Book's Theme Song: Rise Like a Phoenix
Όταν γύρισε από την δουλειά που ο Φίλιπ του ανέθεσε, γύρω στις δύο το ξημέρωμα, κάθισε να συνεχίσει το καθάρισμα στα όπλα του, προσθέτοντας και αυτό που χρησιμοποίησε απόψε.
Το θύμα εκείνης της βραδιάς ήταν ο Πίτερ Μπλαν και δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από έναν παλιό συνέταιρο του αφεντικού του. Χρωστούσε λεφτά, ήταν ρουφιάνος και αυτό που μετρούσε περισσότερο για τον Γκάμπριελ –τον Άδη δεν τον ενδιέφερε τόσο– ήταν το ιστορικό βιασμών και το γεγονός που ξέφευγε από τις αρχές τον εκνεύριζε από πάντα.
Ήταν μπλεγμένος και σε εμπόριο λευκής σαρκός, αλλά οι οκτώ βιασμοί, τρεις από τους οποίους απευθύνονταν σε ανήλικα, ήταν αυτό που έσπρωξε τον εκτελεστή να πατήσει εύκολα την σκανδάλη. Το χαμόγελο που του χάρισε λίγο πριν πιέσει το μεταλλικό αντικείμενο ήταν αρκετό για να του ξεκαθαρίσει πως ο Άδης δεν αστειεύεται, δεν συγχωρεί.
Δεν κάνει χάρες, δεν δίνει δεύτερες ευκαιρίες.
Δεν έδωσε στον πατέρα του, δεν δίνει ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό.
Ένας βιαστής δεν το αξίζει.
Έτσι, λοιπόν, δεν δίστασε ούτε εκείνο το βράδυ να εκτελέσει ένα κάθαρμα. Όχι πως εκείνος είναι καλύτερος, κουβαλά στην πλάτη του τις ψυχές πολλών, αλλά βιαστής και ρουφιάνος δεν έγινε και θα γίνει ποτέ του.
Κάθισε ήσυχος στο σκαμπό του, τόσο ψηλό όσο να φτάνει στο ιδανικό ύψος του τραπεζιού με τα κρυμμένα του όπλα στα συρτάρια του.
Πιάνει το σημερινό του όπλο. Ruger LCR, διαμετρήματος 22 LP και βάρους 425 γραμμαρίων. Το προτιμά σε αποστολές όπως η σημερινή όπου το θύμα δεν είναι ευέλικτο, δεν γνωρίζει από όπλα και προβλέπει πως δεν θα έχει θέμα επίθεσης. Το συγκεκριμένο μοντέλο έχει περισσότερες ικανότητες άμυνας, είναι ελαφρύ, με στιβαρό κράτημα και ελαφριά σκανδάλη.
Με τέσσερις σφαίρες ο Πίτερ ήταν νεκρός και η κοινωνία ελαφρύτερη από ένα ακόμη παράσιτο. Σύντομα, θα έβγαινε στις ειδήσεις και ο θάνατός του. Φαντάζεται την λύτρωση των θυμάτων αλλά και των οικογενειών τους και χαμογελά, ανακουφίζεται.
Ολοκληρώνει το καθάρισμα των όπλων του νωρίς το ξημέρωμα. Κλειδώνοντας το δωμάτιο στο υπόγειο αφήνει τον Άδη πίσω του, όχι για πολύ μόνο για λίγες ώρες. Ανεβαίνει στο δωμάτιό του και βγάζει τα ρούχα του. Πριν τα βάλει στις θήκες του για να τα στείλει καθαριστήριο, βεβαιώνεται πως το λευκό του πουκάμισο δεν έχει κηλίδες αίματος, όπως επίσης και το παντελόνι του. Όταν τα βρίσκει «καθαρά», ξεφυσά και τα κρεμάει με ευλάβεια ώστε όταν θα ξυπνήσει να επισκεφτεί το μαγαζάκι της γειτονιάς του.
Φορά μια βερμούδα αθλητική σε χρώμα γκρι και χωρίς μπλούζα πέφτει να κοιμηθεί αγνοώντας τον ήλιο που απειλεί να ενοχλήσει σύντομα. Όνειρο δεν είδε, ή μάλλον δεν θυμάται, ενώ οι εφιάλτες έχουν σταματήσει χρόνια να τον ταράζουν κάτι που τον ανακουφίζει. Είχε δουλέψει το υποσυνείδητο του χρόνια τώρα, είχε μάθει να το δαμάζει και τα έχει καταφέρει με τρομερή επιτυχία.
Σε αυτό τον βοήθησε ο Ρίο. Ο μέντοράς του, αυτός που τον εκπαίδευσε και τον έφτασε εκεί που είναι, εκείνος του έμαθε να σκοτώνει, εκείνος του έμαθε να εκτελεί, εκείνος του έμαθε οτιδήποτε ξέρει. Ο Ρίο τον έστειλε να σπουδάσει λογιστική, μια σωστή κάλυψη και όταν πλέον ήταν ακατάλληλος να συνεχίσει εκείνος, την θέση δίπλα στον Φίλιπ, πήρε ο Γκάμπριελ.
Ο Γκάμπριελ για τον υπόκοσμο είναι το δεξί χέρι και λογιστής ενός από τους σπουδαιότερους μαφιόζους. Όλοι γνωρίζουν τον Άδη μα κανένας δεν έζησε ποτέ για να τον δει, για να καταλάβει πως ο ικανός λογιστής και ο ισχυρός εκτελεστής είναι το ίδιο πρόσωπο. Μένει, λοιπόν, κρυφό χαρτί για τον Φίλιπ.
Και εκείνο το βράδυ, σαν τον λογιστή θα συνοδέψει το αφεντικό του σε μια σημαντική συνάντηση, όπου μετά το τέλος της ο Άδης θα αναλάβει.
Ο Ρίκο Φερνάντες είναι ο πιο διαδεδομένος διακινητής ναρκωτικών στον υπόκοσμο. Μέχρι πρότινος είχε εξαιρετικές σχέσεις με τον Φίλιπ μα αποφάσισε να τον προδώσει και να σπάσει τον κώδικα σιωπής. Έτσι, σήμερα το βράδυ, με την πρόφαση πως ο Ρίκο θα συζητήσει με το Φίλιπ, δια μέσου του Γκάμπριελ, τα καρτέλ προσφοράς και ζήτησης ναρκωτικών, θα λυθεί το ζήτημα μεταξύ τους ειρηνικά.
Μέχρι τότε ο Γκάμπριελ έχει αρκετές ώρες και κοιτά να τις περάσει εποικοδομητικά.
Τρώει δημητριακά, σοκολατένια τα αγαπημένα του, όταν ξυπνήσει και αφού πλύνει το μπολ του, ανοίγει τον υπολογιστή του για να φρεσκάρει τις γνώσεις του σχετικά με τα καρτέλ ναρκωτικών και τα ποσοστά, τους αριθμούς και τα χρήματα. Πρέπει να φανεί πειστικός, αλλιώς ο Φερνάντες θα τους καταλάβει, αν και αυτό είναι αδύνατο. Γύρω στις πέντε παραγγέλνει πίτσες και στις έξι τις έχει φάει και τις τρεις.
Στις επτά έχει κάνει μπάνιο, έχει ξυριστεί και έχει επιλέξει τι θα φορέσει. Αυτή τη φορά θα φορέσει ένα μπορντό κοστούμι, με μαύρες λεπτομέρειες και μαύρα, γυαλιστερά παπούτσια. Πριν ντυθεί, φροντίζει να τα γυαλίσει όσο πιο καλά μπορεί, οπότε με το τσιγάρο του στο στόμα, κάθεται στο μπαλκόνι του και με το σφουγγάρι τρίβει μεθοδικά τα παπούτσια του. Λίγα λεπτά αργότερα, είναι έτοιμα.
Σβήνει το τσιγάρο του σε ένα ξεχασμένο τασάκι που βρίσκει δίπλα στο μικρό ξύλινο τραπέζι και σηκώνεται με το μυαλό του να μένει άδειο από σκέψεις.
Φτάνει στο δωμάτιό του και αφού κουμπώσει το λευκό μαύρο πουκάμισό του, φορά και το μπορντό παντελόνι. Χωρίς να συνεχίσει, πιάνει το μαύρο παπιγιόν και το σακάκι και σιωπηλά, όπως πάντα, κατεβαίνει στο υπόγειο.
Ο Ρίκο Φερνάντες δεν είναι σαν τον Πίτερ Μπλαν. Είναι ευέλικτος, είναι εύστοχος και φέρει μαζί του δύο καλούς σωματοφύλακες, γνωρίζοντας πως έχει αρκετούς εχθρούς πέρα από πολλούς συμμάχους. Ο Φίλιπ Γουόλτερ άνηκε στην δεύτερη κατηγορία προ ολίγου, μέχρι που έψαξε και έμαθε για τις πισώπλατες δουλειές του Ρίκο.
Από εκεί και έπειτα, καθορίστηκαν όλα. Το σχέδιο ετοιμάστηκε, τα όπλα καθαρίστηκαν και η εκδίκηση μαγειρεύτηκε και... κρυώνει.
Και το πιάτο αυτής περιλαμβάνει μια beretta apx, των εννέα (9) χιλιοστών, και μια ακόμη των τεσσεράμισι (4,5). Έπειτα, δύο glock μοντέλα, το ένα των 17 και το άλλο των 18. Με μια ζώνη ώμου χωράει και τα τέσσερα στην πλάτη του. Κλείνει το σακάκι του και τα καλύπτει επιτυχώς.
Φλερτάρει με το Ruger AR-556 πιστόλι, ένα στιβαρότερο όπλο από τα υπόλοιπα τέσσερα που έχει φορέσει πάνω του, μα γνωρίζει πως ο θόρυβός του δεν θα είναι ο θεμιτός οπότε αφήνει την σκέψη του αμέσως και περπατά με αυτοπεποίθηση στο μεγάλο συρτάρι που βρίσκεται στο βάθος της αίθουσας.
Όταν το ανοίγει, έρχεται αντιμέτωπος με κάθε μορφής μαχαίρι που έχει στην συλλογή του. Φορά δύο λάστιχα, ένα σε κάθε χέρι και περνά σφιχτά δύο μαχαίρια λαιμού, κοφτερά αρκετά για να προκαλέσουν αυτό που ο Άδης έχει στο μυαλό του.
Φορά δύο ακόμη, ένα σε κάθε πόδι, χαμηλά στο καλάμι, για παν ενδεχόμενο.
Στρώνει τα μανικετόκουμπά του και φτιάχνει τον γιακά του. Κοιτά το δωμάτιο, αναλύοντας κάθε όπλο που διαθέτει και αποφασίζει πως δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Κλειδώνει το δωμάτιο καλά και πριν φύγει από το σπίτι, φροντίζει να έχει μαζί του τον χαρτοφύλακά του, με όλα τα έντυπα που χρειάζεται, συμβόλαια και δηλώσεις, φορά και τα ψεύτικα γυαλιά μυωπίας του, που πείθει περισσότερο τον κοσμάκη για το υποτιθέμενο επάγγελμα του λογιστή. Ένα παραπάνω που κρύβει καλύτερα την μεγάλη σχισμή ουλής που περνά από το δεξί του μάτι.
Τελικά, φεύγει από το σπίτι του σύντομα. Έχει κοντρολάρει τον εαυτό του αρκετά, ο Γκάμπριελ βρίσκεται ακόμη στην επιφάνεια ενώ ο Άδης είναι τόσο καλά κρυμμένος όσο τα μαχαίρια του. Φτάνοντας στο καλό εστιατόριο που έδωσαν ραντεβού με το αφεντικό του, μπορεί να διακρίνει από το βάθος του υπόγειου πάρκινγκ εκείνο το αμάξι που ανήκει στον Ρίκο και τους φύλακές του. Το κλειδώνει στο μυαλό του και προχωρά ακάθεκτος προς το ασανσέρ.
Λίγο αργότερα κάθεται στο τραπέζι, με τις τρεις θέσεις, διαγώνια από τον Φίλιπ και τον Φερνάντες.
«Κύριοι, με συγχωρείτε που άργησα. Ξέρετε πως είναι οι δρόμοι στο Μάντσεστερ.»
«Εγώ, δυστυχώς, δεν γνωρίζω.» Το αυστηρό βλέμμα του Ρίκο, δεν τον αγγίζει καθόλου. Μάλιστα, του προκαλεί ένα εξαιρετικά μικρό μειδίαμα, ο Άδης μέσα του παλεύει με νύχια και με δόντια να μην φύγει από μέσα του.
«Μακάρι να μετακινούμουν κι εγώ με ελικόπτερο παντού.»
«Μπορείς να ζητήσεις από το αφεντικό σου, το δεξί του χέρι δεν είσαι;»
«Εγώ ένας ταπεινός λογιστής είμαι, τι να το κάνω το ελικόπτερο;»
Θα μπορούσα να σε πετάξω πιο εύκολα στην θάλασσα έτσι, ευτυχώς για εσένα.
«Σωστά. Το ξεχνάω συνεχώς αυτό.» Αυτά είναι τα τελευταία του λόγια και αν δεν έσταζαν ειρωνεία ίσως ο Γκάμπριελ να ανυπομονούσε λιγότερο για την κατάληξη της σημερινής βραδιάς. Ο λογιστής δεν μιλά για την επόμενη ώρα. Αφήνει τον Φίλιπ και τον Ισπανό να μιλήσουν για την διακίνηση, τα καρτέλ και τις συμμορίες.
Αν δεν ήξερε πως τους πρόδωσε, αν δεν γνώριζε τι πραγματικά είναι εκείνος αλλά και τι σκέφτεται το αφεντικό του, θα νόμιζε πως αυτή τη στιγμή, στο τραπέζι εκείνο, δύο σύμμαχοι συζητούν για την δουλειά και μη. Μα ξέρει καλύτερα από το να βασιστεί στο προσωπείο του Φίλιπ. Ο τρόπος που κοιτά, εξάλλου, τον Φερνάντες δεν είναι τίποτα παραπάνω από παραπλανητικά φιλικός. Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται στην λέξη μίσος και συστέλλονται στην λέξη εκδίκηση.
Με μια γρήγορη ματιά στον «λογιστή» του, ξέρει πως εκείνο το βράδυ θα κοιμηθεί χαρούμενος.
Όταν το δείπνο τους ολοκληρώνεται ο Γκάμπριελ έχει φύγει, αποκτώντας προβάδισμα είκοσι λεπτών. Με την δικαιολογία πως την επόμενη μέρα «ξυπνά νωρίς για ένα ραντεβού», αποχαιρέτησε το αφεντικό του υποσχόμενος πως θα τον ενημερώσει για την εξέλιξη των καρτέλ, ή αλλιώς για τον θάνατο του Ρίκο, και έδωσε σφιχτά το χέρι του στον Ισπανό, ευχόμενος να ανταμωθούν γρήγορα.
Κατέβηκε από τις σκάλες, βρήκε τα κλειδιά από το αμάξι του και όταν έλαβε μήνυμα στο κινητό του πως οι κάμερες του πάρκινγκ είναι πλέον ρυθμισμένες, έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Τα ανοίγει έχοντας εξαφανίσει κάθε ίχνος συναισθήματος που φέρει ο Γκάμπριελ.
Βάζει τον χαρτοφύλακα στα πίσω καθίσματα και βγάζει από το ντουλαπάκι στην θέση του συνοδηγού τα γάντια του. Ποτέ δεν ακουμπά τα όπλα του χωρίς αυτά.
Είναι πια έτοιμος.
Το σήμα δίνεται πέντε λεπτά πριν να κατέβουν στο πάρκινγκ ο Ρίκο με τους φύλακές του. Βάζει το αμάξι σε εκκίνηση περιμένει με σβηστά φώτα να πέσει ο γενικός διακόπτης. Αφού στον Ισπανό αρέσει τόσο πολύ το κρυφτό, ο Άδης τον προσκαλεί σε μια παρτίδα μαζί του.
Τα φώτα σβήνουν, η μηχανή του αμαξιού του το ίδιο. Όταν η πόρτα του συνοδηγού ανοίγει και ο Φίλιπ μπαίνει μέσα σιωπηλά, ο Άδης παίρνει το «εντάξει».
Βγαίνει από το αμάξι σιωπηλά. Τα καλογυαλισμένα παπούτσια του δεν κάνουν θόρυβο καθώς ακουμπούν στο παρκέ και έτσι δεν προδίδει την παρουσία του στους τρεις άνδρες, που από τα βήματά τους, κάνουν την δουλειά του εκτελεστή ευκολότερη.
Τους ακούει να μιλάνε, είναι όλα στα ισπανικά.
Τα βήματα ακούγονται όλο και πιο κοντά του, συγκεκριμένα πιο κοντά στο αμάξι που σταθμεύεται απέναντι από το δικό του. Ο Ισπανός ακούγεται χαλαρός καθώς μιλά στους δύο άνδρες δίπλα του και ο Άδης πια δεν μπορεί να περιμένει.
Αρπάζει γρήγορα το ένα όπλο από την θήκη του μέσα από το πουκάμισο και χωρίς να καθυστερεί, οπλίζει και πατά την σκανδάλη τέσσερις φορές. Δύο για κάθε φύλακα, στα τυφλά.
Τα φώτα είναι ακόμη κλειστά όταν τα δύο σώματα πέφτουν στο δάπεδο με ήχο και παραμένουν έτσι για όσο διαρκεί το χαμόγελο του Άδη.
Ο χώρος φωτίζεται, ύστερα από λίγο όταν ο Φίλιπ ανοίγει τους προβολείς του αμαξιού του Γκάμπριελ. Ο εκτελεστής, που στέκεται μπροστά από το αμάξι με το χέρι του σηκωμένο στην ευθεία του Ρίκο, μένει αυστηρός και κοιτά τον έκπληκτο Ισπανό.
Ο έντρομος άνδρας αντιδρά επιπόλαια. Σηκώνει το όπλο που πρόλαβε να βγάλει από την ζώνη του στα τυφλά και αφού το οπλίσει, είναι έτοιμος να πατήσει την σκανδάλη. Τον προλαβαίνει, ωστόσο, ο άνδρας απέναντί του.
Με μια σφαίρα στο χέρι, το όπλο φεύγει βίαια από τα χέρια του και η κραυγή από τα χείλη του Φερνάντες ακούγεται σε όλον τον χώρο.
Ξεκινά να περπατά προς το μέρος του, έχοντας τα φώτα από το αμάξι να φωτίζουν τον δρόμο του. Με μια δεύτερη σφαίρα στο άλλο χέρι του Ισπανού, καταφέρνει να τον ρίξει στο έδαφος, αγνοώντας επιδεικτικά το κλαψούρισμα στην φωνή του.
Με δύναμη φυλακίζει τον γιακά μέσα στα χέρια του και τον σηκώνει στο ύψος του. Του χαμογελά καθώς ρουφάει με τα μάτια του την ψυχή του.
«Γκάμπριελ...» μουρμουρίζει πονεμένα. «Λυπήσου με.»
«Και γιατί να το κάνω αυτό;»
«Γιατί έχω κάποιες πληροφορίες για το αφεντικό σου.»
«Επαφές με ρουφιάνους να λείπουν από τον Φίλιπ.»
«Σε παρακαλώ, Γκάμπριελ...»
Σιωπή και έπειτα, ο εκτελεστής βάζει το όπλο στην ζώνη του, μέσα από το σακάκι του. Τον κοιτά και διακρίνει ένα χαμόγελο ανακούφισης.
«Θα κάνουμε ένα μάθημα.»
«Ό,τι θέλεις!»
«Θα μάθουμε το όνομά μου.»
Το απορημένο βλέμμα του Ισπανού καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του εκτελεστή για ακόμη μια φορά. Όταν βγάζει από το μανίκι του ένα κοφτερό μαχαίρι, το βλέμμα αυτό μετατρέπεται σε έντρομο και ικετευτικό στην στιγμή.
«Δεν με λένε Γκάμπριελ.» Η λεπίδα ακουμπά στον λαιμό του, στην αρχή απαλά μονάχα για την απειλή μα με λίγη πίεση, τρυπά το δέρμα του και αίμα ξεκινά να τρέχει. «Το όνομά μου...» ψιθυρίζει κοντά του και τον αναγκάζει να μην αναπνέει, καθώς σέρνει την λεπίδα οριζόντια στον λαιμό του. Αίμα κόκκινο, παχύρευστο ξεκινά να τρέχει στο σταρένιο δέρμα του. Τα κλειστά μάτια του Ισπανού αποδεικνύουν περίτρανα τον πόνο που περνά.
«Το όνομά μου είναι Άδης.»
Τα μάτια του Ρίκο ανοίγουν διάπλατα και δάκρυα πέφτουν στα μάγουλά του ανεξέλεγκτα.
«Θέλω, λοιπόν, να σε ακούω να το λες. Πως με λένε;»
Αργεί, μα ο Ισπανός απαντά τελικά. «Άδη.»
«Όχι, Ρίκο. Θα το πεις ολόκληρο.» Περνά ακόμη μια φορά το μαχαίρια, δημιουργώντας μια πιο βαθιά σχισμή. Περισσότερο αίμα τρέχει, αρκετό από αυτό φτάνει καυτό πάνω στα γάντια του εκτελεστή. Κοιτά ξανά τα σφιχτά του μάτια, που ακόμη τρέχουν νερό και έπειτα ταξιδεύει η ματιά του στα χείλη του.
Κι από εκεί τρέχει αίμα. Ο άνδρας μειδιάζει.
«Πες μου, Ρίκο. Σε ακούω.»
«Σε λένε...» ίσα που ακούγεται, ξέπνοες βγαίνουν οι συλλαβές. «Σε λένε...» επαναλαμβάνει. Είναι πιο δύσκολο τώρα να τον καταλάβει, το αίμα που αναρροφάται στον λαιμό του και βγαίνει παχύ από τα χείλη του δεν τον διευκολύνει.
Τελικά, ο Ρίκο Φερνάντες δεν ολοκληρώνει την πρότασή του. Πνίγεται από το ίδιο του το αίμα και πέφτει, με παρότρυνση του Εκτελεστή, στο έδαφος.
Με τα παπούτσια του, πατά πάνω στον ματωμένο λαιμό του.
«Άδη με λένε, Ρίκο.» Κάνει μια παύση ανατριχιαστική.
«Και θα ευχόσουν να σε είχα πετάξει από ελικόπτερο.»
~~~~
Μπήκε στο αμάξι με τα γάντια να καταλήγουν στον χαρτοφύλακά του. Ο Φίλιπ δεν δέχεται να τον αφήσει να οδηγήσει οπότε φεύγουν από το πάρκινγκ υπό την οδήγησή του. Όταν βγαίνουν στον δρόμο, οι σειρήνες της αστυνομίας ακούγονται αχνές.
«Έχεις ένα θέμα με τον διάλογο και τα θύματά σου.»
«Είναι θέμα ευγένειας.»
Ο Φίλιπ ξεσπά σε τρανταχτά γέλια καθώς ακούει την σοβαρότητα στην φωνή του.
«Ευγένεια πριν τους κόψεις τον λαιμό;»
«Γιατί όχι;»
«Ίσως μου μοιάζει λίγο οξύμωρο. Αυτό μόνο.»
«Θα ρωτούσα τι πιστεύουν οι ίδιοι αλλά βρίσκονται εις τόπο χλοερό, εις τόπο αναψύξεως.» Ο Φίλιπ τον κοιτά κάπως χαμογελαστός πριν γυρίσει το βλέμμα του και πάλι στον δρόμο εμπρός του.
«Θα έρθεις για ποτάκι στο Escobar;» ρωτά ύστερα, όταν φτάνουν σε ένα κόκκινο φανάρι, λίγο πριν την μεγάλη διασταύρωση της λεωφόρου.
«Ήθελα να ήξερα ποιος σκέφτηκε το όνομα στο μαγαζί σου.»
«Τι είπες;» Ο μαφιόζος νομίζει πως δεν άκουσε καλά, τελικά όταν ο Γκάμπριελ επαναλαμβάνει τα λόγια του, φτάνει στο συμπέρασμα ότι ο τύπος πάσχει από διάσπαση προσοχής.
«Εγώ θα τον απέλυα, βασικά άκυρο, εγώ θα τον σκότωνα, αμέσως.»
«Γιατί έτσι;»
«Πρέπει να είμαστε κάπως δημιουργικοί. Ποιος το βρήκε επιτέλους;»
«Το παιδί μου.»
Ο Γκάμπριελ δεν φάνηκε να ταράσσεται. «Μόνο ένας άνθρωπος με το μισό δικό σου DNA θα το σκεφτόταν.»
Και κάποιος θα περίμενε ο μαφιόζος να νευριάσει ή να του την πει, να τον βάλει στην θέση του. Ωστόσο, ο Φίλιπ εμφανίζει μια σπάνια αδυναμία στον εκτελεστή οπότε γελά απλώς και έπειτα συνεχίζει να οδηγεί, με την απορία να μένει καθαρά στο μυαλό του.
«Τελικά θα έρθεις για ποτό;»
«Όχι, θέλω να πάω να καθαρίσω.» Και με αυτό εννοεί το μοναδικό όπλο που χρησιμοποίησε αλλά και το ματωμένο μαχαίρι του. Συν, να βάλει τα γάντια σε ζεστό νερό ώστε να φύγει το αίμα.
«Βασικά, σε χρειάζομαι να κοιτάξεις κάτι αποδείξεις για το μαγαζί. Έλα, πιες ένα ποτάκι, δες τι σκατά συμβαίνει με τους φόρους και τις πληρωμές και μετά φύγε.»
Δωρεάν ποτό στο πιο γνωστό νυχτερινό μαγαζί της πόλης; Το δικαιούται. Τα λογιστικά, πάλι, είναι σαν την καταδίκη του. Οπότε τελικά δέχεται –όχι ότι χρειαζόταν και ιδιαίτερη πειθώ– και με τις ικανότητες του αφεντικού του στην οδήγηση, αφού πρώτα πέρασαν δύο κόκκινα φανάρια και πέρασαν το όριο ταχύτητας κατά πολύ, έφτασαν άμεσα στο πασίγνωστο και πολυσύχναστο Escobar.
Ο Γκάμπριελ δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να καθίσει στον κάτω όροφο αλλά κατευθείαν προχώρησε προς το μεγάλο γραφείο του επάνω ορόφου. Πέρασε από ειδών και ειδών κορμιά, πιωμένοι οι περισσότεροι μα υπήρχαν και κάποιοι νηφάλιοι. Ωστόσο, όσο κι αν είχαν πιει, όλοι γύρισαν το κεφάλι τους να τον κοιτάξουν στο πέρασμα του και όλοι άδειασαν τον δρόμο για εκείνον και το τρομακτικό του βλέμμα.
«Εδώ δεν κάνουν άκρη για εμένα που είμαι ο ιδιοκτήτης...» Σαν παράπονο βγαίνει το σχόλιο του Φίλιπ και τα γέλια που ακούγονται ήσυχα κάτω από τον θόρυβο που η μουσική αφήνει ακόμη και με τις κλειστές τους πόρτες, ενοχλούν τον Γκάμπριελ που έχει μόλις πιάσει τα βιβλία και ξεκινά να τα ελέγχει ένα-ένα.
«Δεν ήξερα ότι οι λογιστές έχουν τέτοια πέραση!» Από το βάθος της αίθουσας ακούγεται ένα από τα παλαιότερα μέλη της οργάνωσης. Ο Λούις βρίσκεται στο πλευρό των μαφιόζων της οικογένειας από όταν ήταν μικρός, πρώτα με τον συγχωρεμένο τον πατέρα του Φίλιπ, και έπειτα με τον διάδοχό του που μέχρι στιγμής φαίνεται να τα πηγαίνει τέλεια.
«Έχουν ένα σεξαπίλ τα καμένα εγκεφαλικά τους κύτταρα από τόσους αριθμούς.»
«Εδώ που τα λέμε παιδιά,» πετάγεται ένας άλλος, κι αυτός μεγάλος σε ηλικία, και κατευθείαν κερδίζει την προσοχή επάνω του, «δεν είναι όλοι οι λογιστές έτσι.»
«Προσδιόρισε μου το έτσι.» Τώρα, ο Γκάμπριελ μιλά. Ο Φίλιπ τον ακούει τεντωμένο, εύχεται να είναι η ιδέα του.
«Πιο πολύ για δολοφόνος μοιάζεις παρά για λογιστής, η αλήθεια είναι.»
Ο Φίλιπ κοιτά το μειδίαμα του Γκάμπριελ να μεγαλώνει και ελπίζει να κρατήσει το μυστικό του για λίγο ακόμη. Δεν είναι η ώρα για αποκαλύψεις.
«Κάθε μέλος της μαφίας είναι εν δυνάμει δολοφόνος.»
«Η συγκεκριμένη έχει ήδη έναν.» Ο Φίλιπ υπερβαίνει κάθε φωνή και κοιτά τους δύο άνδρες που φάνηκαν να αναπτύσσουν μια περίεργη ένταση μεταξύ τους.
«Δεν τον ξέρει κανένας.» Τώρα, ο Άστον, ένα από τα πιο νέα διοικητικά μέλη, μπαίνει στην συζήτηση. Οι υπόλοιποι πέντε με έξι άνδρες που ακόμη δεν έχουν μιλήσει, επιλέγουν να βυθιστούν στον ονειρεμένα μαγικό συνδυασμό του ποτού και του χόρτου.
«Ποιος δεν ξέρει τον Άδη;»
«Άραγε τον έχει δει ποτέ κανένας; Εκτός από τα θύματά του.»
Όλοι κοιτάζονται μεταξύ τους και αμέσως απαντούν ο ένας στον άλλον. Κανένας δεν τον έχει δει και όλοι τους πιστεύουν πως αυτή η στιγμή θα αργήσει.
«Αμφιβάλλω αν τον έχει δει και ο ίδιος ο Φίλιπ...»
Ο μαφιόζος δεν μιλά και σιωπή καλύπτει το υπόλοιπο δωμάτιο. Μονάχα οι σελίδες από τα μπλοκ του Γκάμπριελ ακούγονται που γυρίζουν σαν τρελές καθώς ο λογιστής τακτοποιεί κάθε εκκρεμότητα του αφεντικού του. Τελικά, ο ψηλός άνδρας που σηκώνεται όρθιος και φτάνει στο μέσο του δωματίου, απαντά στον τυχαίο που μίλησε.
«Τον Άδη, ευτυχώς, δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω ποτέ. Προς το παρόν τουλάχιστον...» Βλέμματα απορίας και γέλια αμήχανα γεμίζουν τον χώρο.
Ο Λούις αποφασίζει, δικαίως, να μιλήσει. «Γρίφοι, γρίφοι, γρίφοι... Καμία ξεκάθαρη απάντηση. Κι ο πατέρας σου έτσι έκανε...»
«Δεν έχω καταλάβει γιατί τέτοιο σούσουρο με τον Άδη. Θέλετε να τον δείτε όλοι σας, λες και είναι κάποιο αξιοθέατο ενώ στην πραγματικότητα είναι συμβόλαιο θανάτου με τον ίδιο τον θεό του Κάτω Κόσμου.»
Ο Γκάμπριελ δείχνει αδιάφορος παρόλο που το θέμα της συζήτησης πλανάται πάνω του και έτσι, δεν προδίδει ούτε στο ελάχιστο την πραγματική του ταυτότητα κάτι για το οποίο ο Φίλιπ είναι κυρίως ευγνώμων. Ξέρει πως κανένας δεν πρόκειται να τον προδώσει, γνωρίζει εξ αρχής πως κάθε άτομο σε εκείνο το δωμάτιο είναι έμπιστο, μα δεν μπορεί να υπολογίσει την δύναμη της πληροφορίας ότι ο Γκάμπριελ και ο Άδης είναι το ίδιο πρόσωπο.
Εμπιστεύεται αρκετά τον λογιστή του για να κουβαλήσει το βάρος όλου του υποκόσμου την στιγμή που θα μαθευτεί ποιος είναι στ' αλήθεια; Όχι.
Εμπιστεύεται τον εκτελεστή του για να πετάξει αυτό το βάρος από πάνω του; Μέχρι τελικής πτώσεως.
Απλώς δεν είναι η ώρα του για να αναλάβει κάτι τόσο μεγάλο, ενώ παραμονεύουν κίνδυνοι. Οι Μαφίες της υπόλοιπης Ευρώπης είναι προ των πυλών, ενώ μικρότερες οργανώσεις ανά την ήπειρο ακμάζουν στο όνομα μιας εκδίκησης σε έναν μαφιόζο, τον Φίλιπ. Και για άνθρωπο που τον απειλεί κάθε εχθρός του καθημερινά, κάθεται υπερβολικά χαλαρός επάνω στο γραφείο του, δίπλα από τον Γκάμπριελ που ακόμη κοιτά τα βιβλία και τις φορολογικές δηλώσεις.
Βέβαια, λίγες στιγμές αργότερα, ο λογιστής κλείνει τα βιβλία και τους φακέλους προκαλώντας έντονους ήχους και τραβά, έτσι, όλων την προσοχή.
«Η φοροδιαφυγή είναι ο μόνος λόγος που δεν θα σε κατηγορούσαν. Είσαι καθαρός και νόμιμος.»
«Γκάμπριελ έχω και εγώ κάποια προβλήματα με την φορολογική δήλωση του χρόνου, να απευθυνθώ σε εσένα;» κάπου από το βάθος μιλά για πρώτη φορά ο Ζακ, νέος διοικητής κι αυτός.
«Εξαψήφιο νούμερο σε επιταγή και κάνω ό,τι θέλεις.»
Ο διπλανός από τον Ζακ, ο Βίνσεντ, μιλά αντί για τον φίλο του. «Πίπες παίρνεις;»
«Ενώ είσαι εσύ στην πιάτσα; Δεν γίνεται.»
Ο Λούις γελά και ο Άστον ενδόμυχα παραδέχεται το θάρρος ενός απλού λογιστή απέναντι σε ένα επίτιμο μέλος μαφίας. Βέβαια, δεν μπορεί να μην σκέφτεται πως ο Γκάμπριελ διακινδυνεύει την σωματική του ακεραιότητα, ο Βίνσεντ είναι από τους πιο εύστοχους και πιο αδίστακτους εκεί έξω. Και οι σκέψεις του βγαίνουν αληθινές.
Ο διοικητής σηκώνεται σαν σίφουνας και την στιγμή που φτάνει μια ανάσα μακριά από τον λογιστή, έχει βγάλει το όπλο του και απειλεί πλέον να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα με την μεταλλική κάννη να ακουμπά το μέτωπό του δυνατά.
«Από πότε ένας λογιστής αντιμιλά σε επίτιμο μέλος της Μαφίας;»
Ο Φίλιπ δεν κουνά ούτε βλέφαρο, σε αντίθετη με τον Λούις που γρήγορα φτάνει στο πλευρό του διοικητή και φυλακίζει τον ώμο του στο ισχυρό του κράτημα.
«Βιν, σύνελθε.»
Ο Γκάμπριελ δεν έχει βγάλει άχνα. Αν τώρα δεν τον κοιτούσε κανένας θα είχε αφήσει τον Άδη να αναλάβει, όμως είχε πάνω από δώδεκα ζευγάρια μάτια να των κοιτούν και η αποκάλυψή του θα ήθελε να γίνει υπό άλλες συνθήκες.
«Βιν...» μιλά τώρα ο περιέργως ψύχραιμος Φίλιπ. Δεν ακούει ούτε εκείνον. Άδικος κόπος να του πει το οτιδήποτε ο οποιοσδήποτε.
Τα κατάμαυρα μάτια του ψάχνουν στα γκρι του λογιστή τον φόβο που του δίνει τροφή, ψάχνουν τον τρόμο που θα του δώσουν θάρρος. Αντ' αυτού, βρίσκει απάθεια και ίσως... βαρεμάρα.
«Δεν φοβάσαι ότι θα σε σκοτώσω εδώ και τώρα;»
«Αφού ξέρω ότι δεν τολμάς να το κάνεις.»
Έτσι, ο Βιν οπλίζει. «Δοκίμασέ με.»
Το μειδίαμα στα χείλη του μεγαλώνει μέχρι που νιώθει στο κάτω μέρος της κοιλιάς του, κι έπειτα να μετακινείται προς τα πάνω, την κάννη ενός δεύτερου όπλου που βρίσκεται στα χέρια του Γκάμπριελ. Τα χάνει αμέσως, αποσυντονίζεται.
«Όλοι ξέρουμε να παίζουμε με όπλα εδώ μέσα, δεν ξέρω γιατί να φοβηθώ συγκεκριμένα εσένα.»
«Γιατί...» τα χάνει για λίγο «γιατί εγώ απειλώ την ζωή σου.»
«Να σου δώσω κι έπαινο;» Μικρά γέλια απλώνονται, ο Βιν τσιτώνεται. Ο Γκάμπριελ βάζει το όπλο του ξανά στην θέση του, μέσα στην ζώνη του και στρώνει το μπορντό του σακάκι. Με ένα βήμα πίσω απομακρύνεται από την απειλή του όπλου και χαμογελώντας χτυπά παλαμάκια, ειρωνικά κυρίως. «Μπράβο σου, υποθέτω.»
Την στιγμή που ο μαφιόζος κάνει ένα δεύτερο βήμα, εξαγριωμένος, προς τον λογιστή, ο Φίλιπ αποφασίζει να επέμβει.
«Γκάμπριελ δεν σε χρειάζομαι κάτι άλλο, μπορείς να φύγεις.»
Και ο λογιστής κάνει ακριβώς αυτό που του λέει το αφεντικό του. Χαιρετά άηχα τους υπόλοιπους άνδρες του δωματίου και βγαίνει από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα ηχηρά πίσω του. Δεν έχει απομακρυνθεί αρκετά όταν ακούει γυαλιά να σπάνε. Αν κρίνει από τις κραυγές που ακούει έπειτα, κάποιος νευρίασε πραγματικά.
Αδιαφορεί και κατεβαίνει τις σκάλες ήσυχος και έτοιμος να γυρίσει σπίτι. Την στιγμή όμως που το αποφάσισε, καταφέρνει να αλλάξει γνώμη στην στιγμή.
Η Ρωξάνη αγαπά την δουλειά της κι αυτό είναι γεγονός. Όταν έστειλε το βιογραφικό της στο mail του Escobar ήταν πεπεισμένη πως δεν θα την δεχτούν και πως το εξαιρετικό έγγραφο δεν θα τους κινήσει αρκετά το ενδιαφέρον για να παραβλέψουν όλους εκείνους που με μέσο θα πάρουν την δουλειά. Οπότε, όταν της τηλεφώνησαν για να κανονίσουν μια συνέντευξη και ένα δοκιμαστικό, σχεδόν λιποθύμησε στα χέρια της αδερφής της.
Η συνέντευξη πήγε καλά, έκανε τα κόλπα της με τα ποτά, έγινε η πρόσληψη και έχει φτάσει να δουλεύει εκεί για περίπου μισό χρόνο. Και θέλει κι άλλο.
Σε αυτόν τον μισό χρόνο, βέβαια, έχουν δει πολλά τα μάτια της τα οποία ακόμη δεν έχει συνηθίσει και δεν μπορεί ούτε να τα αντιμετωπίσει πολλές φορές. Και τώρα, βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση που δεν ξέρει πώς να ξεφύγει.
«Κοπελιά μην μου κάνεις την δύσκολη και έλα να σου πω ένα μυστικό.»
Ο γλοιώδης πενηντάρης που δεν την έχει αφήσει σε ησυχία και που βρωμάει τσιγαρίλα επιμένει να «της πει ένα μυστικό». Και η Ρωξάνη τον αγνοεί επιδεικτικά εξυπηρετώντας τους υπόλοιπους μεθυσμένους που φτάνουν στην μπάρα και της ζητούν τα πιο βασικά ποτά.
Gin and Tonic, Blue Lagoon, Sex on the Beach, Virgin, Bloody Vodka και άλλα πολλά που κάθε βράδυ έχει κουραστεί να φτιάχνει.
Γιατί όλοι δεν έχουν φαντασία;
«Κοπελιά μην μου κάνεις την δύσκολη κι έλα εδώ.»
Ρε γέρο, η κοπελιά σε αγνοεί, παράτα με.
«Μπορώ τουλάχιστον να πάρω άλλο ένα ποτό;»
«Ευχαρίστως!» αμέσως τον πλησιάζει και του χαμογελά λες είναι ολοκαίνουριος πελάτης. «Πείτε μου!»
«Ένα ουίσκι με Cola, παρακαλώ.»
Γνέφει χαμογελαστή, κρατώντας απόσταση ασφαλείας και πιάνει αμέσως το μεγάλο μπουκάλι Jameson. Παρόλο που κουνιέται στον ρυθμό της μουσικής, καταφέρνει να μετρήσει επακριβώς δύο ουγγιές ουίσκι και τρεις τέσσερις ουγγιές κόκα κόλας. Με μερικά παγάκια τελειοποιεί το ποτό και με το καλαμάκι στο ποτήρι, πλησιάζει ξανά τον πενηντάρη. Αφήνει το ποτήρι του κοντά του και την στιγμή που είναι έτοιμη να απομακρυνθεί, εκείνος φροντίζει να το φυλακίσει δυνατά στο δικό του.
«Δεν σου έχουν μάθει πως είναι αγένεια να μην απαντάς όταν σου μιλάνε;»
«Αμέ, μου το έμαθαν! Μου έμαθαν όμως να μην μιλάω και σε αγνώστους.»
«Δεν είμαι άγνωστος εγώ.»
«Όχι βέβαια, είσαι ένας πασίγνωστος μαλάκας.» Κάνει μια κίνηση να ξεφύγει αλλά ο πιο δυνατός από εκείνη άνδρας φροντίζει να την τραβήξει κοντά του, πιέζοντάς την πάνω στην μεγάλη μπάρα, κρατώντας όλο και πιο σφιχτά στην χούφτα του μια τούφα από τα μαλλιά της. Η Ρωξάνη πονάει αρκετά.
Λίγα δευτερόλεπτα περνούν και την στιγμή που είναι έτοιμη να φωνάξει κάποιον συνάδελφό της –μιας που οι υπόλοιποι μεθυσμένοι πελάτες δεν έδιναν σημασία– η λαβή στο χέρι της και στα μαλλιά της χαλαρώνει και τελικά δεν νιώθει τα χέρια του πάνω της ύστερα από λίγο.
Σηκώνει το βλέμμα της και εστιάζει στον τύπο με το μπορντό κοστούμι που κρατά τον πενηντάρη από τον γιακά και αν ο δεύτερος φαινόταν πανύψηλος, ο κοστουμαρισμένος τύπος μοιάζει δύο φορές πιο γεροδεμένος από εκείνον. Κάτι του λέει, με τις εκφράσεις του προσώπου του αντιλαμβάνεται πως δεν είναι και πολύ χαρούμενος και αν κρίνει από το κλαψιάρικο ύφος του πενηντάρη, μάλλον δεν θα πάει καλά αυτό για εκείνον.
Τελικά, στο σημείο όπου η Ρωξάνη κοιτά έναν άνδρα να εκφοβίζει έναν άλλον, φτάνει η ασφάλεια του μαγαζιού. Ο πενηντάρης ακολουθεί εκείνους, όχι αρκετά ειρηνικά ενώ ο τύπος στο κοστούμι φτιάχνει τα μανίκια του. Δεν καταλαβαίνει ότι την πλησιάζει μέχρι που βλέπει πλέον καθαρά το πρόσωπό του μπροστά της. Αν δεν ένιωθε το άγγιγμά του πάνω στο χέρι της ίσως και να ορκιζόταν πως πάγωσε μπροστά της. Δεν κουνά ούτε βλέφαρο, το πρόσωπό του μένει σταθερό στην απάθεια ενώ το χέρι του αγγίζει την μελανιά στους καρπούς της.
«Καλά είσαι; Σε πονάει πολύ;» την ρωτά δυνατά, καλύπτοντας την μουσική για εκείνη.
«Είμαι καλά, δεν πονάω. Σε ευχαριστώ.»
«Δεν κάνει τίποτα. Να προσέχεις.» Ετοιμάζεται να φύγει αλλά η Ρωξάνη δεν σκοπεύει να το αφήσει έτσι. Αυτός την απάλλαξε από έναν γλίτσα, το λιγότερο που μπορεί να κάνει είναι να τον κεράσει ένα ποτό.
«Κάτσε να σε κεράσω ένα ποτό.»
Ο Γκάμπριελ γυρνά και την κοιτά αφήνοντας ένα μειδίαμα. «Οδηγώ, δεν πίνω.»
«Θα στο κάνω παρθένο, χωρίς αλκοόλ.»
«Τότε δεν έχει αξία.»
«Θα σου βάλω ελάχιστο, έλα κάτσε.»
Του δείχνει με το χέρι της το άδειο σκαμπό, εκεί που πριν καθόταν ο άθλιος μεσήλικας. Η θέση τελικά γεμίζει χωρίς ο λογιστής να παραπονιέται. Ένα ποτό ίσως κατευνάσει τον Άδη που έχει αγνοήσει πολλούς μαλάκες εκείνη την νύχτα.
«Τι να σου φτιάξω;»
«Ό,τι θέλεις, σε εμπιστεύομαι.»
«Το αγαπημένο μου!»
Η Ρωξάνη απολαμβάνει απεριόριστα τις παραγγελίες που αφήνουν την φαντασία της να τρέξει. Εξάλλου, οι πελάτες που την γνωρίζουν φροντίζουν να πάνε με τα νερά της οπότε καταλήγουν σε περίεργες επιθυμίες.
«Θα κάνω πρόταση γάμου στην κοπέλα μου, θέλω ένα καλό ποτό!»
«Αποφυλακίστηκα, φτιάξε μου κάτι ανάλογο!»
«Είμαι μοντέλο και θέλω μια καλή πρόταση!»
Αυτές και άλλες τόσες επιθυμίες την διασκεδάζουν. Οπότε αποφασίζει να παίξει λίγο ύστερα από αυτό το ατυχές γεγονός με τον τύπο από πριν.
«Πως σε λένε;»
«Γκάμπριελ.»
«Μεχ, δεν βγάζω ποτό από το όνομά σου. Τι δουλειά κάνεις;»
«Λογιστής είμαι.»
«Είσαι βαρετός. Θα σου κάνω το ποτό για το επάγγελμα που θα σου ταίριαζε.»
Ο Γκάμπριελ έχει αποσυντονιστεί από την ενέργειά της οπότε όταν στροφάρει αρκετά για να της απαντήσει, εκείνη έχει ήδη μετατοπιστεί λίγα μέτρα μακριά του και ξεκινά να χορεύει με ένα μπουκάλι αλκοόλ στο χέρι.
Από τα χέρια της περνούν λικέρ, φρούτα, χυμοί, σαμπάνιες, βανίλιες και παγάκια. Ο λογιστής αρχίζει και φοβάται, ειλικρινά. Ευτυχώς, η κοπέλα είναι γρήγορη και φτάνει μπροστά του ύστερα από λίγο με ένα μεγάλο κοκτέιλ στο χέρι.
«Λοιπόν, είσαι έτοιμος.»
«Τι έφτιαξες;»
«Δοκίμασε πρώτα και θα σου πω.»
Την κοιτά κάπως φοβισμένος αλλά κατά βάθος ξέρει πως θα του αρέσει. Πιάνει το καλαμάκι του, ανακατεύει όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος και έπειτα ρουφά μια δυνατή γουλιά. Μόλις το υγρό φτάνει τους γευστικούς του κάλυκες, νιώθει τα μάτια του να κλείνουν από ικανοποίηση και αισθάνεται ευγνώμων για αυτό το αριστούργημα.
Μακάρι το επάγγελμά μου να ήταν τόσο καλό όσο αυτό το ποτό, σκέφτεται.
«Τελικά, τι είναι;»
«PornStar Martini.»
Της χαμογελά ειλικρινά και γυρίζει ξανά στο ποτό του. «Σου μοιάζω για πορνοστάρ;»
«Από τους ακριβοπληρωμένους κιόλας.»
Κάτι έχουν πάθει όλοι σήμερα με αυτόν τον τομέα, δεν εξηγείται αλλιώς.
«Δυστυχώς απέχω από τον χώρο.»
«Δεν είναι ποτέ αργά για μια στροφή στην καριέρα σου. Η λογιστική δεν φαίνεται να σου πηγαίνει και πολύ.»
«Θα το σκεφτώ.» Τελειώνει το ποτό του με μια ακόμη γουλιά, ήταν πεντανόστιμο και αυτό δεν μπορούσε να το παραβλέψει. «Σε ευχαριστώ για το κέρασμα. Καληνύχτα.» Σηκώνεται και φεύγει πριν προλάβει η ξανθιά με τις ατίθασες μπούκλες να του απαντήσει κάτι που θα τον κρατήσει εκεί.
Το κινητό του δονείται στο παντελόνι του οπότε κοντοστέκεται ανάμεσα σε μεθυσμένους που χορεύουν, εστιάζει στην οθόνη και διαβάζει προσεκτικά. Με μια γρήγορη μεταβολή εκατόν ογδόντα μοιρών, ο Γκάμπριελ κατευθύνεται τελικά προς τις σκάλες από τις οποίες κατέβηκε πιο πριν και ψάχνει την πόρτα του γραφείου του αφεντικού.
Η Ρωξάνη είδε μονάχα την μορφή του να προχωρά προς εκείνο δωμάτιο με τις σκάλες, μόνο στον ιδιοκτήτη θα μπορούσε να πηγαίνει.
Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να είπα στον λογιστή του αφεντικού μου ότι θα ήταν ένας ακριβοπληρωμένος πορνοστάρ. Υπέροχα.
Συνεχίζει να δουλεύει ξεχνώντας προς στιγμήν την γκάφα της.
Την ίδια ώρα, ο Γκάμπριελ ακούει το κήρυγμα του Φίλιπ.
«Δεν ήταν ανάγκη να βγάλεις το όπλο σου.»
«Αυτός γιατί το έβγαλε;»
«Αυτός το έκανε για να επιδείξει την δύναμή του.»
«Δεν είμαστε στο σχολείο για να κάνει τον μπούλη. Μου έβγαλε όπλο; Θα βγάλω κι εγώ.»
«Κι αν καταλάβαινε ότι είσαι ο Άδης;»
«Υπερεκτιμάς την νοημοσύνη του.»
«Γκάμπριελ!» Η βροντερή φωνή του δεν πτοεί τον λογιστή ούτε στο ελάχιστο. Αντίθετα, τον κάνει να βαριέται η όλη συζήτηση. «Ο Βίνσεντ είναι από τα καλύτερα μέλη της οικογένειας. Εσύ τον υποτιμάς μου φαίνεται.»
«Αν δεν κόψει τις εξυπνάδες σε εμένα θα βγάλει εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το γραφείο του Άδη και δεν θα φταίω κιόλας.»
«Γκάμπριελ!»
«Εγώ απλά λέω πως ο Κέρβερος ήδη τον περιμένει.» Όταν ανοίγει το σακάκι του και αποκαλύπτει τα τρία του όπλα, το καθένα στην θήκη του, ο Φίλιπ ξεφυσά.
«Θα δω τι θα κάνω με αυτόν. Εσύ ηρεμία και να προσέχεις τον Άδη.»
Δεν του απαντά, απλώς σηκώνεται και φεύγει από το δωμάτιο δίχως περαιτέρω εξηγήσεις. Κατεβαίνει τα σκαλιά διπλά και τριπλά θέλοντας να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται από εκεί μέσα και όταν φτάνει εν τέλει στον κύριο όροφο, εκεί όπου όλοι χορεύουν και πίνουν, νιώθει μια δυσαρέσκεια να τον καταβάλει.
Κοιτώντας στο μπαρ, η Ρωξάνη λείπει. Την θέση της έχει πάρει μια άλλη κοπέλα οπότε υποθέτει πως έφυγε. Ελπίζει, τουλάχιστον, να είναι ασφαλής και να μην πέσει στα χέρια κανενός γλοιώδη, όπως πριν. Ωστόσο, αυτή η ελπίδα πεθαίνει την στιγμή που περπατά προς το αμάξι του και ακούει ξεκάθαρα την στιγμή που πατά το πόδι του έξω από το μαγαζί, γυναικείες κραυγές.
Το αίμα του βράζει ήδη στο πρώτο «Βοήθεια!».
Και είχε κάνει τόσο καλή δουλειά σήμερα με τις εκρήξεις του Άδη. Είχε καταφέρει να μην σκοτώσει κανέναν από απερισκεψία. Κρίμα στον άμοιρο που τόλμησε να πέσει στον δρόμο του.
Με τεράστιες δρασκελιές τρέχει στο μέρος όπου οι κραυγές ακούγονται και όσο πλησιάζει τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται. Η Ρωξάνη και ο Μαλάκας, μια παραγωγή του Νετφλιξ σύντομα στις οθόνες σας.
Την βλέπει από μακριά που κλωτσά όπου βρίσκει, κυρίως με στόχο τα γεννητικά όργανα του Μαλάκα, ο οποίος λες και δεν έχει ούτε που αντιδρά στις κλωτσιές της.
Ο Γκάμπριελ αναλαμβάνει δράση. Ο Γκάμπριελ.
Τραβά την Ρωξάνη με δύναμη προς τα πίσω, η κοπέλα χάνει την ισορροπία της και πέφτει κάτω μα ο λογιστής δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με αυτό. Με μια γροθιά χτυπά την μύτη του Μαλάκα και έπειτα τον κοιτά να παραπατά προς τα πίσω.
Γυρνά στα γρήγορα προς το μέρος της Ρωξάνης η οποία έχει σηκωθεί όρθια και προσπαθεί να βρει τις ανάσες τις λίγο πιο μακριά. Ξέροντας πως είναι περίπου καλά επιλέγει να ασχοληθεί με τον Μαλάκα πιο εντατικά.
Πιάνει τον λαιμό του γερά. Και με τα δύο του χέρια, πιέζοντας και από τις δύο πλευρές. Με την πίεση αυτή, ξέρει πως, οι καρωτίδες αρτηρίες εκατέρωθεν του λαιμού κλείνουν επικίνδυνα και έτσι ο εγκέφαλος ξεκινά να τροφοδοτείται ελάχιστα.
«Θα κάνουμε μια συμφωνία.»
Ο μεσήλικας μέσα στα χέρια του προσπαθεί γρατζουνώντας αυτά του Γκάμπριελ να απεγκλωβιστεί από το κράτημά του μα δεν το καταφέρνει. Με μια αποτελεσματική γονατιά στα γεννητικά του όργανα, ο τύπος τελικά καταλήγει να διπλώνεται από τον πόνο, ή στο περίπου, μιας που ο λογιστής δεν έχει αφήσει τον λαιμό του.
«Αν ξαναπλησιάσεις γυναίκα, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, θα κυνηγήσω εσένα, την γυναίκα σου, τα παιδιά σου, την μάνα σου, τον πατέρα σου, τα αδέρφια σου, τον πρώτο σου έρωτα και την τελευταία πουτάνα που πήδηξες και θα σας σκοτώσω όλους.» Ο ψίθυρός του είναι αρκετά δυνατός για να τον ακούσει αυτός αλλά όχι τόσο ώστε να καταλάβει η Ρωξάνη. Η απειλή ωστόσο είναι ξεκάθαρη στο σκότος των ματιών του και αυτό είναι που πείθει τον άνδρα στα χέρια του να κλαψουρίσει μανιακά.
«Είσαι τυχερός που δεν γνώρισες τον Άδη.»
Και τον αφήνει να πέσει κάτω. Σιγά-σιγά ο τύπος έχανε τις αισθήσεις του και όταν ο εγκέφαλός του ξεκίνησε να αιματώνεται πάλι, είναι αργά. Έχει πέσει στο έδαφος χωρίς να επικοινωνεί με το περιβάλλον.
Ο Γκάμπριελ δεν μπορεί να αδιαφορεί περισσότερο.
Προς το παρόν ενδιαφέρεται μονάχα για την κοπέλα από το μπαρ που πανικόβλητη δέχεται την βοήθειά του και ξεκινούν να περπατούν μαζί προς τον κεντρικό δρόμο, εκεί από όπου ο Escobar βρίσκεται σε πλήρη θέα.
Για δεύτερη φορά σήμερα την ρωτά αν είναι καλά και εκείνη γνέφει γρήγορα.
«Μένεις μακριά από εδώ;»
«Πρέπει να πάρω ταξί για να γυρίσω σπίτι μου.»
Ο Γκάμπριελ δείχνει να το σκέφτεται. «Κατάλαβα. Μπορώ να σε πάω εγώ όπου θέλεις.» Η Ρωξάνη τον κοιτά κάπως διστακτικά. «Ή και όχι. Δεν σε πιέζω.»
Η κοπέλα χαμογελά αυθόρμητα καθώς ο λογιστής απέναντί της διορθώνει τον εαυτό του στην προσπάθειά του να μην την πιέσει. Αυτό μοιάζει να την... κολακεύει;
Ο πήχης βρίσκεται στα καζάνια της κολάσεως, τόσο χαμηλά.
«Ορκίσου ότι δεν θα με σκοτώσεις για να μου πάρεις τα όργανα.»
«Ορκίζομαι.»
«Παρεμπιπτόντως, με λένε Ρωξάνη.»
«Χάρηκα.» Ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού την στιγμή που έφτασαν στο τεράστιο μαύρο SUV. «Βολέψου.» Και σαν σωστός gentleman, δεν την άφησε να κλείσει την πόρτα της εκείνη, ενώ έπειτα έτρεξε στον οδηγό για να φύγουν άμεσα από εκεί.
Στην διαδρομή για το σπίτι της, που μάλιστα ο ίδιος δεν ήθελε να μάθει ακριβή οδό θέλοντας να νιώσει η ξανθούλα πιο άνετα, φρόντισε να της δώσει το περιθώριο να αλλάζει μόνη της τραγούδια στο ραδιόφωνο και όταν εκείνη, ενίοτε σιγοψιθύριζε στίχους, δεν παραπονιόταν καθόλου.
Η κούρσα έφτασε στο τέλος της μερικά (φωτεινά) στενά μακριά από το σπίτι της μπαργούμαν. Λίγο πριν ευχαριστήσει τον λογιστή για την εξυπηρέτηση, μιλά εκείνος πρώτος.
«Αυτό είναι το τηλέφωνό μου.» Της δίνει ένα χαρτί με κάποια νούμερα πρόχειρα γραμμένα. «Αν χρειαστείς οτιδήποτε, οποτεδήποτε απλά κάνε μου μια κλήση. Εντάξει;»
Η Ρωξάνη γνέφει και τον διαβεβαιώνει πως θα κάνει ακριβώς αυτό που της είπε. Μάλιστα, η κοπέλα φρόντισε να βάλει την επαφή του στις ταχείες κλήσεις, σε περίπτωση που η πεντάλεπτη διαδρομή για το σπίτι της είναι παραπάνω επικίνδυνη από όσο θυμάται.
Το αμάξι ξεκινά να απομακρύνεται όταν εκείνη ψάχνει τα κλειδιά της για να μπει στο μεγάλο κτήριο στο πέμπτο όροφο του οποίου βρίσκεται το διαμέρισμά της. Χρησιμοποιεί ασανσέρ για να φτάσει μέχρι εκεί και όταν πια βρίσκεται έξω από την πόρτα της νιώθει ασφαλής.
Ο Γκάμπριελ οδηγεί προς το σπίτι του έχοντας το νου του στην άτυχη μπαργούμαν που μέσα στην ατυχία της ήταν αρκετά τυχερή για να βρίσκεται εκείνος κάπου κοντά. Το σκηνικό που προηγήθηκε παίζει ξανά και ξανά στο μυαλό του μέχρι που το κινητό του δονείται και το μήνυμα στην οθόνη του τον κάνει να καθησυχαστεί και να χαμογελάσει.
«Έφτασα και είμαι καλά! Σε ευχαριστώ για όλα. Είσαι πράγματι Αρχάγγελος.»
Και για πρώτη φορά, νιώθει πως η επιλογή της μητέρας του ίσως τελικά να μην ήταν και τόσο ειρωνική. Ίσως να κρύβει μια αληθοφάνεια.
Όχι, δεν αποφάσισα ξαφνικά να συνεχίσω το Bulletproof. Απλώς το κεφάλαιο με φλέρταρε και είπα να σας δώσω μια μικρή μικρή γεύση από τον Άδη μου και την Ρωξάνη τώρα πια. Συνεχίζουμε όπως τα ξέραμε, κεφάλαια με κανονική συχνότητα όταν ολοκληρωθεί το στόρι της Μπόνι και του Κλάιντ.
Πείτε μου μερικές εντυπώσεις από το πρώτο επίσημο κεφάλαιο. Περιμένω.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top