως είχε χαθεί. Μα σε κάθε περίπτωση, ο λόγος που δεν ήταν έτοιμος δεν βασιζόταν στο άγχος για το επικείμενο συμβούλιο αλλά για το γεγονός πως βρέθηκε εκεί, δώδεκα χρόνια πριν, δίπλα από τον καλό του φίλο, μέσα στο ίδιο γραφείο, να ψάχνει και το παραμικρό στοιχείο για να βρει τον γιο του.
«Δεν γίνεται να είναι τόσο καλοί. Θα έχουν κάνει κάποιο λάθος, κάτι θα βρούμε.» Ο άνδρας ακούγεται απελπισμένος στον Φίλιπ. Ο Αρχηγός πάντως καπνίζει νευρικά τα τσιγάρα του.
Αν ο Γκάμπριελ ήταν εδώ κι εγώ έλειπα, θα με είχε βρει ήδη.
Ποιος μπορεί να τον πήρε; Ποιο το όφελος; Τι ζητάνε; Ξανά.
Αν και όλοι ξέρουν το όφελος, τον λόγο. Ο Άδης. Από την αρχή αυτό ήταν. Και ο Ρίο κάθε φορά θέλει να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να διαγράψει εκείνη την φήμη για τον Εκτελεστή.
«Θα αντέξει;» τον ρωτά έπειτα από λίγο ο Αρχηγός. Ο φόβος του να τον δει να πέφτει, να τον δει να χάνει την δύναμη του. Ο Ρίο τον κοιτά, πιάνει την ανησυχία του στον αέρα.
«Θα αντέξει.»
«Το πιστεύεις;»
Όχι, δεν το πιστεύει. Αλλά πρέπει να δώσει στον Αρχηγό του την δύναμη που χρειάζεται. Το θάρρος.
Η πόρτα χτυπάει, ο Βίνσεντ ξεπροβάλλει και τους καλεί για την Έναρξη.
Η Έναρξη περιλάμβανε την καταγραφή του πρακτικού, τους χαιρετισμούς των Αντιπροσώπων και μερικές δωρεές από τις πρεσβείες για βοήθεια στην εκάστοτε κρίση της εκάστοτε Οικογένειας.
Ο Φίλιπ δεν είχε όρεξη για τίποτε από όλα αυτά αλλά με τον Ρίο στο πλάι του, έχοντας απομείνει οι δύο τους τώρα, αποφασισμένος περπατά στο σπίτι, αφήνοντας τα σκαρπίνια του να ηχήσουν σε όλη την πλέον σιωπηλή έπαυλη.
Πρώτος πέρασε την πόρτα εκείνος με τον Ρίο να δίνει εντολή να κλειδωθούν μετά από το πέρασμά του. Ένα-ένα μέλος σηκώθηκε από την θέση του και υπέδειξε σεβασμό στους επικεφαλής της Οικογένειας της Αγγλίας που είναι βουτηγμένη στο πένθος δύο απωλειών.
Κάθονται όλοι ξανά μόνο όταν ο Φίλιπ ακουμπά την πλάτη του στο μαξιλάρι της μεγάλης πολυθρόνας στην άκρη της αίθουσας. Περιφερικά με την θέση του βρίσκονταν οι υπόλοιπες και σχημάτιζαν όλες μαζί δύο κύκλους, ένα μεγαλύτερο, ευρύτερο για τους ακόλουθους των σημαντικότερων μελών, ενώ ο πιο κλειστός έκλεινε με εκείνους τους Αρχηγούς που πήραν το ρίσκο και τους πρέσβεις.
Κάπου ανάμεσά τους, ο Αρχηγός της Ρωσικής Οικογένειας καπνίζει το πούρο του εκνευρισμένα. Θα μπορούσε να το είχε κάνει εκείνος αυτό το βήμα, θα ήταν δικός του ο λογιστής, θα είχε προσθέσει το μεγαλύτερο διαμάντι στην Οικογένειά του. Και τώρα κάποιος άλλος έκανε την έξυπνη κίνηση που δεν του πέρασε από το μυαλό. Ήταν έξαλλος.
Δεν πιστεύει ότι θα βρεθεί, είναι σίγουρος πως έχει ήδη καμουφλαριστεί εξαιρετικά από τους απαγωγείς του και σε δύο μήνες, όταν θα έχει περάσει η περίοδος Οικουμενικής Συμπαράστασης, θα ανακοινωθεί και ο θάνατός του. Είναι σίγουρος.
Μέχρι τότε όμως θα κάνει υπομονή, να δει τι θα συμβεί. Και όταν και ο Ρίο κάθεται στην θέση του, επικεντρώνει την προσοχή του εκεί.
Ο Φίλιπ κοίταξε φευγαλέα στα δεξιά του.
«Σας ευχαριστώ όλους που βρίσκεστε εδώ σήμερα.»
Στην θέση του Γκάμπριελ κάθεται ο Ρίο. Απογοήτευση.
«Είναι ειλικρινά ενθαρρυντική η στήριξή σας για την ξαφνική εξαφάνιση του Γκάμπριελ. Κάθε λόγος, κάθε σχόλιο, κάθε μικρή ή μεγάλη βοήθεια θα μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά στο να τον βρούμε και να σπείρουμε δικαίωση στο όνομά του.»
Όλοι τους γνέφουν, δίχως να ακούγεται τίποτε περισσότερο από την βροντερή φωνή του.
«Από σήμερα και μέχρι να τον βρούμε, ο Ρίο αναλαμβάνει και πάλι την θέση που κατείχε στην Αρχηγία του πατέρα μου, τιμή μου που θα είναι στο πλευρό μου και εγώ στο δικό του.»
Η απόσταση που τέθηκε μεταξύ τους ήταν απότομη. Μπροστά σε όλους ήταν εκείνος ο ξεχασμένος λογιστής πλάι στον διάδοχο του καλύτερου φίλου του. Πίσω από κλειστές πόρτες ήταν ο ένας για τον άλλον ότι απέμεινε από τον Άλμπερτ και τον Γκάμπριελ.
«Επιτρέψτε μου να σημάνω την Έναρξη του αποψινού Συμβουλίου.»
Όλοι και πάλι ξανά όρθιοι. Μονάχα ο Ρίο, όπως ορίζει το πρωτόκολλο της Οικογένειας, μένει καθιστός. Και καθώς ανοίγει το μεγάλο βιβλίο των πρακτικών, η εικόνα του αντικαθίσταται από εκείνη του Γκάμπριελ.
Και μπορεί ο Ρίο να μην γυρνά το κεφάλι του, μα ο Φίλιπ βλέπει τον αδερφικό του φίλο να του χαμογελά στραβά και να του κλείνει το μάτι ως ένδειξη πως όλα βρίσκονται υπό τον έλεγχό του.
Ανασαίνει βαθιά προτού καταγραφούν στα πρακτικά τα πρώτα λόγια του πρώτου κατά σειρά Αρχηγού. Εκείνος από το Λονδίνο ξεκινά διστακτικά μα με κάθε επισημότητα υποβάλει τα σέβη του.
Ο Φίλιπ κάθεται τώρα και μένει να τους κοιτά όλους καθώς ένας-ένας μιλά και έπειτα παίρνει ξανά την θέση του σε μια από τις άνετες θέσεις.
Δαγκώνει το εσωτερικό των ούλων του και το ματώνει μα δεν τον ενδιαφέρει.
Ποιος να τον πήρε; Θα τον βρουν;
Που είσαι Άδη;
...............
«Δεν πέσαμε έξω, Ελίνα.»
Η γυναίκα περπατά στο μεγάλο γραφείο της με αυτοπεποίθηση και με ένα χαμόγελο ταιριαστό στην περίσταση. Λίγο ακόμη να γεμίσει το στέρνο της με αέρα και θα ξεσπάσει σε τρανταχτά, λυτρωτικά γέλια.
Βρίσκεται πολλά βήματα μπροστά από την Αγγλική Οικογένεια και τον Αρχηγό τους. Πάει καιρός από την πρώτη φορά που ξεκίνησε να μελετά εκείνη την φαμίλια, με τον εξαιρετικά καλό Αρχηγό αλλά τον ικανότατο λογιστή, με χρέη έμπιστου, τον Γκάμπριελ. Η έρευνα της είχε στόχο πρώτα τον Φίλιπ μα έπειτα, συνειδητοποιώντας την αξία του πιο πολύτιμου λίθου της Οικογένειας, οι έρευνες έμειναν αυστηρά πάνω στον ταπεινό λογιστή.
Έμαθε πολλά για εκείνον, έμαθε πως υιοθετήθηκε από τον Ρίο σε ηλικία των έντεκα, έμαθε πως μαθήτευσε πλάι σε εκείνον για τα μυστικά του Υποκόσμου, πως εξελίχθηκε στον πιο έμπιστο άνδρα δίπλα από τον Αρχηγό.
Μα αυτό που την έκανε να χαμογελάσει και εν τέλει να καταλήξει πως εκείνον θα έπρεπε να εντοπίσουν, ήταν εκείνες οι πληροφορίες για την απαγωγή του πολλά χρόνια νωρίτερα. Πως βασανίστηκε για τρεις μέρες και νύχτες –το σημαδεμένο του σώμα το πρόδιδε ξεκάθαρα– και ο Άδης, ο Τιμωρός, φρόντισε να πάρει εκδίκηση στο όνομα του πιστού μέλους της Οικογένειας, ακόμη κι αν γνώριζε πως εξαιτίας του πέρασε όλα εκείνα τα δεινά.
Οπότε η γυναίκα αυτή κατάλαβε το αδύναμο σημείο ολόκληρης της Αγγλικής Επικράτειας.
Ο Γκάμπριελ, η απαγωγή του, τα στυγνά βασανιστήριά του, αυτά θα φέρουν τον Άδη στο κατώφλι της. Και έπειτα θα τον παγιδεύσει, θα τον κάνει μέλος της δικής της Οικογένειας. Και τότε θα γίνει γνωστή, θα την σέβονται όλοι.
«Αν κρίνω από την Σύγκλητο της Αγγλικής Οικογένειας, τότε δεσποινίς Νιόβη έχετε δίκιο. Δεν πέσαμε έξω.» Η Ελίνα της χαμογελά ευχαριστημένη από τις εξελίξεις.
«Θεωρείς θα ψάχνει κι ο Άδης για εκείνον;» Έτσι θα ήθελε να ελπίζει, από τις πρώτες μέρες ο Άδης θα έπρεπε να είναι στο σεργιάνι για το σπουδαίο δεξί χέρι της Αγγλικής Αρχηγίας.
Η Ελίνα κοίταξε την φιλόδοξη γυναίκα απέναντί της. «Πιστεύω πως ναι.» Βαθιά μέσα της όμως η κοπέλα ξέρει πως είναι νωρίς γι' αυτό. Έχει αυτοπεποίθηση, είναι αλαζονική, η Νιόβη. Και θα πάρει αυτό που αξίζει στην Οικογένεια της. Η δόξα, η αναγνωρισιμότητα, ναι, είναι μερικά απ' όσα θέλει να γευτεί, αλλά η αποδοχή. Θέλει να περπατά στις εκδηλώσεις των Οικογενειών της Ευρώπης και να την αντιμετωπίζουν όπως πρέπει, όπως και όλους τους υπόλοιπους.
Η Νιόβη θα το καταφέρει.
Η Νιόβη θα γίνει όλα όσα θέλει. Και σε αυτό μονάχα ένας θα μπορέσει να την βοηθήσει. Ο Γκάμπριελ.
«Ελίνα, ειδοποίησε τους πως ήρθε η ώρα.»
Η κοπέλα σηκώθηκε από την θέση της γρήγορα, έπιασε τα πράγματά της και βάδισε προς την έξοδο.
«Ετοιμάστε τον μου. Ξεκινάμε.»
.................
Ήταν στην σιγή για δύο ή τρεις μέρες μέχρι να ακούσει ξανά βαβούρα έξω από την πόρτα του. Έτρωγε κάθε οκτώ ώρες, ξηρή τροφή μαζί με λίγο νερό, σε μικρό ποτήρι ενώ όταν έμενε μόνος του τίναζε λίγο τα άκρα του για να ξεμουδιάσει. Αναγνώριζε πως η σιωπή που βρισκόταν μέχρι πρότινος ήταν η ηρεμία πριν την καταιγίδα οπότε όταν η πόρτα άνοιξε και άκουσε ένα ζευγάρι βημάτων να περιπλανώνται στο δωμάτιο, πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε θάρρος στον εαυτό σου.
Και τι μπορεί να σου κάνουν που δεν στο έχουν ξανακάνει; Τίποτα.
Μέτρησε τα βήματα, ήταν αρκετά μα κατάλαβε πως έκανε γύρους στο δωμάτιο αυτός ο κάποιος που τον επισκέφτηκε. Δεν θα τον βοηθούσε αυτό. Χαλάρωσε το σώμα του και περίμενε, υπομονετικά. Ώσπου κάποιος του έβγαλε τι ύφασμα που κάλυπτε τα μάτια του και τώρα βλεφαρίζει για να προσαρμοστεί στο ημισκότεινο δωμάτιο.
Μια γυναικεία μορφή περνά από μπροστά του και μισανοίγει τα χείλη του. Δεν λέει τίποτε, περιμένει εκείνη.
«Πως περνούν οι μέρες σου αγαπητέ;»
Την φωνή αυτή την γνωρίζει, την έχει ακούσει σε συμβούλια και εκδηλώσεις, μπορεί να μην αναγνωρίζει την φιγούρα που στέκεται από πάνω του αλλά ξέρει πως τώρα πια, μπορεί να λέγεται όμηρος της Σπουδαίας Νιόβης.
«Ήρεμα, μπορώ να πω. Ήσυχα.»
Η γυναίκα χαμογελά και πέφτει στο ύψος του στηριζόμενη στα πόδια της.
Το βλέμμα του δεν συμπίπτει στο δικό της, αυτό την εκνευρίζει στην αρχή μα έπειτα νιώθει το δέος του λογιστή να της δίνει δύναμη, αυτοπεποίθηση περισσότερη. Οτιδήποτε που την κάνει να νιώθει ισχυρή. Στα μάτια του τουλάχιστον, είναι.
«Θα προτιμούσα να μιλούσαμε σε κάποιο γραφείο, ή σε ένα καφέ, δεν ξέρω τι συνηθίζετε στο Μάντσεστερ, αλλά κάπου πιο...»
«-ουδέτερα;»
Η Νιόβη χαμογελά. «Ναι. Κάπου πιο ουδέτερα. Αλλά τώρα βρίσκεσαι σε ένα από τα δωμάτια μου και χάνουμε το πλεονέκτημα αυτό. Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα, έτσι;»
Τότε, ο Γκάμπριελ σηκώνει το κεφάλι του προς το μέρος της. Τα γκρι μάτια του συναντούν το ψυχρό μα τόσο φιλόδοξο βλέμμα της και της χαμογελούν διακριτικά. «Κανένα απολύτως.»
«Ελπίζω να παραμείνει έτσι, πάντως.»
Εκείνος ξεφυσά και περιμένει την πρώτη της ερώτηση. Δεν τον απήγαγε για να μιλήσουν περί ανέμων και υδάτων, θα τον ρωτούσε κάτι και έπειτα κάτι θα του έκανε. Δεν κοιτούσε πιο πίσω της, δεν ήθελε να δει με τι θα τον πλήγωνε.
«Ξέρεις, αγαπητέ μου Γκάμπριελ, πως δεν είσαι εδώ για να κάνουμε ψιλή κουβεντούλα.»
«Το αντιλαμβάνομαι, βεβαίως.»
«Μπορεί να οδηγηθεί εκεί μόνο αν το θέλεις. Θέλεις;»
Ο λογιστής την κοιτά δίχως να σπάει τα βλέμματά τους. Περιμένει. Περιμένει το ξέσπασμα. Και η ουλή ακόμη μένει σκοτεινή. Δεν μέλλει να λάμψει ούτως ή άλλως, όμως. «Θα δείξει αν με συμφέρει.»
«Καλώς τότε. Ας μπω απευθείας στο ψητό γιατί εμένα έτσι με συμφέρει.»
Πλησιάζει κοντά στις αλυσίδες του και με μια μονάχα κίνηση, ένα μικρό κουμπί χρειάστηκε για να ξεκινήσουν να σφίγγουν γύρω από το δέρμα του, να στρίβουν και να προκαλούν το πρώτο κύμα δυσφορίας. Αλλά δεν τόλμησε να αναφωνήσει, να δείξει τίποτε. Θα χαλάσει την πλάκα έτσι.
«Θα ήθελες μια συνεργασία μαζί μας;»
«Τι είδους συνεργασία;»
«Η θέση του λογιστή στην Οικογένεια μας σε περιμένει.»
«Ειλικρινά, είμαι εντάξει στο πλάι του Φίλιπ.»
«Το φαντάστηκα ότι θα απαντούσες αυτό. Στην πραγματικότητα, δεν σε χρειάζομαι εδώ. Έχω κάποιον πολύ καλύτερο.»
Ο λογιστής γελάει. «Άουτς.»
«Ένας ταπεινός λογιστής είσαι εξάλλου. Και μόνος σου το λες.»
«Έχεις δίκιο. Θα ήμουν περιττός για εσένα.»
«Πράγματι. Ωστόσο, ξέρεις πως, υπάρχει ένας μονάχα άνθρωπος που θα μου φανεί χρήσιμος και δεν θα χρειαστεί να αναφέρω το όνομά του, έτσι;»
Η δυσφορία γίνεται ανεκτή λεπτό με το λεπτό, σχεδόν ξεχνάει πως μια χοντρή αλυσίδα γυρίζει γύρω από την μέση του και στρίβει το δέρμα του αργά μα βασανιστικά. Αυτό είναι το όλο θέμα εξάλλου. Να τον βασανίσει μέχρι να λυγίσει και εν τέλει να μιλήσει.
«Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύομαι να καταλάβω ποιον έχεις στο μυαλό σου.»
Τον Άδη.
«Έλα τώρα, Γκάμπριελ. Όχι σε εμένα αυτά. Ξέρεις πολύ καλά.»
«Ειλικρινά, Νιόβη, δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς.»
Σηκώνεται και πάλι όρθια και πλησιάζει την άκρη του δωματίου. Με τα βήματα της να πλησιάζουν ξανά τον καθισμένο άνδρα, στο ημίφως του δωματίου αποκαλύπτεται και το μέσο της να τον κάνει να μιλήσει.
Μαστίγιο.
Τα παλιά, καλά λημέρια.
Και χτύπησε πρώτη φορά τον αέρα δημιουργώντας μια ανατριχιαστική ηχώ στον χώρο. Εκείνος πήρε βαθιά ανάσα και εκείνη πήρε μια πρώτη εσωτερική νίκη με το χαμηλωμένο βλέμμα του. Οι αλυσίδες στα χέρια του σφίγγουν και τον αναγκάζουν να υψώσει τα χέρια του ψηλά στον τοίχο.
«Μια τελευταία προσπάθεια;»
«Για να έφερες μαστίγιο μπορώ να υποπτευθώ κάποιον.»
Φτάνει πολύ κοντά του. «Ποιον;»
Γελάει προτού προκαλέσει την έναρξη του κακού. «Χτύπα με και ίσως σου πω.» Επέλεξε με προσοχή τις λέξεις που χρησιμοποίησε, ήξερε για την Νιόβη πολλά και αν κάτι ξεχώρισε ήταν το πόσο εύκολο ήταν να την προκαλέσεις. Και αυτό ήταν μια πρόκληση ανοιχτή, μια πρόκληση που δεν μπορούσε να μην δεχτεί.
Έτσι, τον χτύπησε.
Σήκωσε ψηλά το μαστίγιο στον αέρα και έπειτα βρήκε τα πλευρά του. Ο πόνος αφόρητος, απίστευτα επώδυνος. Τα μάτια του έσφιξαν αντανακλαστικά και τα πρώτα δάκρυα έτρεξαν. Έτσουξε η σάρκα του και ήταν μονάχα η αρχή.
«Για πες μου.»
«Ωραίος ο μαζοχισμός. Συνέχισε.»
Τον μισεί. Αισθάνεται απαίσια. Θέλει να την κάνει να σταματήσει. Και μακάρι αυτή η λέξη που θέλει να ακούσει να ήταν αρκετή.
Το μαστίγιο χτύπησε ξανά τον αέρα προτού καταλήξει στο κορμί του. Και έπειτα έσφιξε κι άλλο τα δόντια του για να μην ουρλιάξει, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μην φανεί αδύναμος, ευάλωτος, τρωτός.
Ακριβώς, δηλαδή, αυτό που ήταν. Εύκολα διαπερατός.
Τα επόμενα χτυπήματα εξακολούθησαν να είναι σιωπηλά. Δεν τον ρώτησε τίποτε, μα έπειτα από το τρίτο, όταν τα πλευρά του στα δεξιά είχαν αρχίσει να ματώνουν για τα καλά, η γυναίκα καθάρισε την άκρη από το φονικό της και χαμογέλασε στην παραμορφωμένη έκφραση του προσώπου της.
«Μην είσαι τόσο περήφανος. Ούρλιαξε.»
Τον χτυπά ξανά.
«Σπάσε.»
Και πάλι. Εκείνος δεν κάνει τίποτε.
«Ξέρω ότι πονάς.»
Πονάει, πάρα πολύ. Ανάθεμα είναι μαρτυρικό όλο αυτό.
«Φώναξε αν θέλεις, δεν θα σε παρεξηγήσω.»
Και τον χτυπάει και πάλι. Και μια δεύτερη φορά, μια ακόμη.
«Ποιον ψάχνω;»
Σηκώνει ψηλά το μαστίγιο, τον χτυπά ξανά και ξανά. Σιωπή.
Και τον χτυπάει πάλι.
Λίγο ακόμη και θα σπάσει, το ξέρουν και οι δύο. Βαθιά, ταυτόχρονη, ανάσα προτού σηκώσει και πάλι το φονικό της. Αυτή τη φορά, τον πετυχαίνει στον λαιμό. Και από το πουθενά, ο Γκάμπριελ ανοίγει τα μάτια του διάπλατα, δάκρυα τρέχουν ανεξέλεγκτα, ματώνει χωρίς σταματημό.
Η Νιόβη γελάει. Και τον χτυπά ξανά.
Και εκείνος σπάει. Ουρλιάζει, δυνατά, διαπεραστικά.
Μια έπαυλη σιώπησε προτού την σπάσει εκείνη την σιωπή.
«Ποιον ψάχνω Γκάμπριελ;»
Σηκώνει το μαστίγιο μια τελευταία φορά γιατί ξέρει πως νίκησε.
«Τον Άδη», της φωνάζει στο τελικό χτύπημα. Το μαστίγιο πέφτει στην άκρη του δωματίου και η Νιόβη γελάει υστερικά.
«Ακριβώς αυτόν ψάχνω. Και για πες μου, Γκάμπριελ... Ξέρεις που είναι;»
Σιωπή.
«Θα υποθέσω πως ξέρεις γιατί μόνο τότε θα έχει πλάκα.»
Στραβοκαταπίνει εκείνος, την νιώθει να πλησιάζει. Και πράγματι στέκεται από πάνω του με σταυρωμένα χέρια στο στήθος της. «Που είναι λοιπόν;»
«Δεν θα σου πω.»
«Ωραία τότε...» ανάσα αισιοδοξίας και ένα μικρό πνιχτό γελάκι. «...φέρτε μου τα μαχαίρια.»
....................
Ήταν καθιστός σε μια μπανιέρα με νερό να τρέχει πάνω του.
Τρεις γυναίκες έπλεναν την σώμα του με προσοχή, περνούσαν ευγενικά με τα δάχτυλά τους πάνω από ουλές και φρέσκες πληγές. Εκείνος είχε πεσμένο το κεφάλι του, με κλειστά μάτια, δίχως να σκέφτεται ότι είναι γυμνός μπροστά τους, ότι είναι αδύναμος και εκτεθειμένος. Έχασε τόσο αίμα...
«Κύριε, σηκωθείτε.» Μια από τις τρεις τον σκούντησε και του τράβηξε τη προσοχή. Μάλλον τελείωσαν με την περιποίηση. Σηκώνεται δίχως την βοήθειά τους, στέκεται στα πόδια του χωρίς να τον ενδιαφέρει που τον κοιτούν αδιάκριτά. Μόνο τις αφήνει να στεγνώσουν το κορμί του με καθαρές, ζεστές πετσέτες.
Το βλέμμα του έμεινε στα καθαρά ρούχα μπροστά του, ένα μπεζ σετ ανάλαφρου λινού υφάσματος. Δίπλα, είχε γάζες.
Και τα συνέδεσε όλα στο μυαλό του.
«Θα μου πείτε τα ονόματά σας;» τις ρωτά. Καμία δεν απάντησε ωστόσο. «Καταλαβαίνω, εντάξει.» Δεν τους είπε τίποτα από εκεί και πέρα. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά για να τον τυλίξουν με την γάζα και φόρεσε μόνος του το καθαρό εσώρουχο με τα ρούχα.
«Θα σας μεταφέρουμε στην τραπεζαρία τώρα. Η Κυρία σας περιμένει για να φάτε μαζί δείπνο.»
Γνέφει. Δεν καταλαβαίνει τον λόγο της ευγένειας αλλά θα τον δεχτεί όποιος κι αν είναι. Τις ακολουθεί μέσα από πόρτες και διαδρόμους, ώσπου φτάνει στην μεγάλη αίθουσα με την τραπεζαρία στρωμένη, έτοιμη για να ξεκινήσει το δείπνο. Τρία σερβίτσια, δύο άδειες θέσεις. Η Ελίνα αρνείτο να παρευρεθεί. Δεν μπορεί να το αντέξει. Ο Γκάμπριελ παίρνει την θέση του αδιαφορώντας για αυτό το τρίτο σερβίτσιο και κοιτά φευγαλέα την Νιόβη.
«Καλή όρεξη Γκάμπριελ. Ελπίζω τα κορίτσια να σε φρόντισαν όπως έπρεπε.»
Την κοίταξε φευγαλέα και χαμογέλασε. «Αν ανησυχείς για την ανωνυμία τους, δεν υπάρχει λόγος.» Η γυναίκα γνέφει ευχαριστημένη.
Ξεκινά να τρώει από το πλούσιο γεύμα και μένει ανυποψίαστη.
Ο Γκάμπριελ τρώει με μια μικρή νίκη για εκείνον. Έκλεψε το όνομα μιας, ή καλύτερα, ήταν η ίδια πρόθυμη να του το δώσει. Αφροδίτη.
Και η Αφροδίτη, ξέρει από τώρα πως θα έχει ξεχωριστή θέση στην συμφωνία.
......................
Απέρριψε την πρόταση της να περάσει το βράδυ στο υπνοδωμάτιο της. Η Νιόβη ένιωσε μερικά βέλη να πληγώνουν τον εγωισμό της αλλά έγνεψε με το κεφάλι ψηλά προτού διατάξει να τον πάρουν και να τον πάνε και πάλι πίσω στο σκοτάδι.
Παρόλα αυτά, τον είδε να σκύβει το κεφάλι, να κλείνει τα μάτια, να τηρεί κάθε όρο που του έβαλε εκείνη με την απαγωγή του. Σαν να μην ήθελε να αποκτήσει οποιοδήποτε πλεονέκτημα απέναντί της, σαν να μην σκόπευε να δραπετεύσει.
Αγνοούσε την Αφροδίτη.
Η Νιόβη δεν μπορεί να δεχτεί την παθητική στάση του, την συμπεριφορά της απέναντί της. Και έτσι, βρέθηκε ξανά στο δωμάτιο, εκνευρισμένη, να στέκεται όρθια μπροστά του, κοιτώντας τον αφ' υψηλού και περιμένοντας να ανοίξει τα μάτια του, να την κοιτάξει, να της κάνει αυτή την χάρη.
Και το κάνει λίγο αργότερα.
«Συνέβη κάτι;» την ρωτά γαλήνια. Είναι δεμένος, γαμώτο, είναι δεμένος, βασανισμένος και κρατούμενος μου. Και με ρωτά τι συμβαίνει;
«Είσαι καλός.»
Της χαμογελά. «Εξαιρετικό κομπλιμέντο.»
«Σε βασάνιζα ώρες ολόκληρες... για να κάθεσαι τόσο χαλαρός;»
«Δυσκολεύομαι να προσποιούμαι.»
Εκνευρίζεται, αφήνει ένα τρομακτικό ουρλιαχτό, το δεύτερο λάθος της και πλησιάζει τόσο που τα πρόσωπά τους συναντιούνται ξανά.
«Ποιος άνθρωπος δεν προσπαθεί να ξεφύγει από τα βασανιστήριά του;» του φωνάζει. «Ποιος άνθρωπος δεν προσπαθεί να κερδίσει την ελευθερία του; Την ζωή του;»
Ο Γκάμπριελ την κοιτά, της χαμογελά και μισανοίγει τα χείλη του. Τα κλείνει, εντείνει τον εκνευρισμό της μα τελικά της απαντά. Και η Νιόβη πισωπατεί, φεύγει μακριά από εκείνο το δωμάτιο. Γιατί δεν το είχε φανταστεί. Δεν ήξερε πως ο Γκάμπριελ είναι αυτός άνθρωπος.
«Ο άνθρωπος που δεν έχει τίποτε να χάσει.»
»«»«»«
Βασανιστήρια. Σύγκλητος Οικογενειών. Νιόβη. Βασανιστήρια.
Και Αφροδίτη.
Λοιπόν, τι έχετε να πείτε; Εγώ μόνο γελάω, τρίβω τα χέρια μου πονηρά και ετοιμάζομαι να περάσω απίστευτα. Μην τα ξαναλέω, η αγαπημένη μου περίοδος κεφαλαίων έχει ξεκινήσει. Πείτε μου, σας αρέσουν και εσάς; Αγαπημένο σημείο του κεφαλαίου;
Σας αγαπώ πολύ, θα περιμένω σχόλια και αντιδράσεις.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top