𝐹𝑜𝑢𝑟𝑡𝑦-𝑠𝑒𝑣𝑒𝑛. 𝑅𝑜𝑥𝑎𝑛𝑛𝑒

Τα γενέθλιά της ήταν από τις μέρες που αγαπούσε να ξυπνάει. Όπως κι αν ήταν η προηγούμενη μέρα, ή πως θα συνέχιζε η επόμενη, δεν είχε καμία σημασία, γιατί κάθε χρόνο, την δεύτερη του Αυγούστου αισθανόταν πως όλα πήγαιναν σύμφωνα με το πώς τα είχε οργανώσει.

Κι αν κάθε προηγούμενος χρόνος ήταν συναρπαστικός, τα φετινά της γενέθλια θα ξεκινούσαν με τον πιο μοναδικό τρόπο από κάθε άλλη χρονιά.

Ο Γκάμπριελ, από το προηγούμενο βράδυ που της είχε τηλεφωνήσει πρώτος για τις ευχές της, την είχε προετοιμάσει και ό,τι σημαίνει αυτό το «θα περάσω να σε πάρω στις δώδεκα» είχε ανάψει μέσα της φωτιά.

Είχε κάνει διάφορα σενάρια, για το τι θα της είχε ετοιμάσει.

Δεν περίμενε να της χαμογελάει καθώς στέκεται δίπλα της έξω από το καλύτερο βιβλιοπωλείο της πόλης. Η καρδιά της σκίρτησε.

Ήταν αυτή η δικιά τους συνήθεια τώρα πια να της διαβάζει βιβλία και να τα συζητούν, αυτό που την έφτασε να τα αγαπά πλέον, να τα ψάχνει, να τα ξεφυλλίζει, να τα μυρίζει, να τα κρατά στα χέρια της και να στέλνει την ανυπομονησία για κάθε τους λέξη απευθείας στην καρδιά της.

Της έσφιξε το χέρι και την άφησε να προχωρήσει πρώτη μέσα στον οικείο χώρο. Μύριζε το ελαφρύ άρωμα λεμόνι και ο ήπιος κλιματισμός την έκανε να ανασάνει βαθιά προσανατολίζοντας το βλέμμα της στον πρώτο διάδρομο που θα ακολουθούσε.

Ο άνδρας με την ουλή έχει φορέσει το καλύτερο μειδίαμα του και δεν αφήνει τα δάχτυλά τους να ξεμπλεχτούν. «Σκέφτηκα πως θα σου άρεσε να διαλέξεις εσύ τα επόμενα βιβλία που θα διαβάζαμε.» Τα μάτια της γυαλίζουν, το πράσινο είναι φωτεινό και ζωηρό καθώς περνά φευγαλέα πάνω από τίτλους και συγγραφείς.

Άφησε το χέρι της, την στιγμή που ολόκληρη σταμάτησε πάνω από εκείνη την στοίβα με ίδια βιβλία, το εξώφυλλό τους ροζ, με έντονα σκούρα γράμματα και ένα λουλούδι κατεστραμμένο. Προχώρησε τρία βήματα πιο κάτω, αλλά ο Γκάμπριελ το έπιασε στο χέρι του και το έβαλε στο καλάθι που είχε φροντίσει να πάρει στην είσοδο. Και έπειτα έβαλε στην τσάντα κι εκείνο με το πράσινο εξώφυλλο και την ξαπλωμένη γυναίκα με τα κοντά κατάξανθα μαλλιά. Ακούμπησε κι εκείνο με το μπλε εξώφυλλο που είχε ακούσει ότι έχει να κάνει με επιστήμονες, καθηγητές και φοιτητές.

Ό,τι άγγιζε για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα έμπαινε στο καλάθι του και ακόμη κι αν δεν το δεχόταν η Ρωξάνη, ο λογιστής ήταν παραπάνω από διατεθειμένος να γεμίσει την βιβλιοθήκη του με όσα βιβλία τράβηξαν την προσοχή της.

Ξέκλεβε και εκείνος μερικές ματιές στα ράφια, χαζεύοντας εκείνα τα βιβλία που του πρότειναν εδώ και μήνες στις ηλεκτρονικές βιβλιοφαγικές κοινότητες που ήταν μέλος και ακόμη δεν είχε την ευκαιρία να αγοράσει.

Εκείνα με τα ανατριχιαστικά εξώφυλλα και τις νεκροκεφαλές ή από τα άλλα με το άρωμα ανατολής να ξεφεύγει από το ξεφύλλισμα τους και μόνο. Πήρε βαθιά ανάσα προτού τα προσπεράσει μα η Ρωξάνη, που είχε καταλάβει το σχέδιό του εδώ και μερικά λεπτά και που επέλεγε με προσοχή τα βιβλία που θα ασχολούνταν, φρόντισε να πλησιάσει διακριτικά κοντά του και να πιάσει εκείνο με το κοραλί εξώφυλλο και τον πιασάρικο τίτλο. «Αυτό δεν είναι που μου έλεγες τις προάλλες; Για μια κοπέλα που ρίχνει τον εαυτό της σε γάμο με τον χαλίφη της πόλης για να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο της αδερφής της;»

Ο λογιστής έγνεψε. Την κοίταξε να το πιάνει στα χέρια της, να κοιτά τις πρώτες σελίδες και έπειτα να το χώνει στο καλάθι με δική της πρωτοβουλία. «Έχει σε προσφορά και το δεύτερο βιβλίο της διλογίας, θα το πάρουμε, έτσι;»

Και πάλι έγνεψε. Την κοίταξε να το βάζει μαζί με τα υπόλοιπα και έπειτα άρπαξε από το διπλανό ράφι εκείνο με το μπλε στο εξώφυλλο να θυμίζει θάλασσα και το ελληνικό αλατισμένο αεράκι να γίνεται άμμος στην άκρη των χειλιών της. «Το έχεις ακούσει αυτό;» τον ρωτά. «Είναι καλοκαιρινή ιστορία», του εξηγεί στο μπερδεμένο βλέμμα του. Προχωρά προς τον μικρό καναπέ με το τραπεζάκι, κάθεται δίχως να το σκεφτεί και τον κοιτά χαμογελώντας.

Με ένα νεύμα της, ο Γκάμπριελ περπατά ήδη κοντά της.

Περνάει το χέρι του στον ώμο της και την φέρνει κοντά του. Το μπλε εμπριμέ φόρεμά της, με τα λουλούδια, πέφτει πάνω στην μπεζ βερμούδα του και όσο φέρνει τον εαυτό της πιο άνετα κοντά του, τόσο χαλαρώνει κι εκείνος.

«Να διαβάσουμε λίγο εδώ;» τον κοιτά με μάτια σχεδόν παιδικά.

«Δεν θα μπορώ να στο διαβάσω με ευκολία.» Παίζουν τα δάχτυλά του με την άκρη του φορέματός της.

«Θα είναι για λίγο και σιγανά.»

«Δεν θέλεις να το ευχαριστηθούμε;»

Σήκωσε το βλέμμα της, γέλασε και άνοιξε το βιβλίο. Με την απαλή χροιά της, διάβασε την αφιέρωση στις πρώτες σελίδες. «Σε δύο μάτια ερωτευμένα, σε ένα δέρμα ηλιοκαμμένο, σε έναν Αύγουστο γεμάτο από αναμνήσεις. Για κάθε Αύγουστο που σε θυμίζει.»

Γύρισε την σελίδα με τα δάχτυλά της και έφτασε στο πρώτο κεφάλαιο. Μικρή νουβέλα, με λίγες σελίδες συγκριτικά με άλλα, όμως είχε εκείνη την αίσθηση καλοκαιριού που της έλειπε και ήθελε να γευτεί μια ακόμη φορά.

Σιγομουρμούρισε μερικές λέξεις ακόμη. Ο Γκάμπριελ την κοίταξε ξανά. «Εσύ θα το διαβάσεις αυτό;»

«Έτσι έλεγα. Θέλεις να το διαβάσεις εσύ;»

Ο Γκάμπριελ αρνήθηκε. Της έκανε νόημα να συνεχίσει.

Και έτσι σε μια ξεχασμένη άκρη του βιβλιοπωλείου, ο λογιστής είχε όλη την προσοχή του στραμμένη στα χείλη της, που είχαν εκείνη την ροζ απόχρωση, που στα χείλη του πάνω είχε την γεύση της άνοιξης και καθώς πηδούσε από λέξη σε λέξη, η καρδιά του ταλαντευόταν στα σκοτεινά μέρη του Κάτω Κόσμου, κοντά στις πύλες του Παλατιού του και στον κήπο με τα άνθη που μύριζαν μέχρι έξω.

Η κοιλιά του δέθηκε κόμπος.

Θα μπορούσε να ζει αυτή τη στιγμή για αιώνες ολόκληρους.

Να του διαβάζει κάτι και εκείνος να ξεδιψά με ένα της γέλιο. Το νέκταρ και η αμβροσία του, εκείνη.

Του ήταν αδιάφορο το καφέ στην γωνία που τους περίμεναν από στιγμή σε στιγμή με την σπιτική λεμονάδα και τα μπισκότα με γλάσο βανίλιας ήδη σερβιρισμένα. Είχε περισσότερο σημασία αυτή η στιγμή.

«Είναι κάποιες στιγμές που σκέφτομαι, πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς εσένα.»

Ήταν ψίθυρος. Αν δεν έφτανε το χνώτο του πίσω από τον λαιμό της, μπορεί και να νόμιζε πως τον φαντάστηκε να το λέει. Έκλεισε το βιβλίο και τον κοίταξε. «Και που βγάζουν αυτές οι σκέψεις;»

Ανασηκώνει τους ώμους του. «Θολές εικόνες, γκρίζες, δίχως σημασία.»

«Έτσι ήταν τα προηγούμενα χρόνια;»

«Τότε δεν σε γνώριζα. Δεν ήξερα πως είναι να νιώθεις αυτό που αισθάνομαι εγώ τώρα

Ανοίγει και πάλι το βιβλίο. «Θα υπάρξει γερό πρόβλημα για το πώς θα βλέπουμε τον κόσμο όταν γεράσουμε και ένας από τους δύο μας αναγκαστικά θα πεθάνει πρώτος.»

Γελάει ο άνδρας. «Νομίζω θα υποστείς εσύ αυτή την αλλαγή.»

«Θα είναι σκληρό αλλά θα έχουμε ζήσει μια ζωή μαζί.» Κοιτάζει το σκούρο του βλέμμα, αφήνει τον εαυτό της να χαλαρώσει στην θέα του Αφέντη.

Ο Άδης την κοιτά όσο πιο γλυκά μπορεί. «Αν πεθάνω πρώτος λοιπόν, θα σε περιμένω στο Σπίτι μας.» Βουρτσίζει τα χείλη του στα δικά της, αφήνοντας μα επίγευση σκοταδιού πάνω τους.

«Αν πεθάνω πρώτη, πάντως, θέλω ηλιοτρόπια στο μνήμα μου.»

Ο άνδρας γέλασε. «Αν δεν έχω Αλτσχάιμερ, θα το θυμηθώ και θα σου φέρω.»

«Έγινε!» Έστειλε όλη την προσοχή του πάνω της όταν ξεκίνησε να διαβάζει ξανά. Ηλιοτρόπια. Θα το θυμόταν. Παρόλα αυτά, δεν θα την άφηνε να ζήσει λιγότερο από εκείνον, ακόμα και δευτερόλεπτα σε έναν κόσμο χωρίς αυτήν φάνταζαν για εκείνον αιωνιότητα βασανιστηρίων. Θα έκανε τα πάντα.

.....................

Δεν έχει πολλή ώρα να ετοιμαστεί μέχρι να τρέξει ξανά σπίτι της για να την πάει στην βραδινή έκπληξη που της έχει ετοιμάσει με την Ελίνα, στο σπίτι της Οικογένειας.

Μετά από ένα αναζωογονητικό μπάνιο, αφιέρωσε την αμέριστη προσοχή του στο να ξυρίσει προσεκτικά το γένι μερικών ημερών. Είχε αποφασίσει στο μυαλό του τι θα φορέσει οπότε δεν αργοπόρησε ούτε στο να ντυθεί, ούτε στο να ετοιμάσει το δώρο της μέσα στο κουτί που είχε ζητήσει να επιμεληθούν οι αρμόδιοι της Οικογένειας. Ήταν φυστικί, βελούδινο, με την γνωστή χαρακτηριστική σφραγίδα της Οικογένειας, εκείνο το «Μ» που είχε λάβει σε δώρα η μπαργούμαν ουκ ολίγες φορές.

Βρισκόταν στην πόρτα και απαριθμούσε όσα θα έπρεπε να έχει μαζί του.

Ώσπου το σαγόνι του έσφιξε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν, σκλήρυναν, η πλάτη του κορδώθηκε και ο Αφέντης του Κάτω Κόσμου στεκόταν στο σαλόνι περιμένοντας.

Ένα, δύο, τρία.

Ανοίγει η πόρτα της αυλής.

Ένα, δύο, τρία, τέσσερα.

Χτυπά το κουδούνι του σπιτιού του.

Έπειτα από λίγο, στέκεται απέναντι από τον Όρλοφ, εκείνον τον Ρώσο που τον πολιορκεί από τότε. Ο ίδιος που οφείλεται για τον θάνατο του πατέρα του. Ο ίδιος που περπατά στην Οικογένεια με τα μάτια ενός άλλου, κάποιου που ο Γκάμπριελ δεν έχει βρει ακόμη.

Ο άνδρας μπροστά του, του χαμογελά. «Γκάμπριελ, χρόνια και ζαμάνια!»

Ο Αφέντης τείνει το χέρι του μπροστά του, επιθυμώντας μια χειραψία με εκείνον που πήρε τον πατέρα του μακριά του, ο λόγος που βρίσκεται και εκείνος πίσω από τις πύλες του Κάτω Κόσμου, όχι πλάι του.

«Τι ευχάριστη έκπληξη!»

Ο άνδρας με την βαριά σλαβική προφορά, περνά στο καθιστικό του λογιστή με αέρα νικητή. Ο Άδης ξεφυσά. Θα αργούσε απ' ό,τι φαίνεται, για την έκπληξη της Ρωξάνης.

.....................

Η Ελίνα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.

Όχι επειδή είχε αργήσει ο Γκάμπριελ, όχι. Στον κήπο είχε στηθεί το τεράστιο λευκό πανί με τον προτζέκτορα για να δουν τις αγαπημένες ταινίες της Ρωξάνης, τα σνακ βρίσκονταν κλειστά σε σακούλες, οι μαξιλάρες ήταν έτοιμες πάνω στο σεντόνι, η τούρτα από το ζαχαροπλαστείο είχε φτάσει κάποια ώρα και το πρόβλημα ήταν η απουσία του Φίλιπ.

Θα έπρεπε να είχε γυρίσει. Εχθές το βράδυ ο Γκάμπριελ της είχε πει πως νωρίς το πρωί θα έφταναν αλλά από το αμάξι βγήκαν μονάχα τα παιδιά και το βλέμμα της έπεσε όταν ο οδηγός την ενημέρωσε πως «ο κύριος Φίλιπ θα επιστρέψει αργότερα».

Από εκείνη την ώρα βρισκόταν σε υπερένταση.

Οι παλάμες τις ίδρωναν συνεχώς. Ήθελε να τρέξει σε όλο το οίκημα αλλά η σκέψη την κούραζε. Οπότε ανέλαβε όλη την οργάνωση της έκπληξης περιμένοντας σε αναμμένα κάρβουνα. Ένα μήνυμα του; Να της λέει πως δεν θα αργήσει και πως θα φτάσει εγκαίρως για την έκπληξη; Ναι, πολύ θα το ήθελε. Ή μήπως χρειαζόταν ένα μήνυμα του Γκάμπριελ πως όλα είναι εντάξει;

Κοίταζε το ρολόι της κάθε λεπτό.

Η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα στην αναμονή που δεν άκουσε τα βήματα πιο πέρα στον κήπο και δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί την πληροφορία όταν ο Φίλιπ εμφανίστηκε μπροστά της φρεσκοξυρισμένος, μαυρισμένος, γενικά χαλαρωμένος, και της έκανε νόημα να σηκωθεί. «Έρχονται σε δύο λεπτά, πάμε να πάρουμε την τούρτα από μέσα!»

Την σήκωσε άρον-άρον.

«Τι τούρτα της παρήγγειλες;»

«Δεν είναι τούρτα. Είναι προφιτερόλ, δεν της αρέσουν οι τούρτες.» Ακούγεται κάπως λαχανιασμένη καθώς τρέχουν στην κουζίνα του τεράστιου σπιτιού που ανάθεμα κι αν έχει πατήσει ο Αρχηγός το πόδι του τόσο ώστε να ξέρει τα κατατόπια.

Οι υπάλληλοι τους κοιτούσαν έκπληκτοι και δεν έκαναν βήμα να βοηθήσουν. Η Ελίνα, που όλον αυτόν τον καιρό εξασκούσε τις ικανότητές της στην κουζίνα, ήξερε που είναι τα πιάτα, τα κουτάλια, μια δεύτερη μεγάλη κουτάλα, πετσέτες. «Μπορείτε να φύγετε, θα τα ετοιμάσουμε εμείς» τους είπε και στην στιγμή η κουζίνα άδειασε.

Ο Φίλιπ έβγαλε το προφιτερόλ από το ψυγείο.

Είχε τα κεράκια στην τσέπη του και ανάλαβε να τα στήσει και να τα ανάψει όταν έρθει η ώρα. Είκοσι επτά γινόταν το κορίτσι.

Η Ελίνα τον κοιτούσε φευγαλέα όσο όριζαν τις τελευταίες τους κινήσεις.

Έγλειφε τα χείλη της για να πάρει θάρρος μα κάθε που κοιτούσε το σοβαρό δικό του βλέμμα, αποθαρρύνονταν.

«Γιατί δεν γύρισες το πρωί;»

Σταμάτησε ό,τι έκανε και την κοίταξε για λίγο. Σήκωσε το προφιτερόλ στο χέρι και της έκανε γρήγορο νόημα να τον ακολουθήσει. Απάντηση δεν πήρε.

«Γιατί δεν ενημέρωσες τουλάχιστον;»

«Ήταν απαραίτητο;»

«Απλά σε περίμενα.» Η φωνή της σβήνει μα συνεχίζει να περπατά, μάλιστα πιο γρήγορα από πριν, τον προσπερνά. Ο Φίλιπ την κοιτά, με ένα μειδίαμα στα χείλη. Σου έλειψα Ελίνα;

Δεν κάθισε να της απαντήσει. Ένιωθε πως κάτι είχε αλλάξει, ένιωθε την καρδιά της να χτυπά, έβλεπε τα κόκκινα μάγουλα της και άκουγε την ακανόνιστη αναπνοή της. Ήξερε πως κάτι είχε αλλάξει.

Δεν θα της έδινε όμως αυτά τα δυο λεπτά. Θα της αφιέρωνε όλο τον χρόνο του, αργότερα όμως.

Τώρα έφτασαν στον κήπο πάνω στην ώρα που το αμάξι του Γκάμπριελ πέρασε την πύλη και στάθμευσε στην συνηθισμένη του θέση, κοντά στην είσοδο. Ο Φίλιπ έβγαλε τον αναπτήρα του, άναψε τα κεράκια και με ένα σινιάλο της Ελίνας, ξεκίνησαν οι δυο τους να τραγουδούν για τα γενέθλια της.

Η Ρωξάνη ήταν μια ηλιαχτίδα αθώα στην ζωή της Οικογένειας. Ήταν αυτή η πινελιά που χρειάζονταν και το κατάλαβαν και οι τρεις τους την στιγμή που η κοπέλα έσβησε τα κεράκια και στην ευχή της, έβλεπαν στα μάτια της ότι, είχε απαιτήσει να είναι όλοι μαζί, ενωμένοι, χαρούμενοι, αγαπημένοι.

Ο λογιστής την φίλησε στα χείλη, η Ελίνα την αγκάλιασε και ο Φίλιπ της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα. Η Ρωξάνη τον αγκάλιασε σφιχτά, προτού καθίσει στην μαξιλάρα της και γυρίσει να φάει με το κουτάλι της γλυκό απευθείας από το μπολ.

Η Ελίνα την ρώτησε ποια ταινία θα ήθελε να δουν πρώτα, η Ρωξάνη έβαλε πατατάκια μπροστά της και δεν έδωσε σημασία στα βλέμματα που αντάλλαξαν ο Γκάμπριελ με τον Φίλιπ.

«Συνέβησαν πολλά», είπε αινιγματικά ο Αρχηγός.

«Αργότερα, στο γραφείο σου. Με επισκέφτηκε ο Όρλοφ.»

Το αίμα το Φίλιπ πάγωσε μα έπειτα ξεκίνησε να τρέχει καυτο από οργή στις φλέβες του. «Τέτοιο θράσος;»

Η ταινία ξεκίνησε πάνω στην ώρα. Η Ρωξάνη τους έκανε νόημα να σωπάσουν και ο λογιστής έγνεψε. Προτού πέσει ησυχία ανάμεσα τους, εκείνος ψιθύρισε στον καλό του φίλο. «Και που να μάθεις ποιον ψάχναμε τοσο καιρό.»

«Στο είπε;»

Εκείνος αρνήθηκε. «Υπομονή.»

........................

Η Ρωξάνη κοίταξε την Ελίνα ερωτηματικά την στιγμή που μπήκαν στο γραφείο του Φίλιπ και εκείνος κάπνιζε σαν τρελός.

Ο Γκάμπριελ γελούσε δίπλα του.

«Όλα καλά;» Αυτή που έκανε την κίνηση να ρωτήσει ήταν εννοείται η Ελίνα. Η Ρωξάνη με ένα νεύμα της έδειξε να δίνει έμφαση στην ερώτηση της γυναίκας δίπλας της.

Ο λογιστής σηκώθηκε φορώντας το καλύτερο χαμόγελό του και πλησίασε την κοπέλα με τα ξανθά σγουρά μαλλιά, βάζοντας την στην αγκαλιά του. «Εμάς θα μας επιτρέψτε να φύγουμε. Έχουμε να δώσουμε τα τελευταία μας δώρα.» Έκλεισε το μάτι του και την τράβηξε προς την έξοδο προτού προλάβει να πει ο οποιοσδήποτε κάτι.

Η Ελίνα κοίταξε στην πόρτα μπερδεμένη μα έπειτα το βλέμμα της έπεσε στου ανήσυχου Φίλιπ. «Κυριολεκτικά σας αφήσαμε μόνους σας δέκα λεπτά, πότε πρόλαβε να σε κάνει έτσι;»

«Δεν τον ξέρεις τον Γκάμπριελ, πετάει μια βόμβα και σου μαυρίζει την ψυχή σε δευτερόλεπτα. Είναι ταλέντο αυτό.»

«Τι σου είπε;»

«Δεν έχω όρεξη για αυτήν την συζήτηση.»

Η ελπίδα στην φωνή της σχεδόν έσβησε. Έγνεψε, κατανοώντας πως δεν έχει διάθεση, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και μουρμούρισε ένα απαλό «καληνύχτα». Προτού φύγει από το δωμάτιο όμως, άκουσε το τσιγάρο να σβήνει στο τασάκι και την καρέκλα του να σέρνεται στο πάτωμα. Η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά μα και παλι γύρισε το πόμολο.

«Ώστε με περίμενες;» πρόλαβε να της τραβήξει την προσοχή πριν εξαφανιστεί από το δωμάτιο. Γύρισε να τον κοιτάξει πίσω από τον ώμο της, με ένα ντροπαλό βλέμμα που του θύμισε εκείνη την Ελίνα που ερωτεύτηκε πριν χρόνια.

Αισθάνθηκε το στέρνο του να βαραίνει. Προσπάθησε να χαμογελάσει.

Η Ελίνα πήρε βαθιά ανάσα. «Σε περίμενα.»
Το ψιθύρισε σαν να το έλεγε περισσότερο στον εαυτό της. Άκουσε τα βήματα του να πλησιάζουν, πήρε δεύτερη ανάσα για το θάρρος να τον αντιμετωπίσει.

Τον ένιωσε πιο πίσω της. Μόνο όταν έστρεψε το σώμα της προς τα εκείνον κατάλαβε πως ήταν πιο κοντά από ότι υπολόγιζε. Τα μάγουλα της πήραν μια έντονη απόχρωση του κόκκινου, τοσο που μέσα από το σκούρο δέρμα της ήταν πια ξεκάθαρο πως είχε καταφέρει να της προκαλέσει... ντροπή;

«Μου έλειψες Ελίνα.»

Τρίτη πολύ βαθιά ανάσα. Δεν του λέει τίποτε.

«Θα σου ζητούσα να σε φιλήσω για δώρο καλωσορίσματος αλλά-»

Τον φίλησε εκείνη.

Ήταν μεγάλη η έκπληξη του. Έκανε μύτες για να τον φτάσει στα χείλη του, είχε κλείσει τα μάτια της και άφησε κάθε κομμάτι της να εξαπολύσει όση επιθυμία έκρυβε για εκείνον τοσο καιρό, τόσα χρόνια. Το χέρι της ξεκουράζονταν στο φρέσκο δέρμα του προσώπου του και της φαινόταν σαν ψέμα που τον άγγιζε χωρίς τύψεις, με τις πεταλούδες να την τριγυρίζουν τοσο έντονα.

Εκείνου του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. Παρόλα αυτά δεν άφησε τον εαυτό του να χαραμίσει άλλο χρόνο που τα σώματά τους να είναι χωριστά. Τύλιξε το χέρι του στην μέση της και την έφερε πάνω του, κόλλησε την φλόγα που είχε ανάψει και στους δυο.

«Δεν καταλαβαίνεις πόσο μου είχες λείψει όλα αυτά τα χρόνια Ελίνα» μουρμούρισε τις λέξεις στα χείλη της κι εκείνη σαν να μην ήξερε πως τα κρατάει, άφησε δυο μικρά δάκρυα να πέσουν από τα μάτια της. Ηταν αυτή η αλμύρα που γεύτηκαν και οι δύο που τους θύμισε πόσα είχε αντέξει το μεταξύ τους.

Πρώτος απομακρύνθηκε εκείνος. Χάιδεψε τα χείλη της χαμογελώντας. Βούρτσισε με τον αντίχειρα του το πρήξιμο τους και άφησε την λάμψη των ματιών του να πει όσα αυτός δεν μπορούσε.

Φίλησε τον αντίχειρα του. Αθώα τον κοίταξε στα μάτια, αθώα έγλειψε την άκρη με την γλώσσα της και αθώα φαντάστηκε το άγγιγμά του πάνω της.

«Μην μου το κάνεις αυτό, Ελίνα.»

Η κοπέλα δεν άντεχε άλλο. Ήταν δέκα μαρτυρικές μέρες μακριά του και τον ήθελε δίπλα της από εδώ και πέρα για κάθε μέρα.

«Θα έρθεις στο δωμάτιο μου;»

«Τι άλλαξε Ελίνα;»

«Οι ενοχές μου για την μνήμη της Οικογένειας μου, αυτές... έφυγαν.» Δέχτηκε ένα παγωμένο βλέμμα, έτσι συνέχισε. «Ποτέ δεν έφυγε από μέσα μου αυτό που είχαμε μεταξύ μας. Αν μου έλεγες πέρυσι πως φέτος θα με είχες στριμώξει στο γραφείο σου και θα με διεκδικούσες πολύ πιθανόν να έβαζα τα κλάματα από την ανακούφιση. Δεν έπαψα να σε αγαπώ, μπορεί να μπήκαν στον πάγο αλλά ποτε δεν ξέχασα. Ποτέ δεν σε ξέχασα.»

«Και όλος αυτός ο θυμός; Καταλαβαίνω πως θρηνούσες την οικογένεια σου αλλά...» Δεν κατάφερε να τελειώσει τις σκέψεις του γιατί είδε στα μάτια της μια λάμψη, κάποια δάκρυα...

«Αν ρωτήσεις τον Γκάμπριελ θα σου πει πως, ήμουν σίγουρη πως θα με προστάτευες από όσα θα γίνονταν στην Οικογένειά μου. Δεν είχα θυμό για αυτά που έγιναν, ήταν η τιμωρία για τις πράξεις τους σε βάρος της δίκης σας Οικογένειας. Της Οικογένειας. Το Μάντσεστερ έχει απίστευτη δύναμη και σαν την Αρχηγική Φαμίλια, προφανώς θα αφανίζατε την Οξφόρδη. Με πονούσε όλο αυτό, αλίμονο. Αλλά ο θυμός ήταν κάτι δικό μου.

»Είχα θυμώσει με τον εαυτό μου που όταν με πήρατε από το σπίτι μου, στιγμιαία ανακουφίστηκα. Σκεφτόμουν πως δεν άλλαξες τοσο με τα χρόνια, ο Φίλιπ που ερωτεύτηκα με έσωσε. Και όταν με κοίταξες στο αμάξι εγώ θύμωσα γιατί ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει, σε είδα και η πρώτη αντίδραση, στιγμιαία, ακόμη και μετά από καιρό, ακόμη κι αν ήξερα πως θρηνείς για την γυναίκα σου, εγώ ήθελα να σε αγκαλιάσω και να σε φιλήσω και να σου πω ότι επιτέλους, αν μας θέλει μαζί αυτή η ανώτερη δύναμη της μοίρας, θα μπορούσαμε να το καταφέρουμε. Ήταν θυμός γιατί δεν θα έπρεπε να σκέφτομαι ότι μου λείπει το άγγιγμα και το φιλί σου, αλλά ότι οι αδερφές μου κινδύνευαν.

»Οπότε έδειξα τον θυμό μου και έπνιξα τα συναισθήματα μου. Αλλά ο θυμός έφυγε σιγά σιγά και αυτές τις μέρες ήθελα χρόνο να σκεφτώ, να καταλάβω... να μην παιδεύω κανέναν από τους δύο μας.»

Χάιδεψε τον λαιμό της και της χαμογέλασε. Τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της γίνονταν λεπίδες και έβρισκαν αιχμηρές το στέρνο του.

«Το ξέρεις ότι σε αγαπώ, Ελίνα.»

Έγνεψε. «Το ξέρω.»

«Δεν πίστευα πως ήταν ικανό να ερωτευτώ τον ίδιο άνθρωπο ξανά από την αρχή, τόσα χρόνια μετά και τόσο διαφορετικά.»

Ξεκούρασε το πρόσωπο της στο χέρι του που κούμπωνε στο δικό της ξεχωριστά. Έκλεισε τα μάτια της, η σάρκα που ζητούσε από έφηβη, τώρα είναι σταθερή πάνω της και της σκουπίζει το ποτισμένο δέρμα της.

«Θέλω να το προσπαθήσουμε μαζί. Από την αρχή. Αυτή τη φορά σωστά. Τι λες;»

Τον φίλησε ξανά, πιο απαλά. Ο Φίλιπ ήθελε να την αγκαλιάσει, να διώξει τα ρούχα τους επιτόπου και να γίνουν ξανά ένα σώμα. Αλλά θα της έδινε χώρο, ακόμη κι αν πριν τον κάλεσε στο δωμάτιό της, θα της έδινε χώρο να αποφασίσει αν θέλει να το πάνε έτσι.

Περίμενε τοσο καιρό. Περίμεναν τόσα χρόνια. Μερικές μέρες ίσως να μην έκαναν μεγάλη διαφορά.

Έκλεισε τα φώτα στο γραφείο του και την άφησε να περπατήσει μόνη της μέχρι το δωμάτιο της. Η Ελίνα γνώριζε πως αν ήθελε τον Φίλιπ εκείνος θα της δινόταν. Ήταν στο χέρι της η απόφαση.

Μπήκε στο μεγάλο του δωμάτιο και ξαφνικά, αυτή η μοναξιά που τοσο καιρό τον απειλούσε απλώς, τώρα τον έπνιγε, τον άφηνε να βουλιάζει μέσα της και να ψάχνει ανάσες. Ήταν τόσο δύσκολο ώρες-ώρες να το σηκώσει στους ώμους του και ενώ τώρα περίμενε πως θα ήταν πιο εύκολο, γνωρίζοντας πως η Ελίνα πήρε μια απόφαση, τώρα ήταν που οι τοίχοι τον έπνιγαν και στα μάτια του έκλειναν, τον πίεζαν...

Τρεις χτύποι στην πόρτα. Πήγε να ανοίξει με μια προσπάθεια να συντονίσει τις βαθιες ανάσες του. Στην πόρτα ήταν η Ελίνα. Δεν ρούφηξε τις τελευταίες εναπομείνουσες αναπνοές του αλλά του έδωσε με ένα φιλί της τον αέρα που χρειάζονταν τα πνευμόνια του.

Η πόρτα του δωματίου έκλεισε.

Τα χέρια του Φίλιπ πέρασαν μέσα από το νυχτικό της και έπιασαν το δέρμα της σφιχτά, φέρνοντας την κοντά του, όλο και πιο γρήγορα στο κρεβάτι του, στο κρεβάτι τους, αν το ήθελε κι εκείνη.

Κάθισε στο κρεβάτι και αμέσως εκείνη πήρε την θέση της πάνω στα πόδια του. Τα δικά της πλαισίωσαν την περιφέρειά του καταλήγοντας να τα τυλίγει γύρω από το σώμα του.

Απομάκρυνε το πρόσωπο του, την κοίταξε και η πεσμένη τιράντα του νυχτικού της που οδηγούσε στο στήθος της τον έκανε να σκληρύνει απότομα.

«Το πιστεύεις; Μετά από τόσα χρόνια ξανά, μαζί, έτσι;» Κλείνει τα μάτια της και δεν του απαντά, απολαμβάνει την γλώσσα του στη θηλή της και ρίχνει το κεφάλι της προς τα πίσω στο πρώτο κύμα ευχαρίστησης που της προσέφερε.

Ήταν ταυτόχρονες οι κινήσεις τους. Εκείνος φιλούσε το στήθος της και χάιδευε το δερμα της κι εκείνη είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του, είχε τραβήξει το εσώρουχο του και είχε απλώς μείνει πάνω του, να τρίβεται ολόκληρη στο μόριο του.

Ήταν και για τους δυο δύσκολη η κατάσταση. Η Ελίνα χρειάστηκε μερικές αναδεύσεις πάνω του για να αισθανθεί πως θα τελειώσει, έτσι απλά, ενώ ο Φίλιπ θα έφτανε στην κορύφωση από στιγμή σε στιγμή.

Ήταν μια κάποιου είδους εκτόνωση που κρατούσαν καιρό. Και όταν εκείνος βόγκηξε στον λαιμο της αλλά και η Ελίνα κλαψούρισε πάνω του, τότε ήταν που θα έπαιρναν και οι δυο αυτό που χρειάζονταν. Αυτή η πρώτη τους επαφή μετά από τοσο καιρό ήταν γρήγορη, μονάχα για να έρθει η επόμενη αργή και απολαυστική.

Την ξάπλωσε στο κρεβάτι ήρεμα μετά από λίγο. Ήταν γυμνός καθώς έπαιρνε την θέση του καλύτερα ανάμεσα στα πόδια της, κοιτώντας την μια τελευταία φορά προτού εισχωρήσει μέσα της.

Στην ένωση τους, όλα έμοιαζαν ιδανικά. Η αίσθηση της γύρω του ήταν ο,τι του είχε λείψει, ο τρόπος που την γέμιζε την έκανε να μην χορταίνει κάθε του είσοδο μέσα της.

Μέσα σε αυτό το δωμάτιο που μέχρι πρότινος τον έπνιγε από μοναξιά, τώρα ακούγονταν τα πιο γλυκά επιφωνήματα, μιας συνεύρεσης που είχε αργήσει για καιρό.

Στο μυαλό του Φίλιπ μπήκαν όλα σε παύση. Ο,τι τον τυραννούσε τώρα ήταν θαμπή ανάμνηση. Για λίγο, μέχρι να επαναφέρει τον εαυτό του στην πραγματικότητα.

»«»«»«

Εδώ και πόσες ώρες προσπαθώ να βρω σήμα να το ανεβάσω το κεφάλαιο. Αν με ρωτάτε, έχω ανεβεί πάνω στον πάγκο της κουζίνας και μοιάζω με κινέζο τουρίστα στο κέντρο της Αθήνας μπροστά από την Ακρόπολη. Επίσης αυτό το κεφάλαιο άργησε δέκα μέρες. Ήθελα να το ανεβάσω την μέρα των γενεθλίων μου γιατί θα ήταν εορταστικό κεφάλαιο αλλά τελικά απλά δεν μου βγήκε ποτέ, συν ότι το έχω σβήσει τρεις φορές με αυτή να είναι η τυχερή!

Δεν έχω να σχολιάσω πολλά, αν μακρηγορήσω πιθανόν να χασω το σήμα μου και μετά άντε να το βρω παλι και να ανεβάσω.

Πείτε μου Ο,ΤΙ θέλετε εδώ.

Και να σας ενημερώσω ότι στο τέλος του βιβλίου, στον επίλογο, θα κάνουμε QnA στον Γκαμπ/Άδη και στην Ρωξάνη, οπότε γράψτε ο,τι ερώτηση θέλετε εδώ (έχω μαζέψει και κάποιες άλλες που σας είχα ρωτήσει) και θα δείτε απαντήσεις στον επίλογο χιχιχιχ!

Σας αγαπώ.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top