𝑆𝑒𝑣𝑒𝑛. 𝑆𝑒𝑥 𝑜𝑛 𝑡ℎ𝑒 𝑏𝑒𝑎𝑐ℎ

Ο Ρίο δεν περίμενε να του τηλεφωνήσει ξανά ο Τζάσπερ μετά από τον τσακωμό τους, δεν περίμενε να έρθουν σε επαφή ειδικά μετά από το τεράστιο χρέος που είχε στο όνομά του. Μάλιστα, πίστευε ότι ο Τζάσπερ, μαζί με την γυναίκα και το παιδί του, θα έφευγαν από το Μάντσεστερ, θα έφευγαν από την Αγγλία, θα μετακόμιζαν Σκωτία ίσως, μπορεί όμως να έτρεχαν μέχρι και την Αμερική. Όλα για να χαθούν από τα ίχνη του Ρίο και του Άλμπερτ.

Ο Ρίο και ο Άλμπερτ δεν ήταν άνθρωποι αναίσθητοι.

Ναι μεν διηύθυναν μια ολόκληρη Οικογένεια, αλλά σε θέματα προσωπικά είχαν τρομερή ανοχή. Να, όπως εκείνο το ζήτημα του Τζάσπερ Ουίλσον. Εκείνος, με την γυναίκα του, Τζούλιαν και τον γιό του Γκάμπριελ, ήθελαν χρήματα για να ξεκινήσει εκείνος κάτι καινούριο με την επιχείρησή του.

«Ρίο, τα κάνω όλα για τον γιο μου! Για να έχει εκείνος ένα καλύτερο μέλλον!»

Και ο άνδρας, που δεν είχε δικά του παιδιά και ήθελε πάρα πολύ, έπεσε στην παγίδα του Τζάσπερ πολλάκις. Δεν το πίστευε μετέπειτα πόσο τον πίστεψε αλλά μπορούσε να παραδεχτεί ότι ήταν αρκετά ευέλικτος στο να ψεύδεται.

Το τηλέφωνο του χτύπησε ένα βράδυ, γύρω στις οκτώ και κάτι. Και το όνομα του Τζάσπερ τον εξέπληξε (δυσάρεστα). Είχαν μιλήσει μερικές ώρες πριν, εκείνος ζητούσε να πάρει πίσω τα λεφτά του γιατί χαζός δεν ήταν. Η επιχείρησή του πήγαινε κατά διαόλου, λεφτά δεν είχαν επενδυθεί... Άργησε, μα το κατάλαβε.

Απάντησε στο τηλεφώνημα και έμεινε έκπληκτος να ακούει μια αγορίστικη, παιδική φωνή. Ανακάθισε στην καρέκλα του και φώναξε τον Άλμπερτ από το άλλο δωμάτιο να ακούσει κι εκείνος.

Ο μικρός Γκάμπριελ δεν ήξερε γιατί άρπαξε το τηλέφωνο από το παλτό του μπαμπά του. Δεν είχε σημασία πια, ήταν νεκρός ούτως ή άλλως, μα γυρνούσε να κοιτάξει με πρησμένα μάτια του πίσω από τον ώμο του ακόμη κι όταν το άψυχο σώμα του βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Ακόμη φοβόταν ότι θα σηκωθεί και θα κοκκινήσει την πλάτη του με την ζώνη. Βρήκε επαφή που του θύμιζε κάτι. Και το όνομα Ρίο το είχε ακούσει πολλές φορές στα κρυφά τηλεφωνήματα του πατέρα του.

«Πως σε λένε;» ρώτησε ο άνδρας μέσα από το ακουστικό και ενώ ο μικρός είχε μάθει από την μητέρα του να μην μιλάει σε αγνώστους, το δικό της σώμα που ήταν κρύο δίπλα του δεν του έδινε άλλη επιλογή.

«Γκάμπριελ.»

«Που είναι ο μπαμπάς σου;»

«Ο μπαμπάς μου πέθανε.»

Ο Ρίο σφίγγει τα χέρια του σε μπουνιές και οργισμένος περιμένει να πάρει μερικές απαντήσεις, στην χειρότερη θα πάει από το σπίτι του Τζάσπερ. Είναι σίγουρος πως και αυτό είναι ένα τέχνασμα για να μην πάρει ποτέ τα λεφτά πίσω.

«Πέθανε; Πως πέθανε;»

«Τον σκότωσα.»

Και έπειτα, το χάος. Η ανοιχτή ακρόαση στο δωμάτιο προκάλεσε άμεσα αντιδράσεις στους δύο κολλητούς που κοιτούν το κινητό έντρομοι. Ένα εντεκάχρονο που σκότωσε τον πατέρα του; Σχεδόν απίθανο.

Με ένα νόημα του Ρίο, ο Άλμπερτ κι εκείνος φεύγουν από το τεράστιο σπίτι, με προορισμό εκείνη την διεύθυνση που είχε γράψει ο Τζάσπερ μερικούς μήνες πριν σαν εγγύηση σε ένα μήνυμα. Ο άνδρας βέβαια δεν έκλεισε το τηλέφωνο.

«Η μαμά σου; Η μαμά σου που είναι;»

Ίσως τελικά ήταν όντως ένα τέχνασμα. Ίσως είναι ψέμματα. Ναι, ο Τζάσπερ θα μπορούσε να υποχρεώσει το παιδί του να ξεφουρνίσει τόσο ακραίες μαλακίες, ο Ρίο είναι σίγουρος.

«Η μαμά μου πέθανε.»

Άλλη μια παγωμάρα, πόσο μακριά μπορεί να φτάσει εκείνο το ψέμα;

«Πως πέθανε;»

Ο Άλμπερτ κοιτά τον φίλο του από την θέση του οδηγού με πλήρη απόγνωση. «Τι ρωτάς; Είναι μικρό παιδί.» Ο Ρίο όμως τον αγνόησε. Ο Γκάμπριελ του απάντησε, ο Γκάμπριελ του απάντησε γιατί άκουσε μια ηρεμία που δεν έχει ακούσει ξανά από άνθρωπο. Μα ο φόβος ήταν εκεί και πάλι.

«Την σκότωσε ο μπαμπάς.»

Ο Άλμπερτ αισθάνεται την καρδιά του να τον ενοχλεί. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να σκοτώσει την αγαπημένη του Κάρλα, ή δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να σκεφτεί ότι ο δεκαπεντάχρονος γιος του, Φίλιπ, θα τον σκότωνε. Βέβαια, δεν επικρατούσαν τα ίδια στα δύο σπίτια. Αυτό όμως δεν το γνώριζαν οι δύο άνδρες.

«Εντάξει, Γκάμπριελ. Ερχόμαστε από εκεί. Μην φύγεις.»

Το μικρό αγόρι κάνει ακριβώς ό,τι του λένε. Κάθεται δίπλα από το άψυχο σώμα της μαμάς του και με δάκρυα στα μάτια χώνεται όπως μπορεί στην κρύα τώρα πια αγκαλιά της. Είναι περίεργο που το κάνει, δεν το ξέρει μα το καταλαβαίνει αλλά δεν μπορεί. Ακόμη και σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας του είναι νεκρός νιώθει ανασφάλεια.

Θα ξεπεταχτεί από κάποια γωνία και θα τον χτυπήσει, θα τον πετάξει μακριά, πάνω σε κάποιο έπιπλο και μετά θα αρπάξει το άψυχο σώμα της μαμάς του. Μπορεί να μην τον εμποδίσει ότι δεν έχει ζωή πια. Μπορεί να το απολαμβάνει κι έτσι.

Κρύβει το κεφάλι του στα χέρια του, νομίζει έτσι θα φύγει η εικόνα του πατέρα του από το μυαλό, ίσως φύγουν και τα ουρλιαχτά του. Ίσως έτσι μπορέσει να ξεχάσει πως τον σκότωσε.

Μα και πάλι, όσο κι αν φοβάται, πονάει, λυπάται, όσο κι αν δεν θέλει να κοιτάξει τον νεκρό τύραννο που κείτεται λίγο πιο πέρα, δεν μπορεί να μην νιώσει μια γαλήνη μέσα του.

Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει βίαια. Το μικρό αγόρι, νομίζει πως οι φαντασιώσεις του βγήκαν αληθινές. Τελικά ο πατέρας του δεν πέθανε! Μα η φωνή από το τηλέφωνο φωνάζει το όνομά του και μια γερή δόση ασφάλειας κατακλύζει το μυαλό του.

Πόσο πιθανό; Να εμπιστεύεσαι έναν άγνωστο και όχι το σπίτι σου;

«Γκάμπριελ;»

Το κεφαλάκι που ξεπρόβαλε πίσω από κάποια έπιπλα έκανε τον Ρίο να λιώσει μέσα σε ζεστό μέλι. Τα μαλλιά του τουλάχιστον είχαν ακριβώς αυτό το χρώμα. Χρυσό καστανό, που στο φως του σαλονιού φαινόταν γλυκό.

«Έλα εδώ, Γκάμπριελ.»

Και εκείνος το έκανε. Έτρεξε κοντά στον άγνωστο άνδρα. Θυμήθηκε την μαμά του. «Δεν θα μιλάς με αγνώστους. Δεν θέλουν το καλό σου. Μπορεί να πάθεις κακό.» Το μικρό μυαλουδάκι του έκανε μερικές σκέψεις κάπως πρωτόγνωρες. Τι κι αν πέθαινε εδώ και τώρα, σκέφτηκε; Θα συναντούσε την μαμά του. Αν ζούσε; Δεν θα την έβλεπε ξανά. Οπότε το να κρατήσει από το χέρι τον άνδρα και να περπατήσουν μαζί προς το δωμάτιο του, φάνηκε να είναι η μόνη επιλογή του.

Ο Άλμπερτ μαζί με δύο άνδρες που έφεραν μαζί τους, έναν ιατροδικαστή και έναν νομικό, έκαναν όλα τα δωμάτια φύλλο και φτερό. Βρήκαν ακριβά κοσμήματα –αυτά θα τα κρατούσαν για την προίκα του μικρού, αν ζούσε τελικά–, βρήκαν πολλά χρήματα. Ίσως περισσότερα από όσα είχαν δανείσει στον Τζάσπερ. Βρήκαν, εν πάσει περιπτώσει, πολλά που τους φάνηκαν χρήσιμα. Ο σχεδόν ιατροδικαστής έκανε μια πολύ γρήγορη διάγνωση για τα αίτια θανάτου και στα δύο σώματα. Ο νομικός τόνισε στον Άλμπερτ πως το παιδί δεν θα ησυχάσει αν δεν το πάρουν μαζί τους.

Ο αρχηγός ξεφύσησε. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή.»

Εν τω μεταξύ, στο άλλο δωμάτιο, ο Ρίο βοηθά τον Γκάμπριελ να γεμίσει μια βαλίτσα με οτιδήποτε εκείνος θέλει να πάρει μαζί του. «Που θα πάμε;» τον ρωτά το μικρό παιδί.

Ο άνδρας που κάθεται στο πάτωμα δεν έχει απάντηση. Τον κοιτά μονάχα να απασχολεί το μυαλό του με κάτι άλλο από όσα έζησε πριν. Φαίνεται στα μάτια του. Καλύπτει μνήμες με κάτι άλλο, τον ανακουφίζει. Ο τρόπος που αναπνέει είναι πιο ήρεμος, σαν νηνεμία πριν την καταιγίδα, τα μάτια του ψάχνουν γύρω στον χώρο, όχι με φόβο αλλά με κάτι άλλο. Σαν ανακούφιση.

Ηχογραφεί στο κινητό του την συζήτηση. Και ξεκινά τις ερωτήσεις. «Είδα μπαλόνια κάτω. Και φαγητά. Ποιος είχε γενέθλια;»

«Εγώ! Έκλεισα τα έντεκα!»

«Τι δώρα πήρες;»

«Δεν ξέρω, δεν τα άνοιξα ακόμη. Μπήκε ο μπαμπάς στο σπίτι και το πάρτι τελείωσε.» Ακούει το τρέμουλο στην φωνή του. Πρέπει να συνεχίσει τις ερωτήσεις; Πρέπει, πρέπει να μάθει αν είναι κόλπο κάποιου αυτό και το παιδί είναι στην μέση άθελά του.

«Τελείωσε; Μα δεν κόψατε καν την τούρτα, από όσα είδα.»

Και ο Γκάμπριελ ξεκίνησε να του περιγράφει όλα όσα ακολούθησαν ύστερα από την εισβολή του πατέρα του. Το χαστούκι στην μαμά του, οι γονείς που πήραν τα παιδιά τους από το σπίτι μακριά χωρίς να επεμβαίνουν, το ξύλο, οι ζωνιές, τα αίματα, ο βιασμός, ο ένας θάνατος, το χτύπημα στην πλάτη του, τα κεριά στα μάτια του μπαμπά του, η φωτιά στα ρούχα του και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στο σώμα του. Χρειάστηκαν πολλά, όπως είπε ο μικρός, για να πεθάνει τελικά. Η δύναμη του δεν ήταν αρκετή «για να τον ξεπαστρέψει» επί λέξει, όπως χρειάστηκε ο Τζάσπερ για την μαμά του. Έπρεπε να έχει περισσότερη ένταση και διάρκεια –λόγια του Ρίο.

Και όπως έκριναν ο ιατροδικαστής και ο νομικός, ο Γκάμπριελ έλεγε αλήθεια.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο ένας από τους δύο. Ο Ρίο απάντησε πολύ πριν ακούσει την γνώμη των υπόλοιπων. «Θα τον πάρουμε σπίτι. Στην Οικογένεια.»

«Μην λες βλακείες. Δεν θα επιβιώσει.»

«Δεν θα επιβιώσει, λοιπόν, σε καμία περίπτωση. Να μην δοκιμάσουμε τι μπορεί να κάνει;»

Ο Άλμπερτ μοιάζει μπερδεμένος. Ο ιατροδικαστής και ο νομικός φεύγουν από το σπίτι με ένα απλό «θα περιμένουμε στο αμάξι». Οι δύο φίλοι έμειναν και πάλι μόνοι τους.

«Τι μπορεί να κάνει, Ρίο; Είναι έντεκα χρονών.»

«Και σκότωσε τον πατέρα του.»

«Αυτό ήταν εν βρασμώ ψυχής. Δεν μπορείς να βασίζεις την πορεία του στην Οικογένεια για κάτι τόσο τραυματικό.»

«Έχει δει φρικαλέα πράγματα, διέπραξε φόνο. Θα μπορούσε να είναι από τους πιο χρήσιμους άνδρες.»

«Ρίο, είναι λάθος που σκέφτεσαι έτσι. Το καταλαβαίνεις;»

Σιωπή μέχρι που ο άνδρας σκουπίζει το πρόσωπό του. Ο Γκάμπριελ μέσα από το δωμάτιο βγαίνει με την βαλίτσα να σέρνεται στο πάτωμα. Ο Ρίο τον κοιτά που χαμογελά αχνά, πολύ αχνά. «Έχεις δίκιο. Λάθος μου που σκέφτηκα έτσι.»

«Άρα, τι θα κάνουμε;»

«Θα του δώσουμε το μέλλον που του αξίζει. Θα τον πάρω υπό την προστασία μου.» Ο Άλμπερτ χαμογελά γιατί ξέρει πως πίσω από τις σκοτεινές προηγούμενες σκέψεις του βασιλεύει κάτι άλλο. «Θα είναι ο γιος που δεν είχα ποτέ.»

Το μικρό παιδί φτάνει κοντά στον Ρίο και τον κοιτά περιμένοντας να του πει κάτι. «Βρήκατε αυτά που μα ενδιέφεραν;» ρωτά πριν φύγει μαζί με τον μικρό και αφήσει τον Άλμπερτ να τελειώσει αυτό που άρχισαν. Όταν ο φίλος του γνέφει, ο Ρίο χαμογελά. Σηκώνει την βαλίτσα του Γκάμπριελ και τον δασκαλεύει να ακολουθήσει εκείνον μέχρι το αμάξι.

Ο μικρός Γκάμπριελ δεν κατάλαβε τι θα συνέβαινε με όσα μένουν πίσω σπίτι του. Και όταν είδε τις φλόγες να τυλίγουν όλο το κτήριο, ένιωσε έναν θυμό που δεν ήξερε από πού πήγαζε.

Αργότερα βέβαια κατάλαβε.

Το αμάξι έτρεχε στους δρόμους. Ο Γκάμπριελ καθόταν στα πίσω καθίσματα, ανάμεσα από τον ιατροδικαστή και τον νομικό. Κοιτούσε τα φώτα των δρόμων να περνούν και να χάνονται. Πρέπει να ήταν η πιο μακρινή διαδρομή που έκανε στην ζωή του. Για πρώτη φορά πήγε κάπου πέρα από το σχολείο και την γειτονιά. Μια μικρή εσωτερική χαρά τον κατέκλυσε. Η οποία χάθηκε την στιγμή που ένιωσε την ανάγκη να το πει στην μαμά του. Τελικά σιώπησε.

Παρόμοια σιωπή επικρατούσε στο τεράστιο σπίτι του Άλμπερτ, όταν οι τέσσερις άνδρες και το μικρό αγόρι περπάτησαν στην επίσης μεγαλειώδη είσοδο.

Την σιωπή αυτή διέκοψε ένα αγόρι που με γάντια του μποξ κατέβαινε άρον-άρον τις σκάλες από τα δωμάτια του πάνω ορόφου για να δείξει στον πατέρα του και τον θείο του τις νέες κινήσεις που έμαθε.

Το αγόρι σταμάτησε αμέσως στην όψη του παιδιού.

«Ποιος είναι αυτός;» ρωτά παραξενευμένος.

Ο Άλμπερτ κοιτά τον γιό του τρομερά επίμονα. Ο Φίλιπ αμέσως μαζέυεται ολόκληρος. Περιμένει να ακούσει τον Ρίο που φαίνεται πως θέλει κάτι να πει.

«Αυτός, είναι ο Γκάμπριελ. Νέο μέλος της Οικογένειας.»

Ο Φίλιπ προσέγγισε το φοβισμένο αγόρι. Έβγαλε τα γάντια και τις γάζες, έπεσε στο ύψος του και του χαμογέλασε αληθινά.

«Γεια σου Γκάμπριελ, χαίρομαι που σε γνωρίζω!»

Το μικρό αγόρι δεν μίλησε. Αλλά χαμογέλασε.

Και έτσι μια φιλία σφραγίστηκε.

................

Οι πόρτες στο γραφείο του Φίλιπ άνοιξαν έντονα και το περπάτημα του Γκάμπριελ φάνηκε να κρύβει περισσότερα από μια απλή ένταση.

«Τι έπαθες;» τον ρωτά ήρεμος ο αρχηγός.

«Πάω στοίχημα ξέρεις ήδη ποιος την εκβιάζει.»

«Εννοείται και ξέρω.»

«Ωραία, ποιος είναι;»

«Έλα, δεν θα στο πω.»

Ο Γκάμπριελ τον κοιτά μπερδεμένος. «Γιατί;»

«Γιατί φοβάμαι ότι θα κάνεις επιπολαιότητες.»

«Λες και είμαι κανένας χθεσινός.»

Ο Φίλιπ βάζει λίγο ουίσκι στο ποτήρι του. «Δεν ξέρω, η συμπάθεια στην Ρωξάνη ίσως σε θολώσει.»

Εδώ, ο λογιστής γελάει. «Δεν θόλωσα άλλες κι άλλες φορές. Δεν θα το κάνω για μια κοπέλα που ξέρω δύο εβδομάδες. Απλώς τους τραμπούκους δεν τους αντέχω.»

«Το ξέρω, Γκάμπριελ. Γι' αυτό σου λέω, κάνε λίγη υπομονή. Τα έχω εγώ όλα υπό έλεγχο.»

Σαν να χαλαρώνει. «Αν ξέρω πως αυτός που την απειλεί δεν θα την πειράξει θα το παρατήσω σαν θέμα.»

«Ναι, Γκάμπριελ», του χαμογελά, «εμπιστεύσου με.»

Ο λογιστής ξεκουράζει χαλαρός τώρα την πλάτη του αντάμα σε εκείνη της δερμάτινης καρέκλας. Αφού ο τραμπούκος μπήκε στην θέση του, όλα καλά. Είναι εντάξει.

«Λοιπόν, αγαπητέ μου Άδη, υπάρχει μια νέα αποστολή για εσένα.»

Τα γκρι μάτια σκοτεινιάζουν. Ο εκτελεστής τρέφεται από την μυρωδιά φρέσκιας σάρκας που τον καλεί. Ο Κέρβερος βασιλεύει μέσα από το σακάκι του, έτοιμος να ξεσκίσει και να γευτεί το αίμα εκείνου που θα περάσει σύντομα την όχθη του Αχέροντα.

«Που;» ρωτά ύστερα από λίγο.

«Στο Σάουθπορτ.»

«Ταξιδάκι;» ρωτά χαμογελώντας.

«Το αξίζεις. Λεπτομέρειες θα μάθεις αύριο. Θα είναι εκεί κάποιος δικός μας που θα σε καθοδηγήσει. Ύστερα τον σκοτώνεις, ξέρεις.»

«Ξέρω.»

..............

Η Ρωξάνη την ίδια στιγμή που η πόρτα έκλεισε, πήρε τηλέφωνο την καλή της φίλη. Η Αλέξα ακούστηκε σε όλο το οικοδομικό της τετράγωνο από τις τσιρίδες. Μα έπειτα, σχεδόν έπαθε εγκεφαλικό όταν συνέδεσε τις τελείες.

«Ποιος σε απειλεί παιδί μου;»

«Ο Φρέντι.»

«Γιατί;»

«Γιατί φοβάται πως θα τον αντικαταστήσω στον Φίλιπ. Και μου ζήτησε να παραιτηθώ. Εγώ πήγα να το κάνω, το έπαιξα έξυπνη φίλη, που να με έβλεπες, άσε μ-»

«Σου έκλεισα διημεράκι για τα γενέθλιά σου. Να πας να ξεκουραστείς πριν γυρίσεις στην δουλειά σου μια και καλή. Αν και ξέχασα πότε γυρνάς, ζήτα από τον Φίλιπ μια μέρα άδεια ακόμη. Σιγά μην δεν στην δώσει. Αύριο το πρωί φεύγεις, σου νοίκιασα και αμαξάκι να μην τρέχεις. Εντάξει;»

Η Ρωξάνη ακούει σχεδόν χαμένη την φίλη της να φλυαρεί στο τηλέφωνο. «Υπάρχει κάποιος λόγος που θέλεις να με διώξεις;» την ρωτά καχύποπτα. Κυρίως γιατί τα γενέθλιά της είναι τα Χριστούγεννα. Μερικές εβδομάδες μακριά.

«Ναι βρε Ρώξυ, έχω να μείνω σε άδειο σπίτι με τον Τζον πόσες μέρες, λάλισα η καημένη!»

Τελικά η σγουρομάλλα μπαργούμαν γελάει πολύ δυνατά.

«Εντάξει. Θα φύγω. Αλλά πρόσεχε κακομοίρα μου! Μην λείψει ούτε μισό μπουκάλι αλκοόλ από την κάβα. Τα χρειάζομαι. Όλα!»

Η φίλη της χαχανίζει πριν κλείσει το τηλέφωνο εντελώς.

Και η Ρωξάνη μένει μόνη της στο φωτεινό, τύπου Λας Βέγκας, σαλόνι της. Η τζαμαρία από τον όροφο του διαμερίσματός της, της δίνει το πλεονέκτημα της εξαιρετικής θέας και μιας εντελώς χαλαρής βραδιάς που προηγούμενα χρόνια δεν είχε.

Πριν όμως να απολαύσει εκείνο το συναίσθημα της ασφάλειας του σπιτιού της, σηκώθηκε ήρεμα. Άλλαξε τα ρούχα της, έφτιαξε έναν μικρό σάκο για το διήμερο που θα ακολουθούσε και έπειτα αφού ξεβάφτηκε, στήθηκε πάνω από την κάβα της.

Τι είχε καιρό να φτιάξει;

Το σκέφτηκε πολύ καλά αυτό. Είχε πολύ καιρό να φτιάξει απλή βότκα με βύσσινο, είχε καιρό να βάλει ουίσκι με κόλα. Μα επίσης είχε πολύ καιρό να φτιάξει το αγαπημένο της ποτό σαν έφηβη.

Έπιασε το σέικερ, έπιασε τον πάγο, έπιασε και την βότκα. Ένας Ρώσος σε ένα από τα σεμινάρια που συμμετείχε της είχε πει ευθέως και μπροστά σε όλους πόσο άτυχη ήταν που σε αυτή την ζωή δεν είχε δοκιμάσει ποτέ χειροποίητη βότκα. Τότε είχε θιχτεί πολύ, η Στόλι πήγαινε με όλα τα κοκτέιλ και μάλιστα, ήταν η αγαπημένη της. Τώρα όμως καταλαβαίνει τι εννοούσε τότε, μιας που ο ίδιος Ρώσος την προμηθεύει ανά τακτά χρονικά διαστήματα –κάθε φορά που γυρνά από τα πάτρια εδάφη– με χειροποίητη βότκα. Από σιτάρι, από κριθάρι, ακόμη κι από πατάτα. Μα η αγαπημένη της παραμένει εκείνη από ρόδι.

Πήρε λοιπόν εκείνη με το ρόδι, έριξε μονάχα λίγο στο σέικερ και έπειτα πολύ γρήγορα έβαλε λικέρ από ροδάκινο και σμέουρα, χυμό από ανανά, πορτοκάλι και μια δόση από κράνμπερι.

Και έπειτα, το αγαπημένο της, τα χτύπησε στο σέικερ γρήγορα. Όχι πολύ, μην νερώσει το ποτό ο πάγος, όχι λίγο, για να μπορέσει να πάρει και την κατάλληλη θερμοκρασία.

Το έριξε σε ένα τυχαίο ποτήρι και αψήφισε τα λόγια του δασκάλου της στην σχολή πως το Sex on the Beach χρειάζεται οπωσδήποτε κεράσι και πορτοκάλι για γαρνιτούρα. Απλώς σωριάστηκε στον καναπέ και με απλωμένα τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού της απόλαυσε κάθε σταγόνα του πεντανόστιμου κοκτέιλ που έφτιαξε.

Και κάπου εκεί, ενδιάμεσα από τα φώτα της νυχτερινής πόλης και την αχνή αντανάκλασή της στην μεγάλη τζαμαρία, η Ρωξάνη πως λίγη ώρα πριν θα μπορούσε να είχε κάνει αυτό που πραγματικά ήθελε, να τον καλέσει σπίτι της και να τον κεράσει ένα ποτό ή ένα χαμομήλι –το μόνο εύκαιρο σε αφέψημα στην κουζίνα της.

Μα δεν το έκανε. Και κάπως το μετανιώνει.

................

Το πορτ-μπαγκάζ έκλεισε ηχηρά γύρω στις δώδεκα. Τον πήρε ο ύπνος τελειώνοντας το καινούριο βιβλίο που ξεκίνησε να διαβάζει την ίδια μέρα, ζήτημα αν κοιμήθηκε περισσότερο από τρεις ώρες και τριάντα δύο λεπτά (ή τουλάχιστον έτσι έλεγε το ξυπνητήρι του όταν το ρύθμισε).

Μέχρι να βρει το ντετέκτιβ τον δολοφόνο, ο Γκάμπριελ σχεδόν πέταξε το βιβλίο στον καθρέφτη κοντά στην ντουλάπα του από τα νεύρα;

Μα καλά, πόσο χαζό ήταν εκείνος ο ντετέκτιβ; Τουλάχιστον τον βρήκαν, σκέφτηκε. Στις δύο ώρες που έκανε να φτάσει στο Σάουθπορτ σκεφτόταν τα κενά σημεία στην πλοκή. Ίσως να κάτσει να γράψει εκείνος για τον τέλειο φόνο; Δεν είναι και ο κατάλληλος. Βασικά, είναι ο πιο ακατάλληλος από όλους.

Γιατί εκείνος αφήνει στοιχεία, πολλά στοιχεία από εδώ και από εκεί κάθε φορά που δίνει την σκυτάλη στον Άδη να αναλάβει έναν φόνο. Αν μη τι άλλο, αν δεν τον κάλυπτε η Οικογένεια και η στενή σχέση με τον υπόκοσμο, τώρα θα βρισκόταν πίσω από της φυλακής τα σίδερα, που ως γνωστόν είναι για τους λεβέντες.

Δεν χρειάζεται να τα σκέφτεται αυτά όμως. Για την ακρίβεια, τα διώχνει από το μυαλό του όταν κλειδώνει το αμάξι του και περπατά προς εκείνο το χουχουλιάρικο καφέ που του έστειλε σαν μέρος συνάντησης ο Φίλιπ.

Μπήκε μέσα με τα χέρια στις τσέπες, πήρε ζαχαρωτό από την είσοδο που του έδωσε ένα μικρό κοριτσάκι και έπειτα κάθισε σε έναν από τους καναπέδες περιμένοντας τον απεσταλμένο του Φίλιπ να τον βρει. Πως θα του εξηγήσει την συμμετοχή του στην υπόθεση; Εύκολα. Δεν θα το κάνει.

Είναι κολλητός φίλος με τον αρχηγό της Οικογένειας, δεν χρωστάει εξηγήσεις σε κανέναν.

Εκτός βέβαια από την σερβιτόρα. «Συγγνώμη, αφαιρέθηκα. Να κοιτάξω τον κατάλογο και να σε φωνάξω σε λίγο;» την ρωτά τρομερά ευγενικά. Η κοπέλα δεν μπορεί να αρνηθεί σε τέτοια ευγένεια, τόσο που δεν πρόκειται να φτύσει στον καφέ του –αν παραγγείλει.

Ο Γκάμπριελ λιγουρεύτηκε έναν εσπρέσο μαζί με ένα ρολό κανέλας με γλάσο βανίλιας. Το λιγουρεύτηκε θανάσιμα.

Οπότε όταν ο απεσταλμένος του Φίλιπ σκάναρε τον χώρο και βρήκε τον δεύτερο πιο σημαντικό άνθρωπο της οικογένειας να απολαμβάνει με κλειστά μάτια ένα ρολό κανέλας, γεμίζοντας το πρόσωπό του με γλάσο, σχεδόν παραξενεύτηκε.

Ο Φίλιπ τον περιέγραψε σκληρό. Τον περιέγραψε ως τον πιο αδυσώπητο από όσους θα έχει συναντήσει ο άμοιρος άνδρας στην ζωή του. Μα τώρα αυτό που βλέπει είναι το ακριβώς αντίθετο. Λες και ο υπόκοσμος έβγαλε νόμο και οι εγκληματίες της Οικογένειας δεν μπορούν να νιώθουν την απόλυτη ηδονή με αφράτα γλυκά.

Ο Γκάμπριελ τον αναγνώρισε από μακριά. Ποιος άλλος θα κοιτούσε έναν άγνωστο τόσο απροκάλυπτα απορημένος με τον τρόπο που τρώει. Μόνο εκείνος που θα νόμιζε πως ο λογιστής θα κρατά πιστόλι στο δεξί χέρι, καλάσνικοφ στο άλλο και θα απειλεί κάθε ψυχή ζώσα που περνά από τον δρόμο του.

Άφησε ένα χαρτονόμισμα στην σερβιτόρα που απείχε από το πραγματικό ποσό κατά πολύ αλλά δεν τον ένοιαξε γιατί εκείνο το ρολό κανέλας ήταν το καλύτερο που είχε φάει για καιρό.

Πλησίασε τον τύπο και έπειτα τον προσπέρασε αναγκάζοντας να τον ακολουθήσει.

«Θα μπορούσες να μην είσαι τόσο αδιάκριτος. Σχεδόν με μάτιασες.»

Είχε μια έμμονη ιδέα με το μάτι; Ναι, είχε. Η γιαγιά του, όσο την θυμάται, του μιλούσε για το κακό μάτι και το καλό μάτι και γενικά το μάτι. Δεν μπορεί να ανακαλέσει αν η μητέρα του είχε ρίζες από τα Βαλκάνια αλλά πιθανολογεί πως ναι.

«Συγγνώμη, απλώς μου φάν-»

«Που έτρωγα; Σαν φυσιολογικός άνθρωπος;» γέλασε λίγο ο λογιστής.

«Πόσο φυσιολογικός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος όταν είναι στον υπόκοσμο;» αυτό το ψιθυρίζει.

«Ένας ταπεινός λογιστής είμαι, γιατί με μπερδεύετε με όλους τους υπόλοιπους;»

Μοιάζει αγανακτισμένος. Ο τύπος τον κοιτά τώρα περισσότερο μπερδεμένος από πριν. «Έστειλε ο Φίλιπ έναν ταπεινό λογιστή για αυτήν την υπόθεση;»

Το φρύδι του δεν μπορεί να μην σηκωθεί αρκετά ψηλά για να εκφράσει το πόσο δύσπιστος μοιάζει. «Τι έχει αυτή η υπόθεση δηλαδή;»

«Ούτε ξέρεις τι πας να κάνεις;»

«Εσένα περιμένω να μου πεις.»

«Δεν το πιστεύω ότι ο Φίλιπ μου έφερε έναν απλό λογιστή.» Ο ψίθυρός του φάνηκε σαν να μην προσπάθησε καν να μην ακουστεί. Ο Γκάμπριελ κοίταξε να μην απαντήσει. Και βέβαια, ούτε νευρίασε. Έχουν περάσει χρόνια ολόκληρα από την μέρα που εκείνος εκνευρίστηκε για τελευταία φορά.

«Που πάμε;» ρωτά μονάχα μπαίνοντας στο αμάξι.

«Οδήγα και θα σου πω.»

Ξαφνικά τον υποβιβάζει. Μάλιστα στέλνει απογοητευμένος μηνύματα στον Φίλιπ. «Μα καλά, ποιον μου έστειλες;», «Αν ήθελα βοήθεια με την φορολογική δήλωση θα μιλούσα στον δικό μου λογιστή», «Φίλιπ, δεν το περίμενα αυτό από εσένα».

Αυτή η περιφρόνηση τελείωσε λίγα λεπτά αργότερα. Το αμάξι σταμάτησε γύρω στις πέντε μπροστά από ένα παλιό σπίτι, όχι εγκαταλελειμμένο ακριβώς. Είχε δύο ορόφους, παλιά μεζονέτα από ό,τι κατάλαβε και μερικά φώτα ήταν ανοιχτά μονάχα στον δεύτερο όροφο.

«Είναι και άλλοι εκεί;»

«Όχι, τα άφησα για να μην φοβάται.»

«Ποιος;»

«Αυτός. Της αποστολής.»

«Φοβάται το σκοτάδι;» δεν είναι δύσπιστος, κι εκείνος φοβάται το απόλυτο σκοτάδι.

«Ναι, η αλήθεια είναι πως εχθές ούρλιαζε υστερικά επειδή του έκλεισα όλα τα φώτα. Τώρα είναι εντάξει, υποθέτω.»

Ο Γκάμπριελ γελάει πριν πάρει τον μεγάλο σάκο του με τα όπλα του μέσα ήσυχα τακτοποιημένα. Και τότε είναι που ο Άδης αναλαμβάνει. Θα περάσουμε όμορφα, εγώ, εσύ και το σκοτάδι, αγαπητέ μου φίλε.

Περπατά μπροστά από τον απεσταλμένο του Φίλιπ, δείχνοντας την κυρίαρχη στάση του και έπειτα απλώς μπουκάρει στο σπίτι καταστρέφοντας το πόμολο με μια δυνατή κίνηση. Ο τύπος λίγο πιο πίσω εκπλήσσεται, ευχάριστα.

Προχωρά πιο σιγά πίσω του, κλείνοντας τελικά την πόρτα πίσω του και έπειτα περπατά σιωπηλά μέσα στο σπίτι ακολουθώντας τα βήματα του Γκάμπριελ, νομίζει, πάνω στην σκάλα.

Στο τελευταίο σκαλί έρχεται αντιμέτωπος με την συνάντηση των δύο αιματηρών αντιπάλων, ή κάπως έτσι το σκέφτηκε εκείνος.

Ο Άδης βρέθηκε απροετοίμαστος.

Πήρε τόσα όπλα μαζί του για να χρησιμοποιήσει μόνο ένα; Ξεφυσά και κάθεται στην καρέκλα. Ούτε σκοτεινό δωμάτιο θα παίξει, ούτε θα τον βασανίσει, ούτε θα χρειαστεί να κάνει το παιχνίδι του. Βαριέται; Όχι τόσο.

Γιατί ο μικρός Μπεν, ο δεκάχρονος Μπεν, δεν τον αφήνει να βαρεθεί.

Του δείχνει τις φιγούρες από διάφορους ήρωες που ο Άδης δεν γνωρίζει και για λίγο τον κοιτά με κάποιο ενδιαφέρον. Ο άνδρας στις σκάλες κοιτά περίεργα τον «λογιστή» να μιλάει με το παιδί. Τώρα αυτός θα του κάνει φορολογική δήλωση; Ή θα του μιλήσει για λογιστική οπότε το παιδί θα πεθάνει από βαρεμάρα, δεν ξέρει.

«Πως σε λένε μικρέ;» τον ρωτά με τον σαδισμό μέσα του να σιγοκλαίει. Δεν είναι ώρα για τέτοια, τον καθησυχάζει. Σου υπόσχομαι όμως πως την επόμενη φορά θα σε αφήσω να κάνεις οτιδήποτε θέλεις, προσθέτει.

«Μπεν.»

«Η μαμά σου που είναι Μπεν;»

Χαμογελάει το παιδάκι. «Την σκότωσα.» Γελάει τώρα.

Ο Άδης χαμογελάει μαζί του. «Και ο μπαμπάς σου;»

«Και αυτόν τον σκότωσα.»

Κάθεται σταυροπόδι ο εκτελεστής. «Γιατί ρε μάγκα;»

Το παιδάκι ξαφνιάζεται που ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι και την ουλή στο μάτι δεν ξαφνιάζεται. Σε όσους έλεγε πως σκότωσε τους γονείς του τον κοιτούσαν με μισό μάτι.

«Γιατί έτσι. Πρέπει να υπάρχει λόγος;»

Αυτό το παιδί θα μπορούσε να είχε προοπτικές στα μάτια του εκτελεστή. Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ο επόμενος Άδης, ή κάποιος άλλος Θεός που διαχειρίζεται ψυχές και θάνατο γιατί αυτό ήταν αποκλειστικά δικό του brand.

«Δεν ξέρω μικρέ, εγώ όταν σκότωσα τον πατέρα μου το έκανα επειδή βίαζε την μάνα μου. Και την χτυπούσε.»

Το παιδί τον κοίταξε ενθουσιασμένο. «Σκότωσες κι εσύ τον μπαμπά σου;» φωνάζει, τσιρίζει βασικά. Ο τύπος στις σκάλες καταλαβαίνει ότι μπλοφάρει. Χαμογελά με την τακτική του. Είναι καλός μέχρι τώρα, σκέφτεται.

«Με τα ίδια μου τα χέρια.»

«Εγώ με μαχαίρι.»

Βίαιο. Πολύ βίαιο. Κι όμως φαίνεται σαν το πιο γλυκό ζαχαρωτό για παιδί εκεί έξω. «Που τους μαχαίρωσες;»

«Τον μπαμπά εδώ», δείχνει το στέρνο του, «και την μαμά εδώ» δείχνει την πλάτη του.

«Και πως σου φάνηκε το συναίσθημα;»

Το παιδί δεν απάντησε. Γιατί δεν του δημιουργούσε κανένα συναίσθημα. Και τότε ο Άδης είδε μπροστά του όσα έγραφαν τα μάτια του. Τους σκότωσε γιατί απλά ήθελε να τους σκοτώσει. Και τώρα είναι ο διάδοχος μιας Οικογένειας στην Σκωτία η οποία σύντομα θα γινόταν κίνδυνος για τον Φίλιπ. Και όταν εκείνος θα μεγάλωνε, θα σκότωσε οποιονδήποτε, χωρίς σκέψη. Θα γινόταν στόχος, θα τραβούσε την προσοχή του κόσμου πάνω στην Οικογένεια του και μετά θα έμπαινε στο στόχαστρο και η Οικογένεια του Φίλιπ.

Ναι, τώρα όλα είναι ξεκάθαρα.

Ο Άδης ξεφυσά. Ανοίγει την τσάντα και βγάζει από μέσα ένα από τα αγαπημένα του όπλα. Είναι απλό, πολύ απλό M&P, ασπίδας 9 με ασφάλεια στον αντίχειρα και εξαιρετική λαβή. Ο άνδρας στην σκάλα κοιτά μπερδεμένος το όπλο πάνω στο τραπέζι. Ο Μπεν αφήνει κάτω τις φιγούρες του και κοιτά σχεδόν μαγεμένος τον σιγαστήρα που κολλάει ακριβώς μπροστά στην κάννη του όπλου του.

Ο Άδης ρίχνει μια τελευταία ματιά στην τσάντα προτού την κλείσει και ξανά συμπονεί τα μαχαίρια του.

«Λοιπόν, εσύ γιατί σκότωσες τον μπαμπά σου είπες;»

Ο Άδης επαναλαμβάνει. «Επειδή βίαζε την μαμά μου.»

«Νομίζω οι άνθρωποι που σκοτώνουν χωρίς λόγο είναι καλύτεροι.»

Χαμογελά ο εκτελεστής. Χαμογελά και ο Μπεν. Χαμογελά και ο τύπος στις σκάλες. Περιμένει να δει πως θα εξελιχθεί αυτό, είναι πραγματικά περίεργος.

«Λοιπόν, Μπεν, χάρηκα πάρα πολύ που τα είπαμε. Αλήθεια. Αλλά, έχω ένα παράπονο.»

Να' το. Να' το, το παράπονο του Άδη.

«Τι παράπονο;»

«Εγώ σε ρώτησα το όνομά σου. Εσύ το δικό μου όχι.»

«Καλά, εντάξει. Πως σε λένε;»

Ο Άδης δεν είναι όμως τόσο εύκολος. Θέλει ο άλλος να τον μάθει με προσπάθεια. Να του δείξει πόσο θέλει να μάθει όντως ότι το όνομά του είναι Άδης.

«Να φωνάξω τον φίλο μας που κάθεται στις σκάλες; Εκείνος ξέρει.»

Απροετοίμαστος όπως είναι, ο τύπος σηκώνεται από τις σκάλες με βήματα αποφασιστικά κατά τ' άλλα και πλησιάζει τους δύο δολοφόνους που φαίνονταν να συζητάνε μια χαρά και μόνοι τους.

«Λοιπόν, πάρε.» Του δίνει το όπλο μέσα στα χέρια και τον κοιτά σταυρώνοντας τα άκρα του ταυτόχρονα, τα χέρια στο στέρνο και τα πόδια όπως πρώτα.

Ο άνδρας τον κοιτά μπερδεμένος. «Τι να κάνω με αυτό;»

«Να τον σκοτώσεις.»

Ο Μπεν χαμογελά παίζοντας με τις φιγούρες που έμειναν πάνω στο τραπέζι. Δεν δίνει σημασία σε όσα ακούει.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»

«Ούτε εγώ μπορώ. Εγώ είμαι ένας απλώς λογιστής.» Τονίζει με μια δόση ειρωνείας την τελευταία του λέξη. Ο άνδρας ξάφνου μετανιώνει όλα όσα είπε πρωτύτερα. Δεν μπορεί να σκοτώσει ένα παιδί, δεν γίνεται να το κάνει. Οτιδήποτε κι αν είναι, εξακολουθεί να αποτελεί ένα δεκάχρονο. Απλώς δεν μπορεί.

Ο εκτελεστής διαβάζει την δειλία του. Πιάνει ξανά το όπλο, ο σκλάβος βρήκε και πάλι τον αφέντη του, έτοιμος να τον υπηρετήσει όπως ακριβώς θέλει εκείνος.

«Λοιπόν, Μπεν. Χάρηκα που σε γνώρισα, το είπα και πριν αυτό.» Υψώνει το όπλο, η άκρη του σιγαστήρα σχεδόν ακουμπά το μέτωπό του.

«Το όνομά σου δεν μου το είπες όμως!»

Ένα χαμόγελο φαίνεται ανάμεσα σε τρία πρόσωπα. Το μικρό παιδί είναι αυτό που δείχνει τα άσπρα δοντάκια του στους δύο άνδρες.

«Εγώ το είπα ότι είμαι καλύτερος από εσένα. Δεν θα άφηνα κανέναν χωρίς να ξέρει το όνομά μου.»

Ο Άδης, ψύχραιμος πάνω απ' όλα, προτού οπλίσει και πατήσει την σκανδάλη, ανταποδίδει στο χαμόγελο. Μα δεν μένει να απαντήσει στο μικρό παιδί, δεν έχει σημασία. Γιατί αργά ή γρήγορα θα μάθαινε ακριβώς το όνομά αυτού που το σκότωσε.

Λίγη πίεση στην σκανδάλη, ένας μειωμένος ήχος, αίμα να πετάγεται πάνω στο κατάμαυρο σακάκι του, αλλά και πάνω στο πουκάμισό του... και ένα παιδί νεκρό, με ένα χαμόγελο φορεμένο.

Ο τύπος έμεινε να κοιτά τον άνδρα εκείνο να χαμογελά μπροστά από την εκτέλεση ενός δεκάχρονου.

Πως τον είχε αποκαλέσει; Μαλθακό, έτσι είχε σκεφτεί. Απογοήτευση είχε δηλώσει στον Φίλιπ.

Αυτός ο άνθρωπος όμως ήταν οτιδήποτε δεν περίμενε τελικά εκείνος ο τύπος που αν μπορούσε θα είχε κρυφτεί στις σκάλες. Τότε τίποτα δεν βγάζει νόημα. Είναι ένας απλός λογιστής, δε θα έπρεπε να σκοτώνει παιδιά. Γιατί ήταν εδώ εξ αρχής;

Το μυαλό του ξεκινά να ενώνει κομμάτια. Και ο Άδης χαμογελά περισσότερο.

«Πες το.»

Το βλέμμα του γυρνά έντρομο και πέφτει πάνω σε αυτό του εκτελεστή.

«Αυτό που σκέφτεσαι. Πες το.»

Σαν υπνωτισμένος, λέει ακριβώς αυτά που γράφονται στο μυαλό του την ίδια στιγμή. «Δεν είσαι ο Γκάμπριελ.»

«Όχι, δεν είμαι.»

Ο τύπος χάνει κάθε όρεξη, χάνει το χρώμα του, χάνει ολόκληρα χρόνια από την ζωή του, χάνει θάρρος, δύναμη, θράσος, χάνει τα πάντα.

«Είσαι...»

«Πες το καλέ, μην ντρέπεσαι.»

Σιωπά εκείνος. Ο Άδης όμως δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Νύχτωσε ήδη.

«Δεν μπορεί... Δεν μπορεί να είσαι ο...»

Γελάει με την ψυχή του, γελάει καθώς ο φόβος ζωγραφίζεται σε κάθε σύσπαση του προσώπου του. «Κι όμως. Κι όμως είμαι.»

Πισωπατεί. Αφήνει μια ανάσα τρόμου. Δακρύζει. Ξέρει τι έπεται.

«Να πεις στον Μπεν πως με έλεγαν τελικά.» Οπλίζει, σηκώνει ξανά το όπλο ψηλά. «Να του πεις πως γνώρισε τον Άδη.»

Η σφαίρα σφηνώθηκε στο στήθος του.

Η δουλειά τελείωσε, ο εκτελεστής σηκώνεται και φεύγει από εκείνο το σπίτι. Λίγο οινόπνευμα και ένας αναπτήρας χρειάστηκε για να σβήσει τα στοιχεία του. Εκεί πέταξε και το σακάκι του, είχε τόσα πολλά μαύρα σπίτι του που το συγκεκριμένο δεν τον χρειαζόταν.

Μπήκε στο αμάξι γλείφοντας τα χείλη του.

Μεταλλική γεύση από αίμα και γλυκιά από το γλάσο βανίλιας που απέμεινε στην άκρη των χειλιών του. Ο Γκάμπριελ σκουπίζει με ένα χαρτομάντηλο οτιδήποτε γεύεται. Βάζει μπρος το αμάξι και χάνεται για μια ερημική παραλία που άκουσε στο καφέ.

..............

Το νερό ήταν παγωμένο αλλά με αυτή την νότα της ανακούφισης μαζί. Τα ρούχα του έξω στην παραλία με τις πέτρες κάθονταν στεγνά να τον περιμένουν μόλις τελειώσει με το νυχτερινό του μπάνιο. Το φεγγάρι φαίνεται πιο μεγάλο από εκεί που κάθεται.

Ολόγυμνος κάθεται στα ρηχά, με την αντανάκλαση του φεγγαριού να πέφτει αγγελικά πάνω στο καθάριο πρόσωπό του. Κοιτά το φως που γεμίζει το στέρνο του με ανακούφιση και αφουγκράζεται την γαλήνη της ηρεμίας που επικρατεί γύρω του.

«Μαμά», ψιθυρίζει κοιτώντας ευθεία. Το χρώμα του φεγγαριού του θυμίζουν το χαμόγελό της, το άγγιγμα του πάνω στο μάγουλό του είναι γιατρικό για την ψυχή του. «Μαμά, μου λείπεις.» Κανένα δάκρυ δεν τολμά να ξεφύγει, δεν έχει και τίποτα να ρίξει. Απλώς ρίχνει το κεφάλι του μέσα στο νερό, κρύβεται από την ματιά της. Ντρέπεται.

«Μαμά σήμερα δεν σκότωσα βιαστή.»

Το νερό που σκάει πάνω στο δέρμα του είναι αυτό που ακούγεται μονάχα.

«Σήμερα δεν σκότωσα ρουφιάνο.»

Το κύμα σκάει στην όχθη. Γυρίζει να κοιτάξει προς τα πίσω. Ολάκερη η παραλία φωτίζεται υπό το φως της. Γιατί η μαμά του ήταν πιο όμορφη από το φεγγάρι. Πάντα το έλεγε.

«Σκότωσα έναν εγκληματία, ναι.» Γελάει ελάχιστα. «Αλλά ήταν ένα παιδί.»

Βουτάει ξανά το κεφάλι του στο αλμυρό νερό. Αφήνει τις στάλες από τα βλέφαρα του να πέφτουν φουριόζες στα μήλα του. Κοιτά το φεγγάρι με την ελπίδα να τον ακούει. Από όπου κι αν είναι, ελπίζει να τον ακούει να της μιλά.

«Δεν μετανιώνω, μαμά. Απλώς ίσως δεν είσαι τόσο περήφανη για εμένα τώρα πια.»

Πιάνει μια πέτρα, την πετάει λίγο πιο πέρα.

«Δεν έχει σημασία τόση βέβαια, όσο περήφανη κι αν δεν είσαι, δεν έχει καμία σημασία. Γιατί μου λείπεις. Όπως και να 'χει, μου λείπεις πάρα πολύ.»

Μια ακόμη βουτιά και αποφασίζει πως ήρθε η ώρα να βγει από την θάλασσα. Τα δάχτυλά του δεν μοιάζουν να έχουν μουλιάσει, καθόλου, έτσι όπως το θέλει.

Περιμένει να στεγνώσει εντελώς μέχρι να φύγει.

Τα βήματα που πλησιάζουν κοντά του μονάχα ταραχή δεν του προκαλούν. Από καθαρή περιέργεια γυρίζει να κοιτάξει εκείνον που ανακάλυψε το κρυφό σημείο σε εκείνη την παραλία.

Η κοπέλα με τα σγουρά μαλλιά και τα πράσινα μάτια που εχθές το βράδυ άφησε στο σπίτι της στεκόταν εκεί μπροστά του εξαιρετικά έκπληκτη. Μα δεν λέει τίποτα. Ούτε κι εκείνος τολμά να σπάσει την σιωπή.

Δεν κάθεται κοντά του, κρατά απόσταση. Ίσως επειδή είναι γυμνός. Κυρίως γι' αυτό.

Ο Γκάμπριελ την κοιτά παρόλο που εκείνη δεν τολμά να μαγνητίσει το βλέμμα της στο δικό του. Την στιγμή που η κοπέλα ξεκινά να ξεντύνεται, ο άνδρας σηκώνεται όρθιος και προχωρά στην θάλασσα ξανά. Κανονικά δεν θα έπρεπε να το κάνει αυτό. Θα έπρεπε να ντυθεί και να γυρίσει στο Μάντσεστερ. Αλλά δεν το έκανε.

Άφησε το νερό να τον αγκαλιάσει πάλι.

Και ο ήχος από ένα δεύτερο σώμα που ταράζει την ηρεμία της θάλασσας τον ανακουφίζει. Φαντάσου να έφευγε...

Δεν τον πλησιάζει με το σώμα της. Λες και μπορεί να διαβάσει ό,τι έκανε πριν. Μα η κοπέλα απλώς προσπαθεί να καταλάβει τι είναι όλα αυτά τα σημάδια που αχνοφαίνονται στο φως του φεγγαριού πάνω στην πλάτη του. Μα η φωνή του διακόπτει οτιδήποτε άλλο λειτουργεί στο μυαλό της.

«Γιατί δεν πλησιάζεις;» την ρωτά. «Φοβάσαι;»

Η Ρωξάνη γελάει. «Εσένα; Τον Αρχάγγελο όλων των Αγγέλων;»

Ο Γκάμπριελ γυρίζει να την κοιτάξει. Έπειτα κοιτά το φεγγάρι. Τους φωτίζει και τους δύο, του χαμογελούν ταυτόχρονα. Ο άνδρας παίρνει ανάσα όσο η κοπέλα βυθίζει τα μαλλιά της στο νερό και την εκπνέει την στιγμή που εκείνη βγαίνει ξανά στην επιφάνεια.

«Πως βρέθηκες εδώ;» της ψιθυρίζει, συγχέοντας τον τόνο του με τον παφλασμό των κυμάτων.

«Με έστειλε μια φίλη. Εσύ;»

«Κι εμένα, ένας φίλος.»

Απαντούν σχεδόν υπνωτισμένοι. Ο Γκάμπριελ το ξέρει μα δεν μπορεί να καταλάβει γιατί, δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί νιώθει πως κάτι άλλον διακατέχει όλο του το κορμί τώρα, την στιγμή που της μιλά. Και η Ρωξάνη ντρέπεται να το παραδεχτεί αλλά αυτή η νάρκωση κάτι της θυμίζει.

«Η σύμπτωση με εκπλήσσει» του εκμυστηρεύεται.

Το βλέμμα του πέφτει στο δικό της ξανά. Το φεγγάρι φωτίζει το μισό πρόσωπό του, θυμίζει ένα διαφορετικό μισοφέγγαρο από όσα έχει συνηθίσει η κοπέλα. Ένα μισό φεγγάρι με μια ουλή στην μέση.

Το χέρι της ακουμπά την επιφάνεια του νερού, σέρνεται στο δέρμα των χεριών του και έπειτα φτάνει κοντά στο μάτι του, εκεί όπου το σημάδι βασιλεύει από την πρώτη μέρα που τον γνώρισε και πρόλαβε να της τραβήξει την προσοχή από την αρχή.

Το άγγιγμά της τον παραξενεύει. Δεν κλείνει τα μάτια του λεπτό. Η κοπέλα όμως το κάνει.

«Θα μου πεις κάποια στιγμή πως το έπαθες αυτό;»

«Κάποια στιγμή, ναι.»

«Σύντομα πιστεύεις;»

Εκείνος τραβά το χέρι της από εκεί. Αρνείται ήρεμα, αρχικά με ένα νεύμα και έπειτα με ένα σχεδόν άηχο «Όχι». Η κοπέλα χαμογελά και κοιτά ξανά το φεγγάρι. Ο άνδρας όμως το κοιτά όπως καθρεφτίζεται πάνω στο πρόσωπό της.

Ήταν περίεργο το συναίσθημα να βλέπει την αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω σε μια ομορφιά που μόνο στον ίδιο τον ήλιο μπορεί να συγκριθεί. Τόσο περίεργο που θέλησε να αγγίξει εκείνος τώρα το δικό της δέρμα. Να καταλάβει αν θα είναι τόσο ζεστό όσο φαντάζεται ή αν θα γίνει κατακόκκινο, όπως εχθές το βράδυ, καθώς αρνιόταν στον ίδιο της τον εαυτό όσα έλεγαν σε εκείνον τα μάτια της.

Ο άνδρας βουτάει μια τελευταία φορά το κεφάλι του στο νερό και έπειτα βγαίνει ξανά στην όχθη. Η κοπέλα δεν τον ακολουθεί. Κάθεται εκεί για αρκετή ώρα ακόμη, το χρειάζεται. Να σβήσει το κάψιμο που εξαπλώθηκε με ένα μόνο άγγιγμα σε όλο της το σώμα.

Τελικά αποφασίζει να βγει κι εκείνη στην όχθη.

Γυρίζοντας το κεφάλι της όμως για να τον βρει, καταλαβαίνει πως ο Γκάμπριελ έφυγε. Αν δεν ένιωθε το ρίγος καθώς της ψιθύριζε, αν δεν ένιωθε την υφή του πάνω της ίσως και να πίστευε πως όλο αυτό ήταν δημιούργημα της φαντασίας της. Αλλά όχι. Ο Γκάμπριελ απλώς έφυγε.

Γιατί σαν Αρχάγγελος έχει χρέος να την προστατέψει από κάθε κίνδυνο.

Και ο ίδιος είναι ο χειρότερος κίνδυνος από όλους.

»«»«»«

Εμένα αυτό το κεφάλαιο κάπως με επηρέασε, είμαι με μια ταχυκαρδία έντονη. Μην πεθάνω μόνο—

Πολύ μεγάλο, πέρασα από φάσεις που γέλασα και άλλες που δάκρυσα. Έξι χιλιάδες λέξεις πάλι. Στο τέλος άκουγα την ατμοσφαιρική εκδοχή του τραγουδιού «Σασμός» δοκιμάστε να δείτε πως θα παει αυτό.

Θέλετε να σχολιάσετε εσεις κάτι; μην πω κάτι εγώ. Πείτε μου καμία σκηνή που θα θέλατε να δείτε. Ή κάτι που επιθυμείτε για μετέπειτα στην ιστορία.

Εγώ πάω, θα περιμένω σχόλια και τα υπόλοιπα στο instagram.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top