𝑁𝑖𝑛𝑒. 𝐿𝑎 𝐿𝑜𝑢𝑖𝑠𝑖𝑎𝑛𝑒
Η μετακόμιση στο καινούριο σπίτι της Οικογένειας έγινε γρήγορα. Είχαν επεκταθεί οι δύο φίλοι, είχαν καταφέρει να γίνουν γνωστοί στον υπόκοσμο όλης της Αγγλίας, με την βοήθεια του «Άδη», εκείνου του άγνωστου στυγνού εκτελεστή, μπόρεσαν να αγγίξουν και μερικές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Βρίσκονταν όμως στα πολύ αρχικά στάδια αυτής της εξουσίας και κρατούσαν τα χαλινάρια σφιχτά στις προσδοκίες και τα όνειρά τους.
Ο Γκάμπριελ δεν γνώριζε στα δεκατρία του πως τον φοβόταν το μεγαλύτερο μέρος του υποκόσμου. Δεν γνώριζε την δύναμη που κρατούσε.
Ο Άλμπερτ πίεζε τον Ρίο, «Ο μικρός πρέπει να το μάθει», του έλεγε. Μα η απάντηση του άνδρα ήταν πάντα η ίδια. «Αν θέλεις να πέσουμε όλοι μαζί με τον μικρό, πάω να του το πω τώρα. Αν θέλεις όμως να γίνουμε σπουδαίοι μαζί του, άσε με να το χειριστώ όπως ξέρω».
Ο Άλμπερτ εκεί φορούσε το αλαζονικό του ύφος. «Εγώ είμαι ο αρχηγός της Οικογένειας, το ξέχασες;»
«Και εγώ είμαι το δεξί σου χέρι, ο πιο έμπιστος από όλους. Και μιλάμε για ένα παιδί που εγώ μάζεψα, είναι σαν παιδί μου, πρέπει να τον χειριστούμε σωστά αν θέλουμε να βγει σε καλό.»
Και τότε ο Άλμπερτ τα παρατούσε. Δεν φοβόταν. Ούτε αμφισβητούσε την μελλοντική εξουσία του γιού του. Μα έπρεπε να τον προετοιμάσει. Να του μιλήσει για τον Άδη, για το πόσο μπορεί να του χρησιμεύσει στο μέλλον.
«Δεν θέλω να εκμεταλλευτώ τον Γκάμπριελ. Είναι φίλος μου, σχεδόν αδερφός μου. Δεν θέλω!» Ο Φίλιπ δεν εξεπλάγην με τα νέα πως ο τρανός και τρομερός Άδης για τον οποίο έχει βουίξει ο υπόκοσμος, είναι το μικρό αγόρι που ακόμη βλέπει εφιάλτες και κοιμάται με το φως αναμμένο στο δωμάτιο του γιατί φοβάται. Ήξερε πως κάποια στιγμή ο μικρός θα γινόταν χρήσιμο μέλος. Μα δεν μπορούσε να ακούει όλα αυτά τα λόγια περί «σημαντική η χρησιμότητα στην Οικογένεια». Ένιωθε πως τον χρειάζονταν μόνο γι' αυτό.
«Μην ανησυχείς, Φίλιπ, δεν πρόκειται για εκμετάλλευση. Εξάλλου, δεν μιλάμε για τον Γκάμπριελ. Μιλάμε για τον Άδη, τον εκτελεστή. Είναι δυνατό χαρτί για εσένα, δεν το ξέρεις; Δεν το αντιλαμβάνεσαι;»
Ο Ρίο ήξερε πολύ καλά ποιες λέξεις χρησιμοποιούσε. Ο σύντομα ενήλικος Φίλιπ στο μυαλό του είχε μονάχα την αρχηγεία της Οικογένειας, προσπαθούσε να φανεί αντάξιος της θέσης, της κληρονομιάς, προσπαθούσε να φανεί έτοιμος, να δείξει πως ξέρει ακριβώς τις απαραίτητες ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτει. Η αντίληψη, η σφαιρική εκτίμηση των πραγμάτων ήταν κάποια από αυτές. Οπότε όταν ο Ρίο του μίλησε, απλώς δεν μπορούσε να αρνηθεί πως είχαν δίκιο.
«Εντάξει. Απλώς μην μου ζητήσετε να τον εκμεταλλευτώ.»
«Γιατί, τον εκμεταλλευόμαστε εμείς;»
Εκεί ο Φίλιπ κάνει παύση. Και ο Ρίο συνεχίζει. «Κοίταξε, Φίλιπ, πρέπει να διαχωρίσεις μερικά πράγματα. Ο Γκάμπριελ ήρθε σε αυτό το σπίτι επειδή βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πτώματα, το ένα εκ των οποίων το είχε σκοτώσει εκείνος. Δεν το κρύβω, από την αρχή είχαν πολλές βλέψεις για εκείνον μα τον πήραμε στο σπίτι μας γιατί ήταν ένα παιδί μόνο. Θα πέθαινε αν το αφήναμε, απλώς του σώσαμε την ζωή θα έλεγε κανείς. Μόνος του μου απέδειξε πως είναι ικανός να σκοτώσει ξανά. Μπόρεσε να σκοτώσει τον πατέρα του, μπόρεσε να σκοτώσει τον παππού σου, αν χρειαστεί να μας προστατεύσει θα το κάνει ξανά και ξανά. Δεν αναγκάζουμε τον μικρό να κάνει τίποτα που δεν θέλει, δεν τον ανάγκασα εγώ να τραβήξει την σκανδάλη. Και αν το κάνει ξανά θα το κάνει μονάχα επειδή θέλει.»
«Και όλα αυτά τα μαθήματα σκοποβολής;»
«Αν αποφασίσει να σκοτώσει, ας έχει και την κατάλληλη παιδεία πάνω στα όπλα. Απορώ πως μπόρεσε να οπλίσει κιόλας, μα τώρα πηγαίνει σύμφωνα με τους κανόνες. Δεν είναι επικίνδυνος επίσης.»
Ο Άλμπερτ τώρα μιλά, επεμβαίνει. «Που ξέρουμε πως δεν είναι επικίνδυνος; Μόνος σου είπες πως σκότωσε το αίμα του, δεν θα διστάσει να σκοτώσει κι εμάς σε κάθε ευκαιρία.»
Εδώ ο Ρίο γελάει. «Γιατί νομίζετε ότι μιλάμε για ψυχοπαθή; Σκότωσε στα έντεκα του τον πατέρα του γιατί εκείνος σκότωσε την μητέρα του μπροστά στα μάτια του και την βίασε. Δεν θα το έκανε κάποιο άλλο εντεκάχρονο, το ξέρω. Ο Φίλιπ ακόμη δεν μπορεί να σκοτώσει, αλλά φανταστείτε τι φρικαλέα πράγματα είδε για να οδηγηθεί σε αυτό το σημείο. Και έπειτα, στα δεκατρία του σκότωσε τον πατέρα σου Άλμπερτ, γιατί όμως; Αναρωτήθηκε κανείς σας γιατί;»
Πατέρας και γιος μένουν να τον κοιτούν σιωπηλοί.
«Σας μίλησα ποτέ για το τι μου είπε όταν ο προδότης έπεσε στο πάτωμα νεκρός; Σας είπα ποτέ τι έκανε;»
Πάλι σιώπησαν, αυτή τη φορά περιμένοντας να συνεχίσει.
Και τους εξήγησε. Τον φόβο στα μάτια του παιδιού όταν ένα γερό χέρι έπνιγε τον λαιμό του, το τρομοκρατημένο του ύφος καθώς ο Ρίο πάλευε με εκείνον, την αποφασιστικότητα του καθώς τραβούσε την σκανδάλη. Και έπειτα τους περιέγραψε την σφιχτή αγκαλιά του μικρού και τα λόγια του που έδειχναν μονάχα ανασφάλεια.
Αυτή τη φορά πρόλαβε.
«Ο μικρός θα πάει σε ψυχολόγο και σε ψυχίατρο αν αυτό χρειαστεί. Θα περάσει από εκπαίδευση, θα περάσει από οτιδήποτε χρειάζεται για να φτάσει να είναι αντάξιος του ονόματός του. Εντάξει;»
Και οι δύο συμφωνούν. Οι τρεις τους αποφάσισαν πως θα μείνει κρυφή η ταυτότητα του Άδη. Και επίσης αποφάσισαν πως ήταν η τελευταία φορά που βρίσκονταν μόνοι τους στο δωμάτιο. Την επόμενη φορά θα παρευρισκόταν και ο Γκάμπριελ. Ήταν πλέον επίτιμο μέλος της Οικογένειας. Του άξιζε.
Οπότε για τον επόμενο χρόνο, μέχρι να κλείσει τα δεκατέσσερά του, ο Γκάμπριελ συμμετείχε στις συζητήσεις τους σιωπηλά. Δεχόταν κάθε είδος συμβουλής από τον Άλμπερτ και τον Φίλιπ μα πάντα έπαιρνε την τελική έγκριση από τον Ρίο.
Τα μαθήματα στις πολεμικές τέχνες μειώθηκαν. Είχε φτάσει σε ένα αρκετά καλό επίπεδο και πλέον απλώς πήγαινε μερικές ώρες την εβδομάδα για να μην βγαίνει εκτός φόρμας. Γράφτηκε στην ομάδα μπάσκετ του σχολείου του, δεν έκανε φίλους μα ο Ρίο είδε μέσα του το ομαδικό πνεύμα να πλάθεται.
Μέχρι τα δεκαπέντε δεν είχε σκοτώσει κανέναν ξανά, κι αυτό μονάχα τον τρόμο έσπερνε στον υπόκοσμο. Όλοι φοβούνταν «το ξέσπασμα» του Άδη, του αγνώστου δολοφόνου. Ο Ρίο γνώριζε καλά τι έκανε. Όσο αναζωπύρωνε τις φήμες, τόσο περισσότερο χρόνο διέθετε για να πλάσει τον Άδη και είχε εμπιστοσύνη στον έφηβο που μετατρεπόταν.
Ο δεκαπεντάχρονος Γκάμπριελ είχε ωριμάσει άμεσα, ήταν πάντα σωστός, μιλούσε εκεί που έπρεπε, γνώριζε τα όρια του. Επίσης, πήγε σε ψυχολόγο. Και με τον καιρό ξεκίνησε να αντιμετωπίζει ώριμα το τραύμα του.
Ο Τζέιμς, παρόλο που είχε δεχτεί απειλεί για να μην μιλήσει στην αστυνομία για όσα ακούσει, τελικά τήρησε τον λόγο του χάρη στο ευγενικό παιδί που καθόταν κάθε Πέμπτη και Σάββατο στην καρέκλα απέναντι του. Μιλούσε ήρεμα, όχι δυνατά, ήταν ευγενικός και σαν σφουγγάρι αφομοίωνε κάθε συμβουλή.
Ο ψυχολόγος τον προέτρεψε να ενταχθεί σε μια ομάδα ανάγνωσης στο σχολείο του, του πρότεινε να ζητήσει σε ραντεβού το κορίτσι που του άρεσε από την τάξη του, τον βοήθησε να ζωγραφίσει την μαμά του, έγραψε μερικά λόγια για το πώς αισθάνεται για τον μπαμπά του. Και έπειτα, δεν είχε τι να του απαντήσει στην ερώτηση, «Για τον Ρίο ή για αυτόν που σκότωσε την μαμά μου;». Οπότε τελικά ο Γκάμπριελ έγραψε μια έκθεση για τον Ρίο και μια για τον Τζάσπερ.
Έπειτα, τον ώθησε να κλείσει το φωτάκι στο δωμάτιό του κι εκείνος το έκανε, μα τα κατάφερε να κοιμάται χωρίς αυτό μετά από αρκετούς μήνες.
Τον καθοδήγησε για πολλούς μήνες, κάποιους μήνες μετά τα δέκατα έκτα γενέθλιά του και ο μικρός δεν έβλεπε πια εφιάλτες. Η εικόνα του βιασμού της μαμά του έμενε στο μυαλό του μα δεν τυραννούσε τον ύπνο του. Λίγο πριν τα δεκαεπτά σταμάτησε εντελώς να βλέπει όνειρα. Ή απλώς δεν τα θυμόταν την επόμενη μέρα.
Ζήτησε από την κοπέλα που του άρεσε στην τάξη να βγουν και ενώ τον απέρριψε εκείνος ζήτησε από την κολλητή της ένα ραντεβού και έπειτα πέρασε μερικά βράδια να σκέφτεται πως θα είναι το πρώτο του φιλί.
Λίγες μέρες μετά εξομολογήθηκε στον Τζέιμς ότι δεν ήταν όπως το περίμενε. Όπως και η πρώτη του φορά περίμενε να είναι διαφορετική. Απομυθοποίησε τον έρωτα και το σεξ, δεν συνδέθηκε ποτέ με το πρώτο, τάχθηκε υπέρ του δεύτερου και απλώς ικανοποιούσε τις ανάγκες του έφηβου μέσα του, με τις ορμόνες του να χτυπούν κόκκινο.
Στα δεκαοχτώ του είχε πια διαμορφωθεί σαν Γκάμπριελ. Ένιωθε εντάξει πια με τον εαυτό του. Ο εικοσιδιάχρονος Φίλιπ ένιωθε περήφανος για τον φίλο του. Τα είχε καταφέρει εξαιρετικά! Και μάλιστα ολομόναχος.
Ο Ρίο χαιρόταν να τον βλέπει.
Ένας νέος που χαμογελούσε χωρίς να τον ενδιαφέρει αν χαλάσει την εικόνα του σοβαρού διαδόχου του Ρίο. Ένας νέος που δεν ονειρευόταν την εξουσία και έδωσε οποιαδήποτε μορφή δύναμης στον «αδερφό» του. Τον παρατηρούσε που μεγάλωνε και σιγά-σιγά έμαθε να δαμάζει τα νεύρα του, έμαθε να δαμάζει το συνειδητό και υποσυνείδητο μέρος του εαυτού του. Παρέμενε ένας φυσιολογικός δεκαοχτάχρονος έφηβος που είχε πάρει το παρελθόν του και το είχε κάνει μάθημα και δύναμή του.
Και ο Ρίο περίμενε υπομονετικά την στιγμή που ο Άδης θα ταρακουνήσει τον υπόκοσμο ακόμη μια φορά. Την στιγμή που όσοι είχαν ξεχάσει την απειλή, τώρα θα έτρεμαν κάτω από το ηχηρό βάδισμά του.
Και αν ρωτάς, η στιγμή αυτή δεν άργησε να έρθει.
Πρέπει να ήταν Σάββατο βράδυ, δεν θυμάται και τέλεια τι γινόταν εκείνη την ώρα στο τεράστιο δωμάτιο που είχαν μαζευτεί τόσα μέλη της Οικογένειας. Κυκλοφορούσε πολύ ποτό και χόρτο, εκείνος απλώς κάπνιζε ένα κανονικό τσιγάρο.
Η πόρτα χτύπησε όταν ο Ρίο ήταν έτοιμος να χορέψει μαζί με την χορεύτρια πάνω στο μεγάλο τραπέζι. Όσο γοητευτικός κι αν ήταν για την ηλικία των σαράντα, ο Γκάμπριελ θα προτιμούσε να μην το δει αυτό. Οπότε όταν τους διέκοψε το χτύπημα στην πόρτα και έπειτα τα γυναικεία ουρλιαχτά που ήταν εκκωφαντικά μέσα στην αίθουσα.
Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε όρθιος, στένεψε τα μάτια του και έψαξε στις εκφράσεις των υπόλοιπων τις απαντήσεις. Κανένας δεν γνώριζε γι' αυτήν την εξέλιξη μα όλοι φάνηκαν έτοιμοι να την ευχαριστηθούν.
Κοίταξε τον Φίλιπ. «Πες μου ότι είναι νόμιμες. Έστω ηλικιακά. Πες μου αυτό μόνο.»
Ο φίλος του χαμογέλασε. «Όλες τους. Και μάλιστα είναι εδώ με την θέλησή τους. Χορεύτριες είναι, απλώς ήρθαν κάπως... βίαια.»
Ο Γκάμπριελ δεν τον πίστεψε μα έμεινε σε ετοιμότητα για οτιδήποτε προκύψει. Τις είδε μετά από τον πανικό τους να χαμογελάνε τελικά και να απλώνονται σε όλη την αίθουσα, χορεύοντας η κάθε μια σε έναν διαφορετικό άνδρα, ίσως και σε δύο ή τρεις.
Έμοιαζαν όλες μεγάλες σε ηλικία, θα πίστευε γύρω στα τριάντα αλλά το βαρύ μακιγιάζ σίγουρα τις μεγάλωνε. Κάποια κοπέλα ήρθε κοντά του, ξεκίνησε να χορεύει πάνω του μα εκείνος δεν έδινε σημασία. Γιατί το βλέμμα του εστίασε σε εκείνη την κοπέλα που έκανε άγαρμπες κινήσεις, χόρευε σχεδόν κλαμένη κι έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει.
Είδε τον Γκάρφιλντ να την αρπάζει από το χέρι και να την παίρνει μακριά από το δωμάτιο. Η κοπέλα που χόρευε πάνω του πάσχιζε να τραβήξει την προσοχή του. Φαινόταν πλούσιος, σίγουρα μετά από μια νύχτα θα έπαιρνε αρκετά λεφτά, σκέφτηκε. Όταν ο άνδρας της έκανε νόημα να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει έξω, εκείνη ένιωθε να πετάει στα ουράνια. Σιγά-σιγά η αίθουσα άδειαζε και τα δωμάτια γέμιζαν.
Ο Γκάμπριελ έφτασε έξω από ένα δωμάτιο μα δεν μπήκε μέσα. Κοίταξε την κοπέλα και έβγαλε από την τσέπη του πολλά χρήματα. Τα έχωσε στην χούφτα της και την κοίταξε μέσα στα μάτια αυστηρά. «Θα φύγεις. Δεν θα γυρίσεις ξανά. Αλλιώς θα πεθάνεις.»
Πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που απείλησε έτσι κάποιον. Αλλά όλα γίνονταν για ένα σκοπό.
Όταν η κοπέλα έφυγε τρέχοντας, μπούκαρε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει. Και αυτό που είδε ήταν φρικιαστικό. Το κορίτσι από πριν γυμνό, να κλαίει, να ουρλιάζει, να χτυπιέται και τον Γκάρφιλντ απλώς να την κυνηγάει... ημίγυμνος.
Το όπλο που μέχρι πρότινος δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του και απλώς κουβαλούσε για περιπτώσεις ανάγκης, βρέθηκε στο χέρι του γρήγορα. Το κορίτσι έτρεξε και στάθηκε δίπλα του δίχως να την νοιάζει που το εφηβικό της σώμα ήταν σε κοινή θέα.
«Γουστάρεις να πηδάς ανήλικα;» Φωνάζει μα δεν είναι εκνευρισμένος. Το έλεγχε. Σιγά-σιγά, όλα τα έλεγχε.
«Σιγά τον πολυέλαιο, Γκάμπριελ. Πόσο χρονών μπορεί να είναι; Χρειάζεται να γλυκαθεί, δεν το βλέπεις πόσο κόκκινο είναι για εμένα;» ο άνδρας πλησιάζει και δείχνει οτιδήποτε δεν θα έπρεπε να δείχνει, «Δεν βλέπεις πόσο καυλωμένη είναι; Δες τις ρώγες της, δες το μουν-»
Ο Γκάμπριελ δεν άντεξε να ακούσει κάτι περισσότερο. Μόλις δεκαοχτώ χρονών και δεν σκέφτηκε στιγμή να κλωτσήσει με δύναμη τον σαραντάχρονο άνδρα.
Εκείνος πισωπάτησε κι έτσι ο άνδρας –τώρα πια– με το όπλο έδιωξε την κοπέλα από το δωμάτιο. Και όταν η πόρτα έκλεισε ηχηρά κάτι μέσα του άναψε μια πυρκαγιά.
Όπλισε και έπειτα έριξε μια σφαίρα στο πόδι του. Όπλισε ξανά και πέτυχε τον ώμο του. Όπλισε πάλι και στόχευσε το χέρι του. Και έπειτα, πέταξε το μεταλλικό φονικό, απλώς σήκωσε ψηλά τα μανίκια του και δεν σταμάτησε να χτυπά το πρόσωπο του χτυπημένου άνδρα.
Ο Γκάρφιλντ φώναζε. Ούρλιαζε. Παρακαλούσε τον Γκάμπριελ να σταματήσει.
«Δεν. Με. Λένε. Γκάμπριελ.» Κάθε παύση και ένα χτύπημα. Κάθε παύση και μια ακόμη σπίθα που έγινε φωτιά να κάψει το μέσα του. Ο άνδρας απλώς κλαψούριζε παραπάνω. «Το όνομά μου», ούρλιαξε πριν του δώσει μια σχεδόν τελειωτική κλωτσιά, ο άνδρας έπεσε αποκαμωμένος, με την πνοή ζωής να ξεφεύγει λίγο-λίγο από το σώμα του, «το όνομα μου, γαμημένε άρρωστε», τον πλησίασε μια τελευταία φορά, «είναι Άδης».
Ο Γκάρφιλντ παρέδωσε την ψυχή του στον άρχοντα του Κάτω Κόσμου.
Και εκείνος την κουβάλησε στην πλάτη του. Ήταν κάπως βαριά μα το συνήθισε γρήγορα. Την πέταξε στον ποταμό, ο Χάροντας ξύπνησε από τον ήχο των κυμάτων. Ο Κέρβερος φάνηκε λίγο αργότερα.
Τον οδήγησε μέχρι τον θρόνο του. Ο Άδης κάθισε, φόρεσε το ματωμένο στέμμα του και με μια ματιά έσβησε την φωτιά που είχε ανάψει.
Ο Άρχοντας οδηγήθηκε εκεί που ανήκει.
Η κοπέλα περίμενε έξω από το δωμάτιο τον άνδρα που την έσωσε. Όταν βγήκε από εκεί μέσα έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε. Ήταν πολύ ψηλός, την περνούσε δύο με τρία κεφάλια. Ο Γκάμπριελ την τράβηξε από πάνω του και την κουβάλησε στα χέρια του μέχρι το δωμάτιό του σε κάποιον άλλον όροφο.
Την έβαλε να κάνει ένα ντουζ στο μπάνιο του και όσο εκείνη βρισκόταν εκεί μέσα κλαίγοντας, ο Ρίο άκουγε την εξέλιξη των γεγονότων χαμογελώντας.
«Καλώς ήρθες πίσω Άδη.»
«Δεν μπορούσε να προσδιορίσω το αίσθημα που με κατέκλυσε, Ρίο.»
«Να το συζητήσεις με τον Τζέιμς.»
Ο Γκάμπριελ έγνεψε. Και έπειτα τον έδιωξε από το δωμάτιο αντιλαμβανόμενος πως σε λίγο η κοπέλα θα βγει από το μπάνιο.
Πράγματι, όταν η πόρτα του δωματίου έκλεισε, το κορίτσι βγήκε φοβισμένο. Έτρεξε να καθίσει δίπλα στον άνδρα που την έσωσε.
«Πως σε λένε, δεν μου είπες.»
Το κορίτσι χαμογελά. «Λιζ. Το όνομά μου είναι Λιζ.»
Κι εκείνος χαμογελά. «Εμένα με λένε Γκάμπριελ. Πόσο χρονών είσαι Λιζ;»
«Προχθές έκλεισα τα δεκατέσσερα.»
Δεν την ρώτησε τίποτα περισσότερο. Απλώς την οδήγησε μέχρι το γραφείο του Άλμπερτ ο οποίος στο άκουσμα της επιστροφής του Άδη ταράχτηκε –όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Τα νέα μεταδόθηκαν γρήγορα στον υπόκοσμο και η άγνωστη ταυτότητα του εκτελεστή ήρθε να καλύψει με φόβο όλη την Ευρώπη.
Μέσα στο δωμάτιο επικράτησε σιγή. Ο Άλμπερτ καθόταν σκεπτικός μα γρήγορα μίλησε. «Η Λιζ θα μείνει εδώ, υπό την προστασία μας. Είστε σύμφωνοι;» Και οι άλλοι τρεις δέχθηκαν αμέσως. Ο Γκάμπριελ της έκλεισε το μάτι, ο Φίλιπ της χαμογέλασε και ο Ρίο ήθελε να την ευγνωμονήσει που ξύπνησε τον Άδη.
Η Λιζ τελικά εντάχθηκε στην Οικογένεια. Και ο Φίλιπ με τον Γκάμπριελ έγιναν οι φύλακες Άγγελοι της.
.....................
Περίμενε τηλέφωνό της την επόμενη μέρα; Ναι, περίμενε.
«Τι βάζουμε σε αυτές τις περιστάσεις; Τι περίσταση είναι βασικά; Γιατί να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω τι να ζητήσω στα μαγαζιά. Τι να πω; Πως το ζητάμε; Δεν έχω ιδέα, Γκάμπριελ βοήθα με!»
Εκείνος χαμογέλασε χωρίς εκείνη να το ξέρει και έκλεισε τα λογιστικά βιβλία του. «Τι να σου πω, εγώ ένα κοστούμι φοράω.»
«Και πως το ζητάς;»
Ο λογιστής καθαρίζει τον λαιμό του. «Καλησπέρα, ψάχνω ένα κοστούμι για μια δεξίωση που πρέπει να παρευρεθώ.» Η Ρωξάνη θέλει να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο. Την ακούει που κλαψουρίζει. Μετά ακούει ένα παιδικό ουρλιαχτό και την Ρωξάνη να μαλώνει κάποιον. «Που είσαι;»
«Στο εμπορικό. Ένα μούλικο μόλις με κλώτσησε γιατί μπήκα στον δρόμο του. Ναι, σόρρυ μικρό κακομαθημένο μυξιάρικο» του φώναξε «αλλά εδώ το πλακάκι δεν γράφει το όνομά σου!»
Ο Γκάμπριελ προσπαθεί να μην γελάσει. Αλήθεια, κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες. Αλλά τελικά απλώς ενδίδει την στιγμή που η κοπέλα ξεκινά και τρέχει μακριά από τον πατέρα του μικρού παιδιού που της φωνάζει να σταματήσει.
«Κρύφτηκα στις τουαλέτες!» ψιθυρίζει στο τηλέφωνο. «Θα μείνω εδώ μέχρι να βαρεθούν και να φύγουν.»
Για καλή της τύχη, ο Γκάμπριελ αποφάσισε να την σώσει για ακόμη μια φορά. Μερική ώρα αργότερα, όταν ο λογιστής έφτασε στις γυναικείες τουαλέτες και είδε τον πατέρα με το παιδί να περιμένουν ακόμη την Ρωξάνη που αρνούνταν να αποχωριστεί την τουαλέτα που είχε πιάσει, σχεδόν λύθηκε στο γέλιο. Δεν έκανε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά να φτάσει αλλά ούτε και περισσότερο από μισάωρο. Σε όλη την διαδρομή μιλούσαν στο τηλέφωνο και μπορούσε να ακούσει την Ρωξάνη να ουρλιάζει όταν το μικρό παιδί προσπαθούσε να χωθεί κάτω από την πόρτα.
«Κοίτα εδώ το σατανιασμένο, είναι βρώμικα κάτω, ΤΙ ΚΑΝ-»
Τελικά ο Γκάμπριελ ανέλαβε να την βγάλει από την δύσκολη θέση. Πήρε το πιο σοβαρό του ύφος και μπήκε στις γυναικείες τουαλέτες προσπερνώντας τον μπαμπά που χτυπούσε εκνευρισμένος την πόρτα.
«Ρωξάνη; Ρωξάνη με ακούς;»
Η κοπέλα αισθάνθηκε γαλήνη, ηρεμία και ευγνωμοσύνη. «ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ! ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ!»
«Σας παρακαλώ κύριε, κάντε άκρη!» Γύρισε να κοιτάξει τον πατέρα που στην όψη και μόνο του λογιστή φάνηκε να πισωπατεί. «Γιατί φωνάζετε κύριε; Να μας πείσετε ότι είστε τραγουδιστής;»
Ο άνδρας μαζεύει το παιδί του κοντά του. «Η κοπελιά εκεί μέσα τον χτύπησε!» Η Ρωξάνη, τώρα που είναι εκεί και ο Γκάμπριελ, βγήκε από την τουαλέτα φουριόζα.
«Α, σας παρακαλώ! Το μούλικο σας με χτύπησε!» Ο λογιστής την αγριοκοιτάει και την κρατά πίσω του. Πριν ο πατέρας του παιδιού εξαγριωθεί, εκείνος μιλά.
«Συγγνώμη, κύριε μου, δεν βλέπετε ότι η κοπέλα δεν είναι καλά; Μόλις βγήκε από την ψυχιατρική κλινική της, μην της δίνετε σημασία.» Η αγκωνιά της δεν τον επηρέασε, ούτε που πόνεσε βασικά και ο λογιστής δεν μπορεί παρά να τραβήξει την κοπέλα έξω από τις τουαλέτες. «Καλή συνέχεια και να προσέχετε το παιδί σας.»
Όσο προχωρούν προς τους διαδρόμους του μεγάλου εμπορικού κέντρου η Ρωξάνη τον τραβά, βασικά προσπαθεί, προς τα πίσω «για να πει δύο λογάκια στον ανεύθυνο πατέρα» αλλά ο Γκάμπριελ που έχει περισσότερη δύναμη την σέρνει κυριολεκτικά στις σκάλες που οδηγούν σε εκείνο το μαγαζί από το οποίο ψωνίζει η Λιζ.
Όλο το εμπορικό ανήκει στον Φίλιπ, τα περισσότερα μαγαζιά ξέρουν τον Γκάμπριελ οπότε όταν μπήκαν σε εκείνο το φαντασμαγορικό, με τα εκατοντάδες φορέματα και παπούτσια, η Ρωξάνη έμεινε να κοιτάζει μαγεμένη.
«Γκάμπριελ, εξαιρετικό μαγαζί αλλά θα μου φτάσει τρεις μισθοί; Τόσα έχω στην κάρτα.»
«Θα σου δανείσω εγώ αν δεν σου φτάσουν. Εντάξει;»
Η Ρωξάνη αγκαλιάζει το μπράτσο του και περπατά δίπλα του σχεδόν υπνωτισμένη από τα τόσα χρώματα, σχέδια, στυλ και διακοσμητικά. Ο Γκάμπριελ ξεκίνησε να της δίνει φορέματα στα χέρια να κρατάει. Κρατούσε και εκείνη από το άλλο χέρι κρεμάστρες με ρούχα που της γυάλισαν στο μάτι και αφού με το ζόρι έβλεπε μπροστά της, μπήκαν στα δοκιμαστήρια χωρίς να καθυστερούν.
Η υπάλληλος έφερε μια καρέκλα στον Γκάμπριελ να καθίσει, ήταν συχνός επισκέπτης εξάλλου του μαγαζιού. Ερχόταν να πάρει τα φορέματα της Λιζ όταν εκείνος έπαιρνε τα δικά του κοστούμια από το διπλανό μαγαζί. Έτσι, οι κοπέλες των γνώριζαν όλες και τώρα που ήρθε για πρώτη φορά με κοπέλα στο μαγαζί χασκογελούσαν και πειράζονταν μεταξύ τους.
Η Ρωξάνη πάντως φαινόταν ανενόχλητη να δοκιμάζει φορέματα. Και της πήγαιναν τα περισσότερα. Ο Γκάμπριελ δυσκολευόταν να αποφασίσει ανάμεσα σε εκείνο το κόκκινο με το βαθύ ντεκολτέ, το μαύρο σατέν, την πράσινη τουαλέτα και το μπεζ στενό.
Μα εν τέλει έμεινε να την κοιτάζει έκπληκτος όταν φόρεσε ένα κόκκινο κοστούμι με ένα μικροσκοπικό για τα γούστα του δαντελένιο μαύρο σουτιέν, θα το χαρακτήριζε.
Και η Ρωξάνη το πήρε. Γιατί αν κάτι δεν είχε ξαναδεί αυτό ήταν αυτή η έκπληξη στο πρόσωπό του και αν μη τι άλλο, κοκκίνισε τα μάγουλά της σε τόνους ίδιο με το ρούχο που τελικά αγόρασε.
«Έτοιμη;» την ρωτά κουβαλώντας την τσάντα της εκείνος. Η κοπέλα έγνεψε και ένιωσε το άγχος να φεύγει από πάνω της. «Ευχαριστημένη;»
«Πολύ! Είσαι ο σωτήρας μου, όντως. Νομίζω έπιασε το μάνιφεστ που έκανα όταν ζητούσα από το Σύμπαν να μου στείλει λίγη τύχη. Εν τέλει μου έστειλε εσένα, δεν παραπονιέμαι καθόλου!»
Εκείνος χαμογελά. Την καθοδηγεί στο διπλανό μαγαζί για να πάρει το δικό του κοστούμι για το βράδυ, μετά την προηγούμενη μέρα που πέταξε εκείνο που φορούσε, έπρεπε να ανανεωθεί με ολοκαίνουριο μαύρο και ένα περίεργο που θα του διάλεγε η Ρωξάνη, όπως είπε.
Οι υπάλληλοι τον γνώριζαν με το μικρό του. Ήξεραν το γούστο του. Οπότε την στιγμή που η Ρωξάνη τον έχωσε στο δοκιμαστήριο δίνοντάς του κάτι περίεργα χρώματα σε ρούχα όπως το μουσταρδί, το μωβ, το μπλε παστέλ και κάτι κίτρινα και πορτοκαλί. Ο Γκάμπριελ απλώς τα φορούσε γνωρίζοντας πως οι υπάλληλοι του έχουν κρατήσει αυτό που θέλει.
«Αχ δεν είναι το χρώμα σου το πορτοκαλί!»
«Ωραίο το κόκκινο, κάνει αντίθεση με τα μάτια σου.»
«Το πράσινο σε χλωμιάζει.»
«Με το κίτρινο μου θυμίζεις το καναρίνι μου που πέθανε.»
«Με αυτό το μωβάκι είσαι φίνο γκομενάκι, να το πάρεις!»
Και τον έπεισε να πάρει εκείνο το μωβ το ανοιχτόχρωμο γιατί λέει τονίζονταν οι γωνίες του και του πλήρωσε και το ένα γιατί εκείνος της έκανε δώρο το δικό της. Και έτσι τώρα είναι πάτσι.
Κάθισαν σε μια από τις καφετέριες; Ο Γκάμπριελ επέμενε πως πρέπει να πάει ο καθένας σπίτι του να ετοιμαστεί γιατί η ώρα κόντευε τις εννέα και εκείνος έπρεπε να είναι ήδη εκεί μα σήμερα που συνοδεύει κάποια έχει το ελεύθερο. Τελικά οι δρόμοι τους χωρίστηκαν με μια υπόσχεση πως σε μια ώρα από τώρα εκείνος θα πάει να την πάρει από το σπίτι της και εκείνη θα είναι έτοιμη.
Η υπόσχεση δεν αθετήθηκε. Στις δέκα παρά τέταρτο ο Γκάμπριελ περίμενε κάτω από το σπίτι της και εκείνη μπήκε στον συνοδηγό προτού εμποδίσει εκείνος για πολύ την κυκλοφορία.
Στον δρόμο δεν έλεγαν πολλά, η μουσική γέμιζε τον χώρο. Αυτό κάπως παραξένεψε τον Γκάμπριελ, η Ρωξάνη συνηθίζει να μιλάει. Μα τώρα είναι σιωπηλή.
Την έπιασε να τρέμει όταν στάθμευσαν έξω από την μεγάλη έπαυλη, στην θέση που προορίζεται μονάχα για εκείνον. Έσφιξε το χέρι της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Αφού αγχώθηκες, γιατί δέχτηκες να έρθεις σήμερα;»
«Πρώτη φορά είμαι καλεσμένη σε μια τέτοια εκδήλωση, θα μου φύγει σε λίγο. Δεν είναι κάτι άλλο, αλήθεια.»
Ο λογιστής το δέχεται και την βοηθάει απλώς να βγει από την θέση του συνοδηγού. Φοράει ψηλά τακούνια, με μυτερή κορυφή και λουράκι που δένει στον αστράγαλο. Της πάει.
Τείνει το μπράτσο του για βοήθεια και η κοπέλα το δέχεται ανακουφισμένη. Νιώθει την καρδιά της έτοιμη να ξεφύγει από το στέρνο της, ίσως θέλει να κάνει κι εμετό αλλά δεν καταλαβαίνει αν είναι η ιδέα της. Το χαλαρό ύφος του Γκάμπριελ κάπως την ηρεμεί μα έπειτα θυμίζει στον εαυτό της πως εκείνος μεγάλωσε εκεί μέσα, πιθανόν. Εκείνος έχει συνηθίσει τα όπλα, τα ναρκωτικά, τις παρανομίες. Εκείνη όχι, για εκείνη είναι κάτι καινούριο να τα βλέπει να περιφέρονται από εδώ κι από εκεί σαν να είναι φυσιολογικό.
Πριν περάσουν την είσοδο, εκείνος την κοιτά μια τελευταία φορά.
«Χαμογέλα μόνο εκεί που πρέπει, θα σε θεωρήσουν χαζή αλλιώς. Μην είσαι παραπάνω ευγενική με όλους, θα νομίζουν ότι είσαι πόρνη πολυτελείας. Θα μιλάς και θα απαντάς μόνο όταν σε ρωτάνε κι αυτό για να μην σε παγιδεύσουν με τίποτα. Δίπλα σου θα είμαι συνέχεια, δεν θα σε αφήσω να πάθεις το οτιδήποτε, αλλά αν μείνεις μόνη σου έστω και για λίγο, να προσέχεις.»
Η κοπέλα του χαμογελά. Και έπειτα μπαίνουν στην αίθουσα.
.....................
Μια ολόκληρη αίθουσα σιώπησε όταν ο Γκάμπριελ, ο λογιστής της πιο ισχυρής Οικογένειας στην Αγγλία, που δεν είχε τολμήσει να σταθεί πλάι σε καμία γυναίκα σε οποιαδήποτε εκδήλωση, μπήκε στον χώρο με μια από τις πιο όμορφες που είχαν αντικρύσει.
Είχε μακρύ ξανθό σγουρό μαλλί, πράσινα μάτια, κόκκινα χείλη και φορούσε εκείνο το θανατηφόρο κόκκινο κοστούμι με το δαντελένιο σουτιέν που την κολάκευε χάρη στο μικρό μέγεθός του.
Ο άνδρας δίπλα της βέβαια δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο γοητευτικός. Ψηλός, με ξυρισμένο κεφάλι όπως πάντα, σκοτεινό βλέμμα και το μαύρο κοστούμι του με την κόκκινη γραβάτα να προσδίδουν πέρα από σοβαρότητα και απίστευτη σεξουαλικότητα η οποία αιωρείται κυρίως στο ζευγάρι που περπατά προς τον Φίλιπ.
Η Ρωξάνη δεν χαμογελά, όπως ακριβώς της είπε. Φαίνεται σοβαρή, με το ένα της χέρι να κρατά το μπράτσο του συνοδού της και με το άλλο να το ξεκουράζει στην τσέπη της. Φαίνεται ακριβή γυναίκα, είναι ακριβή γυναίκα. Περπατά με αυτοπεποίθηση στο πλάι του άνδρα εκείνου που προκαλεί δύσπνοια σε κάθε γυναίκα της αίθουσας.
Η Λιζ, στο πλάι του άνδρα της, βράζει στο ζουμί της. Τι κάνει αυτή εκεί; Ποιος την κάλεσε; Μα φυσικά και θα το έκανε ο Γκάμπριελ, σκέφτεται. Αν ήξερε όμως ότι ο Φίλιπ απλώς θέλει να κάνει την ζωή της δύσκολη ίσως και να μην έπλεκε σχέδια στο μυαλό της για το πώς θα την διώξει από εκεί.
Η Ρωξάνη κοιτά τον Γκάμπριελ πλαγίως καθώς φτάνουν κοντά στο αφεντικό της. «Πως με βλέπεις;»
«Άψογη» της ψιθυρίζει.
Ο Φίλιπ τους πλησιάζει. Αγκαλιάζει τον Γκάμπριελ και έπειτα φιλά το χέρι της Ρωξάνης η οποία χαμογελά μετρημένα προτού σφίξει το χέρι της γύρω από το μπράτσο του συνοδού της. Νιώθει ασφάλεια έτσι; Ναι, αλλά απολαμβάνει και την γυμνασμένη αίσθηση. Δύο σε ένα, τιμή προσφοράς.
«Αργήσατε!» τους ψευτομαλώνει και έπειτα γυρίζει στο μέρος της κοπέλα. «Νόμιζα δεν θα έρθεις αλλά ευτυχώς μας έκανες την τιμή!»
Η Λιζ ξινίζει. «Γιατί αργήσατε; Δεν έβρισκε τι να βάλει; Και κατέληξε σε αυτό το... κοστούμι; Που πήγαν τα φορέματα, οι τουαλέτες;» Η Ρωξάνη προτιμά να μην απαντήσει, η Λιζ της φάνηκε ισχυρή γυναίκα και δεν ήθελε να μπλέξει στα πλοκάμια της. Μα ο Γκάμπριελ φαίνεται αδιάφορος.
«Εγώ δεν έβρισκα τι να βάλω, Λιζ. Με τέτοια συνοδό έπρεπε να προσέξω με τι θα εμφανιστώ. Δεν θα ήθελα να την ρεζιλέψω.» Την κοιτά χαμογελώντας, χαϊδεύοντας απαλά τα δάχτυλα πάνω στο δέρμα του, προσφέροντας της την σιγουριά της παρουσίας του. «Ήρθαμε ωστόσο τελευταίοι και καλύτεροι.»
Ο Φίλιπ χαμογελά στο ύφος του Γκάμπριελ. Και καθώς εκείνος με την Ρωξάνη απομακρύνονται προς το μπαρ για να πάρουν ένα ποτό στο χέρι, βασικά εκείνη που δεν οδηγεί, ο αρχηγός της Οικογένειας κοίταξε στραβά την Λιζ. «Σταμάτα να με ξεφτιλίζεις. Θες να μην είσαι ευπρόσδεκτη ούτε στις εκδηλώσεις;»
«Όχι, μου έφτανε το ότι με έδιωξες από το δωμάτιο μας.»
«Να πρόσεχες ποιον πηδάς.»
Και έπειτα την αφήνει μόνη της. Μόνη της να πίνει λίγο ουίσκι και να χαζεύει όλη την αίθουσα η οποία επανήλθε στους θορυβώδεις ρυθμούς της έπειτα από την απότομη σιγή με την άφιξη του πιο απρόσμενου ζεύγους.
Δεν μπορεί παρά να κοιτάξει κρυφά τον Γκάμπριελ. Είναι κούκλος, είναι απόλαυση, είναι όσα θα ήθελε να έχει στο κρεβάτι της εκείνο το βράδυ. Και θα κάνει τα πάντα για να τα καταφέρει.
................
«Αν τολμήσεις και με αφήσεις μόνη μου θα σε δαγκώσω!» ο ψίθυρος της δεν ακούγεται ευτυχώς σε όλους τους υπόλοιπους μα ο Γκάμπριελ θέλει να της κλείσει το στόμα αμέσως.
«Πρέπει να πάω πάνω, στο γραφείο του Φίλιπ. Θα κάτσω για δύο λεπτά, μετά θα είμαι πίσω. Είναι σημαντικό. Αλήθεια.»
«Ωραία, πάρε με μαζί σου; Είμαι ήσυχη.»
«Μπορείς να με περιμένεις έξω από το γραφείο αν θέλεις, μέσα θα είμαστε όλοι όσοι δεν πρέπει να σε δουν. Εντάξει; Εμπιστεύσου με.»
Η Ρωξάνη ξεφυσά.
«Θα έρθεις πάνω;» Κι εκείνη τι να κάνει; Μπορεί να αρνηθεί; Όχι βέβαια! Οπότε πιάνει ξανά το μανίκι του και ανεβαίνουν μαζί τις τεράστιες σκάλες. Τα μάτια πέφτουν όλα πάνω τους αλλά εκείνοι δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται έστω και λίγο. Απλώς χάνονται στον όροφο.
Ο λογιστής σταματά λίγο πριν το γραφείο του Φίλιπ. Την αφήνει εκεί και της θυμίζει πως θα λείψει δύο, το πολύ πέντε, λεπτά. Εκείνη γνέφει και όταν η πόρτα στο γραφείο κλείνει, ξεκινά να περπατά σε όλον τον όροφο.
Κοιτάει τους πίνακες, κοιτάει μερικές φωτογραφίες που βλέπεις κρεμασμένες σε τεράστια κάδρα, χαμογελά σε όποια ο Γκάμπριελ φαίνεται μικρούλης και γλυκούλης. Βγάζει και το κινητό της για να της φωτογραφίσει μα προτού μπορέσει να το κάνει αυτό, ακούει ένα ζευγάρι τακούνια να ηχούν σε όλον τον όροφο. Δεν χρειάζεται να γυρίσει το κεφάλι της για να καταλάβει ποια είναι. Και δεν χρειάζεται να τρέξει μακριά γιατί η γυναίκα ήδη την έφτασε.
«Ρωξάνη...» της μιλάει γλυκά η Λιζ, «θα ήθελα να σου μιλήσω».
Η κοπέλα με τα σγουρά ξανθά μαλλιά γυρίζει διστακτικά να την κοιτάξει μα έπειτα θυμήθηκε πως το κλειδί στην μεταξύ τους επικοινωνία είναι η αυτοπεποίθηση. Έτσι σηκώνει τους ώμους της και γεμίζει το στέρνο της με αέρα.
«Τι μπορεί να έχεις να μου πεις;»
«Βασικά, ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη. Ειλικρινά, τις προάλλες δεν σκεφτόμουν καθαρά, νόμιζα πως αποτελούσες κίνδυνο για εμένα, τον άνδρα μου, τον αδερφικό μου φίλο, τα παιδιά μου!» ακούγεται πραγματικά μετανιωμένη μα η μπαργούμαν δεν μπορεί να καταλάβει τον λόγο που ένιωθε έτσι. Οπότε δεν μιλάει καθόλου και η Λιζ συνεχίζει. «Ξέρω τι σκέφτεσαι!» κάνει δύο βήματα κοντά της και παίρνει βαθιά ανάσα. «Ξέρω επίσης πως έχεις καταλάβει ότι μερικά πράγματα εδώ μέσα δεν είναι νόμιμα, δεν είναι φυσιολογικά.»
Η Ρωξάνη δεν ξέρει τι να απαντήσει. Κι αν όλα αυτά είναι απλώς για να την παγιδεύσει; Προτιμά να μην δώσει δικαίωμα. Η γυναίκα όμως δεν σταματά καθόλου.
«Ξέρω πως έχεις καταλάβει πως όλα εδώ μέσα έχουν μια γεύση από τον υπόκοσμο. Φαίνεται στο βλέμμα σου ο φόβος.»
«Ίσως παρεξήγησες κάτι, εγώ δεν-»
«Με τον ίδιο φόβο ζω κι εγώ κάθε μέρα. Και πίστεψε με ξέρω πολλά, ξέρω τα πάντα που συμβαίνουν σε αυτό το σπίτι. Κι ενώ περιτριγυρίζομαι από ασφάλεια, ζω σε συνεχή φόβο!»
«Γιατί;» Η Λιζ χαμογελά.
«Γιατί αυτός που βασιλεύει στον υπόκοσμο δεν είναι ο Φίλιπ. Αλλά κάποιος άλλος, κάποιος πιο δυνατός.»
«Ποιος;» Η Ρωξάνη κρέμεται από τα χείλη της και η γυναίκα αυτό το απολαμβάνει.
«Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι πραγματικά...
...μα όλοι γνωρίζουν τον Άδη.»
«Άδης; Σαν τον θεό;»
Η γυναίκα γνέφει. «Μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Φοβάμαι, καταλαβαίνεις;»
Η κοπέλα θέλει να απαντήσει. Η κοπέλα θέλει να τρέξει βασικά. Η κοπέλα θέλει να φύγει μακριά. «Και τι κάνει αυτός ο Άδης;» Ηλίθια η ερώτησή της; Ναι. Την κάνει όμως όπως και να έχει.
«Σκοτώνει. Χωρίς δισταγμό, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Σκοτώνει και τα παίρνει όλα μαζί του.»
Η Ρωξάνη αισθάνεται το αίμα της να παγώνει. «Λες να είναι εδώ; Σήμερα;»
«Πιστεύω πως ναι.»
Η κοπέλα μοιάζει έντρομη. Τα μάτια της αναβλύζουν φόβο, τρόμο, πανικό. Πισωπατεί και παίρνει τον δρόμο για τις σκάλες οι οποίες φαντάζουν πολλές και καθόλου μα καθόλου σταθερές. Αισθάνεται να ζαλίζεται, μάλλον θα πέσει.
Μα το χέρι που κρατά την μέση της δεν την αφήνει ούτε να παραπατήσει. Τα γκρι μάτια του πέφτουν πάνω στα πράσινα δικά της. Η κοπέλα αισθάνεται πως δεν έχει ανάσα. Κατεβαίνουν μαζί τις σκάλες μα την στιγμή που πατά το τελευταίο σκαλί, εκείνη τρέχει στην μπάρα και ζητά ένα δυνατό ποτό. Εκείνος μένει να την κοιτά παραξενευμένος, κάνει δύο βήματα να την φτάσει μα η Λιζ που περνά από δίπλα του και στέκεται στο πλάι του τον αποσπά.
«Τι της είπες;»
«Τίποτα. Τι να της πω;»
«Την απείλησες; Την εκβίασες; Τι της είπες;»
Η καστανομάλλα χαμογελά. «Για τέτοια με έχεις Γκάμπριελ;»
«Σου ορκίζομαι αν μάθω πως έκανες το οτιδήποτε θα σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα και την στιγμή που τόλμησες να σταθείς εναντίον μου.»
Εκείνη του κλείνει το μάτι και ανεβαίνει ξανά τις σκάλες.
Ο λογιστής ψάχνει με τα μάτια του την συνοδό του και την βρίσκει πίσω από την μπάρα να φτιάχνει ποτά μαζί με τον Φρέντι που αυτή τη φορά φαινόταν να εκτιμά την θέση του εκεί πέρα. Παραδόξως, η μπάρα είναι γεμάτη από κόσμο που θέλει να σερβιριστεί από την κοπέλα που τράβηξε προηγουμένως τα βλέμματα.
Προχώρησε κι εκείνος προς το μέρος τους. Στάθηκε σε μια άκρη, και να ήθελε να τον δει η Ρωξάνη, απλώς δεν μπορούσε. Τον εξυπηρέτησε ο Φρέντι, βάζοντας του λίγο χυμό σε ένα ποτήρι με παγάκια και έπειτα έμεινε ξανά μόνος του.
Τους άκουγε να της κάνουν κομπλιμέντα. Τους άκουγε να την γεμίζουν με όμορφα λόγια, είδε μερικούς να την ακουμπούν κι άλλους να την φλερτάρουν. Την κοιτούσε με όλη του την προσοχή θέλοντας να την προστατέψει σε μια πιθανή απειλή, εξέτασε κάθε έναν που την πλησίαζε για να καταλάβει αν κινδυνεύει από εκείνον. Ευτυχώς όμως μετά από αρκετή ώρα φαινόταν πέρα από καλύτερα, αρκετά ασφαλής. Γύρισε την πλάτη του προς την μπάρα και τώρα κοιτάει απλώς την αίθουσα που του μοιάζει αδιάφορη.
Ετοιμάζεται να σηκωθεί, να φύγει ίσως.
Μα το χέρι στον ώμο και η φωνή της κοντά του τον σταματούν.
«Που πας χωρίς να δοκιμάσεις την σπεσιαλιτέ της βραδιάς;»
Εκείνος της χαρίζει ένα παγωμένο βλέμμα. Χαμογελά λίγο όταν συναντά το θερμό δικό της μα η χαλαρότητα που είχε προηγουμένως χάθηκε στην στιγμή.
«Δεν πίνω, Ρωξάνη, οδηγώ. Στο έχω πει χιλιάδες φορές.»
«Χίλιες και μία ακόμη. Στο έκανα χωρίς αλκοόλ. Ειδική συνταγή για εσένα.»
«Τι είναι;»
«La Louisiane. Το πιο ιστορικό ποτό της Νέας Ορλεάνης.»
Το κρύσταλλο βρίσκει τα χείλη του και έπειτα το ποτό γεμίζει τους γευστικούς του κάλυκες με ηδονή. Το πίνει όλο μεμιάς. Αφήνει το ποτήρι μπροστά του και την κοιτά. «Μου άρεσε.»
«Μόνο αυτό; Κανένα άλλο σχόλιο;»
«Όχι, μόνο αυτό.»
Της χαμογελά, το δέχεται. Απομακρύνεται πάλι η κοπέλα, εκείνος αισθάνεται... απογοήτευση; Όχι, σίγουρα όχι.
Μα όταν το κενό στο πλάι του γεμίζει και το κόκκινο κοστούμι της κάνει αντίθεση στο μαύρο δικό του, ο Γκάμπριελ νιώθει την ανακούφιση να φωλιάζει στο στέρνο του. Γκάμπριελ, όχι!
«Τι έπαθες πριν; Τι σου είπε η Λιζ;»
Η Ρωξάνη χαμογελά. Το κρύβει τέλεια, ττην σκέψη πως εκεί έξω υπάρχει ένας εκτελεστής που σκοτώνει όποιον βρεθεί στον δρόμο του, που τον φοβάται όλος ο υπόκοσμος, πως βρίσκεται κάπου κρυμμένος εκείνη την ώρα... Όλο αυτό το παραλήρημα που επικρατεί στο μυαλό της το κρύβει πολύ καλά. «Μου ζήτησε συγγνώμη βασικά. Και μετά μου είπε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με την καισαρική τομή που έκανε για να γεννήσει.»
Ο Γκάμπριελ γνέφει και απλώς μουρμουρίζει «Κατάλαβα».
Όλη του η όρεξη χάθηκε την στιγμή που κατάλαβε το ψέμα της. «Θέλεις να καθίσουμε κι άλλο; Έλεγα να φύγουμε.»
Η κοπέλα σηκώνεται από την θέση της και τον τραβά προς την έξοδο προτού ο άνδρας αλλάξει γνώμη. Και μπορεί εκείνη να κάνει πολλά αστεία στον γυρισμό για να ξεχαστεί κυρίως η ίδια από όσα έμαθε εκείνο το βράδυ, αλλά ο Γκάμπριελ νιώθει σχεδόν προδομένος. Χωρίς λόγο, αυτό δεν θεωρείται προδοσία, μα αισθάνεται απογοήτευση... Γιατί του είπε ψέματα; Θα μάθει. Κι όταν μάθει θα φροντίσει να βάλει όρια και τέλος σε όσα χρειάζεται.
Η Ρωξάνη κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά. Εύχεται να μην αντιλήφθηκε ο λογιστής πως του είπε ψέματα. Δεν θέλει να του δημιουργήσει προβλήματα, δεν θέλει να ξέρει εκείνος πως η ίδια γνωρίζει για τον Άδη. Κι αν φοβάται κι εκείνος; Δεν χρειάζεται να τον αγχώσει.
«Γκάμπριελ γιατί σκοτείνιασες έτσι απότομα;»
«Η κούραση είναι.»
«Σίγουρα; Κάτι δεν πάει καλά νομίζω.»
Στο φανάρι προτού στρίψει για το σπίτι της την λοξοκοιτά και δεν απαντά. Απλώς όταν ανάβει πράσινο αφήνει συμπλέκτη πατώντας γκάζι και μπαίνει στον δρόμο κοντά της. Στα σιωπηλά παρκάρει σε μια θέση εκεί κοντά και παρόλο που δεν έχει όρεξη για ευγένειες, επιλέγει να τρέξει στον συνοδηγό και να την βοηθήσει καθώς περπατά το ανώμαλο πεζοδρόμιο προτού μπει στην είσοδο του πολυόροφου κτηρίου.
«Λοιπόν, καληνύχτα...» της εύχεται και ετοιμάζεται να φύγει. Η κοπέλα κρατά το χέρι του, το σφίγγει και τον αναγκάζει να την κοιτάξει.
«Γιατί φεύγεις; Δεν θα ανέβεις πάνω να σε κεράσω κάτι;» Η ελπίδα στο βλέμμα της τον καθηλώνει, του γεμίζει το στέρνο όχι μόνο με αέρα αλλά και με κάτι αλλιώτικο που δεν μπορεί να αναγνωρίσει. «Σε παρακαλώ.»
«Είναι αργά, καλύτερα να σε αφήσω μόνη σου να ξεκουραστείς.»
«Γιατί να μείνω μόνη μου ενώ μπορώ να είμαι μαζί σου;»
Ο άνδρας παγώνει ολόκληρος.
Ακούστηκε όμορφο αυτό.
Μια δύναμη ανασηκώνει τις άκρες των χειλιών του. Μια άλλη κλείνει τα μάτια του και μια τελευταία γεμίζει το στέρνο του.
Ο καλλιτέχνης βάζει για πρώτη φορά πινέλο πάνω στον καμβά. Το χρώμα πάνω στο λευκό μοιάζει τόσο ξεχωριστό. Ο καλλιτέχνης χαμογελά και το έργο τέχνης ξεκινά να παίρνει μορφή.
Το χέρι της ακουμπά το δικό του και έπειτα το πιέζει, τον σπρώχνει μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο Γκάμπριελ μένει σιωπηλός.
Η καρδιά του χτυπάει δυνατά. Η πρόταση που δεν άκουσε τις προάλλες πήρε μορφή και τώρα βρίσκεται λίγα μέτρα μπροστά από την πόρτα της. Ξέχασε στην στιγμή το ψέμα της, ξέχασε πόσο λάθος θα ήταν αυτό.
Πέρασε το κατώφλι της.
Και όλα φάνηκαν να είναι σωστά έπειτα.
»«»«»«
ΕΠ ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΕΔΩ;
Νομίζω δεν είμαι πολύ καλά. Νομίζω όση Ρωξάνη δεν είδαμε στα τελευταία κεφαλαία την είδαμε όλη σε ένα. Νομίζω θα πάθω νευρικό κλονισμό από το πόσο θα ήθελα ο Γκαμπριέλ να νιώσει έτσι για εμενα. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΑΜΩ ΕΛΑ ΕΔΩ.
Εντάξει σοβαρεύομαι. Θα περιμένω να μου πείτε το αγαπημένο σας σημείο στο κεφαλαίο και τι θα θέλατε να δείτε στο ακριβώς επόμενο;
Εγώ εδώ είμαι να γελάω με το ποσο μέσα θα πέσετε. Σας αγαπώ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top