𝐹𝑜𝑢𝑟𝑡𝑦-𝑛𝑖𝑛𝑒. 𝐶ℎ𝑎𝑚𝑝𝑎𝑔𝑛𝑒

-στο προηγούμενο κεφάλαιο έλειπε από λάθος μου μια σκηνή, λίγο πριν το τέλος, εκεί όπου η Ρωξάνη μας ξαφνιάζει. Αν θέλετε, πηγαίνετε να την διαβάσετε γιατί ήταν σημαντική κι εγώ η χαζή δεν το διπλοτσέκαρα να είμαι σίγουρη. συγγνώμηηηηηηη <3 -

Και για να μην ξεχαστώ, πάνω βλέπετε ένα τραγούδι. Για την καλύτερη εμπειρία κεφαλαίου σας συνιστώ να βάλετε να το ακούσετε την στιγμή που θα σας υποδείξω εγώ εντός. Από την πρώτη στιγμή που το άκουσα σκέφτηκα αυτή ακριβώς την σκηνή, ελάτε λοιπόν να το ζήσουμε μαζί έτσι όπως παίζει στο δικό μου μυαλό και κάντε υπομονή να το ακούσετε όταν σας πω. Σας αγαπώ, καλή ανάγνωση.

»«»«»«

Η επιστροφή τους από την Ιταλία και το επεισοδιακό Masque Ball τους έφερε αντιμέτωπους με μια ξαφνική ανακοίνωση γάμου που αυτό σήμαινε πως είχαν μόνο ένα μήνα και κάτι για το Οικογενειακό Τελετουργικό περί γάμων και τα συναφή.

Η Ρωξάνη δεν πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει του τι είχε συμβεί. Όχι πως είχε πολύ χρόνο γι' αυτό, μια που σήκωσε το όπλο που κρατούσε για να τον προστατέψει και έπειτα κάποιος την άρπαξε από τον κορμό και βρίσκονταν κάποια ώρα αργότερα μέσα στο ιδιωτικό τους αεροπλάνο που μόλις είχε απογειωθεί με προορισμό το Μάντσεστερ.

Η Ελίνα είχε αποφασίσει να αποσυρθεί κάπου απόμερα με τον Φίλιπ στο πλευρό της να χαϊδεύει τα μαλλιά της. Το ζευγάρι σκεφτόταν τα πάντα σιωπηλά. Πως η Ρωξάνη σήκωσε όπλο δίχως δεύτερη σκέψη να σκιάζει τα μάτια της, πως ο Γκάμπριελ σκότωσε για εκείνη μπροστά σε όλους, πως μια ολόκληρη Οικογένεια σχεδόν αφανίστηκε... εν μια νυκτί.

Ο Ζακ, ο διπλωμάτης, δεν είχε σταματήσει με τα τηλέφωνα.

Ο Ιταλός διπλωμάτης του είχε δηλώσει ξεκάθαρα πως τάσσονταν υπέρ τους σε αυτή την έκβαση με την Οικογένεια της Εσθονίας, μα τα απαραίτητα βήματα έπρεπε να γίνουν. Οπότε ο Βρετανός θα έπρεπε να μιλήσει με τους υπόλοιπους διπλωμάτες για να κανονιστούν οι απαραίτητες συναντήσεις και να σταλούν οι προσκλήσεις του γάμου άμεσα.

Ο Γκάμπριελ και η Ρωξάνη είχαν πέσει κι εκείνοι στην σιωπή. Ο λογιστής ήθελε πολλά να της πει, μα μόνο όταν θα ήταν μόνοι τους. Η μπαργούμαν από την άλλη, δεν σκεφτόταν τίποτα.

Για πρώτη φορά στην ζωή της το μυαλό της δεν κυριευόταν από σκέψεις.

Δεν μπορούσε να περιγράψει το τι αισθανόταν. Δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει, να προσδιορίσει ποια δύναμη μέσα της την έκανε να σηκώσει το χέρι της και να τραβήξει την σκανδάλη. Και όσο έπαιζε η σκηνή μπροστά στα μάτια της ξανά και ξανά, ένα δειλό χαμόγελο καθόταν πάνω της.

Ο άνδρας δίπλα της παραξενεύτηκε. «Τι σκέφτεσαι και χαμογελάς;»

Δύο πράσινα μάτια καθήλωσαν τα σκοτεινά γκρι. Το χαμόγελο της κοπέλας μεγάλωσε στην όψη του Αφέντη. Ο Άδης άγγιξε απαλά τα μήλα του προσώπου της, τους έδωσε ένα απαλό κόκκινο χρώμα και περίμενε να την ακούσει.

Η Ρωξάνη αισθάνθηκε την καρδιά της να χτυπά δυνατά και στο άγγιγμά του ένιωσε αυτό που πριν την κατέκλυσε ολόκληρη. Έκλεισε τα μάτια της, πήρε βαθιά ανάσα και σχεδόν μύρισε τον ασφόδελο και τα ηλιοτρόπια του Κάτω Κόσμου, έγλειψε τα χείλη της και γεύτηκε το ρόδι.

«Σκέφτομαι πως πλέον είμαι αντάξια σου.» Τον φίλησε προτού ολοκληρώσει την σκέψη της. «Τώρα έχω κι εγώ μια Ψυχή στην πλάτη μου

Μούδιασε ολόκληρος. Βλεφάρισε μα δεν είδε να μετανιώνει.

Την φίλησε πίσω με πάθος.

Αντάξιος της.

.....................

Ο Έρικ και η Μαντλίν κοιτούσαν την Ρωξάνη, με τον Γκάμπριελ στο πλάι της, απαθώς. Είχαν βγει σε ένα εστιατόριο να φάνε όλοι μαζί δύο μέρες μετά την επιστροφή τους από την Ιταλία. Ανά πάσα στιγμή θα ανακοινώνονταν ο γάμος τους και δεν θα ήθελε να το μάθουν οι γονείς της από οποιονδήποτε άλλο, οπότε έκανε την καρδιά της πέτρα και φόρεσε το καλύτερο χαμόγελο της για να πει στους γονείς της πως παντρεύεται.

Η αντίδραση τους δεν ήταν ακριβώς η αναμενόμενη.

Η Ρωξάνη πίστευε πως η μαμά της θα προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη αλλά όπως φαίνεται απλώς συνέχισε να τρώει το εκπληκτικό ριζότο της δίχως να πει κάτι.

Ο πατέρας της δε, τέρας ψυχραιμίας, απλώς έγνεψε και συνέχισε να κόβει το κρέας που είχε παραγγείλει ειδικά γι' αυτόν η κόρη του.

Ο Γκάμπριελ βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος. Έπινε λίγο από το κρασί του και απολάμβανε τα τελευταία απομεινάρια από το φαγητό του που αν μη τι άλλο ήταν πεντανόστιμο. Θα έδινε τα προσωπικά συγχαρητήρια του στον σεφ αργότερα, τώρα δεν ήταν η στιγμή κατάλληλη.

Η κοπέλα με τα ξανθά ατίθασα μαλλιά πάντως δεν είχε αγγίξει το φαγητό της και το πόδι της έτρεμε κάτω από το τραπέζι.

«Εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω σε αυτή τη κατάσταση όμως!» αντέδρασε λίγο αργότερα. Τράβηξε τρία βλέμματα πάνω της και ξεφύσησε αμέσως. «Πείτε κάτι! Μπαμπά, μαμά, πείτε κάτι! Μόλις σας είπα ότι παντρεύομαι!»

Η Μαντλίν δεν άρθρωσε λέξη. Κοίταξε τον άνδρα της μονάχα την στιγμή που εκείνος άφησε το μαχαίρι του στην άκρη και άφησε το πιο έντονο κι αυστηρό του βλέμμα πάνω στην κόρη του.

«Τι να πω, Ρωξάνη;»

Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν στην έντονη χροιά του. Γύρισε ξανά πίσω στα πέντε της όταν της φώναζε για κάποια σκανταλιά της. Πήρε βαθιά ανάσα και περίμενε την συνέχεια.

«Τι να πω, όταν με φέρνεις προ τετελεσμένων γεγονότων; Παντρεύεσαι, το έχεις πάρει απόφαση, εγώ τι να πω πάνω σε αυτό;»

«Ό,τι σκέφτεσαι» μουρμούρισε δειλά.

«Ό,τι σκέφτομαι;» Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε τον Γκάμπριελ προτού απευθυνθεί σε εκείνον. «Σου είχα πει να κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να μην μπει η Ρωξάνη στην Οικογένεια. Στο είχα πει. Και εσύ αποφασίζεις να την παντρευτείς

«Ο γάμος ήταν το τελευταίο σκαλί για να μπει επίσημα στην Οικογένεια. Με ή χωρίς αυτόν, η Ρωξάνη ήταν ήδη μέλος της, ακόμη και ανεπίσημα.»

Ο Έρικ κάγχασε, θυμωμένος. «Έτσι την προστατεύεις από τα τέρατα σας;»

Η Ρωξάνη άκουγε την καρδιά της να χτυπά πολύ έντονα. Ο άνδρας δίπλα της καθόταν ήρεμος. Τον είδε να μισανοίγει τα χείλη του.

«Η Ρωξάνη δεν κινδυνεύει από τα τέρατα του Υποκόσμου. Αυτό μπορώ να το υποσχεθώ.»

«Δεν κινδυνεύει από εσένα δηλαδή; Εσύ δεν είσαι τέρας;»

Το αίμα στις φλέβες της πάγωσε. Η Μαντλίν κράτησε τον καρπό του άνδρα της έκπληκτη. Ο Γκάμπριελ χαμογέλασε.

«Για εσάς, όλοι τέρατα είμαστε, σωστά;» Δεν περίμενε απάντηση. «Την στιγμή που θα κινδυνέψει από εμένα, εγώ θα είμαι παρελθόν.»

Ο πατέρας της γύρισε να την κοιτάξει. «Ρωξάνη πως συμφώνησες σε αυτό; Πως συμφώνησες να τον παντρευτείς; Πως υπέγραψες το συμβόλαιο θανάτου σου

«Εγώ... Εγώ δεν...» βαθιά ανάσα, «Δεν είναι συμβόλαιο θανάτου.»

Ο θάνατος είναι η αρχή μιας νέας ζωής ήθελε να του πει αλλά δεν θα καταλάβαινε. Και γιατί συζητούσαν για θάνατο; Δεν κινδύνευε, το ήξερε πολύ καλά αυτό.

«Δεν το ξέρεις αυτό Ρωξάνη!» Η ένταση ανέβηκε απότομα. Τον είδε να παίρνει βαθιά ανάσα και τελικά να προσπαθεί να ηρεμεί τον εαυτό του.

Σηκώθηκε από την θέση του απότομα.

«Εγώ δεν θα κάτσω να δω την καταστροφή σου, Ρωξάνη.» Πέταξε την πετσέτα του στην άκρη και με την Μαντλίν ξοπίσω του να τον ακολουθεί, πήγε να φύγει φουριόζος.

Η κόρη του, προσπάθησε να τον σταματήσει. Δεν σταμάτησε στιγμή όταν φώναξε το όνομά του.

Ο Γκάμπριελ δεν είχε πει τίποτα μέχρι που οι γονείς της χάθηκαν από το εστιατόριο. Την ένιωσε να κάθεται αποκαμωμένη στην καρέκλα της. Έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και χώθηκε στην αγκαλιά του αμέσως όταν της την πρόσφερε.

«Μάλλον δεν θα τους στείλουμε προσκλητήριο», σχολίασε ο άνδρας για να ελαφρύνει το κλίμα.

Ένας λυγμός ξέφυγε από την κοπέλα στην αγκαλιά του.

«Έλα, σκέψου θετικά... Ούτε οι δικοί μου γονείς θα είναι στον γάμο!»

Εκεί, η Ρωξάνη γέλασε.

Και όλος ο κόσμος του Γκάμπριελ έλαμψε ξανά.

..............................

Η Ελίνα είχε διαβεβαιώσει την Ρωξάνη πως θα την βοηθήσει στις ετοιμασίες του γάμου. Όσο οι άνδρες της Οικογένειας είχαν αναλάβει την οργάνωση των βασικών διαδικασιών του Γάμου, όπως ακριβώς όριζαν τα πρωτόκολλα, η Ρωξάνη και η Ελίνα, κοιτούσαν τους καλεσμένους έναν-έναν.

«Αναγκαστικά θα πρέπει να έχεις όλους τους Αρχηγούς των Συμμάχων και τους Αρχηγούς των Οικογενειών της Επικράτειας. Ο καθένας θα φέρει και έναν συνοδό, οπότε από την μεριά του Γκάμπριελ δεν υπάρχουν πολλές ελευθερίες επιλογής. Είναι πιο στάνταρ τα πράγματα.»

«Έχω κάποιον περιορισμό; Ή μπορώ να καλέσω όποιον θέλω;»

Η Ελίνα της χαμογελά, γλυκά και με κατανόηση. «Κανένας περιορισμός για αρχή, απλώς στην συνέχεια θα υπάρξει εξονυχιστικός έλεγχος κάθε καλεσμένου που δεν υπάρχουν τα στοιχεία του καταχωρημένα.»

«Ωραία λοιπόν. Έχουμε και λέμε.»

Η μπαργούμαν έβγαλε μια μεγάλη λίστα.

Μια πολύ μεγάλη λίστα.

Η Ελίνα ξεφύσησε γελώντας. «Θα προλάβουμε την συνάντηση με τους σχεδιαστές; Ή να την μεταφέρω για άλλη μέρα;»

Η κοπέλα το σκέφτηκε διπλές και τριπλές φορές.

«Δεν θα προλάβουμε.»

Γέλασε χωρίς να είναι κάτι αστείο συγκεκριμένα. Ίσως έφταιγε η ευφορία που την κατέκλυζε με τις ετοιμασίες του γάμου, ίσως επειδή η ψυχή της ήταν ανάλαφρη παρόλο που στις πλάτες κουβαλούσε κάτι, ίσως επειδή... βρήκε αυτό που την ολοκλήρωνε.

Γέλασε και η Ελίνα μαζί της γιατί ήξερε το αίσθημα αυτό.

Είχε βρεθεί σε αυτή τη θέση, πλάι σε έναν άνθρωπο. Και το όνομα αυτού...

...............

Οι προσκλήσεις στάλθηκαν.

Μαύρο χαρτί, με λευκά γράμματα και δύο ονόματα καλλιγραφικά γραμμένα στο χέρι, προσκαλούσαν τις Οικογένειες και τους λοιπούς καλεσμένους να τους τιμήσουν με την παρουσία τους στην τελετή που θα δέσει δύο ανθρώπους αιώνια, με δεσμά ισχυρά.

Ο Γκάμπριελ, κρατώντας το χαρτί στο χέρι του, κατάφερε να χαμογελάσει στραβά γνωρίζοντας πως οι δύο τους δεν χρειάζονταν κανέναν και τίποτα.

Είχαν δεσμούς αίματος, δεσμούς ψυχών.

Και δεν υπήρχε κάτι να ξεπεράσει αυτό.

......................

«Αν σου είχα πει ότι θέλω να κάνω μπάτσελορ, τι θα έκανες δηλαδή;» Προσπαθεί να μην ακουστεί ενοχλημένος από την απίστευτη βαβούρα των δεκάδων μαζεμένων ανδρών σε ένα από τα ιδιωτικά δωμάτια της Οικογένειας. Κάποιοι έπιναν και συζητούσαν, άλλοι έπαιζαν ανεπίσημα χαρτιά ενώ ο Φίλιπ κι ο Γκάμπριελ κάθονταν σε μια άκρη γιατί ο λογιστής δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε.

Ο Φίλιπ πάντως, του χαμογέλασε. «Έλα, Γκάμπ. Μια φορά παντρεύεσαι τον άνθρωπό σου, να μην μαζευτούμε όλοι, όπως τον παλιό καλό καιρό, να γιορτάσουμε τις λίγες μέρες που έμειναν για τον Γάμο.»

Ο Ζακ πλησίασε από μακριά και ήταν ήδη αρκετά πιωμένος για να αγκαλιάσει τον λαιμό του Γκάμπριελ και να τον σύρει μέχρι τον κεντρικό καναπέ, όπου τα πρώτα παιχνίδια είχαν ξεκινήσει.

Ο Βίνσεντ μοίραζε χαρτιά για το πιο παραδοσιακό παιχνίδι της Οικογένειας και ο Φίλιπ άφησε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο του διπλωμάτη Ζακ που δεν υπολόγισε ούτε το άγριο βλέμμα του λογιστή, ούτε τις απειλές του.

Και παρόλο που παραπονιόταν και σιγομουρμούριζε βρισιές για όλους τους, μάζευε τα φύλλα της τράπουλας στα χέρια του με τακτική, δεν άφησε ούτε λίγο να φανεί πως η τύχη του είχε χαμογελάσει.

Και το χάρισμά του να διαβάζει μάτια ποτέ δεν τον έβγαλες λάθος, όταν με την μια ήξερε ποιος είναι ο αντίπαλος του στον γύρο αυτόν και ποιος ήξερε να μπλοφάρει καλά.

Τελικά, έχασε μονάχα μια φορά μετά από επτά γύρους, αποδεικνύοντας περίτρανα πως το σεξαπίλ του έπιανε και στην τύχη με τις κάρτες, όχι μόνο στις γυναίκες.

«Νομίζω είναι μια καλή ώρα να αποχωρήσω προτού ξεφτιλίσω κάθε αξιοπρεπές σημείο που σας έχει μείνει.» Σηκώθηκε, προσπάθησε να κλείσει το σακάκι του και να απομακρυνθεί, αλλά ο Βίνσεντ που είχε μάθει να χάνει αλλά μόνο όταν ήθελε εκείνος, τον τράβηξε ξανά στην θέση του.

Ο Φίλιπ ήπιε μονορούφι το ουίσκι του και γέλασε στην γκριμάτσα του λογιστή μαζί με τους υπόλοιπους.

Του γέμισαν ξανά το ποτήρι, του το έφεραν μέχρι τα χείλη, τον είδαν να πίνει μια γερή γουλιά από οτιδήποτε του είχαν δώσει και όλοι ζητωκραύγασαν.

Ο λογιστής χαμογέλασε και κάπως χαλάρωσαν οι μύες του.

Και την στιγμή που ζήτησε δεύτερο ποτήρι από αυτό που του έδωσαν, όλα έδειξαν πως η βραδιά θα ήταν μεγάλη.

Ο Φίλιπ πήγε και τον αγκάλιασε μετά από λίγο πίνοντας ένα σφηνάκι από ένα τυχαίο ποτό. «Πόσο στοίχημα ότι το μπάτσελορ σου θα είναι καλύτερο από της Ρωξάνης;»

Ο Γκάμπριελ το ευχόταν; Όχι ακριβώς αλλά θα ήθελε να πιστεύει πως το δικό της μπάτσελορ θα ήταν από αυτά χωρίς του χορευτές, το πολύ ποτό –αν και δύσκολο με την μπαργούμαν το κέντρο της προσοχής– και τα έκτροπα που είχαν τα υπόλοιπα μπάτσελορ στο ιστορικό της Οικογένειας.

Αναρωτιόταν πως και δεν είχε σχεδιάσει τίποτα τέτοιο ο Φίλιπ για εκείνον. Ήταν μανούλα σε αυτά, μάλλον θα είχε σεβαστεί την επιθυμία του και την μεγάλη αγ-

Και έσβησαν τα φώτα.

Ο λογιστής ξεφύσησε.

Οι άνδρες του χώρου ξεκίνησαν να φωνάζουν, να χτυπάει ο καθένας ό,τι έπιπλο έβρισκε μπροστά του και ο μόνο τα χέρια του Φίλιπ που τον έσφιξαν πάνω του επιβεβαίωσαν τα σχέδια της βραδιάς.

Οι πρώτες χορεύτριες μπήκαν στον χώρο και οι κρυφοί φωτισμοί άναψαν για να δώσουν σε όλους μια γεύση του υπερθεάματος που θα ακολουθούσε.

Ο Γκάμπριελ έκρυψε τα μάτια του μέσα στα χέρια του και ήταν έτοιμος να αναθεματίσει όταν ο Φίλιπ τον τράβηξε να σηκωθεί όρθιος.

«Για εσένα, γαμπρέ, έχω ετοιμάσει κάτι πολύ καλύτερο.»

Ο λογιστής χρειάστηκε να δείξει διακριτικά τα όπλα του μέσα από το σακάκι του για να κάνει τον Φίλιπ να γελάσει στην επικείμενη απειλή. «Αν είναι αυτό που σκέφτομαι, έχω βάλει την Ρωξάνη να σου την ανάψει στο κεφάλι πριν το καταλάβεις καν.»

«Γκάμπι, σκάσε και ακολούθα με.»

Δεν είχε άλλη επιλογή. Ξεφύσησε και ξεκίνησε να περπατά πίσω του.

Περπάτησε ανάμεσα από κοπέλες που είχαν χορέψει πολλάκις πάνω του, στο παρελθόν. Όλες τους του έστειλαν πολλά υποσχόμενες ματιές ώσπου να χαθεί από μπροστά τους και να συνεχίσουν τον χορό τους πάνω στα πόδια κάποιου μέλους της Οικογένειας που θα πλήρωνε αδρά για δύο λεπτά παραπάνω από τον χορό τους.

Ο Φίλιπ τον οδήγησε σε ένα πολύ μικρότερο δωμάτιο που αναγνώρισε αμέσως.

Εκεί γίνονταν όλοι οι ιδιωτικοί χοροί σε κάθε μπάτσελορ.

Ώσπου να φέρει αντίρρηση, ο φίλος του είχε φύγει και είχε κλειδώσει την πόρτα.

Έκλεισε τα μάτια του με ανήκουστες βρισιές να αγγίζουν τα χείλη του για το όνομά του φίλου του. Δεν γύρισε την πλάτη του να κοιτάξει στο βάθος, δεν ήθελε να δει την κοπέλα που τον περίμενε να του χορέψει.

Έπιασε με δύναμη το πόμολο στην πόρτα και το έστριψε πολλές φορές προσπαθώντας να σπάσει ίσως την κλειδαριά, να φύγει.

«Αυτό ψάχνεις;»

Η καρδιά του φτερούγισε στη γνωστή χροιά.

Γύρισε να κοιτάξει στο βάθος του δωματίου. Ξανθές μπούκλες ξεχύνονταν σε δύο ορθωμένους ώμους που οδηγούσαν σε ένα κορμί ντυμένο από ύφασμα πλασμένο στα πιο σκοτεινά όνειρα του.

Στο χέρι της κρατούσε ένα κλειδί. Του χαμογέλασε στραβά.

«Αν το θέλεις τόσο αυτό το κλειδί, έλα παρ' το αγάπη μου

Χρειάστηκε δύο βήματα μέχρι να τον εκπλήξει ξανά. Το κλειδί χώθηκε κάπου μέσα από το ύφασμα του κορμιού της και τον καλούσε να ψάξει να το βρει με τα χέρια του, να ψηλαφήσει με τον δικό του τρόπο αν θέλει τόσο πολύ να βγει από εκείνο το δωμάτιο.

Και στο επόμενο βήμα του, η μουσική από το διπλανό δωμάτιο γέμισε και κάλυψε την βαβούρα από τον κόσμο. Και η Ρωξάνη χαμογέλασε δαιμόνια.

«Λίγο πριν τον γάμο θέλω να δω αν θα κοιτάς κι εμένα όπως κοιτούσες εκείνη την χορεύτρια έναν χρόνο πριν.»

Ο λογιστής ήξερε πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσε η Ρωξάνη.

Οπότε κάθισε στην θέση που του είχε ετοιμάσει, βολεύτηκε και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να απολαύσει τον χορό της μπαργούμαν που δεν είχε φαίνεται άλλο σκοπό επίγειο από το να τον σαγηνεύει με κάθε της κίνηση.

Λίγο αργότερα, βρισκόταν ανάμεσα από τα πόδια του και τον κοιτούσε καθώς τον καθήλωνε με έναν από τους πολλούς τρόπους που ήξερε πως τον πάγωναν.

Και έπειτα, με το σώμα της κόντρα σε έναν τοίχο, ευγνωμονούσε την μουσική που κάλυπτε τις κραυγές της.

Ο Γκάμπριελ είχε αποφασίσει πως η πιο όμορφη μελωδία του κόσμου ήταν εκείνη της Ρωξάνης όταν έφτανε στο απόγειο της ηδονής της.

Και έτσι, εκείνο το βράδυ, χάρισαν ο ένας στον άλλον την καλύτερη τελευταία βραδιά προτού ενώπιον όλων ενωθούν με τα δεσμά του γαμήλιου πρωτοκόλλου της Οικογένειας.

.....................

Η μέρα του γάμου ήταν αρκετά διαφορετική από ότι την περίμενε η μπαργούμαν. Η Ελίνα την είχε προετοιμάσει σωστά. Της το είχε πει κατά γράμμα, η προετοιμασία της θα ήταν αυστηρώς επίσημη και γρήγορη για να τηρηθούν όλα τα εθιμοτυπικά της Οικογένειας.

Οπότε όταν την έβαψαν, της τόνωσαν τις μπούκλες και την άδειασαν το δωμάτιο για να ντυθεί μόνη της, η κοπέλα αισθάνθηκε ένα τεράστιο βάρος να τυλίγει το στήθος της.

Εκείνη την στιγμή, χρειαζόταν κάποιον.

Βασικά, εκείνη την στιγμή, χρειαζόταν την μαμά και την αδερφή της.

Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν αλλά δεν άφησε ούτε ένα δάκρυ.

Κοίταξε από μακριά το κινητό της, μα καμία κλήση. Μονάχα ένα μήνυμα από την αδερφή της που την ευχόταν καλή τύχη. Η μαμά της και ακόμη περισσότερο ο μπαμπάς της, δεν έκαναν την εμφάνισή τους ούτε τυπικά. Ούτε σαν ειδοποίηση. Τίποτα.

Σαν να εννοούσαν τα πάντα.

Δεν το είχε φανταστεί έτσι. Είχε φανταστεί ένα δωμάτιο γεμάτο ζωή, είχε φανταστεί ένα δωμάτιο που θα τρανταζόταν ολόκληρο.

Δεν μπορούσε να τα έχει όλα όμως. Σκέφτηκε μονάχα τον Γκάμπριελ να την περιμένει στο μαύρο του κοστούμι και αναθάρρησε.

Αυτό είχε σημασία.

Εκείνος, εκείνη και ό,τι είχαν μεταξύ τους.

..................

Είχε ντυθεί και ο Φίλιπ έδενε τα μανικετόκουμπα της Οικογένειας, με το χαρακτηριστικό Μ, με απίστευτη προσήλωση.

Καλά, ίσως έφταιγε και λίγο η συγκίνηση.

Αν άνοιγε το στόμα του, θα έλεγε κάτι που θα τον έκανε να κλάψει, αυτό είναι σίγουρο. Οπότε ο Φίλιπ έμενε σιωπηλός όσο φρόντιζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες του γαμπρού.

Μέσα στο ολόμαυρο ντύσιμό του τα μάτια του έλαμπαν.

Το γκρι ήταν φωτεινό, η ουλή του δεν ανάβλυζε σκότος αλλά σημάδια ευτυχίας κρύβονταν πίσω από κάθε βλέμμα του.

Ο Φίλιπ θα μπορούσε να κοιτάζει τον φίλο του για ώρες, ειλικρινά. Ήταν απολαυστική η εικόνα της χαράς στα μάτια του, στα χείλη του. Τα συνεχή χτυπήματα στην πόρτα όμως δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια.

Ήταν η ώρα να πάρουν τις θέσεις τους εκεί όπου όριζε το πρωτόκολλο.

Εκεί που ο Γκάμπριελ θα περίμενε την Ρωξάνη.

Στην διαδρομή από εκείνο το δωμάτιο μέχρι την τεράστια αίθουσα που είχαν διαμορφώσει ειδικά για την τελετή, τα μέλη της Οικογένειας που τον συνόδευαν αντάλλασσαν αστεία και ευχές.

Με τα λευκά τους κοστούμια και τις μαύρες λεπτομέρειες φαίνονταν όλοι ίδιοι σχεδόν αλλά δεν είχε σημασία. Δεν ήταν η βραδιά τους.

Εκείνη η στιγμή ήταν σημαντική μονάχα για δύο.

Για εκείνους που φορούσαν μαύρα.

...........(it's time for the song ppl xoxo)

Ο Γκάμπριελ στεκόταν στο τέλος του τεράστιου διαδρόμου που είχαν στολίσει με μαύρα και λευκά λουλούδια, περιμένοντας μόνος του να φανεί η Ρωξάνη στην απέναντι άκρη.

Στα δεξιά του, εκεί όπου το κενό δίπλα του θα γέμιζε σύντομα, στεκόταν η Ελίνα με το λευκό φόρεμα της και ένα χαμόγελο γεμάτο συγκίνηση και αγάπη. Στα αριστερά του, ο Φίλιπ, έστεκε με ορθωμένο στέρνο σοβαρός, μπροστά σε τόσους αρχηγούς, σε τόσα στελέχη και υψηλόβαθμα μέλη τόσων Οικογενειών, δεν χωρούσε τίποτε άλλο πέρα από αυτό.

Παρόλα αυτά, όταν η ώρα σήμανε επτά ακριβώς, ο Φίλιπ του χαμογέλασε.

«Αγχωμένος;» του ψιθύρισε.

Ο Γκάμπριελ τον κοίταξε και μειδίασε απαλά. «Καθόλου.»

«Είσαι τόσο σίγουρος ότι θα εμφανιστεί;»

Δεν χρειάστηκε να του απαντήσει. Του χαμογέλασε την στιγμή που σηκώθηκε κι ο τελευταίος καλεσμένος, την στιγμή που ο φωτισμός χαμήλωσε, όταν όλοι σώπασαν και μια ήσυχη μελωδία, από έναν γνωστό άγνωστο μουσικό, ξεκίνησε να συντροφεύει την φιγούρα εκείνης της γυναίκας στο βάθος.

Ένας χείμαρρος από μπούκλες πλούσιες, χρυσαφένιες, έκαναν αντίθεση στο βαθύ, σκοτεινό μαύρο της νυφικό. Και ώσπου να κάνει ένα βήμα, ο άνδρας με την ουλή στο μάτι έχασε δύο ανάσες.

Ξεκίνησε να περπατά σιγά προς το μέρος του. Σταθερά, με τεντωμένους ώμους, αυτοπεποίθηση που ταίριαζε στην πιο δυνατή Οικογένεια της Ευρώπης.

Δεν χαμογελούσε, είχε όμως εκείνο το μειδίαμα που από μακριά έκανε τον Εκτελεστή να χάνει χτύπους. Και έπειτα, με μια ματιά της, η καρδιά του έτρεχε γρήγορα, πολύ γρήγορα, θα το έσκαγε από το στέρνο του για να βρει την δική της, να βρει το ταίρι της.

Κάθε βήμα της τους έφερνε λίγο ακόμη πιο κοντά στην αιωνιότητα.

Κι όμως ήταν ακόμη μακριά στα μάτια του.

Και εκείνη την στιγμή, ένιωσε στο εκατό όλα όσα ήξερε να ηρεμεί μέσα του. Την αγωνία, τον πανικό, τον φόβο, το άγχος, όλα τα ένιωσε μέσα σε εκείνα τα δέκα δευτερόλεπτα που απείχε ο ένας από τον άλλον.

Ευθυγραμμίστηκαν όλα, τρία βήματα μακριά του.

Η ανάσα του επανήλθε, η καρδιά του χτυπούσε κανονικά, ο μυαλό του ηρέμησε. Την φυλάκισε με το βλέμμα του, δεν άφησε στιγμή τα μάτια του να περιπλανηθούν οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί που άνηκαν.

Τρία βήματα μακριά του κι ο Φίλιπ ανέλαβε το καθήκον του.

Πλησίασε την Ρωξάνη, άπλωσε το χέρι του κοντά της και την οδήγησε μπροστά από τον άνδρα που κυριαρχούσε ολόκληρο τον Κάτω Κόσμο, ολόκληρο τον Υπόκοσμο. Κι αυτός ο άνδρας, με τα μάτια του να γυαλίζουν, γονάτισε μπροστά της δείχνοντας σε όλους, μα πάνω από όλα σε εκείνη, πως εκείνος που κυριαρχεί, εκείνος υποτάσσεται.

Ο Άδης φούσκωνε από περηφάνεια.

Το σπιτικό του είχε αποκτήσει την Αφέντρα του.

Η Περσεφόνη κάθισε στον θρόνο δίπλα του.

Υποταγή.

Άκουσε κάθε ψίθυρο, κάθε ανάσα που κόπηκε. Τα άκουσε όλα.

Και φρόντισε να τα σιωπήσει όλα, με ένα χαμόγελο πλατύ, σπάνιο και ένα φιλί στα χείλη απαλό.

Το δωμάτιο πνιγόταν στην αναμονή του Γάμου.

Και ενώ ο Άδης την περίμενε τόσα χρόνια, αυτά τα παραπάνω δευτερόλεπτα του φαίνονταν αιώνας.

Την τράβηξε στο πλάι του και της κράτησε το χέρι σφιχτά.

Μύρισε το άρωμα της, την άγγιξε, την γεύτηκε, την έχει μπροστά του με σάρκα κι οστά, ακούει την ανάσα της. Πέντε αισθήσεις στο κόκκινο για εκείνη. Είναι στ' αλήθεια δίπλα του. Είναι στ' αλήθεια εκεί.

Μακρινά ακούγεται η φωνή του Φίλιπ, τα διαδικαστικά του Γάμου της Οικογένειας είχαν ξεκινήσει.

Δεν άκουγε τίποτα καθαρά.

Η Ρωξάνη γύρισε να τον κοιτάξει μονάχα μια στιγμή.

«Τα καταφέραμε», της ψιθύρισε.

«Σε αγαπώ», του απάντησε.

Στον Κάτω Κόσμο, φως.

.....................

Η Ελίνα χόρευε με τον Τζάκσον και την Λόρεν στην αγκαλιά της όταν κάποιος από το προσωπικό σταμάτησε τον ευδιάθετο χορό της για να πάρει τα παιδιά από την αγκαλιά της. Δεν είχε αρκετό χρόνο να παρουσιάσει αντίσταση, δύο χέρια αγκάλιασαν την μέση της. Δύο χείλη φίλησαν τον λαιμό της. Δύο μάτια μαγνήτισαν το βλέμμα της.

«Θέλω έναν χορό τουλάχιστον, μαζί σου.»

«Έχουμε όλο το βράδυ μπροστά μας, Φίλιπ. Μην είσαι ανυπόμονος.»

«Εμένα δεν μου φτάνει μια ζωή μαζί σου, τι να μου κάνει ένα βράδυ;»

Τα μάγουλά της κοκκίνησαν πίσω από το σκούρο της δέρμα. Ο Φίλιπ την φίλησε αμέσως. «Έναν χορό, μετά άλλον έναν, δύο, τρεις, μέχρι να μάθουν όλοι ότι εγώ κι εσύ ήταν γραφτό να είμαστε μαζί.»

Αγκάλιασε τον λαιμό του και χόρεψε κάτι αδιάφορο που ακουγόταν στην αίθουσα. «Πίστεψε με, το έχουν καταλάβει όλοι.»

«Ούτε αυτό μου είναι αρκετό.»

Δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελά.

Φίλησε το χαμόγελο της και η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. Και η δική του δυνατότερα.

Η αλήθεια είναι πως από την στιγμή που ο Γκάμπριελ με την Ρωξάνη έφυγαν για το ταξίδι που τους είχε κλείσει ο Φίλιπ, λίγο μετά την λήξη της Τελετής του Γάμου, όλη την προσοχή των καλεσμένων την είχαν σε μονοπώλειο η Ελίνα κι ο Φίλιπ.

Αλλά τον Αρχηγό δεν τον ενδιέφερε.

Αυτό ήθελε, αυτό έπρεπε να γίνει.

Να γνωρίζουν όλοι πως η Ελίνα είναι δικιά του.

Και σύντομα θα το ήξεραν όλοι τους με τον έναν μοναδικό τρόπο που θα το αποδέχονταν όλοι. Της πήγαινε εξάλλου κι ο τίτλος.

Ελίνα, η Πρώτη Κυρία της Αγγλικής Επικράτειας.

.....................

Ο σοφέρ που θα τους οδηγούσε στο ιδιωτικό αεροδρόμιο της Οικογένειας, μερικά χιλιόμετρα μακριά τους περίμενε κάποια ώρα, μα δεν είχε άλλη επιλογή.

Το ζευγάρι, με δεμένα χέρια, περπατούσε στην σιωπή στο απόμερο σημείο της έκτασης μέσα στο οικόπεδο της έπαυλης.

Η Ρωξάνη ανατρίχιαζε με κάθε θρόισμα φύλλων, κάθε σφύριγμα του ανέμου ήταν για εκείνη ένας λόγος να νιώσει ρίγη σε όλο της το κορμί. Είχε έναν κόμπο στο στήθος, ήξερε που την πήγαινε αλλά δεν έβγαλε μιλιά να παρουσιάσει αντίσταση.

Λίγο αργότερα, στέκονταν μπροστά σε μαρμάρινες, κρύες πλάκες.

Δύο ονόματα, κοντά το ένα στο άλλον, έκαναν τον Γκάμπριελ να σφίξει το χέρι της. «Ξέρω πως θα ακουστεί περίεργο, αλλά τους μιλάω καμία φορά.»

Η Ρωξάνη δεν είπε τίποτα.

«Οπότε και τώρα, ήρθα να σε ανταμώσουν σαν Επίτιμη Κυρία, σαν την γυναίκα μου, την Βασίλισσα του...» δεν συνέχισε, έκλεισε τα μάτια του στιγμιαία και την κοίταξε έντονα.

Της πήρε λίγη ώρα να αφουγκραστεί την σιωπή.

Της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει πως το φεγγάρι έλαμπε πιο φωτεινό από πριν μαζί με το αστέρι στο πλάι του. Της πήρε ώρα να νιώσει το φως τους να αγγίζει το πρόσωπό της, να το ζεσταίνει.

Δεν πρόλαβε να αμφιβάλλει, πήρε βαθιά ανάσα και την καρδιά της την αγκάλιασε μια θέρμη, το μυαλό της το κατέκλυσαν λέξεις και γράμματα που όταν έμπαιναν σε μια σειρά, σχημάτιζαν κάτι.

Έσφιξε το χέρι του, τον κοίταξε και τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.

Και τότε κατάλαβε πως όλα είναι αλήθεια, τότε κατάλαβε πως ήταν εκεί και τους έβλεπαν, τους περίμεναν στο Σπιτικό του γιού τους με υπομονή. Ο Άδης κατάλαβε. Και τα δικά του μάτια γέμισαν με δάκρυα.

Γιατί κι εκείνος τους άκουσε.

«Καλώς ήρθες, Περσεφόνη

»«»«»«

Καλησπέρα, τα παιδιά παντρεύτηκαν καλέ!
Να πω πως δεν έδωσα σημασία στην όλη τελετή γιατί πρώτον δεν χρειαζόταν δεύτερον όλοι ξέρουμε πως ήταν μια τυπική διαδικασία και τρίτον, σας διαβεβαιώ πως δόθηκε προσοχή εκεί ακριβώς που έπρεπε.

-έχουμε κάποια σκέψη; κάποιο σχόλιο; πως νιώθουμε που το επόμενο κεφάλαιο είναι το τελευταίο πριν τον επίλογο; εγώ ανυπομονώ!

Επίσης θέλω να πω ότι «ζηλεύω» τους ανθρώπους που λένε «σήμερα το κεφάλαιο το έγραψα με την ταδε χαλαρή ποπ πλειλιστ» ενώ εγώ πάλι άκουγα αλβανικά τραγούδια. Ελπίζω να μην φάνηκε. (Πέρα απο το κομμάτι με το τραγούδι που σαν υπέδειξα που εκεί προφανώς άκουγα την απίστευτη Astræa )

τέλος πάντων, αυτά είχα να πω.
περιμένω να ακούσω εσάς.

σας αγαπώ,

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top