𝐹𝑜𝑢𝑟𝑡𝑦-𝑡𝑤𝑜. 𝐻𝑎𝑑𝑒𝑠' 𝐴𝑚𝑏𝑟𝑜𝑠𝑖𝑎
Ο Γκάμπριελ ήταν πολλά αλλά σίγουρα δεν ήταν ηλίθιος.
Ήξερε ότι ο υπολογιστής του παρακολουθούνταν καιρό, είχε στα χέρια του πολλά στοιχεία πως υπήρχε κάποιος μέσα στην Οικογένεια που άθελά του αλλά ίσως τελικά και ηθελημένα να έδινε πληροφορίες στην Οικογένεια της Ρωσικής Συμμαχίας, με πρώτο απ' όλους τον Όρλοφ, τον Ρώσο που αποζητούσε τον Γκάμπριελ στην δυναμική του, περισσότερο από τον ίδιο τον Άδη.
Λες και το ήξερε, σαν να ήξερε πως όλη η δύναμη της Οικογένειας στηρίζεται σε ένα μυαλό κι αυτό ήταν του λογιστή της.
Ο Γκάμπριελ, λοιπόν, γνώριζε πως ο Όρλοφ θα έκανε τα πάντα για να τον κερδίσει.
Είχε μιλήσει σε κάποιον έμπιστο του για να του στείλει ένα μέιλ μιλώντας του για τον σπιούνο της Οικογένειας, δίνοντάς του ένα στοιχείο, κάτι που θα έκανε τον Ρώσο να αντιδράσει, να του δείξει τον δρόμο στην αλήθεια.
Ο Ιβάν πάντως, δεν είχε περάσει σίγουρα από το μυαλό του.
Καλή επιλογή, ειλικρινά δεν θα το σκεφτόταν ποτέ να τον χρησιμοποιήσει σαν αντιπερισπασμό.
Και τώρα απλώς θα περίμενε την κίνηση του Όρλοφ, του Ρώσου.
Όπως και την κίνηση του πραγματικού προδότη της Οικογένειας. Έπειτα, θα τον τιμωρούσε. Έτσι ακριβώς όπως θα ήθελε ο Ρίο από τον Τιμωρό.
....................
Η Ελίνα τριγύριζε από νωρίς στο δωμάτιό της.
Έτρωγε μερικά πετσάκια γύρω από τα νύχια της και ζύγιζε τις πιθανότητες να την πιάσουν αν το σκάσει εκείνη ακριβώς την στιγμή. Εννοείται και θα την έπιαναν, αυτό είναι σίγουρο και δεν επιδέχονταν αντίρρηση.
Ήταν όμως αυτό το μικρό κομμάτι μέσα της που της έλεγε πως εδώ ήταν το μέρος που θα έβρισκε την ασφάλειά της. Η Οικογένειά της στην Οξφόρδη είχε χαθεί οριστικά και εκείνη βρισκόταν στο Μάντσεστερ με εκείνους που την αφάνισαν, που όμως δεν ένιωθε τόση απέχθεια όσο πίστευε.
Τουλάχιστον όχι για όλους.
Ο Φίλιπ ήταν μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Ο Φίλιπ ήταν κάτι άλλο, από πάντα.
Και όσο κι αν δεν το ήθελε, απλώς δεν κατάφερε να μην του δώσει δίκιο σε όσα της είχε πει τις πρώτες μέρες που είχε φτάσει στο σπίτι της πανίσχυρης Οικογένειας. Αν κάποιος είχε πειράξει τις αδερφές της, θα τον είχε σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια.
Και τώρα το έκανε εκείνος.
Ίσως έπαιρνε κάποια στιγμή την εκδίκησή της. Προς το παρόν κάποιος χτύπησε την πόρτα της. Γύρισε απότομα και κοίταξε προς το βάθος του δωματίου έχοντας σφίξει την γροθιά της χωρίς να σκέφτεται το γιατί.
Στο δωμάτιο μπήκαν τρία παιδιά.
Ο Τζάκσον, ο Ιβάν και η Λόρεν.
Το μικρό κοριτσάκι είχε ξεκινήσει να την αγαπά εκείνη την γυναίκα πολύ, τόσο που καθημερινά έτρεχε από πίσω της, την ζητούσε και όσο καθόταν μαζί της χαμογελούσε, φώτιζε ολόκληρο το πρόσωπό της.
Και η Ελίνα αγαπά την Λόρεν πολύ. Γι' αυτό πλησιάζοντας τα τρία παιδιά, ίσως η μοναδική σταθερή συντροφιά της μέσα στο σπίτι, ανοίγει τα χέρια της για να κλείσει μέσα τους το μικρό κοριτσάκι προτού χωθούν στην αγκαλιά της τα δύο αγόρια.
Την φιλούν στο μάγουλο ωστόσο. Ο Ιβάν κοκκινίζει όταν πειράζει τα μαλλιά του.
«Πως είσαι σήμερα Ελίνα;» ρωτά πρώτος ο Τζάκσον. «Εχθές ήσουν κάπως ανήσυχη.»
Τώρα, κοκκινίζουν τα δικά της μάγουλα. Και προτού προλάβει να απαντήσει, στο δωμάτιο μπαίνει ο Φίλιπ, χαλαρός, χαμογελώντας πλατιά στην εικόνα της κοπέλας μπροστά από τα τρία παιδιά. «Ίσως φταίει πως η δεσποινίς Ελίνα χρειάζεται διακοπές.»
Τον αγριοκοίταξε και έπειτα τα μάτια της έπεσαν πάνω στον Τζάκσον που χάιδευε τα μαλλιά της στοργικά, με αγάπη. Κι αυτός την αγαπούσε πολύ.
Ήταν κληρονομική άραγε η συμπάθεια τους στην Ελίνα; Θα μπορούσε. Αν και η Λιζ την σιχαινόταν με όλο της το είναι.
Μάλλον πήραν από τον μπαμπά τους.
«Απλώς ήταν μια δύσκολη μέρα εχθές και ο μπαμπάς σας δεν βοήθησε τόσο. Παρόλα αυτά, αν έχει την καλή θέληση να με στείλει κάπου διακοπές δεν θα έλεγα όχι.»
Ο Ιβάν κοίταξε την Ελίνα με την ελπίδα να μην φύγει. «Θα με πάρεις μαζί σου;» της είπε σε σπαστά αγγλικά, με την βαριά ρωσική προφορά του.
Η γυναίκα φίλησε το μέτωπό του και μονάχα γέλασε.
«Τι θα έλεγες να με στείλεις στην Ισπανία; Έχω καιρό να πάω. Αν και θα ήθελα κάτι σε Ιταλία.»
Ο Φίλιπ πλησίασε την Ελίνα, άπλωσε τα χέρια του μπροστά της και πήρε από την αγκαλιά της την κόρη του. Η μικρή Λόρεν, χασκογέλασε και ακούμπησε το κεφάλι της μέσα στον λαιμό του πατέρα της. «Θα ήθελες να το συζητήσουμε τρώγοντας πρωινό;»
Η Ελίνα ήταν έτοιμη να αρνηθεί.
Ο Ιβάν ενθουσιάστηκε όμως με την ιδέα. Ο Τζάκσον φάνηκε ανυπόμονος να περιμένει την απάντησή της. Η Λόρεν την κοιτούσε με το πιο αθώο της βλέμμα.
«Μόνο για λίγο. Έχω ραντεβού με έναν συμβολαιογράφο σε μία ώρα και πρέπει να ετοιμαστώ.»
Ο Φίλιπ έγνεψε. «Ο κήπος είναι έτοιμος. Όπως σου αρέσει.»
Ήταν η δεύτερη φορά που η Ελίνα βρισκόταν στο σπίτι της Οικογένειας στο Μάντσεστερ. Η μητέρα τους την είχε πάρει μαζί της σε ένα από τα συμβούλια των Οικογενειών της επικράτειας, έχοντας αφήσει την Νιόβη με την Σεραφίνα σπίτι, να διαβάζουν.
Η Ελίνα, πάντοτε προετοιμασμένη, είχε τελειώσει το διάβασμά της.
Το σπίτι της Οικογένειας στο Μάντσεστερ ήταν καινούριο και μεγαλύτερο από εκείνο που είχαν πάει σε μια από τις μεγάλες εκδηλώσεις.
Στην είσοδο, τους περίμεναν τέσσερις άνδρες. Δύο μεγαλύτερης ηλικίας, ο Άλμπερτ με τον Ρίο και στα πλάγια τους ο καθείς είχε κι έναν νεότερο έφηβο. Ο Φίλιπ κι ο Γκάμπριελ φαίνονταν σοβαροί και αυστηροί.
Παρόλα αυτά, όταν οι γονείς τους προχώρησαν προς το εσωτερικό και οι τρεις τους έμειναν μόνοι τους, ένιωσε αυτομάτως το κλίμα να αλλάζει και με τον Γκάμπριελ να μιλά πρώτος, ξεκίνησαν να περπατούν προς τον κήπο, με τα μονοπάτια που οδηγούν σε παγκάκια, τραπέζια, ξεχωριστά λουλούδια και μυστικά του κήπου που η Ελίνα μονάχα στο άκουσμά τους ήθελε να τα εξερευνήσει όλα.
Ο Γκάμπριελ της μιλούσε περισσότερο.
Ο Φίλιπ ήταν σχεδόν όλη την ώρα σιωπηλός όσο βρίσκονταν μαζί.
Ήταν γενικά και αδύνατο να πει οτιδήποτε. Οι δύο τους είχαν απίστευτη χημεία και πολλά κοινά, κάτι που όσο κι αν προσπαθούσε δεν θα κατάφερνε σε καμία περίπτωση. Και ήταν εντάξει με αυτό. Ο Γκάμπριελ έβγαζε μια αυτοπεποίθηση που δεν τον ανάγκαζε να ψάξει τι να της πει.
Ωστόσο, αρκετή ώρα αργότερα, ο Γκάμπριελ έπρεπε να φύγει. Η Λιζ χρειαζόταν βοήθεια σε μερικά δικά της μαθήματα και εκείνος που την βοηθούσε ήταν ο ανερχόμενος λογιστής. Έφυγε ζητώντας συγγνώμη από την καλεσμένη. «Θα τα πούμε ξανά, έτσι Ελίνα;» Τον αγκάλιασε σφιχτά.
Κάθισε ξανά στο παγκάκι, λίγο πιο κοντά στον Φίλιπ και βυθίστηκαν μαζί στην ηρεμία. Γύρισε να τον κοιτάξει όταν είδε φωτιά να ανάβει κοντά στα χείλη του και έπειτα καπνό να ανεβαίνει ψηλά, από το τσιγάρο του.
«Λοιπόν, πες μου κάτι για εσένα Φίλιπ. Δεν μίλησες πολύ.»
Της χαμογέλασε. «Δεν είχα κάτι να πω.»
«Βρες τώρα. Ορίστε, περιμένω.»
Της χαμογέλασε ξανά. «Δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον. Εγώ δεν διαβάζω κλασικούς για να συζητήσουμε, ούτε είμαι καλός στα μαθηματικά όπως ο Γκάμπριελ.»
«Αυτά δεν είναι τα μόνα ενδιαφέροντα πράγματα που θα μπορούσες να μου πεις. Έλα, βρες μου κάτι.»
Δεν της απάντησε, απλώς συνέχισε να ρουφά τζούρες από το τσιγάρο.
«Θέλεις να περπατήσουμε;» του πρότεινε έπειτα από λίγο.
«Αν θέλεις εσύ, εγώ δεν έχω θέμα.»
«Θα περπατήσουμε λοιπόν.»
Σηκώθηκε πρώτος και την βοήθησε να σηκωθεί παρόλο που δεν το χρειαζόταν. Δίχως να το σκεφτεί, αποφάσισε να την καθοδηγήσει μέχρι το αγαπημένο του μυστικό σημείο του κήπου. Η Ελίνα κάθισε κάτω δίχως να την ενδιαφέρει το αν θα λερώσει τα ρούχα της. Ξάπλωσε, περιμένοντας να κάνει το ίδιο και ο Φίλιπ.
Ύστερα από λίγο κοιτούσαν μαζί τον ουρανό.
Εκείνη γελούσε με ένα αστείο που της έκανε εκείνος. Ήταν περίεργο να ακούει κάποια σαν εκείνη να γελάει με τα κακά του αστεία.
«Λοιπόν, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι έχεις χιούμορ. Εγώ δεν έχω καθόλου. Συνηθίζω να υπεραναλύω τα πάντα και έτσι χάνω το νόημα.»
«Πρέπει να είσαι η μόνη που γελάει με τα αστεία μου.»
«Ο Γκάμπριελ θεωρώ απλώς δεν το δείχνει.»
«Ίσως.»
Πήγε να βγάλει κι άλλο τσιγάρο από το πακέτο αλλά του το άρπαξε από τα χέρια προτού το σκεφτεί δεύτερη φορά. Το άφησε στην άκρη.
«Ενδιαφέρουσα και η αγάπη σου για την νικοτίνη.»
Πάλι σιωπή. Έμεινε να τον κοιτά. Μίλησε εκείνος μετά βέβαια.
«Πες μου κάτι που δεν είπες στον Γκάμπριελ και θα έπρεπε να ξέρω.»
Η Ελίνα χαμογέλασε. «Σε βρίσκω αρκετά πιο ενδιαφέρων από εκείνον.»
Στραβοκατάπιε. Πρέπει να ήταν και η μόνη. Την ένιωσε να πλησιάζει το σώμα της στο δικό του. «Επίσης, αγαπώ αυτό το μέρος του κήπου.» Πάνω στην ώρα, κάποιος φώναζε το όνομά της. Ήταν ώρα να φύγει.
«Θα έρθεις να τον δεις ξανά, έτσι;»
«Αν με καλέσεις θα έρθω.»
«Σε καλώ.»
«Πότε;»
«Την επόμενη εβδομάδα;»
Η Ελίνα έγνεψε. «Την επόμενη εβδομάδα θα τα πούμε στον κήπο.»
Η κοπέλα έφυγε δίχως να τον χαιρετήσει. Κι εκείνος έμεινε να την κοιτά καθώς έτρεχε προς την κεντρική είσοδο όπου το αμάξι τους θα περίμενε.
Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Χαμογέλασε. Ξεκίνησε να μετρά τις ώρες μέχρι να φτάσει η επόμενη συνάντησή τους. Στον κήπο που θα γινόταν στην καρδιά του «τους». Ο κήπος τους.
Τον προσπέρασε δίχως να προσθέσει τίποτα στο σχόλιό του. Σύντομα βρέθηκε μόνη της στο μέρος του κήπου που είχε ορίσει χρόνια πριν σαν το δικό τους καταφύγιο από τα φώτα της Οικογένειας.
Είχε στρώσει ύφασμα στο γρασίδι και το φαγητό ήταν αρκετό για να φάνε και οι πέντε. Παρόλα αυτά, ο Φίλιπ άφησε τα παιδιά σε μια άλλη άκρη του κήπου, μαζί με κάποια κοπέλα από το προσωπικό.
Της έδωσε λίγο χρόνο να απολαύσει μόνη της και έπειτα φάνηκε μπροστά της χωρίς να την αιφνιδιάζει. Δεν τον κοίταξε καν, απλώς τσίμπησε λίγο ψωμί και το βούτηξε στην μαρμελάδα.
«Να καθίσω;»
«Αν σου πω όχι, θα με ακούσεις;» Τότε ύψωσε το βλέμμα της στο δικό του. Της χαμογελούσε ήδη.
«Εννοείται πως όχι.»
«Κάθισε τότε.»
«Λοιπόν, που θες να πας διακοπές; Να σου κλείσω εισιτήρια.»
«Μην κάνεις μπλόφες, δεν θέλω να απογοητευτώ.»
Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και μετά πήρε κάτι από το φαγητό που έβλεπε μπροστά του κι έφαγε λίγο. Την κοιτούσε πλαγίως, με ένα χαμόγελο εκνευριστικό.
«Μην με κοιτάς έτσι.»
«Δεν σε κοιτάω κάπως.»
«Καλά, ό,τι πεις.»
«Αν προσπαθήσω να σε φιλήσω πάλι, λες να κάψεις τον κήπο;»
«Μην. Τολμήσεις.»
Γελάει. «Αφού ξέρω ότι το θες.»
«Αν το ήθελα θα το έκανα εγώ.»
«Άρα να μην σε φιλήσω;»
«Ούτε να το σκέφτεσαι.»
«Καλά.»
Τον βλέπει με την άκρη του ματιού της να ξαπλώνει. Χαμογελάει όταν τον κοιτά να κλείνει τα μάτια του και να χαλαρώνει. «Είδες τι ωραία που είναι να ζητάς την άδειά μου; Ούτε σηκώνω ένα σπίτι στο πόδι, ούτε σου πετάω ότι βρω μπροστά μου στο κεφάλι.»
«Δεν θα με πείραζε να με σκοτώσεις αρκεί να σε φιλήσω μια ακόμη φορά.»
Η Ελίνα κοκκίνησε.
Προς το παρόν θα σκότωνε τις πεταλούδες στο στομάχι.
................
Ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής να περάσουν εκείνο το σαββατοκύριακο στο σκάφος της Οικογένειας ανοιχτά του Σάουθπορτ. Ο Φίλιπ επέμενε. Η Ρωξάνη πάντως ήθελε να δουλέψει λίγο, να ξεφύγει από αυτή την νέα κανονικότητα ο-Γκάμπριελ-είναι-ο-Άδης-και-σκοτώνει-κόσμο.
Παρόλα αυτά, όταν την πήρε τηλέφωνο η Ελίνα και την ρώτησε αν θα είναι κι εκείνη σε αυτό το τρελό διήμερο που καμία τους δεν ήξερε από πού ήρθε, δεν είχε άλλη επιλογή από το να ενθουσιαστεί και να δεχτεί τελικά την πρόταση του Γκάμπριελ κάποιες ώρες αργότερα.
Ο Φίλιπ ενθουσιάστηκε πάντως που η Ρωξάνη δέχτηκε. «Θα περάσουμε τέλεια, θα το δεις. Θα είναι δύο μέρες χαλάρωσης!»
Ο Γκάμπριελ του χαμογέλασε ελπιδοφόρα. «Μακάρι. Θα ήθελα σε αυτό το διήμερο η Ρωξάνη να νιώσει άνετα μαζί μου.»
«Ακόμη δεν έχετε κοιμηθεί μαζί;»
Αρνήθηκε αμέσως. «Ακόμη. Νομίζω δεν νιώθει βολικά. Πρέπει να το φτιάξω αυτό γιατί μου λείπει και είναι μαρτύριο να είμαι μακριά της.»
«Πες μου ποια γυναίκα άντεξε τόσο καιρό μακριά σου ρε αγόρι μου, όχι πες μου!» Ο Φίλιπ αστειεύεται επιτυχώς και ο Γκάμπριελ γελά με την ελπίδα να είναι το διήμερό τους εκείνο. Είχε ζητήσει από τον φίλο του ένα καλό δωμάτιο στο σκάφος και ηρεμία. Να μην τους ενοχλούσαν οι υπάλληλοι, να μην τους ενοχλούσαν τα ελάχιστα μέλη της Οικογένειας που θα βρίσκονταν εκεί για προστασία.
Την ώρα που σηκώθηκε από την θέση του, ακριβώς εκείνη την ώρα, ο Αρχηγός αποφάσισε να του ανακοινώσει αυτή τη μικρή λεπτομέρεια που θα έπρεπε να γνωρίζει ο Γκάμπριελ, ή καλύτερα, ο Άδης.
«Αύριο το βράδυ θα αράξει το σκάφος στο λιμανάκι για μία ώρα. Θα έχεις δουλειά.»
Το βλέμμα του σκοτείνιασε μα δεν έφερε αντίρρηση. Αλίμονο.
«Εντάξει. Θα το κανονίσω.»
Τα πράγματα ήδη δυσκόλεψαν αρκετά.
.....................
Την περίμενε κάτω από το σπίτι της φρεσκοκουρεμένος, με το σκούρο μπλε αέρινο πουκάμισό του και μια γκρι βερμούδα μάρκας που ούτε η ίδια η Ρωξάνη δεν γνώριζε πως υπήρχε.
Δεν την είχε καταλάβει που ήταν έτοιμη να ανοίξει την πόρτα της εισόδου και κοιτούσε το κινητό του σκεπτικός. Χαμογέλασε στην όψη του, καθώς το πουκάμισο ήταν ανοιχτό και οι μύες του έμοιαζαν να ασφυκτιούν στο ύφασμα.
Χάρμα οφθαλμών.
Αισθάνεται ήδη να ζεσταίνεται.
Είναι ποινικό αδίκημα να προκαλείς τόση έξαψη σε έναν άνθρωπο και στα μάτια της Ρωξάνης ο Γκάμπριελ ήταν εγκληματίας. Καλά, ο Γκάμπριελ ήταν γενικά εγκληματίας αλλά αυτό το προσπέρασε επιδεικτικά και άνοιξε την πόρτα αποφασιστικά ώστε με δύο μεγάλα βήματα να τον φτάσει, να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει προτού προλάβει εκείνος να αρθρώσει λέξη.
Κράτησε την βαλίτσα της για να την ξεκουράσει και με το άλλο του χέρι απλώς την έφερε πιο κοντά του, να μην υπάρχει τίποτα ανάμεσα τους.
Πρώτη αποδεσμεύτηκε από το φιλί του εκείνη. «Λοιπόν, Σάουθπορτ! Πως νιώθεις;»
«Το μόνο ενδιαφέρον κομμάτι είναι ότι θα είσαι εσύ και η Ελίνα εκεί. Γενικά έχω πάει πολλές φορές και δεν τρελαίνομαι τόσο στην ιδέα.»
«Το φαντάστηκα ότι θα το έλεγες αυτό. Γι' αυτό, έφερα υπολογιστή μαζί», ανοίγει την τσάντα του ώμου της και του δείχνει ότι πράγματι τον πήρε μαζί, «πήρα και τράπουλα να παίξουμε χαρτιά, κατέβασα και στο κινητό κάτι ομαδικά παιχνίδια, ξέρεις να μην βαρεθούμε καθόλου!». Ανοίγει την πόρτα του αμαξιού και μπαίνει στον συνοδηγό όσο εκείνος βάζει τα πράγματά της στο πορτ-μπαγκάζ.
«Δύο μέρες θα μας φτάσουν;»
«Και να μην μας φτάσουν σιγά. Λοιπόν, σε πόση ώρα θα είμαστε στο Σάουθπορτ;»
«Σε τρείς ώρες το πάρα πολύ. Βάλε μουσική.»
Την ίδια στιγμή, το κινητό του χτυπά, είναι ο Φίλιπ. Δέχεται την κλήση και η εύθυμη φωνή του ακούγεται στα ηχεία του αμαξιού. Προτού προλάβει να πει οτιδήποτε απόρρητο, ο Γκάμπριελ τον προειδοποιεί. «Είσαι σε ανοιχτή ακρόαση, μόλις έχω πάρει την Ρωξάνη από το σπίτι της και σας βρίσκω στον κεντρικό.»
«Τέλεια. Απόλυτα τέλεια. Ελπίζω η διαδρομή σας να είναι πιο ευχάριστη από την δική μου μιας που η Ελίνα δεν μου μιλάει. Νομίζει ότι με ενδιαφέρει αν χάσω στο παιχνίδι της σιωπής. Δεκάρα δεν δίνω.»
Η Ρωξάνη γελάει και ο Γκάμπριελ την κοιτά φευγαλέα προτού ρίξει όλη του την προσοχή ξανά στον δρόμο. «Ελίνα θέλεις να έρθεις στο δικό μας αμάξι;»
«Δεν ήξερα ότι εκτός από Γκάμπριελ σε λένε και Βρούτο. Η Ελίνα θα μείνει εδώ, αν μπορεί να με ανεχτεί ολημερίς στην έπαυλη, θα το κάνει για τρείς ώρες το πολύ στο αμάξι.»
Η κοπέλα αναστενάζει εκνευρισμένη στο βάθος της κλήσης. «Δεν είναι το ίδιο.»
«Μην το σκέφτεσαι αυτό τώρα Ελίνα», πετάγεται η Ρωξάνη, «στις επόμενες 48 ώρες θα σε κρατήσω όσο το δυνατόν μακριά από τον Φίλιπ.»
Ο Γκάμπριελ θέλει να γελάσει αλλά συγκρατείται. Ο Φίλιπ κάτι σχολιάζει μουρμουρίζοντας, η Ελίνα κάτι του λέει και τον εκνευρίζει παραπάνω. «Αυτό είναι υπόσχεση έτσι;»
«Εννοείται. Είμαστε μαζί σε αυτό.»
Η κλήση τερματίζεται προτού απαντήσει οποιοσδήποτε.
«Έχω ερωτήσεις.»
«Ακούω.»
«Φίλιπ και Ελίνα; Περίεργο. Πως προέκυψε αυτό;»
Εκείνη την ώρα βγήκαν στον κεντρικό και μπόρεσε να την κοιτάξει παραπάνω απ' όσο έκανε μέχρι τώρα. «Με πας πίσω πολλά χρόνια.»
«Κάτσε, ένα λεπτό. Δεν είναι πρόσφατο;»
«Η Ελίνα είναι ο πρώτος έρωτας του Φίλιπ. Απομακρύνθηκαν για διάφορους λόγους που δεν είναι επί της παρούσης και εκείνος παντρεύτηκε κάποια χρόνια μετά την Λιζ.»
Η Ρωξάνη σάρκασε. «Ουάου, Φίλιπ, εξαιρετική επιλογή. Μιλάμε έπιασες λαχείο με την Λιζ, συγχαρητήρια.»
«Περασμένα ξεχασμένα.»
«Και πως κατέληξαν να βρεθούν ξανά; Και γιατί η Ελίνα δείχνει να τον απεχθάνεται;»
Ο Γκάμπριελ γελά. «Εδώ είναι το περίεργο. Η Οικογένεια της Ελίνας ήταν αυτή που με απήγαγε για κάποιους μήνες. Η Ελίνα δεν ξέρει ποιος είμαι, πιστεύει ότι ο Φίλιπ οφείλεται για τον θάνατο όλης της Οικογένειάς της, αλλά...»
«...αλλά ευθύνεται ο Άδης;»
«Κάποιος έπρεπε να με βγάλει από εκεί πέρα και έχω μάθει να στηρίζομαι στον εαυτό μου. Ήταν για να επιβιώσω.»
Η Ρωξάνη δεν ακούστηκε πειραγμένη. Ούτε λίγο ενοχλημένη. Απλώς προσπέρασε την πληροφορία και συνέχισε στο κομμάτι που την ενδιέφερε στ' αλήθεια. «Και η Ελίνα πως έζησε;»
«Ο Φίλιπ επισκέφτηκε την Οξφόρδη μερικές μέρες πριν να ξεφύγω. Ήξερε τι θα ακολουθούσε και δεν ήθελε η Ελίνα να πάθει τίποτα. Πρώτος έρωτας, δύσκολα ξεχνιέται. Οπότε την απήγαγε από την Οικογένειά της και μέχρι να γυρίσω την είχε κλειδωμένη στα υπόγεια. Ε μετά τα ξέρεις. Αυτή τον απεχθάνεται αλλά καταβάθος πιστεύω ότι τρέφει συναισθήματα ακόμη απλώς δεν θέλει να το παραδεχτεί.»
«Αυτό το ταξίδι είναι μήπως μια προσπάθεια του Φίλιπ να έρθουν πιο κοντά;»
«Εννοείται και είναι αυτό.»
«Εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα; Να τον βοηθήσω ή όχι;»
Γέλασε και άλλαξε ταχύτητα προσπερνώντας το μπροστινό από εκείνον αμάξι. «Εσύ θα κρατήσεις την υπόσχεση σου. Κι εγώ την δική μου.»
«Εσύ τι υποσχέθηκες;»
«Το αυτονόητο.»
«Άρα είμαστε σε αντίπαλα στρατόπεδα; Να εξαπολύσω τον ανταγωνιστικό Λέων από μέσα μου;»
«Προετοιμάσου για τον εκδικητικό Σκορπιό τότε. Να δούμε ποιος θα κερδίσει.»
Ήξεραν βέβαια τι ήθελαν να συμβεί τελικά. Μόνιμος νικητής ο έρωτας.
....................
Το σκάφος είχε βγει ανοιχτά του Σάουθπορτ γύρω στις τρεις.
Ο Φίλιπ και ο Γκάμπριελ κάθονταν σε έναν ίσκιο, κοιτώντας την Ρωξάνη που προσπαθούσε να πείσει την Ελίνα να βουτήξουν από εκεί, όσο ψηλά κι αν ήταν. Η Ελίνα βέβαια φοβόταν απίστευτα και αρνούνταν πεισματικά.
«Δεν είναι κάτι βρε κορίτσι μου, θα κρατιόμαστε από τα χέρια και δεν θα πνιγούμε. Ή τουλάχιστον, δεν θα πνιγείς μόνη σου. Θα πνιγούμε μαζί.»
Ξεφύσησε η κοπέλα δυνατά. Ο Φίλιπ χασκογέλασε, κάτι που εκείνη άκουσε, και δέχτηκε ένα αρκετά δολοφονικό βλέμμα από εκείνη, τόσο που συμμαζεύτηκε στην στιγμή.
«Θα βουτήξω. Και ας πνιγώ, αν είναι να ξεμπερδέψω από αυτόν.»
«Άουτς» ακούστηκε από πιο πίσω αλλά δεν έδωσε σημασία καμία από τις δύο. Η Ρωξάνη πρώτη έκανε το βήμα να προχωρήσει στο σημείο που τους τόνισαν ότι ήταν ασφαλές και από το χέρι κρατά την Ελίνα η οποία το μετανιώνει αλλά δεν έχει σκοπό να δειλιάσει τώρα.
«Ξέρεις, Ελίνα, αν μου έλεγες έναν χρόνο πριν προς θα βρισκόμουν σε ένα τέτοιο σκάφος να είμαι έτοιμη να βουτήξω ενώ με κοιτά η μαφιόζικη σχέση μου και ο Αρχηγός της πιο ισχυρής Οικογένειας της Ευρώπης ειλικρινά θα γελούσα και θα ρωτούσα ποιο σενάριο ταινίας μου διαβάζουν.»
Αυτό έκανε την κοπέλα να την κοιτάξει. Φαντάσου το πολιτισμικό σοκ που θα περνά η μπαργούμαν μπαίνοντας στα άδυτα των Οικογενειών με αυτόν τον τρόπο. Για λίγο την λυπήθηκε.
«Ένα χρόνο πριν, αν μου έλεγες πως θα βρισκόμουν τώρα στο ίδιο σκάφος με τον Φίλιπ, πιθανόν να κοκκίνιζα ολόκληρη.» Γύρισε να τον κοιτάξει. Για λίγο μόνο, για πολύ λίγο.
«Και τώρα έχεις κοκκινίσει πάντως.»
«Εκτός θέματος.» Και με αυτό, δίχως να την προειδοποιήσει, την τραβά μαζί της σε μια βουτιά που καταλήγει σε υστερικά ουρλιαχτά που χάνονται από τον παφλασμό της θάλασσας αντάμα στα σώματά τους.
Πίσω στο σκάφος, ο Γκάμπριελ ακούει προσεκτικά τον Φίλιπ, τώρα που έμειναν μόνοι τους. «Κατά τις δώδεκα το σκάφος θα αράξει ξανά στο λιμάνι. Θα έχεις μια ώρα, θα σε περιμένει κάποιος από το Σάουθπορτ για να σε οδηγήσει στην δουλειά. Μια ώρα, ύστερα θα επιστρέψουν στον σκάφος οι υπόλοιποι, πρέπει να είσαι εδώ.»
«Ξέρω. Είμαι προετοιμασμένος.»
«Έχεις σκεφτεί τι θα πεις στην Ρωξάνη;»
Εκεί ήταν το θέμα. Δεν ήξερε τι να της πει.
.................
«Μπορείς να μην την κοιτάς;»
«Δεν κοιτάω εκείνη, την Ρωξάνη κοιτάω.»
«Ναι αλλά κάθονται δίπλα-δίπλα οπότε είναι σαν να κοιτάς αυτήν.»
«Με την ίδια λογική, μην κοιτάς την Ρωξάνη γιατί κάθεται δίπλα από την Ελίνα.»
«Δεν κοιτάω εκείνη, την Ελίνα κοιτάω.»
Ο Γκάμπριελ τον χτυπάει με την παλάμη του στο μέτωπο και του ρίχνει τα γυαλιά ηλίου στο πάτωμα. Ο Φίλιπ ούτε που προλαβαίνει να πει τίποτα, γιατί μιλάει ο λογιστής. «Ωραία, κοίτα εσύ την δικιά σου, να κοιτάω εγώ την δικιά μου, να τελειώνουμε.»
Ξεφυσά ο Φίλιπ.
«Τώρα γιατί κάνουν ηλιοθεραπεία τόπλες μου λες;»
«Δεν θέλουν σημάδι από το μαγιό μάλλον.»
«Δεν με ενδιαφέρει; Κι αν τους δει κάνα μάτι;»
Εκεί γελάει ο Γκάμπριελ. «Είναι γυρισμένες πλάτη σε όλους, δεν θα τους δει κανένας.»
Ο Φίλιπ δεν το βλέπει έτσι βέβαια. Να τα λέμε κι αυτά, έχει πολλά νεύρα και ειδικά γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να τον αφήσει να την πλησιάσει στο ένα μέτρο άρα είναι καταδικασμένος να την θέλει από μακριά.
«Κορίτσια, θα έρθετε να μας κάνετε παρέα;» κάνει μια προσπάθεια ο Φίλιπ να τραβήξει την προσοχή τους αλλά τον αγνοούν. Ο Γκάμπριελ γελά. «Θα βουτήξω, θα έρθεις;»
«Και να τις αφήσω μόνες τους εδώ πάνω με τόσους άνδρες να τις κοιτούν; Ναι καλά.»
Ο Γκάμπριελ ήδη βγάζει το πουκάμισό του. Βγάζει και την βερμούδα, δείχνοντάς του πως εκείνος θα βουτήξει είτε εκείνος έρθει μαζί του είτε όχι. «Αφού ξέρουν πως αν σηκώσουν κεφάλι πάνω τους θα του σκοτώσεις, δεν θα δοκιμάσουν την τύχη τους.»
«Λες ε;»
«Πιο πολύ θα της τραβήξεις την προσοχή έτσι.»
«Λες ε;»
«Κοίτα Φίλιπ. Η Ελίνα δεν είναι Λιζ. Δεν θα έρθει τρέχοντας πίσω σου, αυτό είναι σίγουρο. Επίσης η Ελίνα δεν είναι σαν αυτές της μίας νύχτας που βλέπεις στο Εσκομπάρ. Θέλει άλλη μεταχείριση. Και αυτό που κάνεις τώρα δεν βοηθά.»
«Λες ε;»
«Ναι, λέω.»
«Ωραία, πάμε να βουτήξουμε.»
Έβγαλε την μπλούζα του αμέσως, με χάρη, σαν να το είχε κάνει πρόβα σπίτι και έβγαλε το γυαλί του στην άκρη.
Ίσα που πρόλαβαν η Ελίνα και η Ρωξάνη να καλυφθούν από την στιγμή που τους άκουσαν να πλησιάζουν μέχρι να τις προσπεράσουν και φτάσουν μπροστά τους. Ο Φίλιπ έκανε σαν να μην υπήρχε εκεί ούτε η Ρωξάνη ούτε και η Ελίνα.
Έκανε να σπρώξει τον Γκάμπριελ αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Λίγο παραπάτησε αλλά δεν κατάφερε να τον ρίξει στο νερό. Παρόλα αυτά, λίγο αργότερα, τον είδε να παίρνει φόρα, να ενώνει τα χέρια του και να πέφτει στο βαθύ μπλε δίχως να φοβάται, απελευθερωμένος από ενδοιασμούς και αναστολές.
Ο Φίλιπ ζήλεψε ευθύς και λίγο πιο φαντασμαγορικά, έπεσε στο νερό.
Η Ελίνα χαμογέλασε ασυναίσθητα και η Ρωξάνη φρόντισε να μην το σχολιάσει. «Ποιο είναι το σχέδιό σου για να μείνεις μακριά του αυτό το διήμερο;»
«Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο σχέδιο.»
«Εντάξει. Εγώ είχα σκεφτεί να μην προσπαθήσεις πολύ και απλά ό,τι σου βγει. Δεν ξέρω αν θα σε ενδιέφερε αυτό.»
Δεν της απαντά.
Λίγο αργότερα τους ακούν να ανεβαίνουν από την σκάλα. Και μετά τους βλέπουν να τρέχουν ξανά στην άκρη του σκάφους, σαν μικρά παιδιά, έτοιμοι να βουτήξουν και πάλι.
Ο Γκάμπριελ γυρίζει να κοιτάξει την Ρωξάνη και υψώνοντας το χέρι του στο μέρος της, της δίνει την ώθηση να σηκωθεί και να τρέξει στο πλάι του. Το χέρι του φυλακίζει το δικό της και δίχως να μετρήσει, την τραβά για μια βουτιά στο νερό.
Η Ελίνα τραβάει την ματιά της από το κενό που άφησαν οι δύο τους και την ξεκουράζει στον Φίλιπ. Την κοιτάει ήδη.
«Εσύ δεν θα βουτήξεις ξανά;»
Το σκέφτεται μία. Το σκέφτεται δύο. Το σκέφτεται τρεις.
«Θα βουτήξω.»
«Έλα, τώρα που είμαστε όλοι μαζί.» Έχει υψώσει το χέρι του μπροστά της και αν κάνει το ίδιο κι εκείνη, θα τον αγγίξει. Παρόλα αυτά, η Ελίνα δεν το κάνει. Σηκώνεται και τον προσπερνά δίχως να του πει τίποτα.
Στέκεται στην άκρη, κοιτώντας τον Γκάμπριελ με την Ρωξάνη που κολυμπούν γελώντας σχετικά με κάτι που έκανε η μπαργούμαν.
Δίχως να το καταλάβει, το χέρι της έχει πιάσει εκείνος και την τραβά να βουτήξουν μαζί.
Και χωρίς να το καταλάβει κι εκείνη, το σφίγγει αντί να το αφήνει.
Πέφτουν ταυτόχρονα στο νερό και επανέρχονται στην επιφάνεια με τα χέρια τους ακόμη ενωμένα. Και την στιγμή που θα τον κοιτούσε αγριεμένα, με κάθε προσποίηση, εκείνος απελευθερώνει το χέρι της και ξεκινά να κολυμπά πιο κοντά στους άλλους δύο.
Η Ελίνα κοκκινίζει ξανά.
Θέλει να του νευριάσει αλλά δεν μπορεί.
Ξεκινά να τους πλησιάζει και για λίγο ξεχνά τους λόγους που δεν τον θέλει κοντά της. Τώρα, ακριβώς εκείνη την στιγμή, θέλει να τον φιλήσει.
Δεν το κάνει βέβαια.
......................
Στο φαγητό, μιλούσαν περισσότερο ο Γκάμπριελ, ο Φίλιπ και η Ελίνα.
Η Ρωξάνη ήταν σιωπηλή μα άκουγε προσεκτικά.
Ζήλευε κάπως που η Ελίνα μπορούσε να μιλήσει και να συζητήσει ανοιχτά για αυτά τα θέματα αλλά εκείνη δεν γνώριζε ειλικρινά σχεδόν τίποτα.
Ούτε ήξερε τι σήμαινε η έχθρα με την Οικογένεια της Γαλλίας, ούτε το υπονοούμενο έπιασε με την «τρελή Γερμανίδα Αρχηγό που την έβαλε στην θέση της ο Γκάμπριελ πριν χρόνια», ούτε είχε κάτι να πει όταν αναφέρθηκαν τα ετήσια συμβούλια των Οικογενειών της Επικράτειας για να συζητήσουν τις αντιπροσωπευτικές κινήσεις των Βρετανικών Δυνάμεων.
Της ήταν ακαταλαβίστικα.
Τουλάχιστον το φαγητό ήταν τέλειο. Αγαπά το ρύζι, λατρεύει το ρύζι, θα μπορούσε να ζει καθημερινά με ρύζι. Οπότε η επιλογή του σεφ ήταν εξαιρετική. Ήταν εύστοχη και της τραβούσε την προσοχή από το πόσο έξω από τα νερά της βρισκόταν.
«Ρωξάνη ακούς;» την σκουντά η Ελίνα.
«Μμμ;»
«Πρότεινε ο Γκάμπριελ να δούμε καμία ταινία, εσύ τι λες;»
Χαμογελά. «Αν είναι να σταματήσετε να μιλάτε για όλα αυτά θα κάνω και γενική στο σκάφος.»
Η Ελίνα γέλασε και σηκώθηκε εύθυμα παρασέρνοντας και την Ρωξάνη μέχρι το δωμάτιο με την τεράστια τηλεόραση και τους καναπέδες, τα βολικά πουφ και τα παράθυρα με τις παχιές κουρτίνες.
Ο Γκάμπριελ κι ο Φίλιπ ακολουθούσαν από πίσω.
«Τι ταινία λέτε να δούμε;» ρωτά πρώτος ο Φίλιπ. Ο Γκάμπριελ σηκώνει τα χέρια του ψηλά και δηλώνει ευθύς την ουδετερότητά του.
«Κωμωδία, δράματα, ρομαντική, θρίλερ, τι θέλετε;»
«Όχι δράμα, ας δούμε τίποτα εύθυμο!»
Η Ρωξάνη είναι έτοιμη να μην πάρει θέση. Η Ελίνα όμως πετάει την μαγική λέξη. «Ξέρετε πόσο καιρό έχω να δω ταινία της Ντίσνεϊ;»
Εκεί, ακριβώς εκείνη την στιγμή, έγινε το κλικ μέσα της. Η Ελίνα θα γινόταν η καινούρια καλύτερη της φίλη μιας που η Αλέξ είχε αρχίσει να την παρατά για τον Τζον. Έκλεισε λοιπόν.
«Εγώ μέσα για Ντίσνεϊ» πετάγεται κι ο Γκάμπριελ, παίρνοντας τελικά την θέση του δίπλα στην Ρωξάνη στον μικρό καναπέ. Η Ελίνα που καθόταν στο πάτωμα κοντά στον υπολογιστή, κοίταξε τον Φίλιπ περιμένοντας την δική του απάντηση.
«Δεν έχω δει ποτέ Ντίσνεϊ, δεν ξέρω.»
Η Ελίνα γουρλώνει τα μάτια της και η Ρωξάνη ξεφυσά χωρίς έκπληξη. «Είναι Οικογενειακή η ανωμαλία. Βάλε Ντίσνεϊ να δούμε, να μορφώσουμε μερικούς εδώ μέσα.»
Ο Γκάμπριελ θίχτηκε. «Εγώ έχω δει Ντίσνεϊ!»
«Με τα χίλια ζόρια είδες οπότε δεν μετρά. Λοιπόν, Ελίνα, τι λες να βάλουμε;»
Η κοπέλα της έκλεισε το μάτι, ήξερε λέει τι να βάλει για να τους μορφώσει.
Λίγο αργότερα κάθονταν και οι τέσσερις κάπου αναπαυτικά. Η Ελίνα σε ένα πουφ, ο Φίλιπ σε μια πολυθρόνα και οι άλλοι δύο στον μικρό καναπέ. Η γνωστή έναρξη από κάθε ταινία της Ντίσνεϊ έκανε την Ρωξάνη να ενθουσιαστεί και τον Γκάμπριελ να την κοιτάξει αμέσως. Της χαμογέλασε, έκανε να της πιάσει το χέρι αλλά εκείνη μπήκε στην αγκαλιά του. Και έπειτα... Ποκαχόντας.
.....................
Ένιωσε αρκετά δειλός όταν αποφάσισε να της πει πως θα λείψει για κάποια ώρα όσο εκείνη βρισκόταν στο μπάνιο.
Είχε ντυθεί κατάλληλα, είχε φορέσει τα μαχαίρια του και τα όπλα του ήταν στις θήκες. Κάθε τι καλύπτονταν από ύφασμα και έτσι ο καθένας θα φανταζόταν πως θα έφευγε για λίγο στην πόλη του Σάουθπορτ, ίσως πήγαινε να αγοράσει κάτι.
Παρόλα αυτά, δεν θα πετύχαινε κανέναν στο σκάφος. Είχαν όλοι τους μια ώρα ελεύθερη στην πόλη, μονάχα οι τέσσερις τους –περίπου- θα ήταν εκεί.
Η Ελίνα είχε κλειδωθεί στο δωμάτιό της γιατί ήταν κουρασμένη. Ο Φίλιπ καθόταν έξω και η Ρωξάνη έκανε μπάνιο.
«Ρωξάνη, θα λείψω για κάποια ώρα.»
Το νερό σταματάει. «Τι είπες; Δεν σε άκουσα.»
«Θα χρειαστεί να λείψω κάποια ώρα. Δεν θα αργήσω, υπόσχομαι.»
«Που θα π-»
«-φεύγω έχω αργήσει.»
Ένιωθε δειλός μη μπορώντας να της πει την αλήθεια ή τουλάχιστον να την κοιτάξει καθώς της μιλά. Του ήταν δύσκολο. Και ίσως ήταν δύσκολο και για εκείνη. Έτσι λοιπόν έφυγε προτού προλάβει η Ρωξάνη να βγει από το μπάνιο και τον βρει εκεί, αντιμετωπίζοντας αυτό που δεν ήθελε ο ίδιος να της πει.
Εκείνος έφυγε από το σκάφος δίχως να μιλήσει σε κανέναν άλλον.
Κοιτώντας το ρολόι του, υπολόγισε πως η δουλειά του θα τελείωνε σύντομα. Σύντομα και μετά θα γυρνούσε να κοιμηθεί στο πλάι της.
Εν τω μεταξύ, η Ρωξάνη βγήκε μερικά λεπτά αργότερα από το μπάνιο σκουπίζοντας τα μαλλιά της με την πετσέτα της. Τον έψαξε στον χώρο μα όπως περίμενε δεν τον βρήκε.
Της πήρε αρκετή ώρα, πολλή περισσότερη από όσο εκείνος υπολόγιζε, μέχρι να καταλάβει τον λόγο που έπρεπε να λείψει.
Κοίταξε εκείνο το σακ-βουαγιάζ στην ντουλάπα που ήταν κρυμμένο καλά και δεν έκανε την κίνηση να το ανοίξει, να δει τι κρύβει μέσα.
Ήταν στο Σάουθπορτ γιατί έπρεπε κάποιον να σκοτώσει.
Και εκείνο το βράδυ θα κοιμόταν στο πλάι της ο Άδης, όχι ο Γκάμπριελ.
Ένιωσε την ραχοκοκκαλιά της να αναριγεί, έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και προσευχήθηκε να γυρίσει νωρίς το πρωί, όταν εκείνη θα έχει κοιμηθεί, θα έχει ξεχάσει και θα είναι μια ολοκαίνουρια μέρα.
Ξάπλωσε και ξεκίνησε τις προσπάθειες της να την πάρει ο ύπνος.
Σχεδόν το κατάφερε, όμως όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε ύστερα από κάποια ώρα, δεν μπόρεσε να μην πάρει βαθιά ανάσα. Ήταν ξύπνια.
Είχε φροντίσει να μην λερώσει τα ρούχα του και τα γάντια του τα δίπλωσε καλά όταν μπήκε στο δωμάτιο, να μην φανούν μέσα στα χέρια του αν ήταν ξύπνια και τον έβλεπε.
Είχε προετοιμάσει διάφορα πράγματα να της πει αν ήταν ξύπνια.
Παρόλα αυτά, για καλή του τύχη, η Ρωξάνη κοιμόταν.
Περπάτησε μέχρι το μπάνιο και χώθηκε εκεί για λίγο. Βγαίνοντας, ένιωθε ήδη δέκα φορές πιο ξεκούραστος. Ντύθηκε με μια φόρμα και ένα απλό, κοντομάνικο μπλουζάκι και ήταν έτοιμος να ξαπλώσει.
Όταν βεβαιώθηκε πως τα μαχαίρια και τα όπλα του ήταν εντάξει στον πάτο εκείνης της βαλίτσας, ήταν πλέον έτοιμος να κοιμηθεί.
Χώθηκε κάτω από το σεντόνι και πλησίασε το σώμα της Ρωξάνης. Από τον τρόπο που την άκουσε την ανασαίνει, άρρυθμα και γρήγορα, κατάλαβε πως τόση ώρα δεν κοιμόταν.
Και όταν ακούμπησε το δέρμα της απαλά αλλά εκείνη τραντάχτηκε ολόκληρη, το αίμα του πάγωσε.
Το τράβηξε αμέσως κοντά του. Στραβοκατάπιε, μισάνοιξε τα χείλη του για να πει κάτι. Το σώμα της μετακινήθηκε πιο κοντά στην δική της άκρη του κρεβατιού.
Έκλεισε τα μάτια του και τα άνοιξε ελπίζοντας να βλέπει λάθος, να τον γελούν οι ίδιες του οι αισθήσεις. Όμως όχι. Δεν ήταν έτσι.
Πράγματι απομακρύνθηκε, τραντάχτηκε όντως στο κράτημά του.
Αυτό, αυτό ήταν σκληρό για εκείνον.
Δεν χρειάστηκε να την ρωτήσει αν είναι καλά. Δεν χρειάστηκε να την ρωτήσε τι τρέχει. Κατάλαβε αμέσως. Δεν θα καθόταν κοντά της, δεν θα κοιμόταν μαζί της αν εκείνη δεν ένιωθε άνετα ούτε να ξαπλώνει ελάχιστα μακριά της.
Τον αισθάνθηκε να σηκώνεται από το κρεβάτι.
Άκουσε την πόρτα να ανοίγει κι έπειτα να κλείνει.
Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό που κρατούσε ώρα. Απογοητεύτηκε από τον ίδιο της τον εαυτό. Μα της ήταν δύσκολο. Της ήταν πολύ δύσκολο να δεχτεί αυτή την πλευρά του. Προσπαθούσε, αλήθεια! Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες.
Αλλά τα χέρια που αφαίρεσαν μια ζωή, τα ίδια πήγαν να την αγγίξουν.
Ξεφύσησε.
Θέλει περισσότερη προσπάθεια, Ρωξάνη. Δεν γίνεται να τον απογοητεύσεις έτσι.
......................
«Τι θα γίνει τώρα; Δεν θα πούμε τίποτα;»
Ο Φίλιπ ήθελε να συζητήσουν πολλά. Ο Άδης από την άλλη δεν είχε να πει τίποτα. «Θέλω λίγο την ησυχία μου, μπορείς να μου την δώσεις ή να φύγω;»
Ο Φίλιπ λοιπόν δεν ξαναμίλησε.
Τον άφησε να βυθιστεί στην ησυχία του, όπως ακριβώς του ζήτησε, και κάποια ώρα αργότερα σηκώθηκε για να πάει στο δωμάτιό του δίχως να του πει κάτι. Όχι ότι επιδεχόταν κουβέντα.
Ήδη από το σκοτεινό βλέμμα του είχε καταλάβει πως ο Άδης δεν είχε πολλή όρεξη για πολλά-πολλά. Στοιχημάτιζε πως αυτό είχε να κάνει με την Ρωξάνη. Δεν έδωσε παραπάνω βάση. Θα μάθαινε το επόμενο πρωί.
Στο μυαλό του εκτελεστή πάντως δεν τριγυρνούσε τίποτα.
Κοιτούσε την θάλασσα που φωτιζόταν από την αντανάκλαση του φεγγαριού και απλώς τίποτα δεν περνούσε από το μυαλό του, ειλικρινά.
Δεν ήταν αφηρημένος πάντως. Κάποια ώρα αργότερα άκουσε μια πόρτα να κλείνει και ενώ ήλπιζε, πίστευε πως δεν ήταν από το δωμάτιο τους.
Άκουσε βήματα να φτάνουν κοντά του και υπέθεσε πως η Ελίνα απλώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η Ρωξάνη πήρε βαθιά ανάσα.
«Μπορώ να καθίσω μαζί σου;»
Γύρισε να την κοιτάξει μεμιάς.
Η ουλή φεγγοβόλησε υπό το λαμπύρισμα της νύχτας. Το βλέμμα του της φώναζε πως δεν ήταν ο Γκάμπριελ εκείνος. Ήταν ο Άδης.
«Θέλεις να καθίσεις μαζί μου;»
Η κοπέλα έγνεψε. Ήταν πιο βαθιά η φωνή του, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τα φρύδια του είχαν σμίξει ελαφρώς, κάνοντας το βλέμμα του κοφτερό. Την είδε να τον πλησιάζει και προς μεγάλη του έκπληξη, η Ρωξάνη δεν κάθισε στην διπλανή καρέκλα από την δική του, αλλά κουλουριάστηκε πάνω του.
Ο Άδης δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Παρόλα αυτά, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τα δικά της.
Χάιδεψε τα μαλλιά της όσο εκείνη άφησε το κεφάλι της να ξεκουραστεί μέσα στον λαιμό του.
Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε την σκοτεινή του αύρα να την τυλίγει ολοένα και περισσότερο. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν τόσο κοντά του. Το ένιωθε διαφορετικά.
Ήταν διαφορετικά.
Ήταν η Ρωξάνη στην αγκαλιά του Άδη.
Ο Εκτελεστής ένιωθε την ζέστη του κορμιού της πάνω του και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Με το χέρι του σήκωσε το πρόσωπό της τόσο ώστε να τον κοιτά. Τα πράσινα μάτια της κλείδωσαν στα δικά του λίγο πριν την φιλήσει.
Λίγο πριν της δώσει μια γεύση από όσα ο Αφέντης του Κάτω Κόσμου μπορεί να της προσφέρει.
Την φίλησε, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και ανοίγοντας ελάχιστα τα χείλη του της έδωσε όσες άλλες χρειαζόταν. Το χέρι του αγκάλιασε το μάγουλό της. Χιλιάδες αστέρια, ένα φεγγάρι και το ανακουφιστικό σκοτάδι της νύχτας ήταν θεατές.
Η Ρωξάνη δεν ένιωθε πεταλούδες καθώς τον φιλούσε. Ένιωθε γαλήνη.
Ήταν περίεργο να είναι τόσο κοντά με τον Άδη. Αλλά ήταν εθιστικό.
Και ήθελε περισσότερα από εκείνον. Διέκοψε το φιλί τους, τον κοίταξε στα μάτια και προσπάθησε να βρει λέξεις να αρθρώσει την επιθυμία της. Άφησε τον Εκτελεστή να διαβάσει τα μάτια της.
«Είσαι σίγουρη γι' αυτό;»
Έγνεψε με σιγουριά.
«Πάμε μέσα τότε.»
«Εδώ καλύτερα.»
Την φίλησε ξανά, σηκώνοντάς την και μεταφέρθηκε στον μεγάλο καναπέ λίγο πιο πέρα. Προσεκτικά την κάθισε πάνω του, την φίλησε με τα χέρια του να αγκαλιάζουν το πρόσωπό της.
Την αισθάνθηκε να κινεί τον εαυτό της πάνω του. Δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτε περισσότερο για να τον ερεθίσει, αλλά ήθελε παραπάνω.
Σύντομα, ήταν γυμνή πάνω του κι αυτός το ίδιο.
Τα χέρια της άγγιζαν τις ουλές στο στέρνο του, θυμίζοντάς της πως εκείνη την στιγμή ήταν μαζί με την σκοτεινή δική του πλευρά. Και όταν τον ένιωσε μέσα της μετά από τόση ώρα αναμονής, μετά από τόσο καιρό προσμονής, έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Τον άκουσε να αγκομαχά μα σύντομα το έκρυβε με ένα φιλί στο δέρμα της. Πήρε το στήθος της στο στόμα του και το φρόντισε, το φίλησε, το έγλειψε, το χάιδεψε, την έκανε να αγκομαχά δίχως ακόμη να κινείται γοργά μέσα της. Απλώς την είχε γεμίσει, την είχε ολοκληρώσει και τώρα θα την έκανε να νιώσει όσα εκείνος.
Δεν θα την άφηνε να βρίσκεται πάνω του. Σηκώθηκε, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του και την ξάπλωσε απαλά στον καναπέ.
Η πρώτη κίνηση μέσα της ήταν αργή, με βασανιστικό ρυθμό.
Το κλαψούρισμά της τον έκανε να συνεχίσει με μια δεύτερη κίνηση. Την γέμιζε τόσο σωστά, τόσο όμορφα, τόσο που δεν θα την έφτανε ποτέ μόνο αυτό. Τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του, έκλεισε τα μάτια της και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο. Στην επόμενη στιγμή που μπήκε μέσα της, δεν άντεξε, της μίλησε.
«Κοίτα με. Κοίτα ποιος είμαι.»
Μια έκρηξη ένωσε το πράσινο βλέμμα της, με το γκρι δικό του.
Ήταν μεγαλειώδης η όψη του θεού Άδη να μπαίνει μέσα της και έπειτα να βγαίνει. Η σκιά που στόλιζε το πρόσωπο του καθώς την κοιτούσε, η λάμψη στα μάτια του από τις ψυχές που κουβαλά και αυτή η όψη, αυτό που έβλεπε ήταν μονάχα δικό της.
Ο Άδης ήταν μόνο δικός της.
Ο ρυθμός του έγινε πιο κοφτός. Τώρα έμπαινε μέσα της έντονα και έβγαινε αργά, όπως ήξερε ότι της αρέσει. Όπως τον παρακαλούσε να κάνει κι εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να την ευχαριστήσει.
Ένιωθε τον εαυτό του να σκληραίνει μέσα της όσο περνούσε η ώρα. Ένιωθε τα τοιχώματά της να τον πιέζουν, να τον φτάνουν ολοένα και πιο κοντά στο να τελειώσει μέσα της.
Ήταν κι εκείνη πολύ κοντά στο να φτάσει στην ολοκλήρωση μαζί του. Το περίμενε τόσο καιρό που δεν μπορούσε να κρατηθεί περισσότερο από λίγα λεπτά μαζί του. Και μόνο που τον κοιτούσε, που έβλεπε τον σκοτεινό Άδη να την ικανοποιεί βαθιά και να την σμιλεύει μέσα στην αγκαλιά του, να επιδεικνύει την κυριαρχία του μα συνάμα και την αδυναμία του, να απλώνει μπροστά της την σκοτεινή του αύρα και να την αγκαλιάζει με αυτήν...
...να την αγγίζει με τα ματωμένα χέρια του και να μην την ενδιαφέρει...
Έφερνε τον εαυτό της πάνω του, προσπαθώντας να γεμίσει με κάθε εκατοστό που εκείνος δεν της πρόσφερε. Δεν την ένοιαζε που πονούσε, ήταν όμορφος, ανεκτός πόνος, ήταν αυτό που χρειαζόταν.
Δεν θα τον άφηνε να βγει από μέσα της αν δεν τελείωναν και οι δύο.
Ήταν η ένταση της στιγμής, ο πόθος, η αδυναμία της σάρκας.
Όσο πιο γρήγορα έμπαινε μέσα της, όσο πιο κοφτά έβγαινε, όσο πιο πολύ ένιωθε ανίκανη να συγκρατήσει τα βογκητά της, όσο η μελωδία από τα δικά του έφτανε όλο και πιο δυνατά στα αυτιά της, τόσο δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της.
Τελείωσε πρώτα εκείνη, με εκείνον μέσα της, αφέθηκε πάνω του, νιώθοντας τα πόδια της να τρέμουν γύρω από το κορμί του.
Και έπειτα, ο Άδης άφησε τον εαυτό του να τελειώσει μέσα της. Έκλεισε τα μάτια του, ανάσανε βαριά πάνω στο δέρμα της και την φίλησε ύστερα από λίγο βρίσκοντας τις ανάσες τους ταυτόχρονα.
Τα μάτια της λαμπύριζαν όταν τα άνοιξε. Τα δικά του εξακολουθούσαν να είναι σκοτεινά.
Γλυκιά μου, Περσεφόνη, πως μπόρεσα να ζήσω τόσους μήνες μακριά σου;
Η κοπέλα με τα ξανθά μαλλιά αισθάνθηκε διαφορετικά αυτή τη φορά. Ο θεός του Κάτω Κόσμου την είχε κάνει δική του ολοκληρωτικά.
»«»«»«
Βασικά, δεν μπορώ να πιστέψω πόσο ωραία αισθάνομαι για την σκηνή Άδης-Ρωξάνη.
Την περίμενα τόσα κεφάλαια.
Πάω να ενθουσιαστώ μόνη μου. Τους αγαπώ. Πάρα πολύ.
Ουφ.
Παιδιά. Το κεφάλαιο γράφτηκε ακούγοντας Μεζντέκε Σικ Σακ Σοκ. Καλά όχι όλο. Αλλά το άκουσα στο ριπίτ στο μεγαλύτερο μέρος του. Μετά μπήκε χάους οφ μέμοριζ και ίσιωσε το βάιμπ. Βέβαια μετά μπήκε "Δεν άκουσα; Πως είπατε; Ορίστε; Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε;" και κάπου χάλασε. Ορίστε. Μας έλειψαν αυτά τα σημειώματα συγγραφέα;
Εμένα μου έλειψαν.
(Εντάξει στην τελευταία σκηνή άκουγα μπρούκλιν μπέιμπι γιατί αλλιώς δεν έβγαινε)
ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ: α) αγαπημένη σκηνή β) κάποιο σχόλιο για Ελίνα-Φίλιπ γ) Κάποιο σχόλιο γενικά και ειδικά και Δ) ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ τι θα θέλατε να δείτε στα επόμενα κεφάλαια; ίσως και να βάλω κάτι αν είμαι πολύ καλή-
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top