𝑇ℎ𝑖𝑟𝑡𝑒𝑒𝑛. 𝑊ℎ𝑖𝑡𝑒 𝐿𝑎𝑑𝑦
Τότε ο Άδης δεν είχε μάθει πόσο τον διασκεδάζει μια εκτέλεση. Σαδιστικές επιθυμίες είχε αρκετές, ειδικά μετά τα βασανιστήριά του, όμως ακόμη δεν είχε εξερευνήσει τον ωραίο κόσμο του εκτελεστικού διαλόγου, όπως το ονόμασε έπειτα.
Στην πρώτη πόρτα λοιπόν, μπήκε, έβγαλε το καλό του όπλο, ένα AR-556 το οποίο φόρεσε στο σώμα του και σκότωσε ευθύς τους δύο που παρακαλούσαν για συγχώρεση. Στην απέναντι πόρτα, το ίδιο. Πέρασε και τις τρεις επόμενες, σκοτώνοντας αυτούς που περίμεναν τον Άδη και κάπως χαμογελούσε κάθε φορά που έβλεπαν εκείνον. Προτού πεθάνουν όλοι σκέφτονταν το ίδιο· το δεκαοχτάχρονο «αγόρι» που μαστίγωσαν «μέχρι θανάτου» ήταν εκείνος... ο Εκτελεστής. Ήταν εκείνος... που φοβούνταν όλοι.
Μα δεν μπόρεσαν να μην καταλάβουν και τον λόγο.
Ήταν εκείνος που ούρλιαζε από πόνο, που έζησε, άντεξε, στάθηκε ξανά στα πόδια του και επέστρεψε για εκδίκηση, εκείνος που αντιμίλησε και χαμογέλασε όταν εκείνος, ο Αρχηγός του, μαστίγωνε την πλάτη, το πρόσωπο, όταν τσαλαπατούσε το στέρνο του.
Ο Άδης κουβάλησε όλες τις ψυχές στην πλάτη του. Μα ήταν ελαφρύτερες από ό,τι νόμιζε. Είχαν τον αέρα της λύτρωσης. Αλλά τίποτε δεν τελείωσε εκεί.
Στο τελευταίο δωμάτιο τον περίμεναν εκείνοι οι δύο. Ο μεταλλουργός που σχεδίασε εκείνο το παράξενο έγκαυμα στην πλάτη του και ο Αρχηγός. Αυτός που τον μαστίγωνε, που δημιούργησε ουλές παντού. Που τον στιγμάτισε ψυχή τε και σώματι.
Η πόρτα άνοιξε αργά.
Οι άνδρες δεν κλαψούριζαν. Είχαν δεθεί με αλυσίδες τεράστιες, όχι όσο μεγάλες και σκληρές όπως εκείνες του Γκάμπριελ, ήταν όμως αρκετές για να τους κρατήσουν ακίνητους.
Όταν ο Άδης πάτησε το πόδι του στο δωμάτιο, οι δύο τους γέλασαν δυνατά. Ήταν μέρος του βασανιστηρίου του Γκάμπριελ; Δεν τελείωσε εκείνη την βραδιά; Και όμως, εκείνοι γελούσαν, λες και δεν ήξεραν ότι θα πεθάνουν. Μα περίμεναν να έρθει ο Άδης, νόμιζαν ότι ο Γκάμπριελ κάνει μια στάση προτού το πραγματικό βασανιστήριο ολοκληρωθεί.
«Ωραία η ουλή στο μάτι σου», σχολιάζει ο ένας.
«Χάρη σου κάναμε», λέει ο άλλος.
Ο Άδης χαμογελά. Αισθάνεται εκείνη την ανάγκη να τους δει να πονάνε, να παρακαλούν για έλεος, να κλαψουρίζουν καθώς τους παίρνει την ζωή λίγο-λίγο. Χαμογέλασε πιο πλατιά τώρα.
Πέταξε το όπλο του στο έδαφος και σήκωσε τα μανίκια του ψηλά. Εκεί, υπήρχαν ακόμη τα σημάδια από τις αλυσίδες, αλλά δεν τους δίνει καμία σημασία. Κοιτά μονάχα εκείνος που φορούν το πιο αλαζονικό τους βλέμμα. Νομίζουν πως μπροστά τους έχουν εκείνον τον δεκαοχτάχρονο, μα ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος Γκάμπριελ έχει πάρει τα μαθήματά του.
Περπατά ήρεμα προς το μέρος τους.
Ο ένας μιλάει. «Πόσο άνισο παιχνίδι παίζεις, εμείς δεμένοι κι εσύ...»
Γελούν και οι τρείς. Μα το δυνατό χαστούκι που αφήνει στο πρόσωπό του ενός κάνει τον χώρο να σωπάσει. «Εσύ έθεσες τους όρους του παιχνιδιού, θυμάσαι;»
«Πολύ καλά, εγώ το δημιούργησα. Εγώ το κέρδισα εξάλλου.»
Ο Άδης πισωπατεί. «Πράγματι, εσύ το κέρδισες.»
Τους γεμίζει με αυτοπεποίθηση, η ικεσία έπειτα θα είναι μεγαλύτερη. Μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Όλα είναι για δικό του όφελος.
«Επιτρέψτε μου, κύριοι, να παίξω ακόμη μια φορά στο παιχνίδι σας. Θα είμαι καλός, το υπόσχομαι. Θα ακολουθήσω τους κανόνες, το ορκίζομαι.»
«Θα πρέπει λοιπόν να μα ξεδέσεις. Να μας αφήσεις να παίξουμε επί ίσοις όροις.»
Εκείνος γελάει. «Όχι, δα. Σε αυτό το παιχνίδι, ένας θα πρέπει να είναι δεμένος. Και ο άλλος όχι.»
Ο «έξυπνος» μεταλλουργός χαμογελάει. «Είμαστε δύο όμως, δεν βλέπεις;»
Το βλέπει. Και τι κάνει; Απλώς σκοτώνει τον έναν, τον μεταλλουργό, με το όπλο πίσω από την ζώνη του. Η σφαίρα βρίσκει απευθείας το κρανίο του, αίματα εκτοξεύονται παντού, πάνω στον Αρχηγό κυρίως. Εκείνος, κοιτάει μια το πτώμα του αδερφού του και μια τον άνδρα που πετάει κι εκείνο το όπλο στο έδαφος. Είναι ανέκφραστος και κοιτάει παγερά τον άνδρα που απέμεινε.
Ο Άδης βλέπει την γυαλάδα στο μάτι.
Και το παιχνίδι για εκείνον μόλις ξεκίνησε.
«Λοιπόν, τώρα είμαστε εντάξει νομίζω. Ένας δεμένος, ένας ελεύθερος. Και τι κάνουμε τώρα;»
Ο Αρχηγός περιμένει κάποια ώρα να βρει την δύναμη να απαντήσει. Η καρδιά του πονάει, ο αδερφός του πέθανε κι εκείνος δε μπορούσε να κάνει τίποτε... Τίποτε απολύτως! Έριξε το κεφάλι του και κοίταξε το έδαφος. Αρχίζει να χάνει την όρεξη για παιχνίδια. Θέλει να πεθάνει μια και καλή. Γίνεται; Μα ο Άδης γελάει.
«Η σιωπή είναι κι αυτή απάντηση, πρώτος κανόνας. Φαντάζομαι, λοιπόν, μου δίνεις το ελεύθερο να κάνω ό,τι θέλω. Σωστά; Έτσι δεν λέει το παιχνίδι;»
Πλησιάζει, φέρνει την καρέκλα του κοντά στον Αρχηγό και απλώς κάθεται απέναντί του με το παγερό ύφος του φορεμένο.
Βγάζει ένα μαχαίρι που είχε κρυμμένο. Τον κοιτάει, υπό το λιγοστό φως του δωματίου η κόψη του δεν φαίνεται καθαρά, μα όταν η λεπίδα πάτησε σταθερά πάνω στο ύφασμα που φορούσε, ο Αρχηγός αισθάνθηκε κάθε πόρο του κορμιού του να γεμίζει από φόβο.
«Εσένα σου αρέσουν τόσο τα μαστίγια. Εγώ όμως λατρεύω τα μαχαίρια. Οπότε σήμερα, θα παίξουμε με αυτά. Εντάξει;»
Ο άνδρας δεν απαντάει. Κάπως έχει αρχίσει να δακρύζει. Αν ο Γκάμπριελ είναι έτσι, δεν ξέρει πως θα είναι ο Άδης. Αν έρθει.
«Η σιωπή είναι κι αυτή απάντηση, θυμίζω.» Πετάει ένα μαχαίρι κατά πάνω του, η λεπίδα κόβει ένα τίμιο μέρος από το αφτί του, ο άνδρας ουρλιάζει ευθύς.
«Ουπς! Αστόχησα;» καλύπτει το στόμα του προσποιούμενος τον πονεμένο. «Δεν πειράζει, με συγχωρείς φαντάζομαι.»
Βγάζει ένα δεύτερο μαχαίρι που είχε κρύψει και ξεκινά να παίζει μαζί του. Το πετάει ψηλά προς τα πάνω και πιάνει την λαβή του χωρίς να κοπεί. Σηκώνει το βλέμμα του και τον κοιτά με ένα χαμόγελο πέρα για πέρα διαπεραστικό.
«Στην συνάντησή μας με ρωτούσες ποιος είναι ο Άδης.» Δεν του αρέσει άλλο η καρέκλα. Σηκώνεται και την σπρώχνει μακριά. Πλησιάζει. Ο άνδρας κλαψουρίζει από τον πόνο. Και ακόμη δεν έζησε τίποτα. «Ποιος είναι ο Άδης; Τι σχεδιάζει ο Ρίο; Τι θα κάνει ο Άλμπερτ; Φίλοι ήσασταν, δεν καταλαβαίνω γιατί απλώς δεν τον ρώτησες!»
Πιάνει το μαχαίρι που καρφώθηκε στον τοίχο και έπειτα παίζει και με τα δύο. Απλώς για την επίδειξη. Μα όσο έκανε την «επίδειξη» ο άνδρας έχανε την ετοιμότητά του οπότε όταν ο Άδης πέταξε την λεπίδα στον λαιμό του. Το αίμα που ξεκίνησε να αναβλύζει ήταν πολύ, όχι σαν το δικό του τότε, μα ήταν αρκετό για να λυτρώσει λίγο λίγο την ψυχή του.
«Ποιος είναι ο Άδης λοιπόν;»
Πλησιάζει. Βγάζει το μαχαίρι από τον λαιμό του, εκείνος έχει ξεκινήσει ήδη και χάνει αέρα, λίγο λίγο πνίγεται με το αίμα του. Μα ακόμη ξέρει. Ξέρει ότι έχει χρόνο.
«Σου έχω μιλήσει για τον Άδη; Ξέρεις, πέρα από όσα ακούγονται από εδώ και από εκεί.» Ο άνδρας, όσο έχει ακόμη τις αισθήσεις του, γνέφει το «όχι». Ο Άδης χαμογελά. «Τέλεια! Σου διάβαζαν εσένα παραμύθια;» Πάλι γνέφει όχι. «Εμένα η συγχωρεμένη η μαμά μου μου διάβαζε πάντως. Προτεραιότητες. Δεν απορώ που βγήκες έτσι. Τέλος πάντων...»
Βλέπει ότι πάει να χάσει τις αισθήσεις του. Πετάει ένα μαχαίρι στο χέρι του, ο πόνος του δίνει αρκετή δόση αδρεναλίνης για να ακούσει το παραμυθάκι.
«Ο Άδης σκότωσε τον πατέρα του. Όταν ήταν έντεκα. Επειδή βίαζε και έπειτα σκότωσε την μητέρα του. Τραυματικό, αν θες να ξέρεις.» Παύση, πάει να τραβήξει το μαχαίρι και έπειτα συνεχίζει. «Μεγάλο τραύμα. Ένιωθε τις ευθύνες να τον ρημάζουν. Τον μάζεψε ο Ρίο, τον αγάπησε, τον φωνάζει γιο του πλέον. Τον έκανε αυτό που του αξίζει. Δυνατό, τιμωρό. Ναι, μου αρέσει αυτό. Άδης, ο Τιμωρός. Να το κρατήσω λες;»
Ο άνδρας δεν χρειάστηκε πολύ περισσότερο για να καταλάβει. Μέσα στον απίστευτο πόνο του, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον δεκαννιάχρονο που χαμογελά πλατιά και τρομακτικά. «Ε-εσύ; Πως;»
«Ήταν μπροστά στα μάτια σου η απάντηση! Πες μου ποιος! Ποιος θα άντεχε όσα έκανες σε εμένα αν δεν ήταν ο Άρχοντας του Κάτω Κόσμου. Πες μου! Εσύ! Εσύ δεν μπορείς να αντέξεις μερικές μαχαιριές κι εγώ...» Σηκώνεται όρθιος.
Πλησιάζει άλλη μια φορά.
«Λοιπόν, θα μου επιτρέψεις να τελειώσω εδώ το παιχνίδι αυτό. Το βαρέθηκα.»
Κάνει πέρα την καρέκλα, διώχνει τα πάντα από το έδαφος και γονατίζει μπροστά του. «Θα μου επιτρέψεις να σε ευχαριστήσω. Γιατί μου θύμησες ποιος είμαι, γιατί γεννήθηκα και ποιος είναι ο σκοπός μου εδώ.»
Σηκώνεται ξανά, πλησιάζει κοντά του. «Ευχαριστώ λοιπόν. Που μου θύμησες ότι είμαι ο Άδης. Ο Άρχοντας του Κάτω Κόσμου. Και σκοπός μου είναι να κουβαλώ καταραμένες ψυχές σαν την δική σου, σαν του αδερφού σου. Μην ανησυχείς, ο Χάροντας σε περιμένει και ο Κέρβερος ανυπομονεί να γευτεί το αίμα σου. Όσο για τον αδερφό σου... μην αγχώνεσαι, ήδη καίγεται στο κάρβουνο που τόσο του άρεσε.»
«Θα τα πούμε στην άλλη μεριά, Άδη.»
Εκείνος χαμογελά. «Να με περιμένεις. Θα σε βρω.»
Το μαχαίρι βρίσκει την καρδιά του.
Ο άνδρας πέθανε, ο Άδης χαμογελά.
Λύτρωση.
...............
«Δεν ήξερα που αλλού να πάω.»
Τα μάτια της κλείνουν μα εκείνος δεν μπορεί να την αφήσει έτσι. Αγγίζει το μάγουλό της και το πιέζει αρκετά για να την ξυπνήσει έστω και λίγο.
«Μην μου κοιμηθείς Ρωξάνη, μην κλείνεις τα μάτια σου σε παρακαλώ.»
Εκείνη κάτι μουγκρίζει και προσπαθεί να εστιάσει κάπου την ματιά της για να μην κοιμηθεί, για να κάνει αυτό ακριβώς που της λέει. Εκείνος κλείνει την πόρτα και την σηκώνει στα χέρια του βαδίζοντας με μεγάλα βήματα προς το μπάνιο.
«Εστίασε στην φωνή μου, άκου με που σου μιλάω. Απάντα μου.» Την ακουμπά μέσα στην μπανιέρα, εκείνη δεν αφήνει όμως τα χέρια της από πάνω του. Αισθάνεται πως αν τον αφήσει θα της επιτεθούν πάλι εκείνοι, θα την πληγώσει αυτή η γυναίκα κι αν την πληγώσει περισσότερο δεν θα αντέξει.
«Που πονάς;»
Η κοπέλα δεν απαντάει.
«Ρωξάνη, που πονάς; Ρωξάνη.» Τονίζει το όνομά της, την προσανατολίζει ξανά στην φωνή του, η κοπέλα επανέρχεται και του δείχνει άψυχα στο στέρνο της.
«Ρωξάνη», τον κοιτά τώρα, «θα χρειαστεί να βγάλω την μπλούζα σου. Ίσως και το παντελόνι σου. Πες μου αν είσαι εντάξει με αυτό αλλιώς θα καλέσω ασθενοφόρο.»
Η κοπέλα τον κοιτά απλώς. Δεν απαντά. Ο Γκάμπριελ νομίζει ότι δεν τον καταλαβαίνει αλλά εκείνη απλώς δεν ξέρει τι να του πει. Στο μυαλό της παίζει ένα αστείο αλλά δεν μπορεί να γελάσει.
«Εντάξει, θα πάω να καλέσω ασθενοφόρο.»
Γραπώνει το μπράτσο του, δεν τον αφήνει να μετακινηθεί άλλο.
«Δεν έχω θέμα.» Είναι ψίθυρος αλλά είναι και συναίνεση. Οπότε ο Γκάμπριελ, διακριτικά πάντα, ανεβάζει την μπλούζα της στο ύψος του στήθους της και κοιτά την κοιλιά της. Είναι γεμάτη με αίματα, γρατζουνιές κυρίως. Με μαχαίρι είναι, σουγιάς συγκεκριμένα, μα είναι όλες επιφανειακές.
«Ρωξάνη, ποιος στο έκανε αυτό;»
«Ποια. Ήταν γυναίκα.»
Δεν εκπλήσσεται. Την κοιτάει καθώς ακουμπά την κοιλιά και τα πλευρά της, τα χέρια του γεμίζουν αίματα αλλά δεν τον ενδιαφέρει. Η ζέστη του χεριού του την ανακουφίζει, πονάει απίστευτα καθώς την αγγίζει αλλά την κρατάει ξύπνια, η κοπέλα καταλαβαίνει ότι το κάνει επίτηδες.
«Την γνώρισες; Κατάλαβες ποια ήταν;»
«Όχι.»
Την βοηθά να βγάλει την μπλούζα της ήρεμα, ευχαριστώντας τον Θεό που η Ρωξάνη φορά σουτιέν και δεν είναι γυμνή. Πιέζει μια από τις πληγές της ελάχιστα, για να μην κοιμηθεί ο εγκέφαλός της, για να ελέγξει αν έχει μουδιάσει.
«Θα βγάλουμε και το τζιν, έχεις θέμα;»
Η κοπέλα τυλίγει τα χέρια της στον λαιμό του, κουλουριάζεται πάνω του μα έπειτα γνέφει. Ο Γκάμπριελ προσπαθεί να μην το σκέφτεται, η καρδιά του όμως φαίνεται να μην τον βοηθά καθόλου. Ξεσφίγγει το κουμπί της, και κοιτώντας την στα μάτια ξεκινά και κατεβάζει το ύφασμα προς τα κάτω. Την στιγμή που κοιτάει τα πόδια της, εκπλήσσεται δυσάρεστα. Είναι κι αυτά γδαρμένα, με λιγότερο αίμα, αλλά πληγές που την πονάνε.
«Ρωξάνη, πως έγιναν αυτά;»
Η κοπέλα στο άγγιγμά του πονάει περισσότερο. Κουλουριάζεται όλο και πιο πολύ, κλαψουρίζει στο στέρνο του. Δεν του απαντάει όμως.
«Θα πρέπει να σε καθαρίσω. Αυτό σημαίνει ότι θα σε πονέσω, κάνε υπομονή όμως. Είναι για το καλό σου.»
Δεν έχει άλλη επιλογή από το να τον εμπιστευτεί.
Μπαίνει κι εκείνος ολόκληρος στην μπανιέρα, κάθεται μαζί της και ανοίγει το νερό λίγο αργότερα.
Αγνοεί τα βρεγμένα ρούχα του που ξεκινούν να κολλάνε ενοχλητικά πάνω του και ξεκινά να διώχνει τα αίματα από το σώμα της. Οι ανοιχτές πληγές της ξαναματώνουν μα το νερό που πέφτει τις καθαρίσει αμέσως.
Βρέχει και τα μαλλιά της. Κάθε που πονάει και σμίγει τα φρύδια της εκείνος της ψιθυρίζει πως θα γίνει καλά, πως θα περάσουν όλα και πως δεν θα πονάει σε λίγο. Η Ρωξάνη ξεκινά και σιγοκλαίει. Οι αντοχές της είναι περιορισμένες, ο Γκάμπριελ το ξέρει αυτό.
Την φιλάει στο μέτωπο και προσπαθεί να της ψιθυρίσει πιο ενθαρρυντικά λόγια. Η κοπέλα όμως νιώθει απλώς καλύτερα που βρίσκεται στην ασφάλεια της αγκαλιάς του. Κάθε που τα χείλη του αγγίζουν το μέτωπό της κλείνει τα μάτια και ο πόνος εξαφανίζεται στιγμιαία.
Το νερό κλείνει. Η κοπέλα τον κοιτά, εκείνος της χαμογελά ίσα που για να καταλάβει πως όλα είναι εντάξει.
«Θα με βοηθήσεις να σηκωθούμε τώρα, εντάξει;»
Εκείνη γνέφει σιωπηλά. Όσο μπορεί μαζεύεται κοντά του, πάνω του και εκείνος με την σειρά του σηκώνεται όρθιος προσέχοντας μην του πέσει από την αγκαλιά του. Την ακουμπά στον πάγκο του νιπτήρα και την κοιτά τώρα καλύτερα.
Βγάζει την μπλούζα του, βγάζει και την φόρμα. Μένει κι εκείνος με το εσώρουχό του, χαμογελώντας της. Η Ρωξάνη κοκκινίζει. Όχι επειδή τον βλέπει ημίγυμνο αλλά επειδή κατάλαβε πως το έκανε για να μην νιώσει η κοπέλα αμήχανα.
«Σε ευχαριστώ πολύ.»
«Θα σε σκουπίσω και έπειτα θα βάλουμε μπεταντίν, γάζες και έχω και έναν αντιτετανικό ορό. Πρέπει να είμαι σίγουρος πως δεν θα μολυνθείς.»
Πήγε να απομακρυνθεί, να φτάσει το φαρμακείο στο ντουλάπι αλλά η κοπέλα τον έσφιξε πάνω της. Εκείνος γέλασε λίγο, δεν το έχει συνηθίσει εξάλλου και την κοίταξε ανακουφιστικά στοργικά.
«Βρε Ρωξάνη δε πάω μακριά.»
«Φοβάμαι.»
«Αν κάπου δεν θα έπρεπε να φοβάσαι αυτό είναι το σπίτι μου.»
Την είδε που κοίταξε τον τοίχο με μάτια δακρυσμένα και κάτι σκεφτόταν.
«Κοίτα τι θα κάνουμε. Θα μετρήσεις μέχρι το δέκα. Εγώ θα φύγω από το δωμάτιο, θα φέρω όσα χρειάζονται και θα γυρίσω προτού τελειώσεις το μέτρημα. Σύμφωνοι;»
Η κοπέλα γελάει και δέχεται με ένα νεύμα. Και ξεκινά να μετρά. Ο Γκάμπριελ ακούγοντας το «ένα» εξαφανίζεται από το μπάνιο. Τρέχει στο δωμάτιό του, βρίσκει ένα εσώρουχο, μια γκρι βερμούδα και ένα φαρδύ φούτερ. Όταν φτάνει πίσω στο μπάνιο η κοπέλα έχει φτάσει στο οκτώ. Και έτσι ο Γκάμπριελ πιάνει από ένα ντουλάπι ψηλά και το φαρμακείο.
Η κοπέλα γελάει φτάνοντας στο «δέκα».
Εκείνος την κοιτά τρομερά παραξενευμένος. Και μετά θυμάται ότι έκανε μαραθώνιο ημίγυμνος. Και γελάει κι εκείνος.
«Μπορείς να μπεις να κάνεις ένα μπάνιο, προτού φτιάξουμε τις πληγές. Έχω φέρει καθαρά ρούχα και εσώρουχο. Αν θες να πλύνεις τα δικά σου, έχω εδώ πλυντήριο, στεγνωτήριο και αύριο θα είναι εντάξει. Εγώ θα βγω έξω τώρα, μόλις ντυθείς φώναξε με να έρθω για τα τραύματα.»
Πισωπατεί, δεν της αφήνει περιθώρια να πει το οτιδήποτε και έπειτα κλείνει την πόρτα ισχυρά. Εκείνος παίρνει μερικά καθαρά ρούχα όταν το νερό αρχίζει και τρέχει και στο δεύτερο μπάνιο του σπιτιού, εκείνο στον ξενώνα, κάνει γρήγορα ένα ντους, φορά τα καθαρά του ρούχα και έπειτα όταν φτάνει στο σαλόνι, κάθεται και περιμένει η κοπέλα να τον φωνάξει.
Η Ρωξάνη δεν αργεί καθόλου. Λίγη ώρα αργότερα τον φωνάζει κι όταν ο άνδρας μπαίνει στο μπάνιο, η κοπέλα έχει καθίσει στο πάγκο και του χαμογελά σαν παιδί. Οι πληγές της ματώνουν στα πόδια, το ίδιο φαντάζεται και στο σώμα της.
Μια-μια ξεκινά και τις περιποιείται. Σε πιο μικρές βάζει αυτοκόλλητες γάζες, σε άλλες τυλίγει όλο το σημείο ενώ κάποιες δεν χρειάζονται καθόλου γάζα, απλώς μπενταντίν και η αιμορραγία υποχωρεί. Στο πόδι τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Τυλίγει τα πιο σοβαρά σημεία και η κοπέλα φαίνεται με ένα αναλγητικό που της έδωσε να νιώθει ήδη καλύτερα.
Την βοηθά να κατέβει από τον πάγκο κι έπειτα η Ρωξάνη τον αγκαλιάζει σφιχτά, αγνοώντας την ενόχληση στο σώμα της και στην καρδιά της.
«Συγγνώμη για την αναστάτωση, απλώς-»
«Έχεις φάει κάτι; Μήπως θέλεις να σου φτιάξω να φας; Να παραγγείλουμε; Αν και είναι αργά.» Του χαμογελά και συγκινείται. Θέλει να κλάψει. Μα το κρατάει και απλώς του γνέφει πως όχι.
«Είμαι πολύ κουρασμένη βασικά.»
«Ωραία, θα κοιμηθείς τότε.»
Πως θα του πει ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνη της; Πως θα του πει ότι το να πάει σπίτι της τώρα είναι το χειρότερο σενάριο; Δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται, τρέμει ολόκληρη από φόβο.
Αλλά κάνει μερικά βήματα έξω από το μπάνιο, είναι έτοιμη να προχωρήσει προς το σαλόνι και έπειτα να φύγουν μαζί.
«Ρωξάνη ούτε που να το σκέφτεσαι, θα μείνεις εδώ σήμερα. Και για όσο χρειαστεί.»
................
Το στρώμα της φαίνεται περίεργο, δεν συνηθίζει να κοιμάται σε άλλων ανθρώπων τα κρεβάτια και έτσι μοιάζει να δυσκολεύεται απίστευτα τώρα. Στριφογυρίζει από εδώ, τινάζεται από εκεί, πονάει κιόλας, αναφωνεί, παραπονιέται, κλαψουρίζει! Στην περίοδό της είναι καλύτερα κι αυτό τα λέει όλα!
Εν τω μεταξύ ο Γκάμπριελ που μόλις μπαίνει στο δωμάτιο, κοιτά την κοπέλα κάτω από το πάπλωμα να προσποιείται την δαιμονισμένη και θέλει να γελάσει.
«Τι λες, θα πετύχει το γλυκό;»
Η Ρωξάνη σταματά ό,τι κάνει, σηκώνει τον κορμό της και ξεμαλλιασμένη τον κοιτά σχεδόν έκπληκτη. «Ποιο γλυκό;»
«Αυτό που έχεις βάλει στο μίξερ τόση ώρα.»
Η Ρωξάνη πέφτει με φόρα στο μαξιλάρι. Με την άκρη του ματιού της όμως τον βλέπει που προχωρά προς την άλλη άκρη του διπλού σχεδόν υπέρδιπλου κρεβατιού και που σηκώνει το πάπλωμα για να χωθεί μέσα. Η κοπέλα γουρλώνει τα μάτια της. Ο Γκάμπριελ το βλέπει αλλά αυτή τη φορά δεν είναι αρκετά ευγενικός.
«Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να μην κοιμηθώ στο κρεβάτι μου αλήθεια.»
«Θες να φύγω εγώ;»
«Αν συνεχίσεις να χτυπιέσαι έτσι θα φύγεις μια και καλή, γι' αυτό ηρεμία.»
Έστρωσε το μαξιλάρι του, έκλεισε το φως και άναψε το πορτατίφ δίπλα του. Με την πλάτη του να ξεκουράζεται όρθια, έπιασε το βιβλίο του, άνοιξε στην σελίδα που το είχε αφήσει και ξεκίνησε να διαβάζει.
Η Ρωξάνη έμεινε να τον κοιτά. «Η κολλητή μου το διάβαζε αυτό, δεν της πολυάρεσε. Πολύ μελό είχε πει.»
«Οι διάλογοι απαίσιοι. Μέτριες περιγραφές και μια πρωταγωνίστρια ηλίθια.»
Η Ρωξάνη πλησιάζει. «Αυτή δεν είναι που πεθαίνει στο τέλος;»
Το βιβλίο κλείνει με δύναμη. «Ρε Ρωξάνη!»
«Δεν θυμάμαι αν είναι αυτό, ή το άλλο μωρέ, με το πράσινο εξώφυλλο και το χρυσό και-»
«Ρωξάνη είναι το επόμενο που θα διαβάσω! Μπορείς να μην μου το χαλάς;»
«Αυτός την σκοτώνει, για να ξέρεις.»
Πετάει το βιβλίο στο κομοδίνο και κουκουλώνεται ολόκληρος με το πάπλωμα ξενερωμένος. Η Ρωξάνη χασκογελάει, ίσα που ξέχασε τον πόνο κι έχει όρεξη για πλάκα.
«Ήταν όντως μαλάκας, το περίμενα.» Τον ακούει που το μουρμουρίζει κάτω από την ανάσα του και ανακουφίζεται που δεν νευρίασε.
«Την απάτησε κιόλας.»
Εμφανίζει το κεφάλι του και την κοιτά έκπληκτος. «Αυτός; Που της έταζε τον ουρανό με τ' άστρα;»
«Πήγε με την κολλητή της. Το πιστεύεις;»
«Μουχρίτσα, το περίμενα.»
Η Ρωξάνη στηρίζει το σώμα της στον αγκώνα της πλάγια και κοιτά τον Γκάμπριελ που διαβάζει το τέλος ξενερωμένος, πηδώντας περίπου είκοσι κεφάλαια. Το κλείνει απογοητευμένος έπειτα από λίγο και κοιτά την κοπέλα. «Δίκιο είχες. Την σκοτώνει.»
«Δεν περίμενα να διαβάζεις ρομαντικά πάντως.»
«Το αγαπημένο μου είδος.»
Του χαμογελά και στηρίζεται καλύτερα στο μαξιλάρι. «Για εξήγησέ το αυτό.»
«Δεν χρειάζεται εξήγηση! Απλώς μου αρέσουν. Είναι ωραίο να διαβάζεις για έρωτες, είναι και ένα καλό το ευτυχισμένο τέλος. Απλώς μου αρέσουν.»
Η κοπέλα ξεφυσά. «Βαριέμαι να διαβάζω. Δεν συγκεντρώνομαι. Λατρεύω τις ταινίες όμως.»
«Θεέ μου τις μισώ!»
Η Ρωξάνη αγνοεί (ξανά) τους πόνους και κάθεται σταυροπόδι απέναντί του. «Δεν γίνεται αυτό, πες μου ότι λες ψέμματα!»
«Τις μισώ με όλη μου την ψυχή.»
«Είσαι ανώμαλος;»
«Αρκετά μπορώ να πω.»
Ο Γκάμπριελ χαμογελά ενώ η κοπέλα απλώς ξαπλώνει γυρνώντας την πλάτη της σε εκείνον. «Δεν μπορώ να σας καταλάβω, αλήθεια.»
«Θα ζήσεις και με αυτήν την πληροφορία, έτσι πιστεύω.»
Ξαπλώνει κι εκείνος, με την πλάτη του προς το μέρος της. Ο λογιστής σκοπεύει να κοιμηθεί, η Ρωξάνη όχι. Ακουμπά το σαγόνι της στον ώμο του και ψιθυρίζει: «Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;»
«Νομίζω μόλις σου είπα ότι της μισώ.»
«Ωραία, ποια είναι η χειρότερη ταινία που έχεις δει;»
Σιωπή. Τριζόνια. Αμηχανία. Ο Γκάμπριελ δεν έχει δει ποτέ ταινία στην ζωή του.
«Είσαι ιερόσυλος, βέβηλος της κινηματογραφικής τέχνης και θρησκείας!»
«Καληνύχτα Ρωξάνη.»
«Αύριο θα κάνουμε μαραθώνιο στις αγαπημένες μου ταινίες.»
«Θα δούμε.»
«Και είναι πολλές.»
«Ρωξάνη, καληνύχτα.»
«Είναι πάρα πολλές.»
Το πορτατίφ του κλείνει, η Ρωξάνη κοιμάται μετρώντας τις αγαπημένες της ταινίες και ο Γκάμπριελ κοιμήθηκε με την σκέψη ότι η μπαργούμαν ήταν η πρώτη γυναίκα που κοιμάται στο κρεβάτι του.
..............
Όταν ο Γκάμπριελ ξύπνησε, η Ρωξάνη δεν είχε πέσει πάνω του. Όχι. Είχε πέσει στο πάτωμα. Και ήταν αστείο που η βερμούδα που φορούσε είχε σηκωθεί τόσο ψηλά, ενώ το φούτερ αποκάλυπτε κάθε τραύμα της.
Ο άνδρας δεν γέλασε, πλησίασε απλώς κοντά της και την σήκωσε ξανά στο κρεβάτι. Την σκέπασε και έπειτα έκλεισε την πόρτα του δωματίου για να μην ξυπνήσει από οποιονδήποτε θόρυβο κάνει εκείνος. Αν και η κοπέλα μοιάζει να ξυπνάει μόνο με σειρήνα πολέμου αν και αυτό φαντάζει δύσκολο.
Στην κουζίνα είδε την κούπα με το παγωμένο τίλιο από εχθές και λιμπίστηκε το αφέψημά του αμέσως. Έβρασε νερό, έβγαλε το μέλι και όσο ο βραστήρας κουνιόταν πέρα-δώθε σαν τρελός, εκείνος σκεφτόταν ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο στην Ρωξάνη. Είναι μια από τις τρεις. Την Λιζ όμως θα την αναγνώριζε. Ναι, αλλά η Λιζ δεν θα έστελνε κάποιον άλλον; Ναι, θα το έκανε.
Έπρεπε να μιλήσει στην Ρωξάνη. Να την ρωτήσει για εκείνη που την μαχαίρωσε τόσες φορές. Να μάθει λεπτομέρειες, αν άκουσε κάτι. Αν πρόσεξε κάτι.
Πάνω στην ώρα το τίλιο του ήταν έτοιμο. Και η Ρωξάνη περπατά στην κουζίνα χωρίς να την ενδιαφέρει το ανακατεμένο μαλλί της και το πρησμένο πρόσωπό της. «Καλημέρα στους φανς μου.» Γελάει μόνη της και έπειτα κοιτά τον Γκάμπριελ. «Καλημέρα Γκάμπριελ.»
«Είσαι ένα χάος.»
«Τι ώρα θα ξεκινήσουμε τον μαραθώνιο;»
«Θα αρχίσουμε μόλις μου απαντήσεις σε δύο τρεις ερωτήσεις πρώτα.»
Η κοπέλα χαμογελά και κάθεται σε μια καρέκλα. Πίνει ευχάριστα μια κούπα από το τίλιο που ετοίμασε ο οικοδεσπότης και τον κοίταξε με προσμονή. Ο λογιστής κάθεται κοντά της.
«Πρέπει να συζητήσουμε όσα συνέβησαν εχθές.»
«Άκουσα ένα όνομα, δεν ξέρω πως συνοδευόταν, μιλούσαν κάποια ξένη γλώσσα.»
«Ήταν μήπως ισπανικά;»
«Όχι, ισπανικά ξέρω. Άκουσα όμως το όνομα Τζέσι.»
Ο Γκάμπριελ ανακάθεται στην θέση του. «Είπες σε μαχαίρωσε γυναίκα. Πως έμοιαζε; Θυμάσαι;»
«Θυμάμαι. Καστανά μαλλιά μακριά, με ανοιχτόχρωμο βλέμμα. Ήταν και στην δεξίωση τις προάλλες. Την σέρβιρα ποτό λίγο πριν φύγουμε. Σχολίασε το κοστούμι μου και σε είπε πολύ τυχερό που με έχεις για συνοδό. Τότε κοκκίνησα, νόμιζα ότι μου την έπεφτε και εντάξει, δεν λέω, ωραίο γκομενάκι η δικιά σου αλλά εμένα μου αρέσουν οι ξανθιές περισσότερο.»
«Ρωξάνη ξεφεύγεις από το θέμα.»
«Σωστός. Αλλά αυτά θυμάμαι. Εχθές απλώς ούρλιαζα να μην με πιάσει όταν πήγαινα στο Εσκομπάρ και μετά ούρλιαζα επειδή πόναγα. Αλήθεια, έχεις νιώσει ποτέ μαχαίρι να σε κόβει;»
Εκείνος την κοίταξε σοβαρά.
Σηκώθηκε όρθιος. Ανέβασε την μπλούζα του και την άφησε να προσέξει αυτή τη φορά το σημαδεμένο στέρνο του. Η κοπέλα σηκώθηκε και πλησίασε, κοιτώντας πολύ κοντά το δέρμα του. «Αυτό πρέπει να πόνεσε πολύ.»
«Δεν φαντάζεσαι.»
«Αλλά δεν είναι από μαχαίρι.»
«Όντως, δεν είναι. Αυτά», δείχνει τα σημάδια από τα καρφιά, «έγιναν από μπότες με καρφιά.»
Η Ρωξάνη τον κοιτά αποσβολωμένη. «Έζησες μετά από αυτό;»
«Όχι.»
Η Ρωξάνη ανασηκώνει το ένα της φρύδι, αγνοεί το σαρκαστικό του σχόλιο και κάθεται ξανά. «Τώρα είμαστε ασορτί, ε;» του χαμογελά.
«Περίπου.»
Εκείνος γελάει, εκείνη όχι. Γιατί δεν μπορεί να φανταστεί τον πόνο που πέρασε εκείνος αν εκείνη ούρλιαξε με μερικές γρατζουνιές.
...............
Η Ρωξάνη πέρασε πρώτα όλες τις ταινίες Ντίσνεϊ που αγαπάει και δεν χορταίνει να βλέπει. Ξεκίνησαν στις δώδεκα, πρωί-πρωί, με την αγαπημένη της όλων ταινία, Μουλάν.
«Καλά, έχεις δει τον Σάνγκ; Μιλάμε θα σου πέσουν τα σαγόνια, είναι κούκλος!» Ο Γκάμπριελ δεν έδειχνε τον ενθουσιασμό που θα έπρεπε οπότε η Ρωξάνη περίμενε να εμφανιστεί ο κούκλος πρωταγωνιστής για να κόψει αντίδραση. «Η Μουλάν φοβερή, εγώ την γούσταρα όταν ήμουν μικρότερη.»
Ο Γκάμπριελ την κοίταξε εκτιμώντας αυτή την πληροφορία. Μα εκείνη την ώρα που πήγε κάτι να πει, ο Σάνγκ εμφανίστηκε και δεν περίμενε να είναι όντως τόσο ωραίος. «Στο δίνω αυτό, είναι όντως ωραίος.»
«Η Ντίσνεϊ ξέρει τι κάνει.»
Είδαν και την δεύτερη ταινία, ο Γκάμπριελ δάκρυσε λίγο εκεί στην μέση, όταν ο πρωταγωνιστής άφησε το χέρι της πρωταγωνίστριας και χάθηκε στο κενό μα το τέλος τον αντάμειψε. Μετά, η κοπέλα έβαλε να δουν Ηρακλή. Εκεί ο Γκάμπριελ πνίγηκε όταν είδε τον Άδη της ταινίας να είναι τόσο τέλειος, κάπως κύρτωσε τον κορμό του και τον έβαλε στην καρδούλα του αμέσως. Εκεί, σε αυτήν την ταινία γέλασε πολύ. Πάρα πολύ.
Και η Ρωξάνη αγάπησε το γέλιο του.
Μετά του έβαλε το Αναστασία. Εκείνη η ταινία τον άφησε να χωθεί στον καναπέ πιο καλά, να φάει από την πίτσα που παρήγγειλαν και να ευχαριστηθεί το ρομάντζο. Ήθελε τώρα να πάει στο Παρίσι, μετά να επισκεφτεί την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Ο χειμώνας πλησίαζε, ίσως πήγαινε εκεί για μερικές μέρες.
Μετά έκαναν ένα μικρό διάλειμμα, πιο πολύ για την Ρωξάνη να ρωτήσει όσα θέλει εκείνον. Μα έπειτα, συνέχισαν δυναμικά. Είδαν δύο ταινίες της Μάρβελ και ο Γκάμπριελ έμαθε για τον Κάπτεν Αμέρικα και τον Θορ, είδαν μια ταινία δράσης με τον Σταλόνε που πολύ του άρεσε, μετά είδαν μια κωμωδία στην οποία δεν γέλασε καθόλου και τελικά, αργά γύρω στις εννιά είδαν μια ρομαντική που βρήκε τον Γκάμπριελ να δακρύζει ανεξέλεγκτα.
«Εντάξει, μην κλαις, όλοι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε!»
«Κι έπρεπε αυτός να πεθάνει τώρα; Δεν μπορούσε να πεθάνει αργότερα;»
«Δεν θα είχε το ίδιο ενδιαφέρον.»
«Την καρδούλα μου», λέει μελιστάλαχτα, «κανένας δεν την σκέφτεται».
Η Ρωξάνη θέλει να γελάσει πολύ. Πονάει βέβαια κάθε φορά αλλά με τα παυσίπονα που της δίνει είναι όλο και καλύτερα. Σηκώνεται όρθια να μαζέψει τα πράγματα από το τραπέζι μπροστά στην τηλεόραση μα ο άνδρας την σταματάει.
«Άστα κάτω, θα τα μαζέψω εγώ.»
«Σιγά καλέ!»
«Άστα που σου λέω! Ντύσου, θα πάμε από το σπίτι σου να πάρεις μερικά ρούχα, πράγματα. Θα κάτσεις λίγο ακόμα εδώ. Εκτός κι αν θέλεις να μετακομίσω εγώ σπίτι σου. Ή, βασικά, εκτός κι αν θέλεις να μείνει ο καθένας στο δικό του.»
Του χαμογελά εγκάρδια. «Αν τολμήσεις να με αφήσεις μόνη μου, θα σε σκοτώσω.» Συνεχίζει να χαμογελάει πετώντας την απειλή ήσυχα. Ο Γκάμπριελ την δέχεται οπότε της κάνει νόημα να ετοιμαστεί για να φύγουν.
Όσο η Ρωξάνη λείπει, ο λογιστής καλεί τον Φίλιπ. Εκείνος το σηκώνει και πριν προλάβει να απαντήσει, ο Γκάμπριελ μιλάει. «Θέλω μια καλή ανάκριση στην Λιζ. Πολύ καλή. Για το που ήταν εχθές. Κάνε το να μην φανεί, αλλιώς θα πει ψέμματα. Ηχογράφησε το στην χειρότερη. Έχω λόγο.»
..............
Η Λιζ προχώρησε βαριεστημένα προς το γραφείο του άνδρα της που την φώναξε άρον-άρον για να μιλήσουν. Αυτά τα «γρήγορα» τα γνωρίζει καλά βέβαια. Οπότε πάει προετοιμασμένη, είτε θα τσακωθούν είτε θα καταλήξουν να τρώνε ο ένας τον άλλον. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο.
«Έγινε κάτι σημαντικό; Ήμουν έτοιμη να ταϊσω την μικρή.»
Ο Φίλιπ χαμογέλασε. «Όχι, δεν έγινε. Απλώς, μπορώ να πω, πως μου έλειψες.»
Σηκώνεται από την θέση του, πάει να την πλησιάσει αλλά η Λιζ ξέρει καλύτερα, πολύ καλύτερα από το να τον πιστέψει. «Τι θέλεις;»
«Ο Γκάμπριελ σε υποψιάζεται για μερικά πράγματα.»
Η γυναίκα ανακάθεται σχεδόν θιγμένη. «Τι πράγματα;» Είναι χαλαρή, ο Φίλιπ προσπαθεί να πάρει κάτι από τα μάτια της, ένα ένοχο στοιχείο που θα την στείλει στο υπόγειο και στα δόντια του Άδη.
«Υποψιάζεται πως δεν συμπαθείς την Ρωξάνη.»
«Είναι γλυκούλα.»
«Αυτό δεν αναιρεί κάποια αντιπάθεια.»
Η Λιζ γελάει. «Και ποιον νοιάζει αν εγώ δεν την συμπαθώ; Έλεος, ούτε να έχουμε προτιμήσεις δεν μπορούμε να έχουμε εδώ μέσα!»
«Απλώς το συζητήσαμε εχθές και σκέφτηκα να στο αναφέρω. Και ίσως να σε προειδοποιήσω.»
Εκείνη τον κοιτάει απορημένη και με ένα βλέμμα χαμογελαστό, κάπως ειρωνικό. «Πολύ σημαντικό αυτό που ήθελες να μου πεις, η μικρή άργησε να φάει κατά δέκα λεπτά για να μιλήσουμε για τον Γκάμπριελ και την τύπισσα που σέρνεται από πίσω του.»
Είναι έτοιμη να σηκωθεί και να φύγει, ο Φίλιπ την σταματά με την φωνή του.
«Δεν σε προειδοποίησα όμως.»
«Δεν χρειάζομαι προειδοποίηση.»
«Κι όμως. Ο Γκάμπριελ που τόσο θέλεις μπορεί να σε διώξει από την ζωή του. Πρέπει να μάθεις να ζεις με τα νέα δεδομένα, η Ρωξάνη ήρθε για να μείνει. Αν θες να τα πας καλά μαζί του, πρέπει πρώτα να τα πας μαζί της.»
Εκείνη δεν μένει εκεί για να τον κοιτάξει. Φεύγει και καθώς απομακρύνεται του απαντά. «Κατά την γνώμη μου, ο Γκάμπριελ και η Ρωξάνη έχουν έρθει επικίνδυνα κοντά.» Η πόρτα έκλεισε, η κοπέλα κλείστηκε ξανά στο δωμάτιο της κόρης της έτοιμη να την θηλάσει και ο Φίλιπ κάθισε και πάλι στο γραφείο του.
Το τηλέφωνο το Γκάμπριελ χτύπησε όταν το αμάξι έφτασε ακριβώς κάτω από το σπίτι της μπαργούμαν. Δεν είπε πολλά, μονάχα άκουσε το αφεντικό του.
«Δεν το έκανε η Λιζ.»
Και τώρα όλα είναι πιο εύκολα.
...............
Η Ρωξάνη κοιμήθηκε αμέσως όταν έφτασαν ξανά στο σπίτι του Γκάμπριελ και όταν εκείνος βεβαιώθηκε πως δεν θα ξυπνήσει σίγουρα για τις επόμενες τρεις ώρες, ντύθηκε με το καλό του κοστούμι και βγήκε στους δρόμους τους Μάντσεστερ για σεργιάνι.
Οι τελευταίες πληροφορίες έδειχναν πως η Τζέσι βρισκόταν ετούτη τη στιγμή στο καζίνο που κληρονόμησε από τον άνδρα της. Και ο Γκάμπριελ δεν θα έχανε αυτή την ευκαιρία.
Φόρεσε τα δερμάτινα γάντια του όταν άφησε το αμάξι του μερικά μέτρα πιο πέρα, έβαλε στην θήκη δύο όπλα και έκρυψε παντού πάνω του πολλά μαχαίρια.
Κράτησε όμως ένα καπνογόνο στο χέρι. Γιατί στον Άδη, όταν είχε κοινό άρεσε να κάνει θεαματική είσοδο.
Μέχρι οι υπάλληλοι να καταλάβουν το μικρό αντικείμενο που ξεκίνησε να κυλά μέσα στον χώρο της υποδοχής και εν τέλει τον βασικό, στον οποίο όλη η αφρόκρεμα της κοινωνίας βρισκόταν, ο καπνός είχε ήδη ξεκινήσει να γεμίζει τον χώρο και τελικά, το δεύτερο καπνογόνο και το τρίτο, δημιούργησαν εξαιρετική κάλυψη για την ταυτότητά του.
Όσο εκείνος προχωρούσε στο εσωτερικό, δεκάδες άνθρωποι έτρεχαν στην έξοδο. Και εκείνοι από τους άλλους ορόφους, τρέχουν να σωθούν μέσα από τον καπνισμένο χώρο, όσο ο ένας άνδρας, που δεν φαίνεται ούτε μέσα από τις κάμερες, προχωρά ισχυρά στο γραφείο του «αφεντικού».
Μπαίνει στο καθόλα σκοτεινό δωμάτιο, με το φως της πόλης να φωτίζει μονάχα το προφίλ της Τζέσι η οποία κάθεται ατάραχη στο γραφείο της περιμένοντας για τον Άδη. Ήξερε ότι θα ερχόταν, από την πρώτη μαχαιριά στο σώμα της μπαργούμαν.
«Σε περίμενα.»
Ο Άδης χαμογελά. «Κι εγώ, πολύ καιρό.»
Η γυναίκα μοιάζει να εκπλήσσεται με την γνώριμη φωνή του εκτελεστή. Σηκώνεται από την θέση της, τον πλησιάζει με αργά βήματα. Εκείνος μένει σταθερός κοντά στην πόρτα. «Γιατί σκότωσες τον άνδρα μου, Άδη;»
«Ξέρεις καλύτερα από εμένα τι γίνεται με τους προδότες.»
«Ο Ρίκο δεν ήταν προδότης.»
Ο Ρίκο Φερνάντες μπορεί και να ήταν προδότης. «Ό,τι και να ήταν, είναι νεκρός τώρα.»
«Το λες με τόση άνεση.»
«Έχω την εντύπωση πως εγώ τον σκότωσα.»
Εκείνος χαμογελά, εκείνη σφίγγει τα δόντια της. Τα σφίγγει και έπειτα τον πλησιάζει, νομίζοντας πως μπορεί να αιφνιδιάσει τον Άρχοντα. Όταν το όπλο της ακουμπά το στέρνο του, το ένα του μαχαίρι έχει διαπεράσει το κορμί της και αίμα τρέχει στο φόρεμά της, λίγο και στο πουκάμισό του.
Η ανάσα της κόβεται. Το μαχαίρι που βρίσκεται ακόμη μέσα της την κάνει να πετάξει το όπλο της στην άκρη και να πιαστεί από τον ώμο του, μήπως μείνει όρθια.
Τα μάτια του γυαλίζουν. Την κοιτά πέρα για πέρα σκοτεινά.
«Τόλμησες να αγγίξεις την Ρωξάνη;»
Η γυναίκα προσπαθεί να πάρει ανάσα, δεν κλαψουρίζει, απλώς προσπαθεί να βρει την αναπνοή της. Ο άνδρας βγάζει το μαχαίρι και το μπήγει ξανά λίγο πιο πέρα.
«Την Ρωξάνη μου; Αυτήν τόλμησες να πληγώσεις;»
«Έπρεπε κάποιον να πληγώσω από την Οικογένεια. Και πέτυχα διάνα.»
Με το μαχαίρι την ξαναχτυπά. Η Τζέσι αισθάνεται την ζωή λίγο-λίγο να την αποχωρίζεται. Τον κοιτά, τον κοιτά που στο σκοτάδι του βλέπει λίγο φως.
«Εύχομαι η Ρωξάνη να έχει την τύχη του άνδρα μου.»
Ίσα που προλαβαίνει να απολαύσει λίγες στιγμές επίγεια.
«Εύχομαι να την σκοτώσει ο Άδης.»
Το κορμί της έπεσε στο έδαφος. Το μαχαίρι έμεινε στο χέρι του.
Μα όπως ο Γκάμπριελ έπαιρνε ξανά τα ινία, ένας φόβος κάθισε στην άκρη της καρδιάς του. Κι αν ο Άδης σκοτώσει την Ρωξάνη;
»«»«»«
Αγαπημένο σημείο έβερ: «Την Ρωξάνη μου;» Τελεία και Παύλα, εγώ εκεί πέθανα.
Πείτε μου εσεις το αγαπημένο σας σημείο και ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΣΑΣ ΤΑΙΝΙΑ. Μπορεί να την δουν ο Γκαμπριέλ και η Ρωξάνη στο μάλλον.
Σας αγαπώ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top