𝑁𝑖𝑛𝑒𝑡𝑒𝑒𝑛. 𝐶ℎ𝑟𝑖𝑠𝑡𝑚𝑎𝑠 𝑃𝑢𝑛𝑐ℎ

Ο Άδης, σαν γνωστή δημοφιλής προσωπικότητα του υποκόσμου είχε και πολλούς μιμητές. Ήθελαν πολλοί να του μοιάσουν; Όχι, απλώς ήθελαν πολλοί την «δόξα» αυτού που την είχε δημιουργήσει μόνος του.

Το κακό με την άγνωστη ταυτότητα του εκτελεστή στην Ευρώπη ήταν πως ο καθένας θα μπορούσε να σκοτώσει και έπειτα να το ρίξει στον Άδη. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν και οι περισσότερες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις Οικογένειες, μα ο Άλμπερτ πρώτα και έπειτα ο Ρίο είχαν φροντίσει να θέτουν την τάξη άμεσα.

Μερικοί, πιο τολμηροί, δημιουργούσαν κι άλλους εκτελεστές με το όνομα του Άδη. Κάποια περίοδο ήταν σχεδόν γελοίο πια, η Γαλλία, η Ιταλία, η Βουλγαρία και άλλες χώρες, είχαν από έναν «Άδη» με την επιτυχία τους βέβαια να περιορίζεται σε ελάχιστες εκτελέσεις.

Ο εκτελεστής δεν είχε πάντοτε την υπομονή να τους αντιμετωπίσει. Μα έβγαιναν άνθρωποι «μπροστά» με πλάτες που δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν την δόξα και τις ψυχές που κουβαλά εκείνος. Τα σώματά τους ήταν ασημάδευτα, αλαβάστρινα, χωρίς κανένα σημάδι πόνου, βασανιστηρίου.

Όταν ήταν μικρότερος τον εξόργιζε το γεγονός πως χρησιμοποιούσαν έτσι το όνομά του. Ορκίζονταν αίμα και πόνο στο διάβα του και μόνο να τρομοκρατήσουν κατάφερναν.

Αργότερα, όσο μεγάλωνε, έχοντας μάθει να διαχειρίζεται τα νεύρα του, την ορμή του, έχοντας τα χαλινάρια του τεντωμένα, ο Άδης έμαθε να τους δίνει το μάθημά τους.

Η Πρώτη είδηση μαθεύτηκε όταν ο Άδης ήταν γύρω στα είκοσι. Ένας τύπος στην Γαλλία περπατούσε μέσα στα συμβούλια με το κεφάλι ψηλά, με την πεποίθηση πως ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου ήταν απλώς ένα όνομα. Και μετά από δύο με τρία συμβούλια, οι Οικογένειες των γύρω περιοχών μιλούσαν για το πόσο μικρός ήταν τελικά ο εκτελεστής. Περίπαιζαν τον Άλμπερτ και τον Ρίο. Και αυτό δεν θα το ανεχόταν.

Οπότε, εν μια νυκτί, εκείνος ο τύπος εξαφανίστηκε. Και στο επόμενο συμβούλιο εμφανίστηκε ο Ρίο με τον καλύτερο του φίλο και τους χαμογέλασε νικητήρια.

«Δεν μας περιμένατε;» είχαν γελάσει μεταξύ τους προτού καθίσουν απρόσκλητοι σε δύο από τις πολυθρόνες. Ο Αρχηγός της Γαλλικής Οικογένειας τότε είχε σφίξει το σαγόνι του, νικημένος. Οι υπόλοιποι αρχηγοί μικρότερων Οικογενειών, είχαν λουφάξει στην θέα Των δύο. Άλμπερτ και Ρίο, ένα δίδυμο που κάθε ένας φοβόταν. Γιατί είχαν «γεννήσει» τον Άδη και μονάχα αδίστακτοι ψυχοπαθείς θα μπορούσαν να το έχουν σκεφτεί. Οπότε, οι υπόλοιποι δεν τολμούσαν ούτε να τους κοιτάξουν κατάματα.

«Νομίζατε πως θα σπιλώνετε το όνομα του Άδη και δεν θα υπάρξουν συνέπειες;» Ο Άλμπερτ είχε ανάψει και ένα πούρο από αυτά που είχαν αφήσει ως δώρο στο τραπέζι. «Ο Άδης πήρε την εκδίκησή του.»

Ο Γάλλος τότε είχε ορκιστεί εκδίκηση. Και την πήρε μερικά χρόνια αργότερα, σκοτώνοντας τον Άλμπερτ. Νόμιζε πως θα είχε το πάνω χέρι. Νόμιζε πως είχε σκοτώσει τον Άδη... Μα εκείνος, ο Θεός του Κάτω Κόσμου, με μάτια δακρυσμένα σχεδόν του έκοβε τον λαιμό και του φώναζε πως έκανε λάθος.

Και νικήθηκε. Και ευχήθηκε ο Θεός να μην τον βασανίσει και μετά θάνατον.

Μα δεν είχε ιδέα. Γιατί όταν ο Άδης θα περνούσε στην άλλη μεριά, τότε θα γνώριζε την αληθινή του πλευρά.

Βέβαια, ο Γάλλος ήταν μόνο η αρχή. Τρία χρόνια αργότερα, στα είκοσι τρία του, ένας νέος Άδης στην Ιταλία γυροέφερνε στα μεγαλύτερα νυχτερινά κέντρα και αφάνιζε κόσμο ρίχνοντας κάθε ευθύνη στον Άρχοντα εκείνο.

Και ο εκτελεστής δε μπορούσε να περιμένει να σκοτώσει κι άλλους, ήταν οι περισσότεροι αθώοι, ο Άδης δεν θα το έκανε αυτό. Ήθελε να κουβαλάει βαριές ψυχές, από εκείνες που κρατούσαν μεγάλες αμαρτίες, όχι εκείνες που το αίμα τους έπεφτε αθώο.

Ήταν αργά το βράδυ όταν έφτασε απευθείας από το αεροδρόμιο μπροστά από ένα μεγάλο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Μπήκε εκεί, σαν απλός πελάτης, σκανάροντας τον χώρο, υπολογίζοντας που κρύβουν τα όπλα τους. Μισή ώρα αργότερα βγήκε από την τεράστια αποθήκη με δύο μεγάλα AR-15, της αγαπημένης του σειράς, και μπήκε στο κλειστό γραφείο γνωρίζοντας πως εκεί, ο «Άδης» είναι έτοιμος να πάρει στον λαιμό του δεκάδες αθώες ψυχές.

Μα εκείνος, ήταν αδύναμος.

Τον είδε, έπεσε στα γόνατα και τον παρακάλεσε κλαίγοντας να τον λυπηθεί.

«Ποιος είσαι; Πες μου ποιος είσαι, θα γίνω ο τελευταίος στρατιώτης στην Οικογένειά σου αν με αφήσεις να ζήσω!»

«Πιστεύεις με το αίμα των αθώων ανθρώπων στα χέρια σου μπορείς να με υπηρετήσεις έστω και σαν τον χειρότερο δούλο μου;»

«Σε παρακαλώ, πες μου ποιος είσαι, πες μου που να ζητήσω συγχώρεση!»

«Ορκίσου ότι στον Κάτω Κόσμο θα με υπηρετείς πιστά.»

Τα μάτια του άνδρα υψώθηκαν· έκπληξη, τρόμος.

Και μετά θάνατος. Ο όρκος δόθηκε και δεν επρόκειτο να σπάσει, κανένας δούλος δεν προδίδει τον Αφέντη του.

Οι εκτελέσεις αυτές μαθεύτηκαν σε όλη την Ευρώπη γρήγορα, μα στα είκοσι έξι του, ο Άδης καλέστηκε να αντιμετωπίσει έναν ακόμη άνδρα, που λεγόταν πως ήταν ο χείριστος όλων, ο πιο αδίστακτος. Ήταν ο καλύτερος. Κόμπαζε, περιφερόταν και όλοι ήθελε να τον αποκαλούν Εκτελεστή.

Μα ο Άδης, ο Τιμωρός... τον έβλεπε από την άκρη της αίθουσας και χαμογελούσε. Ο Άδης, ο Τιμωρός έπινε σιωπηλά το τίλιο του και δεχόταν κάθε προσβολή από εκείνους που τον έλεγαν, όπως κι άλλοι στο παρελθόν, μαλθακό.

Γελούσε, έγνεφε κάνοντας όλους εκείνους τους Βαλκάνιους, να νομίζουν πως είναι χαζός, πως δεν ξέρει. Μάλιστα, άκουσε κάποιον να μουρμουρίζει επίτηδες στα αγγλικά «και τι τον έστειλε ο Ρίο αυτόν εδώ;».

Ο Άδης γελούσε.

Λίγη ώρα αργότερα είχε σκοτώσει κάθε έναν ξεχωριστά μέσα στο δωμάτιο. Σε αρκετούς έσκισε λαιμούς, σε άλλους έβγαλε καρδιές, τίναξε μυαλά στον αέρα. Και κάθισε έπειτα ήρεμος στην μεγάλη πολυθρόνα στο κέντρο της αίθουσας. Μύριζε θάνατος. Αίμα. Μύριζε Εκδίκηση.

Μύριζε όσα τον έκαναν ισχυρότερο.

Ο Αφέντης αποκαταστάθηκε τρανός στον θρόνο του.

Έτσι έγινε και με κάθε επόμενο που προσπάθησε να βρωμίσει την «δόξα» του. Όλοι τους έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον καθώς η λεπίδα του διαπερνούσε το δέρμα τους. Όλοι τους, που προσπάθησαν να του μοιάσουν, απέδειξαν τι τον διαφοροποιεί από κάθε άλλο δολοφόνο, από κάθε εκτελεστή.

Εκείνος πλάσθηκε από έναν βιαστή. Εκείνος γεννήθηκε στην βία, εκείνος μεγάλωσε βλέποντας ματωμένα μέλη, ακούγοντας κραυγές πόνου, εκείνος ωρίμασε μέσα στον θάνατο Εκείνης, της πιο γλυκιάς παρουσίας στην ζωή του.

Και όσο θα ήθελε να λέει πως τον μεγάλωσε ο Ρίο, πως τον έφτασε εκεί με την αγάπη που του έδωσε, αυτό που εκείνος ξέρει και το κρατά σιωπηλά μέσα του είναι πως τον Άδη τον έφτιαξε ο Τζάσπερ.

Ο χειρότερος εφιάλτης του, ο χειρότερος άνθρωπος που πέρασε από την ζωή του. Ο Τζάσπερ, που χτυπούσε την μαμά του, που της έβαζε δάκρυα στα μάτια, που την γέμιζε με μελανιές, που τις μάτωνε τα χείλη και την μύτη, που την βίαζε, που τελικά την σκότωσε.

Αυτός ο άνδρας τον έπλασε.

Και τον μισούσε μέχρι πριν κάποια χρόνια τον εαυτό του που έγινε όσα αγαπάει επειδή σκότωσε όσα μισεί. Μα δεν θα του έκανε την χάρη. Κατέστρεψε τον Γκάμπριελ, δεν θα τον άφηνε να καταστρέψει και τον Άδη.

Οπότε, ο Εκτελεστής, ο Άρχοντας, ο Τιμωρός, ο Αφέντης, ο Βασιλιάς του Κάτω Κόσμου ήταν όσα δεν μπορούσε κανείς άλλος να γίνει γιατί ήταν όλα όσα φοβούνταν να κοιτάξουν, όσα δεν άντεχαν να νιώσουν, όσα δεν τολμούσαν να αντιμετωπίσουν.

Εκείνος τα κατάφερε.

Και η μαμά του είναι περήφανη για εκείνον. Ακόμα κι έτσι.

..................

Ήταν το σκοτεινό δωμάτιο που την έκανε να υπνωτιστεί; Τα φώτα της χιονισμένης πόλης έκαναν τα χέρια της να κινούνται δίχως να το σκέφτεται; Ή μήπως η φωνή του την ώθησε να αφαιρέσει τα ρούχα της ένα-ένα;

Ίσως τίποτε από αυτά, ίσως και όλα μαζί... μα το σίγουρο είναι πως η επιθυμία του, να τον καθοδηγήσει στα δικά της μονοπάτια ηδονής, αυτή ήταν η μεγαλύτερη ικανοποίηση απ' όλες.

Και το βλέμμα του, καθώς ξεγυμνώνεται μπροστά του, υπήρξε ανάσα επιβεβαίωσης. Πως η επιλογή της δαντέλας ήταν σωστή, πως το μωβ τελικά κάνει όντως αντίθεση στο λευκό δέρμα της.

Η καρδιά της πάντως, κοιτώντας τον άνδρα να ανασαίνει βαριά, ξεκίνησε να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα. Αναθάρρησε όταν στραβοκατάπιε. Ο Γκάμπριελ το κατάλαβε ότι ντρεπόταν έστω και λίγο, μα με ένα φιλί της διέλυσε κάθε τείχος ανασφάλειας. Και η Ρωξάνη αισθάνθηκε ξανά.

Το χέρι της πλανήθηκε λίγο στην κλείδα της, άγγιξε έπειτα το στήθος της, το δέρμα της κοιλιάς και των ποδιών της. Πήρε μια ανάσα προτού φτάσει πιο κάτω, πήρε μια δεύτερη όταν τελικά τα δάχτυλά της άγγιξαν το μέρος που το προηγούμενο βράδυ εκείνος εξερεύνησε.

Μια τρίτη ανάσα και παραμέρισε το ύφασμα. Πια τέταρτη ανάσα και ακούμπησε το καυτό της κέντρο, μια ακόμη και έκλεισε τα μάτια της στο πρώτο ρίγος που την κατέκλυσε. Τα δάχτυλά της ακουμπούν ταυτόχρονα κι εκείνον. Μια κίνηση στον εαυτό της, ένα αγκομαχητό για εκείνη, μια κίνηση και για εκείνον, το πρώτο κύμα ζέστης τον καταβάλει.

Τα δάχτυλά της παίζουν μελωδικά με το πιο αδύναμο σημείο της, μα παίζουν και με το ευαίσθητο δικό του. Και σιγά σιγά, όσο εκείνη επιταχύνει τις κινήσεις της, τόσο πιο δυνατά ακούγεται στο ήσυχο δωμάτιο. Και όσο πιο γρήγορα εκείνη φτάνει στην ολοκλήρωση, τόσο πιο δύσκολο γίνεται για εκείνον να μην πάρει τον έλεγχο στα χέρια του.

Μα δεν είναι καλύτερο αυτό;

Να την βλέπει να κορυφώνεται στην όψη του; Να την κοιτά καθώς ικανοποιεί τον εαυτό της, να την βλέπει να τρέμει με τις δικές της κινήσεις; Να αναζητά κράτημα στο στέρνο του, να τον προκαλεί να τελειώσει κι εκείνος μαζί της;

Είναι πράγματι πολύ καλύτερο.

Και όταν εκείνη καταλήγει να παίρνει βαθιά ανάσες μουσκεύοντας το παντελόνι του, εκείνος απελευθερώνει κάθε απόδειξη της σωματικής του ανάγκης για εκείνη.

Η Ρωξάνη γύρεψε τα χείλη του έπειτα από αυτό. Και στο φιλί του έψαξε την ανάσα που της κόπηκε, στα χείλη του άφησε κάθε επιθυμία για την συνέχεια.

Το στήθος της, ακόμη καλυμμένο με μωβ δαντέλα, ακούμπησε το πουλόβερ του. Τα χέρια του αγκάλιασαν την μέση της, την έσφιξε πάνω του, της χάιδεψε την πλάτη απαλά και χωρίζοντας τα χείλη τους, την κοίταξε χαμογελώντας. Τα μαλλιά της έγιναν κουβάρι στην χούφτα του.

Έγλειψε, δάγκωσε και ρούφηξε το δέρμα στον λαιμό της, και το επανέλαβε αυστηρά στην διαδρομή από εκεί μέχρι το στήθος της. Το δικό της βογκητό είναι η επιβεβαίωση να συνεχίσει. Μα ο Γκάμπριελ δεν σκοπεύει να μείνει εκεί.

Την κοίταξε, έγλειψε τα χείλη του και ανάσανε βαθιά προτού μιλήσει. «Στον καναπέ. Στα τέσσερα. Τώρα

Τα μάτια του έμοιαζαν να λαμπυρίζουν στην σκέψη εκείνη, που πλημμύρισε το μυαλό του από νωρίτερα. Η σγουρομάλλα χαμογελά πονηρά και δεν κάνει ούτε κίνηση να σηκωθεί. «Κι αν δεν θέλω

Τράβηξε τα μαλλιά της, το κεφάλι της τεντώνεται, ο λαιμός της αποκαλύπτεται ολόκληρος. Και όσο φιλάει τον λαιμό της, ακουμπά την κλειτορίδα της, χαϊδεύει και την σχισμή της λίγο. Την αισθάνθηκε που αναρίγησε, την άκουσε που έπνιξε μια μικρή φωνούλα ευχαρίστησης.

«Αν δεν θέλεις, σταματώ εδώ.»

«Όχι.»

«Στον καναπέ. Τώρα.» Το δάχτυλό του που βυθίστηκε μέσα της δεν της άφησε άλλη επιλογή. Απρόθυμα σηκώθηκε μα έπειτα, η απροθυμία έγινε προσμονή ακούγοντας τον να ετοιμάζεται, να πλησιάζει και να κολλάει πίσω της.

Τα χέρια της κρατούν σφιχτά την πλάτη του καναπέ. Και τα πόδια της κρατούν αντίσταση στο μαξιλάρι.

Εκείνος θαύμασε για λίγο αυτή την θέα της. Την θαύμασε και προσπάθησε να την ευχαριστηθεί μόνο με τα μάτια. Μα το ελαφρύ ανυπόμονο κούνημα των γοφών της δεν του δίνει επιλογή. Χαϊδεύει ξανά τα χείλη της και πλησιάζει.

Η ένωση τους την κάνει να σφίξει τα δάχτυλά της πιο πολύ. Η αίσθηση του μέσα της ήταν καλύτερη τώρα, έτσι.

Ο Γκάμπριελ δεν πήρε τον χρόνο του αυτή τη φορά. Δεν την βασάνισε μπαίνοντας μέσα της αργά, δεν την άφησε να κλαψουρίσει ζητώντας να την γεμίσει πάλι. Οι έλξεις του πάνω στο δέρμα της είναι αλλεπάλληλες. Γρήγορες. Κοφτές.

Το σώμα του χτυπούσε στο δικό της με ορμή και όσο εκείνος έμπαινε μέσα της με δύναμη, εκείνη έσφιγγε περισσότερο το κράτημά της. Ήταν απίστευτη η αίσθηση της γύρω του και εκείνος άπληστος, πολύ άπληστος για να μην το ευχαριστηθεί μέχρι τέλους.

Και ήταν και αυτές οι φωνές της που τον έκαναν να ζητάει περισσότερα. Τα χέρια του δεν ήξεραν που να κρατήσουν. Την μέση της, τα μαλλιά ή τους γοφούς της; Κατέληξε να την αγγίζει παντού, να κοκκινίζει με το κράτημά του το δέρμα που έπιανε, να την σφίγγει και να την σταθεροποιεί μπροστά του. Εκείνη σκύβει όσο πιο βαθιά μπορεί, εντείνοντας την απόλαυση και για τους δύο.

Πέρα από το λαχάνιασμά τους και το δυνατό κλαψούρισμα της Ρωξάνης που κάνει τον Γκάμπριελ να συνεχίσει όλο και πιο έντονα, δεν ακούγεται τίποτε άλλο. Σε μια ή δύο στιγμές εκείνη μουρμουρίζει κάτι, ή μπορεί εκείνος να απαιτήσει από εκείνη να μην μείνει ήσυχη, να μην τολμήσει να κρύψει τις φωνές της. Είναι ερεθιστικό εξάλλου, να νιώθει τον παλμό της καθώς μπαίνει μέσα της μα να την ακούει να βογκά και να παρακαλεί είναι το απόλυτο.

Την τράβηξε πάνω του, και όταν εκείνος κάθισε ξανά στον καναπέ, την έβαλε να καθίσει κι εκείνη, με θέα την πλάτη της. Η Ρωξάνη δεν περίμενε να πονέσει προσπαθώντας να τον χωρέσει μα ήταν γλυκός πόνος. Ήταν πόνος που μετατράπηκε σε ευχαρίστηση γρήγορα. Ο Γκάμπριελ βέβαια το άκουσε, εκείνο το επιφώνημα πόνου. Και δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό του.

Ένιωθε την δυσκολία της σε κάθε ανοδική και έπειτα καθοδική κίνηση των γοφών της. Την άκουγε που κατάπινε οποιοδήποτε επιφώνημα πόνου μόνο για να γεμίσει το δωμάτιο με ικανοποίηση. Κάτι τον έτρωγε στο στέρνο, ένιωσε την ευχαρίστηση, πως και μόνο στην σκέψη της ότι πονάει χάρη σε εκείνον, να τον καταβάλλει.

Λίγο αργότερα, την γύρισε μπροστά του. Τώρα έβλεπε το πρόσωπό της να τον χωράει με δυσκολία, έβλεπε τα μισάνοιχτα χείλη της καθώς ένιωθε την ολοκλήρωση να πλησιάζει. Εκείνος χαμογέλασε. «Είσαι εντάξει μωρό μου

Ο ψίθυρος κοντά στο αυτί της ήταν διεγερτικός και για τους δύο. Η κοπέλα αύξησε τον ρυθμό της προτού γνέψει με σιγουριά, το ένιωθε θα τελείωνε ξανά. Αγκαλιάζει τον λαιμό του, ακουμπά το μέτωπο της στο δικό του και όσο πιο γρήγορα ανεβοκατεβαίνει πάνω του, τόσο πιο δυνατά φωνάζει.

Ο Γκάμπριελ δεν μπορεί να συγκρατηθεί άλλο, μα την περιμένει να τελειώσουν μαζί. Τελικά αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο την στιγμή που εκείνη σταματά τις κινήσεις της και κλείνει τα μάτια της σφιχτά, αφήνοντας μια τελευταία «κραυγή».

Έφτασαν μαζί στην απόλυτη ευτυχία.

Την στιγμή που την κοίταξε να μεταφέρει το σώμα της δίπλα του και να ανασαίνει βαριά και κάπως πονεμένα καθώς χώνεται στην αγκαλιά του, οτιδήποτε σαδιστικό πρόλαβε να ανθίσει μέσα του, κόπηκε από την ρίζα.

Εκείνη δεν παραπονέθηκε στιγμή βέβαια. Και μπορεί μέχρι να πάνε στο μπάνιο να φαινόταν ότι πονούσε αλλά εκείνη το κάλυπτε πολύ καλά. Και όσο την παρατηρούσε να ξεπλένει το αίμα που πρόλαβε να ξεραθεί στο δέρμα της, εκείνος είχε το ίδιο ερώτημα στο μυαλό του.

«Αφού πονούσες γιατί δεν μου είπες να σταματήσουμε;»

«Γιατί μου άρεσε.» Ακούγεται χαλαρή και τελείως φυσική.

«Θέλω να είναι ευχάριστο και για τους δύο μας, οπότε αν-»

Η Ρωξάνη τον φίλησε. «Πίστευα ότι ένας σαδιστής δεν θα είχε τέτοια θέματα.»

«Απολαμβάνω πολύ συγκεκριμένα είδη πόνου.»

«Σε είδα να απολαμβάνεις τον δικό μου πόνο πάντως. Οπότε αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, εσύ είσαι σαδιστής και εγώ τάσσομαι υπέρ του μαζοχισμού.»

Τον φιλάει, με τις σαπουνάδες στα σώματά τους να φαντάζουν ανύπαρκτες ανάμεσά τους. «Να βάλουμε κανόνες;» Η ερώτησή του την κάνει να γελάσει.

«Ένας μας φτάνει νομίζω.»

Χαϊδεύει την γυμνή της σιλουέτα που κάτω από το νερό φαντάζει περισσότερο δελεαστική από κάθε άλλη φορά. Τα μάτια του την ωθούν να συνεχίζει αυτό που άρχισε, τα χείλη του έπειτα ακολουθούν. «Και ποιος θα είναι;»

«Όλα σταματούν στο κόκκινο

Το νερό έδιωξε κάθε ενδοιασμό από πάνω του, ξέπλυνε κάθε «αλλά». Και τα χείλη της έδωσαν την επιβεβαίωση που αποζητούσε απλόχερα στον Γκάμπριελ.

Με ένα τελευταίο φιλί, ο καλλιτέχνης αποφάσισε να ρίξει φως στο έργο τέχνης του. Όχι πως το φωτοστέφανο που φορούσε δεν ήταν αρκετό, αλίμονο... Μα το πορφυρό χρώμα του καμβά φαινόταν καλύτερα έτσι. Και πάλι υπήρχαν σκιές, μα το πορφυρό ξεχώριζε.

Ο καλλιτέχνης χαμογέλασε.

Πολλοί προσπάθησαν να μαντέψουν το χρώμα του καμβά. Και τώρα τους κοιτά, τους κοιτά που ρίχνουν απογοητευμένα τους ώμους τους... Μα δεν το ήξεραν; Θα έπρεπε να το περιμένουν...

Ναι, όλα σταματούν στο κόκκινο. Μα είναι φαύλος κύκλος γιατί όλα ξεκίνησαν από αυτό.

..................

Η αλήθεια είναι αυτή. Η Ρωξάνη τους τελευταίους μήνες είχε κάπως παραμελήσει την οικογένειά της. Οι επισκέψεις της κάθε Κυριακή στο πατρικό της για να φάει με τους γονείς της και να γεμίσει το ψυγείο με φαγητό μειώθηκαν μέχρι που διαγράφηκαν από το πρόγραμμα της λίγες εβδομάδες αφού η ζωή της έγινε ενδιαφέρουσα, όταν πάτησε το πόδι της στην άκρη του υποκόσμου.

Μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα και σκουπίζει τα πόδια της στο χαλάκι κάπως διστακτικά. Κρατάει από την μια την τεράστια τσάντα με τα τάπερ που πρέπει να επιστρέψει στην μαμά της, ενώ από το άλλο έχει γλυκά.

Το κουδούνι που χτύπησε στο σπίτι κάπως αναστάτωσε την οικογένεια. Ο Έρικ, η Ολίβια και η Μαντλίν κοιτούν ο ένας τον άλλον απορημένοι. «Περιμένουμε κάποιον;» ρωτά η μεγάλη αδερφή η οποία ενοχλημένη δεν θέλει κανέναν άλλο ενοχλητικό συγγενή στο σαλόνι της.

Η Μαντλίν μένει έκπληκτη να κοιτά την κόρη της που είχε καιρό να πατήσει στο κατώφλι του σπιτιού. Προτού την αγκαλιάσει, η κοπέλα γυρίζει προς τα πίσω, χαιρετά έναν άνδρα μέσα σε ένα τζιποειδές αυτοκίνητο και έπειτα αυτό χάνεται. Η Ρωξάνη πέφτει πάνω της και την σφίγγει στην αγκαλιά της, βγάζοντας περίεργους ήχους ενθουσιασμού που την αγκαλιάζει μετά από τόσες εβδομάδες.

«Ρωξάνη!» φωνάζει η Ολίβια πλησιάζοντας ενθουσιασμένη.

Η σακούλα με τα τάπερ πέφτει στο πάτωμα ενώ το τσιζκέικ στο κουτί έχει γίνει χάλια. Μα δεν έχει σημασία γιατί λίγο αργότερα, καθένας από τους τέσσερις απολαμβάνει από ένα μεγάλο κομμάτι μαζί με τον καφέ του.

«Έγιναν διάφορα αυτόν τον καιρό, γι' αυτό δεν πέρασα καθόλου να σας δω.»

Η μαμά της την κοιτά βλέποντας κάτι διαφορετικό πάνω της. Είναι τα κρυμμένα σημάδια στον λαιμό της με κονσίλερ που ξεχωρίζουν; Όχι, είναι κάτι στο βλέμμα της που τα προδίδει όλα. «Δεν πειράζει, αγάπη μου, φτάνει ότι μιλούσαμε συχνά. Τώρα είναι όλα καλά;»

Ο Έρικ δεν μιλάει καθόλου. Της έχει μουτρώσει, αυτό είναι σίγουρο. Η σχέση του με την Ρωξάνη υπήρξε από πάντα ιδιαίτερη οπότε αυτές οι εβδομάδες που μιλούσαν απλώς από το τηλέφωνο ήταν για εκείνον αρκετά αδιάφορες. Γιατί η μικρότερη κόρη του ήταν μια έντονη απόχρωση στην καθημερινότητά του και όλες αυτές οι εβδομάδες που κύλησαν δίχως εκείνη ήταν στενάχωρες, ακριβώς όπως κάθε πατέρας θα ένιωθε χωρίς τα παιδιά του.

Την ακούει όμως. Που αναλύει το μεγάλο Φεστιβάλ, την δουλειά στο Εσκομπάρ, τις δεξιώσεις, το σπίτι του Φίλιπ. Ακούγονται πράγματι όλα υπέροχα γιατί η Ρωξάνη παραβλέπει πολλές λεπτομέρειες. Για τις απειλές, για την επίθεση, για τον κόσμο που έχει αντικρύσει, για τον νέο ρυθμό πραγμάτων στην καθημερινότητά της.

Στα λόγια της δεν αναφέρεται πουθενά εκείνος πάντως.

Η μαμά της περιμένει να ακούσει έστω κάτι μικρό. Για την δουλειά του, για το πρώτο τους ραντεβού. Η Ολίβια θα μάθει λεπτομέρειες ιδιαιτέρως. Ο μπαμπάς της δεν ξέρει αν θέλει να μάθει κάτι, είναι κάπως περίεργο για εκείνον να τα συζητάει μαζί τους. Θέλει όμως να ξέρει αν η Ρωξάνη είναι χαρούμενη.

Μένουν μόνοι τους, πατέρας και κόρη, μετά από κάποια ώρα. Η Μαντλίν με την Ολίβια βγήκαν με το αμάξι για να φέρουν φαγητό από έξω, οπότε τώρα η Ρωξάνη φτιάχνει στον μπαμπά της ένα γρήγορο χριστουγεννιάτικο πάντς με ό,τι βρήκε στην ξεχασμένη κάβα του σπιτιού.

«Εκείνο το πρωί έφυγες χωρίς να μας χαιρετήσεις. Ξύπνησες και έφυγες χωρίς να πεις τίποτα.»

Η μπαργούμαν δεν θέλει πολύ να καταλάβει για ποια μέρα μιλάει. Μετά την δεύτερη απειλή, ζήτησε από τον Γκάμπριελ να την πάει στο πατρικό της. Ο μπαμπάς της ήταν μονάχα ξύπνιος, εκείνος της έφτιαξε ζεστό γάλα με κακάο να πιεί και συζήτησαν για την δύσκολη μέρα στην δουλειά της με την υπόσχεση πως θα του έλεγε το επόμενο πρωί τον λόγο που έφτασε αναστατωμένη στο πατρικό της.

 Μα η Ρωξάνη σηκώθηκε χαράματα και με ένα ταξί γύρισε στο δικό της σπίτι, δίχως να τους χαιρετήσει. Και από το τηλέφωνο ο Έρικ δεν είχε την ευκαιρία να την ρωτήσει τίποτε απολύτως. Προφανώς λοιπόν, έχει παράπονα.

«Περίμενα να μην έχεις φύγει σαν κυνηγημένη. Περιμένω να μου πεις τι συνέβη εκείνη την μέρα.»

Η Ρωξάνη ήταν ευγνώμων που ο μπαμπάς της δεν είπε τίποτε στην μητέρα και την αδερφή της για εκείνο το βράδυ. «Μπαμπά έχουν γίνει διάφορα στην ζωή μου αυτόν τον καιρό.»

«Ναι, τα άκουσα προηγουμένως.»

«Όχι, έχουν γίνει πολλά που δεν σας τα είπα. Τα παρέλειψα. Επίτηδες.»

Ο άνδρας ανακάθεται στην πολυθρόνα και περιμένει να ακούσει. Η Ρωξάνη φέρνει το ποτήρι της στα χείλη, γεύεται το ποτό και παίρνει δύναμη. «Γνώρισα κάποιον.» Κενό στο βλέμμα του. Σημάδι να συνεχίσει. «Είναι ο λογιστής στο Εσκομπάρ. Αδερφικός φίλος με το αφεντικό μου.»

«Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό, έτσι;»

«Ναι, ήξερα από την αρχή πως δεν είναι τίποτε αθώο εκεί μέσα μα είδα κάποια πράγματα που απλώς με επιβεβαίωσαν. Και έγιναν πράγματα που με έκαναν να καταλάβω ακόμη περισσότερα.»

Ο Έρικ είδε φόβο μα είδε και σιγουριά στο βλέμμα της. «Τι είδες;»

«Είδα όπλα, είδα ναρκωτικά, είδα αίμα.» Καθαρίζει τον λαιμό της, παίρνει περισσότερο θάρρος να συνεχίσει. Πατά διστακτικά πάνω στις λέξεις, επιλέγει με λεπτομέρεια τι θα του εμπιστευτεί. «Είδα αίμα, είδα το δικό μου αίμα.»

Το βάρος στο στήθος του ήταν ασήκωτο. Πήγε να πάρει ανάσα, αλλά ένα κενό στα πνευμόνια του. «Ρωξάνη σε είχα προειδοποιήσει γι' αυτά, το θυμάσαι έτσι;»

Του γνέφει γρήγορα. «Το ξέρω αλλά το Εσκομπάρ είναι η κορυφή της καριέρας μου, η τέλεια εμπειρία. Γι' αυτό δέχθηκα εξ αρχής. Και μετά απλώς ήρθαν όλα αυτά, τα είδα και απλώς επιβεβαιώθηκα πως είχες δίκιο.»

«Πριν τον Φίλιπ, το αφεντικό σου, το κλαμπ αυτό το είχε άλλος, ο πατέρας του, ο Άλμπερτ. Ήταν την περίοδο που δούλευα εγώ σαν ασφάλεια εκεί, για μερικούς μήνες. Δήλωσα την παραίτηση μου με όρκο σιωπής για όσα είδα κάποιους μήνες αργότερα. Το Εσκομπάρ τότε είχε άλλο όνομα δεν το θυμάμαι, μα η χάρη του κέντρου παραμένει από ό,τι βλέπω.»

«Το ξέρω και τώρα που τα έχω δει κι εγώ σε πιστεύω.»

«Θα παραιτηθείς; Το σκέφτεσαι;»

Πήρε τον χρόνο της εκεί. Δεν ήταν στα σχέδιά της αυτό, ούτε που είχε περάσει από το μυαλό της αυτή η λύση. Αρνείται αμέσως.

«Γιατί όχι; Γιατί γνώρισες αυτόν τον κάποιο

«Όχι, όχι. Ισχύουν οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους ξεκίνησα να δουλεύω εκεί εξ αρχής.»

Ο Έρικ μένει σιωπηλός. «Θα μείνεις ενώ ξέρεις πως εκεί αρχίζει ο υπόκοσμος. Είναι άνθρωποι εκεί αδίστακτοι, χωρίς ηθικούς φραγμούς και περιορισμούς. Τα ξέρεις όλα αυτά και μάλιστα από πρώτο χέρι και θέλεις να μείνεις εκεί;»

Ενοχικά η Ρωξάνη επιβεβαιώνει τα λόγια του.

«Δηλαδή, δεν σε ενδιαφέρει που κινδυνεύεις;»

«Δεν κινδυνεύω.»

«Μάλλον δεν έχεις καταλάβει Ρωξάνη περί τίνος πρόκειται. Έχω δει λιγότερα από εσένα και φοβάμαι να περάσω μπροστά από το Εσκομπάρ και εσύ κολυμπάς όλο και πιο βαθιά εκεί μέσα.»

Τώρα, στα μάτια της απλώνεται περισσότερη σιγουριά. «Εδώ έρχεται εκείνος. Τον λένε Γκάμπριελ. Όπως σου είπα είναι ο λογιστής της Οικογένειας.»

«Είπες είναι αδερφικός φίλος του αφεντικού σου.»

«Ναι, είναι. Μεγάλωσαν μαζί.»

«Ξέρεις τι πιστεύω, Ρωξάνη;»

Αρνείται με ένα νεύμα. Κάπως φοβάται για το τι θα ακούσει.

«Πιστεύω πως για να μάθεις πρέπει να πάθεις. Και τώρα που μπήκες στον χορό θα πρέπει να χορέψεις. Δεν είναι ασφαλές μέρος εκεί μέσα μα αν πιστεύεις ότι εκείνος θα μπορέσει να σε προστατέψει ανάμεσα από τα σαγόνια των ανθρώπων εκεί μέσα... Τότε κάτι περισσότερο θα ξέρεις από εμένα. Θα με ακούσεις σε ένα πράγμα όμως;»

«Τι πράγμα;»

«Αν ο Γκάμπριελ μεγάλωσε με τον Φίλιπ τότε σε διαβεβαιώ πως δεν είναι ένας απλός λογιστής.» Φεύγει από τους ώμους της ένα μεγάλο βάρος. Αυτό το ξέρει και η ίδια. Πάει να του πει κάτι μα την διακόπτει. «Είναι κάτι μεγαλύτερο, δεν ασχολείται μόνο με λογιστικά.»

Και αυτό το ξέρει. Έχει δει όπλο στο αμάξι του, οι ουλές στο σώμα του λένε πως δεν είναι αθώο αυτό που σέρνει με το όνομά του. Αλλά εκείνη δεν φαίνεται να την ενδιαφέρει τόσο αυτό.

Πόσο σκοτεινά μπορεί να είναι αυτά που σέρνει μαζί του;

......................

Ο Γκάμπριελ είδε το μήνυμα στο κινητό του πως η Ρωξάνη έφτασε στο Εσκομπάρ και ξεκινά την δουλειά της όταν ο Άστον, ο Βίνσεντ και ο Ζακ συζητούσαν κάτι για εισαγωγές από Ισπανία και μια νέα Οικογένεια που βγαίνει στην επιφάνεια.

Ο Φίλιπ ακούει απλώς τι του προτείνουν μερικοί από τους νεαρούς συμβουλάτορές του ενώ ο Άστο τίθεται εμφανώς κατά της επέκτασης των συμμαχιών τους στην Ισπανική Οικογένεια. «Μας πρόδωσαν, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το ξανακάνουν!» Και εν μέρει είχε δίκιο, ήταν σχεδόν απίθανο να μην συμβεί ξανά όσα η ιστορία τους είπε πως είναι δεδομένα.

«Και τι θα γίνει δηλαδή; Θα μείνουμε άπραγοι; Χωρίς να κρατάμε ισορροπίες σε συμμάχους και εχθρούς;»

Ο Ζακ ακούγεται σχετικά πιο χαμηλόφωνα από τους υπόλοιπους και δικαίως. Δεν είχε καταλάβει για ποιον λόγο οι σχέσεις με την Γαλλική Οικογένεια είχαν χαλάσει, ούτε γιατί η αναφορά στους Γερμανούς ήταν κυρίως μπαρούτι. «Ίσως αν μειώσουμε εχθρούς να είναι πιο εύκολο.»

«Ακούω τον συλλογισμό σου. Έχεις πέντε λεπτά να μου εμφανίσεις σχέδιο.»

Καθαρίζει τον λαιμό του. «Λοιπόν, στέλνουμε μια αντιπροσωπεία στην Γαλλική Οικογένεια και συζητάμε περί ένωσης των δυνάμεων μας. Θα ακ-»

«Απορρίπτεται. Άλλος.»

Ο Βίνσεντ κοιτά τον Ζακ επικριτικά. «Αν είναι να δημιουργήσουμε συμμαχίες ας είναι τουλάχιστον σε σωστά θεμέλια. Τι λέμε για Βαλκάνια;»

Ο Φίλιπ κοιτά φευγαλέα τον Γκάμπριελ που ζυγίζει επιλογές σχετικά με την οικονομική κατάσταση και ευχέρεια των συμμαχιών του μέλλοντος που θα ξεκινούσαν με απλές διακινήσεις ναρκωτικών ή όπλων, ανάλογα τις αποθήκες. Τα Βαλκάνια είχαν «αναρρώσει» από την φονική επίθεση του Άδη μερικά χρόνια πριν. Μα οι διάδοχοι μπορεί και να είχαν απωθημένα που τελικά να τους έφερναν στην καταστροφή.

«Πρέπει να βεβαιωθούμε πως δεν θα είναι φονική συμμαχία. Ο Άδης είχε αφήσει εντυπώσεις την τελευταία φορά που πέρασε από τα Βαλκάνια, η συμμαχία των Οικογενειών φάνηκε να τάσσεται κατά μας.»

Ο Λιούις που καθόταν μέχρι πρότινος σιωπηλός αποφασίζει να πάρει τον λόγο. «Οι Τσέχοι σίγουρα θα ήθελαν μια συμμαχία μαζί μας.»

«Και τι θα κερδίζαμε εμείς από εκείνους;» Ο Φίλιπ απολάμβανε από πάντα μια συζήτηση με εκείνον. Αν μιλάει, τότε ο Λιούις έχει πολλά να πει. Και κάθε φορά συμφωνεί μαζί του τελικά, εξάλλου τώρα οι Τσέχοι μοιάζουν όντως καλή αρχική επιλογή μα θα τον βασανίσει. Θα τον αναγκάσει να του πει τα πάντα. Γιατί απολαμβάνει τους έξυπνους ανθρώπους και ο Λιούις αναμετρείται με τον Άδη στήθος με στήθος.

«Τσέχοι και Ρώσοι, συμμαχία στις Οικογένειες. Τα Βαλκάνια, με όλες τις οικογένειες της συμμαχίας που εντάσσονται στην Βαλκανική, θα γονατίσουν και μόνο στη συμμαχία με την Ρωσία. Και ο Αρχηγός στην Μόσχα έχει δείξει πολλές φορές την επιδοκιμασία του για εμάς μα κυρίως για τον Άδη. Όσο έχεις τον Άδη οι Ρώσοι θα είναι φίλοι μας και όσο εκείνοι μας στηρίζουν, θα μας στηρίξει και η Ανατολική Ευρώπη. Μετά, θα έχεις στο χέρι Γαλλία και Γερμανία, θα δεις τον Γάλλο να έρχεται εδώ γονατιστός. Θα έχεις και πάλι το πάνω χέρι, η συμμαχία μαζί τους δεν είναι καν στον ορίζοντας μα θα γίνουν Γαλλικά Σκυλάκια άμεσα. Μετά, η Γερμανία δεν θα σε ενδιαφέρει. Θα γελάς με τα κλαψουρίσματα σε συμμάχους και εχθρούς.»

«Μας συμφέρει οικονομικά», μουρμουρίζει ο Γκάμπριελ. «Οι αποθήκες ναρκωτικών στα Σκόπια είναι απίστευτα εξελιγμένες, τους θέλουμε σίγουρα. Τώρα, για τα όπλα δεν μπορώ να γνωρίζω πολλά αλλά από τις εισαγωγές και εξαγωγές βλέπω πως η Ρωσία είναι πρώτη, άρα η ταπεινή άποψη του λογιστή της Οικογένειας είναι πως εγκρίνει. Ο Λιούις έχει δίκιο.»

Ο Φίλιπ χαμογελά, κοιτά τον άνδρα που χειριζόταν από πάντα την στρατηγική της Οικογένειας και αισθάνεται υποχρέωση να δεχτεί την πρότασή του. Ο πατέρας του θα ακολουθούσε το σχέδιο αυτό τυφλά, το ίδιο θα έκανε και ο Φίλιπ λοιπόν.

Την ίδια στιγμή ο Λιούις έχει τα μάτια του στον Γκάμπριελ. Πίσω από την ουλή του βλέπει την κόψη του μυαλού του, κάθε του λέξη είναι πάντοτε μετρημένη και επιλεγμένη σωστά. Ο διοικητής πίστευε από πάντα πως εκείνος έπρεπε να πάρει τα ινία της Αρχηγίας. Και τι σημασία έχει που είναι μόνο λογιστής; Που δεν σκοτώνει με ευχέρεια, αν και το σημάδι του με τον Εστεμπάν αλλά και τα αντανακλαστικά του λένε άλλο, που δεν έχει ηγετικές ικανότητες; Είναι έξυπνος, είναι μεθοδικός και σταθερός χαρακτήρας. Όμως η επιλογή του να μείνει απλά σαν τον απλό ταπεινό λογιστή, το δεξί χέρι της Οικογένειας όπως ακριβώς και ο «πατέρας» του, κατάλαβε αργότερα πως ήταν κι αυτό μελετημένο.

«Αν συμφωνούν οι απόψεις του γηραιότερου και του λογικότερου, τότε δεν έχουμε άλλη επιλογή νομίζω από το να θέσουμε σε δράση το σχέδιο. Λοιπόν; Ποιοι είναι μέσα για ταξιδάκι στην Τσεχία;»

Ο Φίλιπ μάζεψε μια αντιπροσωπεία που θα έστελνε από την νέα χρονιά και έπειτα προέτρεψε τους περισσότερους να φύγουν, να περάσουν καλά στον κύριο χώρο του νυχτερινού κέντρου διασκέδασης.

Κάποιοι όντως φεύγουν, άλλοι κάθονται μα δεν τον ενδιαφέρει. Κάνει νόημα σε έναν σερβιτόρο που στέκεται βουβός εκεί μέσα όλη την ώρα κι εκείνος χάνεται ευθύς.

Ανοίγει ένα συρτάρι, ένα κουτί ξύλινο κάθεται στο μεγάλο γραφείο. Ο Βίνσεντ πλησιάζει, πάντα ταιριάζει λίγο χόρτο σε ένα αδιάφορο βράδυ Κυριακής. Ο Λιούις αποχωρεί εκείνη την στιγμή. Οι πνεύμονές του θέλει να κρατήσουν λίγο παραπάνω. Ο Άστον πάντως πλησιάζει κι εκείνος.

«Γκάμπριελ; Εσύ;»

«Είμαι εντάξει προς το παρόν.»

Ο Βιν θέλει να τον πείσει, «έλα λογιστάκο, ένα τσιγαράκι είναι». Μα ο Γκάμπριελ αδιαφορεί για τον φιλικό του τόνο μιας που η πόρτα άνοιξε και η μπαργούμαν εμφανίστηκε φορτωμένη με κουβάδες, μπουκάλια και πάγο. 

«Άργησα; Δεν άργησα!»

Είναι κυρίως ανακουφισμένη. Τέσσερις άνδρες μονάχα και με τον έναν έχουν ανταλλάξει αρκετά σωματικά υγρά για να την προστατέψει σε πιθανή επικίνδυνη κατάσταση.

Ο Φίλιπ της χαμογελά με αυτό το τόσο εγκάρδιο χαμόγελό του και σηκώνεται αμέσως από την θέση του για να πάει να την αγκαλιάσει. Ο Βιν και ο Άστον κοιτάνε τον Γκάμπριελ πονηρά. Αλίμονο, η Παραμονή Χριστουγέννων ήταν επεισοδιακή για όλα τα Μέλη της Οικογένειας.

«Δεν άργησες καθόλου! Πάνω στην ώρα για ένα Godfather!»

Εκείνη χαμογελάει. Τον κοιτά φευγαλέα, με το στραβό της χαμόγελο να δημιουργεί ταραχή μέσα του. Παίρνει βαθιά ανάσα και ιχνηλατεί κάθε της κίνηση. Η Ρωξάνη το νιώθει το βλέμμα του πάνω της. Και αυτό είναι για άλλη μια φορά τονωτικό για την αυτοπεποίθησή της.

Δίνει το ποτό στον Φίλιπ ούτε ένα λεπτό αργότερα. Εκείνος το δοκιμάζει και προτού της πει να φύγει, την επιβεβαιώνει πως όλα πήγαν καλά. Ο Βίνσεντ όμως δεν χάνει την ευκαιρία του.

«Για εμάς δεν έχει ποτό δεσποινίς Ρωξάνη;»

Ο Γκάμπριελ μετακινεί το βλέμμα του από την κοπέλα στον διοικητή. Ψάχνει να διαβάσει τις προθέσεις του στην ματιά που ρίχνει στην μπαργούμαν. Είναι χαλαρός, σχεδόν διασκεδάζει όταν καταλαβαίνει πως ο Βιν έχει όρεξη για παιχνίδι.

Η Ρωξάνη κοιτά τον άνδρα που της έκανε την ερώτηση με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Πόσα πληρώνεις για ένα ποτό μου;»

«Πόσο χρεώνεις;» αντιγυρίζει. Ο Φίλιπ κοιτά τον λογιστή του. Βλέπει την λάμψη στο βλέμμα του καθώς την ακούει να απαντά με σθένος.

«Ας πούμε ότι δεν παρέχω υπηρεσίες που να καλύπτουν το οικονομικό σου εύρος.»

Του κλείνει το μάτι εντελώς παιχνιδιάρικα προτού σηκώσει τους κουβάδες ξανά και πισωπατήσει προς την έξοδο. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στον Γκάμπριελ, πολλά υποσχόμενη χάνεται τελικά πίσω από την πόρτα.

Λίγο αργότερα, το μήνυμα στο κινητό της την έκανε να κοκκινήσει. Ο λογιστής πάλι κατάφερε να της βάλει στο μυαλό ανήθικες σκέψεις. «Δεν ξέρω αν σου έχω πει πόσο αγαπώ τις κυρίαρχες γυναίκες

Η Ρωξάνη απλώς περιμένει πότε θα τις πραγματοποιήσει.

»«»«»«

Ελάτε... Πείτε μου... 
Πόσο θα θέλατε να ήσασταν η Ρωξάνη. Βασικά, ο Γκάμπριελ. Και οι δύο. Δεν αντέχω, bi panic. 

Αγαπημένο σημείο; Πείτε μου αγαπημένο σημείο γιατί θα ουρλιάξω! Επίσης, πείτε μου τι θα θέλατε να δείτε στο μέλλον στα σίγουρα (το σεξ ειναι σίγουρη απάντηση ΞΕΡΩ). Και ναι, αυτές οι σημειώσεις επιστρέφουν, το κεφάλαιο γράφτηκε με το Lupin να παίζει στο ριπίτ.

Τέλος, έχετε δικαίωμα να ρωτήσετε ένα πράγμα τον Γκάμπριελ/Άδη; Τι θα ήταν αυτό; 

Πις εντ λοβ,

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top