𝑆𝑖𝑥𝑡𝑒𝑒𝑛. 𝑉𝑖𝑒𝑢𝑥 𝐶𝑎𝑟𝑟𝑒
Τους θυμάσαι; Εκείνος τους διοικητές που τον περίπαιζαν από όταν στάθηκα στο πρώτο συμβούλιο; Που τον υποτιμούσαν; Που τον κατονόμαζαν, τον κορόιδευαν, αν τους άφηνε ο Ρίο ίσως και να τον χτυπούσαν.
Φαντάζομαι, ίσως νόμιζες πως μετά από όλα όσα κατάφερε ο Γκάμπριελ να αποδείξει με την παρουσία του, χωρίς κανένας να γνωρίζει την πλήρη του ταυτότητα, θα είχε όλους τους διοικητές και τους έμπιστους με το μέρος του. Θα είχε κερδίσει την εύνοια τους.
Μα όχι.
Στα είκοσι πέντε, ακόμη οι παλιοί τον κοιτούσαν υπεροπτικά. Τους άκουγε να λένε πως «δεν άνηκε». Πως, «Δεν είναι αίμα της Οικογένειας». Έλεγαν πως ο Γκάμπριελ «δεν άξιζε», τον περιγελούσαν ακόμη.
Ο Άλμπερτ τον κοιτούσε στις συναντήσεις των τεσσάρων κάθε φορά που ο Φίλιπ παραπονιόταν. «Έλα τώρα, μπαμπά, κάτι πρέπει να γίνει. Είναι προσβλητικό όχι μόνο για εκείνον αλλά και για εσάς, εμάς!» Τον κοιτούσε που άφηνε μια αχνή γραμμή στα χείλη του και έπειτα τον πρόσεχε πως ανέπνεε μεθοδικά. «Θα έρθει η ώρα.» Εκεί, του έριχνε μια ματιά και δεν μιλούσε άλλο.
Ο Άλμπερτ όμως τον παρατηρούσε και στα μεγάλα συμβούλια. Εκεί, ο Γκάμπριελ καθόταν με τον Ρίο, κοιτούσαν μαζί λογιστικά βιβλία, για κάθε επιχείρηση που αναφέρονταν. Εκεί, ο Γκάμπριελ κρατούσε ξανά χαμηλό προφίλ. Αδιαφορούσε για τις ματιές αποδοκιμασίας, ένιωθε βέβαια και τα υπερπροστατευτικά φτερά του Ρίο να τον αγκαλιάζουν. Τους περίμενε, πότε θα τον προσβάλουν για να τον στηρίξει.
Ο Γκάμπριελ όμως τον κοιτούσε κάθε φορά. «Όλο λόγια είναι, άστους.»
Μπορούσε να ηρεμήσει όμως ο Ρίο; Δεν μπορούσε.
Σχεδόν είχε πιαστεί στα χέρια με έναν. Ο Γκάμπριελ τον τράβηξε πιο πίσω, τον έσπρωξε μακριά από εκείνον τον διοικητή που κοιτούσε «πεινασμένος» για μάχη. Ο γιος του τον κοιτούσε με φρύδια σμιγμένα. «Τι στο διάολο κάνεις, Ρίο, σου λέω δεν με ενοχλεί. Άστους να λένε!» Ο «πατέρας» του τον κοίταξε εκνευρισμένος. Προσπάθησε να απεγκλωβιστεί από το κράτημά του αλλά ο Γκάμπριελ δεν τον άφησε. «Και θα τους αφήνουμε να σε προσβάλουν έτσι;». Ξεφυσά ο νεαρός. «Δεν με ενδιαφέρει.»
Ο διοικητής όμως είχε όρεξη. Και όταν πήγε να χυμήξει ξανά στον Ρίο, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Γκάμπριελ. Τον έσπρωξε, τον χτύπησε και τον έριξε κάτω. Απλώς τον κοίταξε, ο διοικητής είδε την ουλή στο μάτι του να τον απειλεί, μαζεύτηκε και κάθισε στην θέση του και πάλι.
Ο Γκάμπριελ ευγνωμονούσε που ο Ρίο τον αγαπούσε τόσο. Και εκείνος, αν μη τι άλλο, τον αγαπούσε πολύ. Οπότε όταν κάθισαν ξανά στις μεγάλες καρέκλες απλά κάθισε πίσω.
Έκανε υπομονή και τον υπόλοιπο καιρό. Ώσπου σε ένα συμβούλιο των τεσσάρων, ο Ρίο του χαμογέλασε. Και του είπε, «Ήρθε η ώρα». Ο Γκάμπριελ σήκωσε τα μανίκια του. Ανέπνευσε μια γερή δόση αέρα, έκλεισε τα μάτια του.
Σηκώθηκε, φόρεσε τα όπλα του πάνω του, το σακάκι του τα κάλυψε όλα και πήρε τον δρόμο προς την μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων. Ο Άλμπερτ, ο Φίλιπ και ο Ρίο κοίταγαν από αλλού τι γινόταν σε αυτή την αίθουσα.
Ο νεαρός κάθισε στην κορυφή, οι διοικητές που έμπαιναν ένας-ένας στον χώρο έπαιρναν δυσαρεστημένοι την θέση τους γύρω από το τεράστιο τραπέζι.
«Δυστυχώς ο Άλμπερτ, ο Ρίο και ο Φίλιπ έχουν αναλάβει τις άλλες τρεις ομάδες διοικητών οπότε εσείς θα πρέπει να συνεργαστείτε μαζί μου για να οδηγηθούμε στον Άδη.»
Κάτι τους είχαν πει νωρίτερα πως ο Άδης, ο σπουδαίος εκτελεστής δραπέτευσε και ότι κυκλοφορεί ανεξέλεγκτος. Όλοι τους θορυβήθηκαν, κυρίως φοβήθηκαν.
«Πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι;» ρωτά κάποιος. Ο Γκάμπριελ ανασηκώνει τους ώμους του. «Αρκετά φαντάζομαι.» Δύο από αυτούς γελάνε ηχηρά. Η σπίθα έκαψε το στέρνο του, η ώρα πλησιάζει.
Κοιτά το κινητό του προσποιητά. Κατονομάζει τέσσερις από όλους τους και τους διατάζει να φύγουν από το δωμάτιο. «Σας χρειάζεται ο Φίλιπ τελικά.»
Έμειναν τέσσερις. Τους κοιτά. Σηκώνεται από το δωμάτιο.
«Τέτοια εξουσία δεν είχα ποτέ, θα μου επιτρέψετε να το εκμεταλλευτώ, έτσι;»
Οι διοικητές τον κοιτούν. Κάποιου πάει να του ξεφύγει μια προσβολή, αυτός τον σταματά. «Ο Άδης είναι εκεί έξω, περιμένοντας μας να κάνουμε ένα βήμα για να μας εξαφανίσει. Αλλά εγώ τον Άδη τον ξέρω καλά, πολύ καλά και γνωρίζω πως μπορούμε να τον πλησιάσουμε.»
«Τον έχεις δει;» αναφωνεί έκπληκτος ένας από αυτούς.
«Ναι. Και δεν θέλετε να ξέρετε πως μοιάζει.»
Ο καθρέφτης του είχε πολλά να πει γι' αυτό. Αστεία τα περισσότερα.
«Είσαι ο πλέον κατάλληλος τότε για να τον βρεις. Εμείς δεν ξέρουμε πως μοιάζει. Τι μας θέλεις εδώ λοιπόν;»
«Σας χρειάζομαι εδώ γιατί μόνο εγώ ξέρω τον τρόπο για να τον δελεάσουμε να γυρίσει.»
Κάπως πρωτόγνωρο για εκείνον να τον κοιτούν περιμένοντας να συνεχίσει. Ούτε προσβολές ούτε τίποτα. Στο όνομα του Άδη ηρεμούν;
«Θα σας ενδιέφερε να γνωρίσετε τον Άδη;» τους χαμογελά.
Εκείνοι ανταποδίδουν. «Ναι!» αναφωνούν ταυτόχρονα.
«Ο Άδης θέλει αίμα. Πολύ αίμα. Και πόνο. Οπότε όταν εγώ θα κλείσω την πόρτα, θα περιμένω να τον δελεάσετε με τον καλύτερο τρόπο.»
Η απορία σχηματίστηκε όταν εκείνος είχε ήδη κλειδώσει την πόρτα. Οι τέσσερις διοικητές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.
«Θα έδινα τα πάντα για να είμαι με τον Άλμπερτ ή τον Ρίο. Τι μαλακίες είναι αυτές;» Εκείνος, ο πιο αυθάδης από όλους αποφασίζει να σπάσει την σιωπή. Οι τρεις τους μοιάζουν τόσο μπερδεμένοι. Τι πρέπει να κάνουν; Πως θα προκαλέσουν πόνο και τι αίμα θα τρέξει;
Για λίγο το μυαλό τους έμοιαζε να είχε σταματήσει να δουλεύει.
Ο Άδης στεκόταν έξω από την πόρτα, με ένα τσιγάρο στο στόμα του να γεμίζει τα πνευμόνια του με πίσσα και μερικές συζητήσεις να φουσκώνουν με ανυπομονησία το μυαλό του. Μα δεν άκουγε πόνο. Δεν άκουσε τίποτα που να προκαλεί το αίμα που ο Άδης αποζητούσε.
Έτσι, ξεκλείδωσε την πόρτα, μπήκε μέσα και κλείδωσε ξανά. Το κλειδί μπήκε στην τσέπη του και τους χαμογέλασε προσποιούμενος τον μπερδεμένο. «Δεν βλέπω ούτε πόνο ούτε αίμα. Οπότε ο Άδης θα αργήσει να έρθει, άρα θα κάτσουμε ώρα εδώ.»
«Γκάμπριελ, είσαι άχρηστος.» Σηκώνεται όρθιος ένας τους, ο Γκάμπριελ βγάζει ένα όπλο και εκείνος παγώνει. Τους είχε αναγκάσει να τα αφήσουν όλα έξω και τώρα αυτός ήταν μόνος του με ένα φονικό στο χέρι.
«Αφού δεν έχετε αρκετή φαντασία, όπως να σκοτώσετε ο ένας τον άλλον τότε... Τι να πω, θα σας βοηθήσω.»
Παγώνει το αίμα τους. Ένας άλλος μιλάει. «Να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον; Απλά για να εμφανιστεί ο Άδης; Αξίζει κάτι τέτοιο;»
Ο «λογιστής» γελάει. «Ουάου, έχετε τόση αυτοπεποίθηση που νομίζετε πως ο Άδης είναι λιγότερο σημαντικός από εσάς;» Γυρίζει την πλάτη του, αδειάζει μερικές σφαίρες από το όπλο και μέσα αφήνει τρεις. Σαν τις μουσικές καρέκλες, τέσσερις άνδρες, τρεις σφαίρες. Χαμογελά στην σκέψη, γυρίζει ξανά εμπρός τους.
«Θα σας βοηθήσω λοιπόν.» Περπατά στο μεγάλο τραπέζι και αφήνει μπροστά τους ένα όπλο, μικρό αλλά αρκετό για να προκαλέσει αυτό που θέλει. «Τρείς σφαίρες, τέσσερις άνδρες. Ο τελευταίος που θα μείνει θα έχει επιτύχει, θα έχει προσελκύσει τον Άδη.»
Αυτό που εννοούσε είναι πως, ο τελευταίος θα παλέψει μαζί του. Και θα είναι ο μόνος τυχερός που θα διαβάσει την λάμψη στα μάτια του θεού. Θα παλέψει με τον ίδιο τον Κέρβερο, ο Χάροντας ίσως τον περιποιηθεί περισσότερο.
Οι τέσσερις άνδρες κοιτάζονται μεταξύ τους. Ο Άδης χαμογελά.
Ένας από αυτούς σηκώνεται ταχύτατα, οπλίζει κει στρέφει το όπλο στον όρθιο άνδρα μα ο εκείνος ξέρει καλύτερα. Τραβά την σκανδάλη από το όπλο που εμφάνισε μόλις και αφήνει τον ώμο του τραυματισμένο και το όπλο στο τραπέζι ξανά. Οπλίζει ξανά, ο Άδης πλησιάζει και σφηνώνει μια σφαίρα στην καρδιά του. Και μια ακόμη στο κεφάλι του. Και ακόμη μια στον λαιμό του.
Και αίμα, πολύ αίμα. Κοίταξε τους δύο άλλους που τον κοιτούν έντρομοι.
«Σας υπόσχομαι, ο Άδης είναι στον δρόμο.» Χαμογελά. Πισωπατά.
Σταυρώνει τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Το όπλο καθόταν στο τραπέζι ξανά, οπλισμένο, μια σφαίρα ήταν έτοιμη να σφηνωθεί στο δέρμα κάποιου. Οι τρεις άνδρες κοιτούν ο ένας τον άλλον αντιλαμβανόμενοι το μέλλον. Κάποιος θα πεθάνει.
Η θηλιά που τους σφίγγει τον λαιμό έχει όνομα. Αν δεν σκοτώσουν ο ένας τον άλλον τότε θα το κάνει εκείνος. Ο πιο αποφασισμένος από τους τρεις, αυτός που θέλει να γνωρίσει τον Άδη, αυτός που δεν σκοπεύει να πεθάνει άδοξα, πιάνει το όπλο, το κρατά σφιχτά. Πιέζει την σκανδάλη, στοχεύει τον διπλανό του, εκείνος μονάχα έντρομος τον κοιτά. Και η σφαίρα βρίσκει στόχο, ο άνδρας πέφτει από την καρέκλα, αίμα αναβλύζει από το στέρνο του.
Ουρλιάζει από πόνο.
Οπλίζει ξανά, δύο σφαίρες. Δυο άνδρες στον χώρο. Η μια σφαίρα βρίσκει τον άλλον, εκείνον που το περίμενε και κράτησε την αναπνοή του μπας και πονέσει λιγότερο.
Ο κρότος στην πόρτα αποσυντόνισε εκείνον με το όπλο. Ο Ρίο ήταν πάνω στην ώρα για να τον φοβίσει.
Μια σφαίρα βρίσκει το χέρι του έκπληκτου διοικητή. Ο Άδης γελάει.
Δυνατά, τρανταχτά.
«Ένας απλός λογιστάκος. Το μπασταρδάκι, ο άχρηστος. Αυτός σε έκανε να σκοτώσεις τους καλύτερους σου φίλους. Τους πρόδωσες επειδή απλά στο είπα να το κάνεις.»
Εκείνος τραυλίζει από πόνο, παραπατάει και προσπαθεί να τον φτάσει. Ο εκτελεστής τον βοηθά και μειώνει την απόσταση μεταξύ τους.
«Πάντως τον στόχο σου τον έφτασες. Έζησες να γνωρίσεις τον Άδη. Είναι τιμή μου που στο άκουσμά μου και μόνο γίνεσαι ό,τι εγώ θέλω. Οπότε φαντάζομαι θα εκτελέσεις κάθε εντολή μου από εδώ και πέρα, σωστά;»
Εκείνος κλαψουρίζει και δεν λέει τίποτα άλλο.
Μια σφαίρα βρίσκει και το άλλο του χέρι. Ο Άδης δεν αφήνει περιθώρια.
Τελικά ο διοικητής γνέφει.
«Πέσε στα γόνατα λοιπόν.»
Κάνει ακριβώς ό,τι του λέει. «Σκύψε το κεφάλι.»
«Και τώρα ζήτα μου συγγνώμη. Για κάθε προσβολή.»
Ο Άδης είχε καταλάβει πως σε τέτοιους ανθρώπους, τα βασανιστήρια δεν ήταν σωματικά αλλά ψυχολογικά. Και στον συγκεκριμένο χρειαζόταν ταπείνωση για να τον βασανίσει. Η συγγνώμη ήταν πραγματικό μαστίγιο για εκείνον.
«Δεν σε άκουσα.»
«Γιατί μου το κάνεις αυτό, Γκάμπριελ;»
«Άδης.»
Ξεφυσά. Πονάει. Δεν περνάει σίγουρα ωραία, ο Άδης όμως χαμογελά στην σκέψη. Να, η σαδιστική του ευχαρίστηση που γεμίζει τα πνευμόνια του.
«Τελειώνει ο χρόνος σου. Ή και όχι, μπορώ να σε κρατήσω ζωντανό όσο θέλω. Μια ολόκληρη αιωνιότητα. Μέχρι να κάνεις αυτό που σου ζητάω.»
Ο διοικητής δεν ήθελε να υποφέρει. Οπότε έσκυψε κι άλλο το κεφάλι και με το αίμα να τον έχει περικυκλώσει, καθάρισε τον λαιμό του και έβαλε τα κατάλληλα γράμματα στην σειρά.
«Συγγνώμη.»
Μια σφαίρα βρίσκει τους μηρούς του.
«Συγγνώμη!» ουρλιάζει τώρα με περισσότερο πόνο.
Ο Άδης κατεβαίνει στο ύψος του. «Μην ζητάς από εμένα συγγνώμη. Αλλά από αυτούς που πρόδωσες.»
Και την στιγμή που εκείνος ήταν έτοιμος να ουρλιάξει την πιο δυνατή συγγνώμη του για εκείνους τους καλύτερους του φίλους που εκείνος σκότωσε, ο Άδης του πήρε την λύτρωση από τα χείλη με μια τελευταία σφαίρα. Η καρδιά του ξεκίνησε να αιμορραγεί.
Άλλη μια ψυχή στην πλάτη του. Ακόμη μια ψυχή στην βάρκα του Χάροντα, ακόμη μια γωνία που θα γεμίσει στο Βασίλειό του.
Και δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει καθόλου.
............
Τα πράγματα στο μυαλό της Ρωξάνης είναι περίεργα. Πολύ περίεργα. Επίσης, αν η Ρωξάνη έπρεπε να πάσχει από μια ψυχική ασθένεια, αυτή θα ήταν η Αναποφασιστικότηκα-Μέχρι-Αηδίας, η οποία μέχρι πρότινος δεν θεωρούνταν ούτε στο ελάχιστο ασθένεια, όμως τώρα, που σταματούν τα χείλη της να αγγίζουν αυτά του Γκάμπριελ και που τα μυαλό της κάνει σβούρες, τώρα είναι η στιγμή που ένας ψυχολόγος, κάπου σε ένα γραφείο θέλει να σκίσει το πτυχίο του σχετικά με την κατάστασή της.
Γιατί η Ρωξάνη, είναι ερωτευμένη.
Ναι, η μπαργούμαν είναι ερωτευμένη με τον Γκάμπριελ.
Όμως, το κακό της είναι πως τα χείλη της δεν συνάδουν με το μυαλό της και όταν σταματά να τον φιλά εκείνη αντί να ξεστομίσει πως κι εκείνη τον θέλει, πως είναι ερωτευμένη μαζί του, που είναι αλήθεια, απλώς σπάει την όμορφη στιγμή.
«Αυτό ήταν ένα λάθος. Εμείς οι δύο είμαστε φίλοι.»
Και η Γη για τον Γκάμπριελ σταμάτησε. Οι πεταλούδες λιποθύμησαν, τα πυροτεχνήματα σώπασαν, ο ουρανός έγινε ξανά σκοτεινός. Τα γκρι μάτια του δεν είχαν καμία σπίθα, την κοιτούσε άδειος σχεδόν.
«Τι στο διάολο μου λες τώρα;»
Και εκεί ένιωσε την καρδιά της να πάλλεται πιο έντονα όταν οι συσπάσεις στο πρόσωπό του της φάνηκαν σέξι, έπιασε τον εαυτό της να ονειροπολεί τα προηγούμενα λίγα δευτερόλεπτα σαν κοριτσόπουλο στο λύκειο.
Ο άνδρας μπροστά της κάνει δύο βήματα πίσω.
Η Ρωξάνη θυμάται εκείνη την ημέρα στο Εσκομπάρ. Και τα λόγια του χτυπούν ξανά στο μυαλό της. «Όταν αποφασίσεις τι θέλεις, τότε να με πλησιάσεις.» Μέσα της τριγυρνούσε και τότε η ίδια πρόταση. «Εσένα θέλω, εσένα εσένα εσένα!» Μα και τώρα, που τον φίλησε κι εκείνος ανταπέδωσε, που νωρίτερα της είπε ότι την θέλει, η Ρωξάνη απλώς δεν μπορεί. Δεν μπορεί να αφεθεί.
«Εμείς οι δύο είμαστε φίλοι, ίσως αυτό ήταν ένα λάθ-»
«Το να είμαι φίλος σου υπήρξε το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μου οπότε αυτές τις μαλακίες περί φιλίας να τις αφήσουμε στην άκρη, ναι; Ναι.»
Η Ρωξάνη νιώθει την θερμοκρασία να ανεβαίνει. Ο αγαπημένος της Γκάμπριελ είναι ο κοφτός. Και ο γλυκός. Και ο αστείος. Ο σαρκαστικός. Όλες οι πτυχές του είναι οι αγαπημένες της. Και όμως παρόλο που το μυαλό της σχηματίζει να πει πως τον θέλει, να του πει «συγγνώμη, δεν ξέρω τι λέω, είμαι αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί σου», οι άμυνές της τα γκρεμίζουν όλα και απλώς τον κοιτάει.
«Δεν με νοιάζει αν δεν νιώθεις τα ίδια με εμένα, αλλά θα μπορούσες να μην με είχες φιλήσει. Έτσι πιστεύω.» Κάνει δύο τρία βήματα μακριά της, την κοιτά φευγαλέα και συνεχίζει να μαζεύει τα πράγματά της όσο η Ρωξάνη τον κοιτά με φρύδια σμιχτά. Εκείνος κάνει σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να μην αισθάνεται την πληγή μέσα του ενώ εκείνη τον πλησιάζει μπερδεμένη. Από τον ίδιο της τον εαυτό; Κυρίως.
«Ήθελα και σε φίλησα.»
Το λέει σαν κάτι δεδομένο. Σαν κάτι αναμφισβήτητο. Λες και πριν δύο νανοσεκόντ δεν του είπε πως «πρέπει να μείνουν φίλοι».
«Μόλις μου είπες ότι είμαστε φίλοι και ας μείνουμε έτσι, έχω την εντύπωση.»
«Ναι, αλλά δεν θέλω να μείνουμε φίλοι, κατάλαβες;»
Και τώρα τι; Η γλώσσα της συμβαδίζει με το μυαλό της; Σχεδόν δεν το πιστεύει! Χαμογελά, πολύ πλατιά, περιμένει να χυμήξει στην αγκαλιά της και να χαθούν σε ένα χωράφι με φόντο το ηλιοβασίλεμα. Μα ο Γκάμπριελ την κοιτά παγωμένος.
«Θυμάσαι τι σου είπα τότε;»
«Πότε;»
«Τότε, στο Εσκομπάρ. Να με πλησιάσεις ξανά μόνο όταν θα ξέρεις τι θέλεις από εμένα. Από ό,τι κατάλαβα, αυτή η εβδομάδα δεν σε βοήθησε να καταλάβεις, οπότε επαναλαμβάνω τα λόγια μου.» Καθαρίζει το λαιμό του καθώς κλείνει την τελευταία τσάντα με τα πράγματά της. «Να με πλησιάσεις ξανά μονάχα όταν θα γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις από εμένα. Εντάξει;»
Η κοπέλα τον κοιτά τρελά αναστατωμένη. Είναι τα λόγια του, είναι η χροιά του, είναι η έκφρασή του. Λίγο απ' όλα. Μα κυρίως τα λόγια του.
«Περίμενε, Γκάμπριελ, περίμενε εγώ μόλις σου είπα ότι δεν θέλω να μείνουμε φίλοι τελικά, πήρα μια απόφαση!»
Είναι πανικοβλημένη; Είναι πολύ. Αλλά ο Γκάμπριελ δεν ενδιαφέρεται καθόλου. Γιατί δεν εμπιστεύεται την απόφασή της.
«Ναι, και πριν από αυτό είπες πως είναι λάθος που με φίλησες και ότι θέλεις να μείνουμε φίλοι.»
«Όμως πριν από αυτό σε φίλησα.»
Σηκώνει τις τσάντες στα χέρια του απαλά και ξεκινά να προχωρά έξω από το δωμάτιο. Πριν χαθεί εντελώς από το οπτικό της πεδίο, κάτι της λέει. «Στα λόγια μου έρχεσαι Ρωξάνη.»
Η κοπέλα παίρνει ψιλοπράγματα στα χέρια και τρέχει να τον ακολουθήσει. Στο μυαλό της μπαργούμαν η κατάσταση ήταν κωμικοτραγική. Γελούσε από την μία, ενώ από την άλλη αγωνιούσε. Έκανα πάλι γαμημένη μαλακία γαμώ, γιατί να έχω τέτοια σύγχυση το κέρατό μου μέσα;!
Ο Γκάμπριελ σταματά απότομα μπροστά της.
«Πάρε τα κλειδιά και μπες στο αμάξι.»
Η Ρωξάνη απλώς κάθεται στο έδαφος μουτρωμένη και τελείως παιδιάστικα δεν τον αφήνει να προχωρήσει πιο πέρα. «Θα κάτσω εδώ μέχρι να αλλάξεις γνώμη.»
Την αφήνει όμως ο λογιστής σε χλωρό κλαρί; «Εγώ κανένα θέμα έχω να μείνεις εδώ, μια χαρά περνούσαμε, το θέμα είναι μήπως αλλάξεις εσύ γνώμη και βρεθούμε πάλι όπως πριν.»
Ο Γκάμπριελ χάθηκε από μπροστά της με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι με το σκεπτικό πως γυρνώντας σπίτι θα πρέπει να σηκώσει την Ρωξάνη για να την πάει σηκωτή στο συνοδηγό. Χαμογελάει στην σκέψη, γρήγορα όμως συντονίζει τον εαυτό του. Γκάμπριελ. Δεν ξέρει τι θέλει. Συγκεντρώσου.
Πάντως, φτάνοντας ξανά στο σαλόνι του, την βλέπει ξαπλωμένη στο πάτωμα. Τα σγουρά μαλλιά της κάνουν αντίθεση με το χρώμα στο πλακάκι.
«Ρωξάνη, γιατί πεισμώνεις έτσι;»
«Γιατί δεν με ακούς!» Τώρα ανακάθεται και σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος. «Σε θέλω, με θέλεις, γιατί να το σκεφτόμαστε; Σε θέλω πολύ, με θέλεις κι εσύ, γιατί το ζορίζουμε;»
Την τραβά από το χέρι, χαμογελώντας που είναι χαλαρή η ατμόσφαιρα παρόλο που πριν λίγα λεπτά έφαγε άκυρο και τελικά δεν έφαγε. «Γιατί, Ρωξάνη, μετά που εσύ με φίλησες –και δεν παραπονιέμαι καθόλου– μου είπες πως θέλεις να μείνουμε φίλοι. Με τι ασφάλεια θα σε πιστέψω;»
Και... χτυπάει το κούτελό της με δύναμη. «Εντάξει, κάνω μαλακίες, μπορούμε να τις διαγράψουμε;» Όσο εκείνη δυσανασχετεί με τις πράξεις της, εκείνος την κοιτά με ανασηκωμένο το ένα του φρύδι περιμένοντας να παρατήσει την αντίσταση που προβάλει.
Την σηκώνει όρθια. «Για να μπερδεύεσαι έτσι μάλλον σημαίνει πως δεν είσαι σίγουρη.»
Δεν αντιστέκεται τώρα καθώς την τραβά ψηλά στο ύψος της, απλώς τον κοιτά μουτρωμένη. «Όχι. Ξέρω.» Ξεφυσά εκείνος, πάει να φύγει, «Ξέρω, ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου άρα-»
«Απόδειξέ το μου τότε, Ρωξάνη.» Της χαμογελά. Δεν κοκκινίζει, η καρδιά του βέβαια πάλλεται πάρα πολύ γρήγορα. Είναι μια εξομολόγηση, αλλά δεν έχει βάρος για εκείνον. Γιατί στο επόμενο λεπτό μπορεί να την πάρει πίσω. Όπως κάνει κάθε φορά. Κάτι του δίνει και μετά το παίρνει.
«Δεν μετράει που στο λέω;»
«Όπως βλέπεις όχι, μιας που αναιρείς τα λόγια σου.» Το χαμόγελό του την εκνευρίζει. Τώρα σταματάει δίπλα του καθώς εκείνος κλειδώνει την εξώπορτα.
«Αν οι λέξεις δεν σημαίνουν τίποτα για εσένα, τότε; Τότε τι;»
«Δοκίμασε με τις πράξεις σου, Ρωξάνη.» Πάει να φύγει, πάει να μπει στην θέση του οδηγού αλλά το χέρι της προσπαθεί να τον κρατήσει κοντά της. Της κάνει την χάρη μένει μπροστά της, κάθεται ακίνητος και περιμένει.
Οπότε η Ρωξάνη τον φιλάει ξανά.
Και αλίμονο, ο Γκάμπριελ το απολαμβάνει. Ακουμπά ξανά το μάγουλό της και η κοπέλα αφήνεται ξανά στην ένταση που βγαίνει στα χείλη τους. Το νιώθουν και οι δύο. Μα ο λογιστής αποφασίζει πως εκεί πρέπει να σταματήσει. Την κοιτά, σχεδόν ζαλισμένος και την γειώνει όπως του έκανε κι εκείνη.
«Θέλω κάτι περισσότερο από αυτό Ρωξάνη.»
Τον κοιτά με μάτια να παρομοιάζονται με γραμμές. «Τι παραπάνω;»
«Δεν ξέρω, ίσως κάτι που δεν θα με κάνει να αμφιβάλλω πως σε λίγο θα μου πεις ότι θέλεις να μείνουμε απλώς φίλοι.»
Ο Γκάμπριελ πισωπατεί, προχωρά πιο κοντά στο αμάξι και την ακούει να βγάζει μια κραυγή και να τρέχει στον συνοδηγό. Χαμογελάει, κάπως αναθαρρεί που την βλέπει να προσπαθεί, σχεδόν αισθάνεται μια ολοκαίνουρια αίσθηση να τον γεμίζει.
«Δεν καταλαβαίνω, εγώ γιατί να πιστέψω ότι με θέλεις;»
«Γιατί εγώ δεν μετάνιωσα τίποτα από όσα έκανα. Και, πέρα από αυτό, γιατί να σου πω κάτι που δεν ισχύει;» Το αμάξι ξεκινάει. Η Ρωξάνη ανασηκώνει το φρύδι της.
«Κι εγώ γιατί να σου πω κάτι που δεν ισχύει, τότε;»
«Ναι, εδώ είναι το θέμα μου. Τι ισχύει; Είσαι ερωτευμένη μαζί μου ή με βλέπεις σαν φίλο; Ιδού η απορία, οπότε περιμένω να καταλάβω.»
Και εκεί η Ρωξάνη παρατάει τις προσπάθειές της. Έχει δίκιο, έχει κάνει μαλακία και δεν το σώζει έτσι. Πράξεις θέλει; Πράξεις θα έχει. Μάλλον.
Στην διαδρομή στο σπίτι της εκείνος δυνάμωσε την μουσική και την άφησε να πνίγεται στις σκέψεις της σχετικά με το πώς θα του αποδείξει αυτό που τελικά νιώθει. Εν μέρει κάτι τον ενοχλεί, αυτή είναι η αλήθεια. Στοιχηματίζει είναι ανασφάλεια. Όμως το άλλο κομμάτι του εαυτού του χαίρεται, ενθουσιάζεται και περιμένει.
Οι πεταλούδες που προηγουμένως λιποθύμησαν μέσα του, βρήκαν ξανά ζωή και κάνουν το στομάχι του να ανακατεύεται. Η σπίθα άναψε ξανά. Θα περνούσε πολύ ωραία βλέποντας την Ρωξάνη να προσπαθεί. Ήταν εξάλλου κάτι πρωτόγνωρο για εκείνον. Να είναι ερωτευμένη μια τέτοια κοπέλα μαζί του; Η μαμά του θα ήταν περήφανη.
Βέβαια, το σενάριο εκείνο που όντως τον βλέπει φιλικά κάπως τον γειώνει. Εντάξει, τι είχε τι έχασε; Αλλά προτιμά να μην το σκέφτεται. Γιατί θέλει να πιστεύει πως η Ρωξάνη νιώθει όπως εκείνος. Γιατί για πρώτη φορά αισθάνεται πως κάποιος είναι ο σκοπός του. Να αγαπήσει και να αγαπηθεί; Ίσως.
Αλλά πολύ περισσότερο να αγαπήσει. Το θέλει πολύ.
..............
Στο ασανσέρ εκείνη τον κοιτούσε θυμωμένη. Με τον εαυτό της, αλλά του έριχνε μουτρωμένα βλέμματα. Ο Γκάμπριελ δεν έδινε σημασία, αντιθέτως. Σχεδόν το ευχαριστιόταν. Είναι κι αυτή η σαδιστική ευχαρίστηση του Άδη που προσπαθεί να μην φέρνει στην επιφάνεια συχνά-πυκνά.
Πρώτος προχώρησε στην εξώπορτα του διαμερίσματός της και περίμενε ευδιάθετος να βρει τα κλειδιά της. Εκείνη το έπαιξε ότι δεν τα βρίσκει, ότι τελικά τα άφησε σπίτι του και ότι πρέπει να γυρίσουν πίσω αλλά εξείχαν από την τσέπη της και δεν υπήρχε περίπτωση ο λογιστής να την άφηνε με ύπουλους τρόπους να βγει από πάνω. Έτσι, λοιπόν, την βοήθησε να βάλει τα πράγματά της στην άκρη και προτού φύγει την χαιρέτησε.
«Καλή αρχή στο Εσκομπάρ σήμερα!»
Η κοπέλα χαμογέλασε. «Θα έρθεις κι εσύ;»
«Εγώ;» χασκογελά, «Τι να κάνω εγώ εκεί; Τα λέμε!»
Η πόρτα κλείνει, ο Γκάμπριελ μπαίνει στο ασανσέρ και σιγοσφυρίζοντας απολαμβάνει την ωραία μέρα. Μπορεί η Ρωξάνη να έφυγε αλλά είχε λόγο να την δει ξανά, ωστόσο όλα εξαρτούνται από εκείνη.
Την ίδια ώρα, η μπαργούμαν ξεκίνησε να αλλάζει σεντόνια στο κρεβάτι της. Αναπολεί τις μέρες όπου οι πρώην τις δεν ήταν τόσο περίπλοκες. Εντάξει, με τις περισσότερες ήταν φίλοι με προνόμια που μετά είτε ανέπτυσσε εκείνη είτε οι άλλοι αισθήματα και έτσι σταματούσε κάθε σχέση. Κάπως αισθάνεται πως μπέρδεψε τις καταστάσεις. Τώρα δεν είναι φίλη με τον Γκάμπριελ. Τώρα είναι ερωτευμένη μαζί του εξ αρχής, το ίδιο κι εκείνος...
Ξεφυσά.
Καλεί την Αλέξα η οποία περίμενε πως και πώς να ακούσει πως έμεινε σπίτι του. Ωστόσο, απαντώντας στο τηλέφωνο άκουσε όσα δεν ήθελε. «Φίλη, έκανα μαλακία.» Και η κοπέλα θέλησε να την χτυπήσει.
....................
Ο Δεκέμβρης μπήκε με την Ρωξάνη να έχει φτιάξει μια ρουτίνα γύρω από όσα την βασανίζουν, πετώντας τα όλα εκτός. Πήγαινε στο Εσκομπάρ, έπινε και χόρευε πίσω από την μπάρα, γυρνούσε σπίτι της και κοιμόταν μέχρι αργά και όταν ξυπνούσε έκανε δουλειές ή έβλεπε ταινίες. Και μέσα σε αυτή την ρυθμισμένη καθημερινότητα, η μπαργούμαν δεν σκεφτόταν τρόπους για να αποδείξει στον Γκάμπριελ πως εννοούσε το φιλί και το ότι είναι ερωτευμένη μαζί του.
Για την ακρίβεια, σκεφτόταν μόνο ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του και τίποτε αλλό.
Είχε φτάσει εκείνες τις πρώτες μέρες που δεν είχαν επαφή στο συμπέρασμα ότι δεν ξέρει πώς οι πράξεις της θα είναι η απόδειξη, οπότε καθόταν και θρηνούσε την σχέση που δεν πρόλαβαν να έχουν. Δεν έκλαψε, η Αλέξα βασικά φρόντισε να μην το κάνει και παρόλο που της έδωσε όσες συμβουλές είχε στο μυαλό της, η Ρωξάνη δεν ακολούθησε ούτε μία.
Ήταν περίεργο λοιπόν, το πώς εξελισσόταν αυτός ο καιρός για εκείνους τους δύο.
Ο Γκάμπριελ ρίχθηκε κι εκείνος στην δουλειά. Την μια εβδομάδα που φρόντισε την Ρωξάνη είχε αφήσει πολλά πίσω του, οπότε επέστρεψε δριμύτερος, κυρίως με ψυχικά αποθέματα και μια ανυπομονησία που έσβηνε καθώς οι μέρες έφευγαν και το ημερολόγιο έδειχνε μια εβδομάδα που εκείνοι οι δύο δεν είχαν μιλήσει.
Ο Μωάμεθ δεν πήγαινε στο βουνό. Αλλά ούτε και το βουνό πήγε στον Μωάμεθ. Ώσπου εκείνο το Φεστιβάλ μετακινήθηκε στα μέσα του Δεκέμβρη και ο Γκάμπριελ δεν έχασε ευκαιρία. Δεν ήταν δουλειά του να το κάνει αυτό, βασικά δεν έπρεπε καν να προσπαθήσει, όμως το να ψαρέψει από εκείνη κάποια αντίδραση, σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την τελευταία τους επαφή, ήταν κάτι που τον εξίταρε.
Ο Ρίο το έβρισκε εξαιρετική ιδέα, οπότε σε έναν καφέ που είχαν πάει να πιούν μαζί με τον Φίλιπ, συμφώνησαν και οι τρεις πως θα πάνε ομαδικώς στο Φεστιβάλ. Οι μεν θα ασχολούνταν με όσα πραγματικά τους ενδιαφέρουν, σχετικά με την Οικογένεια και μερικές συμμαχίες, ενώ ο δε θα τσιγκλούσε την Ρωξάνη.
«Είναι λίγο ειδική περίπτωση. Όλα ξεκινούν από το γεγονός πως ξέρει αρκετά για εμάς και ακόμη τριγυρίζει μαζί μας. Μπορεί όντως να μπερδεύτηκε Γκάμπριελ.» Ο Φίλιπ είναι πια ταγμένος υπέρ της. Ο Ρίο βέβαια, που συμπονά τον γιό του, δεν βρίσκει δικαιολογίες για να την υπερασπιστεί πάντοτε.
«Ναι, τριγύριζε μέχρι που της είπε να του αποδείξει όσα νιώθει. Ε τι να το κάνουμε;»
Ο Γκάμπριελ σε κάθε περίπτωση έπινε το τίλιο του και τους κοιτούσε σιωπηλός.
«Τι είχαμε τι χάσαμε;» προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό του. Και όμως εκείνος ξέρει, ξέρει πολύ καλά τι χάνει.
....................
Το Φεστιβάλ, λόγω του ότι βρίσκεται μακριά από τα Χριστούγεννα δεκαπέντε γεμάτες μέρες, είναι στολισμένο με κάθε λογής φωτάκι, ενώ το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν λείπει σε καμία περίπτωση. Κόκκινα, λευκά και πράσινα, τέτοια χρώματα επικρατούν στον στολισμό και τα «σπιτάκια» με τις δραστηριότητες δεν διαφέρουν.
Όσους συμμετέχουν στην διοργάνωση τους αναγνωρίζεις από μακριά, ενώ το απλό κοινό περνά από κάθε στάση και δοκιμάζει καλούδια, λιχουδιές και κάθε λογής κέρασμα που τους δίνουν.
Ο Γκάμπριελ, με τον Τζάκσον στην αγκαλιά του ακολουθεί τον λαβύρινθο που έχουν φτιάξει με κάθε «σπιτάκι». Μπροστά-μπροστά είναι τα γλυκά. Ο λογιστής αγόρασε ζελεδάκια χριστουγεννιάτικα, μπισκότα, κέικ, καραμέλες, οτιδήποτε του άρεσε και τα έβαλε σε μια μεγάλη σακούλα για να τα φάνε μαζί στο σπίτι, που θα τον έπαιρνε το βράδυ για να μπορέσει ο Φίλιπ να διευθετήσει μερικές δουλειές στο γραφείο του ανενόχλητος από το γεγονός ότι ο γιος του θα τον ακούσει μερικά δωμάτια πιο πέρα.
Έπειτα, ήταν τα φαγητά. Του πήρε πίτσα να φάει γιατί μόνο αυτό προτιμούσε από όλα ενώ ο Γκάμπριελ προτίμησε να παραγγείλει δύο πίτσες για τον εαυτό του όταν γυρίσουν σπίτι. Τι να του κάνει ένα κομμάτι;
Τελικά, η στάση που ο λογιστής ανέμενε περισσότερο ήταν δύο «σπιτάκια» μακριά. Δεν ήταν δύσκολο να την προσέξει. Τα μαλλιά της ήταν ελεύθερα κάτω, οι μπούκλες της φαίνονται πιο ξανθιές μέσα σε όλα αυτά τα χρώματα ενώ το δέρμα της, από το κρύο, είναι πιο λευκό συγκριτικά με το τι θυμόταν.
Την έβλεπε να πετάει μπουκάλια πάνω, σαν ζογκλέρ, να φτιάχνει ποτά σε όσους περιμένουν και να γελάει με δύο άλλους τύπους που χόρευαν μαζί της στην Χριστουγεννιάτικη μουσική.
«Θέλεις μη αλκοολούχο ποτό;» ρωτά τον μικρό στην αγκαλιά του. Ο Τζάκσον, αλίμονο αν χάσει αυτή την ευκαιρία, τσιρίζει ενθουσιασμένος. Ο Γκάμπριελ του κλείνει το μάτι συνωμοτικά και παίρνει την θέση του στην μεγάλη ουρά για να πάρει το ποτό του.
Την ίδια στιγμή η Ρωξάνη ακούει ένα παιδί να ουρλιάζει και αναθεματίζει τους γονείς του που δεν ξέρουν να το κάνουν καλά. Στιγμιαία περνά η ανάμνηση από το εμπορικό με τον Γκάμπριελ μαζί της να την «σώζει» από τον εκνευρισμένο πατέρα και κάπως κατσουφιάζει.
Οι παραγγελίες περνούν, τα λεφτά για το σωματείο αυξάνονται και μάλλον θα οργανωθεί ένα εξαιρετικό πάρτι για την Πρωτοχρονιά με τα έσοδα εκείνα. Τουλάχιστον ανυπομονεί για αυτό.
«Παρακαλώ, τι να σας φτιάξω;» ρωτά τοποθετώντας τα μπουκάλια στην θέση τους, δίχως να κοιτά σε ποιον αναφέρεται, μερικές στιγμές αργότερα.
«Κάτι μη αλκοολούχο για τον μικρό.»
Τα μάτια της γουρλώνουν. Αυτή την φωνή την ξέρει. Σηκώνει το βλέμμα της και ο λογιστής είναι εμπρός της με σάρκα και οστά, ζητώντας ένα παρθένο κοκτέιλ για το μικρό παιδί που στοιχηματίζει ότι είναι του Φίλιπ.
«Γκάμπριελ;» μονολογεί χαμένη.
«Χρόνια και ζαμάνια Ρωξάνη!» Και την κοροϊδεύει. Η καρδούλα της πάει να σπάσει, τώρα εκείνος θα νομίζει πως όσα του έλεγε είναι ψέματα.
Το χαμόγελο που του στέλνει είναι ξεκάθαρα παραπλανητικό. «Τι θέλεις να σου φτιάξω; Δεν άκουσα.»
«Κάτι μη αλκοολούχο για τον μικρό που λατρεύει τις φράουλες και θέλει μέσα στο καταχείμωνο.» Χαμογελάει στον Τζάκσον, χαμογελά και στην Ρωξάνη, χαμογελά και στους άλλους δύο τύπους που κοιτούν την Ρωξάνη πονηρά και έτσι η ατμόσφαιρα επανέρχεται στα φυσιολογικά της. Ο ένας μπάρμαν ζητά από τον Γκάμπριελ μήπως θέλει κάτι άλλο, όμως εκείνος ξέρει καλύτερα.
«Θα προτιμούσα να με εξυπηρετήσει η καλή μου φίλη, ευχαριστώ όμως.»
Η Ρωξάνη θέλει να αυτομαχαιρωθεί στην καρδιά. Θα πονούσε λιγότερο. Είναι λίγο δραματική; Πολύ, θα έλεγε κάποιος. Για όλα φταίει το ζώδιο της, το ξέρει. Αλλά άδικο επίσης δεν έχει. Τόσες εβδομάδες «θρηνεί» για κάτι, βέβαια, που δεν προσπάθησε καν να σώσει. Ο Γκάμπριελ όμως φαίνεται να έχει άλλες ορέξεις.
«Το βίρτζιν είναι έτοιμο, να φτιάξω κάτι και για εσένα;»
Του ρίχνει μερικές ντροπαλές ματιές. Πολύ ντροπαλές ματιές. Και ο Γκάμπριελ δεν θα το αφήσει να πέσει κάτω αυτό. «Φτιάξε μου ένα ποτό που σου θυμίζω εγώ.»
Η Ρωξάνη δαγκώνεται. Και της ζητάει να βάλει την φαντασία της, την αφήνει να καλλιτεχνήσει, αλλά κυρίως διαβάζει πως η μπαργούμαν, εκείνες τις δεκαπέντε μέρες είχε φτιάξει ένα δικό της ποτό. Κάτι μεταξύ Sex on the Beach και Pornstar Martini, αυτά τα δύο της τον θύμιζαν οπότε είχε ονομάσει το ποτό του Sin from an Angel και η γεύση του ήταν απίστευτη.
Του το έδωσε λίγο αργότερα. Του είπε και το όνομα.
Οι δύο συνάδελφοι της αντάλλαξαν πονηρά βλέμματα. Σαν να είχαν καταλάβει πως ο Γκάμπριελ για τον οποίο μιλά συνέχεια στις συναντήσεις τους, είναι ο ίδιος με αυτόν που τώρα δοκιμάζει από το ποτό και χαμογελάει. Η λεπτομέρεια με την ουλή στο μάτι βέβαια πρόδωσε την ταυτότητά του αλλά και πάλι.
«Νόστιμο, πολύ νόστιμο.»
Ο Τζάκσον πάει να πιει αλλά τραβάει τελευταία στιγμή το ποτήρι μακριά ο λογιστής. Πριν κάνει στην άκρη για να εξυπηρετηθούν, πληρώνει και κλείνει το μάτι του παιχνιδιάρικα στην κοπέλα με τα ξανθά σγουρά μαλλιά και τα πράσινα μεγάλα μάτια.
«Ρωξάνη, μην χαθείς. Θα τα πούμε.»
«Γκάμπριελ, θα περιμένεις να μιλήσουμε λίγο;» Θάρρος δεν είχε αλλά ήταν η ευκαιρία της, το ξέρει πως μετά από αυτό δύσκολα θα φτιάξουν τα πράγματα.
Ο άνδρας με την ουλή στο μάτι της χαμογελά. «Βιάζομαι αλλιώς θα καθόμουν. Αν είναι κάτι σοβαρό, θα περιμένω να επικοινωνήσεις.»
Μια τελευταία ευδιάθετη έκφραση και χάνεται στον κόσμο του Φεστιβάλ. Από μακριά φαίνεται να κάνει πλάκα με τον Τζάκσον στην αγκαλιά του και να γελάνε μαζί. Και καταλήγει πως ζηλεύει απίστευτα ένα επτάχρονο.
Ένας συνάδελφος της λέει να φύγει να πάει να τον βρει αλλά εκείνη τον κοιτά μουτρωμένη. «Και τι να του πω; Δεν ξέρω.»
«Ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του; Τσάμπα μας πρήζεις τόσες μέρες;»
Εκείνη ξεφυσά και δίνει το ποτό στον επόμενο. «Του το έχω πει.»
«Και αυτός δε σε θέλει;» Μοιάζει δύσπιστος. Αφού φαινόταν σε κάθε του βλέμμα πως την θέλει, πολύ.
«Απλώς του είπα κάτι για φιλία μωρέ και εκείνος τώρα δεν ξέρει τι να πιστέψει.»
Οι δύο συνάδελφοι αποφασίζουν να την χτυπήσουν. «Είσαι άξια της μοίρας σου» της λέει ο ένας, «έκανες μαλακία, φρόντισε να την φτιάξεις» λέει ο άλλος.
Το υπόλοιπο Φεστιβάλ για την Ρωξάνη ήταν αρκετά μουντό. Γύρω στις δώδεκα παρά πέρασε από το «σπιτάκι» ο Φίλιπ με τον Ρίο, και σαν τους τελευταίους κάθισαν μαζί της λίγο παραπάνω. Μιλούσαν, γελούσαν, έκαναν πλάκα.
Βέβαια, η Ρωξάνη ένιωθε όλη την ώρα το άγρυπνο βλέμμα του Ρίο και μπορούσε να φανταστεί γιατί οπότε τον δωροδόκησε με δωρεάν τρία ποτά που του άρεσαν και πολύ.
«Τώρα που τελείωσες τις ετοιμασίες για το Φεστιβάλ, να σε δούμε και στο Εσκομπάρ καθόλου, έτσι Ρωξάνη;» Χαμογελάει στο αφεντικό της και γνέφει. «Γιατί λείπεις, σε όλους.» Την χτυπά στην πλάτη απαλά, της κλείνει το μάτι και μαζί με τον Ρίο ξεκινούν να απομακρύνονται. Εκείνη, με τα πλέον κατακόκκινα μάγουλά της, στέκεται και τους κοιτάει που φεύγουν.
Πρέπει κάτι να κάνει. Και μάλιστα γρήγορα.
»«»«»«
Ρωξάνη πάρε τα κουλά σου και κάνε τίποτα γιατί με έφερες ως εδώ-
Δεν είναι κακό να μην ξέρεις τι θέλεις αλλά φαντάσου να μπερδεύεσαι και να χάνεις το γκομενακι έτσι μέσα από τα χέρια σου. Δεν θα ήθελα να είμαι η Ρωξάνη, ευχαριστώ. (Ναι, δυστυχώς είμαι γιατί όπως έχω ξαναπεί η Ρωξάνη είναι παιδί της μάνας της).
Τέλος πάντων, τι έχουμε να πούμε; Για το κεφάλαιο; Για την Ρωξάνη; Για τον Γκαμπριελ;
Είναι κάτι που θέλετε να δείτε πολύ στο επόμενο κεφάλαιο; Είμαι καλή και μπορεί να το βάλω—
Επίσης, τι θα λέγατε να κάνουμε ένα QnA ΣΤΟΝ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ/ΑΔΗ; Να κάνετε δηλαδή ερωτήσεις εσείς και να τις απαντήσει αυτός. Έλεγα να το κάνουμε στο τέλος του βιβλίου αλλά ας πούμε πως θα ξεκινήσω από τώρα να τις μαζεύω γιατί έτσι μου ήρθε. Αυτά, από εμενα για τώρα. Σας αγαπώ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top