𝑆𝑖𝑥. 𝐵𝑙𝑜𝑜𝑑 𝑎𝑛𝑑 𝑆𝑎𝑛𝑑
Θεωρώ σωστό να μπει TW(Trigger Warning) στο κεφάλαιο.
Ήταν μια από εκείνες τις μέρες.
Μια από εκείνες τις απαίσιες, βρώμικες μέρες που όσο κι αν ήθελε να διώξει από το μικρό μυαλό του, δεν μπορούσε με τίποτα. Οι φωνές τους ήταν τόσο δυνατές και το σπίτι τους τόσο μικρό. Ήταν αδιανόητο να ηρεμήσει τις φωνές ακόμη κι αν κρατούσε τα χέρια του σφηνωμένα μέσα στα αφτιά του.
Ακόμα άκουγε τις βρισιές.
Ακόμα άκουγε τα σκληρά λόγια.
«Είσαι μια πουτάνα, απορώ που σε παντρεύτηκα!» της φώναζε, η γυναίκα απαντούσε «Σε μισώ! Σε μισώ με όλη μου την ύπαρξη!».
Κάθε φορά η ίδια συνομιλία και έπειτα ένα δυνατό χτύπημα. Ακόμη και με βουλωμένα αφτιά, ο μικρός Γκάμπριελ μπορούσε να ακούσει πολύ καθαρά τον ήχο από το δυνατό χέρι του πατέρα του πάνω στο αδύναμο δέρμα της μητέρας του.
Μετά από το εκκωφαντικό χτύπημα, ερχόταν και ο ακόμη πιο δυνατός γδούπος. Ταρακουνούσε ολόκληρο το σπίτι, με το μικρό του το μυαλό δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί τι το προκαλεί, απλώς φανταζόταν πως κάπου ο θεός είχε τέτοια δύναμη που εν τέλει, την στιγμή που ο πατέρας του χτυπούσε με δύναμη την μαμά του, εκείνος προκαλούσε έναν τόσο δυνατό σεισμό που έπειτα, δεν άκουγε τίποτα.
Σαν η μαμά του να σιωπούσε, ο μπαμπάς του να ηρεμούσε και όλα να γυρνούσαν στα φυσιολογικά τους. Και αφού δεν άκουγε τίποτε από τα κλειστά αφτιά του, τότε υπέθετε πως όλα είναι εντάξει. Πως όλα τελείωσαν, πως ο μπαμπάς και η μαμά ήταν ξανά όπως πριν, αγαπημένοι και συμφιλιωμένοι.
Αυτό βέβαια κατοικούσε στο μυαλό του σαν ιδέα μέχρι τα επτά, άντε το πολύ οκτώ. Τότε που ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται περισσότερα, τότε που είχε το θάρρος να μην βουλώσει τα αφτιά του μια φορά, τότε που κατάλαβε ότι ο γδούπος που έκανε το μικρό δωμάτιό του να ταρακουνιέται ολόκληρο δεν ήταν καμία δύναμη του θεού, δεν ήταν καν σεισμός.
Ήταν το σώμα της μαμάς του.
Με γυμνά αφτιά μπορούσε να ακούσει την προσπάθεια της να μην ακουστούν τα επιφωνήματα πόνου. Μπορούσε να ακούσει το κλαψούρισμά της. Μα έπειτα τα έκλεινε πάλι, όπως θα έκανε κάθε οκτάχρονο στην θέση του. Στα εννιά του χρόνια, δεν ξαναέκλεισε τα αφτιά του ούτε μετά τα επιφωνήματα, τα κλαψουρίσματα.
Για την ακρίβεια δεν τα έκλεισε ποτέ γιατί για πρώτη φορά είδε όλα όσα δεν ήθελε.
Ο μικρός Γκάμπριελ είχε κάνει το λάθος, το μοιραίο λάθος να ανοίξει μια μικρή χαραμάδα στην πόρτα και από εκεί να κατασκοπεύει τους τσακωμούς των γονιών του. Μα δεν περίμενε κάτι τόσο ειδεχθές για τα μάτια ενός μικρού εννιάχρονου αγοριού. Δεν περίμενε να δει τον πατέρα του να ματώνει τα χείλη και την μύτη της μαμάς του, της τόσο γλυκιάς μαμάς του, δεν μπορούσε να χωρέσει στο αγγελικό μυαλουδάκι του πως έπειτα την έσπρωχνε, με το κεφάλι της να χτυπά σε έπιπλα, ή απλά στο έδαφος αν ήταν τόσο τυχερή. Και έπειτα τον είδε να την κλωτσά. Τον είδε να τραβά τα κουλουριασμένα άκρα της μακριά από το σώμα της και έπειτα να δέρνει απάνθρωπα το σώμα της γυναίκας που αγαπούσε.
Έτσι ήταν η αγάπη;, αναρωτήθηκε το μικρό παιδί. Θα ορκιζόταν πως ναι, πως έτσι ακριβώς ήταν η αγάπη μα θυμήθηκε πως η μαμά του τον αγαπάει με παραμύθια, με τραγούδια, με αγκαλιές, φιλιά, χαμόγελα, παιχνίδια. Δεν τον αγαπάει όπως ο πατέρας του την μαμά.
Πρώτη φορά στα εννιά του, ο Γκάμπριελ κατάλαβε ότι υπάρχουν πολλές αγάπες στον κόσμο. Είχε καταφέρει να δώσει όνομα σε όλες πέρα από την αγάπη που υπήρχε μεταξύ τον γονιών του.
Πως θα ονόμαζε αυτή την εικόνα εμπρός του; Που την τσαλαπατά; Που την σηκώνει και έπειτα την ξαναρίχνει στο πάτωμα; Και πως, πως θα ονομάσει το κλάμα της μαμάς του; Πως θα ονομάσει τα δάκρυα;
Το στόμα του μικρού παιδιού έκλεισε μεμιάς στην εικόνα που είδε.
Τα μαλλιά της μαμάς του είναι στην χούφτα του μπαμπά του και με δύναμη την σέρνει σε όλο το σπίτι. Πέρασε από τα μεγάλα σκαλιά προς το υπερυψωμένο δωμάτιό τους χωρίς να τον ενδιαφέρει που η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά τινάζεται ολόκληρη. Το πρόσωπό της είναι μελανό. Μα καλά, δεν το βλέπει;
Και έπειτα την πετάει, κυριολεκτικά, μέσα στο δωμάτιο, κλείνει την πόρτα και η εικόνα μένει μισή, μένει κενή.
Από την μικρή χαραμάδα ο Γκάμπριελ βλέπει μόνο μια λευκή πόρτα. Ακούει κι άλλον γδούπο. Δεν κλείνει τα αφτιά του για να αποφύγει τους ήχους. Τα κρατά ανοιχτά για να ακούσει την πόρτα του δωματίου που σύντομα θα κλείσει και έπειτα την μεγάλη κεντρική πόρτα που θα ακολουθήσει.
Και παρόλο που τα άκουσε, σημάδι πως ο πατέρας του έφυγε, εκείνος δεν έτρεξε στη μαμά του μετά από όσα είδε. Στάθηκε παγωμένος στην μέση του δωματίου και κοίταζε το κουκλάκι που του είχε πάρει τις προάλλες η αγαπημένη του μητέρα.
Η πόρτα του χτύπησε πολύ αργότερα, ώρες μετά! Κάπου στις τέσσερις με πέντε. Χώθηκε γρήγορα στα σκεπάσματα του πριν απαντήσει, μα ίσα που πρόλαβε να κόψει το λαχάνιασμά του όταν η πόρτα άνοιξε. Από τα μικρά και ευγενικά βήματα κατάλαβε πως είναι η μαμά του. Γύρισε αμέσως το πρόσωπό του και την είδε.
Αυτή τη φορά δεν τα κάλυψε τα σημάδια. Δεν ξέπλυνε το ξεραμένο αίμα, δεν χτένισε τα μαλλιά της, ούτε σκούπισε τα μάτια της από τα τόσα δάκρυα. Γιατί η μαμά του κατάλαβε πως το παιδί της τα είδε όλα.
Έσκυψε να τον αγκαλιάσει.
«Γκάμπριελ», του ψιθύρισε, «γιατί δεν κοιμάσαι;». Το μικρό αγόρι παράβλεψε κάθε ψεγάδι της που αμαύρωνε το πρόσωπό της και συνέχισε να την θεωρεί την πιο όμορφη γυναίκα στον πλανήτη, στο σύμπαν ολόκληρο!
«Είδα έναν εφιάλτη, αυτό μόνο.»
«Όλοι έχουμε εφιάλτες, αγάπη μου. Όλα καλά.»
Τα λόγια της έδειχναν να τον καθησυχάζουν, η μητέρα του τουλάχιστον δεν κατάλαβε πως ήταν προσποιητό. Η μητέρα του νόμιζε πως το παιδάκι της θα θεωρούσε όσα μπόρεσε να δει πως ήταν πράγματι ένα πολύ κακό όνειρο.
Μα δεν γνώριζε ότι ο μικρός Γκάμπριελ έψαχνε με το παιδικό του μυαλό τρόπους να την προστατέψει. Δεν ήταν σαν τον Σούπερμαν, που με την δύναμη του μπορούσε να διώξει τον μπαμπά του από πάνω της, δεν ήταν σαν τον Σπάιντερμαν, με τους ιστούς αράχνης να τον βοηθήσουν να ελιχθεί μέσα στο σπίτι, να τραβήξει την μαμά του μακριά. Δεν είχε υπερδυνάμεις σαν τους μεγάλους ήρωες της Μάρβελ, δεν ήταν σε ταινία της Ντίσνεϊ να βασιλεύει πάντοτε το καλό χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Οπότε έψαχνε, έψαχνε, έψαχνε...
Και δεν έβρισκε τίποτα που θα έδινε λύση στο πρόβλημα του. Μέχρι τα δέκα, έναν χρόνο αργότερα, περίπου διακόσιες τέτοιες μέρες μετά, η λύση δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα.
Ώσπου ο πατέρας του του έδωσε χωρίς να το ξέρει το όπλο με την σφαίρα στο χέρι. Εκείνο το βράδυ, ο Γκάμπριελ τελείωσε γρήγορα τα μαθήματά του για να δει τηλεόραση και το αγαπημένο του παιδικό μα όταν πάτησε το πόδι του έξω από την πόρτα, ο μπαμπάς ξεκίνησε να φωνάζει στην μαμά.
Το χέρι του βρήκε το πρόσωπό της, εκείνη έπεσε κάτω. Την κλώτσησε δυνατά, τράβηξε τα χέρια της και τα πόδια μακριά, κλώτσησε δυνατά και την κοιλιά της. Η μαμά του έκανε εμετό για πρώτη φορά –ή τουλάχιστον, ήταν η πρώτη φορά που το είδε. Έπειτα την έπιασε από τα μαλλιά και ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήθελε να εξαφανιστεί για να μην τον δει εκείνος καθώς την σέρνει στο δωμάτιό τους, ο Γκάμπριελ ήθελε να εξαφανιστεί γιατί την είδε να κλωτσά τα χέρια του καθώς έβγαζε την ζώνη του.
Τον είδε να κρατά το δερμάτινο φονικό και να την χτυπά δυνατά όπου βρει, ο Γκάμπριελ είδε αίμα, πολύ αίμα. Και έπειτα, τον είδε να κατεβάζει το παντελόνι του, τον είδε να βγάζει και το εσώρουχό του.
Έπειτα είδε την μαμά του να κλωτσά το σώμα του μακριά, μα είδε και τον μπαμπά του να ανοίγει βίαια τα πόδια της και έπειτα την άκουσε να ουρλιάζει.
«Μη, όχι! Όχι! Σε παρακαλώ όχι!»
Ούρλιαζε δυνατά, το παιδί ένιωθε τα αφτιά του να ματώνουν, ήθελε να μην την ακούει μα δεν μπορούσε να στρέψει το βλέμμα του αλλού, δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτό που τον πάγωσε.
«Σκάσε πουτάνα!»
Ο Γκάμπριελ ήθελε εκείνη την ώρα να του ορμήξει, να τρέξει, να τον χτυπήσει και να τον τραβήξει μακριά της.
«Όχι, όχι σε παρακαλ-»
Τότε τον είδε να παραβιάζει κάθε όριό της. Τον είδε να χαμογελά δαιμόνια καθώς πίεζε τον εαυτό του κοντά στην μαμά του. Τον είδε να σηκώνει το βλέμμα του ψηλά, να χαμογελά από ευχαρίστηση και ύστερα τον είδε να κρατά βίαια τον λαιμό της. Η μαμά του φώναζε και πάλι.
«Το-το.. Το παιδί-το παιδί, το παιδί!» ξεκίνησε να φωνάζει όταν με την άκρη του ματιού της τον είδε μπροστά από την πόρτα του να στέκεται σαν στήλη άλατος.
Εκείνος το αγνόησε. Τη χαστούκισε, δυνατά την χαστούκισε τόσο που η μαμά του τελικά δεν φώναζε πια. Και τώρα δεν είχε πλάκα για τον μπαμπά του μάλλον. Γιατί απομακρύνθηκε από την μαμά του, έβγαλε διάφορους περίεργους ήχους έπειτα, σήκωσε το εσώρουχο το παντελόνι του και έβαλε ξανά την ζώνη του. Και τότε ο Γκάμπριελ αποφάσισε να πισωπατήσει και να μπει στο δωμάτιό του. Την ώρα που έκανε δύο βήματα πίσω, ο μπαμπάς του τον είδε.
Σύντομα είχε καθίσει μπροστά του και του ψιθύρισε αηδιαστικά ήρεμα πως δεν πρέπει να μιλήσει ποτέ σε κανέναν γι' αυτό που είδε. Το παιδί κούνησε το κεφάλι του γρήγορα και υποσχέθηκε να μην πει ποτέ τι είδε εκείνη την μέρα. Ο μπαμπάς του έφυγε, εκείνος έτρεξε στο αναίσθητο σώμα της μητέρας του.
Την σκούντησε. Δεν ανταποκρίθηκε με την μια, όμως μετά από κάποια ώρα η μαμά του ξύπνησε. Φαινόταν χαμένη μα μόλις είδε τον γιο της χαμογέλασε. Έχασε το χαμόγελο ενθυμούμενη πως τα είδε όλα.
«Ένας κακός εφιάλτης ήταν.»
«Ναι, μαμά», της απάντησε, «ένας πολύ κακός εφιάλτης. Σήκω να κάνουμε μπάνιο.»
Μπήκαν μαζί στην μπανιέρα. Όπως παλιά, όπως όταν ήταν ακόμη στην αγκαλιά της μηνών ακόμη. Εκείνη καθάρισε τις ανοιχτές πληγές της, εκείνος έκανε σαν να μην είδε τίποτα. Το μέσα του έκαιγε όμως. Το αγνόησε την στιγμή που η μητέρα του φαινόταν καθαρή από αίματα. Κάθισαν στο δωμάτιό της, ντύθηκε εκείνη, ντύθηκε και ο μικρός. Έβαλαν παγάκια στις μελανιές στο πρόσωπό της, γάζες στις πληγές που αιμορραγούσαν, βούτυρο στα καρούμπαλα.
Η γυναίκα προσπαθούσε να το κάνει να φανεί σαν παιχνίδι. Εκείνος δεν το έβλεπε έτσι όμως. Εκείνος ήξερε ότι δεν είναι παιχνίδι. Ήθελε να κλάψει. Ήθελε να την αγκαλιάσει μα δεν ήθελε κιόλας! Γιατί όταν την αγκάλιαζε εκείνη πονούσε, αγκομαχούσε, ήταν επίπονη η αγκαλιά αυτή.
Ο Γκάμπριελ ήταν δέκα και μισούσε τον πατέρα του.
Τις επόμενες φορές που την άκουγε δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί από την θέση του, να τρέξει να την προστατεύσει κάπως. Μα εν τέλει το πήρε απόφαση, λίγες μέρες μετά τα ενδέκατα γενέθλιά του, όταν μετά το πάρτι γενεθλίων του με τους τρεις τέσσερις συμμαθητές του να του κάνουν παρέα, ο πατέρας του εμφανίστηκε μεθυσμένος.
Έζεχνε αλκοόλ.
Και χτύπησε την μαμά του μπροστά σε όλους. Ο πάρτι έληξε γρήγορα, με τον Γκάμπριελ να κάθεται σοβαρός στον καναπέ.
Το πάρτι έληξε όταν ο πατέρας του αδιαφόρησε (ξανά) που ο Γκάμπριελ βρισκόταν λίγα εκατοστά μακριά από το παιδί του.
Χτύπησε την μητέρα του, την χτύπησε δυνατά. Πάγωσε και πάλι ο μικρός. Την χτύπησε τόσο δυνατά που σχεδόν έχασε τις αισθήσεις της. Ο μικρός την άκουγε όμως να μουρμουράει πόσο πονάει. Την άκουσε να λέει παρακλητικά «Σταμάτα, το παιδί».
Και μετά είδε τα αίματα στο πρόσωπό της.
Είδε και τα αίματα στα πόδια της. Είδε και τον μπαμπά του να κατεβάζει πάλι το παντελόνι με το εσώρουχό του. Είδε την ζώνη να χτυπά την μαμά του όπου έβρισκε. Είδε τον μπαμπά του να παραβιάζει ξανά τα όρια της μαμάς του.
Είδε τον μπαμπά του να χτυπάει πιο έντονα από ποτέ την γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά. Είδε την μαμά του να μην ξαναφωνάζει από πόνο, ούτε καν την άκουγε να μουρμουράει.
Τα μάτια του δάκρυσαν.
Και ο μπαμπάς του το παρατήρησε όταν άφησε πάνω στα ρούχα της ό,τι απέμεινε από την ηδονή στο βλέμμα του και σήκωσε το παντελόνι του ξανά. Τότε το είδε.
«Μην κλαίς!» του φώναξε.
«Γιατί της το κάνεις αυτό;» τώρα κλαίει.
Η ζώνη του μπαμπά του αστοχεί, δεν φτάνει το μικρό του σώμα κι αυτό γιατί ο Γκάμπριελ σηκώθηκε και έτρεξε μακριά του.
Τελικά βρήκε στόχο και για πρώτη φορά ο Γκάμπριελ ένιωσε τον αβάσταχτο πόνο στην πλάτη του. Ένιωσε αίμα να κυλά όταν τα χτυπήματα ξεπέρασαν τα εξι με επτά. Ο πατέρας του σχεδόν φοβήθηκε όταν είδε το αίμα του παιδιού του. Και την στιγμή που εκείνος έψαχνε κουράγια να συνεχίσει να τον χτυπά, ο Γκάμπριελ άρπαξε τα κεριά από την τούρτα του και τα πέταξε πάνω του. Με εξαιρετικό στόχο, τα τρία από τα έντεκα βρήκα τα μάτια του.
Ο άνδρας παραπάτησε, έπεσε στο έδαφος και ουρλιάζοντας προσπαθούσε να σβήσει την φωτιά από τα ρούχα του. Εν τω μεταξύ, ο Γκάμπριελ προσπαθούσε να ξυπνήσει την μαμά του. Να την πάρει και να φύγουν. Να δραπετεύσουν από τα δίχτυα εκείνου του τύραννου που την βασάνιζε!
Μα όσο κι αν την σκουντούσε η μαμά δεν ξυπνούσε. Και όσο κι αν προσπαθούσε να ακούσει την καρδιά της δεν μπορούσε γιατί η καρδιά της σταμάτησε. Η καρδιά της κουράστηκε, το σώμα της παρέδωσε.
Η μαμά του πέθανε.
Και τα άλλα παιδιά δεν θα το συνειδητοποιούσαν μα εκείνος το κατάλαβε αμέσως. Η ζώνη του πατέρα του βρισκόταν στο έδαφος.
Τα δάκρυα στα μάτια του θόλωσαν όχι μόνο την ματιά του αλλά και την σκέψη του. Και όσο ο πατέρας του βασανιζόταν σε φωτιά και κάψιμο, ο μικρός ξεκίνησε να τον χτυπά με την ζώνη, με τα πόδια του, με ό,τι έβρισκε μπροστά του.
Του φώναζε, του ούρλιαζε.
«Μου πήρες την μαμά μου!»
Έκλαιγε, οδυρόταν, τον χτύπαγε και κάθε επιφώνημα πόνου ήταν σχεδόν ανακουφιστικό για την ψυχή της μαμάς του.
«Είσαι ένα τέρας!» του φώναξε. Είσαι ένα τέρας!
Για πόση ώρα έριχνε με την ζώνη; Για αρκετή.
Ώσπου ο μπαμπάς του έπεσε αναίσθητος και ο Γκάμπριελ σταμάτησε. Άρπαξε νερό και έσβησε τις μικρές φωτίτσες στα ρούχα του. Έτρεξε κοντά του και έπιασε να δει αν η καρδιά του χτυπά.
Και προς μεγάλη του χαρά...
...ο πατέρας του ήταν νεκρός.
Δεν του άξιζε να πεθάνει την ίδια μέρα με την μαμά του. Το είπε πρόσφατα στην Μαρτίνα η οποία τον κοιτούσε σημειώνοντας κάθε λέξη του. Είχαν σημασία όσα έλεγε.
«Γιατί; Δεν του άξιζε ο θάνατος;»
«Όχι, δεν είπα αυτό, Μαρτίνα. Να με προσέχεις όταν μιλάω. Δεν του άξιζε να πεθάνει μαζί με εκείνη, την ίδια μέρα. Έπρεπε να είχε πεθάνει προ πολλού, έπρεπε να είχα δράσει νωρίτερα. Την πρώτη φορά που άκουσα να την χτυπάει. Ή, όταν τους είδα. Τότε κατάλαβα.»
«Γκάμπριελ, μήπως να μην ανοίγουμε αυτή τη συζήτηση; Αφού βλέπω ότι δεν σου κάνει καλό.» Δεν κάνει καλό ούτε στα δέρματα της μεγάλης καρέκλας.
«Δεν ξέρω, σε κουράζει μήπως σαν θέμα;»
«Εμένα καθόλου.»
«Ωραία, ούτε εμένα.» Σιωπή, ίσως μια μικρή παύση για λίγο. «Σου είπα ποτέ πόσο εγωιστής ένιωθα μέχρι που έφτασα τα δεκαοχτώ;»
«Δηλαδή;»
«Ενώ τόσα χρόνια άκουγα κάθε τι που της έκανε, βρέθηκα να αντιδράσω μόνο όταν με χτύπησε. Την βασάνιζε, την βίαζε, την χτυπούσε κι εγώ τον ξυλοκόπησα μόνο όταν έριξε επτά ζωνιές στην πλάτη μου.»
«Ξέρεις, δεν είναι εγ-»
«Μετά κατάλαβα, βασικά θυμήθηκα, πως ήμουν δέκα. Έντεκα. Άλλα παιδιά στην ηλικία μου πήγαιναν σε παιδότοπο και εγώ σκεφτόμουν τρόπους να μην βιάσει ξανά ο μπαμπάς την μαμά ξανά.»
Η Μαρτίνα πήγε κάτι να πει μα την διέκοψε, πρωτόγνωρο για εκείνον. Ο Γκάμπριελ είναι πάντα ευγενικός, σωστός. Το διάβασε στο βλέμμα της.
«Δεν είμαι εντάξει σήμερα απέναντί σου. Νομίζω δεν χρειαζόμουν σήμερα μια συνεδρία. Να μεταθέσουμε το ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα;»
Η κοπέλα χαμογελά, να 'τη η ευγένεια του, γνέφει και ανοίγει την ατζέντα για τα ραντεβού της. Προγραμματίζουν το επόμενο για την Τετάρτη, εκείνος το γράφει στο κινητό του, στην ειδική κατηγορία σημειώσεων «Μαρτίνα» και έπειτα σηκώνεται παίρνοντας τα πράγματά του στα χέρια.
«Σου έκλεισα ένα τρίωρο. Ίσως έχεις να πούμε πολλά την επόμενη φορά.»
Εκείνος φεύγει αφήνοντας κάποια χαρτονομίσματα για τα τριανταπέντε λεπτά που ξόδεψε από τον χρόνο της. Και έπειτα έβγαλε ένα τσιγάρο και το κάπνισε όσο περπατούσε στο πάρκινγκ που άφησε το αμάξι του.
Η ενθύμηση εκείνης της ιστορίας δεν ξύπνησε τίποτα. Μόνο νοσταλγία, του λείπει η μαμά του αφόρητα πολύ. Τα τραγούδια της, τα φαγητά της, τα λουλούδια και τα παιχνίδια της. Ας μην μιλήσει για τα χαμόγελα και τα γέλια. Προτιμά να μην το ανοίξει εκείνο το κουτί.
Όμως, η ενθύμηση εκείνης της ιστορίας άφησε αίμα να τρέξει από εκείνη την ουλή που άφησαν τα απανωτά χτυπήματα με την ζώνη του πατέρα του.
Αυτή ήταν η πρώτη ουλή του Άδη.
................
Ο Φίλιπ τον κοιτά να γράφει διάφορα στα φορολογικά του βιβλία.
«Τι με κοιτάς, θα με ματιάσεις.»
Ο Φίλιπ γελά.
«Ο Άδης έκανε καλή δουλειά εχθές το βράδυ.»
«Μην μπερδεύεις, ο Γκάμπριελ ήταν. Ο Άδης δεν θα έμενε σε εν ψυχρώ εκτέλεση. Θέλει και λίγη συζήτηση, θέλει λίγο παιχνίδι. Θέλει έναν αξέχαστο θάνατο για να πούμε ότι ανέλαβε ο Άδης.»
Ο Φίλιπ γελά ξανά. «Ναι, συγγνώμη, το ξέχασα.»
«Ο Λιούις πως είναι;»
«Α, εξαιρετικά! Τον πέτυχε στο πόδι οπότε απλώς θα απέχει για λίγο καιρό μα θα είναι εντάξει σύντομα.» Ο Γκάμπριελ χαίρεται αρκετά. Ο Λιούις δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να πάθει κάτι, εξαιρετικό μέλος της Οικογένειας με απίστευτη εμπειρία. «Ξέρεις, αγαπητέ μου φίλε, εχθές αφού έφυγες συγκλονισμένος όλοι είχαν την ίδια απορία.»
Χαμογελά ο λογιστής στον τόνο που προφέρει την ακριβέστατη αντίδρασή του και του κάνει νόημα να συνεχίσει. «Για πες; Ποιος δεν θα παραξενευόταν από το τέλειο σημάδι μου;»
Εκπλήσσεται ο αρχηγός για την ευστοχία σχετικά με την ερώτηση μα συνεχίζει. «Τους απάντησα την αλήθεια. Μαζί κάναμε εξάσκηση στον στόχο.»
«Καλά τους είπες. Έδωσα ρεσιτάλ ερμηνείας για να πάνε όλα στράφι για τον στόχο μου.»
«Αν κατάφερες να πείσεις τον Βίνσεντ πως σκοτώνεις άνθρωπο για πρώτη φορά στην ζωή σου τότε μπορείς να κάνεις τα πάντα.»
«Τα πάντα.»
Και έπειτα το δωμάτιο βυθίζεται στην σιωπή, με τον καθένα από τους δύο να ασχολείται με το δικό του σημαντικό κομμάτι.
............
Η Ρωξάνη έκανε μάσκες προσώπου, χεριών και ποδιών όταν το τηλέφωνό της χτύπησε. Ήταν εννιά, τέτοια ώρα θα πήγαινε στο Escobar αλλά τώρα με άδεια ανάρρωσης και έξτρα πέντε χιλιάρικα στην τσέπη για να διατηρήσει την σιωπή της, όπως μάντεψε, συν τα πέντε χιλιάρικα για την δουλειά που πήρε, νιώθει πως δεν θα χρειαστεί να δουλέψει ξανά.
Ο Φρέντι στην οθόνη βέβαια μοιάζει να της λέει το αντίθετο.
«Γιατί δεν θα έρθεις πάλι; Εχθές μου είπες πως δεν συνέβη κάτι σοβαρό και τώρα μαθαίνω θα λείπεις καμία εβδομάδα!»
«Έγιναν διάφορα όταν πήγα στο σπίτι του αφεντικού. Θα στα εξηγήσω από κοντά.»
Και ο Φρέντι παραξενεύεται. «Πηδήχτηκες με τον Φίλιπ;»
«Τι λες καλέ; Έχεις δει πόσο τρελή είναι η γυναίκα του; Δεν γουστάρω κιόλας. Πήγα γιατί μου ζήτησε να κάνω την μπαργούμαν για ένα πάρτι του. Του άρεσα, λέει.»
Η κοπέλα θα ορκιζόταν πως τον άκουσε να βρίζει πριν κλείσει απότομα το τηλέφωνο δίχως να την χαιρετήσει. Άφησε δίπλα της το κινητό και συνέχισε ακάθεκτη να καλωπίζεται.
Αν ήξερε τι έκανε ίσως να μην άνοιγε τόσο εύκολα το στόμα της.
..............
Ήταν δύο μέρες πριν γυρίσει στην δουλειά έπειτα από την άδειά της. Άνοιξε τα μέιλ της και λεπτά αργότερα, όταν ήρθε αντιμέτωπη με εκείνο το μήνυμα, έκλεισε γρήγορα το λάπτοπ. Μάλλον λάθος παραλήπτης.
Μα άνοιξε και πάλι τον υπολογιστή, διάβασε και πάλι το μέιλ.
Έλεγε ξεκάθαρα το όνομά της. Και το κακό ήταν πως το «Ρωξάνη» συνοδευόταν από απειλές και πολύ άσχημα λόγια. Και το ακόμη χειρότερο είναι πως στο μέιλ υπογράφει ο καλός της (μάλλον όχι πια) φίλος και συνάδερφος. Φρέντι.
Το μέιλ έλεγε πολλά. Όπως να μην μιλήσει στην αστυνομία γι' αυτό. Να μην μιλήσει στον μπαμπά της επίσης, να μην μιλήσει πουθενά πιο συγκεκριμένα. Γιατί, λέει, θα είχε συνέπειες. Και αυτές θα ήταν να μιλήσει εκείνος.
Η Ρωξάνη όμως γνωρίζει καλύτερα από το να κάτσει και να υπομείνει αυτές τις απειλές. Θα αναλάβει δράση και μάλιστα σύντομα.
Σηκώθηκε από τον καναπέ της και στάθηκε έπειτα από λίγο μπροστά από την τεράστια –ή και όχι– ντουλάπα με ρούχα δικά της. Σήμερα δεν δουλεύει, σήμερα θα βγει να πιεί στο καλύτερο κλαμπ του Μάντσεστερ και ίσως να πει και δυο λόγια στον Φρέντι που θυμήθηκε πως είναι άντρας και πήγε να τσαμπουκαλευτεί, σκέφτεται η Ρωξάνη.
Δοκίμασε διάφορα. Είχε καιρό να βάλει την δερμάτινη φούστα της, καιρό όμως είχε να βάλει και την παντελόνα της, καιρό είχε να βάλει και την μακριά φούστα της, καιρό είχε να βάλει και το κοντό της φόρεμα. Εν ολίγοις, καιρό είχε να βγει έξω βράδυ για να ξενυχτήσει.
Οπότε αφού δεν μπορούσε να τα βάλει όλα μαζί, αποφάσισε να φορέσει οτιδήποτε έβρισκε μπροστά της αφού θα έφτιαχνε τα μαλλιά της, αφού θα βαφόταν.
Τελικά φόρεσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, μακρύ μέχρι κάτω, με μακρύ μανίκι και κάτι μποτάκια που της πηγαίνουν γάντι. Τα μαλλιά της ξανά σγουρά, τα μάτια της δεν είναι καθόλου βαμμένα, λίγο μάσκαρα έβαλε και λίγο κόκκινο στα χείλη.
Τίποτα το πολύ εντυπωσιακό τίποτε το πολύ απλό.
Στις δέκα και μισή στάθηκε έξω από την πόρτα του Escobar, παράβλεψε εντελώς την τεράστια ουρά και μέχρι να δείξει την κάρτα εισόδου της ως εργαζόμενη, ο σεκιούριτι ήταν πανέτοιμος να την διώξει. Όμως μπήκε τελικά και πέρασε κάθε κορμί που μπήκε στον δρόμο της με δυσκολία. Φτάνοντας πίσω από την τεράστια μπάρα, τράβηξε αμέσως την προσοχή του Φρέντι που εξαγριωμένος παράτησε κάθε μπουκάλι και ποτήρι που κρατούσε και την έφτασε αμέσως.
«Τι σκατά κάνεις εδώ;»
«Από πότε μου απαγορεύτηκε η είσοδος στο μαγαζί που δουλεύω;»
«Κάτι σου είπα! Θα παραιτηθείς!»
Η Ρωξάνη γέλασε, κρύβοντας λίγο φόβο και ίσως λίγο πόνο από το ισχυρό κράτημά του στο χέρι της. «Ο Φίλιπ δεν θέλει να με χάσει, οπότε μου ζήτησε να περάσω από το γραφείο του για να συζητήσουμε τους λόγους που θέλω να φύγω.» Ψέματα. Ο Φίλιπ δεν γνωρίζει τίποτε όμως ο Φρέντι δεν μπορεί να το μάθει.
«Πρόσεχε τι θα του πεις.»
«Σιγά μην σου δώσω αξία μιλώντας για το τραμπούκισμα σου. Αν και στεναχωρήθηκα πολύ να ξέρεις. Νόμιζα ήμασταν φίλοι.» Το μελοδραματικό βλέμμα της αναγκάζει τον Φρέντι να χαλαρώσει την λαβή του. Για μια στιγμή νιώθει τύψεις. Και για μια δεύτερη στιγμή, για μια τρίτη. Θέλει να της ζητήσει συγγνώμη μα είναι πολύ αργά.
«Μην με δώσεις.»
«Δεν θα το κάνω, Φρέντι, μην αγχώνεσαι.»
Βέβαια, γύρω στα δέκα λεπτά αργότερα, όταν χτύπησε την πόρτα στο γραφείο του Φίλιπ κρατώντας μέσα σε έναν μικρό κουβά μερικά υλικά για ένα κοκτέιλ που ήξερε πως το αφεντικό της θα αγαπήσει, είχε φορέσει ένα σχεδόν τρομαγμένο ύφος που αμέσως εξέπληξε τόσο τον Φίλιπ, όσο και τους δύο-τρεις ακόμη που βρίσκονταν εκεί. Μαζί, βέβαια, και ο Γκάμπριελ.
«Πως και ήρθες; Η άδεια σου τελειώνει μεθαύριο.» Ο αρχηγός της Οικογένειας μοιάζει απροετοίμαστος. Σχεδόν νομίζει πως η Ρωξάνη θα τους καρφώσει για όσα είδε τις προάλλες αλλά και για τα περισσότερα που είχε αντικρύσει στο γραφείο του μερικό καιρό πριν. Δεν ανησυχεί για το ότι μπορεί να μαθευτεί το οτιδήποτε, μόνο για το ότι έπειτα θα χρειαστεί να την σκοτώσει. Ξεφυσά.
«Μπορώ να πω πως μου λείψατε. Και ήρθα να σας δω.»
Καταλαβαίνει πως η κοπέλα ήρθε για άλλον λόγο μέχρι το Escobar. Σηκώνει το βλέμμα του για να δώσει εντολή σε όλους να φύγουν από το δωμάτιο. Όταν όμως ο Γκάμπριελ πάει να σηκωθεί, δεν τον αφήνει. «Γκάμπριελ, εσύ θα μείνεις.»
Φοβάται την κοπέλα για να μείνουν μόνοι τους; Όχι βέβαια. Ο Γκάμπριελ όμως είναι άσσος στο μανίκι του που θέλει να κρατά πάντοτε μαζί του.
Το δωμάτιο άδειασε και η κοπέλα άφησε τον κουβά στο μικρό τραπεζάκι μπροστά της.
«Κάτι συνέβη Ρωξάνη, γιατί είσαι εδώ;» Ο Γκάμπριελ ρωτά δίχως να περιμένει τον Φίλιπ να πει κάτι άλλο. Την κοιτά αυστηρά, θέλοντας να πάρει απάντηση όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ο Φίλιπ όμως δεν φαίνεται να βιάζεται.
«Περίμενε, Γκάμπριελ. Ίσως μας φτιάξει πρώτα από το Godfather που τόσο αγαπώ. Έτσι, Ρωξάνη;»
«Επιτρέψτε μου να πιούμε, μαζί κι εγώ, κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά.»
Ο Γκάμπριελ δεν μπορεί να καταλάβει τι θέλει. Δεν μπορεί να διαβάσει τον λόγο που αυτή τη στιγμή βρίσκεται εκεί μέσα, δεν μπορεί καν να διανοηθεί τι την έφερε μέχρι το Escobar.
«Εννοείται! Τι καλό;»
Εκείνη δεν απαντά. Βγάζει αμέσως τρία ποτήρια από την κρυσταλλιέρα στην άκρη του δωματίου και με συνοπτικές διαδικασίες γεμίζει τα ποτήρια. Blended Scotch Whiskey, Λικέρ Κεράσι, Γλυκό Βερμούτ και χυμός πορτοκάλι βασίλευαν μέσα στα ποτήρια, με πάγο και με γαρνιτούρα μια αποξηραμένη φλούδα πορτοκαλιού.
Αφήνει στην άκρη τον κουβά και κάθεται αντίκρυ από τον Γκάμπριελ, σε μια από τις δερμάτινες καρέκλες. «Το ποτό λέγεται Blood and Sand. Αίμα και Άμμος. Δημιουργήθηκε το 1922 και πήρε το όνομά του από την ομώνυμη ταινία του Ρούντολφ Βαλεντίνο. Δεν ξέρω πως οι ταυρομαχίες σχετίζονται με το συγκεκριμένο κοκτέιλ μα σας εγγυώμαι πως είναι από τα καλύτερα που θα έχετε δοκιμάσετε ποτέ.»
«Εγώ δεν πίνω, οδηγώ.» Ποιος άλλος; Ο Γκάμπριελ.
«Θα πιείς.»
«Γιατί; Αφού οδηγώ.»
«Γιατί είναι το αποχαιρετιστήριο κοκτέιλ μου. Παραιτούμαι.»
Ο Φίλιπ πίνει μεμιάς ό,τι βρίσκεται στο ποτήρι του, ο Γκάμπριελ πίνει δύο γουλιές και το αφήνει απότομα στο τραπεζάκι. Στηρίζει έπειτα την πλάτη του στην αναπαυτική καρέκλα και κοιτά την κοπέλα με τα σγουρά μαλλιά να χαμογελά και στους δύο. Μα έπειτα το χαμόγελο της χάνεται όταν ο Φίλιπ την ρωτά «γιατί;».
«Δεν θα ήθελα να πω.»
«Είσαι αναγκασμένη να πεις, δεν μπορώ να δεχτώ την παραίτησή σου αν δεν υπάρχει σωστός λόγος.»
Ο Γκάμπριελ σχεδόν παρακαλεί να μην πει κάποια βλακεία. Αν μιλήσει για όσα είδε, αν μιλήσει για οτιδήποτε άκουσε εκείνη την μέρα αλλά και τις προηγούμενες τότε η Ρωξάνη θα πεθάνει κι ο Γκάμπριελ δεν έχει διάθεση να εμφανίσει τον Άδη σήμερα.
«Δέχομαι απειλές.»
Ο λογιστής παραμορφώνει το πρόσωπό του με απορία. Φέρνει ξανά το σώμα του εμπρός και περιμένει να ακούσει παραπάνω. Ο Φίλιπ τον κοιτά πλαγίως. Ξέρει πως κάτι ξύπνησε μέσα του.
«Τι είδους απειλές; Και πως σχετίζεται αυτό με το Escobar;»
«Σε κάποιους δεν αρέσει ότι εκτιμάτε την δουλειά μου. Έχω οικογένεια, έχω φίλους. Δεν θέλω κανένας να πάθει κακό, οπότε δεν θα διακινδυνεύσω ούτε την δική μου υγεία ούτε την δικιά τους. Θα παραιτηθώ.»
«Ποιος;» ρωτάει ο Γκάμπριελ.
«Δεν μπορώ να πω.»
«Ή θα το πεις, ή θα το μάθω. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα μάθουμε.»
«Δεν μπορώ να σας πω τίποτε.» Η Ρωξάνη τώρα τον κοιτά. Τα πράσινα μάτια κλειδώνουν στα γκρι δικά του.
«Δεν δέχομαι την παραίτησή σου.»
Η Ρωξάνη θέλει να χαμογελάσει, όλα πάνε βάσει σχεδίου. «Κινδυνεύω!»
«Θα το κανονίσουμε εμείς. Εντάξει;»
Μέχρι να γνέψει θετικά, κοίταξε τα χέρια της αγχωμένα και φάνηκε πραγματικά να ταλαντεύεται στην απόφαση της. Φαίνεται, με τον Γκάμπριελ έχουν κάποια κοινά, όπως το ταλέντο στην υποκριτική.
Η Ρωξάνη γνωρίζει πως όση δύναμη κι αν έχει ο Φρέντι, δεν γίνεται να διαπερνά την δύναμη του Φίλιπ. Και έτσι, χωρίς να αποκαλύπτει τίποτε, δίχως να θέτει άμεσα τον εαυτό της σε κίνδυνο, απέκτησε μια εφ' όρου ζωής προστασία. Κοίταξε να εκμεταλλευτεί οτιδήποτε έχει στα χέρια της, χωρίς βέβαια να γνωρίζει που μπλέκει, και αξιοποίησε το υποκριτικό της ταλέντο για να πείσει τους δύο άνδρες πως πήγε στο γραφείο του Φίλιπ με αρχικό της σκοπό να παραιτηθεί.
«Δεν θέλω να σας φέρω προβλήματα. Ξέρω πως το να διευθύνει κανείς ένα τόσο μεγάλο κλαμπ είναι μπελαλίδικο», επέλεξε με εξαιρετική προσοχή το ύφος που θα προφέρει τις λέξεις, δείχνει πως γνωρίζει κάτι παραπάνω μα μόνο ο Γκάμπριελ αναγνωρίζει τον τόνο της, γιατί ξέρει πως γνωρίζει. «Δεν θέλω να προσθέσω ένα ακόμη βάρος στο κεφάλι σας.»
«Κανένα βάρος.»
Ο Φίλιπ χαμογελά, προσέχοντας για πρώτη φορά την ομορφιά της μπαργούμαν με τα εξαιρετικά κοκτέιλ. Κοιτά όμως και τον Γκάμπριελ που έχει φυλακίσει την κοπέλα με τα μάτια του. Ακόμη κι όταν σηκώνεται όρθια, ο λογιστής του δεν σπάει την ματιά του από πάνω της. Και όταν είναι έτοιμη να φύγει, εκείνος δεν διστάζει να την ακολουθήσει μέχρι έξω.
Ο Φίλιπ για τώρα δεν δίνει σημασία. Αφού καθίσουν ξανά στους καναπέδες όλοι οι επικεφαλής της Οικογένειας, ξεχνά κιόλας τι συνέβη πρωτύτερα.
Ο Γκάμπριελ όμως δεν ξεχνά με τίποτα και έτσι ακολουθεί την Ρωξάνη μέχρι την έξοδο. Δεν ξέρει αν η κοπέλα το έχει καταλάβει, οπότε όταν απομακρύνονται από την είσοδο και η μουσική δεν καλύπτει την φωνή του, της μιλά.
Η μπαργούμαν γυρνά έκπληκτη και κοιτά τον λογιστή. Κοιτά το ρολόι της. Θα χάσει το λεωφορείο, σκέφτεται.
«Θα σε πάω σπίτι», της δηλώνει. Η κοπέλα θέλει να χαμογελάσει. Στο μυαλό της φτάνει η αγκαλιά που αντάλλαξαν πριν μερικές μέρες μα το διώχνει την στιγμή που η ενθύμηση αντικαθίσταται από μια πραγματική αφή.
Το χέρι του ακουμπά την πλάτη της και την οδηγεί με συνοπτικές διαδικασίες μέχρι το αμάξι, της ανοίγει την πόρτα και τρέχει στον οδηγό προτού να περιμένει για αρκετή ώρα.
«Ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση, πάλι.» Η κοπέλα χαχανίζει, εκείνος απλώς μειδιάζει.
«Ποιος σε απειλεί Ρωξάνη;»
«Μην δίνεις σημασία, θα τα κανονίσει ο Φίλιπ.»
«Αυτό που εννοούσε ο Φίλιπ είναι πως θα το κανονίσω εγώ οπότε απλώς κάνε το μου πιο εύκολο και πες μου ποιος σε απειλεί.»
«Υποσχέθηκα να μην μιλήσω γι' αυτό.»
«Κι όμως βρίσκεσαι στο αμάξι μου και το συζητάμε. Έχει γίνει η αρχή.»
Η κοπέλα γελά και ανοίγει απλώς το ραδιόφωνο. Αγνοεί την έντονη ματιά του όταν στο κόκκινο φανάρι εκείνη ψάχνει να αλλάξει σταθμό για να ακούσει τις νέες κυκλοφορίες που αγαπάει.
«Ίσως μπλέξεις, δεν θέλω.» Ακούγεται πραγματικά ανήσυχη στην σκέψη της.
Τι να της πει για να την καθησυχάσει; Πως είναι μπλεγμένος τόσα χρόνια; Πως αυτό δεν είναι τίποτε; Πώς να της εξηγήσει;
«Εντάξει, δεν σε πιέζω. Ήδη το έκανα αρκετά. Με συγχωρείς.»
Η κοπέλα χαμογελά και ακουμπά απαλά το χέρι του όσο εκείνος το ξεκουράζει στον λεβιέ. Ο Γκάμπριελ γυρνά και την κοιτά, δίχως ίχνος έκφρασης πάνω του. Μόνο κενό.
«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ πάντως.»
Τότε πάνω στον λευκό καμβά, μπαίνει ένα χρώμα. Μικρό, σχεδόν άφαντη η μικρή κηλίδα. Ο καλλιτέχνης δεν το προσέχει, τώρα που είναι νωπό για να το σβήσει. Οπότε η κηλίδα μένει εκεί και στεγνώνει, στιγματίζει εκείνον έως πρότινος λευκό καμβά.
Ο λογιστής μένει σιωπηλός να οδηγεί μέχρι το σημείο της διαδρομής που γνωρίζει. Έπειτα, από επιθυμία της Ρωξάνης, ακολουθεί τις οδηγίες της και φτάνουν κάτω από το σπίτι σχεδόν αμέσως. Ο Γκάμπριελ παρκάρει και την ακολουθεί μέχρι την εξώπορτα, ανησυχώντας ελάχιστα.
Μετά, χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται, την ακολουθεί μέχρι την είσοδο, έπειτα ανεβαίνει με το ασανσέρ στον όροφό της και φτάνει έξω από την πόρτα της χωρίς να έχει προλάβει να επεξεργαστεί οτιδήποτε συμβαίνει.
Η κοπέλα ανοίγει με το κλειδί, θέλει να του προτείνει να την ακολουθήσει και μέσα. Να του προσφέρει κάτι, ένα νερό, έναν χυμό, ένα τσάι, μια βαλεριάνα! Αλλά ο Γκάμπριελ τότε καταλαβαίνει πως την ακολούθησε μέχρι τον ιδιωτικό της χώρο και νιώθει ντροπή.
«Αφού είσαι εντάξει, ας πηγαίνω.»
Θέλεις να περάσεις; Έκανες τόσο κόπο.
«Σε ευχαριστώ. Στο είπα; Στο είπα.»
«Μην ευχαριστείς.»
Της χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο και πισωπατεί. Διαβάζει στο βλέμμα της μια αμφιβολία και έπειτα μια πρόσκληση. Όμως, μέχρι οι λέξεις να ξεφύγουν από την γλώσσα της, εκείνος έχει μπει στο ασανσέρ και η πόρτα του διαμερίσματός της κλείνει.
Η Ρωξάνη μετανιώνει που δεν το πρότεινε. Εκείνος την έβαλε σπίτι του χωρίς να το σκεφτεί κι εκείνη φάνηκε τόσο αγενής! Μα, τώρα που το σκέφτεται, ίσως βιαζόταν. Μάλλον δεν θα δεχόταν την πρόσκληση της, ούτως ή άλλως, σκέφτεται. Μάλλον γλίτωσε και από την ντροπή της αυτή.
Μακάρι όμως να ήξερε πως ο Γκάμπριελ, καθώς απομακρυνόταν από το σπίτι της μέσα στο αμάξι του, σκεφτόταν ξανά και ξανά, πως αν η πρόσκληση που καθόταν στα μάτια της μετατρέπονταν σε λέξεις, θα την δεχόταν.
Και ίσως με περισσότερη χαρά από ότι ο ίδιος πίστευε.
»«»«»«
Μεγαλούτσικο κεφάλαιο έξι χιλιάδων λέξεων που πιστεύω βγήκε ωραίο. Από την αρχή έως το τέλος ευχαριστήθηκα να το γράφω, πείτε μου εντυπώσεις.
Πρώτη ουλή του Άδη, για όσους ενδιαφέρει το σώμα του πρωταγωνιστή.
Θάνατος της μητέρας του. Εγώ έκλαψα κάπου εκεί.
Η Ρωξάνη, οι απειλές και η πρόσκληση στο σπίτι της που δεν ήρθε ποτέ. Θα περιμένω να μου πείτε εντυπώσεις για κάθε ένα ξεχωριστά.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top