𝐹𝑜𝑢𝑟𝑡𝑦-𝑠𝑖𝑥. 𝑆𝑢𝑛𝐵𝑢𝑟𝑛

Ο Φίλιπ θα της έδινε μια ακόμη τελευταία ευκαιρία. Δεν μπορούσε να την παρακαλεί για πολύ ακόμα, ήδη το είχε κάνει πολλές φορές και ένιωθε κάπως την αξιοπρέπειά του να πέφτει κατακόρυφα, ωσάν φύλλα το φθινόπωρο.

Και, τελικά, η Ελίνα θα έπρεπε να αποφασίσει· θα περνούσε μόνη της το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου στο σπίτι της Οικογένειας του Μάντσεστερ ή θα συνόδευε τον Φίλιπ με τα τρία παιδιά, σε μια ιδιωτική κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά του Ιονίου;

Στάθηκε λοιπόν ο Αρχηγός έξω από την πόρτα της το προηγούμενο βράδυ και ήταν πανέτοιμος να την πείσει να πάει μαζί τους στις διακοπές. Τελευταία της ευκαιρία. Την επόμενη μέρα, νωρίς-νωρίς, θα πετούσαν με το ιδιωτικό τζετ. Με λίγη καλή θέληση θα μπορούσε να πακετάρει και μια αξιοπρεπέστατη βαλίτσα.

Και να σημειωθεί, προτού χτυπήσει την πόρτα της, πως στο μυαλό του δεν είχε καμία πονηρή πρόθεση. Θα ήταν τα παιδιά εκεί, δεν θα υπήρχε περίπτωση να επιχειρήσει οτιδήποτε μαζί της, πράγμα που ήταν έτοιμος να ξεκαθαρίσει.

Εξάλλου, αυτές οι διακοπές μαζί με τα παιδιά ήταν και μια κίνηση του Γκάμπριελ να καταλάβει διάφορα πράγματα σχετικά με εκείνον το ρουφιάνο που τριγυρνά ανάμεσά τους.

Ο Ιβάν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο ένα κόλπο του λογιστή να πιάσει τον πραγματικό σπιούνο της Οικογένειας, προσανατολίζοντας όσους παρακολουθούσαν το λάπτοπ της δουλειάς του στην λάθος κατεύθυνση.

Οπότε, οι διακοπές με τον Ιβάν θα ήταν δόλωμα για τον προδότη της Οικογένειας, αυτόν που οφειλόταν για τον θάνατο του Ρίο, αυτόν που έδωσε πληροφορίες στους Ρώσους. Κάπως, κάπου, κάποια στιγμή ίσως εμφανιζόταν κάποιος και έτσι θα έφταναν λίγο πιο κοντά στον γρίφο.

Πάντως ο Ιβάν ήταν αθώος και πλέον οριστικά μέλος της Οικογένειας.

Συν, ο μικρός συμπαθούσε υπερβολικά την Ελίνα. Οριακά, πολύ οριακά, ήταν η πρώτη του μεγάλη αγάπη. Είχε μια ιδέα, που την είχε εκμυστηρευτεί στον Τζάκσον και που έπειτα αυτός είπε στον μπαμπά του, ότι όταν θα μεγαλώσει, η Ελίνα θα τον παντρευτεί.

Ο Φίλιπ εκτίμησε το θάρρος του μικρού, ειλικρινά. Και υποπτεύθηκε πως άπαξ και ενηλικιωθεί, αυτός θα είναι από τους λίγους καλούς στο άθλημα του φλερτ. Προς το παρόν, θα ήταν καλό ο μικρός Ιβάν να κρατήσει στάση αποχής από τον τομέα, είναι μόλις έντεκα στα δώδεκα, πολύ πολύ μικρός για τέτοια. Ας τα αφήσει αυτά στους μεγαλύτερους, ο Φίλιπ στα τριανταπέντε του χρειάζεται ξεσκόνισμα μιας που στην Ελίνα δεν πιάνουν όλα αυτά που δουλεύουν ρολόι στις υπόλοιπες.

Γι' αυτό, θα επικεντρωθεί στο αγνό φλερτ κατά τις διακοπές. Αν έρθει.

Χτυπά λοιπόν την πόρτα της, περιμένει να την ακούσει αλλά περνά ολόκληρο λεπτό μέχρι να χτυπήσει ξανά.

Χτυπά δύο ακόμη φορές και έπειτα ανοίγει μόνος του με την ελπίδα να μην την πετύχει σε καμία ακατάλληλη στιγμή και καταλήξουν να βρίζονται, πάλι.

Παρόλα αυτά, τα φώτα είναι κλειστά.

Προχωρά λίγο και την βλέπει ξαπλωμένη, να κοιμάται γαλήνια. Ξεφυσά, απογοητευμένος. Εντάξει, δεν είναι πολύ νωρίς αλλά δεν είναι δα και τόσο περασμένη η ώρα για να κοιμάται από τώρα.

Αν έπρεπε να πιστέψει κάτι τότε αυτό θα ήταν πως η Ελίνα κοιμήθηκε για να αποφύγει αυτή την εντελώς αναμενόμενη επίσκεψή του, με σκοπό να την μεταπείσει ίσως ούτε δώδεκα ώρες πριν την αναχώρησή τους.

Η Ελίνα λοιπόν αποφάσισε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Δεν κάθισε άλλο στο δωμάτιο, πισωπάτησε και έφυγε προτού κάνει φασαρία και την ξυπνήσει. Τα μάτια της άνοιξαν την στιγμή που ήχησε πολύ δυνατά η πόρτα από το δικό του δωμάτιο στο βάθος του ορόφου.

Κοίταξε για λίγη ώρα στο κενό μπροστά της μα έπειτα κοιμήθηκε ξανά.

Χρειαζόταν μονάχα λίγο χρόνο μόνη της, χωρίς να περιμένει να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή μπροστά της μέσα στο σπίτι, να δει τι πραγματικά είναι αυτό που φυτρώνει στο στήθος της για εκείνον και όχι να επηρεάζεται από το στενό του μαρκάρισμα.

Το δικαιούταν. Την πήρε από την Οικογένεια της, την οποία αφάνισε στο όνομα του Γκάμπριελ και έπειτα; Έπειτα ζητά από εκείνη να ενδώσει σε έναν παλιό έρωτα αγνοώντας τον πόνο για τις αδερφές της. Δικαιούται να καταλάβει αν αυτό που αισθάνεται αξίζει να προδώσει την θύμηση τους.

...........................

Κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη ξανά και ξανά.

Η Ρωξάνη επέμενε σε εκείνο το λευκό πόλο μπλουζάκι του που του πήγαινε σαν στυλ και μαζί με το γκρι παντελόνι του θα ταίριαζε γάντι στην χαλαρή περίσταση του εορταστικού τραπεζώματος.

Παρόλα αυτά, ο Γκάμπριελ ήταν κάθετος.

«Καλύτερο το λινό πουκάμισο. Καλύπτει περισσότερο τα χέρια μου. Αν το κουμπώσω και μέχρι πάνω δεν θα φαίνεται και τόσο το στέρνο μου.»

Η Ρωξάνη έξυσε τα μαλλιά της εκνευρισμένη. «Καταλαβαίνω γιατί το λες αλλά θα σκάσεις με το πουκάμισο.»

«Προτιμώ αυτό από το να έρθει ο οποιοσδήποτε σε δύσκολη θέση.»

«Δεν θα έπρεπε να σε ενδιαφέρουν οι άλλοι.»

«Με ενδιαφέρεις εσύ. Θα είναι εκεί οι συγγενείς σου, θα γνωρίσω τους γονείς σου, την αδερφή σου, δεν θα ήθελα να έχεις να αντιμετωπίσεις κάτι τέτοιο.» Οπότε έβγαλε το πόλο μπλουζάκι και φόρεσε το λινό του πουκάμισο που έφτανε μέχρι τους καρπούς αλλά μάζεψε το μανίκι μέχρι τους αγκώνες, κάνοντάς το λιγότερο ζεστό για εκείνον.

«Νιώθω ότι καταπιέζεσαι. Μήπως να το ακυρώσω;»

Ο Γκάμπριελ την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη φτιάχνοντας ταυτόχρονα το ύφασμα μέσα από το παντελόνι του. «Λες βλακείες τώρα.»

«Μπορώ να τους πω ότι κάνω απανωτούς εμετούς. Θα το πιστέψουν.»

«Αν το ακυρώσεις, πως θα γιορτάσουμε όλοι μαζί τα γενέθλιά σου νωρίτερα; Δεν μας θέλεις όλους μαζί;» Κοιτάει το είδωλο που καθρεφτίζεται μπροστά του και χαμογελάει γιατί μπορεί να ζεσταίνεται αλλά είναι γοητευτικός. Δεν κούμπωσε μέχρι πολύ ψηλά το πουκάμισο τελικά, για να κάνει την Ρωξάνη να χαμογελάσει λίγο και έπειτα, όσο εκείνη έβγαζε τις πιτζάμες της, εκείνος έφυγε σε άλλο δωμάτιο, να τηλεφωνήσει στον Φίλιπ.

Είχαν περάσει γύρω στις πέντε μέρες που έλειπε και ήθελε να μάθει πως πάνε τα πράγματα. Από την άλλη γραμμή πάντως, ο Φίλιπ ακουγόταν εξαιρετικά χαλαρός.

«Τίποτα που να πρέπει να σε απασχολήσει. Όλα είναι υπό έλεγχο, δεν έχει φανεί τίποτα από τα βόρεια, παρόλα αυτά συνεχίζουμε να πλέουμε με μάτια ορθάνοιχτα γύρω μας.»

«Θα είμαι με την οικογένεια της Ρωξάνης μέχρι αργά το βράδυ φαντάζομαι. Αν χρειαστείς οτιδήποτε πάρε με, αν δεν στο σηκώσω μην επιμείνεις θα σε πάρω εγώ.»

Ο Φίλιπ γέλασε από μέσα. «Εντάξει, Γκάμπ. Όλα καλά. Μπορείς να μην αγχώνεσαι τόσο όμως;»

«Δεν αγχώνομαι πολύ, θέλω να με συμπαθήσουν εννοείται αλλά-»

«-δεν λέω γι' αυτό.»

Σιωπή προτού ο Γκάμπριελ γελάσει σχετικά αμήχανα. «Απλά θέλω να ελπίζω πως βαδίζουμε στον σωστό δρόμο. Ο Ρίο πέθανε επειδή κάποιος μας πρόδωσε, θέλω κάθε μας βήμα να είναι τέλειο.»

«Θα είναι. Θα κλείσω τώρα, να βουτήξω στην πισίνα. Καλή τύχη για σήμερα.»

«Ευχαριστώ, θα την χρειαστώ μάλλον.»

Γελάει ο ένας, γελάει και ο άλλος. «Θα μου κάνεις μια χάρη;»

«Ό,τι θέλεις!»

«Θα δεις αν η Ελίνα είναι καλά; Δεν απαντά στα τηλέφωνα που της κάνω και νιώθω κάπως περίεργα. Πόσο πιθανό να έπαθε κάτι;»

«Καθόλου νέα σημαίνει καλά νέα. Μάλλον έχει τις μαύρες της. Θα το κοιτάξω βέβαια, μείνε ήσυχος.»

Και έπειτα το τηλεφώνημα τελείωσε. Ο Γκάμπριελ άφησε ανάσα ανακούφισης και έπειτα μπήκε ξανά στο δωμάτιο της Ρωξάνης που είχε μόλις ντυθεί με το λευκό της φόρεμα.

Ήταν εφαρμοστό, μέχρι τις γάμπες, με λεπτές τιράντες. Στα χέρια φορούσε κάποια χρυσά βραχιόλια και στον λαιμό ένα επίσης χρυσό διακριτικό κολιέ. Πάλι δεν είχε βαφτεί. Πρέπει να φορούσε μόνο μάσκαρα, αντηλιακή και διάφανο λιπ γκλος.

Την είδε να βγάζει από το κουτί του το ζευγάρι με τα λευκά δετά ψηλά πέδιλα που της πήγαινε πολύ και στην τσάντα πλάτης που είχε ετοιμάσει, είχε βάλει παντόφλες και φλατ πέδιλα, μαζί με μια φόρμα της και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι.

«Πάρε κι εσύ κανένα πιο άνετο ρούχο, ξέρεις, σε περίπτωση που καθίσουμε μέχρι πιο αργά.»

Στο σπίτι της δεν είχε αρκετά ρούχα, μόνο μερικές αλλαξιές για όταν χρειαζόταν κάτι πιο άνετο αν περνούσαν κάποια βράδια μαζί. Οπότε μπορεί να μην έβρισκε δεύτερο πουκάμισο αν ήθελε πέρα από αυτό που έφερε εκείνος, αλλά σίγουρα είχε να επιλέξει ανάμεσα σε φόρμες και μπλουζάκια.

Με κάποιες σχετικά γρήγορες κινήσεις η Ρωξάνη έκλεισε και τα τελευταία πράγματα στην τσάντα και έπειτα από λίγο ήταν στο αμάξι του Γκάμπριελ. Και όσο ο κλιματισμός έφερνε μια ελαφριά δροσερή ατμόσφαιρα, η Ρωξάνη έβαζε στους χάρτες την διαδρομή, μιας που δεν την θυμόταν ο οδηγός και έπειτα έψαξε το αγαπημένο της πλέιλιστ που είχε φτιάξει τις προηγούμενες μέρες για να ακούνε στο αμάξι.

Η διαδρομή ήταν ως συνήθως ευχάριστη.

Την στιγμή όμως που το αμάξι σταμάτησε στο πάρκινγκ που είχε κρατήσει γι' αυτούς ο Έρικ, ο μπαμπάς της Ρωξάνης, ο Γκάμπριελ αισθάνθηκε κάπως να ιδρώνει. Δεν αγχωνόταν για το αν θα τον συμπαθήσουν πλέον, είχε σκεφτεί μερικούς τρόπους να τους το κάνει πιο εύκολο, κυρίως αγχωνόταν για την ουλή στο πρόσωπο και τι θα έλεγαν για αυτό οι γονείς της και οι συγγενείς της.

Η Ρωξάνη πάντως φαινόταν εντελώς χαλαρή.

Κράτησε το χέρι του σφιχτά καθώς περπατούσαν στην είσοδο. Ήταν ήδη ανοιχτά, ο κήπος μπροστά ήταν άδειος αλλά άκουγαν τις φωνές από την πίσω αυλή και κατά πάσα πιθανότητα είχαν φτάσει τελευταίοι. Μπορεί και όχι.

Πήραν και οι δύο βαθιά ανάσα προτού περάσουν την ανοιχτή πόρτα και δεν προλαβαίνουν να περπατήσουν μέχρι το βάθος του σπιτιού, η Ολίβια που κατεβαίνει από τις σκάλες τσιρίζει και φωνάζει σε όλους πως έφτασε η Ρωξάνη. Πέφτει πάνω στην αδερφή της αγκαλιάζοντάς την με δύναμη και χωρίς να το σκεφτεί, αγκαλιάζει εγκάρδια και τον Γκάμπριελ.

Μέχρι να ξεκολλήσει από πάνω του η Ολίβια, έχει έρθει και η Μαντλίν και πρώτα αγκαλιάζει ήρεμα τον άνδρα στην πόρτα, με το λινό πουκάμισο και το φωτεινό χαμόγελο. Ξοπίσω είναι ο Έρικ και πίσω του είναι οι υπόλοιποι συγγενείς που δεν έχει ακούσει πολλά γι' αυτούς.

Ο μπαμπάς της Ρωξάνης δεν είναι τόσο εκδηλωτικός με τον Γκάμπριελ. Ενώ χαμογελά ενθουσιασμένος που βλέπει την κόρη του μετά από τόσο καιρό, στέκεται μπροστά σε εκείνον αυστηρά και επιδιώκει μια χειραψία ζεστή αλλά εντελώς επίσημη.

«Χαίρομαι που σας γνωρίζω», μιλάει πρώτος και σφίγγει το χέρι του, περιμένοντας να του πει κάτι κι ο κύριος Έρικ.

Ο κύριος Έρικ όμως δεν του είπε κάτι, για την ακρίβεια απλώς έγνεψε και έπειτα γύρισε σε όλους και είπε με την βροντερή φωνή του πως θα πρέπει να μαζευτούν στην αυλή, να καθίσουν γύρω στο τραπέζι όσο τα φαγητά ήταν ήδη έτοιμα και ετοιμάζονταν να σερβιριστούν.

Η Ρωξάνη δεν καθυστερεί. Μαζί με τους υπόλοιπους, οδηγεί τον Γκάμπριελ στην αυλή και όταν κάθονται όλοι μαζί, οι περισσότεροι πέφτουν πάνω στον άνδρα με την ουλή στο μάτι και οι ερωτήσεις ξεκινούν.

«Με τι ασχολείσαι Γκάμπριελ;» Είμαι λογιστής.

«Αλήθεια; Δηλαδή για την φορολογική μου δήλωση του χρόνου να σε εμπιστευτώ;» Ακριβές οι υπηρεσίες μου αλλά επειδή είστε ξαδέρφη της Ρωξάνης, ό,τι θέλετε.

«Πόσο χρονών είσαι;» Τον Νοέμβρη κλείνω τα τριάντα ένα.

«Πως γνωριστήκατε με την Ρωξάνη;» Στην δουλειά.

«Δουλεύεις κι εσύ στο Εσκομπάρ;» Στο περίπου.

Η Ρωξάνη προσπαθεί να κατευθύνει τα θέματα συζήτησης σε ουδέτερα σημεία αλλά όλο και κάποιος αδιάκριτος ερχόταν στο πηγαδάκι των συγγενών κοντά στον Γκάμπριελ που θα ρωτούσε αυτό που δεν έπρεπε. «Οι γονείς σου με τι ασχολούνται, καλέ μου;» Η Ρωξάνη δαγκώθηκε, ο λογιστής όχι. «Ο μπαμπάς μου ήταν λογιστής και η μητέρα μου ήταν στα οικιακά.» Χαμογέλασε σε όλους πριν πιει μια ακόμη γουλιά από την μπίρα χωρίς αλκοόλ που του έδωσε η Μαντλίν και τους άφησε σε μια χρονοβόρα σιωπή μέχρι να βρεθεί κάποιος να φωνάξει κάτι σχετικά με τα ποτά στο τραπέζι και το φαγητό που ετοιμαζόταν να σερβιριστεί. Από μακριά, ο Έρικ ακούει προσεκτικά.

Όσο καιρό δούλευε στο τότε Ρεβολούσιον, τωρινό Εσκομπάρ, δεν είχε ακούσει τίποτε για την μητέρα του Γκάμπριελ. Ήξερε τον Ρίο, τον είχε δει πολλές φορές βασικά, γνώριζε ότι ήταν ο πατέρας του χωρίς λεπτομέρειες για την υιοθεσία του, δεν είχαν ακουστεί στους απλούς σεκιούριτι τέτοιες πληροφορίες, όμως ο Έρικ δεν γνώριζε τίποτε για την μητέρα του, ακριβώς γιατί κανένας δεν είχε τίποτα να πει.

Η μαμά της Ρωξάνης γνώριζε για τους γονείς του Γκάμπριελ. Η κόρη της είχε πει όσα χρειαζόταν. Η Μαντλίν άγγιξε τον ώμο του άνδρα με την ουλή και του χαμογέλασε στοργικά. «Το ταλέντο της λογιστικής ήρθε από τον μπαμπά λοιπόν;»

Κοιτώντας μέσα στο βλέμμα της, ο λογιστής ήξερε πως η Μαντλίν γνώριζε κάποια περισσότερα πράγματα, παρόλα αυτά ανασήκωσε τους ώμους του και γέλασε.

«Λέτε ταλέντο και με κάνετε να φαίνομαι ενδιαφέρων τύπος ενώ ασχολούμαι με το πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο.» Ο Γκάμπριελ κοίταξε να αποφύγει την ερώτηση κυρίως γιατί από τον πατέρα του, τον βιολογικό, πήρε μόνο ψυχικά τραύματα και μπόλικο υλικό για τον Άδη τον οποίο μέσες-άκρες ο Τζάσπερ έπλασε. Η Ρωξάνη ταυτόχρονα βοηθά και τα ξαδέρφια της να φέρουν όλα τα φαγητά στο τραπέζι και προτού κάτσει δίπλα από τον Γκάμπριελ επιδεικτικά η πρώτη της ξαδέρφη, πήρε εκείνη την θέση δίπλα του που δικαιωματικά της αξίζει. «Λοιπόν, με πολλούς έχουμε να τα πούμε και έναν χρόνο, αφήστε τον άνθρωπο να αναπνεύσει λίγο και μιλήστε μου για τα νέα σας τον τελευταίο καιρό!»

Ο λογιστής πήρε μεγάλη ανάσα.

Κάποιος άρχιζε να μιλάει όσο και τα τελευταία πιάτα έμπαιναν στο τραπέζι. Και την στιγμή που ήταν έτοιμος να χαλαρώσει εντελώς, ο μπαμπάς της Ρωξάνης διακόπτει την συζήτηση και τον κοιτάει απευθείας στην ψυχή με αυτό το διαπεραστικό βλέμμα. «Δεν έχουμε πάγο, Γκάμπριελ, θα πάμε μαζί να πάρουμε;»

Δεν χρειάστηκε καν να το σκεφτεί. Σηκώθηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα του και αμέσως προσφέρθηκε να οδηγήσει εκείνος γιατί «το αμάξι μου είναι πιο εύκολο να βγει από το πάρκινγκ». Ο Έρικ έγνεψε και άφησε τον άνδρα να προχωρήσει πρώτος με το κλειδί του αυτοκινήτου στο χέρι.

Η Ρωξάνη έτρεξε πίσω από τον πατέρα της έντρομη σχεδόν. «Δεν είναι κάποιου είδους κίνηση αυτή για να του κάνεις ανάκριση, έτσι;»

Ο μπαμπάς της χαμογέλασε, χάιδεψε τα μαλλιά της και την φίλησε στο μέτωπο. «Θα είμαστε πίσω σε λίγο, αν θέλετε να φάτε ξεκινήστε.»

Έκλεισε την πόρτα πίσω του δυνατά και ένα σόι έμεινε να κοιτάζει την Ρωξάνη που είχε κοκκινήσει ολόκληρη. Η μαμά της πάντως γέλασε. Σιγά, και τι θα έκανε στον Γκάμπριελ που θα έπρεπε να φοβάται;

Την ίδια ώρα, στο αμάξι δεν επικρατούσε κανενός είδους αμήχανη σιωπή.

Ο Έρικ σχολίασε το πόσο άνετο φαίνεται στην οδήγηση το Renault και ζήτησε την γνώμη του γιατί σκεφτόταν κι εκείνος να πάρει ένα, τώρα που βγήκε σε σύνταξη. Ο Γκάμπριελ, όπως κάποιος πολύ έμπειρος πωλητής θα έκανε, ξεκίνησε να εκθειάζει την άνεση και τις ευκολίες του και έπειτα, έκανε επίδειξη μερικών ικανοτήτων του οχήματος, τα οποία άφησαν εντελώς ευχαριστημένο τον Έρικ μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.

Συμφώνησαν να πληρώσει ο Έρικ τον πάγο αν ο Γκάμπριελ πληρώσει τα γλυκά και έπειτα από λίγο βρίσκονταν και πάλι στον δρόμο, για την επιστροφή αυτή τη φορά, μόνο που οδηγούσε ο μπαμπάς της Ρωξάνης.

«Αν τρακάρουμε δεν υπόσχομαι πως θα καλύψω τα έξοδα», αστειεύεται.

«Μην ανησυχείτε, αν τρακάρουμε δεν θα χρειαστεί να καλύψετε τίποτα.» Χαμογελά έχοντας στο νου του να του εξηγεί οποιαδήποτε ένδειξη που εμφανίζεται στην οθόνη του αυτοκινήτου.

«Φαντάζομαι δεν οφείλεται η μικτή σου ασφάλεια, αλλά ότι είσαι ο λογιστής του Εσκομπάρ;»

Η Ρωξάνη του είχε πει πως ο μπαμπάς της γνώριζε πολλά περισσότερα για το Εσκομπάρ απ' όσα ο Γκάμπριελ πίστευε ότι θα μπορούσε να ξέρει. «Έχω αναλάβει τα λογιστικά για τον Φίλιπ γενικά, οπότε ας πούμε πως ναι.»

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι, ο Έρικ τον κοιτά. «Ξέρω κάποια πράγματα για την Οικογένεια του Μάντσεστερ, Γκάμπριελ. Αυτό που θέλω από εσένα είναι να μην αφήσεις την Ρωξάνη να μπει σε αυτήν.»

Δεν είχε τι να του πει. Έτσι, ο Έρικ συνέχισε. «Η Ρωξάνη μου είπε ότι θέλει να... μπει στην Οικογένεια.»

«Την άποψή μου σας την είπε;»

Ο Έρικ έγνεψε, ξεφυσώντας.

«Να είστε τότε σίγουρος πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να μην μπει η Ρωξάνη στην Οικογένεια.»

«Σε εμπιστεύομαι πως δεν θα την αφήσεις να κινδυνέψει. Ξέρω ελάχιστα πράγματα αλλά ξέρω όσα χρειάζομαι για να ανησυχώ που είναι μαζί σου και τόσο κοντά στον κίνδυνο της Οικογένειας.»

«Θα προσπαθήσω να-»

«-Να προσπαθήσεις να μην την μπλέξεις μέσα στον βούρκο με τα αίματα», τον διακόπτει αμέσως, «δεν θέλω να πάθει τίποτα η κόρη μου».

Ο Γκάμπριελ αφήνει λίγο την σιωπή να δέσει τα λόγια του μεγαλύτερου άνδρα και χωρίς να επηρεάζεται ιδιαίτερα, γνέφει. Μέσα στα επόμενα λεπτά έφτασαν στο σπίτι, ο μπαμπάς της έφυγε με τα γλυκά και τον πάγο αφήνοντας τον Γκάμπριελ να παρκάρει το αμάξι.

Εμφανίστηκε έπειτα από λίγο, αγκαλιάζοντας την Ρωξάνη η οποία ειλικρινά είχε αγχωθεί περισσότερο απ' ότι έπρεπε. Την φίλησε στο μέτωπο και έσφιξε το χέρι του στο δικό της καθήμενοι στις θέσεις τους. Ένιωθε το βλέμμα της πάνω του για αρκετή ώρα, η Ρωξάνη κατάλαβε πως κάτι ειπώθηκε μεταξύ τους αλλά δεν θα τον πίεζε να της το πει.

Η ξαδέρφη της εν τω μεταξύ παραδίπλα όση ώρα η Ρωξάνη προσπαθούσε να διαβάσει το βλέμμα του συντρόφου της, όλο και ρωτούσε τον Γκάμπριελ διάφορα. Και τι ζώδιο είσαι; Τι; Σκορπιός; Αχ, ναι, είπες κάτι για Νοέμβριο πριν. Ναι, λογικό. Εντάξει, το βλέπω, μου κάνεις για σκορπιός. Η ξαδέρφη μου είναι Λέων βέβαια, φαντάζομαι το ξέρεις. Αν ταιριάζουν; Μπα, δεν ταιριάζουν. Ναι, ναι εντάξει καταλαβαίνω πως εσείς ταιριάζετε αλλά σαν ζώδια είναι εκρηκτικός συνδυασμός. Τώρα που το είδα, δεν σκας καλέ με το πουκάμισο; Άνοιξε κανένα κουμπί παιδί μου μην ζεσταθείς! Αμάν ρε ξαδέρφη, τον έφερες εδώ και τον έντυσες, τι να μην δούμε; Το σώμα του; Αν και φαίνεσαι να γυμνάζεσαι, Γκάμπριελ! Τι; Γυμνάζεσαι; Τι γυμναστική κάνεις;

Η Ρωξάνη ήθελε να της τραβήξει το μαλλί τρίχα-τρίχα. Τον ακουμπά κιόλας. Πολύ. Καλά αυτή δεν θέλει να φάει; Θέλει να της φάμε όλο το φαγητό και να μείνει νηστική; Κάτσε κορίτσι μου και μπουκώσου με τα μπιφτέκια και άσε τον Γκάμπριελ στην ησυχία του, μην σου γ—

Ο Γκάμπριελ, την ξαδέρφη πάντως, την αποκρούει ευγενικά την στιγμή που γυρνά στο μέρος της Ρωξάνης για να της αφήσει στο πιάτο σαλάτα που δεν έφτανε να πιάσει και όπως πήγαινε να τον ρωτήσει κάτι νέο εκείνος από ευγένεια απαντούσε κάτι μικρό και γυρνούσε έπειτα το κεφάλι του στην μπαργούμαν η οποία εννοείται και το απολάμβανε όταν το έκανε αυτό.

Ώσπου έφτασε η ώρα που το τραπέζι άδειασε και τα γλυκά εμφανίστηκαν στο τραπέζι. Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε να βοηθήσει αλλά η Μαντλίν δεν τον άφησε. Κάθισε λοιπόν στο τραπέζι ξανά, με τον Έρικ και κάτι θείους της Ρωξάνης να συζητούν για διάφορα θέματα, λίγο ομάδες, λίγο πολιτική, λίγο παγκόσμια επικαιρότητα.

Γενικά δεν ήθελε να συμμετάσχει τόσο, για εκείνον δεν υπήρχαν πολιτικοί παρά μόνο Οικογένειες, παρόλα αυτά όταν τον ρωτούσαν απαντούσε εντελώς διπλωματικά.

Και έπειτα ήρθε ξανά η ξαδέρφη.

Καλέ σου έδειξαν το σπίτι; Έλα να σε κάνω μια ξενάγηση, αμάν κι αυτή η Ρωξάνη, τα πιο βασικά παραβλέπει!

Ο Γκάμπριελ της χαμογέλασε και εντελώς ευγενικά αρνήθηκε. «Δεν είναι ώρα τώρα, Τζέμμα, αργότερα το βλέπουμε, ναι;»

Η Ρωξάνη από μακριά θέλει τώρα να την χτυπήσει. Δεν ντρέπεται; Για όνομα του θεού!

Ο Έρικ πάντως, που έπιασε και τον εκνευρισμό της κόρης του αλλά και την αμηχανία του Γκάμπριελ, της φώναξε από μακριά πως μια ξενάγηση θα ήταν καλή και έτσι η Τζέμμα έμεινε να κοιτά τον θείο της εκνευρισμένη, κοίτα θράσος!

Την ξενάγηση ανέλαβε λοιπόν η Ρωξάνη.

Η μπαργούμαν πάντως δεν έμεινε πολύ ώρα στον κάτω όροφο, μιας που τον είχε δει μέσες-άκρες, αλλά ανέβηκε τα σκαλιά μαζί του και τον τράβηξε στο δωμάτιο της κλείνοντας την πόρτα όπως-όπως.

«Ένα φιλί δεν μου έχεις δώσει τόσες ώρες.»

Πρώτο παράπονο.

«Μας κοιτάει ο μπαμπάς σου.»

«Μας κοιτάει και η ξαδέρφη μου.»

Ο Γκάμπριελ σηκώνει το φρύδι του διασκεδασμένος. «Αδιαφορώ για την ξαδέρφη σου, λίγος σεβασμός στον μπαμπά σου όμως δεν βλάπτει.»

Ξεφυσά η μπαργούμαν. Τυλίγει τα χέρια της γύρω του και τον αγκαλιάζει σφιχτά προτού σηκωθεί στις μύτες για να τον φιλήσει που περίμενε τόση ώρα.

Και ο Γκάμπριελ το απολαμβάνει γιατί τώρα δεν καραδοκεί ο κύριος Έρικ.

Την απομακρύνει από πάνω του όμως την στιγμή που το χέρι της φεύγει από την μέση του και ξεκινά να τον χαϊδεύει πάνω από το ύφασμα του παντελονιού του. Ο λογιστής την λοξοκοιτάει κάνοντας δύο βήματα πίσω. «Ούτε να το σκέφτεσαι!»

«Γιατί;» του χαμογελά πονηρά, πλησιάζοντας με δύο βήματα προς το μέρος του.

«Γιατί είναι ασέβεια και έχουμε όλον τον χρόνο να κάνουμε ό,τι θέλεις όταν γυρίσουμε σπίτι σου, εγώ δε κάνω απολύτως τίποτα με το σόι σου στον κάτω όροφο.»

Κρατά τους ώμου της σφιχτά, την κάνει δύο βήματα στην άκρη και βγαίνει από το δωμάτιο αφού βεβαιωθεί πως τον ακολουθεί εκνευρισμένη. Κατεβαίνουν τις σκάλες και κάθονται έπειτα από λίγο στο τραπέζι με την Ρωξάνη να είναι αναψοκοκκινισμένη.

Στην ιδέα του ριψοκίνδυνου, την απειλής πως κάποιος θα τους ακούσει, στην σκέψη πως εκείνοι τώρα θα μπορούσαν να είναι στον πάνω όροφο και να ζουν τον έρωτά τους όσο οι συγγενείς της είναι στην αυλή και τρώνε θέλει να τον σηκώσει από την θέση του και να τον τραβήξει μέχρι το μπάνιο, απλά για να βγάλει από μέσα της αυτό που την βασανίζει, να σβήσει την φωτιά που άναψε ανάμεσά της και να διώξει και την ενόχληση της ζήλειας από το στέρνο της εξαιτίας της ξαδέρφης της.

Όμως ο Γκάμπριελ είναι ανένδοτος. Ούτε δίπλα της δεν κάθεται! Βοηθά την μαμά και την αδερφή της να κόψουν το γλυκό που έφερε η θεία της Ρωξάνης και να το χωρίσουν σε πιάτα, ενώ περνάει το κουτί με τα φρέσκα γλυκά από όλους, χαμογελώντας ευγενικά.

Η Ολίβια του κάνει δύο αστεία, δημιουργώντας μια οικειότητα μεταξύ τους και η Μαντλίν τον ρωτά διάφορα για την ζωή του, πολύ γενικά, που μένει, για κάποιο χόμπι του...

Από μακριά που τον παρατηρεί η Ρωξάνη της μοιάζει με ρολό κανέλας και γλάσο βανίλιας έτοιμος να τον φάει. Λίγο φεύγει το μυαλό της και αναρωτιέται πως αυτός ο άνδρας που μοιάζει με τον πιο γλυκό τύπο του κόσμου, αγνοώντας την ουλή στο μάτι, μπορεί να είναι ο ίδιος με εκείνον που χάραξε το όνομά του στην πλάτη της μερικές μέρες πριν.

Αναστέναξε βαθιά.

Πολύ τον ήθελε.

Και η Τζέμμα, η ξαδέρφη της, κάθεται δίπλα της. «Αναρωτιέμαι που το βρήκες αυτό το μωρό ρε ξαδέρφη, το έχω πραγματική απορία!»

«Α, δεν ήταν τόσο δύσκολο! Απλώς κοιτούσα την δουλειά μου και όχι κάποιον δεσμευμένο.» Της χαμογελά και πιάνει το κρασί στο χέρι της, πίνοντας μια μικρή γουλιά. Η Τζέμμα ξινίζει τα μούτρα της αλλά χαμογελά.

«Πολύ όμορφος ρε παιδί μου», αγνοεί το έντονο της σχόλιο, «απορώ τι σου βρήκε.. όχι πως είσαι άσχημη, προς θεού! Απλώς είσαι λίγο... αδιάφορη μπροστά του. Ξέρεις, με αυτή την ουλή είναι ο πιο ενδιαφέρων τύπος που έχω δει... είσαι κάπως άνοστη ρε παιδί μου για τα μέτρα του».

Η Ρωξάνη θέλει να κάνει φόνο. Ειλικρινά, αν είχε τώρα ένα από τα μαχαίρια του Άδη, θα της το είχε χώσει στον λαιμό. Καλά, ίσως όχι, της φαίνεται αρκετά απάνθρωπο για να μπορέσει να το κάνει, αλλά έτσι λίγο να την εκφοβίσει δεν θα ήταν κακό σενάριο, έτσι; Έτσι.

Παρόλα αυτά, της χαμογελά όπως κάνει κι εκείνη και πίνει ξανά από το κρασί της. «Και τι θα ήταν ταιριαστό για εκείνον; Για πες.»

Ο Γκάμπριελ από μακριά την κοιτάζει καθώς μοιράζει τα τελευταία πιάτα με κομμάτι γλυκό, της κλείνει το μάτι και έπειτα συνεχίζει να μιλάει για κάτι άσχετο με την Ολίβια που τον βοηθάει. Η Ρωξάνη αναστενάζει, η Τζέμμα την κοιτάει.

«Άντε, ξαδέρφη, πες μου τι θα χρειαζόταν στο πλευρό του!»

Η Τζέμμα μένει σιωπηλή, για κάποιο περίεργο λόγο. Η μπαργούμαν της χαμογελά πίνοντας το κρασί της με περίσσια όρεξη. Με την άκρη του ματιού της τον βλέπει που πλησιάζει κοντά της και βρίσκει την ευκαιρία της να σηκωθεί απότομα από την θέση της και όσο κρασί είχε στο ποτήρι της να γεμίσει το λευκό του πουκάμισο από πάνω μέχρι κάτω.

Τον κοιτάει προσποιούμενη την σοκαρισμένη και την εντελώς μετανιωμένη. «Βρε αγάπη μου, με συγχωρείς!» Αφήνει το ποτήρι της στην άκρη όπως-όπως και σπεύδει με ένα χαρτί να σκουπίσει το κρασί από το πουκάμισό του, κάνοντας τα χειρότερα αντί για καλύτερα.

Της χαμογελά ευγενικά και κρατά το χέρι της, μην συνεχίσει και τα κάνει χειρότερα.

Την ίδια στιγμή, η Μαντλίν τον πλησιάζει κοιτώντας επικριτικά την κόρη της. «Γκάμπριελ, αγόρι μου, έλα να σου δώσω καμία μπλούζα του Έρικ αν είναι, να πλύνω εγώ το πουκάμισό σου!»

Η Ρωξάνη πετάγεται προτού μιλήσει ο Γκάμπριελ. «Έχω φέρει εγώ δεύτερη μπλούζα και θα του πλύνω και το πουκάμισο πάνω.»

Τον αρπάζει από το μπράτσο, σχεδόν τον σέρνει μέχρι τις σκάλες και έπειτα τον οδηγεί μέχρι το μπάνιο. Τον αφήνει να βγάλει το πουκάμισό του όσο ψάχνει την τσάντα της μαζί και γυρνά στην τουαλέτα με την μπλούζα, την λευκή πόλο που τον παρακαλούσε να φορέσει, στο χέρι.

«Να ρωτήσω γιατί με έλουσες με κρασί;»

«Αν δεν το έριχνα σε εσένα, θα έλουζα την ξαδέρφη μου. Συν ότι ήθελα πολύ να μείνουμε μόνοι μας πάλι, οπότε δύο σε ένα!»

Με μια πετσέτα σκουπίζει το στέρνο του και την κοιλιά του από το κρασί που διαπέρασε το πουκάμισο και εκείνος την κοιτά χαμογελώντας. «Τόσο σε εκνευρίζει η Τζέμμα;»

«Εντάξει, δεν είναι δα ότι με είπε και άνοστη για να είμαι μαζί σου.»

«Μίλησε ο φιδές...»

Η Ρωξάνη άφησε ένα πνιχτό γέλιο προτού βάλει το πουκάμισο σε μια λεκάνη και τον βοηθήσει να φορέσει την μπλούζα του. Κάθισε στον νιπτήρα, του χαμογέλασε και τον παρακάλεσε να καθίσουν έστω και δύο λεπτά παραπάνω εκεί, μόνοι τους, δίχως αυτό να σημαίνει τίποτε άλλο.

Ο Γκάμπριελ συμφώνησε. Ξεκούρασε τα χέρια του στην περιφέρειά της και την κοίταξε προτού της χαμογελάσει. Τον φίλησε αμέσως.

Ώθησε τον εαυτό της πάνω στο σώμα του και εκείνος έσφιξε το κράτημά του γύρω από το δέρμα της. Μέσα στο φιλί τους την νιώθει να αγκομαχά.

«Δεν σε έχω αγγίξει σωστά ακόμη και ήδη είσαι έτοιμη για όλα» της ψιθυρίζει πάνω στα χείλη της και η κοπέλα αφήνει ακόμη ένα αγκομαχητό. Όταν της μιλάει έτσι, τόσο χαμηλά, με τη βραχνή φωνή του, η μπαργούμαν μοιάζει έτοιμη να πέσει στα γόνατα για χάρη του.

«Αυτή τη στιγμή θέλω να μου βγάλεις το φόρεμα και να με αγγίξεις σωστά

Της δίνει ένα ακόμη φιλί και της χαμογελά. «Ελπίζω να έχεις καταλάβει πως αυτό το φόρεμα δεν θα το βγάλεις γιατί θα σε πηδήξω ενώ το φοράς.»

Στέναξε μέσα στο φιλί τους για ακόμη μια φορά. Ανάμεσα από τα πόδια της ένιωθε την υγρασία να γίνεται ολοένα και πιο ενοχλητική, τον χρειαζόταν να την γεμίσει, να πάρει μακριά την ζέστη από μέσα της με τον πιο ιδανικό τρόπο.

Απομακρύνθηκε από το σώμα της, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και την κοίταξε στα μάτια. «Θέλω να ανοίξεις τα πόδια σου καλά και να είσαι όσο πιο ήσυχη γίνεται.»

Σήκωσε το ύφασμα μέχρι την κοιλιά της και άνοιξε τα πόδια της όπως ακριβώς της ζήτησε. Η λευκή δαντέλα στο εσώρουχό της τον τρέλανε μεμιάς. Ελευθέρωσε τον εαυτό του από το δικό του εσώρουχο και γλίστρησε μέσα της εύκολα. Έμεινε εκεί για κάποια δευτερόλεπτα, κλείνοντας τα μάτια του, απολαμβάνοντας την αίσθηση της γύρω του.

Πιέζει το εσωτερικό των μηρών της για να κρατήσει τα πόδια της τόσο ανοιχτά όσο τα θέλει και ξεκινά να βγαίνει από μέσα της αργά, στέλνοντας ακόμη ένα κύμα ευχαρίστησης στο κορμί της.

Πρόλαβε να την φιλήσει προτού ξεφύγουν από τα χείλη της σκόρπια επιφωνήματα. Έμπλεξε την γλώσσα του στην δική της, ενώ έμπαινε ξανά μέσα της, λίγο πιο γρήγορα από πριν. Τα χείλη τους απομακρύνονται, την γεμίζει ξανά και ξανά, σκύβει κοντά στο αφτί της και ψιθυρίζει διάφορα πρόστυχα λόγια που ξέρει πως της αρέσουν.

Μα όσο αυξάνει τον ρυθμό του, ο λογιστής αφήνει τις λέξεις να χαθούν και βογκά δίπλα στο αφτί της όσο πιο ήσυχα μπορεί. Μα ήταν ότι πιο ερεθιστικό είχε ακούσει ποτέ της, να τον ακούει να φτάνει την ύψιστη ικανοποίηση ενώ ακόμη βρίσκεται μέσα της.

....................

Τα πράγματα δεν πήγαν όπως υπολόγιζε και έφτασε αργά το βράδυ να υποκύπτει στα παρακάλια της Ρωξάνης και να πίνει δύο κοκτέιλ από τα χεράκια της.

Ήταν η καθιερωμένη στιγμή του οικογενειακού τραπεζιού, η Ρωξάνη να φτιάχνει σε όλους από ένα ποτό, ό,τι κι αν της ζητήσουν, ή ακόμη καλύτερα, ό,τι κι αν επιλέξει εκείνη γι' αυτούς.

Ο Γκάμπριελ στην ερώτησή της πάντως, «τι να σου φτιάξω;» που ήταν και αρκετά συνηθισμένη πλέον, απάντησε την επίσης γνωστή ατάκα «δεν πίνω, οδηγώ». Αλλά όπως κάθε φορά, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, η μπαργούμαν τον τούμπαρε και του έφτιαξε δύο ποτά να πιεί, δίχως να αιτιολογήσει τις επιλογές της.

Οπότε ήταν λογικό, ο λογιστής που δεν είναι συνηθισμένος στο ποτό, να ζαλιστεί εύκολα μετά τα αλκοολούχα κοκτέιλ της Ρωξάνης και τελικά αποφασίζει μαζί με την σγουρομάλλα ξανθιά να περάσουν το βράδυ στο πατρικό της και να φύγουν την επόμενη μέρα.

Αυτό ήταν το πιο βολικό σενάριο και για τους δύο.

Η Ολίβια είχε πει ότι θα κοιμηθεί στο αγόρι της οπότε το δωμάτιο έμενε τώρα άδειο για εκείνους αλλά δεν είχε σημασία γιατί έπεσαν και οι δύο να κοιμηθούν αμέσως από την κούραση της ημέρας. Προσπάθησαν να χωρέσουν στο μονό κρεβάτι της Ρωξάνης και τα κατάφεραν με επιτυχία, διατηρώντας και μια καλή θερμοκρασία με τον κλιματισμό να δροσίζει το δωμάτιο.

Ο ύπνος τους πήρε σχεδόν αμέσως και όλα έδειχναν πως μέχρι το πρωί δεν θα τους ενοχλούσε κανείς.

Όμως γύρω στις τρεις και κάτι, ένας οξύς πόνος στο κεφάλι έκανε τον άνδρα να ανοίξει τα μάτια του διάπλατα και να κοιτάξει το ταβάνι ενοχλημένος από τη διαπεραστική ενόχληση που ολοένα και αυξανόταν.

Προσπάθησε να το ηρεμήσει, πιέζοντας τους κροτάφους του αλλά τίποτα. Αναδεύτηκε στην θέση του με κλειστά μάτια σε μια δεύτερη απόπειρα να το αγνοήσει αλλά αυτό ήταν αδύνατον.

Μάλλον θα έπρεπε να πιεί κάποιο παυσίπονο.

Έκανε να σηκωθεί ήσυχα, κοιτώντας την Ρωξάνη μέσα στην αγκαλιά του μα όλα πάγωσαν στην στιγμή. Ήταν γεμάτη με αίματα, τα χέρια της, τα μαλλιά της, ο λαιμός της, τα ρούχα της είχαν ποτίσει πορφυρό κόκκινο υγρό... Η καρδιά του ξεκίνησε να χτυπάει δυνατά, μέσα στην ησυχία ακουγόταν σαν το πιο δυνατό χτύπημα στην πόρτα.

Το στόμα του ξεράθηκε, έκανε να μουρμουρίσει κάτι αλλά τίποτε δεν περνούσε από το μυαλό του. Σήκωσε δειλά το χέρι του, πιάνοντας το ύφασμα της πιτζάμας της, μα δεν μπορεί να κοιτάξει κάτω από αυτήν, τρέμει ολόκληρος. Δεν την έχει ακουμπήσει καν και τα χέρια του είναι γεμάτα με αίμα. Στάλες ολόκληρες πέφτουν από τα ακροδάχτυλά του πάνω της και ο πανικός ξεκινά να τον καταβάλλει.

«Τι στο...» καταφέρνει να ψιθυρίσει έπειτα από λίγο, απομακρύνοντας το σώμα του από το δικό της. Παρόλο που εκείνη ήταν σχεδόν βουτηγμένη στο αίμα, εκείνος ήταν καθαρός, όλος εκτός από τα χέρια του. Μπερδεύτηκε, μα αγνόησε την λογική του, κοίταξε την κοπέλα δίπλα του και αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά πιο έντονα.

Ένας λυγμός έκανε να το σκάσει από μέσα του αλλά έγινε κόμπος στον λαιμό του, κάνοντάς τον να ζητά αέρα κάθε που οι ανάσες του λιγόστευαν, γίνονταν πιο κοφτές.

Το αίμα έτρεχε πάνω της πηχτό. Προσπαθούσε να καταλάβει αν αναπνέει ή αν το αίμα που φαινόταν δικό της, είχε στερέψει κάθε ίχνος ζωής από πάνω της.

Άγγιξε τα χέρια της, άγγιξε τον λαιμό της, τα μήλα του προσώπου της μα δεν έπιανε πληγές. Έσμιξε τα φρύδια του, δεν καταλάβαινε τίποτα.

Προσπάθησε να ακούσει την καρδιά της, δεν ένιωθε σφυγμό. Προσπάθησε να ακούσει τις αναπνοές της, αλλά το στέρνο της έμενε ασάλευτο.

Σηκώθηκε και στήριξε το βάρος του στα γόνατα, πιάνοντας το ματωμένο σώμα της μέσα στα χέρια του.

Απόγνωση.

Τι συμβαίνει; Δεν μπορεί να καταλάβει.

Κοιτάει γύρω του, μήπως πάρει απαντήσεις. Δεν υπάρχει καμία παραβίαση, όλα φαίνονται αρμονικά, δεν θα μπορούσε να έχει μπει κανένας στο δωμάτιο να της το κάνει αυτό. Την κοιτάει άλλο λίγο, με το αίμα πάνω της να γίνεται περισσότερο. Δεν ξεχώριζε κομμάτια από το κορμί της, ήταν όλα καλυμμένα στο κόκκινο πια.

Ανάσανε πιο γρήγορα. Ποιος της το έκανε αυτό;

Πήρε δύο βαθιές ανάσες, το μυαλό του τρέχει γρήγορα σε μια απάντηση ώσπου...

Ώσπου τρεις λέξεις σχημάτισαν τον χειρότερο εφιάλτη του.

«Εγώ το έκανα;»

Δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν στα μάγουλά του και έπειτα πάνω στο σώμα της.

Δεν μπορεί, δεν γίνεται να το έκανα εγώ αυτό!

Έχασε τον έλεγχο των αναπνοών του, την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του και σιωπηλά ξεκίνησε να κλαίει. Ένιωθε το αίμα της πάνω του μα δεν τον ενδιέφερε.

«Να προσπαθήσεις να μην την μπλέξεις στον βούρκο με τα αίματα.»

Το στήθος του βούλιαξε, η καρδιά του θα το έσκαγε από το στέρνο του από στιγμή σε στιγμή. Μα δεν πρόλαβε... Την ένιωθε στην αγκαλιά του μέσα σε μια λίμνη αίματος, απόγνωση τον γέμισε, δεν θα μπορούσε να το έχει κάνει εκείνος, ήταν...

«Γκάμπριελ;» Η φωνή της τον αναγκάζει να εστιάσει πάνω της. Τραβήχτηκε από το σώμα της και την κοίταξε στα μάτια. Δεν είχε αίματα στα μαλλιά της. Ούτε στο πρόσωπό της. Δεν κοίταξε πιο κάτω, τρομαγμένος αγκάλιασε τα μάγουλά της με τα χέρια του και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, αποζητώντας να τραφεί κι εκείνος από την σταγόνα ζωής στο πράσινο βλέμμα της.

«Ρωξάνη μου

Τον κοιτάει μπερδεμένη. «Τι συμβαίνει; Γιατί κλαις;»

Το βλέμμα του πέφτει στο σώμα της, τα ρούχα της είναι καθαρά και το δέρμα της όπως το γνωρίζει, απαλό και ανοιχτόχρωμο, χωρίς ίχνος αίματος, χωρίς ίχνος βρωμιάς.

Ξεφυσά από ανακούφιση και την φιλά αφήνοντας τα δάκρυά του να δώσουν μια αλμυρή γεύση και στους δύο. Θέλει να γελάσει γάργαρα αλλά δεν το κάνει, κλείνει τα μάτια του και ξεκουράζει το μέτωπό του στο δικό της.

Η Ρωξάνη παραμένει ακόμη μπερδεμένη.

«Τι έπαθες αγάπη μου;» του ψιθύρισε γλυκά. Το γκρι, στην μάχη του με το μαύρο έχασε και έμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος. Πιάνει το στήθος της και αισθάνεται τις ανάσες της, η καρδιά της χτυπάει έντονα μέσα από το στέρνο της και όλη η ένταση φεύγει με μια δόση δικής της ζωντάνιας.

«Ήσουν γεμάτη με αίματα...» μουρμουρίζει και τώρα η Ρωξάνη ξυπνά για τα καλά. Χαμογελάει, ξεφυσά και τον καθησυχάζει.

«Ένας εφιάλτης ήταν...»

«Όχι, αυτό είναι αδύνατον!» Έχει χρόνια να δει εφιάλτη, να δει κάποιο όνειρο, ήξερε να χειρίζεται το υποσυνείδητό του τέλεια, αυτό ήταν γεγονός... «Εγώ σε άγγιζα και το ένιωθα, ακουμπούσα τον ματωμένο σου λαιμό και αισθανόμουν το δέρμα σου», ακουμπά εκεί που πατούν οι λέξεις του, «να, όπως τώρα».

«Μπορεί να ήταν πολύ αληθινό όνειρο...»

«Όχι, ξύπνησα για τα καλά, δεν ήταν όνειρο, ήταν...» χάνει τις ανάσες του, νιώθει να χάνει το μυαλό του, δεν βρίσκει λογική απάντηση, δεν ήταν όνειρο όμως!

«Είσαι σίγουρος;»

«Ναι!» απαντά με απόγνωση. Ήταν σίγουρος! Και είχε δίκιο. Αυτό δεν ήταν όνειρο, δεν κοιμόταν, δεν τον απογοήτευσε το υποσυνείδητό του...

«Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ήταν πάντως κοίτα με! Είμαι καλά! Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι.»

Την κοιτάει κάπως αποπροσανατολισμένος. «Ναι, έχεις δίκιο, είσαι καλά», μουρμουρίζει.

«Εξάλλου, δεν θα άφηνες κανέναν να μου κάνει τίποτα. Είναι δυνατόν να έμπαινε ο οποιοσδήποτε και να μην το καταλάβαινες;» γελάει αμήχανα, «Έχε λίγο πίστη στον εαυτό σου, Γκάμπριελ», τον πειράζει.

Ξαπλώνει ξανά δίπλα της δίχως να της απαντήσει.

Μπορώ να σε προστατεύσω απ' όλους τους άλλους. Από κάθε εχθρό, από κάθε απειλή, από κάθε Οικογένεια.

Από εμένα; Από εμένα μπορώ να σε προστατέψω; Ή θα σε ρίξω στον βούρκο με τα αίματα;

»«»«»«

Εδώ και μια εβδομάδα προσπαθούσα να το γράψω και ενώ είχα φουλ ελεύθερο χρόνο απλά δεν μου έβγαινε τίποτε. Τελικά τα κατάφερα όμως! Γράφω το σημείωμα συγγραφέα στις πέντε το ξημέρωμα και εύχομαι να θυμηθώ να το ανεβάσω αύριο. (Future self: το θυμήθηκες κουίν).

-Αγαπημένη μου σκηνή: στο μπάνιο και η παραίσθηση του Γκάμπριελ. ΜΗΝ ΠΙΝΕΙΣ ΡΕ ΓΚΑΜΠ ΓΑΜΩ ΑΦΟΥ ΣΕ ΠΙΝΕΙ. Αν και δε φταίει το ποτό αλλά οκ. Δική σας αγαπημένη σκηνή κεφαλαίου;

Οδεύουμε σιγά σιγά στα πενήντα κεφάλαια, αισθάνομαι το βάρος να μεγαλώνει, ουφ! Μην τελειώσεις γαμημένο! Εντάξει, το 'πα.

Λοιπόν, εγώ δεν έχω κάτι άλλο να σας πω. Αν δεν έχετε εσείς κάτι να μου πείτε, θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο ευελπιστώντας να είναι κι αυτό 6000 λέξεις γιατί περνάω τέλεια! Σας αγαπώ, σας εκτιμώ και σας ευχαριστώ για όλα.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top